Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου10 Σεπτεμβρίου
Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ
Τω αυτώ μηνί Ι’, μνήμη των Αγίων Μαρτύρων γυναικών Μηνοδώρας, Μητροδώρας, και Νυμφοδώρας.
Ηγούντο Μηνοδώρα και Μητροδώρα,
Και Νυμφοδώρα, δώρα σαρκός αικίας.
Θεινόμεναι (ήτοι τυπτόμεναι και παιδευόμεναι) δεκάτη δωρώνυμοι έκθανον αι τρεις.
Αύται αι Άγιαι γυναίκες ήτον εις τους χρόνους του βασιλέως Μαξιμιανού εν έτει τδ’ [304], αδελφαί μεν κατά σάρκα, πατρίδα δε έχουσαι την Βιθυνίαν, και διαλάμπουσαι με παρθενίαν και κάλλος ψυχής και σώματος. Δια δε την του Χριστού αγάπην, άφησαν μεν την πατρίδα των, επήγαν δε και εκατοίκησαν εις ένα υψηλόν τόπον, ευρισκόμενον κοντά εις τα θερμά νερά, τα επονομαζόμενα Πύθια. Και εκεί επολιτεύοντο με σωφροσύνην και κάθε άλλην άσκησιν. Δια τούτο ηξιώθησαν να λάβουν εγκάτοικον εις την ψυχήν αυτών την χάριν του Αγίου Πνεύματος. Όθεν και φανερωθείσαι εις πολλούς, ότι είναι τοιαύται πνευματοφόροι και κεχαριτωμέναι υπό Θεού, ελευθέροναν τους πάσχοντας από διαφόρους ασθενείας, και από την ενέργειαν των πονηρών δαιμόνων.
Ταύτα δε μαθών Φρόντων ο ηγεμών, στέλλει τον συγκάθεδρόν του με πολλήν παράταξιν και δορυφορίαν, δια να εξετάση τα περί των παρθένων. Εκείνος δε παραστήσας αυτάς ενώπιόν του, κατεπλάγη μεν την τούτων φρονιμάδα και σύνεσιν. Βλέπωντας δε, πως αι Άγιαι εστέκοντο πάντη άφοβοι, προστάζει παρευθύς να ξεγυμνωθή η πρώτη αδελφή Μηνοδώρα, και να καταξέεται από τους δημίους εις δύω ολοκλήρους ώρας. Επειδή δε ο δικαστής επρόσταξεν αυτήν να θυσιάση εις τα είδωλα, επεριγέλασεν αυτόν η Αγία. Όθεν τόσον πολλά έδειραν αυτήν με τα ραβδία, ώστε οπού ετζακίσθησαν τα κόκκαλά της, και λειποθυμήσασα παρέδωκε την ψυχήν της εις χείρας Θεού, και έλαβε τον στέφανον της αθλήσεως.
Τότε ο δικαστής δείχνει εις τας άλλας δύω αδελφάς το ωραίον εκείνο σώμα της αδελφής των, γυμνόν και πρισμένον από τας πληγάς, θέλωντας με τούτο και με άλλους φοβερισμούς, να ψυχράνη την θερμότητα των παρθένων, και την ανδρείαν αυτών να ολιγοστεύση. Επειδή όμως είδεν, ότι αδύνατα επιχειρεί, δια τούτο προστάζει να κρεμάσουν επάνω εις ξύλον την δευτέραν αδελφήν Μητροδώραν, και να κατακαίουν αυτήν από κάθε μέρος του σώματος, με λαμπάδας αναμμένας. Έπειτα βάλλει αυτήν υποκάτω εις βαρυτάτους λοστούς, και με το βάρος εκείνων συντρίβει όλον το σώμα της. Και έτζι με την παιδείαν αυτήν, απήλθεν η μακαρία προς τον νυμφίον της Χριστόν, ον ηγάπησε. Τα ίδια δε βάσανα και η τρίτη αδελφή Νυμφοδώρα υπομείνασα, συνηριθμήθη με τας δύω της αδελφάς εις τους Ουρανίους θαλάμους.
Τόσην δε μεγάλην ανδρείαν έδειξαν αι τρεις αύται αδελφαί εις το μαρτύριον, ώστε οπού, ουδέ ψιλόν αναστεναγμόν εύγαλαν αι αοίδιμοι εις όλα τα δεινά βάσανα, οπού εδοκίμασαν. Αλλά μένουσαι ωσάν στήλαι ακίνητοι, εις μόνον τον Θεόν έβλεπον και με τους αισθητούς οφθαλμούς και με τους νοητούς, και με μόνον τον Θεόν συνωμίλουν. Ο δε παράνομος δικαστής, άναψε κάμινον δυνατήν, και μέσα εις αυτήν έρριψε τα των παρθένων μαρτυρικά λείψανα. Αλλ’ ευθύς έγιναν άνωθεν αστραπαί και βρονταί, και τον μεν άδικον δικαστήν, δικαίως κατέκαυσαν, τα δε άγια λείψανα, αβλαβή διεφύλαξαν, με το να έγινε ραγδαία βροχή, και το πυρ της καμίνου κατέσβεσεν. Όθεν πέρνοντες αυτά τινές Χριστιανοί, ενταφίασαν μεγαλοπρεπώς εις τον ίδιον τόπον εκείνον, εις τον οποίον ετελειώθησαν. (Το ελληνικόν μαρτύριον αυτών συνέγραψε Συμεών ο Μεταφραστής, ου η αρχή· «Ουδέ γυναιξίν, ουδέ κόραις»· σώζεται εν τη Λαύρα, εν τη των Ιβήρων και εν άλλαις.)
