υπήντησαν αυτώ δύο δαιμονιζόμενoi
εκ των μνημείων εξερχόμενοι, χαλεποί λίαν
(Μτ 8:28)
Η αγάπη του αγίου Τριαδικού Θεού εκδηλώνεται κατά πολλούς και διαφόρους τρόπους. Υπάρχει κατ’ αρχάς το πρώτο ή κατ’ ευδοκίαν θέλημά του, το οποίο είναι το άγιο και σωτήριο για τον άνθρωπο, το οποίο όμως δεν γίνεται πάντα αποδεκτό από τον τελευταίο. Και τότε όμως, γνωρίζει να επεμβαίνει η αγάπη και η σοφία του Θεού, με το δεύτερο ή κατ’ οικονομίαν θέλημά του, και να διορθώνει την παρεκτροπή και μάλιστα πολλές φορές, όταν συνυπάρχει και η μετάνοια του ανθρώπου, το τελικό αποτέλεσμα να είναι καλύτερο από την αρχική κατάσταση.
Αυτό ισχύει και μπορεί να συμβεί ακόμη και σε σχέση με τον διάβολο, του οποίου η κακία, παρά την κακή του προαίρεση, μπορεί να συνεργήσει στο καλό του συνετού αγωνιστή, και με αυτή την έννοια χαρακτηρίζεται από την υμνολογία της Εκκλησίας μας ως «δώρον και μάστιγα παιδείας».
Ο Θεός καθώς έπλασε τον άνθρωπο «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν» δική του, τον έκανε βασιλέα, κυρίαρχο της κτίσεως. Αυτός, ο άνθρωπος δηλαδή, υποτασσόταν στον Κύριο και η άλογη κτίση υποτασσόταν σ’ αυτόν.
Ο διάβολος όμως τον εξαπάτησε και τον έπεισε να κάνει το δικό του θέλημα και όχι του Θεού. Έτσι ο άνθρωπος υποτάχτηκε, υποδουλώθηκε στον σατανά ο οποίος έγινε ο κυρίαρχος, το σκληρό, το άσπλαχνο αφεντικό που τον τυραννούσε και τον οδηγούσε στην καταστροφή, στην κόλαση την οποία ζούσε ο ίδιος.
Επειδή δε όλοι οι απόγονοι του Αδάμ κληρονόμησαν την δική του αρρωστημένη φύση, η αμαρτία μεταδόθηκε σαν κληρονομική αρρώστια σ’ όλους τους ανθρώπους. Έτσι «πάντες ήμαρτον, άμα δε ηχρειώθησαν». Όλοι ήσαν υπό την τυραννία του διαβόλου και όλοι κατέληγαν με το θάνατο στον Άδη. Αλλά και όλη η άλογη κτίση ακολούθησε τον άνθρωπο στην πτώση του, είναι «συστενάζουσα και συνωδίνουσα» μ’ αυτόν και ταλαιπωρείται μαζί του. Έτσι ο διάβολος παρουσιαζόταν σαν κοσμοκράτορας.
Από την τυραννία αυτή του διαβόλου ήλθε να μας απαλλάξει ο Χριστός, ο οποίος κατέλυσε τα έργα του, με την εκ Πνεύματος Αγίου και Μαρίας της Παρθένου ενανθρώπισή του, τη διδασκαλία, τα θαύματα, και προπαντός με το Σταυρό και την Ανάστασή του. Με όλα αυτά ο εχθρός έχασε τη δύναμη και εξουσία του και με αυτή την έννοια κατέπεσε από το ύψος του εξουσιαστή.
Σ’ αυτό το έργο της καθαιρέσεως του διαβόλου είχε ο Κύριος συνεργάτες τους μαθητές του. Κάποτε που τους έστειλε στα μέρη όπου έμελλε ο ίδιος κατόπιν να περάσει, όταν επέστρεψαν, του ανακοίνωσαν με χαρά ότι τα δαιμόνια υποτάσσονταν στο όνομά Του. Και ο Κύριος τους είπε: «Έβλεπα τον σατανά να πέφτει σαν αστραπή από τον ουρανό. Σας δίνω την εξουσία να πατάτε πάνω σε φίδια και σκορπιούς και πάνω σε όλη τη δύναμη του εχθρού και τίποτε δε θα σας βλάψει».
