Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου27 Σεπτεμβρίου
Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ
Τω αυτώ μηνί ΚΖ’, μνήμη του Αγίου Μάρτυρος Καλλιστράτου, και των συν αυτώ τεσσαράκοντα εννέα Μαρτύρων.
Εις τον Καλλίστρατον.
Τμηθείς ο Καλλίστρατος αυχένα ξίφει,
Στρατώ συνήφθη καλλινίκων Μαρτύρων.
Εις τους τεσσαράκοντα εννέα.
Δεκάς τετραπλή Μαρτύρων συν εννάδι,
Δια ξίφους άθλησιν αθλεί τιμίαν.
Εικάδι εβδομάτη Καλλίστρατος ένθεν αέρθη.
Ούτος ο Άγιος εκατάγετο από την χώραν των Καρχηδονίων, την εν τη Αφρική ευρισκομένην, συναριθμούμενος με το στρατιωτικόν τάγμα, το καλούμενον των Καλανδών, εν έτει σπη’ [288]. Πηγαίνωντας δε εις την Ρώμην με όλον το στρατιωτικόν τάγμα, μόνος αυτός έλαμπεν ανάμεσα εις τους άλλους απίστους στρατιώτας, με την πίστιν του Χριστού, καθώς και ο αστήρ λάμπει ανάμεσα εις την σκοτεινήν και ασέληνον νύκτα. Από τους προγόνους του γαρ ήτον πεφωτισμένος με την πίστιν του Χριστού ο μακάριος. Διότι ο από τον πατέρα πάππος του, πορευθείς εις Ιεροσόλυμα, ότε ήτον επί γης ο Κύριος, και θεωρήσας με τους ιδίους του οφθαλμούς τα θαυμάσια οπού εποίει, επίστευσεν. Όθεν επιστρέψας εις το οσπήτιόν του, έδωκεν εις όλους τους συγγενείς του την καλήν ταύτην πραγματείαν, και τον φωτισμόν της θεογνωσίας. Επειδή δε ο του Χριστού μάρτυς Καλλίστρατος εφανερώθη εις τους συστρατιώτας του, ότι ήτον Χριστιανός, διαβάλλεται προς Περσεντίνον τον στρατηλάτην, όταν ο Διοκλητιανός και Μαξιμιανός οι βασιλείς, εφέροντο μανικώς κατά των Χριστιανών.
Παρασταθείς λοιπόν έμπροσθεν του Περσεντίνου, και ερωτηθείς, ομολογεί παρρησία την εις Χριστόν ευσέβειαν. Όθεν εξαπλωθείς κατά γης, τόσον άσπλαγχνα εδάρθη ο τρισόλβιος, ώστε οπού έτρεχε το αίμα ποταμηδόν. Έπειτα σύρεται ανάσκελα επάνω εις λεπτά κομμάτια τούβλων, και καταξεσχίζεται τας πρότερον πληγωθείσας σάρκας του. Είτα ποτίζεται με χωνί το νερόν μιας ολοκλήρου λεκάνης. Από το οποίον και εφούσκωσεν ως ασκίον. Μετά ταύτα βάλλεται μέσα εις ένα σάκκον, και ρίπτεται εις το μέσον της θαλάσσης, βλέποντος και του στρατηλάτου. Επειδή δε ο σάκκος εσχίσθη κατά θείαν δύναμιν, δια τούτο ο Άγιος εφέρθη υπό δύω δελφίνων υγιής έξω εις τον αιγιαλόν. Τότε οι μετ’ αυτού όντες στρατιώται, τεσσαράκοντα εννέα τον αριθμόν, βλέποντες το τοιούτον θαυμάσιον, επίστευσαν, και προσφέρονται εις τον Χριστόν δια μέσου του Αγίου. Όθεν όλοι αυτοί δέρνονται και τζακίζονται εις τα μέλη. Έπειτα ρίπτονται εις την φυλακήν, και εκεί μέσα διδάσκονται από τον Άγιον Καλλίστρατον τα δόγματα της θείας του Χριστού οικονομίας, και τα περί κρίσεως και ανταποδόσεως, και περί άλλων αξίων μαθήσεως. Και προς τούτοις παρακινούνται από αυτόν εις το να υπομείνουν ανδρείως το μαρτύριον.
Κατά δε την ερχομένην ημέραν παρασταθέντες εις τον στρατηλάτην, και αποδειχθέντες πλέον άφοβοι από το πρώτον, δέρνονται πάλιν. Είτα δεθέντες από τα χέρια και πόδια, ρίπτονται μέσα εις την εκεί ευρισκομένην κολυμβήθραν, ήτις ωνομάζετο ωκεανός. Ο δε Άγιος Καλλίστρατος επροσευχήθη να γένη βάπτισμα εις αυτούς η κολυμβήθρα εκείνη. Και, ω του θαύματος! ευθύς ελύθησαν τα δεσμά, και ευγήκαν οι Άγιοι από το νερόν της κολυμβήθρας, ενδεδυμένοι στολάς λαμπράς. Ο δε Μάρτυς Καλλίστρατος εφάνη φορών επί της κεφαλής του ένα ευπρεπέστατον στέφανον. Ήκουσε δε και θείαν φωνήν, ήτις επαραθάρρυνεν αυτόν. Εκ δε της φωνής, το εκεί πλησίον ευρισκόμενον είδωλον έπεσε κατά γης, και εδιαλύθη εις κονιορτόν. Εκ τούτου δε του θαύματος πιστεύουσιν εις τον Χριστόν άλλοι εκατόν τριανταπέντε στρατιώται. Φυλακωθέντων δε πάλιν των τεσσαρακονταεννέα στρατιωτών ομού με τον Άγιον Καλλίστρατον, εφοβήθη ο στρατηλάτης, μήπως κάμουν και άλλα θαυμάσια, και πιστεύσουν εις τον Χριστόν και άλλοι πολλοί, δια τούτο έπεμψε την νύκτα και κατέκοψεν εις λεπτά κομμάτια τα σώματα των Αγίων. Τούτων δε τα ιερά λείψανα κηδεύσαντες εντίμως και ευλαβώς οι πιστεύσαντες εκατόν τριανταπέντε στρατιώται, έκτισαν εις αυτούς και ναόν ωραιότατον (1).