*
Ο Άγιος Μάρτυς Βαρυψαβάς, ξύλω συντριβείς, τελειούται.
Βαρυψαβάς δι’ αίμα θείον Δεσπότου,
Οικείον αίμα συντριβείς ξύλοις χέει.
Ούτος ο Άγιος λαβών από ένα ερημίτην το τίμιον αίμα, οπού έτρεξεν από την πλευράν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού (1), δια μέσου αυτού πολλάς ιατρείας εποίει. Δια τούτο και από τους απίστους με ξύλα φονεύεται κατά τον καιρόν της νυκτός. Ο δε τίμιος θησαυρός του δεσποτικού αίματος, έμεινε πάλιν φυλαττόμενος από τον μαθητήν του Αγίου.
(1) Τινές λέγουσιν, ότι το αίμα, όπερ είχεν ο Βαρυψαβάς ούτος, δεν ήτον αμέσως εκείνο το εκχυθέν από της πλευράς του Σωτήρος. Επειδή εκείνο συνανέστη τω αναστάντι σώματι του Κυρίου, κατά την γνώμην τινών Θεολόγων. Αλλ’ ήτον από το αίμα εκείνο, οπού έτρεξεν από την πλευράν της εικόνος του Δεσπότου Χριστού, την οποίαν εκέντησαν εις την πλευράν οι Ιουδαίοι. Η εικών δε αύτη ευρίσκετο εις την Βηρυτόν, ήτοι το νυν λεγόμενον Βερούτι. Καθώς το θαύμα τούτο ιστορεί ο θείος Αθανάσιος. Ένα τοιούτον γράφει και ο Μελέτιος, σελ. 362, του β’ τόμου. Ότι δηλαδή εν έτει 923 εκομίσθη εις την Αυγίαν ο τιμαλφέστατος θησαυρός του αίματος του Κυρίου. Το αίμα δε αυτό, κατά τον Μαριανόν Σκώτον είναι εκείνο, οπού έτρεξεν από την εικόνα του Χριστού, καθ’ ον καιρόν αυτή εκεντήθη από τους Ιουδαίους εν Βέργω τη πόλει. Και έπαθεν εκείνα τα ίδια, οπού και ζων ο Κύριος έπαθεν από αυτούς. Ο δε Δοσίθεος λέγει, ότι το αίμα αυτό ήτον από του αίματος του βλύσαντος εκ της αγίας εικόνος, της τρωθείσης παρά του Εβραίου εν Κωνσταντινουπόλει. Αγκαλά και Ευθύμιος ο Ζυγαβηνός εις τον εικοστόν έκτον τίτλον της Πανοπλίας του, γράφων κατά εθνικών λέγει, ότι ουχί η σκια του Χριστού, αλλ’ αυτός ο Χριστός εσταυρώθη κατά σάρκα. Και δηλοί το καταρρεύσαν αίμα του Παναγίου Σώματος αυτού παρά Χριστιανοίς φυλαττόμενον, και βρύον ιάσεις, και πολλοίς θαύμασι μαρτυρούμενον είναι του Χριστού. Φασί δέ τινες, ότι εν τω κατά την Βενετίαν σκευοφυλακίω του Αγίου Μάρκου ευρέθη κιβώτιον μικρόν, όπερ έλαβον οι Λατίνοι από Κωνσταντινουπόλεως, στίχον έχον έξωθεν λέγοντα,
«Έχεις με Χριστόν αίμα σαρκός μου φέρον»
ποιεί δε άπειρα θαύματα. Λέγει δε και Ιωσήφ ο Βρυέννιος εν τη μελέτη τη περί των Κυπρίων, τόμω β’, ότι και η Εσθής και η Ζώνη της των Αγγέλων Κυρίας, και ο άνωθεν υφαντός του Δεσπότου Χριστού, και τα ιμάτια αυτού, και το εκ της πλευράς ρεύσαν αίμα, η λόγχη, οι ήλοι, ο σπόγγος, ο κάλαμος, ήσαν εν Κωνσταντινουπόλει. Ίσως δε και το άνωθεν αίμα του Κυρίου, να ήτον το ρεύσαν εκ των ρηθεισών αγίων εικόνων του Σωτήρος, και μάλιστα της εν Βηρυτώ, ήτις μετεκομίσθη ύστερον εις την Κωνσταντινούπολιν, υπό Ιωάννου Τζιμισκή. Και περί της οποίας γράφει προς Θεόφιλον βασιλέα τον εικονομάχον, η εν Ιεροσολύμοις Σύνοδος (σελ. 1153, της Δωδεκαβίβλου).
