Ο άγιος Ρωμανός γεννήθηκε περί το 400 από ευγενή οικογένεια του Φρανς-Κοντέ, μιας περιοχής όπου ο ασκητικός βίος ήταν ακόμη άγνωστος. Απαρνούμενος τον γάμο, πήγε να ζήσει για λίγο σε ένα μοναστήρι του Λουγδούνου (Λυών), κοντά στον αββά Σαβίνο, ο οποίος του μετέδωσε τις στοιχειώδεις γνώσεις του αγγελικού βίου, τις οποίες είχε ο ίδιος κληρονομήσει από Πατέρες της Ανατολής και μοναχούς του Λερίνου.
Σε ηλικία τριάντα πέντε ετών, ο Ρωμανός αναχώρησε μόνος για τα πυκνά δάση του ορεινού συστήματος του Ιούρα (Jura), παίρνοντας μαζί του μόνο την Αγία Γραφή, τα Αποφθέγματα των Πατέρων της Ερήμου και τους Κοινοβιακούς Θεσμούς του αγίου Κασσιανού (29 Φεβρ.) και εγκαταστάθηκε σε έναν απομονωμένο και δυσπρόσιτο τόπο, περίκλειστο από τρία βουνά και στη συμβολή δύο χειμάρρων, που ονομαζόταν Κοντά (Condat). Για στέγη είχε τα απλωμένα κλαδιά ενός μεγάλου πεύκου και αφιέρωνε όλο τον χρόνο του στην προσευχή και την ανάγνωση, τρεφόμενος με άγριους καρπούς και με τα προϊόντα των χεριών του.
Έμεινε εκεί μερικά χρόνια, ξεχασμένος από τον κόσμο, τον οποίο πρώτος αυτός είχε λησμονήσει από αγάπη για τον Θεό, μέχρι την ημέρα που ο δευτερότοκος αδελφός του, ο Λουπικίνος, ελεύθερος, μετά από τον θάνατο του πατέρα του και της συζύγου του, από τα δεσμά του γάμου που είχε συνάψει παρά τη θέλησή του, ήλθε να τον βρει προσκεκλημένος από τον Ρωμανό κατά τη διάρκεια μιας οπτασίας.
Ενωμένοι από αγία αγάπη περισσότερο και από τους δεσμούς αίματος και συναγωνιζόμενοι σε ζέση στις σκληραγωγίες, οι δύο αδελφοί μπόρεσαν να ξεπεράσουν με γνώση τις παγίδες του διαβόλου που έσπερναν τη διχόνοια μεταξύ τους και σε λίγο χρόνο η οσμή ευωδίας των αρετών τους που σκόρπισε στις γύρω κοιλάδες, προσείλκυε όλο και περισσότερους φίλους του Θεού που έρχονταν για να ασπασθούν την πολιτεία τους. Έφερναν επίσης σ’ αυτούς αρρώστους και δαιμονισμένους, οι οποίοι, όταν θεραπεύονταν με τις προσευχές τους, ζητούσαν συχνά να παραμείνουν κι αυτοί κοντά στους δύο αγίους.
Στην αρχή εγκαθιστούσαν τους μαθητές τους σε υποτυπώδεις καλύβες γύρω από το πεύκο, αλλά καθώς η κοινότητα μεγάλωνε και ο τόπος δεν τους χωρούσε, ο Ρωμανός προχώρησε στην ίδρυση σε κοντινή απόσταση ενός δεύτερου μοναστηριού που ονομάσθηκε Λωκόν (Lauconne). Από εκεί οι μαθητές τους διασκορπίστηκαν πέραν του Ιούρα στα Βόσγια και μέχρι τη Γερμανία, έτσι που η ίδρυση του Κοντά μπορεί να θεωρείται ως αποφασιστικό στάδιο της επέκτασης του μοναχισμού που προήλθε από τους Πατέρες της Ανατολής.
Η αδελφή των αγίων τέθηκε κι αυτή υπό την πνευματική καθοδήγησή τους και έγινε ηγουμένη μιας μονής φωλιασμένης σε έναν ψηλό βράχο που δέσποζε επί του Λωκόν, τη Μπωμ (Baume), όπου έζησαν περισσότερες από εκατό μονάζουσες. Πολλές από αυτές ήσαν αδελφές ή συγγενείς των μοναχών των δύο ανδρικών μοναστηριών, αλλά διατηρούσαν αυστηρά έγκλειστο βίο, θεωρώντας τον εαυτό τους ήδη νεκρό για τον κόσμο και τους κατά σάρκα δεσμούς.