Το έργο του Χριστού συνέχισαν οι άγιοι Απόστολοι, οι άγιοι Πατέρες και συνεχίζει διά μέσου των αιώνων η Εκκλησία. Σε όλους αυτούς αλλά και σ’ όλους εμάς, που είμαστε μέλη του σώματος του Χριστού, δόθηκε η εξουσία «του πατείν επάνω όφεων και σκορπίων και επί πάσαν την δύναμιν του εχθρού».
Με το φίδι και το σκορπιό παρομοιάζεται ο διάβολος για να καταδειχθεί, όπως αναφέρει ο άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος, «το ιοβόλον (το δηλητηριώδες) και θανάσιμον και ολέθριον». Αλλού, για να δηλωθεί το αρπακτικό του, παρομοιάζεται με λιοντάρι: «Ως λέων ωρυόμενος περιέρχεται, ζητών τίνα καταπίη»· και αλλού με δράκοντα, για να καταδειχθεί το ισχυρό και δηλητηριώδες. Πολλά τα ονόματά του. «Πολύπλοκον γαρ το θηρίον και ποικίλον, και πολλήν έχει την ισχύν· πάντα κινεί, πάντα θορυβεί, πάντα άνω και κάτω στρέφει».
Και όμως, αυτό το φοβερό θηρίο μπορούμε να το καταπατήσουμε ως αδύναμο στρουθίο. Όχι βέβαια με τη δική μας ασθενική δύναμη· αλλά με τη δύναμη, με την εξουσία που μας δίνει ο Χριστός: «ιδού δίδωμι υμίν την εξουσίαν». Και τη δύναμη αυτή την παίρνουμε με τις αγιαστικές πράξεις της Εκκλησίας μας και ιδιαίτερα με το άγιο Βάπτισμα και τη θεία Κοινωνία. Όταν κάποτε ρωτήθηκε ο δαίμονας τι είναι αυτό που φοβάται περισσότερο στους χριστιανούς, απάντησε: «Αυτό που λούζονται (εννοώντας το άγιο Βάπτισμα) αυτό που φοράνε (δηλαδή τον Τίμιο Σταυρό) και αυτό που τρώνε (δηλαδή τη θεία Κοινωνία)».
Όλα αυτά όμως ενεργοποιούνται και αξιοποιούνται μόνο αν υπάρχει μέσα μας η ανάλογη διάθεση και προπαντός η ταπείνωση, η οποία καίει και φυγαδεύει τον διάβολο. Έτσι ο εχθρός μας τρέπεται σε φυγή κατά την ταπεινή μας ενώπιον του πνευματικού εξομολόγηση, καθώς και όταν απλά και ταπεινά επικαλούμαστε το άγιο όνομα του Χριστού.
Ο πονηρός, μετά το άγιο Βάπτισμα, πολεμά την καρδιά μας από έξω, ρίχνοντας τα βέλη των κάθε φύσεως ακάθαρτων λογισμών· ο καλύτερος δε τρόπος για να μείνουμε άτρωτοι από αυτά είναι το να έχουμε μέσα μας συνεχώς το όνομα του Χριστού. Το «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με» προφυλάσσει αλλά και καθαρίζει την καρδιά μας από κάθε δαιμονική επήρεια.
Αντίθετα όταν δεν προσέχουμε και δεχόμαστε κάθε λογισμό που θα μας έλθει, είναι σαν να καλωσορίζουμε το διάβολο και να του επιτρέπουμε να αναστατώσει την καρδιά και τη ζωή μας· κάθε φορά δε που υπερηφανευόμαστε, κατακρίνουμε και γενικά αμαρτάνουμε, του δίνουμε δικαιώματα και λίγο-πολύ γινόμαστε δούλοι του: «ω γαρ τις ήττηται, τούτω και δεδούλωται».
