«αμήν λέγω υμίν, ουδέ εν τω Ισραήλ τοσαύτην πίστιν εύρον»
(Μτ 8:10)
Και πάλι προβάλλεται το μεγάλο, το βασικό και αποφασιστικό θέμα της πίστεως, το οποίο κατά τρόπο εντυπωσιακό σκιαγραφήθηκε με το περιστατικό της σημερινής ευαγγελικής περικοπής, του θαύματος της θεραπείας του δούλου του εκατοντάρχου στην Καπερναούμ.
Ο Κύριός μας, από άπειρη αγάπη κινούμενος και για να σώσει το υπό του διαβόλου τυραννούμενο πλάσμα του, έγινε άνθρωπος και καθ’ όλη τη διάρκεια της επίγειας ζωής του, ιδιαίτερα δε της τριετούς δημόσιας δράσης του, «διήρχετο ευεργετών και ιώμενος» και πλήθος θαυμάτων ενεργούσε. Κύριος δε λόγος για τον οποίο έκανε τα θαύματα ήταν το να καταδείξει ότι είχε δύναμη όχι μόνον ανθρώπινη αλλά και θεϊκή, ότι ήταν άνθρωπος αλλά και Θεός αληθινός. Γι’ αυτό και οι θεανθρώπινες αυτές ενέργειες αναφέρονται στα ιερά Ευαγγέλια ως «σημεία», δηλαδή σημάδια τα οποία δείχνουν ότι Ιησούς είναι ο αναμενόμενος Μεσσίας, ο μέλλων «λυτρούσθαι τον Ισραήλ».
Και όμως. Καίτοι «εφανέρωσεν την δόξαν αυτού», αν και έκανε τόσα πολλά ώστε και οι ίδιοι οι αρχιερείς και οι Φαρισαίοι να ομολογούν και να λέγουν «ούτος ο άνθρωπος πολλά σημεία ποιεί», «ουκ επίστευον εις αυτόν» και κατά συνέπεια δεν μετανόησαν. Εκείνο το οποίο θα μπορούσε να συγκλονίσει και να οδηγήσει στην πίστη τους καλοπροαίρετους, έστω και ειδωλολάτρες, όπως τον εκατόνταρχο του σημερινού Ευαγγελίου, αυτούς τους άφηνε ανέγγιχτους και αμετανόητους. «Ει εν Τύρω και Σιδώνι εγένοντο αι δυνάμεις αι γενόμεναι εν υμίν, πάλαι αν εν σάκκω και σποδώ μετενόησαν». Ενώ έβλεπαν τα θαύματα, ενώ έβλεπαν το φως, έκλειναν τα μάτια για να μη δουν και καταλάβουν με την καρδιά τους και μετανοήσουν και θεραπευτούν. «Τετύφλωκεν αυτών τους οφθαλμούς και επώρωσεν αυτών την καρδίαν, ίνα μη ίδωσι τοις οφθαλμοίς και νοήσωσι τη καρδία και στραφώσι και ιάσομαι αυτούς». Δικαιολογημένο το παράπονο του προφήτου, που κατ’ εξοχήν στην περίπτωση του Χριστού θα μπορούσε να εφαρμοστεί: «Κύριε, ποιος πίστεψε στο κήρυγμά μας και η δύναμη του Κυρίου σε ποιον φανερώθηκε;»
Αλλά αυτό το οποίο συνέβαινε τότε, βλέπουμε να συμβαίνει και σήμερα.
Γιορτάσαμε προ καιρού την λαμπροφόρο Ανάσταση του Κυρίου, με την οποία μας χάρισε τη δυνατότητα της άφθαρτης αιώνιας ζωής, κατόπιν την εις ουρανούς Ανάληψή του, με την οποία κατέστησε την ανθρώπινή μας φύση ομόθρονη με την θεία φύση και της ίδιας δόξας με αυτήν, και πιο πρόσφατα πανηγυρίσαμε την θεοποιό Πεντηκοστή. Και όμως, όλα αυτά πολλούς τους αφήνουν αδιάφορους και ασυγκίνητους.
Υπάρχουν άνθρωποι που είναι γραμματισμένοι και ευφυείς, και ενώ θα περίμενε κανείς να είναι οι καλύτεροι χριστιανοί, τους βλέπει να ανοηταίνουν και να μένουν μακριά από την πίστη, μακριά από τον Χριστό και την Εκκλησία, και τελικά μακριά από τη σωτηρία. Και ποιος ο λόγος; Η εωσφορική υπερηφάνεια, που κάνει τον άνθρωπο ανόητο, να μη βλέπει, να μη καταλαβαίνει και να μη δέχεται τα απλά και ευνόητα. Αλλά και γενικότερα η εμπάθεια, τα πονηρά έργα. Διότι καθένας που εργάζεται τα έργα της αμαρτίας, μισεί το φως και δεν έρχεται προς το φως, για να μη ελεγχθούν τα πονηρά του έργα, και διότι η πίστη όταν είναι ειλικρινής και ζωντανή συνεπάγεται ανάλογη ζωή.
Και εμείς είμαστε βαπτισμένοι χριστιανοί και λίγο-πολύ πιστεύουμε στο Χριστό. Αυτό τουλάχιστον δείχνει η εδώ παρουσία μας και το ότι καθόμαστε και ακούμε τον λόγο του Θεού. Πιστεύουμε ότι είμαστε μέλη του σώματος του Χριστού. Όμως πόσες φορές δεν διαπιστώνουμε ότι η ζωή μας δεν συμφωνεί με την πίστη μας, ότι η ζωή μας δεν είναι σύμφωνη με τη ζωή του Χριστού; Αιτία, το ότι προτιμούμε κάτι άλλο περισσότερο από τον Θεό. Αλλά ας δούμε κάπως καλύτερα το θέμα.