(1) Σημείωσαι, το Μαρτύριον τούτο συνέγραψεν ελληνιστί ο Μεταφραστής, ου η αρχή· «Την του Χριστού ποίμνην». (Σώζεται εν τη Μεγίστη Λαύρα, εν τη των Ιβήρων και εν άλλαις.)
*
Μνήμη της Αγίας Μάρτυρος Επιχάρεως.
Εύτολμος Επίχαρις ην προς το ξίφος,
Συλλήπτορα πλουτούσα την θείαν χάριν.
Αύτη η Αγία ήτον εν τη Ρώμη κατά τους χρόνους Διοκλητιανού, εν έτει σϞη’ [298]. Επιάσθη δε ως Χριστιανή από τον έπαρχον Καισάριον, και ομολογήσασα παρρησία το όνομα του Χριστού, κρεμάται και ξέεται. Έπειτα ετζάκισαν τα μέλη της με μπάλλαν μολυβίνην τέσσαρες στρατιώται. Επειδή δε η Αγία επροσευχήθη, δια τούτο ήλθον Άγγελοι, και εθανάτωσαν τους παιδεύοντας αυτήν τέσσαρας στρατιώτας. Τελευταίον, καταδικάζεται η Αγία να αποκεφαλισθή. Όθεν όταν έφθασεν εις τον τόπον της καταδίκης, και εστάθη επάνω εις μίαν πέτραν, ω του θαύματος! ευθύς η πέτρα ανέβλυσε νερόν. Αποκεφαλισθείσα δε, παρέδωκε την αγίαν ψυχήν της εις χείρας Θεού, από τον οποίον έλαβε του μαρτυρίου τον στέφανον.
*
Μνήμη του Οσίου Πατρός ημών Ιγνατίου, Ηγουμένου της Μονής του Σωτήρος Χριστού, της επιλεγομένης του Βαθέος Ρύακος.
Τον Ιγνάτιον λαμβάνει Μονή πόλου,
Μονής προεξάρξαντα ως Θεώ φίλον.
Ούτος ήτον από την δευτέραν επαρχίαν των Καππαδοκών, κατά τους χρόνους Νικηφόρου του Φωκά, και Ιωάννου του Τζιμισκή, εν έτει Ϡξγ’, ήτοι 963. Εκ νεαράς δε ηλικίας αφιερωθείς εις τον Θεόν ως άλλος Σαμουήλ, επήγεν εις το Μοναστήριον το καλούμενον του Βαθέος Ρύακος, και μανθάνει όλην την ασκητικήν ακρίβειαν από τον Όσιον Βασίλειον τον Ηγούμενον και κτίτορα της Μονής ταύτης (2). Επειδή δε έφθασεν εις το άκρον της αρετής, δια τούτο χειροτονείται βαθμηδόν Αναγνώστης, Υποδιάκονος, Διάκονος, και Πρεσβύτερος. Έπειτα προβάλλεται και Ηγούμενος του τοιούτου Μοναστηρίου. Όθεν δια της καλής του διοικήσεως, αύξησε το Μοναστήριον και επλήθυνεν αυτό τόσον εις τα εισοδήματα, όσον και εις τας λοιπάς βελτιώσεις. Έκτισε γαρ ναούς διαφόρους, του Ταξιάρχου Μιχαήλ, του Θεόπτου ’Ηλιου, και των Αγίων Αποστόλων, εις ένα τζεφτιλίκιον του Μοναστηρίου. Έκτισε δε και περιτείχισμα εις τας εκείσε ευρισκομένας καλογραίας, δυνατόν και ωραιότατον.
Ούτος ο Όσιος ήλεγξε και εντροπίασε με παρρησίαν και γενναιότητα τους άρχοντας, οπού εδιώρισεν ο τότε τύραννος ονόματι Σκληρός. Όταν δε εσηκώθη από το μέσον ο Σκληρός ούτος, τότε επήγεν εις Κωνσταντινούπολιν ο Όσιος. Και εκεί κατασκευάσας ιερά κειμήλια, και ένα σίγνον, ήτοι σημείον του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού (3), ομοίως και ένα περιηργυρωμένον Ευαγγέλιον, έπεμψεν αυτά όλα εις το Μοναστήριον. Εκεί δε εις Κωνσταντινούπολιν ευρισκόμενος, ησθένησεν από ασθένειαν δυσεντερίας. Δια τούτο και εσπούδαζε να φθάση μίαν ώραν πρότερον εις το Μοναστήριόν του. Φθάσας δε εις το Αμόριον, ετελείωσε την παρούσαν ζωήν (4). Όθεν και θάπτεται εκεί εις ένα σεβάσμιον οίκον. Αφ’ ου δε απέρασεν ένας χρόνος, ηθέλησαν οι Πατέρες του Μοναστηρίου να κάμουν ανακομιδήν του λειψάνου του. Όθεν ανοίξαντες τον τάφον, εύρον το λείψανόν του σώον και ολόκληρον, και γεμάτον από πνευματικήν ευωδίαν. Τούτο δε φέροντες εις το Μοναστήριον, απεθησαύρισαν αυτό εις τον νάρθηκα του θείου Ναού.
(2) Ο Όσιος Βασίλειος ούτος, εορτάζεται κατά την πρώτην του Ιουλίου. Η Μονή δε του Βαθέος Ρύακος, ευρίσκεται κοντά εις την Τριγλίαν, ήτοι εις τα Μουντανία, ως λέγουσι πολλοί.
(3) Το σημείον του Κυρίου οπού κατεσκεύασεν ο θείος ούτος Ιγνάτιος, νομίζω ότι είναι ο Σταυρός. Ούτος γαρ εστί το σημείον του Ιησού Χριστού. «Τότε, φησί, φανήσεται το σημείον του Υιού του ανθρώπου εν τω Ουρανώ».
(4) Εάν δε η Μονή του Βαθέος Ρύακος ευρίσκεται κοντά εις τα Μουντανία, ο δε Άγιος Ιγνάτιος ούτος εκίνησεν από την Κωνσταντινούπολιν δια να υπάγη εις το Μοναστήριόν του, ταυτόν ειπείν, δια να υπάγη εις Μουντανία, πώς εκατάντησεν εις το Αμόριον, ήτις είναι πόλις, ευρισκομένη εις την μεγάλην Φρυγίαν υπό τον Μητροπολίτην Συννάδων; απορείν μοι έπεστιν. Ανακόλουθον γαρ τούτο εστίν.