Ιδιαίτερα όμως του δίνουμε δικαιώματα όταν καταφεύγουμε στους μάγους, τα μέντιουμ, τους αστρολόγους, τις χαρτορίχτρες, τους ανοιχτάδες και όλους τους παρομοίους και ακόμη πιο πολύ, όταν εμείς οι ίδιοι, αρνούμενοι το βάπτισμα και τη χριστιανική ορθόδοξη ιδιότητά μας, ασχολούμαστε με τον πνευματισμό και τα διάφορα είδη μαγικών ή μαντικών τεχνών και σατανισμού ή προσχωρούμε στις διάφορες αιρέσεις και παραθρησκείες.
Γενικώς, όπως προαναφέραμε, δεν είμαστε εμείς που θα νικήσουμε τον διάβολο αλλά ο Χριστός. Παρ’ όλα αυτά το κλειδί το κρατάμε εμείς στα χέρια μας. Από μας εξαρτάται αν θα αξιοποιήσουμε τη δύναμη του Χριστού.
Όπως λέγει και πάλι ο ιερός Χρυσόστομος «εάν θέλουμε (ο διάβολος) είναι μέγας, εάν θέλουμε γίνεται μικρός. Εάν προσέχουμε τον εαυτό μας και είμαστε με τον βασιλέα μας (Χριστό) συστέλλεται και στην εναντίον μας μάχη δε γίνεται δυνατότερος από ένα μικρό παιδί. Όταν όμως απομακρυνόμαστε από αυτόν (το Χριστό) τότε φυσά και βρυχάται, τρίζει τα δόντια, καθώς μας βρίσκει χωρίς τη μεγάλη συμμαχία (του Θεού)· διότι δεν κάνει κάτι αν δεν το επιτρέψει ο Θεός. Διότι εάν δεν τόλμησε να εισέλθει στην αγέλη των χοίρων χωρίς την άδεια του Θεού, πολύ περισσότερο (δε θα τολμήσει να εισέλθει) στις ψυχές των ανθρώπων.
»Επιτρέπει δε ο Θεός είτε για να συνετίσει είτε για να επιβάλει το δίκαιο είτε για να μας κάνει καλύτερους, όπως τον Ιώβ. Βλέπεις που δεν τολμά να τον πλησιάσει αλλά φοβάται και τρέμει; Και τι λέω για τον Ιώβ; Στον Ιούδα δεν τόλμησε να ορμήσει, μέχρις ότου ο Χριστός τον απέκοψε από το ιερό χορό των μαθητών· τότε τον κατέλαβε ολόκληρο και μπήκε μέσα του. Προηγουμένως τον προσέβαλε απ’ έξω· μέσα του όμως να εισέλθει δεν τολμούσε. Όταν όμως τον είδε να έχει αποσχισθεί από την ιερή αγέλη, όρμησε σφοδρότερα από κάθε λύκο και δεν απομακρύνθηκε, μέχρι που τον θανάτωσε με θάνατο διπλό».
Το ζητούμενο λοιπόν είναι το να είμαστε ενωμένοι με τον Χριστό και να είμαστε κοινωνοί της χάριτος του Χριστού· το να είμαστε μέσα στο σώμα της Εκκλησίας και να ζούμε τη ζωή της Εκκλησίας με τα άγια μυστήρια και της άγιες αρετές. Τότε κανείς δε μπορεί να μας βλάψει.
Αυτό που πολλές φορές ακούγεται «θέλω να αγιάσω αλλά δε μ’ αφήνουν» είναι άστοχο και παραπλανητικό. Διότι όταν εμείς προσέχουμε και αγωνιζόμαστε, και ο ίδιος ο διάβολος όχι μόνον ως ανίσχυρος καταπατείται, όχι μόνον δε μας βλάπτει, αλλά και πολύ μας ωφελεί καθώς με την κακία του μας ασκεί πνευματικά και μας κεντρίζει να τρέχουμε όλο και περισσότερο προς τον φιλάνθρωπο και σωτήρα μας Χριστό, «ω η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων». Αμήν.
Αρχιμ. Λουκάς Τσιούτσικας