*
Ο Άγιος Πέτρος, Επίσκοπος Νικαίας, εν ειρήνη τελειούται.
Νικαέων πρόεδρος ων πρώην Πέτρε,
Αλιέων σύνεδρος εκθανών γίνη.
*
Η Αγία Πουλχερία η βασίλισσα, εν ειρήνη τελειούται.
Όντως παρέστη ψαλμικώς Πουλχερία,
Εκ δεξιών σου βασίλισσα Χριστέ μου.
Αύτη ήτον αδελφή του βασιλέως Θεοδοσίου του μικρού· και διαδεξαμένη την του αδελφού βασιλείαν εν έτει υν’ [450], υπανδρεύθη μεν με τον ευσεβέστατον Μαρκιανόν γέροντα όντα, ίνα αυτός διοική την βασιλείαν καλώς. Την δε παρθενίαν αυτής, μέχρι τέλους άφθορον και καθαράν διεφύλαξεν (2). Αφ’ ου λοιπόν η μακαρία αύτη έζησε με ευσεβή και θεοφιλή πολιτείαν, και έκτισε πολλούς ναούς και νοσοκομεία και εσυγκρότησε την εν Χαλκηδόνι αγίαν και Οικουμενικήν Τετάρτην Σύνοδον (3)· και απλώς ειπείν, αφ’ ου αυτή διέλαμψε με πολλά κατορθώματα, εν ειρήνη εξεδήμησε προς τον παρ’ αυτής ποθούμενον νυμφίον Χριστόν.
(2) Τούτο και ο ιστορικός Ευάγριος βεβαιοί, ότι δηλαδή η Πουλχερία μέχρι τέλους παρθένος διέμεινε, με το να μην έσμιξε με αυτήν ο Μαρκιανός (βιβλ. β’, κεφαλαίω α’, της Εκκλησιαστικής Ιστορίας). Λέγει δε περί της Πουλχερίας ο Μελέτιος εν τω β’ τόμω, ότι ήτον πεπαιδευμένη την ελληνικήν και ιταλικήν διάλεκτον τόσον καλά, ώστε οπού και ωμίλει και έγραφεν ακωλύτως και τας δύω. Αυτή εδίδαξε και τον αδελφόν της Θεοδόσιον τον μικρόν, πώς να ενδύνεται, πώς να κάθηται, πώς να περιπατή, πώς να κρατή τον γέλωτα, και πώς να ήναι σεμνός. Και όχι μόνον αυτά, αλλά και εις την ευσέβειαν τον ωδήγησε, και εδίδαξεν αυτόν να εύχεται συνεχώς, και να πηγαίνη εις την Εκκλησίαν. Και πολλά επάσχισεν εις καταφθοράν της αιρέσεως του Νεστορίου και Ευτυχούς. Όθεν δια τα τοιαύτα κατορθώματά της, έγινε προσφιλεστάτη εις τον Μέγαν Λέοντα Πάπαν Ρώμης, και εδέχθη παρ’ αυτού πολλάς επιστολάς.
(3) Ου μόνον γαρ ο Μαρκιανός, αλλά και η Πουλχερία ομού, δεν ημέλησε να συναθροίση την Τετάρτην Σύνοδον. Όθεν και οι δύω ήτον παρόντες εν αυτή κατά την ς’ συνέλευσιν, καθίσαντες επί θρόνων έμπροσθεν των καγκέλλων. Όρα περί της Αγίας ταύτης Πουλχερίας και εις την υποσημείωσιν του Συναξαρίου της Ανακομιδής του Αγίου Στεφάνου κατά την δευτέραν του Αυγούστου. Όρα και κατά την δεκάτην εβδόμην του Φευρουαρίου, όπου εορτάζεται η Πουλχερία αύτη μετά του Μαρκιανού.
*
Μνήμη των Αγίων Αποστόλων Απελλού, Λουκά, και Κλήμεντος.
Λουκάς ο θείος συν Απελλή και Κλήμης,
Απόστολοι σύνεισι τοις Αποστόλοις.
