Πανδοχείο η γη, παραλλήλισε ο Χρυσολόγος Ιωάννης (Εις Ευτρόπιον Β’, PG 52.401). Δεν προσκολλάσαι στο πανδοχείο, δεν θα ζήσεις για πάντα εκεί. Το βλέμμα σου και η καρδιά σου είναι προσηλωμένα στον σκοπό σου, στο τέρμα του ταξιδιού.
Ποθείς μαζί με τον Δαβίδ και συμψάλλεις: «Πότε θα φθάσω και θα παρουσιασθώ στο πρόσωπο του Θεού;» (Ψαλμ. 41.3).
Κρίμα σε εκείνους που παραδέρνουν στα σκοτάδια της αγνοίας και της αρνήσεως χωρίς πυξίδα και ραντάρ, χωρίς σκοπό και προορισμό, χωρίς ελπίδα σωτηρίας και επαναπατρισμού. Περιπίπτουν σε πολλές παγίδες, στις ματαιότητες. Και κινούνται και προσπαθούν αλλά δεν προχωρούν, μένουν κολλημένοι στα γήϊνα. Και κουράζονται και περιπλανώνται, αλλά άδικα. Οι άπιστοι, αγωνίζονται μα δεν βλέπουν, δεν θέλουν να δουν φως στο βάθος του τούνελ τους. Απλώς βυθίζονται πιο πολύ στο χώμα και στα χοϊκά με την ιδέα ότι αυτά είναι το παν και από απόψεως αξίας και από απόψεως διαχρονικότητας.
Αυτό παθαίνει και ο πλούσιος του σημερινού αναγνώσματος (Λουκ. 12.16-21). Έχει σφιχταγκαλιάσει την ουτοπία ότι είναι αιώνιος πάνω στη γη, μέσα στα άφθονα μέσα του. Ωστόσο ο θάνατος επέρχεται «ως κλέπτης εν νυκτί» (Α’ Θεσ. 5.2). Τι ακολουθεί στη συνέχεια; «Δεν παραμένει ο πλούτος, δεν συνοδεύει η δόξα» (Νεκρώσιμο Ιδιόμελο Ήχος Γ’). Δεν ακολουθεί τον νεκρό τίποτε από τις καυχήσεις του. Πάνε τα αγαθά του. Όσα κτήματα και αν κατείχε, τελικά του μένουν όσα μένουν και στον πιο φτωχό, τα δυο μέτρα του τάφου. Είχε ξεχάσει τον Ιωβ που είπε «γυμνός βγήκα από την κοιλιά της μητέρας μου, γυμνός και θα φύγω» (1.21).
Πόσο απατηλό, ίδιο ανυπόστατο όνειρο είναι η ύλη, ο πλούτος, οι ανέσεις και ηδονές, όσα συσσώρευσε ο άφρων για να περιποιείται και κολακεύει τον εαυτό του, τον εγωϊσμό του. Τι απέγιναν; Έγιναν δεσμά στα πόδια του που δεν του επέστρεψαν να προχωρήσει προς τη ζωή, αλυσίδες στα φτερά του που δεν του επέστρεψαν να υψωθεί στον Ουρανό, ή μάλλον του έγιναν εισιτήριο για τον Άδη. Τα θέλγητρα «του παρόντος αιώνος του απατεώνος» (Ακάθιστος Ύμνος), προθάλαμος του θανάτου!
Ναι! Η κακία και η αρετή είναι τα δεσμά και τα φτερά, τα κλειδιά της Κολάσεως και του Παραδείσου, «τι γαρ ωφελείται άνθρωπος εάν τον κόσμον όλον κερδήση, την δε ψυχήν αυτού ζημιωθή;» (Ματθ. 16.26). Να λογαριάζουμε άρα τις ζημίες που έχουν αντίκτυπο στην ψυχή και όχι τόσο όσες αναφέρονται σε οτιδήποτε άλλο. Η ελπίδα και η δύναμή μας να μη βασίζονται στα φθαρτά και εφήμερα, να μη ζούμε χωρίς καμιάν άλλη προοπτική πέρα από τούτα, μυωπικά, «ελπίδα μη έχοντες και άθεοι εν τω κόσμω» (Εφ. 2.12).