*
Μνήμη των Αγίων Αποστόλων Μάρκου (5), Αριστάρχου, και Ζήνωνος.
Εις τον Μάρκον.
Ο κλήσιν αυχών Ιωάννου και Μάρκου,
Αποστολής ην ενδιαπρέπων δρόμοις.
Εις τον Αρίσταρχον.
Άριστος Αρίσταρχος εν μύσταις Λόγου,
Άρξας άριστα και ξένον ζήσας βίον.
Εις τον Ζήνωνα.
Ζήνων Θεού τον ζώντα κηρύττων Λόγον,
Πλείστους ανεζώωσε νεκρούς τη πλάνη.
Μάρκος ο Απόστολος, όστις και Ιωάννης ονομάζεται, τον οποίον αναφέρει ο Ευαγγελιστής Λουκάς εις τας Πράξεις λέγων· «Συνιδών τε ο Πέτρος, ήλθεν επί την οικίαν Μαρίας της μητρός Ιωάννου, του επικαλουμένου Μάρκου» (Πραξ. ιβ’, 12)· ούτος λέγω χειροτονηθείς από τους Αποστόλους Επίσκοπος της Βύβλου (6) εφάνη δόκιμος εν τη εργασία του Ευαγγελίου. Τόσον δε ήτον φίλος και οικείος του Θεού ο μακάριος, ώστε οπού και η σκια μόνη του ιερού σώματός του εθεράπευε τας αρρωστίας των ασθενών. Ο δε Αρίσταρχος ήτον ένας από τους εβδομήκοντα Αποστόλους. Τον οποίον ενθυμείται ο Απόστολος Παύλος, τόσον εν τη προς Κολασσαείς Επιστολή, λέγων· «Ασπάζεται υμάς Αρίσταρχος ο συναιχμάλωτός μου» (Κολ. δ’, 10), όσον και εν τη προς Φιλήμονα, λέγων· «Ασπάζονταί σε Μάρκος, Αρίσταρχος, οι συνεργοί μου» (εδάφ. 23). Ούτος λοιπόν εφάνη άλλος δεύτερος Ιωάννης Βαπτιστής κατά την τροφήν. Καθότι και αυτός έτρωγεν, ωσάν εκείνος, μόνον ακρίδας, ήτοι άκρας των δένδρων και ακρόδρυα (7), και μέλι, ήτοι χόρτον το καλούμενον μελέαγρον. Ή κατά άλλους μέλι άγριον. Και καθότι και αυτός ήτον ενδυμένος με φόρεμα δερμάτινον. Έγινε δε ούτος Επίσκοπος Απαμείας της εν Συρία, και όλους τους εκεί ευρισκομένους απίστους, επίστρεψεν εις την της αληθείας και ευσεβείας επίγνωσιν.
Ο δε Ζήνων ούτος, είναι ο ίδιος νομικός εκείνος Ζηνάς, περί του οποίου γράφει ο μακάριος Παύλος εν τη προς Τίτον Επιστολή, λέγων· «Ζηνάν τον νομικόν και Απολλώ σπουδαίως πρόπεμψον» (Τιτ. γ’, 13) (8). Επίσκοπος δε γενόμενος ούτος υπό του Αποστόλου Πέτρου της Διοσπόλεως (ήτις είναι η αυτή με την Λαοδίκειαν, κατά τον Γεωγράφον Μελέτιον) (9), έγινεν οικητήριον του Αγίου Πνεύματος, και πολλούς ηλευθέρωσεν από την πλάνην της ειδωλολατρείας. Ούτοι λοιπόν και οι τρεις Απόστολοι καλώς και θεαρέστως ποιμάναντες τα εδικά των ποίμνια, και πολυπλασιάσαντες το παρά Θεού δοθέν εις αυτούς τάλαντον, προς Κύριον εξεδήμησαν, ίνα απολαύσουν την αυτού χαράν και μακαριότητα.
(5) Ούτος φαίνεται να ήναι άλλος από τον εορταζόμενον κατά την τριακοστήν του Οκτωβρίου. Καθότι, ούτος μεν, εχειροτονήθη Επίσκοπος Βύβλου, εκείνος δε, της Απολλωνιάδος.
(6) Η Βύβλος, κατά τον Γεωγράφον Μελέτιον, είναι πόλις αρχαιοτάτη, κτίσμα Κρόνου. Ήτις εκλήθη ούτως εκ του πάσης αρχαίας βίβλου φυλακήν ασινέα εν ταύτη γενέσθαι. Έστι δε τετιμημένη με θρόνον Μητροπολίτου, υποκειμένη εις τον Αντιοχείας. Νυν ονομάζεται κοινώς Γιβλέτ, ή Τζιμπελέτ, ολίγον απέχουσα της θαλάσσης. Λέγει δε ο Βαρίνος, ότι η βίβλος ή το βιβλίον ουδετέρως, ονομάζεται από του φυτού της βύβλου κατ’ εναλλαγήν γράμματος. Ή το βιβλίον γράφεται μεν αττικώς δια του ι· δια δε του υ, ιωνικώς. Ο αυτός δε λέγει, ότι βυβλίον και βιβλίον διαφέρουσι. Βυβλίον μεν γαρ, λέγεται το άγραφον, ως το «Επί τω βυβλίω σου πάντες γραφήσονται». Βιβλίον δε, το γεγραμμένον. Αδιάφορον όμως είναι, είτε δια του ι, γράφεται, είτε δια του υ, και το αυτό σημαινόμενον έχει.
