Όπως πάντοτε συμβαίνει για κάθε συνειδητή ανθρώπινη πράξη, έτσι και πίσω από τον τρόπο με τον οποίο ρυθμίζονται οι σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας κρύβεται μία συγκεκριμένη φιλοσοφία, η οποία απορρέει είτε από την Ορθόδοξη Πίστη, είτε από την αιρετική πίστη, είτε ακόμη και από την απιστία και αθεΐα. Γι’ αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό, όσοι τοποθετούνται στο ζήτημα των σχέσεων Εκκλησίας-Πολιτείας να ομολογούν με ειλικρίνεια το υπόβαθρο της πίστεως και της φιλοσοφίας, επάνω στο οποίο στηρίζονται για να τοποθετηθούν.
Η Ορθόδοξη Διδασκαλία, όπως για όλα τα ζητήματα, έτσι και γι’ αυτό που εδώ μας απασχολεί, έχει τις δικές της εκφρασμένες θέσεις, οι οποίες στηρίζονται στην αποκαλυμμένη Πίστη του Χριστού. Οι θέσεις αυτές εξαρτώνται πρωτίστως από την απάντηση που δίνει στο βασικό ερώτημα, τι είναι η Εκκλησία και τι η Πολιτεία.
Σύμφωνα με την Ορθόδοξη Διδασκαλία, και η δύο εξουσίες έχουν κοινή την προέλευσή τους, Αυτόν τον εν Τριάδι Θεό. Ο θεόπνευστος λόγος του αποστόλου Παύλου είναι κατηγορηματικός. «Ου γαρ εστίν εξουσία ει μη υπό Θεού. Αι δε ούσαι εξουσίαι υπό του Θεού τεταγμέναι εισί» (Ρωμ. 13:1). Υπάρχει όμως η μεταξύ τους διαφοροποίηση ως προς την ουσία και τα όριά τους. Η Εκκλησία είναι το αθάνατο θεανθρώπινο Σώμα του Χριστού (Μτθ. 16,18 και Εφ. 1:23), ενώ η Πολιτεία είναι ένας ληξιπρόθεσμος εγκόσμιος Οργανισμός (Μτθ. 12:25). Έχουν επίσης και κοινή αποστολή, τη βοήθεια στον άνθρωπο, που είναι το πλάσμα του Θεού.
Στο σημείο αυτό υπάρχει και άλλη διαφοροποίηση. Η μεν αποστολή της Πολιτείας εξαντλείται στην εξασφάλιση και διατήρηση εγκοσμίων αγαθών, όπως είναι η ασφάλεια, η τάξη, η δίκαιη απονομή των υλικών αγαθών, που επιβάλλεται με την κοσμική δύναμη (Ρωμ. 13:4-7), ενώ η αποστολή της Εκκλησίας εντοπίζεται κυρίως στην πνευματική καλλιέργεια για τη σωτηρία του ανθρώπου, η οποία ασκείται με πνευματικά μέσα (Μτθ. 20:25,28). Επειδή όμως οι δύο κόσμοι, ο υλικός και ο πνευματικός, είναι αλληλένδετοι ως έργα του ιδίου αληθινού Θεού, η Εκκλησία, ως εκφραστής του θελήματος του Θεού, έχει λόγο και για τους δύο, τον οποίο λόγο οφείλουν να αποδέχονται όσοι έχουν ελεύθερα επιλέξει να είναι χριστιανοί.
Η κοινή θεία προέλευση των δύο εξουσιών με διακεκριμένα τα όριά τους, αλλά και η κοινή αποστολή τους με διακριτούς τους ρόλους τους, μας δίνουν ανάγλυφο το πλαίσιο των σχέσεών τους κατά την Ορθόδοξη άποψη. Με δεδομένο μάλιστα ότι τα μέλη τους στη μεγίστη πλειονοψηφία, όπως συμβαίνει στην πατρίδα μας, είναι Ορθόδοξοι Χριστιανοί, οι παραπάνω προϋποθέσεις απαιτούν την στενή αλλά διακριτή μεταξύ τους συνεργασία.
Κάθε σκέψη για χωρισμό μεταξύ Εκκλησίας και Πολιτείας προϋποθέτει άλλη, μη Ορθόδοξη πίστη, τόσο για το τι είναι η Εκκλησία και τι η Πολιτεία, όσο και για τις μεταξύ τους σχέσεις. Εκτός από την αθεΐα, μόνον η αίρεση ευνοεί τον χωρισμό και την τελείως ανεξάρτητη πορεία τους.
