Σήμερα θα δούμε το θέμα της ευγνωμοσύνης. Σπάνιο το είδος – και πολύτιμο!
Η ευγνωμοσύνη των χριστιανών δυνατόν να κατευθύνεται σε τρεις «προορισμούς». Ευγνωμοσύνη άμεσα προς τον Θεό, ευγνωμοσύνη προς τους ανθρώπους και ευγνωμοσύνη προς το περιβάλλον, την Κτίση.
Ευγνωμοσύνη προς τον Θεό
Έχουμε τόσα καλά από τον Πανάγαθο, που δυστυχώς τα θεωρούμε αυτονόητα και φυσικά, και άρα δεν αισθανόμασθε την ανάγκη να Τον ευχαριστήσουμε. Διαπιστώνει θλιβερά ο άγιος Αυγουστίνος ότι περισσότερο αγαπάμε αυτά που μας δόθηκαν παρά Αυτόν που μας τα έδωσε, τον δωρεοδότη Θεό (Κεκραγάριο, Περί της του Χριστού θεωρίας, 26).
Για παράδειγμα, είμαστε άνθρωποι και όχι πέτρες. Το σκεφθήκαμε ποτέ αυτό; Είμαστε έπειτα χριστιανοί, που μας δόθηκε αποκαλυμμένη από τον Ουρανό η Αλήθεια, και μάλιστα Ορθόδοξοι, που δεν έχουμε παραχαράξει την Εκκλησία. Είμαστε Η Εκκλησία! Και είμαστε καλεσμένοι να θεωθούμε! Σκοπός μας δεν είναι ψιλοπράγματα, όσα φαντάζουν σαν το άπαν για τον κόσμο, χρήμα, καλοπέραση και ευμάρεια, δύναμη και δόξα. Έχουμε στόχο τη θεία υιοθεσία, να γίνουμε παιδιά του Θεού!
Πόσο τεράστια ευγνωμοσύνη πρέπει να αναβλύζει από την καρδιά μας συνεχώς!
Όταν κάποιος μας προφέρει κάτι, έστω και μικρό, έστω και «ποτήριον ψυχρού μόνον» (Ματθ. 10.42), είμαστε υποχρεωμένοι να τον ευχαριστήσουμε. Πόσο μάλλον όταν ο Κύριος μάς δίνει πάρα πολλά, ή ορθότερα τα πάντα! Και αυτά συνοψίζονται στο Αίμα του. Ο μελωδός επεξηγεί και αναλύει τον ψαλμικό στίχο 115.3: «Τι ν’ ανταποδώσουμε στον Κύριο για όλα που μας ανταπέδωσε; Για χάρι μας ο Θεός [ήρθε] ανάμεσα στους ανθρώπους· για την κατεφθαρμένη φύση ο Λόγος σάρκα έγινε και σκήνωσε ανάμεσά μας [Ιω. 1.14]· προς τους αχάριστους ο ευεργέτης· προς τους αιχμάλωτους ο ελευθερωτής· προς τους καθήμενους στο σκότος [πρβλ. Ματθ. 4.16] ο ήλιος της δικαιοσύνης· πάνω στον Σταυρό, ο απαθής· πάνω [sic] στον Άδη το φως· πάνω στον θάνατο η ζωή· η ανάσταση [έγερση] για τους πεσμένους. Προς Αυτόν ας φωνάξουμε: Ο Θεός μας, δόξα σοι!» (Αίνοι Κυριακής Ήχος βαρύς). Όταν ψυχρά αμαρτάνουμε ή παρεκκλίνουμε από την πίστη, τότε αχάριστα θεωρούμε «το αίμα της διαθήκης κοινόν» (Εβρ. 10.29).
Επίσης και όταν εξ αιτίας οκνηρίας και αμελείας αφηνόμαστε να πέσουμε στην αμαρτία και να γίνουμε επίχαρμα του εχθρού του δικού μας και του Θεού, και τούτο συνιστά έμπρακτα αχαριστία, περιφρόνηση του θείου θελήματος.