Αυτός που εξαπατήθηκε και καρφώθηκε στη γη, όταν βρεθεί ανέτοιμος μπροστά στον θάνατο, που ποτέ δεν τον είχε μελετήσει και υποψιασθεί, ξαφνιάζεται, νιώθει στο κενό, μετέωρος –ψυχρολουσία! Για όλα τα άλλα είχε φροντίσει, είχε τρέξει, είχε αναλωθεί μια ζωή ολόκληρη. Και τώρα διαπιστώνει ότι αυτά όλα τα άλλα ήσαν η «βλακεία του βίου», στρατηγική παραπλανητική του διαβόλου. Και για το μόνο αληθινό και αιώνιο δεν είχε λάβει πρόνοια. Νόμιζε ότι ήταν αιώνιος. Ποια απελπισία και φρίκη τότε! Πλην αργά και μάταια πια. Γι’ αυτό ακριβώς το Ευαγγέλιο μας άνοιξε σήμερα ένα παράθυρο, για να δούμε όσα δεν φαίνονται τώρα, που όμως θα τα αντιμετωπίσουμε οπωσδήποτε στα τέλη μας, και να συνετισθούμε.
Η μόνη άρα αλήθεια: η προσωρινότητα και η παροδικότητα των προσκαίρων. Παροτρύνει ψάλλοντας θρηνητικά ο υμνωδός: «Ας βγούμε και ας δούμε στους τάφους ότι ο άνθρωπος είναι γυμνά οστά, σκωλήκων τροφή και δυσωδία, και ας μάθουμε ποιος είναι ο πλούτος, το κάλλος, η ισχύς και η ευπρέπεια» (Νεκρώσιμη ακολουθία Μακαρισμός). Είτε μας αρέσει είτε όχι, για απαξάπαντες ο θάνατος είναι ο δεύτερος μετά τη γέννηση μεγάλος σταθμός της ζωής μας.
«Ματαιότης ματαιοτήτων» (Εκκλ. 1.2) λοιπόν ο επίγειος βίος. Τότε όμως γιατί ο Πανάγαθος Θεός μάς έφερε σε τούτον; Το είπαμε και το ξαναείπαμε: Η ζωή αυτή είναι ο στίβος όπου θ’ αγωνισθούμε για να κερδίσουμε το βραβείο της άνω, αιώνιας, γνήσιας ζωής.
Και στους μεν αθλητικούς αγώνες ένας μόνο έπαιρνε το βραβείο –σήμερα οι τρεις πρώτοι. Στα πνευματικά όμως αγωνίσματα όλοι μπορούμε να πάρουμε το βραβείο. Έτσι μας παρακινεί όλους ο Παύλος: «Ούτω τρέχετε, ίνα καταλάβητε. Πας δε ο αγωνιζόμενος πάντα εγκρατεύεται, εκείνοι μεν ουν ίνα φθαρτόν στέφανον λάβωσιν, ημείς δε άφθαρτον» (Α’ Κορ. 9.24-25).
Οι αγώνες όμως στα στάδια διαρκούν δυο-τρεις ώρες, ενώ η ζωή μας διαρκεί πολλά χρόνια. Τι γίνεται εδώ; Γίνεται το εξής: Η ζωή μας μπροστά στον μέλλοντα αιώνα είναι όχι δυο-τρεις ώρες αλλά ούτε δυο-τρεις στιγμές.
Αυτή η πραγματικότητα, αυτή η αξιολόγηση και αποτίμηση, ας μας είναι δύναμη και ας μας αποσμήχει τον ιδρώτα των παλαισμάτων για «τον αγώνα τον καλόν» (Β’ Τιμ. 4.7) και την αρετή. Αυτή θα είναι το κτήμα μας όταν θα περάσουν τα πρόσκαιρα, τα συντομότατα πρόσκαιρα αν θελήσουμε να τα δούμε με ψύχραιμο οφθαλμό.
