Ο Ιβάν Ίλιτς Σέργκιεφ γεννήθηκε στις 19 Οκτωβρίου 1829 στη Σούρα, μικρό χωριό στην επαρχία του Άρχαγγελσκ, στο ρωσικό Άπω Βορρά, από γονείς φτωχούς. Ο πατέρας του ήταν εκκλησιάρχης και του εμφύσησε την αγάπη για την εκκλησία, τις ακολουθίες και την προσευχή· τον δίδαξε επίσης να μη ζητά καταφύγιο και παρηγορία για τις δοκιμασίες του παρά μόνο στον Θεό.
Στο σχολείο, ο μικρός Ιβάν δυσκολευόταν πολύ να μάθει γράμματα· ο Θεός όμως άκουσε τις παρακλήσεις του και εν μια νυκτί τον απάλλαξε από τη νωθρότητα του πνεύματος· ο Ιωάννης έγινε τόσο λαμπρός μαθητής ώστε κέρδισε υποτροφία για να συνεχίσει τις σπουδές του στη Θεολογική Σχολή της Αγίας Πετρούπολης. Ως σπουδαστής ενδιαφερόταν για όλες τις επιστήμες, μελετούσε πολύ, αλλά αναζητούσε πάνω απ’ όλα την προσευχή και τη δοξολογία του Κυρίου σε μοναχικούς περιπάτους στη φύση.
Όταν πέθανε ο πατέρας του, ο Ιωάννης αναγκάστηκε παράλληλα με τις σπουδές του να εργάζεται ως γραμματέας, ώστε να συμβάλλει στις ανάγκες της οικογενείας του. Δοκιμάστηκε σκληρά από κάθε λογής δεινά και από τον πειρασμό της αποθάρρυνσης, και αγωνιζόταν διαρκώς προσευχόμενος, ζητώντας από τον Θεό την χάρη της πίστεως και της χαράς. Η θλίψη, έλεγε, είναι αποστασία και θάνατος της καρδιάς.
Ο Ιωάννης θεωρούσε κάθε γεγονός της ζωής του ως σημείο εκ Θεού, και γι’ αυτό, μετά από αποκαλυπτικό ενύπνιο, δέχτηκε να νυμφευθεί τη θυγατέρα του πρωθιερέα του καθεδρικού ναού της Κρονστάνδης, εγκαταλείποντας τα όνειρα για ιεραποστολικές περιοδείες στη μακρινή Κίνα, για να γίνει ιεραπόστολος στην ίδια του την πατρίδα, στον ναύσταθμο αυτό κοντά στην πρωτεύουσα, που συγκέντρωνε όλη την αθλιότητα, την κοινωνική αδικία και την ηθική κατάπτωση μιας κοινωνίας που βρισκόταν στο χείλος της καταστροφής.
Την ημέρα του γάμου του είπε στη γυναίκα του: «Λίζε, ευτυχισμένες οικογένειες υπάρχουν πολλές. Ας θέσουμε τους εαυτούς μας στην υπηρεσία του Θεού», και μέχρι τέλος της ζωής τους φύλαξαν τέλεια παρθενία, αποκαλώντας «αδελφό» ή «αδελφή» ο ένας τον άλλο.
Χειροτονήθηκε στις 12 Νοεμβρίου 1855, και ο πατήρ Ιωάννης θεμελίωσε την ιερωσύνη στην ενδελεχή μελέτη των Ιερών Γραμμάτων, στις ολονύχτιες αγρυπνίες τις αφιερωμένες στην μονολόγιστη ευχή, και κυρίως στην τέλεση της θείας Λειτουργίας. «Η Θεία Λειτουργία είναι αληθώς η ουράνια ακολουθία επί γης, κατά τη διάρκεια της οποίας ο ίδιος ο Θεός, με τρόπο ιδιαίτερο, άμεσο και εγγύτατο, παρουσιάζεται και σκηνώνει εντός των ανθρώπων, όντας ο ίδιος εκείνος ο αόρατος Ιερουργός, ο προσφέρων και προσφερόμενος. Δεν υπάρχει τίποτα πλέον μεγαλειώδες, πλέον ιερό, πλέον υψηλό, πλέον ζωοποιό, από τη Λειτουργία», γράφει στο ημερολόγιό του “Ο βίος μου εν Χριστώ”.
Για τον Ιωάννη, όλες οι ενέργειες του πρεσβυτέρου, συμπεριλαμβανομένης της ποιμαντικής στοργής για το ποίμνιο, αποτελούν προέκταση του μυστηρίου της Λειτουργίας, της ιερωσύνης, του Χριστού που ενεργεί τη σωτηρία και τον καθαγιασμό των ανθρώπων στην Εκκλησία. Ο ιερέας είναι ζώσα εικόνα Χριστού, και γι’ αυτό, ήδη από την αρχή της ιερωσύνης του, ο πατήρ Ιωάννης αφοσιώθηκε στο να φέρνει τη φωτεινή και ζωοποιό παρουσία του Φιλάνθρωπου Χριστού στις πιο εξαθλιωμένες και κακόφημες συνοικίες.