Η άφατη μακροθυμία Του πρέπει να μας προξενεί ευγνωμοσύνη και δοξολόγηση. Όσο πιο λίγο Τον ευχαριστούμε, τόσο πιο πολύ μαρτυρούμε ότι είμαστε ανόητοι ή πωρωμένοι, ή και τα δυό μαζί. Η καλωσύνη Του «τον ήλιον αυτού ανατέλλει επί πονηρούς και αγαθούς και βρέχει επί δικαίους και αδίκους» (Ματθ. 5.45). Οι άδικοι δεν το παίρνουν είδηση, ότι ο Θεός βρέχει γι’ αυτούς και συνεπώς δεν Τον ευγνωμονούν. Εμείς όμως;
Όταν ψηνόμαστε μέσα σε μια δυσκολία, σε ένα κίνδυνο, σε ένα αδιέξοδο, αποδυόμαστε σε διάπυρες προσευχές και ολοκάρδιες δεήσεις. Μόλις ξεπερασθεί το πρόβλημα ξεχνιόμαστε πάνω στη χαρά και στην ξεκούρασή μας όπως ξεχάσθηκαν οι εννέα. Προηγουμένως ανάβαμε κεριά, καντήλια, θυμιατά· μετά λήθη και αδιαφορία.
Κάτι ακόμη: Πολλοί δεν θα γνώριζαν τον Θεό αν δεν υπήρχαν οι θλίψεις που παραχωρεί ο Θεός. Δηλαδή όταν περάσει η τρικυμία και η ζάλη της δυσχέρειας, και καθαρίσει και αποκατασταθεί ο ψυχικός οφθαλμός, η πραγματικότητα διδάσκει ότι οφείλουμε να είμαστε ευγνώμονες όχι μόνο για τα καλά, αλλά και για τα κακά.
Μάλωσε ο αδαμάντινος –ανθεκτικός και πολύτιμος– Ιώβ τη σύζυγό του που του είχε υποβάλει να βλασφημήσει και να πεθάνει (διάβαζε: να ψοφήσει), λέγοντάς της: «Γιατί μίλησες έτσι, σαν μια από τις άφρονες γυναίκες; Αν δεχθήκαμε τα αγαθά από το χέρι του Κυρίου, δεν θα υποφέρουμε τα κακά;» (2.9δ-10). Η στάση του και ο λόγος του ήταν σταθερός: «Ας είναι το όνομα Κυρίου ευλογημένο στους αιώνες» (1.21) –το ρητό το χάρισε στον Ψαλμωδό (112.2), μας το χάρισε και σε μας για να το αναφωνούμε στο τέλος κάθε Λειτουργίας.
Η ευγνωμοσύνη προς τους ανθρώπους
«Ευχάριστοι γίνεσθε» (Κολ. 3.15) μας προτρέπει ο Παύλος ως προς τις διαπροσωπικές μας σχέσεις. Το επίπεδό τους εξαρτάται καίρια από την ευγνωμοσύνη για τις μικρές και τις μεγάλες χάρες που μας γίνονται. Φθάνει ν’ αναλογισθούμε πόσα «Ευχαριστώ» λέμε την ημέρα – ή πόσα πρέπει να λέμε την ημέρα! Τί πιο ισχυρό επιχείρημα! Όλη η επικοινωνία και συνεργασία καλλιεργημένων ατόμων διαστίζεται και διακοσμείται από τα «Ευχαριστώ».
Τι χάρις και λεπτότητα, τι ευγένεια και αβρότητα, τι αρχοντιά και ανωτερότητα θα πλούτιζαν τη συνδιαγωγή μας· τι γαλήνη και ειρήνη θα επικρατούσαν· πόση ιλαρότητα και ευδιαθεσία, πόσος πολιτισμός και αριστοκρατικότητα θ’ ακτινοβολούσαν, αν χρησιμοποιούσαμε το «Ευχαριστώ», αυτή τη μικρή λέξη, «ευκαίρως ακαίρως» (Β΄ Τιμ. 4.2) – το «Ευχαριστώ» ποτέ δεν είναι άκαιρο!
Καί πρώτα από όλα «Ευχαριστώ» προς τους γονείς (καί προς τους πνευματικούς πατέρες). Δεν λέμε ότι οι γονείς είναι αλάνθαστοι, αλλά τουλάχιστον αναγνωρίζουμε τή μεγάλη αγάπη τους. Σπανιώτατα ο πατέρας, καί μάλιστα η μητέρα, δεν αγαπούν τα παιδιά τους. Λοιπόν καί λάθος νά κάνουν, το κάνουν γιατί νομίζουν ότι αυτό είναι για το καλό των παιδιών τους. Άρα αυτά ας τους καλύπτουν μέ τόν σεβασμό καί τήν αγάπη τους.
