Σαράντα χρόνια ειρήνης πέρασαν μετά την εξολόθρευσι του βασιλιά Ιαβίν κατά την εποχή της Δεββώρας και του Βαράκ (Κριτ. κεφ. δ’)· και η νέα γενιά που ήρθε εν τω μεταξύ, δεν διδάχθηκε από τα παθήματα της προηγουμένης. Πάλι λοιπόν ξέφυγαν από τον ίσιο δρόμο «και εποίησαν το πονηρόν ενώπιον Κυρίου» (Κριτ. στ’ 1)· παρασύρθηκαν δηλαδή στην ειδωλολατρία. Κι όπως ήταν φυσικό, εγκαταλείφθηκαν από τον Θεό κι έγιναν πάλι υποχείριοι των εχθρών τους. Οι εχθροί τώρα ήταν οι Μαδιανίται και οι Αμαληκίται, λαοί νομαδικοί που κατοικούσαν στη χερσόνησο του Σινά. Αυτοί έκαμναν φοβερές επιδρομές στη Χαναάν και λεηλατούσαν τα πάντα. Καταστροφή και ερήμωσις βασίλευε παντού. «Και επτώχευσεν Ισραήλ σφόδρα από προσώπου Μαδιάμ» (Κριτ. στ’ 6)· έγιναν δηλαδή φτωχοί οι Ισραηλίται εξ αιτίας των επιδρομών και των λεηλασιών.
Επτά χρόνια κράτησαν οι ταλαιπωρίες των Ισραηλιτών από τις επιδρομές των Μαδιανιτών. Και επί τέλους οι Ισραηλίται συνήλθαν από τη φοβερή νάρκη και αναισθησία της αμαρτίας. «Και εβόησαν οι υιοί Ισραήλ προς Κύριον από προσώπου Μαδιάμ» (Κριτ. στ’ 7). Μετανοημένοι και συντετριμμένοι ζήτησαν με δυνατές προσευχές την επέμβασι του Θεού για τη σωτηρία τους από τους Μαδιανίτες. Και ο Θεός δέχθηκε τη μετάνοιά τους και άκουσε τις προσευχές τους. Πριν όμως αναδείξη τον νέο κριτή που θα τους έσωζε, έστειλε έναν προφήτη, για να τους διδάξη και να τους οδηγήση σε αληθινή μετάνοια. Δεν αναφέρεται το όνομα του προφήτου· ήταν όμως προφήτης αληθινός και εκήρυττε εξ ονόματος του αληθινού Θεού (Κριτ. στ’ 8).
Αφού με το κήρυγμα του προφήτου προετοιμάσθηκε ο λαός, ο Θεός έστειλε τον σωτήρα που θα εγλίτωνε τους Ισραηλίτες από τις επιδρομές των Μαδιανιτών. Ο νέος κριτής ήταν ο Γεδεών από τη φυλή του Μανασσή, απόγονος δηλαδή του Ιωσήφ.
Ο Θεός εκάλεσε τον Γεδεών μ’ έναν ιδιαίτερο και εντυπωσιακό τρόπο, στέλνοντας άγγελο, για να του αναθέση την αποστολή της λυτρώσεως των Ισραηλιτών. Ο άγγελος του Θεού ήρθε με μορφή ανθρώπου και κάθισε σαν ξένος οδοιπόρος κάτω από ένα δέντρο που βρισκόταν στο χωράφι ενός Ισραηλίτου που λεγόταν Ιωάς. Ο Ιωάς είχε παρασυρθή στην ειδωλολατρία, και μάλιστα είχε κτίσει θυσιαστήριο του Βάαλ μέσα σ’ ένα δάσος. Από τον ειδωλολάτρη όμως αυτόν πατέρα είχε γεννηθή ένας ευσεβής γιος, πιστός στον αληθινό Θεό, ο Γεδεών. Και ακριβώς το ότι ο Γεδεών δεν επηρεάσθηκε από την ειδωλολατρία του πατέρα του, αναδεικνύει περισσότερο την πίστι του και την αρετή του και εξηγεί γιατί ο Θεός τον διάλεξε για σωτήρα του Ισραήλ.