Οι δύο άγιοι διοικούσαν από κοινού τα μοναστήρια τους με θεία ομόνοια, παρά τους διαφορετικούς χαρακτήρες τους που η θεία χάρη καθιστούσε συμπληρωματικούς. Διότι, αν ο μακάριος Ρωμανός ήταν πολύ ελεήμων απέναντι σε όλους και διατηρούσε πάντα μια τέλεια πραότητα, ο αδελφός του ήταν πιο αυστηρός και ήξερε να διορθώνει με πυγμή τις παρεκκλίσεις των μαθητών τους. Ο Ρωμανός δεν επέβαλλε στους αδελφούς μεγαλύτερες ταπεινώσεις από εκείνες που τους υπαγόρευε η βούλησή τους και ο Λουπικίνος από τη μεριά του πρόσφερε το παράδειγμά του σε όλους, δείχνοντας πως με τη χάρη του Θεού, οι νόμοι της φύσης μπορούν να νικηθούν. Ξεπερνώντας πράγματι με την αυστηρότητά του τους Πατέρες της Ανατολής που αγωνίζονταν εναντίον ενός ηπιότερου κλίματος, δεν φορούσε παρά έναν τρίχινο χιτώνα όλες τις εποχές, δεν χρησιμοποιούσε ποτέ κρεβάτι, δεν γευόταν ποτέ λάδι και κατά τα οκτώ τελευταία χρόνια της ζωής του δεν έπινε ούτε καν νερό, αρκούμενος αντί τροφής και ποτού σε λίγο μουσκεμένο ψωμί.
Ενώ ο Λουπικίνος απαιτούσε από όλους την ίδια τελειότητα και δεν δεχόταν εύκολα δοκίμους, ο άγιος Ρωμανός έκανε αδιακρίτως δεκτούς όσους εμφανίζονταν, με κίνδυνο ορισμένοι από αυτούς να εγκαταλείψουν το μοναστήρι. Όταν ένας από τους γέροντες του έκανε πικρά παράπονα και του συνέστησε να μην κρατάει παρά μόνο όσους έδιναν αποδείξεις μιας καλά δοκιμασμένης κλήσεως, ο άγιος απάντησε, ότι ο Θεός μονάχα γνωρίζει το βάθος της καρδιάς και ότι ακόμη και σε όσους ενέδωσαν στο κακό, ο σπόρος της αρετής που έπεσε κατά τη διαμονή τους στο μοναστήρι, μπορεί να αποφέρει καρπούς μιας σωτήριας μετάνοιας.
Η φήμη του αγίου Ρωμανού έφθασε μέχρι τον άγιο Ιλάριο Αρελάτης (5 Μαΐου), τον επικεφαλής της Εκκλησίας των Γαλατιών, ο οποίος τον χειροτόνησε πρεσβύτερο κατά τη διάρκεια μιας παραμονής του στη Μπεζανσόν, για να μπορέσει να υπηρετήσει καλύτερα τις λειτουργικές ανάγκες την κοινότητας (444). Μα ο Ρωμανός ήξερε τόσο καλά να παραμένει ταπεινός, που εκτός της τελέσεως της Θείας Λειτουργίας ήταν δύσκολο να τον ξεχωρίσεις μεταξύ των αδελφών.
Παρόλο που ήταν ο πρωτότοκος, ο Ρωμανός άφηνε συχνά στον Λουπικίνο την πρωτοβουλία στα διοικητικά ζητήματα, αλλά υπερίσχυε με την πραότητα και την υπομονή. Μια χρονιά που η σοδειά ήταν άφθονη, οι μοναχοί τού Κοντά βρήκαν ευκαιρία να χαλαρώσουν και ξεσηκώθηκαν με αλαζονεία κατά του Ρωμανού, ο οποίος βλέποντας ότι οι ήπιες επιπλήξεις του δεν είχαν αποτέλεσμα, κάλεσε τον Λουπικίνο. Μόλις έφθασε εκείνος στο Κοντά, ζήτησε επίτηδες να σερβίρουν στο γεύμα μια άνοστη σούπα, όπως συνήθιζε αυτός να τρώει. Το γεγονός αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να φύγουν αμέσως δώδεκα αμελείς μοναχοί που δεν μπόρεσαν να αντέξουν την επιστροφή αυτή στη λιτότητα. Εν συνεχεία, ο άγιος Ρωμανός πέτυχε να φέρει πίσω τα απολωλότα τούτα πρόβατα με τα δάκρυα και τις θερμές προσευχές.