Και εξαναγκασμένος να είναι κανείς να σε εξυπηρετήσει, γιατί π.χ. αυτή είναι η εργασία του, πες του «Ευχαριστώ». Δεν κοστίζει τίποτε, ενώ από την άλλη είναι το αλατοπίπερο των επαφών μας και της συμβιώσεως. «Τη τιμή αλλήλους προηγούμενοι» (Ρωμ. 12.10), ποιος θα προφθάσει πρώτος ν’ αποδώσει τιμή.
Πες «Ευχαριστώ» και χάριν του εαυτού σου, χάριν της ταπεινώσεώς σου. Αυτό είναι όφελος προσωπικό σου.
Στην καθαρή του μορφή το αγαθό διαπράττεται για την αγάπη της διπλής κατευθύνσεως, προς τον Θεό και προς τους ανθρώπους. Ακριβώς οι αδύναμοι άνθρωποι, αυτοί που έχουν μεγαλύτερη ανάγκη ευεργεσιών, είναι οι αδελφοί του Κυρίου, όπως τους χαρακτήρισε ο Ίδιος στο ευαγγέλιο της Κρίσεως (Ματθ. 25.31-46). Το ειλικρινές καλό δεν ρυθμίζεται και δεν αυξομειώνεται με βάση τα χειροκροτήματα, δεν εξαρτάται από τα μπράβο. Έχει σημείο αναφοράς και καθρέφτη την θεία αγαθωσύνη που απλώνεται και σε πονηρούς και αδίκους, καθώς είπαμε. Έτσι οι αγαθοεργοί γίνονται «υιοί υψίστου, ότι αυτός χρηστός εστιν επί τους αχαρίστους και πονηρούς» κατά τη διαβεβαίωση του Κυρίου (Λουκ. 6.35).
Οι ευεργέτες δεν πρέπει να κάνουν θόρυβο. Αυτόν οφείλουν να τον κάνουν οι άλλοι. Πόσο όμως βαρύ είναι το όχι μόνο να σιωπούν οι ευεργετημένοι και να μην εκφράζουν τις ευχαριστίες τους, αλλά και να αυθαδιάζουν αχόρταγοι.
Όμως ακόμη και τα ζώα εκφράζουν ευγνωμοσύνη. Έχουμε δε και περιπτώσεις θηρίων που εκδήλωσαν εντυπωσιακά τα αισθήματά τους. Έτσι ο όσιος Σεραφείμ του Σάρωφ είχε φιλία με μιαν αρκούδα. Την έτρεφε, και αυτή πήγαινε πρόθυμη να του κάνει «θελήματα».
Γνωστή και η ιστορία του αγίου Γερασίμου με το λιοντάρι που το ελευθέρωσε ο άγιος από το αγκάθι στο πόδι και από τότε εκείνο τον υπηρετούσε.
Τώρα κάτι σαν κλείσιμο στο κεφάλαιο «Ευγνωμοσύνη προς τους ανθρώπους». Μιλήσαμε πριν για την αναγκαιότητα της ευχαριστήριας προσευχής προς τον Κύριο. Θα ήταν περιττό, αλλά το λέμε, να τονίσουμε εδώ το χρέος μας να δεόμαστε ολόθερμα και υπέρ εκείνων που μας έκαναν καλό· στοιχειώδες καθήκον.
Ευγνωμοσύνη προς την Κτίση
Τέλος ευγνωμοσύνη προς την Κτίση, που είναι το σπίτι μας, η ζωή μας, «γη θελητή» κατά τη βιβλική έκφραση (Μαλ. 3.12). Το παράδειγμα μάς το δίνει η ίδια η φύση που δοξολογεί τον Δημιουργό: «Οι ουρανοί διηγούνται δόξα Θεού» κατά τον Ψαλμωδό (18.20), ο οποίος καλεί τα πάντα να τον συμπαρασύρουν και αυτόν στην αίνεσή Του: «Ευλογείτε τον Κύριο πάντα τα έργα Αυτού, σε κάθε τόπο της δεσποτείας αυτού. Να ευλογείς, ψυχή μου, τον Κύριο» (102.22).
Ο άνθρωπος ενεός εμπρός στον Πλάστη αναφωνεί βιβλικά «Κύριε, κατανόησα τα έργα Σου και περιέπεσα σε έκταση» (Αμβακούμ 3.2), «πόσο φοβερά είναι τα έργα σου» (Ψαλμ. 65.3). «Συ έκανες όλα τα ωραία της γης· θέρος και έαρ, συ τα έκανες» (Ψαλμ. 73.17).