Άλλος είναι ο Απόστολος ούτος Απελλής, και άλλος ο Απελλής εκείνος, όστις έγινεν Επίσκοπος της εν Θράκη Ηρακλείας, και εορτάζεται κατά την τριακοστήν πρώτην του Οκτωβρίου μετά Στάχυος, Αμπλίου, Ουρβανού, Ναρκίσσου και Αριστοβούλου. Τούτον δε τον Απελλήν αναφέρει ο Απόστολος Παύλος εν τη προς Ρωμαίους επιστολή λέγων· «Ασπάσασθε Απελλήν τον δόκιμον εν Χριστώ» (Ρωμ. ις’, 10). Ούτος λοιπόν γενόμενος της Σμύρνης φωστήρ, και τω Χριστώ οσίως δουλεύσας, προς αυτόν εξεδήμησεν. Ο δε Λουκάς ούτος, είναι άλλος από τον Ευαγγελιστήν. Αναφέρει δε και αυτόν ο Παύλος εν τη προς Τιμόθεον δευτέρα επιστολή λέγων· «Λουκάς εστι μόνος μετ’ εμού» (Β’ Τιμ. δ’, 11) (4). Ούτος λοιπόν γενόμενος πρώτος Επίσκοπος της εν Συρία Λαοδικείας, και καλώς ποιμάνας το λογικόν αυτού ποίμνιον, απήλθε προς Κύριον. Και ο Κλήμης δε ούτος, άλλος είναι από τον Κλήμεντα τον Ρώμης Επίσκοπον. Τούτον δε αναφέρει ο ίδιος Παύλος εν τη προς Φιλιππησίους επιστολή λέγων· «Εν τω Ευαγγελίω συνήθλησάν μοι μετά και Κλήμεντος και των λοιπών συνεργών μου» (Φιλιπ. δ’, 3). Ούτος λοιπόν γενόμενος Επίσκοπος των Σάρδεων (5) και τα στίγματα του Χριστού εν τη σαρκί περιφέρων, προς αυτόν εξεδήμησε.
(4) Αγκαλά και άλλοι λέγουσιν, ότι ο υπό του Παύλου ενταύθα αναφερόμενος, νοείται ο Ευαγγελιστής.
(5) Εν δε τοις Μηναίοις και τω τετυπωμένω Συναξαριστή, Σαρδικής γράφεται.
*
Η Αγία Μάρτυς Ία, ξίφει τελειούται.
Εκ γης εκάρθη κοιλάδων Ία ξίφει,
Και σοι προσήχθη Σώτερ, ως εύπνουν ίον.
Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.
Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *
Τῷ αὐτῷ μηνὶ Ι΄, μνήμη τῶν Ἁγίων Μαρτύρων γυναικῶν Μηνοδώρας, Μητροδώρας, καὶ Νυμφοδώρας.
Ἡγοῦντο Μηνοδώρα καὶ Μητροδώρα,
Καὶ Νυμφοδώρα, δῶρα σαρκὸς αἰκίας.
Θεινόμεναι (ἤτοι τυπτόμεναι καὶ παιδευόμεναι) δεκάτῃ δωρώνυμοι ἔκθανον αἱ τρεῖς.
Αὗται αἱ Ἅγιαι γυναῖκες ἦτον εἰς τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Μαξιμιανοῦ ἐν ἔτει τδ΄ [304], ἀδελφαὶ μὲν κατὰ σάρκα, πατρίδα δὲ ἔχουσαι τὴν Βιθυνίαν, καὶ διαλάμπουσαι μὲ παρθενίαν καὶ κάλλος ψυχῆς καὶ σώματος. Διὰ δὲ τὴν τοῦ Χριστοῦ ἀγάπην, ἄφησαν μὲν τὴν πατρίδα των, ἐπῆγαν δὲ καὶ ἐκατοίκησαν εἰς ἕνα ὑψηλὸν τόπον, εὑρισκόμενον κοντὰ εἰς τὰ θερμὰ νερά, τὰ ἐπονομαζόμενα Πύθια. Καὶ ἐκεῖ ἐπολιτεύοντο μὲ σωφροσύνην καὶ κάθε ἄλλην ἄσκησιν. Διὰ τοῦτο ἠξιώθησαν νὰ λάβουν ἐγκάτοικον εἰς τὴν ψυχὴν αὑτῶν τὴν χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὅθεν καὶ φανερωθεῖσαι εἰς πολλούς, ὅτι εἶναι τοιαῦται πνευματοφόροι καὶ κεχαριτωμέναι ὑπὸ Θεοῦ, ἐλευθέροναν τοὺς πάσχοντας ἀπὸ διαφόρους ἀσθενείας, καὶ ἀπὸ τὴν ἐνέργειαν τῶν πονηρῶν δαιμόνων.
Ταῦτα δὲ μαθὼν Φρόντων ὁ ἡγεμών, στέλλει τὸν συγκάθεδρόν του μὲ πολλὴν παράταξιν καὶ δορυφορίαν, διὰ νὰ ἐξετάσῃ τὰ περὶ τῶν παρθένων. Ἐκεῖνος δὲ παραστήσας αὐτὰς ἐνώπιόν του, κατεπλάγη μὲν τὴν τούτων φρονιμάδα καὶ σύνεσιν. Βλέπωντας δέ, πῶς αἱ Ἅγιαι ἐστέκοντο πάντῃ ἄφοβοι, προστάζει παρευθὺς νὰ ξεγυμνωθῇ ἡ πρώτη ἀδελφὴ Μηνοδώρα, καὶ νὰ καταξέεται ἀπὸ τοὺς δημίους εἰς δύω ὁλοκλήρους ὥρας. Ἐπειδὴ δὲ ὁ δικαστὴς ἐπρόσταξεν αὐτὴν νὰ θυσιάσῃ εἰς τὰ εἴδωλα, ἐπεριγέλασεν αὐτὸν ἡ Ἁγία. Ὅθεν τόσον πολλὰ ἔδειραν αὐτὴν μὲ τὰ ῥαβδία, ὥστε ὁποῦ ἐτζακίσθησαν τὰ κόκκαλά της, καὶ λειποθυμήσασα παρέδωκε τὴν ψυχήν της εἰς χεῖρας Θεοῦ, καὶ ἔλαβε τὸν στέφανον τῆς ἀθλήσεως.