(7) Σημείωσαι, ότι τινές λέγουν, εξ ων είναι και ο Θεοφύλακτος Βουλγαρίας, ότι Ιωάννης ο Πρόδρομος έτρωγε και ακρίδας, τα πέτοντα ταύτα ζωΰφια. Καθ’ ότι και αυτά καθαρά ονομάζει η Γραφή, και συγχωρεί να τα τρώγουν οι άνθρωποι. Ούτω γαρ γράφεται εν τω Λευϊτικώ· «Και ταύτα φάγεσθε απ’ αυτών, τον βρούχον και τα όμοια αυτώ. Και τον αττάκην και τα όμοια αυτώ. Και την ακρίδα και τα όμοια αυτώ» (Λευϊτ. ια’, 21). Είναι δε και βοτάνη ακρίς ονομαζομένη κατά το «Και ανθήση το αμύγδαλον, και παχυνθή η ακρίς, και διασκεδασθή η κάππαρις» (Εκκλ. ιβ’, 5). Αρμοδιώτερον δε είναι να νοούμεν, ότι ο λιτός και απέριττος Βαπτιστής του Κυρίου έτρωγε τα ακρόδρυα, ή τας βοτάνας ακρίδας, ως τροφήν λιτήν και απέριττον, πάρεξ να νοούμεν, ότι έτρωγε τα ζωΰφια, τας ακρίδας.
(8) Ο Ζηνάς ούτος συνέγραψε τον Βίον του Αγίου Αποστόλου Τίτου. Και όρα εις την εικοστήν πέμπτην του Αυγούστου.
(9) Ο δε Δοσίθεος εν τη Δωδεκαβίβλω λέγει, ότι Διόσπολις ωνομάζετο η Λύδδα, ήτις απέχει έξι ώρας μακράν από την Εμμαούς, όπου ήτον ο Ναός του Αγίου Γεωργίου.
*
Μνήμη των Αγίων Μαρτύρων Φιλήμονος Επισκόπου, και Φουρτουνιανού.
Χριστόν φιλών φιλούντα Φιλήμων θύτης,
Φουρτουνιανώ συναθλεί φιλουμένω.
*
Η Αγία Μάρτυς Γαϊανή, τα νώτα φλεχθείσα, τελειούται.
Γαϊανή τα νώτα φλεχθήναι δίδου,
Ως αν φλογίνης νώτα ρομφαίας ίδης.
*
Μνήμη των Αγίων δεκαπέντε Μαρτύρων, οι εν πλοίω κατά θάλασσαν εμβληθέντες, του πλοίου τρυπηθέντος, απεπνίγησαν.
Ο τριπλοπεντάριθμος αθλητών στόλος,
Και πυθμένος κατήρε μέχρι ποντίου.
*
Η Αγία Νεομάρτυς Ακυλίνα, ράβδοις συνθλασθείσα, τελειούται.
Την φύσιν ούσα θήλυ η Ακυλίνα,
Ανήρ εδείχθη γεννάδας προς βασάνους (10).
(10) Ταύτης το Συναξάριον όρα εν τω Νέω Μαρτυρολογίω.
Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.
Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *
Τῷ αὐτῷ μηνὶ ΚΖ΄, μνήμη τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Καλλιστράτου, καὶ τῶν σὺν αὐτῷ τεσσαράκοντα ἐννέα Μαρτύρων.
Εἰς τὸν Καλλίστρατον.
Τμηθεὶς ὁ Καλλίστρατος αὐχένα ξίφει,
Στρατῷ συνήφθη καλλινίκων Μαρτύρων.
Εἰς τοὺς τεσσαράκοντα ἐννέα.
Δεκὰς τετραπλῆ Μαρτύρων σὺν ἐννάδι,
Διὰ ξίφους ἄθλησιν ἀθλεῖ τιμίαν.
Εἰκάδι ἑβδομάτῃ Καλλίστρατος ἔνθεν ἀέρθη.
Οὗτος ὁ Ἅγιος ἐκατάγετο ἀπὸ τὴν χώραν τῶν Καρχηδονίων, τὴν ἐν τῇ Ἀφρικῇ εὑρισκομένην, συναριθμούμενος μὲ τὸ στρατιωτικὸν τάγμα, τὸ καλούμενον τῶν Καλανδῶν, ἐν ἔτει σπη΄ [288]. Πηγαίνωντας δὲ εἰς τὴν Ῥώμην μὲ ὅλον τὸ στρατιωτικὸν τάγμα, μόνος αὐτὸς ἔλαμπεν ἀνάμεσα εἰς τοὺς ἄλλους ἀπίστους στρατιώτας, μὲ τὴν πίστιν τοῦ Χριστοῦ, καθὼς καὶ ὁ ἀστὴρ λάμπει ἀνάμεσα εἰς τὴν σκοτεινὴν καὶ ἀσέληνον νύκτα. Ἀπὸ τοὺς προγόνους του γὰρ ἦτον πεφωτισμένος μὲ τὴν πίστιν τοῦ Χριστοῦ ὁ μακάριος. Διότι ὁ ἀπὸ τὸν πατέρα πάππος του, πορευθεὶς εἰς Ἱεροσόλυμα, ὅτε ἦτον ἐπὶ γῆς ὁ Κύριος, καὶ θεωρήσας μὲ τοὺς ἰδίους του ὀφθαλμοὺς τὰ θαυμάσια ὁποῦ ἐποίει, ἐπίστευσεν. Ὅθεν ἐπιστρέψας εἰς τὸ ὁσπήτιόν του, ἔδωκεν εἰς ὅλους τοὺς συγγενεῖς του τὴν καλὴν ταύτην πραγματείαν, καὶ τὸν φωτισμὸν τῆς θεογνωσίας. Ἐπειδὴ δὲ ὁ τοῦ Χριστοῦ μάρτυς Καλλίστρατος ἐφανερώθη εἰς τοὺς συστρατιώτας του, ὅτι ἦτον Χριστιανός, διαβάλλεται πρὸς Περσεντῖνον τὸν στρατηλάτην, ὅταν ὁ Διοκλητιανὸς καὶ Μαξιμιανὸς οἱ βασιλεῖς, ἐφέροντο μανικῶς κατὰ τῶν Χριστιανῶν.