Πήγαινε στα σπίτια, έπαιρνε τα παιδιά στην αγκαλιά του και με τα λεγόμενά του, που σφραγίζονταν από ασυνήθιστη πρότητα και στοργή, βοηθούσε τους γονείς να μεταστραφούν. Φρόντιζε τους αρρώστους μεταμορφώνοντας την «κλίνη του πόνου σε κλίνη ευτυχίας με την παραμυθία και την πίστη», έδινε ελεημοσύνη ό,τι είχε και δεν είχε και συχνά επέστρεφε στην οικία του δίχως υποδήματα ή πανωφόρι. Πήγαινε παντού, όχι για να κρίνει αλλά για να προσευχηθεί και να μεταφέρει την παρουσία του Χριστού. Με το πνεύμα διαρκώς προσηλωμένο στον Θεό, διέσχιζε το πλήθος που πάντα συγκεντρωνόταν στο διάβα του και, όπως ο ήλιος διαχέει το φως, ο πατήρ Ιωάννης διέχεε γύρω του την ευωδία Χριστού και την φιλευσπλαχνία, ευλογώντας, προσευχόμενος, προσφέροντας αμέσως με το αριστερό χέρι ό,τι δεχόταν στο δεξί (Ματθ. 6:4).
Η διαγωγή του σύντομα τον έκανε στόχο κατηγοριών και συκοφαντιών από όλες τις πλευρές. Κατηγορήθηκε ότι έχασε τα λογικά του, αλλά εκείνος συνέχιζε παρ’ όλα αυτά το έργο του, χαρούμενος που ταλαιπωρούνταν έτσι για την αγάπη του Χριστού. Παρά τις αναρίθμητες δυσκολίες, κατόρθωσε χάρη στις όλο και μεγαλύτερες δωρεές να ιδρύσει τον Οίκο Εργασίας, τεράστιο φιλανθρωπικό συγκρότητμα που αποτελούνταν από ναό, σχολεία, νοσοκομεία, εργαστήρια, όπου χιλιάδες κάτοικοι της πόλης λάμβαναν όχι μόνο υλική βοήθεια αλλά ξαναέβρισκαν την αξιοπρέπειά τους μέσω της εκπαίδευσης και της συμμετοχής τους στην εκκλησιαστική ζωή. Επί 32 χρόνια, παράλληλα με το ποιμαντικό έργο του, δίδασκε και στο σχολείο. Αντί της συσσώρευσης των γνώσεων, προέκρινε την εκπαίδευση της καρδιάς και προετοίμαζε τους μαθητές να δεχτούν τη Χάρη του Θεού, εμφυσώντας τους την αίσθηση της ωραιότητας του σύμπαντος και τον σεβασμό προς τον άνθρωπο ως εικόνας Θεού.
Τα χρόνια περνούσαν και η αγάπη του πατρός Ιωάννη για τους ανθρώπους ολοένα και μεγάλωνε, όπως μεγάλωνε η φήμη του και απλωνόταν πέρα από τα όρια της πόλεως Κρονστάνδης. «Ο ιερέας πρέπει να συμπονά όλον τον κόσμο· πρέπει να γίνεται τα πάντα τοις πάσι», έλεγε. Και ο Κύριος έδωσε στην προσευχή του εξαιρετική δύναμη για την θεραπεία του σώματος, για την παραμυθία και την μεταστροφή των ψυχών, δείχνοντάς του με αυτόν τον τρόπο ποια ήταν η αποστολή του: να καταστεί ζωντανός στυλοβάτης προσευχής και δεήσεων για όλον τον κόσμο, να γίνει ο «ποιμήν πασών των Ρωσιών».
Αργότερα στη ζωή του, η κίνηση της κοινωνίας του με τους ανθρώπους άλλαξε κατεύθυνση: δεν ήταν τόσο εκείνος που έσπευδε να πάει να συναντήσει τους δεινοπαθούντες, όσο ο φιλόχριστος ρωσικός λαός που προσέτρεχε σε κείνον. Κατά χιλιάδες έφταναν κάθε μέρα στην Κρονστάνδη για να λάβουν συμβουλές και βοήθεια, για να του ζητησουν να προσευχηθεί για εκείνους ή απλώς για να τον δουν. Το ταχυδρομείο αναγκάστηκε να ανοίξει ειδική υπηρεσία για να διανέμει τον όγκο των γραμμάτων, τηλεγραφημάτων και εμβασμάτων που έφταναν καθημερινά για τον πατέρα Ιωάννη. Με τα χρήματα αυτά ο πατήρ Ιωάννης πρόσφερε συσσίτιο σε περισσότερους από χίλιους απόρους και ίδρυσε πολλούς ναούς και μοναστήρια.
