Καθώς οι διωγμοί κατά των χριστιανών κόπασαν κατά τη βασιλεία του Κομμόδου (177-193), άνθρωποι από όλα τα έθνη και ακόμη και Ρωμαίοι, μεταξύ των πλέον επιφανών, μεταστρέφονταν στη χριστιανική πίστη μαζί με την οικογένειά τους και ολόκληρο τον οίκο τους. Οι επιτυχίες αυτές προκάλεσαν το μίσος του μισόκαλου που υποκίνησε ένα νέο κύμα διωγμών στην πόλη της Ρώμης (183).
Ο συγκλητικός Απολλώνιος, άνθρωπος ονομαστός μεταξύ των πιστών για την παιδεία και τη φιλοσοφική γνώση του, οδηγήθηκε στο δικαστήριο μετά από καταγγελία. Επειδή δήλωσε χριστιανός, ο έπαρχος του Πραιτωρίου, Τιγίδιος Περέννιος, τον πρόσταξε να ανακαλέσει και να ορκιστεί στην Τύχη του αυτοκράτορα. Ο Απολλώνιος του απάντησε ότι ο Λόγος του Θεού που γνωρίζει τις σκέψεις των ανθρώπων είχε δώσει εντολή στους μαθητές του να μην ορκίζονται ποτέ· τον διαβεβαίωσε όμως ότι όλοι οι χριστιανοί τιμούσαν τον αυτοκράτορα και προσεύχονταν για το κράτος του.
Καθώς ο Περέννιος τον διέταξε να θυσιάσει στους θεούς και στο ομοίωμα του αυτοκράτορα, εκείνος απάντησε ότι οι χριστιανοί προσφέρουν αναίμακτη και άχραντη θυσία στον παντοδύναμο Θεό υπέρ πάντων των ανθρώπων και των Αρχών που βασιλεύουν με το θέλημα του Θεού.
Του έδωσαν προθεσμία τριών ημερών και κατόπιν ο Απολλώνιος παρουσιάσθηκε για νέα ανάκριση ενώπιον μεγάλου αριθμού συγκλητικών, μελών του συμβουλίου και φιλοσόφων. Διαβάστηκαν τα Πρακτικά της προηγουμένης συνεδρίας και κατόπιν ο δικαστής ρώτησε τον άγιο τι είχε αποφασίσει. Εκείνος απάντησε: «Να μείνω πιστός στο Θεό, όπως το ανέφερες στα Πρακτικά». Παρά τις παραινέσεις, επέμενε στην απόφασή του, δηλώνοντας πως γνώριζε πολύ καλά το διάταγμα της Συγκλήτου που εντελλόταν τη θανάτωση των κατηγορουμένων που θα αρνιόνταν να ανακαλέσουν, αλλά τίποτε στον κόσμο δεν θα μπορούσε να τον κάνει να λατρεύσει τα χειροποίητα είδωλα.
«Εγώ υπηρετώ τον επουράνιο Θεό, αυτόν και μόνο λατρεύω, αυτόν που χορήγησε σε όλους τους ανθρώπους μία ζώσα ψυχή και καθημερινά συντηρεί εντός τους τη ζωή. Είναι ντροπή για μας να λατρεύουμε ό,τι είναι στα μέτρα του ανθρώπου, ή χειρότερα ακόμη τους δαίμονες. Τι μωρία κρύβεται σε μία τέτοια πλάνη! Όλα τούτα δεν μπορούν παρά να βλάψουν τις ψυχές που τα πιστεύουν». Και συνέχισε την απολογία του χλευάζοντας τα είδωλα των Αθηναίων, των Αιγυπτίων και όλων των άλλων ειδωλολατρών που λατρεύουν ευτελή ζώα όπως και τις εικόνες των διεφθαρμένων ηθών τους.