Παρασταθεὶς λοιπὸν ἔμπροσθεν τοῦ Περσεντίνου, καὶ ἐρωτηθείς, ὁμολογεῖ παρρησίᾳ τὴν εἰς Χριστὸν εὐσέβειαν. Ὅθεν ἐξαπλωθεὶς κατὰ γῆς, τόσον ἄσπλαγχνα ἐδάρθη ὁ τρισόλβιος, ὥστε ὁποῦ ἔτρεχε τὸ αἷμα ποταμηδόν. Ἔπειτα σύρεται ἀνάσκελα ἐπάνω εἰς λεπτὰ κομμάτια τούβλων, καὶ καταξεσχίζεται τὰς πρότερον πληγωθείσας σάρκας του. Εἶτα ποτίζεται μὲ χωνὶ τὸ νερὸν μιᾶς ὁλοκλήρου λεκάνης. Ἀπὸ τὸ ὁποῖον καὶ ἐφούσκωσεν ὡς ἀσκίον. Μετὰ ταῦτα βάλλεται μέσα εἰς ἕνα σάκκον, καὶ ῥίπτεται εἰς τὸ μέσον τῆς θαλάσσης, βλέποντος καὶ τοῦ στρατηλάτου. Ἐπειδὴ δὲ ὁ σάκκος ἐσχίσθη κατὰ θείαν δύναμιν, διὰ τοῦτο ὁ Ἅγιος ἐφέρθη ὑπὸ δύω δελφίνων ὑγιὴς ἔξω εἰς τὸν αἰγιαλόν. Τότε οἱ μετ’ αὐτοῦ ὄντες στρατιῶται, τεσσαράκοντα ἐννέα τὸν ἀριθμόν, βλέποντες τὸ τοιοῦτον θαυμάσιον, ἐπίστευσαν, καὶ προσφέρονται εἰς τὸν Χριστὸν διὰ μέσου τοῦ Ἁγίου. Ὅθεν ὅλοι αὐτοὶ δέρνονται καὶ τζακίζονται εἰς τὰ μέλη. Ἔπειτα ῥίπτονται εἰς τὴν φυλακήν, καὶ ἐκεῖ μέσα διδάσκονται ἀπὸ τὸν Ἅγιον Καλλίστρατον τὰ δόγματα τῆς θείας τοῦ Χριστοῦ οἰκονομίας, καὶ τὰ περὶ κρίσεως καὶ ἀνταποδόσεως, καὶ περὶ ἄλλων ἀξίων μαθήσεως. Καὶ πρὸς τούτοις παρακινοῦνται ἀπὸ αὐτὸν εἰς τὸ νὰ ὑπομείνουν ἀνδρείως τὸ μαρτύριον.
Κατὰ δὲ τὴν ἐρχομένην ἡμέραν παρασταθέντες εἰς τὸν στρατηλάτην, καὶ ἀποδειχθέντες πλέον ἄφοβοι ἀπὸ τὸ πρῶτον, δέρνονται πάλιν. Εἶτα δεθέντες ἀπὸ τὰ χέρια καὶ πόδια, ῥίπτονται μέσα εἰς τὴν ἐκεῖ εὑρισκομένην κολυμβήθραν, ἥτις ὠνομάζετο ὠκεανός. Ὁ δὲ Ἅγιος Καλλίστρατος ἐπροσευχήθη νὰ γένῃ βάπτισμα εἰς αὐτοὺς ἡ κολυμβήθρα ἐκείνη. Καί, ὢ τοῦ θαύματος! εὐθὺς ἐλύθησαν τὰ δεσμά, καὶ εὐγῆκαν οἱ Ἅγιοι ἀπὸ τὸ νερὸν τῆς κολυμβήθρας, ἐνδεδυμένοι στολὰς λαμπράς. Ὁ δὲ Μάρτυς Καλλίστρατος ἐφάνη φορῶν ἐπὶ τῆς κεφαλῆς του ἕνα εὐπρεπέστατον στέφανον. Ἤκουσε δὲ καὶ θείαν φωνήν, ἥτις ἐπαραθάρρυνεν αὐτόν. Ἐκ δὲ τῆς φωνῆς, τὸ ἐκεῖ πλησίον εὑρισκόμενον εἴδωλον ἔπεσε κατὰ γῆς, καὶ ἐδιαλύθη εἰς κονιορτόν. Ἐκ τούτου δὲ τοῦ θαύματος πιστεύουσιν εἰς τὸν Χριστὸν ἄλλοι ἑκατὸν τριανταπέντε στρατιῶται. Φυλακωθέντων δὲ πάλιν τῶν τεσσαρακονταεννέα στρατιωτῶν ὁμοῦ μὲ τὸν Ἅγιον Καλλίστρατον, ἐφοβήθη ὁ στρατηλάτης, μήπως κάμουν καὶ ἄλλα θαυμάσια, καὶ πιστεύσουν εἰς τὸν Χριστὸν καὶ ἄλλοι πολλοί, διὰ τοῦτο ἔπεμψε τὴν νύκτα καὶ κατέκοψεν εἰς λεπτὰ κομμάτια τὰ σώματα τῶν Ἁγίων. Τούτων δὲ τὰ ἱερὰ λείψανα κηδεύσαντες ἐντίμως καὶ εὐλαβῶς οἱ πιστεύσαντες ἑκατὸν τριανταπέντε στρατιῶται, ἔκτισαν εἰς αὐτοὺς καὶ ναὸν ὡραιότατον (1).
(1) Σημείωσαι, τὸ Μαρτύριον τοῦτο συνέγραψεν ἑλληνιστὶ ὁ Μεταφραστής, οὗ ἡ ἀρχή· «Τὴν τοῦ Χριστοῦ ποίμνην». (Σῴζεται ἐν τῇ Μεγίστῃ Λαύρᾳ, ἐν τῇ τῶν Ἰβήρων καὶ ἐν ἄλλαις.)
*
Μνήμη τῆς Ἁγίας Μάρτυρος Ἐπιχάρεως.
Εὔτολμος Ἐπίχαρις ἦν πρὸς τὸ ξίφος,
Συλλήπτορα πλουτοῦσα τὴν θείαν χάριν.