Τότε ὁ δικαστὴς δείχνει εἰς τὰς ἄλλας δύω ἀδελφὰς τὸ ὡραῖον ἐκεῖνο σῶμα τῆς ἀδελφῆς των, γυμνὸν καὶ πρισμένον ἀπὸ τὰς πληγάς, θέλωντας μὲ τοῦτο καὶ μὲ ἄλλους φοβερισμούς, νὰ ψυχράνῃ τὴν θερμότητα τῶν παρθένων, καὶ τὴν ἀνδρείαν αὐτῶν νὰ ὀλιγοστεύσῃ. Ἐπειδὴ ὅμως εἶδεν, ὅτι ἀδύνατα ἐπιχειρεῖ, διὰ τοῦτο προστάζει νὰ κρεμάσουν ἐπάνω εἰς ξύλον τὴν δευτέραν ἀδελφὴν Μητροδώραν, καὶ νὰ κατακαίουν αὐτὴν ἀπὸ κάθε μέρος τοῦ σώματος, μὲ λαμπάδας ἀναμμένας. Ἔπειτα βάλλει αὐτὴν ὑποκάτω εἰς βαρυτάτους λοστούς, καὶ μὲ τὸ βάρος ἐκείνων συντρίβει ὅλον τὸ σῶμά της. Καὶ ἔτζι μὲ τὴν παιδείαν αὐτήν, ἀπῆλθεν ἡ μακαρία πρὸς τὸν νυμφίον της Χριστόν, ὃν ἠγάπησε. Τὰ ἴδια δὲ βάσανα καὶ ἡ τρίτη ἀδελφὴ Νυμφοδώρα ὑπομείνασα, συνηριθμήθη μὲ τὰς δύω της ἀδελφὰς εἰς τοὺς Οὐρανίους θαλάμους.
Τόσην δὲ μεγάλην ἀνδρείαν ἔδειξαν αἱ τρεῖς αὗται ἀδελφαὶ εἰς τὸ μαρτύριον, ὥστε ὁποῦ, οὐδὲ ψιλὸν ἀναστεναγμὸν εὔγαλαν αἱ ἀοίδιμοι εἰς ὅλα τὰ δεινὰ βάσανα, ὁποῦ ἐδοκίμασαν. Ἀλλὰ μένουσαι ὡσὰν στῆλαι ἀκίνητοι, εἰς μόνον τὸν Θεὸν ἔβλεπον καὶ μὲ τοὺς αἰσθητοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ μὲ τοὺς νοητούς, καὶ μὲ μόνον τὸν Θεὸν συνωμίλουν. Ὁ δὲ παράνομος δικαστής, ἄναψε κάμινον δυνατήν, καὶ μέσα εἰς αὐτὴν ἔρριψε τὰ τῶν παρθένων μαρτυρικὰ λείψανα. Ἀλλ’ εὐθὺς ἔγιναν ἄνωθεν ἀστραπαὶ καὶ βρονταί, καὶ τὸν μὲν ἄδικον δικαστήν, δικαίως κατέκαυσαν, τὰ δὲ ἅγια λείψανα, ἀβλαβῆ διεφύλαξαν, μὲ τὸ νὰ ἔγινε ῥαγδαία βροχή, καὶ τὸ πῦρ τῆς καμίνου κατέσβεσεν. Ὅθεν πέρνοντες αὐτὰ τινὲς Χριστιανοί, ἐνταφίασαν μεγαλοπρεπῶς εἰς τὸν ἴδιον τόπον ἐκεῖνον, εἰς τὸν ὁποῖον ἐτελειώθησαν. (Τὸ ἑλληνικὸν μαρτύριον αὐτῶν συνέγραψε Συμεὼν ὁ Μεταφραστής, οὗ ἡ ἀρχή· «Οὐδὲ γυναιξίν, οὐδὲ κόραις»· σῴζεται ἐν τῇ Λαύρᾳ, ἐν τῇ τῶν Ἰβήρων καὶ ἐν ἄλλαις.)
*
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Βαρυψαβᾶς, ξύλῳ συντριβείς, τελειοῦται.
Βαρυψαβᾶς δι’ αἷμα θεῖον Δεσπότου,
Οἰκεῖον αἷμα συντριβεὶς ξύλοις χέει.