Την ώρα που ήρθε ο άγγελος, ο Γεδεών βρισκόταν στο χωράφι, κλεισμένος μέσα σ’ ένα ληνό, εκεί δηλαδή που πατούσαν τα σταφύλια, και εράβδιζε μερικά στάχυα που είχε μαζέψει. Τόσο λίγο σιτάρι είχε στη διάθεσί του ο Γεδεών, ώστε μπορούσε να το αλωνίση με το ραβδί· κι αυτό το έκαμνε κρυφά, για να μη τον αντιληφθούν οι Μαδιανίται και του το αρπάξουν κι αυτό. Τόση ήταν η φτώχεια και η δυστυχία των Ισραηλιτών εξ αιτίας των επιδρομών των Μαδιανιτών. Ενώ λοιπόν ο Γεδεών με φόβο και θλίψι πολλή έκαμνε τη δουλειά αυτή, τον πλησίασε ο άγγελος και τον χαιρέτησε λέγοντας: «Κύριος μετά σού, ισχυρός των δυνάμεων» (Κριτ. στ’ 12). Ο Κύριος είναι μαζί σου· ο Κύριος που είναι παντοδύναμος και κυβερνά τις αγγελικές δυνάμεις.
Στον ενθαρρυντικό αυτόν χαιρετισμό ο Γεδεών απάντησε με μελαγχολία και κάποια δυσπιστία. «Αλήθεια, κύριέ μου, να πιστέψω στα λόγια σου; Αν πραγματικά είναι ο Θεός μαζί μας, γιατί μας βρήκαν όλες αυτές οι συμφορές; Και πού είναι όλα τα θαυμαστά έργα του, που μας διηγήθηκαν οι πατέρες μας, ότι ο Κύριος μας σήκωσε από την Αίγυπτο και μας έφερε εδώ; Τώρα όμως ο Κύριος μας εγκατέλειψε και μας παρέδωσε στα χέρια των Μαδιανιτών» (Κριτ. στ’ 13).
Άδικα ήταν τα παράπονα του Γεδεών· εν τούτοις ο άγγελος του απάντησε με πολλή συμπάθεια και συγκατάβασι. Τον κοίταξε με βλέμμα στοργικό και ενθαρρυντικό και του είπε: «Πήγαινε με τη δύναμι αυτή που σου μεταδίδω τώρα, και θα σώσης τον Ισραήλ από τα χέρια των Μαδιανιτών· σου αναθέτω αυτή την αποστολή» (Κριτ. στ’ 14). Ακούοντας τα λόγια αυτά ο Γεδεών, κατάλαβε ότι αυτός που του μιλούσε με τέτοια εξουσία και επιβολή δεν ήταν κοινός άνθρωπος, αλλά απεσταλμένος του Θεού. Γεμάτος έκπληξι και σύγχυσι διετύπωσε την απορία του: «Πώς και με τι μπορώ εγώ να σώσω τον Ισραήλ; Η γενιά μου μέσα στη φυλή του Μανασσή λιγόστεψε και αδυνάτισε· κι εγώ είμαι μικρός και άσημος στο σπίτι του πατέρα μου» (Κριτ. στ’ 15). Αλλά ο άγγελος του ξαναείπε: «Ο Κύριος θα είναι μαζί σου, και με τη βοήθειά του θα χτυπήσης και θα συντρίψης τους Μαδιανίτες, σαν να είναι ένας άνδρας» (Κριτ. στ’ 16).
Οι αντιρρήσεις του Γεδεών δεν προέρχονταν από απιστία, αλλά ωφείλονταν στην ταπεινοφροσύνη του και στη συναίσθησι της αδυναμίας του και των μεγάλων δυσκολιών του έργου που του ανέθετε εξ ονόματος του Θεού ο συνομιλητής του. Είχε όμως ακόμη έναν ενδοιασμό ο Γεδεών: Ποιος ήταν άραγε αυτός που του μιλούσε με τόση εξουσία και του ανέθετε μια τόσο βαριά αποστολή; Ήταν πράγματι απεσταλμένος του Θεού, ή μήπως ήταν όργανο του σατανά που του έστηνε κάποια παγίδα; Παρακάλεσε λοιπόν τον συνομιλητή του να περιμένη εκεί, κάτω από το δέντρο, ώσπου αυτός να φέρη τα απαραίτητα, για να προσφέρουν μαζί θυσία στον Θεό για το ευχάριστο μήνυμα που του έφερε. Και ο άγγελος δέχθηκε το αίτημα του Γεδεών.