Αὕτη ἡ Ἁγία ἦτον ἐν τῇ Ῥώμῃ κατὰ τοὺς χρόνους Διοκλητιανοῦ, ἐν ἔτει σϞη΄ [298]. Ἐπιάσθη δὲ ὡς Χριστιανὴ ἀπὸ τὸν ἔπαρχον Καισάριον, καὶ ὁμολογήσασα παρρησίᾳ τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, κρεμᾶται καὶ ξέεται. Ἔπειτα ἐτζάκισαν τὰ μέλη της μὲ μπάλλαν μολυβίνην τέσσαρες στρατιῶται. Ἐπειδὴ δὲ ἡ Ἁγία ἐπροσευχήθη, διὰ τοῦτο ἦλθον Ἄγγελοι, καὶ ἐθανάτωσαν τοὺς παιδεύοντας αὐτὴν τέσσαρας στρατιώτας. Τελευταῖον, καταδικάζεται ἡ Ἁγία νὰ ἀποκεφαλισθῇ. Ὅθεν ὅταν ἔφθασεν εἰς τὸν τόπον τῆς καταδίκης, καὶ ἐστάθη ἐπάνω εἰς μίαν πέτραν, ὢ τοῦ θαύματος! εὐθὺς ἡ πέτρα ἀνέβλυσε νερόν. Ἀποκεφαλισθεῖσα δέ, παρέδωκε τὴν ἁγίαν ψυχήν της εἰς χεῖρας Θεοῦ, ἀπὸ τὸν ὁποῖον ἔλαβε τοῦ μαρτυρίου τὸν στέφανον.
*
Μνήμη τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Ἰγνατίου, Ἡγουμένου τῆς Μονῆς τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ, τῆς ἐπιλεγομένης τοῦ Βαθέος Ῥύακος.
Τὸν Ἰγνάτιον λαμβάνει Μονὴ πόλου,
Μονῆς προεξάρξαντα ὡς Θεῷ φίλον.
Οὗτος ἦτον ἀπὸ τὴν δευτέραν ἐπαρχίαν τῶν Καππαδοκῶν, κατὰ τοὺς χρόνους Νικηφόρου τοῦ Φωκᾶ, καὶ Ἰωάννου τοῦ Τζιμισκῆ, ἐν ἔτει Ϡξγ΄, ἤτοι 963. Ἐκ νεαρᾶς δὲ ἡλικίας ἀφιερωθεὶς εἰς τὸν Θεὸν ὡς ἄλλος Σαμουήλ, ἐπῆγεν εἰς τὸ Μοναστήριον τὸ καλούμενον τοῦ Βαθέος Ῥύακος, καὶ μανθάνει ὅλην τὴν ἀσκητικὴν ἀκρίβειαν ἀπὸ τὸν Ὅσιον Βασίλειον τὸν Ἡγούμενον καὶ κτίτορα τῆς Μονῆς ταύτης (2). Ἐπειδὴ δὲ ἔφθασεν εἰς τὸ ἄκρον τῆς ἀρετῆς, διὰ τοῦτο χειροτονεῖται βαθμηδὸν Ἀναγνώστης, Ὑποδιάκονος, Διάκονος, καὶ Πρεσβύτερος. Ἔπειτα προβάλλεται καὶ Ἡγούμενος τοῦ τοιούτου Μοναστηρίου. Ὅθεν διὰ τῆς καλῆς του διοικήσεως, αὔξησε τὸ Μοναστήριον καὶ ἐπλήθυνεν αὐτὸ τόσον εἰς τὰ εἰσοδήματα, ὅσον καὶ εἰς τὰς λοιπὰς βελτιώσεις. Ἔκτισε γὰρ ναοὺς διαφόρους, τοῦ Ταξιάρχου Μιχαήλ, τοῦ Θεόπτου ’Ηλιού, καὶ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, εἰς ἕνα τζεφτιλίκιον τοῦ Μοναστηρίου. Ἔκτισε δὲ καὶ περιτείχισμα εἰς τὰς ἐκεῖσε εὑρισκομένας καλογραίας, δυνατὸν καὶ ὡραιότατον.
Οὗτος ὁ Ὅσιος ἤλεγξε καὶ ἐντροπίασε μὲ παρρησίαν καὶ γενναιότητα τοὺς ἄρχοντας, ὁποῦ ἐδιώρισεν ὁ τότε τύραννος ὀνόματι Σκληρός. Ὅταν δὲ ἐσηκώθη ἀπὸ τὸ μέσον ὁ Σκληρὸς οὗτος, τότε ἐπῆγεν εἰς Κωνσταντινούπολιν ὁ Ὅσιος. Καὶ ἐκεῖ κατασκευάσας ἱερὰ κειμήλια, καὶ ἕνα σίγνον, ἤτοι σημεῖον τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ (3), ὁμοίως καὶ ἕνα περιηργυρωμένον Εὐαγγέλιον, ἔπεμψεν αὐτὰ ὅλα εἰς τὸ Μοναστήριον. Ἐκεῖ δὲ εἰς Κωνσταντινούπολιν εὑρισκόμενος, ἠσθένησεν ἀπὸ ἀσθένειαν δυσεντερίας. Διὰ τοῦτο καὶ ἐσπούδαζε νὰ φθάσῃ μίαν ὥραν πρότερον εἰς τὸ Μοναστήριόν του. Φθάσας δὲ εἰς τὸ Ἀμόριον, ἐτελείωσε τὴν παροῦσαν ζωήν (4). Ὅθεν καὶ θάπτεται ἐκεῖ εἰς ἕνα σεβάσμιον οἶκον. Ἀφ’ οὗ δὲ ἀπέρασεν ἕνας χρόνος, ἠθέλησαν οἱ Πατέρες τοῦ Μοναστηρίου νὰ κάμουν ἀνακομιδὴν τοῦ λειψάνου του. Ὅθεν ἀνοίξαντες τὸν τάφον, εὗρον τὸ λείψανόν του σῷον καὶ ὁλόκληρον, καὶ γεμάτον ἀπὸ πνευματικὴν εὐωδίαν. Τοῦτο δὲ φέροντες εἰς τὸ Μοναστήριον, ἀπεθησαύρισαν αὐτὸ εἰς τὸν νάρθηκα τοῦ θείου Ναοῦ.
(2) Ὁ Ὅσιος Βασίλειος οὗτος, ἑορτάζεται κατὰ τὴν πρώτην τοῦ Ἰουλίου. Ἡ Μονὴ δὲ τοῦ Βαθέος Ῥύακος, εὑρίσκεται κοντὰ εἰς τὴν Τριγλίαν, ἤτοι εἰς τὰ Μουντανία, ὡς λέγουσι πολλοί.
(3) Τὸ σημεῖον τοῦ Κυρίου ὁποῦ κατεσκεύασεν ὁ θεῖος οὗτος Ἰγνάτιος, νομίζω ὅτι εἶναι ὁ Σταυρός. Οὗτος γὰρ ἐστὶ τὸ σημεῖον τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. «Τότε, φησί, φανήσεται τὸ σημεῖον τοῦ Υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου ἐν τῷ Οὐρανῷ».
