(Κυριακή Ε΄ Ματθαίου (8.28 – 9.1)
Ο Κύριος έφυγε από το χωριό των Γεργεσηνών και δεν ξαναπήγε πια, αφού δεν ήταν ευπρόσδεκτος. Ο Κύριος αποχωρεί και αναχωρεί από μπροστά μας όταν έτσι θέλουμε. Το μεγαλείο της «κενώσεως» και ταπεινώσεως του Κυρίου (Φιλ. 2.7) από άλλη άποψη: Σέβεται το αυτοπροαίρετο που Αυτός μας έδωσε «κατ’ εικόνα» Του (Γεν. 1.27) και αποσύρεται όταν Του λέμε «Παρακαλώ, άδειασέ μας τη γωνιά»…
Τί γίνεται ύστερα; Οι Γεργεσηνοί κράτησαν αντί για τον Θεάνθρωπο τους χοίρους των. Έτσι συμβαίνει και με τον άλογο ασεβή που «συντάχθηκε με τα κτήνη τα ανόητα και ομοιώθηκε με αυτά» (Ψαλμ. 48.13). Ζουν οι χοίροι του όταν και επειδή διώχνει την Αυτοζωΐα, τον Κύριο, όταν και επειδή Του κόβει τον δρόμο και δεν Τον αφήνει να καθαρίσει τον βόρβορο και την κόπρο του Αυγεία, το υποπροϊόν των βρωμερών αγελαίων παθών. Διαπερνά κάποτε μια ηλιαχτίδα το σκοτάδι, μα της κλείνει το άνοιγμα για να μείνει στον ζόφο του.
Επαναστατεί ωστόσο η τάξη των πραγμάτων. Του καταλογίζει μεγάλη ηλιθιότητα και τον τιμωρεί δεόντως: Παραδίνεται «εις αδόκιμον νουν, ποιείν τα μη καθήκοντα» (Ρωμ. 1.28). Δεν πήρε τον Χριστό που ήρθε στο όνομα του Πατρός, ως αντιπρόσωπος της Αγίας Τριάδος; Θα πάρει άλλο ψευτομεσσία που έρχεται στο όνομα το δικό του (Ιω. 5.43). Γι’ αυτό τρέχει ο μωρός και περιπίπτει από μάγο σε μάγο και από μάντη σε γόητα, σε κοινούς απατεώνες ή όργανα και ενεργούμενα αληθινά του Βεελζεβούλ.
Οι Γεργεσηνοί με το που έξωσαν τον Λυτρωτή, έδωσαν τόπο στον αντικείμενο. Παρόμοια μόλις ο Ιούδας απέβαλε τον Διδάσκαλο έκανε τόπο και «εισήλθεν εις εκείνον ο σατανάς» (Ιω. 13.27).
Και εμείς τώρα, ανάλογα με το τι δικαιώματα εκχωρούμε στον σατανά και πόσο του ανοίγουμε διόδους για την καρδιά, τόσο συμπιέζουμε, στριμώχνουμε και απωθούμε τη Χάρη· οπότε ο αρχέκακος, που είχε εκτοπιστεί με το Βάπτισμά μας, ξαναμπαίνει και κάνει κατοχή μέρους ή του όλου της καρδιάς (βλ. π.χ. Διαδόχου Φωτικής, Λόγος ασκητικός, 74).
Ο γλυκύς Ιησούς απευθύνει το παράπονό Του: «Μου λέγατε “Φύγε, Θεέ μου, μη μου γίνεσαι εμπόδιο”. Εγώ όμως ήμουν όχι το εμπόδιο αλλά ο προστάτης και βοηθός σας, “καταφυγή στον πένητα, βοηθός στις κατάλληλες [και οριακές, κρίσιμες] στιγμές, στις θλίψεις (Ψαλμ. 9.10)”. Είσθε αδικαιολόγητοι. Θα είχατε πρόφαση “ει μη ήλθον και ελάλησα (Ιω. 15.22)” σε σας, όπως θα είχαν πρόφαση οι Γεργεσηνοί αν δεν πήγαινα και αν δεν επικοινωνούσα· και “ει τα έργα μη εποίησα εν αυτοίς α ουδείς άλλος πεποίηκεν”, δεν θα είχαν αμαρτία (Ιω. 15.24). Με αποστραφήκατε, ενώ άτομα και “έθνη τα μη διώκοντα δικαιοσύνην κατέλαβε δικαιοσύνην, δικαιοσύνην δε την εκ πίστεως (Ρωμ. 9.30)”. Επέτυχαν τη δικαίωση την οποία επιβραβεύει η αποδοχή Μου. Οι πρώτοι καταντήσατε τελευταίοι (Ματθ. 19.30), γιατί δεν θέλατε την κοινωνία Μου. Άρα αυτόβουλα θέλετε και “πορεύεσθε απ’ εμού οι κατηραμένοι εις το πυρ το αιώνιον το ητοιμασμένον τω διαβόλω και τοις αγγέλοις αυτού (Ματθ. 25.41)”.
»Χαίρομαι ωστόσο όσες φορές σας βλέπω να πέφτετε στα πόδια Μου, και σας ακούω να επαναλαμβάνετε την παράκληση του Πέτρου “Έξελθε απ’ εμού, ότι ανήρ αμαρτωλός ειμι, Κύριε (Λουκ. 5.8)”. Είχε συγκλονισθεί από φόβο μπροστά στην παρουσία του Υπερφυσικού, κατά την θαυμαστή αλιεία πληθώρας ψαριών, λίγο πριν τον καλέσω στο αποστολικό αξίωμα. Άρθρωσε τα ίδια λόγια που είχαν πει οι Γεργεσηνοί και τα οποία προέρχονται από την ίδια αιτία και στις δυο περιπτώσεις, από το ιερό δέος. Μα τα άρθρωσε με παντελώς διαφορετική διάθεση. Αν έτσι Μου απευθύνετε το “Έξελθε”, όχι μόνο δεν εξέρχομαι και δεν εξαφανίζομαι, αλλά σας δίνω σε σας τους ταπεινούς, τη Χάρη (Παρ. 3.34), σας γεμίζω με τη Χάρη».
Είμαστε «συμπολίται των αγίων και οικείοι του Θεού» (Εφ. 2.19), αφού είμαστε μέλη της Εκκλησίας. Παρά άρα τη συστολή λόγω της ελλειμματικής ηθικής μας, έχουμε την παρρησία της πίστεως, να προσκαλούμε τον Τριαδικό Θεό να μας κάνει κατοικητήριό Του, να μας ναοποιεί. Για μας «το να προσκολλόμαστε στον Θεό είναι καλό» (Ψαλμ. 72.28), και όχι κακό, όπως νόμιζαν οι Γεργεσηνοί.
Συντασσόμαστε με τους δυο μαθητές της Εμμαούς –που ακούσαμε στο (πέμπτο) εωθινό Ευαγγέλιο που διαβάσθηκε σήμερα στον όρθρο. Συντασσόμαστε και με τον Αβραάμ που υποδέχθηκε και φιλοξένησε τον Θεό (Γεν. 18.1-18).
Λοιπόν, όχι μόνο να μην αποπαίρνουμε και διώχνουμε τον Θεό, αλλά να τρέχουμε να Τον προϋπαντούμε, και να Τον προσκαλούμε, όπως έκανε ο Αβραάμ όταν «φάνηκε σε αυτόν ο Θεός», η Αγία Τριάς – για τούτο και τους μιλούσε ανάμεικτα σε ενικό και πληθυντικό αριθμό.
Ο επιφανέστατος θεολόγος και φιλόσοφος ιερομάρτυς άγιος Μεθόδιος επίσκοπος Πατάρων, μεταξύ άλλων συνέθεσε το περίφημο «Συμπόσιο των δέκα παρθένων ή Περί αγνείας». Στον κήπο δηλαδή της Αρετής συνάγονται δέκα παρθένες, που ψάλλουν εν χορώ τον ύμνο της, που έχει συχνή επωδό το «Σου αγνεύω, και λαμπάδες φωτοφόρες κρατώντας, Νυμφίε, Σε προϋπαντώ». Το έργο, που προφανέστατα έχει σαν αφετηριακή έμπνευση την παραβολή των δέκα παρθένων (Ματθ. 25.1-13), αποτελεί πρόδρομο των κοντακίων.
Κύριε, σαν τις κόρες εκείνες «χάριν Σου [προσπαθούμε ν’] αγνεύουμε [από αμαρτίες] και κρατώντας λαμπάδες φωτοφόρες, Νυμφίε, Σε προϋπαντάμε». Και έπειτα σαν τους δυό μαθητές της Εμμαούς Σε ικετεύουμε πιεστικά λέγοντας «Μείνε μαζί μας». Σε καλούμε, Σε προσκαλούμε και Σε παρακαλούμε με το τελευταίο “έρχου” της Αποκαλύψεως, του τελευταίου βιβλίου της Βίβλου: «Το Πνεύμα και η νύμφη λέγουσιν· έρχου. και ο ακούων ειπάτω· έρχου». Ας ακούσουμε την ποθεινότατη απάντησή Σου, που κατασφραγίζει τη Γραφή «Ναι έρχομαι ταχύ. αμήν, ναι έρχου, Κύριε Ιησού. Η χάρις του Κυρίου Ιησού Χριστού μετά πάντων των αγίων [χριστιανών]· αμήν»! (Αποκ. 22.17-21).
Ιερομόναχος Ιουστίνος
Τι συμβαίνει όταν αρνούμαστε τον Χριστό