Οὗτος ὁ Ἅγιος λαβὼν ἀπὸ ἕνα ἐρημίτην τὸ τίμιον αἷμα, ὁποῦ ἔτρεξεν ἀπὸ τὴν πλευρὰν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ (1), διὰ μέσου αὐτοῦ πολλὰς ἰατρείας ἐποίει. Διὰ τοῦτο καὶ ἀπὸ τοὺς ἀπίστους μὲ ξύλα φονεύεται κατὰ τὸν καιρὸν τῆς νυκτός. Ὁ δὲ τίμιος θησαυρὸς τοῦ δεσποτικοῦ αἵματος, ἔμεινε πάλιν φυλαττόμενος ἀπὸ τὸν μαθητὴν τοῦ Ἁγίου.
(1) Τινὲς λέγουσιν, ὅτι τὸ αἷμα, ὅπερ εἶχεν ὁ Βαρυψαβᾶς οὗτος, δὲν ἦτον ἀμέσως ἐκεῖνο τὸ ἐκχυθὲν ἀπὸ τῆς πλευρᾶς τοῦ Σωτῆρος. Ἐπειδὴ ἐκεῖνο συνανέστη τῷ ἀναστάντι σώματι τοῦ Κυρίου, κατὰ τὴν γνώμην τινῶν Θεολόγων. Ἀλλ’ ἦτον ἀπὸ τὸ αἷμα ἐκεῖνο, ὁποῦ ἔτρεξεν ἀπὸ τὴν πλευρὰν τῆς εἰκόνος τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ, τὴν ὁποίαν ἐκέντησαν εἰς τὴν πλευρὰν οἱ Ἰουδαῖοι. Ἡ εἰκὼν δὲ αὕτη εὑρίσκετο εἰς τὴν Βηρυτόν, ἤτοι τὸ νῦν λεγόμενον Βεροῦτι. Καθὼς τὸ θαῦμα τοῦτο ἱστορεῖ ὁ θεῖος Ἀθανάσιος. Ἕνα τοιοῦτον γράφει καὶ ὁ Μελέτιος, σελ. 362, τοῦ β΄ τόμου. Ὅτι δηλαδὴ ἐν ἔτει 923 ἐκομίσθη εἰς τὴν Αὐγίαν ὁ τιμαλφέστατος θησαυρὸς τοῦ αἵματος τοῦ Κυρίου. Τὸ αἷμα δὲ αὐτό, κατὰ τὸν Μαριανὸν Σκῶτον εἶναι ἐκεῖνο, ὁποῦ ἔτρεξεν ἀπὸ τὴν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, καθ’ ὃν καιρὸν αὐτὴ ἐκεντήθη ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους ἐν Βέργῳ τῇ πόλει. Καὶ ἔπαθεν ἐκεῖνα τὰ ἴδια, ὁποῦ καὶ ζῶν ὁ Κύριος ἔπαθεν ἀπὸ αὐτούς. Ὁ δὲ Δοσίθεος λέγει, ὅτι τὸ αἷμα αὐτὸ ἦτον ἀπὸ τοῦ αἵματος τοῦ βλύσαντος ἐκ τῆς ἁγίας εἰκόνος, τῆς τρωθείσης παρὰ τοῦ Ἑβραίου ἐν Κωνσταντινουπόλει. Ἀγκαλὰ καὶ Εὐθύμιος ὁ Ζυγαβηνὸς εἰς τὸν εἰκοστὸν ἕκτον τίτλον τῆς Πανοπλίας του, γράφων κατὰ ἐθνικῶν λέγει, ὅτι οὐχὶ ἡ σκιὰ τοῦ Χριστοῦ, ἀλλ’ αὐτὸς ὁ Χριστὸς ἐσταυρώθη κατὰ σάρκα. Καὶ δηλοῖ τὸ καταρρεῦσαν αἷμα τοῦ Παναγίου Σώματος αὐτοῦ παρὰ Χριστιανοῖς φυλαττόμενον, καὶ βρύον ἰάσεις, καὶ πολλοῖς θαύμασι μαρτυρούμενον εἶναι τοῦ Χριστοῦ. Φασὶ δέ τινες, ὅτι ἐν τῷ κατὰ τὴν Βενετίαν σκευοφυλακίῳ τοῦ Ἁγίου Μάρκου εὑρέθη κιβώτιον μικρόν, ὅπερ ἔλαβον οἱ Λατῖνοι ἀπὸ Κωνσταντινουπόλεως, στίχον ἔχον ἔξωθεν λέγοντα,
«Ἔχεις με Χριστὸν αἷμα σαρκός μου φέρον»
ποιεῖ δὲ ἄπειρα θαύματα. Λέγει δὲ καὶ Ἰωσὴφ ὁ Βρυέννιος ἐν τῇ μελέτῃ τῇ περὶ τῶν Κυπρίων, τόμῳ β΄, ὅτι καὶ ἡ Ἐσθὴς καὶ ἡ Ζώνη τῆς τῶν Ἀγγέλων Κυρίας, καὶ ὁ ἄνωθεν ὑφαντὸς τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ, καὶ τὰ ἱμάτια αὐτοῦ, καὶ τὸ ἐκ τῆς πλευρᾶς ῥεῦσαν αἷμα, ἡ λόγχη, οἱ ἧλοι, ὁ σπόγγος, ὁ κάλαμος, ἦσαν ἐν Κωνσταντινουπόλει. Ἴσως δὲ καὶ τὸ ἄνωθεν αἷμα τοῦ Κυρίου, νὰ ἦτον τὸ ῥεῦσαν ἐκ τῶν ῥηθεισῶν ἁγίων εἰκόνων τοῦ Σωτῆρος, καὶ μάλιστα τῆς ἐν Βηρυτῷ, ἥτις μετεκομίσθη ὕστερον εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν, ὑπὸ Ἰωάννου Τζιμισκῆ. Καὶ περὶ τῆς ὁποίας γράφει πρὸς Θεόφιλον βασιλέα τὸν εἰκονομάχον, ἡ ἐν Ἱεροσολύμοις Σύνοδος (σελ. 1153, τῆς Δωδεκαβίβλου).