(4) Ἐὰν δὲ ἡ Μονὴ τοῦ Βαθέος Ῥύακος εὑρίσκεται κοντὰ εἰς τὰ Μουντανία, ὁ δὲ Ἅγιος Ἰγνάτιος οὗτος ἐκίνησεν ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολιν διὰ νὰ ὑπάγῃ εἰς τὸ Μοναστήριόν του, ταὐτὸν εἰπεῖν, διὰ νὰ ὑπάγῃ εἰς Μουντανία, πῶς ἐκατάντησεν εἰς τὸ Ἀμόριον, ἥτις εἶναι πόλις, εὑρισκομένη εἰς τὴν μεγάλην Φρυγίαν ὑπὸ τὸν Μητροπολίτην Συννάδων; ἀπορεῖν μοι ἔπεστιν. Ἀνακόλουθον γὰρ τοῦτό ἐστιν.
*
Μνήμη τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων Μάρκου (5), Ἀριστάρχου, καὶ Ζήνωνος.
Εἰς τὸν Μάρκον.
Ὁ κλῆσιν αὐχῶν Ἰωάννου καὶ Μάρκου,
Ἀποστολῆς ἦν ἐνδιαπρέπων δρόμοις.
Εἰς τὸν Ἀρίσταρχον.
Ἄριστος Ἀρίσταρχος ἐν μύσταις Λόγου,
Ἄρξας ἄριστα καὶ ξένον ζήσας βίον.
Εἰς τὸν Ζήνωνα.
Ζήνων Θεοῦ τὸν ζῶντα κηρύττων Λόγον,
Πλείστους ἀνεζώωσε νεκροὺς τῇ πλάνῃ.
Μάρκος ὁ Ἀπόστολος, ὅστις καὶ Ἰωάννης ὀνομάζεται, τὸν ὁποῖον ἀναφέρει ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς εἰς τὰς Πράξεις λέγων· «Συνιδών τε ὁ Πέτρος, ἦλθεν ἐπὶ τὴν οἰκίαν Μαρίας τῆς μητρὸς Ἰωάννου, τοῦ ἐπικαλουμένου Μάρκου» (Πράξ. ιβ΄, 12)· οὗτος λέγω χειροτονηθεὶς ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους Ἐπίσκοπος τῆς Βύβλου (6) ἐφάνη δόκιμος ἐν τῇ ἐργασίᾳ τοῦ Εὐαγγελίου. Τόσον δὲ ἦτον φίλος καὶ οἰκεῖος τοῦ Θεοῦ ὁ μακάριος, ὥστε ὁποῦ καὶ ἡ σκιὰ μόνη τοῦ ἱεροῦ σώματός του ἐθεράπευε τὰς ἀρρωστίας τῶν ἀσθενῶν. Ὁ δὲ Ἀρίσταρχος ἦτον ἕνας ἀπὸ τοὺς ἑβδομήκοντα Ἀποστόλους. Τὸν ὁποῖον ἐνθυμεῖται ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, τόσον ἐν τῇ πρὸς Κολασσαεῖς Ἐπιστολῇ, λέγων· «Ἀσπάζεται ὑμᾶς Ἀρίσταρχος ὁ συναιχμάλωτός μου» (Κολ. δ΄, 10), ὅσον καὶ ἐν τῇ πρὸς Φιλήμονα, λέγων· «Ἀσπάζονταί σε Μάρκος, Ἀρίσταρχος, οἱ συνεργοί μου» (ἐδάφ. 23). Οὗτος λοιπὸν ἐφάνη ἄλλος δεύτερος Ἰωάννης Βαπτιστὴς κατὰ τὴν τροφήν. Καθότι καὶ αὐτὸς ἔτρωγεν, ὡσὰν ἐκεῖνος, μόνον ἀκρίδας, ἤτοι ἄκρας τῶν δένδρων καὶ ἀκρόδρυα (7), καὶ μέλι, ἤτοι χόρτον τὸ καλούμενον μελέαγρον. Ἢ κατὰ ἄλλους μέλι ἄγριον. Καὶ καθότι καὶ αὐτὸς ἦτον ἐνδυμένος μὲ φόρεμα δερμάτινον. Ἔγινε δὲ οὗτος Ἐπίσκοπος Ἀπαμείας τῆς ἐν Συρίᾳ, καὶ ὅλους τοὺς ἐκεῖ εὑρισκομένους ἀπίστους, ἐπίστρεψεν εἰς τὴν τῆς ἀληθείας καὶ εὐσεβείας ἐπίγνωσιν.
Ὁ δὲ Ζήνων οὗτος, εἶναι ὁ ἴδιος νομικὸς ἐκεῖνος Ζηνᾶς, περὶ τοῦ ὁποίου γράφει ὁ μακάριος Παῦλος ἐν τῇ πρὸς Τίτον Ἐπιστολῇ, λέγων· «Ζηνᾶν τὸν νομικὸν καὶ Ἀπολλὼ σπουδαίως πρόπεμψον» (Τίτ. γ΄, 13) (8). Ἐπίσκοπος δὲ γενόμενος οὗτος ὑπὸ τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου τῆς Διοσπόλεως (ἥτις εἶναι ἡ αὐτὴ μὲ τὴν Λαοδίκειαν, κατὰ τὸν Γεωγράφον Μελέτιον) (9), ἔγινεν οἰκητήριον τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καὶ πολλοὺς ἠλευθέρωσεν ἀπὸ τὴν πλάνην τῆς εἰδωλολατρείας. Οὗτοι λοιπὸν καὶ οἱ τρεῖς Ἀπόστολοι καλῶς καὶ θεαρέστως ποιμάναντες τὰ ἐδικά των ποίμνια, καὶ πολυπλασιάσαντες τὸ παρὰ Θεοῦ δοθὲν εἰς αὐτοὺς τάλαντον, πρὸς Κύριον ἐξεδήμησαν, ἵνα ἀπολαύσουν τὴν αὐτοῦ χαρὰν καὶ μακαριότητα.
