Μετά την κοίμηση του Γέροντα Βασιλείου Αγιαννανίτη από την Καλύβη των Αγίων Πάντων, πήγα μια μέρα στη Σκήτη της Αγίας Άννης, με ευλογία του σεβαστού μου Γέροντα π. Γεωργίου, Καθηγουμένου της Μονής του Οσίου Γρηγορίου, και με σκοπό τη σκιαγράφηση του μακαριστού Γέροντα. Απευθύνθηκα στον σεβαστό π. Σεραφείμ, Γέροντα της Καλύβης των Αγίων Πάντων, και αυτός δέχθηκε μετά χαράς να μου εξιστορήσει τα της ζωής του κατά σάρκα αδελφού του π. Βασιλείου.
– Γέροντα π. Σεραφείμ, γνωρίζω ότι είσασταν αδέλφια κατά σάρκα με τον μακαριστό παπα-Βασίλειο. Πέστε μας κάτι για την καταγωγή σας και πώς εγκαταλείψατε τον κόσμο για τη Βασιλεία των Ουρανών;
– Καταγόμαστε από το χωριό Καρδαμάς, που είναι πλησίον της Αμαλιάδος της Ηλείας. Οι γονείς μου, Ιωάννης και Αλεξάνδρα, ήσαν πολύ ευσεβείς. Προπαντός ο πατέρας μου ήταν πολύ ελεήμων. Με τη χάρη του Θεού απέκτησαν έξι παιδιά. Εγώ ήμουν ο πρώτος της οικογενείας. Γεννήθηκα το 1924. Μετά ακολουθούσε μία αδελφή μας και μετά ο παπα-Βασίλειος, ο οποίος γεννήθηκε το 1928. Από μικρός αγαπούσα πολύ την εκκλησία. Όταν τελείωσα το Δημοτικό σχολείο, είχα πόθο να γίνω μοναχός. Δεν μου άρεσε ο κόσμος. Τότε συνέπεσε και η έναρξη του αλβανικού πολέμου. Τον Οκτώβριο λοιπόν του έτους 1941 βρήκα τρόπο, με πολλές βέβαια δυσκολίες, και ήλθα στο Άγιον Όρος. Τότε είχαμε την κατοχή των Γερμανών. Το πώς ήλθα εδώ είναι μία ολόκληρη περιπέτεια, για την οποία θα μιλήσουμε άλλη φορά. Τότε ήμουν ηλικίας 27 ετών.
– Αν γίνεται να μου πείτε τώρα πως φθάσατε στο Άγιον Όρος, Γέροντα.
– Καλά. Άκουσε. Οι τρεις Γέροντες αυτού του Κελλίου, οι λεγόμενοι Βολιώτες, των οποίων τα ονόματα ήσαν Σεραφείμ, Χρυσόστομος και Γρηγόριος, ασχολούνταν εδώ με την αγιογραφία. Ένας απ’ αυτούς εκείνο τον καιρό μετέφερε αρκετές εικόνες με ψαροκάϊκο από την Αγία Άννα στον Βόλο. Από εκεί κατευθύνθηκε προς την Πελοπόννησο. Ήλθε στην πατρίδα μου με σκοπό να τις πωλήσει. Τότε γνωρισθήκαμε και τον παρεκάλεσα να με πάρει μαζί του.
– Πότε ήλθε εδώ ο αδελφός σας π. Βασίλειος;
– Αυτός ήλθε μετά από τέσσερα χρόνια με σκοπό να με επισκεφθεί και όχι για να γίνει μοναχός. Έμεινε μαζί μας περίπου μία εβδομάδα και μετά μου είπε:
– Όπως ξέρεις, αδελφέ Σεραφείμ, έχουμε κάτω τρεις αδελφές να βοηθήσουμε και να τις παντρέψουμε, γι’ αυτό πρέπει να φύγω.
– Καλά. Κανόνισε μόνος σου το πρόγραμμά σου, του είπα εγώ.
Εκείνος το πρωί μου λέει:
– Θα μείνω ακόμη άλλες δέκα μέρες.
– Μείνε όσο θέλεις, του είπα εγώ.
Και έμεινε όχι μόνο δέκα και είκοσι ημέρες, αλλά για πάντα. Μάλιστα επί 25 χρόνια δεν πήγε καθόλου στο πατρικό μας σπίτι, ούτε μία φορά.
Βέβαια για τις αδελφές μας φρόντισε ο Θεός και όλες τακτοποιήθηκαν και παντρεύθηκαν στην Αθήνα.
Μετά από διάστημα 25 χρόνων ήλθαν οι γονείς μας στην Ουρανούπολη να μας δουν. Κατόπιν με μία ψαρόβαρκα τους φέραμε μέχρι εδώ απέναντι από τη Σκήτη μας για να δουν πού κατοικούμε. Το παράδοξο είναι ότι η μητέρα μας δεν τον γνώρισε.
Άλλοτε πάλι ο π. Βασίλειος κατέβηκε στην Αθήνα για κάποια εγχείρηση. Εκεί συναντήθηκε με πολλούς συγγενείς μας και η αδελφή μας η μικρότερη μιλούσε μαζί του και δεν ήξερε ποιος ήταν.
Αφότου μόνασε ο π. Βασίλειος, μια μέρα μας είπε ο Γέροντάς μας:
– Παιδιά μου, όπως βλέπετε, τα χρήματα μας τα αχρήστεψαν οι Κυβερνήσεις. Το πλέον σοβαρό πρόβλημα στο Κελλί μας είναι ότι δεν έχουμε εκκλησία. Αν θέλετε να κάνουμε εκκλησία, θα μεταφέρετε υλικά, χαλίκι και άμμο, στις πλάτες σας από την παραλία για να ξεκινήσουμε προσεχώς το κτίσιμό της.
Τότε εμείς είμασταν νέοι και δεχθήκαμε με πολλή χαρά το δύσκολο αυτό διακόνημα. Έτσι επί τρία περίπου χρόνια μεταφέραμε τα υλικά. Η απόσταση αυτή υπερβαίνει τα 500 μέτρα, αλλά είναι βέβαια και πολύ ανηφορική. Μετά ρίξαμε μία τσιμεντένια πλάκα διαστάσεων 5Χ7 μ. και μετά από δύο χρόνια, δηλαδή το 1948-49 αρχίσαμε να κτίζουμε με πέτρα το υπόγειο της εκκλησίας, ενώ οι τοίχοι της κτίσθηκαν και τελείωσε όλη η κατασκευή της το 1953.
– Πότε χειροτονηθήκατε κληρικοί, πάτερ Σεραφείμ;
– Ο άγιος Μιλητουπόλεως Ιερόθεος με χειροτόνησε εδώ στο Κυριακό της Σκήτης μας διάκο και ιερέα το 1955. Ενώ ο π. Βασίλειος έγινε διάκονος το 1967 και ιερέας το 1968.
– Με ποια αρετή εκοσμείτο περισσότερο ο μακαριστός παπα-Βασίλειος, Γέροντα Σεραφείμ;
– Εκείνο που τον περικοσμούσε και ο κόσμος τον αγαπούσε ήταν η αρετή της φιλοξενίας. Για παράδειγμα, τους χειμερινούς μήνες μετά την πρωϊνή θεία λειτουργία, πηγαίναμε όλοι για ξεκούραση. Εκείνος δεν ξεκουραζόταν, πήγαινε στο μαγειρείο και ετοίμαζε το φαγητό μας. Και όταν ήταν λειτουργός ο ίδιος, δεν πήγαινε να ξεκουρασθεί, αλλά κατευθείαν στο μαγειρείο.
– Παρότι ήταν αδελφός σας, ήταν και υποτακτικός σας. Είναι έτσι;
– Ναι, μετά την κοίμηση του τελευταίου Γέροντά μας το 1974, του π. Γρηγορίου, ανέλαβα γεροντικά καθήκοντα εγώ. Από τότε και ο παπα-Βασίλειος ήταν υποτακτικός μου. Με αγαπούσε και με σεβόταν. Ποτέ δεν είχαμε ενοχληθεί. Υπήρχε αγάπη και ομόνοια μεταξύ μας. Δεν έκανε δικά του θελήματα. Παντα με ρωτούσε για όλα. Και οπουδήποτε πήγαινε, μου το έλεγε. Τα πάντα τα έκανε με την ευλογία μου. Τίποτε δεν έκανε κρυφό.
– Πώς ήταν το τέλος του μακαριστού παπα-Βασιλείου;
– Αυτός μία φορά τον μήνα επί έξι μήνες πήγαινε έξω και του έκαναν μία ένεση επάνω στο γόνατο, διότι δεν λειτουργούσε φυσιολογικά η κλείδωση του ποδιού του. Το έκανε αυτό για ν’ αποφύγει την εγχείρηση. Την τελευταία φορά πήγε για την ένεση στη Θεσσαλονίκη. Το βράδυ έμεινε σ’ ένα φιλικό μας σπίτι με σκοπό το πρωί να επιστρέψει στη Σκήτη μας. Η καρδιά του όμως, από την οποία υπέφερε τα τελευταία χρόνια, υπέστη υποτροπή προς το χειρότερο, παρότι οι γιατροί στην Αθήνα του είχαν εμπνεύσει την ιδέα ότι διέφυγε τον σοβαρό κίνδυνο της καρδιάς του.
Εκείνο το πρωί όμως οι καρδιακές του ενοχλήσεις έφθασαν σε οριακό σημείο και πέθανε, πριν ξεκινήσει για τη Σκήτη μας. Ήλθε όμως κεκοιμημένος μέσα στο φέρετρο εδώ στη Σκήτη μας. Εκοιμήθη στις 18 Μαΐου 2005, ημέρα Τετάρτη, σε ηλικία 77 ετών.
Στην κηδεία του, η οποία τελέσθηκε εδώ στο Κυριακό της Σκήτης μας, ήλθε ο εφησυχάζων Επίσκοπος Ροδοστόλου κ. Χρυσόστομος, ο ηγούμενος της Λαύρας κ. Πρόδρομος, πολλοί μοναχοί και ιερομόναχοι από Μονές, Κελλιά και Σκήτες του Όρους.
Μας έλεγε ο μακαριστός, ότι Τετάρτη ημέρα γεννήθηκα, Τετάρτη ήλθα στο Άγιον Όρος, Τετάρτη εκάρην μοναχός, Τετάρτη ημέρα χειροτονήθηκα… έχει γούστο να κοιμηθώ και Τετάρτη ημέρα. Αυτό μας το έλεγε πριν πάει έξω για την ένεση.
– Ποιες ήσαν οι βασικές αρετές του μακαριστού π. Βασιλείου;
– Διακρινόταν για την απλότητά του, την αγαθότητά του. Αγαπούσε όλους τους ανθρώπους και πάσχιζε να τους εξυπηρετήσει. Βοηθούσε με κάθε τρόπο τους έχοντες ανάγκη. Καθόταν έξω και όποιος περνούσε τον καλούσε μέσα και με την αγιορείτικη απλότητά του του πρόσφερε καφέ, γλυκό και φαγητό. Όσοι ζητούσαν οικονομική βοήθεια, τους έδινε με αγάπη.
Τώρα που εκοιμήθη, έρχονται πολλοί από τον κόσμο να του ανάψουν στο Κοιμητήριο της Σκήτης μας ένα κεράκι. Λυπήθηκαν που έφυγε από κοντά τους, διότι πολύ τους αγαπούσε και τους φιλοξενούσε πλουσιοπάροχα και με το χαμόγελο στα χείλη του.
Από το βιβλίο: Μοναχού Δαμασκηνού Γρηγοριάτου, “Σύγχρονοι Γεροντάδες του Άθωνος”, Ιερομόναχος Βασίλειος Αγιαννανίτης (1928-2005) (αποσπάσματα). Ι. Μ. Οσίου Γρηγορίου 2005