Καθώς ο Περέννιος του επανέλαβε ότι η Σύγκλητος είχε απαγορεύσει σε οποιονδήποτε να ομολογεί την χριστιανική πίστη, εκείνος αποκρίθηκε: «Το θέλημα του Θεού δεν μπορεί να υποχωρήσει ενώπιον εκείνου των ανθρώπων. Όσο θα σκοτώνετε εκείνους που έχουν την πίστη τους στον Θεό, τόσο περισσότερο θα αυξάνει ο αριθμός τους. Για όλους τους ανθρώπους αδιακρίτως, ο Θεός έταξε τον θάνατο και μετά θάνατον την κρίση. Ο τρόπος όμως του θανάτου δεν είναι ο ίδιος: σε μας, οι μαθητές του Λόγου πεθαίνουν καθημερινά ως προς τις ηδονές και ταπεινώνουν τα πάθη τους με την εγκράτεια για να συμμορφώνουν τον βίο τους με το θέλημα του Θεού. Διάγοντας τέτοια βιοτή δεν φοβόμαστε να πεθάνουμε για τον αληθινό Θεό. Να γιατί υπομένουμε τα πάντα με εγκαρτέρηση, για να μην πεθάνουμε με αιώνιο θάνατο. Στη ζωή όπως και στον θάνατο ανήκουμε στον Κύριο».
Ο Περέννιος του καταλόγισε ότι αγαπούσε τον θάνατο. Εκείνος αποκρίθηκε: «Αγαπώ τη ζωή, αλλά η αγάπη για τη ζωή δεν με κάνει να φοβάμαι τον θάνατο. Τίποτε καλύτερο δεν υπάρχει από τη ζωή, αλλά από την αιώνια ζωή, τη ζωή που γίνεται αθανασία για την ψυχή που έζησε καλά στον παρόντα βίο».
Ο ανθύπατος ομολόγησε ότι δεν καταλάβαινε τι ήθελε να πει. Ο άγιος εξακολούθησε: «Πόσο λίγο κατανοείς τα θαύματα της θείας χάριτος! Πρέπει η ψυχή να ανοιχθεί στο φως για να ανακαλύψει τον Λόγο του Κυρίου, όπως τα μάτια για να αντιληφθούν την φαεινότητα του ηλίου. Η ομιλία είναι μάταιη για εκείνους που δεν μπορούν να καταλάβουν, όπως είναι μάταιο το φως για τους τυφλούς».
Ένας από τους κυνικούς φιλοσόφους που ήσαν παρόντες του είπε ότι παραμιλούσε. Ο Απολλώνιος του αποκρίθηκε ότι όσον αφορά τον ίδιο είχε μάθει να προσεύχεται κ όχι να υβρίζει και συνέχισε απαντώντας στον έπαρχο για την ύπαρξη του Λόγου του Θεού: «Ο Λόγος αυτός είναι ο Σωτήρ ημών Ιησούς Χριστός. Ως άνθρωπος γεννήθηκε στην Ιουδαία. Ήταν δίκαιος σε όλα και έμπλεως της σοφίας του Θεού. Από αγάπη για τους ανθρώπους μας οδήγησε στη γνώση του Θεού του σύμπαντος κόσμου και μας δίδαξε ποιος τύπος αρετής άρμοζε στις ψυχές μας για να διάγουμε έναν άγιο βίο. Με το Πάθος Του σταμάτησε τις αρχές της αμαρτίας». Πρόσθεσε ότι η πίστη στην αθανασία της ψυχής και η προσδοκία της μέλλουσας Ανάστασης είχε διδάξει τους χριστιανούς τόσο καλά να ζούνε στον κόσμο τούτο σαν τον προθάλαμο της αιωνιότητος, ώστε ήσαν έτοιμοι να υπομείνουν όλα τα κακά της παρούσης ζωής.
Η θαυμάσια και φλογερή αυτή απολογία ωστόσο δεν είχε κανένα αποτέλεσμα στην σκοτισμένη καρδιά των ειδωλολατρών. Ο Περέννιος δήλωσε ότι θα ήθελε πολύ να τον αφήσει ελεύθερο, αλλά το αυτοκρατορικό διάταγμα ήταν σαφές και ήταν υποχρεωμένος να τον καταδικάσει σε θάνατο. Επιδεικνύοντας κάποια αισθήματα ανθρωπιάς διέταξε να τον αποκεφαλίσουν, δίχως να τον υποβάλουν σε βασανιστήρια. Ο Απολλώνιος ανέπεμψε ευχαριστίες στον Θεό και πριν κλίνει τον αυχένα κάτω από το ξίφος ευχαρίστησε τον έπαρχο για την καταδίκη αυτή που θα του χορηγούσε την αιώνια ζωή.
Από το βιβλίο: Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, υπό Ιερομονάχου Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου. Τόμος ενδέκατος, Ιούλιος, σελ. 258. Ίνδικτος, Αθήναι 2008.