Γνωρίζουμε, ότι στον Αδάμ, στον παράδεισο, είχε δοθεί μια εντολή που έπρεπε να τη φυλάξει. Όμως έκανε παρακοή και αμάρτησε. Η αμαρτία στην αρχή τού προκάλεσε ευχαρίστηση, ηδονή. Μετά όμως του έφερε πόνο, λύπη, φθορά, αρρώστια και τον οδήγησε στον θάνατο.
Από τότε, κάθε απόγονος του Αδάμ, κάθε άνθρωπος που γεννιέται με το γνωστό φυσικό τρόπο, έχει ριζωμένα στην ύπαρξή του τον πόνο από τη μια μεριά, και την ευχαρίστηση, την ηδονή όπως λέμε, από την άλλη. Η αμαρτία έχει μέσα του μεγάλη δύναμη, διότι του προκαλεί ηδονή. Και χάρη της ηδονής αμαρτάνει. Την ευχαρίστηση όμως, διαδέχεται ο πόνος, η οδύνη. Οι τύψεις αλλά και οι διάφορες σωματικές ταλαιπωρίες και τελικά ο θάνατος.
Ζώντας αυτόν τον πόνο ο άνθρωπος προσπαθεί να βρει παρηγοριά και ανακούφιση. Μη γνωρίζοντας όμως την αιτία της ταλαιπωρίας του, που όπως είπαμε είναι η ηδονή, αναζητά και ξαναπέφτει στις διάφορες ευχαριστήσεις, από τις σαρκικές μέχρι τα ναρκωτικά αλλά και τις τιμές και δόξες του κόσμου τούτου, η οποίες όμως του προξενούν και πάλι πόνους και τρέχει ξανά στις ηδονές κ.ο.κ. Δημιουργείται έτσι ένας φαύλος κύκλος από τον οποίο δεν μπορεί να ξεφύγει. «Ταλαίπωρος εγώ άνθρωπος, τις με ρύσεται εκ του σώματος του θανάτου τούτου;»
Τη λύση προσφέρει ο Χριστός, ο οποίος γεννήθηκε εκ Πνεύματος Αγίου και Μαρίας της Παρθένου, και «αμαρτίαν ουκ εποίησεν», αλλ’ έγινε «πιστός άχρι θανάτου, θανάτου δε Σταυρού».
Ξένος προς τις σαρκικές ηδονές και χωρίς την υποχρέωση του πόνου, με τη θέλησή του και για χάρη του ανθρώπου, πόνεσε και πέθανε, ενώ με την Ανάστασή του χάρισε στην ανθρώπινη φύση την αφθαρσία και την αιώνιο ζωή. Έτσι ο Χριστός είναι ο νέος γενάρχης του ανθρώπινου γένους, η νέα ρίζα με την πρέπει να συνδεθούμε και να γίνουμε κοινωνοί της ζωής του.
Η ένωση με τον Χριστό γίνεται με τα άγια μυστήρια σε συνδυασμό με την ασκητική ζωή. Με την άσκηση, από τη μια απέχουμε από καθετί που θα μπορούσε να μας απομακρύνει από τον Χριστό, όπως είναι οι σαρκικές ευχαριστήσεις, και από την άλλη αναλαμβάνουμε τους εκούσιους, δηλαδή τους θεληματικούς πόνους που μας πλησιάζουν προς τον Χριστό, όπως της νηστείας, της αγρυπνίας, της προσευχής, της ταπεινώσεως, της ασκήσεως της αγάπης και γενικά όλων των αρετών. Ακόμα μέσα στην άσκηση είναι και η υπομονή στους πόνους που μας έρχονται χωρίς να τους θέλουμε και χωρίς να τους περιμένουμε. Στερήσεις, αποτυχίες, αρρώστιες, θάνατο.
Με αυτή τη φιλόπονη άσκηση ενεργοποιούμε τη χάρη των μυστηρίων, δείχνουμε την πίστη μας στο Χριστό και γινόμαστε κατάλληλοι για μεγαλύτερες δωρεές. «Ευ, δούλε αγαθέ και πιστέ! επί ολίγα ης πιστός, επί πολλών σε καταστήσω». Αντίθετα, χωρίς την ανθρώπινη θέληση και προσπάθεια η χάρη των μυστηρίων παραμένει ανενέργητη. Τα μυστήρια «δεν μας πιάνουν». Η έμπονη λοιπόν άσκηση είναι εκ των ων ουκ άνευ.
Αυτή η ορθόδοξη άσκηση είναι η κατά τον απόστολο Παύλο «πίστις» η «δι’ αγάπης ενεργουμένη», η κατά τον αδελφόθεο Ιάκωβο ζωντανή και ολοκληρωμένη πίστη που μας καθιστά φίλους του Θεού, και η κατά τον άγιο Ισαάκ τον Σύρο μητέρα του αγιασμού, τον οποίο είθε όλοι μας να επιτύχουμε, καθ’ όσον χωρίς αυτόν κανείς δεν μπορεί να δει τον Κύριο, δηλαδή να σωθεί. Αμήν.
Αρχιμ. Λουκάς Τσιούτσικας