Ξυπνούσε στις τρεις το πρωί και πήγαινε στην εκκλησία, που ήταν ήδη γεμάτη κόσμο για τον όρθρο. Την ώρα της προθέσεως, έφερναν τα πρόσφορα σε πελώρια πανέρια, μαζί με ατελείωτους καταλόγους ονομάτων. Ο πατήρ Ιωάννης τα έπαιρνε στα χέρια του και ανέπεμπε διάπυρο προσευχή στον Κύριο, σαν να μεσίτευε για κάθε έναν χωριστά. Δέος σε καταλάμβανε όταν τον έβλεπες να τελεί τη Θεία Λειτουργία: στεκόταν ενώπιον της Αγίας Τράπεζας σαν να βρισκόταν ενώπιον του θρόνου του Θεού της δόξης, πρόφερε τις ευχές με τρόπο που συγκινούσε και τους πιο σκληρόκαρδους, και όταν μεταλάμβανε, το πρόσωπό του λουζόταν από δάκρυα. «Πεθαίνω όταν δεν τελώ τη Λειτουργία», έλεγε.
Στα φλογερά του κηρύγματα παρώτρυνε τους χριστιανούς να κοινωνούν συχνά, διότι την εποχή εκείνη πολλοί αρκούνταν να κοινωνούν μια φορά το χρόνο. Καθώς ήταν αδύνατο να ακούσει την εξομολόγηση του καθενός χωριστά, οι πιστοί ξαναέβρισκαν αυθόρμητα την αρχαία συνήθεια της δημόσιας εξομολόγησης. Μετανοούντες και θρηνούντες, εξομολογούνταν όλα τους τα αμαρτήματα ενώπιον των αδελφών πριν πάνε να αντλήσουν νέα ζωή από την Πηγή της Χαράς. Τόσο με τα λόγια του όσο και με τη διαγωγή του, ο πατήρ Ιωάννης είχε λάβει τη δωρεά να μπορεί να μεταδίδει την αίσθησή του της παρουσίας του Χριστού: «Ο Χριστός είναι η αναπνοή μου, πιο πολύ κι απ’ τον αέρα, κάθε στιγμή της ζωής μου. Είναι το φως μου πάνω από κάθε άλλο φως, η τροφή και η πόσις μου, η ένδυσή μου, η ευωδία μου, η πραότης, ο πατέρας και η μητέρα μου, τόπος πιο στέρεος από τη γη, που τίποτε δεν μπορεί να κλονίσει και με κουβαλά».
Μετά την Λειτουργία, που τέλειωνε κατά το μεσημέρι, περνούσε την υπόλοιπη μέρα του δεχόμενος αιτήματα για δεήσεις, επισκεπτόμενος τα ιδρύματά του, εμπνέοντας πίστη, ελπίδα και χαρά στους απελπισμένους, και γυρνούσε στην οικία του πολύ αργά το βράδυ. Παρά το πλήθος των δραστηριοτήτων του, το πνεύμα του δεν περιεσπάτο ποτέ από την προσευχή, διότι έχοντας γίνει κατά χάρη θεός, τα λόγια και τα έργα του ήταν προσευχές πλήρεις θείας ενέργειας.
Προς τα τέλη του βίου του δοκιμάστηκε σκληρά από την αρρώστια, την οποία υπέμεινε με πραότητα, υπομονή και ευχαριστία. Προείπε την ημέρα της εκδημίας του και εκοιμήθη εν Κυρίω στις 20 Δεκεμβρίου 1908, περιβεβλημένος την τιμή και την ευλάβεια όλου του ρωσικού λαού, από τους πιο εξαθλιωμένους μέχρι την αυτοκρατορική οικογένεια. Σταλμένος από τον Θεό σαν προφήτης, ο πατήρ Ιωάννης της Κρονστάνδης ήταν η αφετηρία της πνευματικής αφύπνισης του ρωσικού λαού στις παραμονές της Επανάστασης και κατέδειξε τι πρέπει να είναι ο ορθόδοξος ιερέας: έφορος και οικονόμος της θείας φιλευσπλαχνίας μεταξύ των ανθρώπων.
Από το βιβλίο: Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, υπό Ιερομονάχου Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου. Δεκέμβριος, 20. Εκδόσεις Ορμύλια.
Ο άγιος Ιωάννης της Κρονστάνδης