Γρήγορα-γρήγορα ο Γεδεών πήγε και ετοίμασε άζυμα, έσφαξε και μαγείρεψε ένα μικρό τρυφερό κατσικάκι και τα έφερε όλα αυτά μαζί με τον ζωμό του κρέατος κοντά στον ξένο. Εκείνος τότε παρήγγειλε στον Γεδεών να τοποθετήση τα άζυμα και το κρέας επάνω σε μια πέτρα και να χύση επάνω τους τον ζωμό. Ο Γεδεών συμμορφώθηκε. Και τότε ο άγγελος άγγιξε με την άκρη του ραβδιού του τα άζυμα και το κρέας, κι αμέσως ξεπήδησε φωτιά από την πέτρα και κατέκαψε τα προσφερόμενα. Η θυσία προσφέρθηκε· το θαύμα έγινε. Την ίδια στιγμή ο άγγελος εξαφανίσθηκε. Αυτό ήταν δεύτερο θαύμα. «Και είδε Γεδεών ότι άγγελος Κυρίου ούτος εστίν» (Κριτ. στ’ 22). Ως τη στιγμή εκείνη ενόμιζε ότι συνωμιλούσε με κάποιον άνθρωπο, ίσως έναν προφήτη· τώρα δεν είχε πια αμφιβολία ότι ο συνομιλητής του ήταν άγγελος του Θεού.
Η διαπίστωσις αυτή προκάλεσε τρόμο στην ψυχή του Γεδεών· γιατί οι Εβραίοι πίστευαν ότι όποιος ιδή τον Θεό ή άγγελο, θα πεθάνη. Έντρομος λοιπόν αναφώνησε: «Πωπώ, Κύριέ μου! Είδα τον άγγελο Κυρίου πρόσωπο με πρόσωπο!» (Κριτ. στ’ 22). Ο Θεός όμως τον καθησύχασε λέγοντάς του: «Ειρήνη σοι, μη φοβού· ου μη αποθάνης» (Κριτ. στ’ 23). Ησύχασε· μη φοβάσαι· δεν πρόκειται να πεθάνης.
Η διαβεβαίωσις του Θεού καθησύχασε τον Γεδεών· και για να εκδηλώση την ευγνωμοσύνη του και τον σεβασμό του, έκτισε αμέσως θυσιαστήριο στον τόπο που του φανερώθηκε ο άγγελος και το ωνόμασε «Ειρήνη Κυρίου» (Κριτ. στ’ 24).
Την ίδια νύχτα ο Θεός μίλησε πάλι στον Γεδεών και του έδωσε οδηγίες για το τι έπρεπε να κάνη. Και πρώτη εντολή που του έδωσε, ήταν να καθαρίση το πατρικό του σπίτι από τον μολυσμό της ειδωλολατρίας. Ο πατέρας τού Γεδεών, ο Ιωάς, διατηρούσε ιερό άλσος και μέσα σ’ αυτό βωμό προς τιμήν του Βάαλ, επάνω στον οποίο αυτός και οι συγχωριανοί του προσέφεραν θυσίες στον ψεύτικο θεό. Πώς λοιπόν ο Γεδεών θα καλούσε τους συμπατριώτες του να απαλλαγούν από την ειδωλολατρία και να πολεμήσουν τους Μαδιανίτες, εν όσω η οικογένειά του εξακολουθούσε να λατρεύη τον Βάαλ; Γι’ αυτό ο Θεός σαν πρώτη εντολή έδωσε στον Γεδεών να καταστρέψη τον βωμό του Βάαλ και το άλσος και στη θέσι του να στήση νέο θυσιαστήριο και να προσφέρη σ’ αυτό θυσία στον αληθινό Θεό, χρησιμοποιώντας τα ξύλα που θα μάζευε από το ειδωλολατρικό άλσος.
Τολμηρό και δύσκολο ήταν το έργο του Γεδεών· αληθινή επανάστασις. Εκείνος όμως δεν εδίστασε καθόλου. Επειδή το έργο αυτό δεν μπορούσε να γίνη μέρα, γιατί οπωσδήποτε θα αντιδρούσαν οι ειδωλολάτραι συγχωριανοί του, ο Γεδεών το έκανε νύχτα· ίσως και την ίδια νύχτα που πήρε την εντολή από τον Θεό.
Το άλλο πρωί οι κάτοικοι της πόλεως είδαν με έκπληξι όσα είχαν γίνει. Το άλσος του Βάαλ ήταν κομμένο και καμένο· ο βωμός κατεστραμμένος και στη θέσι του νέος βωμός, κι επάνω σ’ αυτόν έτοιμα τα ξύλα και το σφαχτό για τη θυσία. Εκεί που υψωνόταν πριν το είδωλο, καλούνταν οι συγχωριανοί του Γεδεών να προσφέρουν θυσία στον ένα αληθινό Θεό. Ωργισμένοι αναρωτήθηκαν μεταξύ τους ποιος τα έκανε αυτά· και δεν άργησαν να μάθουν ότι ο δράστης ήταν ο Γεδεών, ο γιος του Ιωάς. Φανατικά προσκολλημένοι στην ειδωλολατρία, δεν θέλησαν να διδαχθούν απ’ όσα έβλεπαν. Ούτε το κήρυγμα του προφήτου ούτε η αποφασιστική ενέργεια του Γεδεών τους συγκίνησαν. Αντί να συνέλθουν και να μετανοήσουν, ζήτησαν από τον Ιωάς να τους παραδώση τον Γεδεών, για να τον σκοτώσουν.
Ο Γεδεών λοιπόν βρισκόταν σε κίνδυνο. Αν ο πατέρας του υποχωρούσε στις απαιτήσεις των συγχωριανών του και τους τον παρέδιδε, εκείνοι οπωσδήποτε θα τον εσκότωναν. Παραδόξως όμως ο Ιωάς δεν υποχώρησε. Φαίνεται ότι δεν ήταν φανατικός ειδωλολάτρης, αλλά διατηρούσε μέσα στην ψυχή του κάποια υπολείμματα της ορθής πίστεως· ίσως και να είχε επηρεασθή από το κήρυγμα του προφήτου, το οποίο πιθανόν να είχε ακούσει· ασφαλώς έπαιξε κάποιο ρόλο και η αγάπη προς τον γιο του ή ακόμη κι ένας κρυφός θαυμασμός για το θάρρος και την τόλμη του. Όχι μόνο λοιπόν δεν έκανε αυτό που του ζητούσαν, αλλά και τους αντιμετώπισε μ’ ένα λογικώτατο επιχείρημα: «Συνήγοροι και υπερασπισταί του Βάαλ γίνεσθε τώρα;» τους είπε. «Ή μήπως εσείς θα τον σώσετε; Αν πραγματικά ο Βάαλ είναι θεός, ας υπερασπισθή ο ίδιος τον εαυτό του». Πρόσθεσε μάλιστα και μια απειλή: «Όποιος τολμήση να τον υπερασπισθή και να εκδικηθή τον γιο μου, θα θανατωθή ως το πρωί» (Κριτ. στ’ 31). Με τα λόγια αυτά ο Ιωάς συγκράτησε την οργή των συγχωριανών του και έσωσε τον Γεδεών από τον θάνατο.
Από το βιβλίο: Πρωτοπρεσβυτέρου Κωνσταντίνου Παπαγιάννη, ΙΕΡΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΠΑΛΑΙΑΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ. Εκδόσεις «Το Περιβόλι της Παναγίας», Θεσσαλονίκη 2014, σελ. 385 (αποσπάσματα).