Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου21 Αυγούστου
Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ
Τω αυτώ μηνί ΚΑ’, μνήμη του Αγίου Αποστόλου Θαδδαίου, του και Λευαίου.
Θαδδαίε ποίον άλλο σοι πλέξω στέφος,
Ή αυτόπτην λέγειν σε και μύστην Λόγου;
Εικάδι πρώτη Θαδδαίος βιότοιο απέπτη.
Ούτος ήτον από την πόλιν Έδεσσαν, Εβραίος ων κατά το γένος, και γυμνασμένος εις το άκρον τας θείας Γραφάς. Ούτος λοιπόν ανέβη εις τα Ιεροσόλυμα δια να προσκυνήση, κατά τας ημέρας Ιωάννου του Βαπτιστού. Ακούσας δε το κήρυγμά του, και υπερθαυμάσας την αγγελικήν αυτού ζωήν, εβαπτίσθη από αυτόν. Μετά ταύτα βλέπωντας τον Δεσπότην Χριστόν, και τα άπειρα θαύματα οπού ετέλει, ακούσας δε και την διδασκαλίαν του, ηκολούθησεν εις αυτόν έως το Σωτήριον Πάθος. Μετά δε την Ανάληψιν του Κυρίου, εγύρισεν εις την πατρίδα του Έδεσσαν, και βαπτίσας τον τοπάρχην Αύγαρον, εκαθάρισε το λείψανον εκείνο της λέπρας, οπού έμεινεν εις το μέτωπόν του, καθώς περί τούτου είπομεν κατά την δεκάτην έκτην του Αυγούστου εν τω Συναξαρίω. Πολλούς δε και άλλους διδάξας και φωτίσας, και Εκκλησίας οικοδομήσας, διεπέρασε τας πόλεις της Συρίας. Φθάνωντας δε εις το Βερούτι, το οποίον είναι πόλις της Φοινίκης, εδίδαξε πολλούς και εβάπτισε, και ούτως εκεί παρέδωκε την ψυχήν του εις χείρας Θεού. Τελείται δε η αυτού Σύναξις και εορτή εις τον σεπτόν Ναόν του Αγίου ενδόξου και πανευφήμου Αποστόλου Πέτρου, τον όντα κοντά εις την Μεγάλην Εκκλησίαν, και εις το Μοναστήριον του Πρόβου (1).
(1) Σημείωσαι, ότι τούτον τον Απόστολον συναριθμεί ο Ευαγγελιστής Ματθαίος μετά των Δώδεκα Αποστόλων λέγων· «Και Λευαίος ο επικληθείς Θαδδαίος» (Ματθ. ι’, 3). Όθεν ουκ ορθώς λέγει αυτόν εκ των Εβδομήκοντα, Γεώργιος Σύγγελος εν τη Χρονολογία. Εν δε τη δεκάτη ενάτη του Ιουνίου λέγεται, ότι ο Θαδδαίος ούτος, είναι ο αυτός με τον Ιούδαν Ιακώβου.
*
Τη αυτή ημέρα μνήμη της Αγίας Μάρτυρος Βάσσης και των τέκνων αυτής Θεογνίου, Αγαπίου, και Πιστού.
Μητρός μιας κάλλιστα παιδία τρία,
Συν μητρί Βάσση προς τομήν ψυχή μία.
Αύτη η Αγία Μάρτυς Βάσσα ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Μαξιμιανού εν έτει σϞ’ [290], εκατάγετο δε από την πόλιν Έδεσσαν. Συζευχθείσα δε με κάποιον Ουαλλέριον, όστις ήτον ιερεύς των ειδώλων, εγέννησεν από αυτόν τρεις υιούς, Θεόγνιον, Αγάπιον, και Πιστόν, τους οποίους ανέτρεφε με την εις Θεόν ευσέβειαν, επειδή και αυτή ήτον από τους προγόνους της Χριστιανή και πιστή. Αύτη λοιπόν διαβαλθείσα από τον ίδιον άνδρα της, παρεστάθη μαζί με τους τρεις υιούς της, έμπροσθεν εις τον ανθύπατον και βικάριον, και ωμολόγησε πως είναι Χριστιανή. Όθεν αυτή και οι δύω της υιοί, εβάλθησαν εις την φυλακήν. Θεόγνιος δε ο πρώτος υιός της κρεμασθείς, εξεσχίσθη. Ύστερον δε από τούτον εφέρθη και ο δεύτερος αυτής υιός Αγάπιος, και εδάρθη. Η δε μήτηρ του έδιδε θάρρος εις αυτόν, και τον επαρακίνει εις το μαρτύριον. Μετά ταύτα έγδαραν το δέρμα της κεφαλής του έως εις το στήθος του. Εν όσω δε καιρώ τον έγδερναν, έλεγεν ο του Χριστού αθλητής το αξιομνημόνευτον τούτο απόφθεγμα· «Ουδέν ούτως ηδύ, ως το πάσχειν υπέρ Χριστού». Ήγουν δεν είναι κανένα πράγμα τόσον γλυκύ, καθώς είναι το να πάσχη τινάς δια τον Χριστόν (2).