(5) Οὗτος φαίνεται νὰ ᾖναι ἄλλος ἀπὸ τὸν ἑορταζόμενον κατὰ τὴν τριακοστὴν τοῦ Ὀκτωβρίου. Καθότι, οὗτος μέν, ἐχειροτονήθη Ἐπίσκοπος Βύβλου, ἐκεῖνος δέ, τῆς Ἀπολλωνιάδος.
(6) Ἡ Βύβλος, κατὰ τὸν Γεωγράφον Μελέτιον, εἶναι πόλις ἀρχαιοτάτη, κτίσμα Κρόνου. Ἥτις ἐκλήθη οὕτως ἐκ τοῦ πάσης ἀρχαίας βίβλου φυλακὴν ἀσινέα ἐν ταύτῃ γενέσθαι. Ἔστι δὲ τετιμημένη μὲ θρόνον Μητροπολίτου, ὑποκειμένη εἰς τὸν Ἀντιοχείας. Νῦν ὀνομάζεται κοινῶς Γιβλέτ, ἢ Τζιμπελέτ, ὀλίγον ἀπέχουσα τῆς θαλάσσης. Λέγει δὲ ὁ Βαρῖνος, ὅτι ἡ βίβλος ἢ τὸ βιβλίον οὐδετέρως, ὀνομάζεται ἀπὸ τοῦ φυτοῦ τῆς βύβλου κατ’ ἐναλλαγὴν γράμματος. Ἢ τὸ βιβλίον γράφεται μὲν ἀττικῶς διὰ τοῦ ι· διὰ δὲ τοῦ υ, ἰωνικῶς. Ὁ αὐτὸς δὲ λέγει, ὅτι βυβλίον καὶ βιβλίον διαφέρουσι. Βυβλίον μὲν γάρ, λέγεται τὸ ἄγραφον, ὡς τὸ «Ἐπὶ τῷ βυβλίῳ σου πᾶντες γραφήσονται». Βιβλίον δέ, τὸ γεγραμμένον. Ἀδιάφορον ὅμως εἶναι, εἴτε διὰ τοῦ ι, γράφεται, εἴτε διὰ τοῦ υ, καὶ τὸ αὐτὸ σημαινόμενον ἔχει.
(7) Σημείωσαι, ὅτι τινὲς λέγουν, ἐξ ὧν εἶναι καὶ ὁ Θεοφύλακτος Βουλγαρίας, ὅτι Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος ἔτρωγε καὶ ἀκρίδας, τὰ πέτοντα ταῦτα ζωΰφια. Καθ’ ὅτι καὶ αὐτὰ καθαρὰ ὀνομάζει ἡ Γραφή, καὶ συγχωρεῖ νὰ τὰ τρώγουν οἱ ἄνθρωποι. Οὕτω γὰρ γράφεται ἐν τῷ Λευϊτικῷ· «Καὶ ταῦτα φάγεσθε ἀπ’ αὐτῶν, τὸν βροῦχον καὶ τὰ ὅμοια αὐτῷ. Καὶ τὸν ἀττάκην καὶ τὰ ὅμοια αὐτῷ. Καὶ τὴν ἀκρίδα καὶ τὰ ὅμοια αὐτῷ» (Λευϊτ. ια΄, 21). Εἶναι δὲ καὶ βοτάνη ἀκρὶς ὀνομαζομένη κατὰ τὸ «Καὶ ἀνθήσῃ τὸ ἀμύγδαλον, καὶ παχυνθῇ ἡ ἀκρίς, καὶ διασκεδασθῇ ἡ κάππαρις» (Ἐκκλ. ιβ΄, 5). Ἁρμοδιώτερον δὲ εἶναι νὰ νοοῦμεν, ὅτι ὁ λιτὸς καὶ ἀπέριττος Βαπτιστὴς τοῦ Κυρίου ἔτρωγε τὰ ἀκρόδρυα, ἢ τὰς βοτάνας ἀκρίδας, ὡς τροφὴν λιτὴν καὶ ἀπέριττον, πάρεξ νὰ νοοῦμεν, ὅτι ἔτρωγε τὰ ζωΰφια, τὰς ἀκρίδας.
(8) Ὁ Ζηνᾶς οὗτος συνέγραψε τὸν Βίον τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Τίτου. Καὶ ὅρα εἰς τὴν εἰκοστὴν πέμπτην τοῦ Αὐγούστου.
(9) Ὁ δὲ Δοσίθεος ἐν τῇ Δωδεκαβίβλῳ λέγει, ὅτι Διόσπολις ὠνομάζετο ἡ Λύδδα, ἥτις ἀπέχει ἕξι ὥρας μακρὰν ἀπὸ τὴν Ἐμμαούς, ὅπου ἦτον ὁ Ναὸς τοῦ Ἁγίου Γεωργίου.
*
Μνήμη τῶν Ἁγίων Μαρτύρων Φιλήμονος Ἐπισκόπου, καὶ Φουρτουνιανοῦ.
Χριστὸν φιλῶν φιλοῦντα Φιλήμων θύτης,
Φουρτουνιανῷ συναθλεῖ φιλουμένῳ.
*
Ἡ Ἁγία Μάρτυς Γαϊανή, τὰ νῶτα φλεχθεῖσα, τελειοῦται.
Γαϊανὴ τὰ νῶτα φλεχθῆναι δίδου,
Ὡς ἂν φλογίνης νῶτα ῥομφαίας ἴδῃς.
*
Μνήμη τῶν Ἁγίων δεκαπέντε Μαρτύρων, οἳ ἐν πλοίῳ κατὰ θάλασσαν ἐμβληθέντες, τοῦ πλοίου τρυπηθέντος, ἀπεπνίγησαν.
Ὁ τριπλοπεντάριθμος ἀθλητῶν στόλος,
Καὶ πυθμένος κατῆρε μέχρι ποντίου.
*
Ἡ Ἁγία Νεομάρτυς Ἀκυλίνα, ῥάβδοις συνθλασθεῖσα, τελειοῦται.
Τὴν φύσιν οὖσα θῆλυ ἡ Ἀκυλίνα,
Ἀνὴρ ἐδείχθη γεννάδας πρὸς βασάνους (10).
(10) Ταύτης τὸ Συναξάριον ὅρα ἐν τῷ Νέῳ Μαρτυρολογίῳ.
Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.
Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Α’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *