Κατά το μέγα προσκύνημά του στα Ιεροσόλυμα, ο Γέρο-Γεώργιος Λαζάρ, ακολουθώντας τη συμβουλή ενός αγίου ερημίτη που έμενε στην σπηλιά του οσίου Ξενοφώντος, πήγε στην έρημο για να νηστέψει 40 ημέρες και 40 νύχτες, όπως έκανε ο Κύριος.
Κανείς δεν γνωρίζει πότε έφυγε από την Παλαιστίνη ο Γέρο-Γεώργιος. Μετά από τη θαυμαστή συνομιλία με τον άγιο ερημίτη, εξαφανίστηκε. Μερικοί από τους ντόπιους λένε ότι πέρασε τον Ιορδάνη και εκεί προσευχόταν και νήστευε. Όμως οι περισσότεροι από τους γέροντες μαρτυρούν ότι τους είπε ο Γέρο-Γεώργιος, όταν επέστρεψε στη Ρουμανία, ότι είχε πάει στην έρημο Σαχάρα. Γεγονός είναι ότι, επειδή απουσίασε πολλούς μήνες από την Παλαιστίνη, μας κάνει να πιστέψουμε ότι πράγματι αυτός έφτασε στα άνω μέρη της Αιγύπτου, στο μέσο του Νείλου ποταμού, όπου κάποτε είχαν ασκηθεί φημισμένοι ερημίτες. Πιθανόν εκεί να νήστεψε 40 μερόνυχτα στην έρημο, υποφέροντας πολλούς πειρασμούς, τους οποίους κατόπιν μόνος του τους διηγόταν στους κοντινούς φίλους και πνευματικούς του αδελφούς.
Ένας από τους μεγαλύτερους πειρασμούς με τον οποίο ο σατανάς ήθελε να τον διώξει από την έρημο ήταν οι ψείρες. Αυτός ήταν ντυμένος, έτσι όπως είχε αναχωρήσει από το σπίτι του, με τη σκούφια, το γελέκο, την κάπα και τις αρβύλες. Δεν είχε τίποτε άλλο μαζί του, παρά μόνο το άγιο Ευαγγέλιο, το Ψαλτήριο και λίγο ψωμί. Ο εχθρός, μη υποφέροντας τη νηστεία και την καθαρή προσευχή του, πρώτα προσπάθησε να τον τρομάξει με φαντασίες, με άγρια θηρία, με τρομακτικούς κρότους, με δηλητηριώδη φίδια και με τρομακτικά νυκτερινά όνειρα. Κατόπιν, βλέποντας τη σταθερότητα και το κουράγιο του, τον ενόχλησε με τον πόθο των οικείων του, της συζύγου και των παιδιών του. Αλλά τίποτε απ’ αυτά δεν μπόρεσε να τον εκδιώξει από την έρημο, διότι η Χάρη του Αγίου Πνεύματος ήταν μαζί του.
Και όμως κάποιο πρωί είδε να έρχονται πλήθος από ψείρες που γέμισαν όλο το σώμα του, από το κεφάλι μέχρι τα πόδια. Και τόσο πολύ τον βασάνισαν, τον τσιμπούσαν και του προκαλούσαν φαγούρα, ώστε με μεγάλη δυσκολία υπέμενε. Ιδιαίτερα τον βασάνιζαν, όταν σήκωνε τα χέρια για να προσευχηθεί. Τη νύχτα κοιμόταν λίγο και με δυσκολία. Αλλά ο γενναίος αγωνιστής, που ήταν παρόμοιος των παλαιοτέρων, αντιλήφθηκε ότι ήσαν σταλμένες εναντίον του από τον διάβολο. Γι’ αυτό υπέμενε τον πειρασμό αυτό με μεγάλη καρτερία. Το σώμα του είχε γίνει όλο μία πληγή από τα τόσα τσιμπήματα. Καμία ψείρα δεν σκότωσε. Μόνο τις έπιανε και τις απομάκρυνε από το σώμα του, από τα μάτια και το στόμα του για να μπορεί να προσεύχεται.
Κατόπιν του ήλθε πόθος να πάει στη βαθύτερη έρημο για να μη βλέπει καθόλου άνθρωπο και να προσεύχεται ακατάπαυστα στην πλήρη ησυχία. Αλλά πριν ξεκινήσει, είδε να έρχεται από μακριά ένα ζεύγος βόδια που τραβούσαν αλέτρι και πίσω τους ένας άνθρωπος να κάνει την αυλακιά. Νόμισε ότι αληθινά είναι άνθρωπος, γι’ αυτό και στενοχωρήθηκε μέσα του, διότι ούτε και εκεί δεν μπόρεσε να λυτρωθεί από τους ανθρώπους. Καθώς έφτασε ο φαινόμενος ζευγολάτης κοντά του, σταμάτησε τα βόδια του και του είπε:
– Γέρο-Γεώργιε, βλέπεις την αυλακιά αυτή;
– Ναι, τη βλέπω απάντησε ο γέροντας, απορώντας πώς έφθασε ο άνθρωπος αυτός από τα μέρη της πατρίδας του και πώς γνώριζε τη γλώσσα του και τ’ όνομά του.
– Είναι ευθεία;
– Ναι, είναι ευθεία, του είπε ο γέροντας και έκανε το σημείο του Σταυρού.
– Έτσι ευθεία είναι και η πίστη σου προς τον Θεό, του είπε και αμέσως εξαφανίστηκε ο ζευγολάτης με τα βόδια, το αλέτρι και την αυλακιά. Αλλά και οι ψείρες από τότε δεν τον ενόχλησαν πλέον. Σίγουρα αυτός ήταν ο σατανάς, ο οποίος προσπάθησε να τον ρίξει στο πάθος της κενοδοξίας. Αλλά ο καλός στρατιώτης εξήλθε από την μάχη απλήγωτος και προχώρησε πιο βαθιά στην έρημο.
Άλλες φορές ο διάβολος τον ενοχλούσε κατά τρόπο φανερό. Τον εμπόδιζε να περπατήσει, τον τραβούσε από τα ρούχα, του έριχνε το Ψαλτήρι και την κάπα του κάτω, και όλα αυτά τα έκανε για να μην έχει τον νου του στην προσευχή. Αλλά αυτός δεν άφηνε την νοερά προσευχή, ιδιαίτερα στον καιρό των πειρασμών, μέχρις ότου ο διάβολος φύγει ντροπιασμένος από κοντά του.
Άλλη φορά ο διάβολος του τραβούσε τη σκούφια από το κεφάλι του και την έριχνε κάτω, θέλοντας να τον κάνει να οργιστεί. Κι αυτός κάποια στιγμή άφησε τη σκούφια του κάτω και υποσχέθηκε ενώπιον του Θεού, μέχρι τον θάνατό του να μη φορέσει, ούτε χειμώνα ούτε καλοκαίρι, αλλά να περπατά με το κεφάλι του ακάλυπτο.
Κάποια νύχτα ο διάβολος του έβγαλε και τις αρβύλες και έκτοτε δεν είχε τι να φορέσει. Αλλά και τώρα ο ανίκητος στρατιώτης του Χριστού δεν άφησε τον διάβολο να τον καταβάλει. Έχοντας παρρησία δια της προσευχής του στον Θεό, Του ζήτησε να περπατά πλέον σ’ ολόκληρη τη ζωή του ξυπόλυτος, τόσο τον καλοκαίρι όσο και τον χειμώνα.
Με κάθε είδους πειρασμούς προσπάθησε ο διάβολος να τον διώξει από την έρημο, αλλά δεν το κατόρθωσε, διότι δεν μπόρεσε να αποσπάσει τον νου του από τον Θεό, και πάντοτε ήταν ο νικημένος. Τις νυκτερινές ώρες που ο Γέρο-Γεώργιος δεν έπαυε να υψώνεται με τον νου και την καρδιά του στον Θεό, φως πνευματικό τον περιέλουε και τον προστάτευε από τις παγίδες του εχθρού. Μερικές φορές στεκόταν γονατιστός μέσα στον καύσωνα του ηλίου, προσευχόμενος ολόκληρες ώρες με τα χέρια υψωμένα στον ουρανό. Άλλοτε στεκόταν όρθιος στην προσευχή μέχρι την ανατολή του ηλίου, ενώ άλλοτε προσευχόταν πηγαίνοντας ξυπόλυτος πότε στις πέτρινες περιοχές και πότε στις αμμώδεις. Τώρα, όσον αφορά με ποιο τρόπο προσευχόταν και τι λόγια μυστικά έλεγε, ή τι αισθανόταν στην καρδιά του την ώρα της προσευχής, δεν μπορεί να ξέρει κανείς, παρά μόνο ο Θεός.
Ούτε αυτός έλεγε σε κάποιον γι’ αυτά τα πράγματα, αλλά τα αντιλαμβανόμαστε από τη δύναμη της προσευχής του και το πλήθος των πειρασμών που υπέμεινε. Εκτός από τις διαβολικές παγίδες, υπέμενε ο μακάριος όχι με λιγότερη καρτερία το ψύχος της νύχτας, ιδιαίτερα τη χειμερινή περίοδο που το έδαφος παγώνει τελείως. Την ημέρα πάλι υπέφερε πολύ από το καύμα του ηλίου, διότι δεν είχε ούτε ομπρέλα, ούτε καπέλο στο κεφάλι, ούτε κάλτσες και παπούτσια στα πόδια. Τα πέλματα των ποδιών του ήσαν σκληρά σαν τις πέτρες, ενώ το κεφάλι του ήταν όλο μία πληγή από τα καύματα του ηλίου.
Ένας μεγάλος πειρασμός που υπέμεινε στην έρημο ήταν η πείνα. Τόσο πολύ τον ταλαιπώρησε ο διάβολος με την πείνα, ώστε αναγκάστηκε ο αγωνιστής του Χριστού να τρώει χώμα μόνο και μόνο για να κατευνάσει την ανάγκη της φύσεως. Διότι με το ψωμί που είχε μαζί του πέρασε ένα διάστημα, κατόπιν αναγκάστηκε να τρώει οτιδήποτε και κυρίως ρίζες δένδρων. Ενώ νερό έπινε σε συγκεκριμένες ημέρες και τούτο με μέτρο, το οποίο έπαιρνε από ποταμούς.
Από το βιβλίο: Μητροπολίτου Κραγιόβας Νέστορος, αρχιμ. π. Ιωαννίκιου Μπαλάν, πρωτ. π. Κωνσταντίνου Γαλερίου, Ιεροσολύμας μοναχής, «Αγιασμένες μορφές της Ορθοδόξου Ρουμανικής Εκκλησίας». Μετάφραση – επιμέλεια υπό αδελφών Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους Άθω, 2002 (αποσπάσματα).
Ο Γέρο-Γεώργιος Λαζάρ και οι πειρασμοί του στην έρημο