Βαθιά μέσα στην ψυχή υπάρχει η Χάρις σαν μια σπίθα, αλλά τι δεν έχει μαζευτεί εκεί μέσα! Τι δεν έχει μαζευτεί! Όλη η αμαρτωλή ζωή μας, όλες οι αταξίες μας, όλη η ανάρμοστη βιοτή μας, που είναι βιώματα αυτά, αμαρτωλά βιώματα. Σαν εικόνα να το έχουμε ότι βαθιά σε κάποια γωνιά της ψυχής μας υπάρχει στριμωγμένη αυτή η φλόγα του Αγίου Πνεύματος, αυτή η σπίθα του Αγίου Πνεύματος, και από επάνω έχουν συσσωρευθεί ως μπάζα, αν επιτρέπεται να πω έτσι, όλα τα αμαρτωλά βιώματά μας. Κάνεις κάποια αμαρτία; Αν δεν μετανοήσεις, αυτή εναποτίθεται μέσα στην ψυχή σου.
Γιατί νομίζετε είμαστε έτσι αναίσθητοι, σκληροί και δεν καταλαβαίνουμε; Μας κεντρίζει η Χάρις του Θεού, και εμείς σαν να μην καταλαβαίνουμε τίποτε. Διότι έχει σκληρυνθεί η όλη ύπαρξή μας, έχει σκουριάσει η όλη ύπαρξή μας, έχει αμβλυνθεί πολύ η συνείδησή μας, έχει αμαυρωθεί, ένεκα της αμαρτίας. Συσσωρεύονται λοιπόν όλα αυτά τα βιώματα, αλλά η σπίθα υπάρχει μέσα μας δια του μυστηρίου του Βαπτίσματος και δια του όλου μυστηρίου της Εκκλησίας. Και όπως λέει ο άγιος Διάδοχος Φωτικής, καθώς μεγαλώνει κανείς και λογικεύεται, εκείνο το οποίο χρειάζεται, εκείνο το οποίο πρέπει να κάνει, είναι να δώσει τον εαυτό του στη Χάρι, να αφεθεί στο εργαστήριο της Χάριτος, και να αρχίσει να εργάζεται μέσα του η Χάρις να τον αγιάσει και να φθάσει, λέει ο άγιος, στην τελεία αγάπη, στην αγάπη που έχει ο Θεός και εκδηλώνει ο Θεός.
Και βέβαια, μπορεί να λέμε για μετάνοια, να μιλάμε για επιστροφή, μπορεί να τα λέμε όλ’ αυτά, αλλά όμως μπορεί να μένουν ξένα ως προς την ψυχή μας. Παρά την καλή διάθεση που έχει κανείς, παρά την καλή πρόθεση που έχει, αν θέλετε, παρά το ότι μπορεί να κάνει κάποιες προσπάθειες, αυτό που έχει δημιουργηθεί στα βάθη της καρδιάς, στα βάθη της ψυχής, δεν χαλάει εύκολα, δεν φεύγει εύκολα.
Εγώ θα τολμούσα να πω ότι δημιουργείται βαθιά μέσα στην ψυχή μια τέτοια κατάσταση, που δεν τολμά κανείς να την κοιτάξει, δεν τολμά να τη θίξει, σαν να διαισθάνεται ότι, εάν θελήσει να την αγγίξει, κατά το «μη εγγίζετε τα κακώς έχοντα», θα γίνει σεισμός μέγας μέσα του, θα γίνει φοβερή αναστάτωση, και μερικοί μάλιστα νιώθουν σαν να πρόκειται να τρελλαθούν. Και τα βολεύει κανείς. Αρκείται στα εξωτερικά, κάνει μερικούς τύπους, έστω ειλικρινά –δεν λέμε ότι τα κάνει υποκριτικά– και ε, κάτι νιώθει.
Δεν ξέρω, αν καμιά φορά έχετε προσέξει στον κήπο. Βρέχει –προπαντός το καλοκαίρι συμβαίνει αυτό– και χαλάει ο κόσμος. Και νομίζει κανείς πως έβρεξε πάρα πολύ, και ότι προχώρησε το νερό βαθιά μέσα στη χώμα. Όταν σταματήσει η βροχή και σκάψεις, θα δεις ότι δεν έγινε κάτι τέτοιο. Και λένε συνήθως οι χωρικοί μεταξύ τους: «Ε, τι έβρεξε;». Ρωτάει, ας πούμε, ο ένας τον άλλο: «Στην τάδε περιοχή που ήσουν, έβρεξε;» «Ένα-δυό δάκτυλα» απαντά. Τίποτε, δηλαδή. Ενώ φάνηκε ότι έβρεξε, δεν προχώρησε η υγρασία. Για να προχωρήσει η υγρασία έτσι βαθιά μέσα, πρέπει να είναι και ανάλογα καλλιεργημένο το χωράφι, έστω ξεροκαλλιεργημένο, καλλιεργημένο όμως, ώστε να ρουφήξει βαθιά μέσα, και φυσικά να πέσει και πολύ νερό. Αλλιώς, η υγρασία μένει πάνω-πάνω. Και όπου είναι σπαρμένο ένα χωράφι, ή με καλαμπόκι ή με κάτι άλλο, για μια δυο μέρες μοιάζει ότι κάτι έγινε, αλλά επειδή δεν προχώρησε η υγρασία βαθιά, μαραίνεται το όποιο φυτό υπάρχει εκεί και τελικά ξεραίνεται.
Εδώ λοιπόν είναι όλο το θέμα. Να τολμήσει κανείς, αλλά και να επιμείνει, όσο κι αν δυσκολευτεί, όσο κι αν ζοριστεί και όση αντίσταση κι αν συναντήσει, να επιμείνει λοιπόν να κάνει αυτή την εργασία, που μας παραδίδουν οι Πατέρες, για να ανοίξει ο δρόμος, και η καινούργια Χάρις που δίδει ο Κύριος, καθώς τον επικαλούμαστε, να ενωθεί με τη Χάρι που είναι σαν παρακαταθήκη και σαν μαγιά μέσα στα βάθη της ψυχής μας, και να φουντώσει η φωτιά στην ψυχή και να γίνει κανείς χριστιανός.
Δεν ξέρω πόσοι έχετε αυτή την εμπειρία, που σ’ ένα τζάκι που έκαιγε πολύ, ας πούμε, την προηγούμενη ημέρα, κάηκαν πολλά ξύλα και έγινε πολλή στάχτη, και το πρωί δεν φαίνεται τίποτε. Κάηκαν τα πάντα. Η νοικοκυρά όμως που ξέρει από αυτά τα πράγματα κάθεται και σκαλίζει, σκαλίζει, σκαλίζει, και βρίσκει μια σπίθα, βρίσκει ένα μικρό καρβουνάκι αναμμένο. Της φθάνει αυτό. Αρκεί να βρει… Αμέσως βάζει κάποια χαρτιά, βάζει κάποια προσανάμματα και γίνεται φωτιά. Αλλά πρέπει να βρει τη σπίθα.
Και ίσως να είναι κάπως τολμηρό αυτό που θα πω. Ο Κύριος μάς βάπτισε και μας έδωσε τη βαπτισματική Χάρι, και εναπετέθη εκεί στην ψυχή μας. Αυτή είναι η παρακαταθήκη, αυτή είναι η απόδειξη της παρουσίας του Θεού μέσα μας, αυτή είναι η μαγιά. Αν όμως επιτρέπεται να πω, ο ίδιος ο Κύριος, όταν έρχεται στη γη, και ενώ όλα είναι απλώς νομικά, δεν τα παραβλέπει και ούτε λέει: Πέρα όλα αυτά· καινούργια πράγματα τώρα. Όχι. Μέσα απ’ όλα αυτά, που είναι και αυτά του Θεού –που περιτέμνεται, που σαραντίζει, ας πούμε έτσι, που προσφέρουν οι γονείς του τα τρυγόνια, που πηγαίνει δωδεκαετής κατά τη συνήθεια στον ναό, που πάει στη συναγωγή, που μαζί τους διαβάζει τους προφήτες κλπ.– μέσα από την όλη Παλαιά Διαθήκη, παρουσιάζεται η καινούργια πραγματικότητα, ότι δηλαδή τώρα ο ίδιος ο Κύριος ενηνθρώπησε, ο ίδιος ο Κύριος έγινε άνθρωπος, όμως είναι άνθρωπος αναμάρτητος και σώζει τον κόσμο.
Έτσι, εφόσον ο Κύριος μάς έδωσε ως αρραβώνα της σωτηρίας μας τη Χάρι του Αγίου Πνεύματος δια του Βαπτίσματος και γενικότερα μας τη δίνει δια της Εκκλησίας, και είναι εκεί μέσα ο ίδιος, πρέπει τρόπον τινά να ανοίξουμε δρόμο στον Κύριο να βρει αυτό το οποίο έχει βάλει εκεί μέσα μας, για να ανάψει η φωτιά στην ψυχή, και να γίνει, όπως είπαμε, ο άνθρωπος χριστιανός.
Από το βιβλίο: π. Συμεών Κραγιοπούλου, «Το μυστήριο της σωτηρίας», Β’ έκδ., Πανόραμα Θεσσαλονίκης, 2000, σελ. 286 (αποσπάσματα).