*
Ὁ Ἅγιος Πέτρος, Ἐπίσκοπος Νικαίας, ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται.
Νικαέων πρόεδρος ὢν πρῴην Πέτρε,
Ἁλιέων σύνεδρος ἐκθανὼν γίνῃ.
*
Ἡ Ἁγία Πουλχερία ἡ βασίλισσα, ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται.
Ὄντως παρέστη ψαλμικῶς Πουλχερία,
Ἐκ δεξιῶν σου βασίλισσα Χριστέ μου.
Αὕτη ἦτον ἀδελφὴ τοῦ βασιλέως Θεοδοσίου τοῦ μικροῦ· καὶ διαδεξαμένη τὴν τοῦ ἀδελφοῦ βασιλείαν ἐν ἔτει υν΄ [450], ὑπανδρεύθη μὲν μὲ τὸν εὐσεβέστατον Μαρκιανὸν γέροντα ὄντα, ἵνα αὐτὸς διοικῇ τὴν βασιλείαν καλῶς. Τὴν δὲ παρθενίαν αὑτῆς, μέχρι τέλους ἄφθορον καὶ καθαρὰν διεφύλαξεν (2). Ἀφ’ οὗ λοιπὸν ἡ μακαρία αὕτη ἔζησε μὲ εὐσεβῆ καὶ θεοφιλῆ πολιτείαν, καὶ ἔκτισε πολλοὺς ναοὺς καὶ νοσοκομεῖα καὶ ἐσυγκρότησε τὴν ἐν Χαλκηδόνι ἁγίαν καὶ Οἰκουμενικὴν Τετάρτην Σύνοδον (3)· καὶ ἁπλῶς εἰπεῖν, ἀφ’ οὗ αὐτὴ διέλαμψε μὲ πολλὰ κατορθώματα, ἐν εἰρήνῃ ἐξεδήμησε πρὸς τὸν παρ’ αὐτῆς ποθούμενον νυμφίον Χριστόν.
(2) Τοῦτο καὶ ὁ ἱστορικὸς Εὐάγριος βεβαιοῖ, ὅτι δηλαδὴ ἡ Πουλχερία μέχρι τέλους παρθένος διέμεινε, μὲ τὸ νὰ μὴν ἔσμιξε μὲ αὐτὴν ὁ Μαρκιανός (βιβλ. β΄, κεφαλαίῳ α΄, τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας). Λέγει δὲ περὶ τῆς Πουλχερίας ὁ Μελέτιος ἐν τῷ β΄ τόμῳ, ὅτι ἦτον πεπαιδευμένη τὴν ἑλληνικὴν καὶ ἰταλικὴν διάλεκτον τόσον καλά, ὥστε ὁποῦ καὶ ὡμίλει καὶ ἔγραφεν ἀκωλύτως καὶ τὰς δύω. Αὐτὴ ἐδίδαξε καὶ τὸν ἀδελφόν της Θεοδόσιον τὸν μικρόν, πῶς νὰ ἐνδύνεται, πῶς νὰ κάθηται, πῶς νὰ περιπατῇ, πῶς νὰ κρατῇ τὸν γέλωτα, καὶ πῶς νὰ ᾖναι σεμνός. Καὶ ὄχι μόνον αὐτά, ἀλλὰ καὶ εἰς τὴν εὐσέβειαν τὸν ὡδήγησε, καὶ ἐδίδαξεν αὐτὸν νὰ εὔχεται συνεχῶς, καὶ νὰ πηγαίνῃ εἰς τὴν Ἐκκλησίαν. Καὶ πολλὰ ἐπάσχισεν εἰς καταφθορὰν τῆς αἱρέσεως τοῦ Νεστορίου καὶ Εὐτυχοῦς. Ὅθεν διὰ τὰ τοιαῦτα κατορθώματά της, ἔγινε προσφιλεστάτη εἰς τὸν Μέγαν Λέοντα Πάπαν Ῥώμης, καὶ ἐδέχθη παρ’ αὐτοῦ πολλὰς ἐπιστολάς.
(3) Οὐ μόνον γὰρ ὁ Μαρκιανός, ἀλλὰ καὶ ἡ Πουλχερία ὁμοῦ, δὲν ἠμέλησε νὰ συναθροίσῃ τὴν Τετάρτην Σύνοδον. Ὅθεν καὶ οἱ δύω ἦτον παρόντες ἐν αὐτῇ κατὰ τὴν ς΄ συνέλευσιν, καθίσαντες ἐπὶ θρόνων ἔμπροσθεν τῶν καγκέλλων. Ὅρα περὶ τῆς Ἁγίας ταύτης Πουλχερίας καὶ εἰς τὴν ὑποσημείωσιν τοῦ Συναξαρίου τῆς Ἀνακομιδῆς τοῦ Ἁγίου Στεφάνου κατὰ τὴν δευτέραν τοῦ Αὐγούστου. Ὅρα καὶ κατὰ τὴν δεκάτην ἑβδόμην τοῦ Φευρουαρίου, ὅπου ἑορτάζεται ἡ Πουλχερία αὕτη μετὰ τοῦ Μαρκιανοῦ.
*
Μνήμη τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων Ἀπελλοῦ, Λουκᾶ, καὶ Κλήμεντος.
Λουκᾶς ὁ θεῖος σὺν Ἀπελλῇ καὶ Κλήμης,
Ἀπόστολοι σύνεισι τοῖς Ἀποστόλοις.
Ἄλλος εἶναι ὁ Ἀπόστολος οὗτος Ἀπελλής, καὶ ἄλλος ὁ Ἀπελλὴς ἐκεῖνος, ὅστις ἔγινεν Ἐπίσκοπος τῆς ἐν Θρᾴκῃ Ἡρακλείας, καὶ ἑορτάζεται κατὰ τὴν τριακοστὴν πρώτην τοῦ Ὀκτωβρίου μετὰ Στάχυος, Ἀμπλίου, Οὐρβανοῦ, Ναρκίσσου καὶ Ἀριστοβούλου. Τοῦτον δὲ τὸν Ἀπελλὴν ἀναφέρει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἐν τῇ πρὸς Ῥωμαίους ἐπιστολῇ λέγων· «Ἀσπάσασθε Ἀπελλὴν τὸν δόκιμον ἐν Χριστῷ» (Ῥωμ. ις΄, 10). Οὗτος λοιπὸν γενόμενος τῆς Σμύρνης φωστήρ, καὶ τῷ Χριστῷ ὁσίως δουλεύσας, πρὸς αὐτὸν ἐξεδήμησεν. Ὁ δὲ Λουκᾶς οὗτος, εἶναι ἄλλος ἀπὸ τὸν Εὐαγγελιστήν. Ἀναφέρει δὲ καὶ αὐτὸν ὁ Παῦλος ἐν τῇ πρὸς Τιμόθεον δευτέρᾳ ἐπιστολῇ λέγων· «Λουκᾶς ἐστι μόνος μετ’ ἐμοῦ» (Β΄ Τιμ. δ΄, 11) (4). Οὗτος λοιπὸν γενόμενος πρῶτος Ἐπίσκοπος τῆς ἐν Συρίᾳ Λαοδικείας, καὶ καλῶς ποιμάνας τὸ λογικὸν αὑτοῦ ποίμνιον, ἀπῆλθε πρὸς Κύριον. Καὶ ὁ Κλήμης δὲ οὗτος, ἄλλος εἶναι ἀπὸ τὸν Κλήμεντα τὸν Ῥώμης Ἐπίσκοπον. Τοῦτον δὲ ἀναφέρει ὁ ἴδιος Παῦλος ἐν τῇ πρὸς Φιλιππησίους ἐπιστολῇ λέγων· «Ἐν τῷ Εὐαγγελίῳ συνήθλησάν μοι μετὰ καὶ Κλήμεντος καὶ τῶν λοιπῶν συνεργῶν μου» (Φιλιπ. δ΄, 3). Οὗτος λοιπὸν γενόμενος Ἐπίσκοπος τῶν Σάρδεων (5) καὶ τὰ στίγματα τοῦ Χριστοῦ ἐν τῇ σαρκὶ περιφέρων, πρὸς αὐτὸν ἐξεδήμησε.
(4) Ἀγκαλὰ καὶ ἄλλοι λέγουσιν, ὅτι ὁ ὑπὸ τοῦ Παύλου ἐνταῦθα ἀναφερόμενος, νοεῖται ὁ Εὐαγγελιστής.
(5) Ἐν δὲ τοῖς Μηναίοις καὶ τῷ τετυπωμένῳ Συναξαριστῇ, Σαρδικῆς γράφεται.
*
Ἡ Ἁγία Μάρτυς Ἴα, ξίφει τελειοῦται.
Ἐκ γῆς ἐκάρθη κοιλάδων Ἴα ξίφει,
Καὶ σοὶ προσήχθη Σῶτερ, ὡς εὔπνουν ἴον.
Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.
Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Α’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *