Οι μακάριοι αυτοί κατά σάρκα αδελφοί προέρχονταν από ευσεβή οικογένεια του χωριού Πιτσιδιά, στην επισκοπή Γορτύνης της Κρήτης. Μετά τον θάνατο του πατέρα τους, ο Παρθένιος εισήλθε στο μοναστήρι του Αγίου Αντωνίου των Απεζανών (1856) και τον επόμενο χρόνο τον μιμήθηκε ο αδελφός του. Μη βρίσκοντας όμως εκεί την ησυχία που αναζητούσαν, μετά από δύο χρόνια έγιναν μοναχοί στη μονή της Οδηγήτριας. Έλαβαν ως διακόνημα να φροντίζουν ένα ξωκλήσι στο Μάρτσαλλο που δεχόταν πολλούς προσκυνητές.
Μετά την επανάσταση του 1866, οι Τούρκοι οργάνωσαν αιματηρά αντίποινα, θανατώνοντας μοναχούς και λεηλατώντας μοναστήρια, αλλά παρ’ όλα αυτά οι δύο ασκητές προσκαρτερούσαν στο Μάρτσαλλο και ο Ευμένιος χειροτονήθηκε ιερέας. Οι μοναχοί της Οδηγήτριας, όντας λιγοστοί, ζητούσαν συχνά υπηρεσίες από τους δύο αδελφούς ταράσσοντας έτσι την ησυχία τους, και για τον λόγο αυτό αποφάσισαν να αναχωρήσουν προς αναζήτηση ενός τόπου κατάλληλου για ερημητήριο.
Αφού εμπιστεύθηκε την υπόθεση στην Θεοτόκο, ο Παρθένιος τράβηξε για την απόκρημνη ακτή ανατολικά των Καλών Λιμένων (βλ. Πράξ. 27:8) και μετά από περιπλανήσεις έφθασε στο ερειπωμένο μοναστήρι του Κουδουμά. Η Θεοτόκος φανερώθηκε σ’ αυτόν σε ενύπνιο και του συνέστησε να εγκατασταθεί εκεί με την υπόσχεση να τον βοηθήσει. Εγκατέλειψαν λοιπόν το Μάρτσαλλο, αφήνοντας μία επιστολή που εξηγούσε τους λόγους της αναχώρησής τους (1878). Εγκατεστημένοι προσωρινά σε μία υγρή σπηλιά, μετέβαιναν καθημερινά στο μοναστήρι για τα απαραίτητα έργα. Με πολλούς κόπους ανακαίνισαν το καθολικό της Κοιμήσεως, όπου βρήκαν μία θαυματουργή εικόνα της Θεομήτορος.
Σύντομα έγιναν γνωστοί στους κατοίκους της περιοχής και ο Ευμένιος δεχόταν τις εξομολογήσεις των πιστών που προσέτρεχαν από παντού και με τις προσευχές τους πλήθος ιαμάτων έλαβαν χώρα. Πολλοί προσκυνητές συγκινημένοι από την αγιότητα και την ταπεινοφροσύνη των δύο αδελφών ζητούσαν να διάγουν μοναχικό βίο υπό την καθοδήγησή τους. Το μοναστήρι οργανώθηκε σε κοινόβιο και το καθολικό διευρύνθηκε για να υποδέχεται τον λαό (1897).
Παραμένοντας απλός μοναχός, ο άγιος Παρθένιος ορίστηκε ηγούμενος και έχαιρε σεβασμού και τιμής από όλους. Μετά από πολλά χρόνια ασκητικών μόχθων και θυσιών για τον ανακαινισμό του μοναστηριού αυτού αρρώστησε, αλλά αρνήθηκε να υπακούσει στους γιατρούς που του συνιστούσαν να φάει κρέας, για να μην δώσει το κακό παράδειγμα στους αδελφούς. Γνωρίζοντας εκ των προτέρων την ημέρα της αναπαύσεώς του, μετέδωσε στους μοναχούς τις τελευταίες παραινέσεις του και εκοιμήθη εν ειρήνη στις 5 Σεπτεμβρίου του 1905.
Κατά την ανεύρεση των λειψάνων του δύο χρόνια αργότερα ουράνια ευωδία πλημμύρισε την εκκλησία. Ο αδελφός του Ευμένιος τον διαδέχθηκε και μετά από δέκα έξι χρόνια ηγουμενίας εκοιμήθη εν Κυρίω στις 20 Σεπτεμβρίου του 1920. Η τιμή των δύο αγίων Πατέρων απλώθηκε αυθόρμητα στον λαό και έκτοτε το μοναστήρι έγινε ένα από τα πλέον πολυσύχναστα προσκυνήματα της Κρήτης.
Από το βιβλίο: Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, υπό Ιερομονάχου Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου. Ιούλιος, 10. Εκδόσεις Ορμύλια.
Οι όσιοι Παρθένιος και Ευμένιος της μονής Κουδουμά της Κρήτης