Παραλήρημα δοξολογίας και ευχαριστίας για την διάσωσή τους αποτελεί ο αριστουργηματικός αίνος των Τριών Παίδων μέσα στην κάμινο. Καλούν ανθρώπους, αγγέλους και το Σύμπαν σε παγκόσμιο ύμνο. Δεν μένει τίποτε έξω από τη χορεία των «ψαλτών»-υμνητών του Παντοκράτορα. Οι ουρανοί, ο ήλιος και η σελήνη, τα άστρα, η βροχή και η δροσιά, το ψύχος και ο καύσωνας, οι νύχτες και οι μέρες, το φως και το σκοτάδι, οι πάχνες και τα χιόνια, οι αστραπές και τα νέφη, τα όρη και οι λόφοι, τα φυτά, η θάλασσα και οι ποταμοί, οι πηγές, τα κήτη και όλα τα ενάλια, τα πουλιά, τα θηρία, τα κτήνη «ευλογείτε… τον Κύριον· υμνείτε και υπερυψούτε Αυτόν στους αιώνες» (Προσευχή Αζαρίου και ύμνος των Τριών, 27-67).
Αλλά πώς εξωτερικεύεται η ευγνωμοσύνη μας απέναντι στην ίδια τη Φύση; Ποια πρέπει να είναι η στάση μας απέναντί της; Απάντηση: Τελείως αντίθετη από τη στάση που έχουμε τώρα.
Ο Θεός ύστερα από τη δημιουργία του κόσμου – κόσμος σημαίνει κόσμημα, στολίδι· έτσι τον έκριναν και χαρακτήρισαν οι πρόγονοί μας, και είναι! – επαναλαμβάνουμε, ύστερα από τη δημιουργία του κόσμου ο Θεός έπλασε τον άνθρωπο. Τον έβαλε στον «Παράδεισο της τρυφής, για να τον εργάζεται και να τον φυλάει» (Γεν. 2.15). Σημειωτέον ότι τότε, πριν την Πτώση, η εργασία δεν είχε την επίπονη υφή που έχει σήμερα. Ήταν κάτι σαν το λεγόμενο χόμπι, ήταν ευχάριστη απασχόληση. Η δουλειά τότε δεν ήταν δουλεία. Ήταν ακόμη συνεργασία με τον Θεό προς συντήρηση της Κτίσεως, όπως δοξάζει ο Χρυσόστομος (Εις την Γένεσιν, 14.2).
Λοιπόν σήμερα εργαζόμαστε και φυλάμε το Περιβάλλον; Όχι… Το καταστρέφουμε με την αλόγιστη κατάχρησή του. Το απομυζούμε εξαντλητικά και το εκβιάζουμε εξουθενωτικά. Εν τάξει, η Κτίση έγινε για να μας εξυπηρετεί, αλλά εμείς αυτοκτονούμε με το να την σκοτώνουμε ψυχρά και υπολογιστικά.
Η φιλαυτία μας προστάζει να καλοπεράσουμε εμείς τώρα, για τους επιγενόμενους – ας μας επιτραπεί η έκφραση – «τσιμέντο να γίνει». Και ποιοι είναι οι επιγενόμενοι; Τα ίδια τα παιδιά μας, όχι η δέκατη γενιά.
Κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου οι ειδικοί για να ξυπνήσουμε και να βάλουμε φρένο στο ξέφρενο ρυθμό της απληστίας μας που καταπιέζει το Περιβάλλον. Ακόμη υπάρχει καιρός, λένε. Δεν θα υπάρχει μετά από είκοσι-τριάντα χρόνια.
Ας ζήσουμε πιο φυσικά, πιο απλά, όπως περίπου ζούσαν οι αμέσως πριν από μας. Έτσι θα είμαστε ευγνώμονες απέναντι στον κόσμο, που τώρα με τη μόλυνση και τη διαστροφή πάει να γίνει άκοσμη και άκομψη ασχήμια.
Η κατακλείδα: Αν τα ζώα συνηθέστατα εκφράζουν την ευγνωμοσύνη τους, εμείς θα είμαστε πιο ζώα από αυτά; Η λογική και η ταπείνωση, ο νους και η αρετή μάς υποχρεώνουν να αναγνωρίζουμε το καλό και να ευγνωμονούμε τον Θεό πρώτα και μετά τους συνανθρώπους μας και την Κτίση όλη. Αμήν!
Ιουστίνος ιερομόναχος