Στο χωριό Σαράποβο της επαρχίας Ριαζάν γεννήθηκε στις 15 Μαΐου του 1890 ο ιερομάρτυς Δημήτριος. Οι ευσεβείς γονείς του διακονούσαν στον ενοριακό Ναό της Αγίας Τριάδος, ο πατέρας του Βασίλειος ως ιεροψάλτης και η μητέρα του Λιούμπα ως προσφοράρισσα.
Ήταν σπουδαστής του Εκκλησιαστικού Σεμιναρίου του Ριαζάν, όταν ο πατέρας του πέθανε. Αναγκάστηκε, λοιπόν, να εγκαταλείψει τις σπουδές του και να επιστρέψει στο χωριό, για να φροντίσει τη μητέρα του και τις τρεις αδελφές του.
Για αρκετά χρόνια ο νεαρός Δημήτριος υπηρέτησε ως ιεροψάλτης στον ναό του χωριού του. Αγάπησε βαθιά τη ζωή της Εκκλησίας, γι’ αυτό και αποφάσισε να αναλάβει τον σταυρό της ιερωσύνης σε μια εποχή που για τους ιερείς ήταν επικίνδυνη η ζωή στη Ρωσία. Έτσι, αφού είχε ήδη νυμφευθεί την Αλεξάνδρα Πρεομπραζένσκι, το 1922 χειροτονήθηκε διάκονος για τον Ναό της Αγίας Τριάδος του Σαράποβο.
Τέσσερα χρόνια αργότερα ο π. Δημήτριος έγινε στόχος των μπολσεβίκων. Το 1929 του επέβαλαν δυσβάσταχτο αγροτικό φόρο, τον οποίο δεν μπόρεσε να πληρώσει εγκαίρως. Συνελήφθη, λοιπόν, και καταδικάστηκε σε εξορία πέντε ετών στην πόλη Κοζλώφ της επαρχίας Ταμπώφ. Στην εξορία, όπου τον ακολούθησε και η οικογένειά του, υπηρετούσε ως διάκονος. Ήταν η εποχή που, εξαιτίας δύο συνεχόμενων ετών αφορίας της γης, στην περιοχή είχε πέσει πείνα. Οι άνθρωποι έφταναν να πεθαίνουν στους δρόμους της πόλης. Η πείνα έπληξε και την οικογένεια του π. Δημητρίου. Κάποια μέρα μια κόρη του έπεσε εξαντλημένη στο κρεβάτι και δεν μπορούσε να σηκωθεί.
Ο οικείος ιεράρχης τού πρότεινε να χειροτονηθεί πρεσβύτερος και να διοριστεί στο κοντινό χωριό Σίτσεφκ, όπου θα έβρισκε έστω ελάχιστα τρόφιμα για τη στοιχειώδη συντήρηση της οικογένειάς του. Ο διάκονος δέχτηκε. Έτσι σύντομα, ιερέας πια, εγκαταστάθηκε με την πρεσβυτέρα και τα παιδιά του σ’ εκείνο το χωριό, αφού είχε εξασφαλίσει και τη συγκατάθεση των σοβιετικών αρχών.
Στο Σίτσεφκ συνέβη ένα θαυμαστό γεγονός, που το θυμόταν και το διηγόταν συχνά ως το τέλος της ζωής του: Πέθανε μια γυναίκα και την τρίτη μέρα οι συγγενείς της τον κάλεσαν για την τέλεση της νεκρώσιμης ακολουθίας. Στη διάρκεια της ακολουθίας ο π. Δημήτριος είδε ξαφνικά τη νεκρή, που ήταν ξαπλωμένη στο φέρετρο, να κουνά το χέρι της. Έκπληκτος την πλησίασε, και τότε εκείνη άνοιξε τα μάτια. Ο ιερέας διέκοψε την ακολουθία. Η γυναίκα ανασηκώθηκε και τον ρώτησε:
– Παππούλη, γιατί ήρθατε;
Σαστισμένος ο π. Δημήτριος, αποκρίθηκε:
– Ήρθα για να δω πώς είσαι και να σου διαβάσω Ευχέλαιο.
– Όχι, δεν ήρθατε γι’ αυτό, είπε η γυναίκα και σηκώθηκε.
Η νεκρανάστασή της συγκλόνισε τους κατοίκους του χωριού. Τη ρωτούσαν τι έβλεπε στον άλλο κόσμο, όπου βρισκόταν για τρεις μέρες, κι εκείνη τους εξηγούσε όσο της ήταν δυνατόν. Αφού τακτοποίησε κάποιες υποθέσεις, για τις οποίες, όπως αποδείχθηκε, ο Κύριος την επανέφερε στη ζωή, αναχώρησε οριστικά από τον κόσμο τούτο έπειτα από δύο εβδομάδες.
Επιστρέφοντας, μετά τη λήξη της εξορίας του, στο Σαράποβο, ο π. Δημήτριος διορίστηκε πάλι στον Ναό της Αγίας Τριάδος ως δεύτερος εφημέριος, καθώς στο μεταξύ είχε διοριστεί εκεί ο πρωτοπρεσβύτερος Νικόλαος Σπεράνσκι. Αναγκάστηκε, όμως, να εγκατασταθεί με την οικογένειά του στο σπίτι του ψάλτη, επειδή το δικό του σπίτι είχε δημευθεί από τις σοβιετικές αρχές.
Το 1936 μετατέθηκε στον Ναό του Αγίου Νικολάου, στο χωριό Κρούγι. Στην ενορία εκείνη ανήκαν και άλλα τρία κοντινά χωριά. Οι κάτοικοί τους ήταν φτωχοί και πολύ συχνά δεν είχαν χρήματα για τα Μυστήρια και τις ιεροτελεστίες. Πέθαινε ένας άνθρωπος και οι συγγενείς του έλεγαν στον π. Δημήτριο:
– Παππούλη, πρέπει να κάνουμε κηδεία.
– Ε, να κάνουμε, αποκρινόταν ο ιερέας.
– Αλλά δεν έχουμε χρήματα.
– Μα τι λέτε! Πρέπει να κηδέψουμε τον άνθρωπο που πέθανε, και θα τον κηδέψουμε.
Το ίδιο γινόταν και όταν έρχονταν για να ζητήσουν τη βάπτιση ενός παιδιού. Αξίζει, μάλιστα, να σημειωθεί ότι, επειδή οι περισσότεροι χωρικοί φοβόντουσαν εκείνη την εποχή να γίνουν ανάδοχοι, τα παιδιά του π. Δημητρίου αναδέχθηκαν σχεδόν το ένα τρίτο του πληθυσμού του χωριού.
Το καλοκαίρι του 1937 ο διωγμός κατά της Εκκλησίας εντάθηκε. Από το φθινόπωρο η ΝιΚαΒεΝτε άρχισε να συγκεντρώνει στοιχεία για τον π. Δημήτριο και τη δραστηριότητά του. Ο πρόεδρος του Αγροτικού Συμβουλίου παρέδωσε στο τοπικό Σοβιέτ ένα σημείωμα, σύμφωνα με το οποίο ο ιερέας «υποχρέωνε τις γριούλες να πηγαίνουν από πόρτα σε πόρτα και να μαζεύουν χρήματα για την εκκλησία, φοβερίζοντάς τες ότι, σε αντίθετη περίπτωση, θα έκλεινε». Η καθαρίστρια του ναού, όταν ανακρίθηκε, κατέθεσε: «Ο ιερέας έλεγε: “Ο κολχόζνικος δουλεύει πολύ, αλλά αμείβεται πενιχρά. Το σοβιετικό κράτος του παίρνει όλη τη σοδειά και δεν του αφήνει τίποτα. Και για τους κληρικούς η ζωή έγινε δύσκολη. Η σοβιετική εξουσία καταπιέζει την Εκκλησία”. Ο Κεδρολιβάνσκι επαινούσε την αγωγή που έδινε το προεπαναστατικό σχολείο στα παιδιά και κατηγορούσε τη σοβιετική αγωγή. “Με τη σοβιετική εξουσία”, έλεγε, “τα παιδιά έγιναν απείθαρχα, ενώ πρώτα ήταν υπάκουα και σέβονταν τους μεγαλυτέρους”».
Τον Νοέμβριο του 1937 οι αρχές κάλεσαν τον π. Δημήτριο για “συζήτηση” και τον “συμβούλεψαν” να αποβάλει την ιερωσύνη. Υποσχέθηκαν πως, αν δήλωνε δημόσια την αποβολή της ιερωσύνης και δημοσίευε σχετική ανακοίνωση στην τοπική εφημερίδα, δεν θα τον συνελάμβαναν. Ο π. Δημήτριος αρνήθηκε κατηγορηματικά. Προτιμούσε να θυσιάσει και τη ζωή του ακόμα, παρά να καταφρονήσει το χάρισμα που του εμπιστεύθηκε ο ίδιος ο Χριστός. Δεν λύγισε ούτε όταν η πρεσβυτέρα του με κλάματα τον παρακαλούσε να συμμορφωθεί προς τις υποδείξεις των αρχών για χάρη των παιδιών τους, που θα αντιμετώπιζαν αξεπέραστα εμπόδια στην εκπαίδευσή τους και συνεχή προβλήματα στη ζωή τους.
Στις 20 Ιανουαρίου του 1938, μία ώρα μετά τα μεσάνυχτα, ο π. Δημήτριος συνελήφθη και κλείστηκε στις φυλακές της πόλης Εγκόριεφσκ. Λίγες μέρες νωρίτερα είχε αναγκαστεί να πληρώσει βαρύ φόρο. Έτσι, μετά τη σύλληψή του, η οικογένειά του δεν είχε τα απαραίτητα μέσα για να επιβιώσει. Η Αλεξάνδρα βρέθηκε σε πολύ δύσκολη θέση. Αλλά λίγο πριν απελπιστεί, άρχισαν να έρχονται ο ένας πίσω από τον άλλον οι ενορίτες και να της δίνουν χρήματα, λέγοντας:
– Πάρ’ τα, πρεσβυτέρα! Τα χρωστούσα στον παππούλη για μια κηδεία.
– Αυτά είναι για τα βαφτίσια του παιδιού μου.
Έτσι τη βοήθησαν πολλοί πιστοί από σεβασμό και αγάπη προς τον στοργικό ποιμένα τους.
Στις φυλακές του Εγκόριεφσκ εργαζόταν ως επιστάτης ένας νεαρός από το χωριό Κρούγι. Αυτός γνωστοποίησε στην Αλεξάνδρα τον τόπο όπου βρισκόταν ο π. Δημήτριος και έφερνε στον ιερέα γράμματα από την πρεσβυτέρα του.
Στις 11 Φεβρουαρίου η ΝιΚαΒεΝτε καταδίκασε τον π. Δημήτριο σε θάνατο με τουφεκισμό. Η διοίκηση της φυλακής αποφάσισε να τον μεταφέρει μαζί με άλλους κρατουμένους σε κάποια από τις φυλακές της Μόσχας. Ο επιστάτης το πληροφορήθηκε και ειδοποίησε την πρεσβυτέρα ότι η μεταφορά θα γινόταν τα μεσάνυχτα.
Παρά τη μανιασμένη χιονοθύελλα, η κόρη του π. Δημητρίου Κλαυδία βρισκόταν τα μεσάνυχτα έξω από την πύλη της φυλακής, κρατώντας ένα μικρό δέμα με τρόφιμα. Η πύλη άνοιξε και μια ομάδα είκοσι κρατουμένων βγήκε κυκλωμένη από οπλισμένους φρουρούς και μεγαλόσωμα σκυλιά. Βλέποντας ανάμεσά τους τον πατέρα της, δοκίμασε να πλησιάσει για να του δώσει το δέμα, αλλά τα σκυλιά δεν την άφησαν.
– Κλαυδία, πήγαινε στο σπίτι! Πήγαινε στο σπίτι! της φώναξε ο π. Δημήτριος.
Εκείνη, όμως, δεν είχε τη δύναμη ν’ αποχωριστεί τον πατέρα της. Τον ακολούθησε από μακριά ως τον σιδηροδρομικό σταθμό, που απείχε δύο περίπου χιλιόμετρα.
Το τρένο ήταν εκεί. Ανέβασαν τους κρατουμένους σ’ ένα βαγόνι με καγκελόφραχτα παράθυρα. Μπαίνοντας ο π. Δημήτριος, γύρισε και ξαναφώναξε στην κόρη του:
– Κλαυδία, πήγαινε στο σπίτι! Θα επιστρέψω σύντομα!
Τον έκλεισαν στις φυλακές Μπουτίρκι της Μόσχας.
Στις 17 Φεβρουαρίου τον μετέφεραν στο Σκοπευτήριο του Μπούτοβο, έξω από τη Μόσχα, και τον έβαλαν σε μια παράγκα. Την ίδια μέρα τον παρέδωσαν στους δημίους, που τον οδήγησαν σ’ ένα βαθύ όρυγμα, λίγες δεκάδες μέτρα πιο πέρα. Εκεί εκτέλεσαν και έθαψαν τον άξιο λειτουργό του Υψίστου.
Από το βιβλίο: Ηγουμένου Δαμασκηνού (Ορλόφσκι), ΑΓΙΟΙ ΚΑΤΑΔΙΚΟΙ. Ρώσοι ιερομάρτυρες και ομολογητές του 20ού αιώνα. Ιερά Μονή Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής 2014, σελ. 258.