Έτσι, οφείλεις να συνυπάρχεις με ανθρώπους δύστροπους; Έχεις να κατατρύχεσαι από βασανιστική αρρώστια; Είσαι αναγκασμένος ν’ αντιμετωπίζεις οικονομικές δυσκολίες; Με ένα λόγο παλεύεις μέσα στις αντιξοότητες τις βιωτικές; Υπομονή. Οι ταλαιπωρίες σου θα περάσουν, δεν είναι παντοτινές. Όσο και αν διαρκέσει ο πόλεμός σου, σκέψου ότι και αν ζήσεις εκατό χρόνια, αυτά τα εκατό δεν είναι ούτε μια σταγόνα της αιωνιότητος του Παραδείσου, στην αγκάλη του Πατέρα «εις την χαράν του κυρίου» (Ματθ. 25.21), στην ατελεύτητη πανήγυρη των αγγέλων και των δικαίων, αφου θα θλιβείς «ολίγον άρτι, ει δέον εστί… εν ποικίλοις πειρασμοίς» (Α’ Πέτρ.). Έτσι μας κάλεσε ο Θεός «εις την αιώνιον αυτού δόξαν εν Χριστώ Ιησού ολίγον παθόντας» (Α’ Πέτρ. 5.10).
Ας αναλογισθούμε πόσες ψυχές πριν από μας, πόσες μυριάδες και μυριάδες μυριάδων υπέφεραν πιο φρικτά και μακροχρόνια από μας, ωστόσο τα έχουν ξεχάσει προ πολλού στην άνω μακαριότητα –«νέφος μαρτύρων», οπότε και μεις «δι’ υπομονής τρέχωμεν τον προκείμενον ημίν αγώνα» (Εβρ. 12.1).
Ένα να φοβόμαστε, την Κόλαση. Τα εκατό χρόνια είναι και εκεί σταγόνα, αλλά σταγόνα τρόμου μέσα στον αβυσσαλέο, ανεξάντλητο ωκεανό οδύνης και απελπισίας.
Αν συλλάβουμε το νόημα, τότε ο θάνατος δεν θα μας είναι τρομακτικός. Θα πιστεύουμε ακράδαντα ότι όταν θα εγκαταλείψουμε τη ματαιότητα, δεν θα χαθούμε· θα ελευθερωθούμε και θα φύγουμε, θα μεταναστεύσουμε σε ασύγκριτα εξοχότερο τόπο και τρόπο, σε πανάριστες συνθήκες. Ή μάλλον θα επαναπατρισθούμε από την εδώ ξενιτεία. Θ’ ανταμώσουμε όλοι στον Παράδεισο. Αλλοιώς αλλοίμονο…
Μη μας τυφλώνουν και μη μας σκλαβώνουν τα κοσμικά, ο τωρινός άκοσμος κόσμος. Επαναλαμβάνουμε τη διαβεβαίωση του Ευαγγελιστή Ιωάννη ότι ο κόσμος περνάει: «Ο κόσμος παράγεται και η επιθυμία αυτού· ο δε ποιών το θέλημα του Θεού μένει εις τον αιώνα» (Α’ Ιω. 2.17).
Ο κόσμος περνάει, εμείς περνάμε, είμαστε διαβάτες. Ας παρακαλούμε λοιπόν τον Θεό μαζί με τον εστεμμένο προφήτη: «Κατάρτισαι τα βήματά μου στους δρόμους Σου, για να μη σαλευθούν τα βήματά μου» (Ψαλμ. 16.5). Αμήν!
«Τα άνω ζητείτε… τα άνω φρονείτε, μη τα επί γης» (Κολ. 3.2). Αμήν!
Ιερομόναχος Ιουστίνος
Ο κόσμος περνάει, εμείς περνάμε και η γη πανδοχείο