Ήμουν φοιτητής Νομικής και επισκέφθηκα τον Γέροντα στις 22 Αυγούστου 1988 με τον συμφοιτητή μου Γρηγόρη. Πρώτη φορά πήγαινα στο Άγιον Όρος, μετά από προτροπές γνωστών μου, διότι ζούσα μακρυά από την Εκκλησία. Πήγα περισσότερο για πνευματικό τουρισμό, αλλά και ήθελα να αποδείξω στον Γέροντα ότι δεν υπάρχει Θεός και κακώς σπατάλησε τόσα χρόνια ως μοναχός.
Κατά τις 4 το απόγευμα φθάσαμε στην “Παναγούδα”. Βρήκαμε γύρω στα τριάντα πέντε άτομα να περιμένουν. Χτυπούσαν επίμονα το καμπανάκι, αλλά ο Γέροντας δεν εμφανιζόταν. Εμείς πήγαμε από την πίσω πόρτα, αλλά την βρήκαμε κλειστή. Εκεί, δεν ξέρω τι συνέβη μέσα μου, και για πρώτη φορά μετά από δώδεκα χρόνια ανύπαρκτης μυστηριακής ζωής γονάτισα και προσευχήθηκα: «Θεέ μου», είπα, «αν πραγματικά υπάρχης και θέλης να πιστέψω, κάνε να έρθη ο Γέροντας να μας μιλήση για σένα».
Δεν πέρασαν πέντε λεπτά και ο Γέροντας αργά με ήσυχο βλέμμα και ένα πολύ γλυκό χαμόγελο μας πλησίασε ερχόμενος από το δάσος.
– Ο π. Παΐσιος; τον ρωτώ συγκινημένος.
– Τι τον θέλεις τον π. Παΐσιο; μου απαντά.
– Να του δώσω αυτές τις κάλτσες και να πάρω την ευλογία του.
– Σκύψε να σε ευλογήσω.
Ήταν η πρώτη φορά από την βάπτισή μου που έπαιρνα τέτοια ευλογία. Είχε ακουμπήσει το χέρι του πάνω στο κεφάλι μου και για πέντε λεπτά περίπου προσευχόταν.
Ύστερα μας έβαλε στην αυλή του Κελλιού του και καθήσαμε στα κούτσουρα. Μιλούσε για τον Θεό και το τι γίνεται στον κόσμο, σαν να είχε ακούσει το τελευταίο δελτίο ειδήσεων, προσφέροντάς μας πολλές φορές λουκούμια.
Εν τω μεταξύ ήρθαν και δυο παιδιά που φαίνονταν αναρχικοί, και ο Γέροντας συνέχισε την ομιλία του. Μας μίλησε επίσης για τον Βουδδισμό και ξερρίζωσε από μέσα μου τα αγκάθια, γιατί τα τελευταία χρόνια έκανα ασκήσεις γιόγκα μια ώρα την ημέρα.
Μετά από μιας ώρας συνομιλία γυρνάει και μου λέει: «Θέλεις να γίνης υποτακτικός μου;» Εγώ του απάντησα: «Όχι, πάτερ, δεν κάνω γι’ αυτά εγώ· αγαπώ τον κόσμο». Την ίδια φράση επανέλαβε και αργότερα αρκετές φορές, αλλά δυστυχώς εγώ ήμουν τόσο μακρυά από τα πνευματικά εκείνη την εποχή, που δεν μπορούσα να αντιληφθώ το μεγαλείο της προτάσεως…
Στην συνέχεια μας άφησε και πήγε να στοιβάξη κάποια κομμένα ξύλα. Είπαμε να τον βοηθήσουμε, αλλά αρνήθηκε λέγοντας ότι το κάνει για άσκηση και ότι αυτό είναι το διακόνημά του.
Πέρασαν δεκαπέντε λεπτά περίπου και οι τέσσερις πνευματικοί τουρίστες δεν μιλούσαμε μεταξύ μας. Είχαμε εντυπωσιαστή από τα λόγια του Γέροντα. Με όσα είχε πει είχε διαλύσει την αμφιβολία μου για την ύπαρξη του Τριαδικού Θεού. Εγώ όμως δεχόμουν συγχρόνως και επιθέσεις λογισμών από τον πονηρό. Ξαφνικά μου ήρθε ο λογισμός να ρωτήσω μέσα από την ψυχή μου τον Γέροντα, τι πρέπει να κάνωμε για να κερδίσουμε τον παράδεισο. Αλλά είπα με το κενόδοξο μυαλό μου, αφού ο π. Παΐσιος είναι τόσο πνευματικά ανεβασμένος, θα μαντέψει τις σκέψεις μου και θα μου απαντήσει. Ο Θεός με λυπήθηκε, αγνόησε τον εγωισμό μου, και βλέπω τον Γέροντα να αφήνη τα ξύλα και να έρχεται με βήματα αργά, κοιτάζοντας βαθειά μέσα στην ψυχή μου ‒και όχι πλέον στα μάτια‒ και να μου απαντά: «Αγάπη και πίστη στον Χριστό νάχης, παιδί μου”.
Άρχισαν να τρέμουν τα πόδια μου και η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά, ώστε να νομίζω ότι θα σπάσει. Το μόνο που κατάφερα να ψελλίσω ήταν: «Γρηγόρη, πάμε να φύγουμε», και «Πάτερ, την ευλογία σας». Μου απάντησε: «Γιατί θέλεις να φύγης; Κάθησε, θα σε κάνω υποτακτικό μου και θα σου δώσω και το όνομά μου». Όμως η καρδιά μου δεν άντεχε την αποκάλυψη του Θεού που είχε γίνει μέσα της…
Από τότε η ζωή μου άλλαξε ολοκληρωτικά. Παρά το γεγονός ότι δεν τον είδα άλλη φορά, πάντα υπήρχε μια εσωτερική ψυχική επικοινωνία. Η παρουσία του στην ζωή μου και μετά την κοίμησή του εκδηλώνεται πολλές φορές με θαυμαστό τρόπο. Όμως το μεγαλύτερο θαύμα είναι που κατάφερε να φυτέψη τον Χριστό για πάντα στην ψυχή μου, ενώ ήμουν τελείως απομακρυσμένος από την Εκκλησία. Σε λιγότερο από έξι χρόνια βρέθηκα από αρνητής της Εκκλησίας μας μοναχός και μου δόθηκε το όνομα Παΐσιος, όπως προείδε ο Γέροντας.
Μαρτυρία μοναχού Παϊσίου
Από το βιβλίο: Ιερομονάχου Ισαάκ, ΒΙΟΣ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ, Στ’ έκδοσις, Άγιον Όρος 2008, σελ. 329.
Η ευλογία του αγίου Παϊσίου