Σαν Πατέρας άγρυπνος που ήταν για τη διαφύλαξη της ενότητας του μοναχικού καθιδρύματος που είχε εκβλαστήσει από το Κοντά, ο Ρωμανός επισκεπτόταν συχνά τα εξαρτήματά του για να καταρτίζει τους μαθητές του και να τους παρηγορεί στην προσδοκία των αγαθών του μέλλοντος αιώνος. Επιστρέφοντας από ένα προσκύνημα στον τάφο του αγίου Μαυρικίου και των άλλων μαρτύρων της Θηβαϊκής Λεγεώνας στο Άγαυνον (Agaune), σταμάτησε μια μέρα κοντά στη Γενεύη, σε ένα καλαμιόνα στην όχθη του δρόμου, όπου ζούσαν δύο λεπροί, τους οποίους και θεράπευσε αγκαλιάζοντάς τους τρυφερά. Μέσα στη χαρά τους αυτοί, έτρεξαν να κοινοποιήσουν το θαύμα στη Γενεύη, όπου ο άγιος έγινε δεκτός θριαμβευτικά από όλο τον πληθυσμό. Εν συνεχεία, αφού θεράπευσε τους αρρώστους και έκανε παραινέσεις στον λαό να παραμείνει εδραίος στην πίστη, έσπευσε να επιστρέψει στο μοναστήρι του.
Ο άγιος Ρωμανός εκοιμήθη εν ειρήνη λίγα χρόνια αργότερα, στις 28 Φεβρουαρίου 465, στη μονή του Μπωμ, προσφέροντας στους αδελφούς που ήσαν παρόντες την ειρήνη του Χριστού που ο ίδιος είχε διαφυλάξει σε όλη τη ζωή του, χάρις στην αγνότητα και γλυκύτητα της ψυχής του.
Εμπιστεύθηκε την καθοδήγηση των δύο μοναστηριών στον άγιο Λουπικίνο, ο οποίος διαμένοντας συνήθως στο Λωκόν, τοποθέτησε έναν επιμελητή στο Κοντά. Με το κύρος της χάριτος διοικούσε όλη εκείνη τη στρατιά των μοναχών του Ιούρα, διορθώνοντάς τους με το παράδειγμά του, με λεπτότητα και τρυφερή αγάπη και διδάσκοντάς τους τη βασιλική οδό της αρετής που δεν παρεκκλίνει ούτε δεξιά, από υπερβολική αυστηρότητα, ούτε αριστερά, από ολέθρια χαλάρωση του ήθους.
Όταν πια γέρος και καταβεβλημένος από την αρρώστια είχε φθάσει στα τελευταία του, οι μαθητές του θέλησαν να του δώσουν να πιει ένα ποτήρι νερό, όπου είχαν διαλύσει λίγο μέλι. Ο Λουπικίνος το γεύτηκε και αμέσως στράφηκε απότομα λέγοντας: «Εχθρέ, ακόμη και τώρα στο τέλος μου, προσπαθείς να διαφθείρεις την ταπεινότητά μου με το δέλεαρ μιας μάταιης γλυκύτητας!» Και αμέσως απεδήμησε προς τον Χριστό με γεμάτη χαρά σπουδή (περί το 480). Ενταφιάσθηκε στη μονή του Λωκόν, την οποία εκόσμησε κατόπιν με πλήθος θαυμάτων.
Σημειώσεις
Στα μαρτυρολόγια, ο άγιος Λουπικίνος μνημονεύεται χωριστά στις 21 Μαρτίου. Τοπικά όμως, εορτάζονται μαζί στις 28 Φεβρουαρίου.
Το Κοντά (Condat) μετεξελίχθηκε σε ένα μεγάλο αββαείο που πήρε το όνομα του διαδόχου και πιστού μαθητή των αγίων Ρωμανού και Λουπικίνου, του αγίου Ογενδίου (Saint-Oyend, † 510), και απετέλεσε τον πυρήνα της πόλεως Σαιν-Κλωντ (Saint-Claude), ενώ το Λωκόν (Lauconne) έγινε το αββαείο του αγίου Λουπικίνου (Saint-Lupicin).
Το Άγαυνον (Agaune) είναι το σημερινό Σαιν-Μωρίς (Saint-Maurice) στο ελβετικό καντόνιο Βαλαί. Κατά τους πρώτους χριστιανικούς καιρούς στη Γαλατία υπήρξε περίφημος τόπος προσκυνήματος και μετεξελίχθηκε σε διάσημο μοναστήρι (ιδρύθηκε το 515), το οποίο στάθηκε η αφετηρία της μετέπειτα διάδοσης της μοναχικής παράδοσης που προήλθε από τη μονή του Λερίνου.
Από το βιβλίο: Νέος Συναξαριστής της Ορ Από το βιβλίο: Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, υπό Ιερομονάχου Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου. Φεβρουάριος. Εκδόσεις Ορμύλια.
Οι όσιοι Ρωμανός και Λουπικίνος