Μαρτυρία και διδαχή

Εκκλησία και ιεραρχία
Εκκλησία και ιεραρχία

 

Η Εκκλησία ως θεανθρώπινη κοινωνία έχει την ιεράρχηση και την πυραμιδοειδή μορφή της. Άλλωστε η ισοπέδωση όλων των μελών της θα σήμαινε κατάργηση της προσωπικής ελευθερίας και παραθεώρηση της ιδιαίτερης φιλοτιμίας και προθυμίας τους να ανταποκριθούν στην πρόσκληση του Χριστού. Αλλά και από την άλλη πλευρά η ανισότητα, που συνεπάγεται η ιεράρχηση και η πυραμιδοειδής μορφή της, έρχεται σε αντίθεση προς το πνεύμα της ισότητας, που ποθεί από τα βάθη της καρδιάς του ο άνθρωπος.

Η λύση που προσφέρει ο Χριστός στο πρόβλημα αυτό πραγματοποιείται με την ανατροπή τής πυραμίδας και την αντικατάσταση τής εξουσίας με την αγάπη και την διακονία (1). Όλοι οι πιστοί είναι μεταξύ τους αδελφοί. Καμία δουλική εξάρτηση ή κυριαρχική επιβολή δεν δικαιολογείται στις σχέσεις τους. Η διάθεση του ενός να κυριαρχήσει στους άλλους έρχεται σε αντίθεση προς το πνεύμα της αδελφοσύνης και της ενότητας της Εκκλησίας. Η ιεράρχηση που δημιουργούν τα εκκλησιαστικά αξιώματα δεν έχει το νόημα της απονομής πρωτείων και δικαιωμάτων, αλλά του καταμερισμού λειτουργημάτων και διακονημάτων για την οικοδομή του «σώματος του Χριστού» (Εφ. 4:12).

Η ανύψωση στην ιεραρχία της Εκκλησίας δεν είναι μόνο θεμιτή αλλά και επαινετή. Με την προϋπόθεση αυτήν «ει τις επισκοπής ορέγεται, καλού έργου επιθυμεί» (Α’ Τιμ. 3:1). Η ανύψωση όμως στην εκκλησιαστική πυραμίδα έχει κενωτικό χαρακτήρα· είναι πορεία προς τα κάτω. Η κορυφή της ανεστραμμένης πυραμίδας της Εκκλησίας, που δέχεται τα βάρη ολόκληρου του κόσμου, είναι ο ίδιος ο Χριστός. Όσοι τον ακολουθούν, προχωρούν προς το βάθος της ανεστραμμένης πυραμίδας, όπου είναι η κορυφή της· εκεί, όπου συγκεντρώνεται η φοβερή πίεση, όπου βρίσκεται «ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου Χριστός» (2). Η ανύψωση σε οποιοδήποτε εκκλησιαστικό αξίωμα δεν αποτελεί κατάληψη προνομίου ή εξουσίας αλλά ανάληψη διακονίας και θυσίας. Ο κληρικός, και ιδιαίτερα ο επίσκοπος που υπάρχει στην Εκκλησία εις «τύπον Θεού» (3), καλείται να ταπεινώσει τον εαυτό του, για να σηκώσει τα βάρη των άλλων και να καταστήσει αισθητή την παρουσία του Θεού μεταξύ των ανθρώπων. Το σχήμα του είναι σύμβολο της κενώσεως του Χριστού. Ο τόπος του είναι η κορυφή της ανεστραμμένης πυραμίδας. Και η ενεργοποίηση του ιερατικού αξιώματος του Χριστού είναι η εκούσια θυσία του για τον κόσμο.

Το πρωτείο στην Εκκλησία είναι πρωτείο διακονίας και θυσίας. Πρώτος είναι ο «πάντων έσχατος και πάντων διάκονος» (Μαρκ. 9:35), δηλαδή αυτός που προηγείται στην ταπείνωση και την άσκηση της ανιδιοτελούς αγάπης. Το πνεύμα αυτό είναι διαμετρικά αντίθετο προς το κοσμικό πνεύμα: «Οίδατε ότι οι άρχοντες των εθνών κατακυριεύουσιν αυτών και οι μεγάλοι κατεξουσιάζουσιν αυτών. Ουχ ούτως έσται εν υμίν, αλλ’ ος εάν θέλη εν υμίν μέγας γενέσθαι, έσται υμών διάκονος, και ος εάν θέλη εν υμίν είναι πρώτος, έσται υμών δούλος· ώσπερ ο Υιός του ανθρώπου ουκ ήλθε διακονηθήναι, αλλά διακονήσαι και δούναι την ψυχήν αυτού λύτρον αντί πολλών» (Ματθ. 20:25-8).

Η δυναμική και ασυμβίβαστη με οποιαδήποτε κοσμική κατάσταση προοπτική της Εκκλησίας είναι σπουδαιότατη για την κοινωνική και την πολιτική ζωή, γιατί διατηρεί και προασπίζεται την οδό της ελευθερίας. Χωρίς αυτήν διακυβεύεται η αυτεξουσιότητα, όπως και η κυριαρχική θέση του ανθρώπου μέσα στον κόσμο. Και η σπουδαιότητα της προοπτικής αυτής για την κοινωνική και την πολιτική ζωή είναι μεγαλύτερη από κάθε άλλη που θα μπορούσε να προγραμματιστεί στο πλαίσιο οποιασδήποτε «κοινωνικής ηθικής» ή «πολιτικής θεολογίας». Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι η σωστή μαρτυρία της Εκκλησίας παρέχεται επαρκώς μέσα στον κόσμο με τα κατεστημένα σχήματα και ότι δεν έχει ανάγκη ενεργοποιήσεως και εκσυγχρονισμού.

Το αίτημα που υπάρχει για άμεση μαρτυρία της Εκκλησίας στην κοινωνική ή την πολιτική ζωή δεν οφείλεται μόνο στην ανεπάρκεια της μαρτυρίας αυτής αλλά και στην πλήρη πολλές φορές απουσία της. Όταν η Εκκλησία παρουσιάζεται ως κατεστημένο, συχνά μάλιστα πιο δύσκαμπτο και πιο αναχρονιστικό από το κοινωνικό ή το πολιτικό κατεστημένο, όταν η χαρισματική και εσχατολογική προοπτική της συμπιέζεται σε μονοδιάστατη και εγκοσμιοκρατική οργάνωση, όταν η αρχή της θυσίας και της διακονίας μεταλλάσσεται σε κοσμική εξουσία, που αρνείται μάλιστα κάθε εποικοδομητική κριτική και επικαλείται το κύρος της θείας αυθεντίας, για να καλύψει την αυθαιρεσία και την ασυναρτησία, δεν μπορεί να δώσει θετική μαρτυρία.

Το πρόβλημα της μαρτυρίας της Εκκλησίας στον κόσμο είναι πρωτίστως πρόβλημα εσωτερικό των επιμέρους τοπικών Εκκλησιών. Είναι πρόβλημα ταυτότητας κάθε συγκεκριμένης εκκλησιαστικής κοινότητας. Και η ταυτότητα αυτή δεν δηλώνεται τόσο με λόγια, όσο με έργα και τρόπο ζωής. Η παράκαμψη του προβλήματος αυτού και η αναζήτηση της δικαιώσεως της εκκλησιαστικής παρουσίας με κοσμικά κριτήρια και πολιτική δράση συμβάλλουν περισσότερο στην διαιώνιση της πνευματικής αφασίας παρά στην απομάκρυνσή της.

 

(1) Βλ. Αρχιμ. Σωφρονίου, Ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, σ. 300-301.

(2) Ό.π,, σ. 314.

(3) Βλ. Ιγνατίου Αντιοχείας, Προς Μαγνησιείς 6,1.

 

 

Από το βιβλίο: Γεωργίου Ι. Μαντζαρίδη, Χριστιανική Ηθική. Δεύτερος τόμος. Ι. Μ. Μ. Βατοπαιδίου, Άγιον Όρος 2015, σελ. 121 (αποσπάσματα).

 

Το βιβλίο

 

 

 

Εκκλησία και ιεραρχία

Ορθόδοξη πίστη και ζωή στο email σας. Λάβετε πρώτοι όλες τις τελευταίες αναρτήσεις της Κοινωνίας Ορθοδοξίας:
Έχετε εγγραφεί επιτυχώς στο newsletter! Θα λάβετε email επιβεβαίωσης σε λίγα λεπτά. Παρακαλούμε, ακολουθήστε τον σύνδεσμο μέσα του για να επιβεβαιώσετε την εγγραφή. Εάν το email δεν εμφανιστεί στο γραμματοκιβώτιό σας, παρακαλούμε ελέγξτε τον φάκελο του spam.
Έχετε εγγραφεί επιτυχώς στο newsletter!
Λυπούμαστε, υπήρξε ένα σφάλμα. Παρακαλούμε, ελέγξτε το email σας.