Δεν είναι δε καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι το σύστημα χωρισμού Εκκλησίας και Πολιτείας έχει την αρχή του σε λαούς με έντονη την παρουσία προτεσταντικών ομολογιών, όπως είναι οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, η Ιρλανδία, η Γαλλία, το Βέλγιο, πόλεις της Ελβετίας κ.α. Το σύστημα αυτό είναι συνεπές με την προτεσταντική θεολογία, σύμφωνα με την οποία τόσο η Εκκλησία, όσο και η Πολιτεία αποτελούν ανθρωποκεντρικούς Οργανισμούς, που αντλούν την ισχύ και την εξουσία τους από τα ανθρώπινα μέλη τους.
Σύμφωνα με την αιρετική αυτή θεολογία η Εκκλησία δεν είναι το Σώμα του ενανθρωπήσαντος Χριστού, αλλά κοινωνία ανθρώπων, τους οποίους συνενώνουν κοινές θρησκευτικές ανάγκες. Επομένως η Εκκλησία δεν είναι διαφορετική από την Πολιτεία, ούτε στην ουσία της, ούτε στα όριά της, αφού και εκείνη είναι ανθρώπινος οργανισμός. Η διαφοροποίηση των δύο εξουσιών εντοπίζεται στους απόλυτα διαχωρισμένους τομείς ευθύνης της καθεμιάς, στον υλικό και εγκόσμιο για την Πολιτεία και στον πνευματικό και υπερκόσμιο για την Εκκλησία.
Είναι ολοφάνερη έτσι η αιρετική διαφοροποίηση από την αντίστοιχη Ορθόδοξη τοποθέτηση. Αυτή η αντίληψη έχει τις ρίζες της στην αιρετική διδασκαλία του δυαλισμού, σύμφωνα με την οποία η πραγματικότητα χωρίζεται σε στεγανά διαμερίσματα, σ’ αυτό των υλικών και εγκοσμίων, και σ’ εκείνο των πνευματικών και επουρανίων. Επομένως, κατ’ αυτούς, και η κάθε εξουσία στον τομέα ευθύνης της είναι επαρκής και δεν χρειάζεται την στενή συνεργασία με την άλλη.
Ιστορικά πάλι η εξέλιξη του χωρισμού Εκκλησίας και Πολιτείας ευνοήθηκε από την πικρή εμπειρία που είχαν οι λαοί αυτοί από τις αυθαιρεσίες άλλης αιρέσεως, αυτής του Παπισμού, ο οποίος οδηγήθηκε στο άλλο άκρο και θέλησε να συγκεντρώσει μαζί με την πνευματική και την κοσμική εξουσία στους πνευματικούς πατέρες της Εκκλησίας, με όλα τα τραγικά επακόλουθα και τα ανατριχιαστικά εγκλήματα του Μεσαίωνα.
Αντίθετα, στο ελληνικό Γένος η Ορθόδοξη Εκκλησία ποτέ δεν βρέθηκε διεκδικήτρια της κοσμικής εξουσίας. Ήταν πάντοτε η συμπαραστάτρια στα καλά έργα της Πολιτείας, και γενικά υπήρξε η πνευματική τροφός του Γένους. Στα χίλια χρόνια της χριστιανικής αυτοκρατορίας της Ρωμιοσύνης, παρά τις μεμονωμένες εξαιρέσεις, συμπορεύθηκε με την Πολιτεία σε μία θαυμαστή σχέση συναλληλίας και αλληλοπεριχώρησης, όπως ακριβώς υπαγόρευε η Ορθόδοξη θεολογία.
Στην περίοδο της Τουρκοκρατίας η Εκκλησία έσωσε κυριολεκτικά το ελληνικό Γένος. Τετρακόσια ολόκληρα χρόνια δεν υπήρχε καν Ελληνική Πολιτεία. Υπήρχε μόνον η Ορθόδοξη Εκκλησία, η οποία με αμέτρητες θυσίες σήκωσε στους ώμους της όλο το βάρος του σκλαβωμένου λαού, τον οποίο και διατήρησε, ώστε μετά την απελευθέρωση να μπορεί να επανιδρυθεί η Ελληνική Πολιτεία.
Είναι φανερό ότι για να υποστηρίξει κάποιος σοβαρά τον χωρισμό Εκκλησίας και Πολιτείας στην πατρίδα μας, όπως αυτός με πάθος προβάλλεται και επιδιώκεται στις ημέρες μας, πρέπει να αρνηθεί πρώτα την Ορθόδοξη θελογία μαζί με την ιστορία μας, και ύστερα να εγκολπωθεί την αιρετική θεολογία και να δικαιώσει την ιστορία των αιρέσεων.
Αρχιμ. Αυγουστίνος Γ. Μύρου, Δρ Θ.