Ύστερον εφέρθη και ο τρίτος αυτής υιός, ο Πιστός καλούμενος, και ομολογήσας την εις Χριστόν πίστιν, ετιμωρήθη με διάφορα βάσανα, και ούτως έλαβε την δια ξίφους απόφασιν, μαζί με τους δύω του αδελφούς. Ευθύς λοιπόν απεκεφαλίσθησαν και οι τρεις, και έλαβον οι μακάριοι τους της αθλήσεως αμαραντίνους στεφάνους. Η δε μήτηρ αυτών Βάσσα εβάλθη εις την φυλακήν, εκεί δε ευρισκομένη, έλαβε τροφήν δια χειρός Αγγέλου, και ταύτην φαγούσα, ενεδυναμώθη. Έπειτα εύγαλαν αυτήν από την φυλακήν, και την επρόσταξαν να ακολουθή οπίσω εις τον βικάριον, ο οποίος επήγαινεν εις την Μακεδονίαν. Εκεί δε ανάγκασαν την Αγίαν να θυσιάση εις τα είδωλα, και επειδή δεν επείσθη εις τούτο, πρώτον μεν την έβαλαν μέσα εις το νερόν, έπειτα δε, την έβαλαν εις την φωτίαν, και μετά ταύτα την ελιθοβόλησαν.
Επειδή δε έμεινεν αβλαβής από όλα ταύτα, δια τούτο εφέρθη εις τον ναόν των ειδώλων, και πιάσασα το είδωλον του Διος, έσεισεν αυτό και εις γην εκρήμνισε και ετζάκισεν. Όθεν εδόθη εις τα θηρία δια να την φάγουν, και φυλαχθείσα εκ τούτων αβλαβής, ερρίφθη εις την θάλασσαν μακράν από την στερεάν έως τριάκοντα στάδια, ήγουν έως τέσσαρα μίλια. Και τότε μεν εφάνη η Αγία εις τους βλέποντας από μακράν, ότι εκάθητο επάνω εις θρόνον, μαζί δε με τον θρόνον εφαίνοντο και τρεις άνδρες, λάμποντες περισσότερον από τον ήλιον (3), οι οποίοι εφάνησαν, ότι έβαλαν την Αγίαν μέσα εις καΐκι μαζί με τον θρόνον της. Μετά δε ημέρας οκτώ εφάνη η Μάρτυς επάνω εις το νησίον της Άλωνος, το οποίον είναι κατά το μέρος του Ελλησπόντου, τουρκιστί μεν λεγόμενον Πασά λιμάνι, υποκείμενον δε τω Αρχιεπισκόπω Προικονήσου. Τούτο δε μαθών ο εν τη Μακεδονία ευρισκόμενος ανθύπατος, με το να το ανήγγειλεν εις αυτόν ένας άνθρωπος Φίλιππος ονόματι, έγραψεν εις τον κονσουλάριον της Κυζίκου, και άρχοντα της επαρχίας Ελλησπόντου, παρακινών αυτόν να πιάση την Αγίαν. Όθεν αυτός εζήτησε και εύρεν αυτήν, και επειδή η Μάρτυς δεν επείσθη να θυσιάση εις τα είδωλα, δια τούτο επρόσταξε και έδεσαν τας χείρας της εις τα οπίσω· έπειτα ετζάκισαν τα μέλη της, και τελευταίον έκοψαν την αγίαν της κεφαλήν, και έτζι παρέδωκε την ψυχήν της εις χείρας Θεού, παρά του οποίου έλαβε του μαρτυρίου τον στέφανον (4).
(2) Όθεν είπε και ο Θεολόγος Γρηγόριος· «Πάντα υπέρ του λόγου δεχώμεθα. Πάθεσι το πάθος μιμώμεθα. Αίματι το αίμα σεμνύνωμεν. Επί τον Σταυρόν ανίωμεν πρόθυμοι. Γλυκείς οι ήλοι, και ει λίαν οδυνηροί, το μετά Χριστού πάσχειν και υπέρ Χριστού, του μετ’ άλλων τρυφάν αιρετώτερον» (Λογ. εις το Πάσχα).
(3) Οι τρεις ηλιόμορφοι άνδρες οπού εφαίνοντο, ίσως ήτον οι προμαρτυρήσαντες τρεις υιοί της Αγίας, ο Θεόγνιος, ο Αγάπιος, και ο Πιστός.
(4) Περιττώς δε γράφεται εδώ παρά τω τετυπωμένω Συναξαριστή το Συναξάριον της Οσίας Θεοκλητούς της Θαυματουργού. Τούτο γαρ εγράφη αρμοδιώτερον κατά την τρίτην του παρόντος Αυγούστου, ότε και η μνήμη αυτής εορτάζεται.
Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.
Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *
Τῷ αὐτῷ μηνὶ ΚΑ΄, μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Θαδδαίου, τοῦ καὶ Λευαίου.
Θαδδαῖε ποῖον ἄλλο σοὶ πλέξω στέφος,
Ἢ αὐτόπτην λέγειν σε καὶ μύστην Λόγου;
Εἰκάδι πρώτῃ Θαδδαῖος βιότοιο ἀπέπτη.
Οὗτος ἦτον ἀπὸ τὴν πόλιν Ἔδεσσαν, Ἑβραῖος ὢν κατὰ τὸ γένος, καὶ γυμνασμένος εἰς τὸ ἄκρον τὰς θείας Γραφάς. Οὗτος λοιπὸν ἀνέβη εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα διὰ νὰ προσκυνήσῃ, κατὰ τὰς ἡμέρας Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ. Ἀκούσας δὲ τὸ κήρυγμά του, καὶ ὑπερθαυμάσας τὴν ἀγγελικὴν αὐτοῦ ζωήν, ἐβαπτίσθη ἀπὸ αὐτόν. Μετὰ ταῦτα βλέπωντας τὸν Δεσπότην Χριστόν, καὶ τὰ ἄπειρα θαύματα ὁποῦ ἐτέλει, ἀκούσας δὲ καὶ τὴν διδασκαλίαν του, ἠκολούθησεν εἰς αὐτὸν ἕως τὸ Σωτήριον Πάθος. Μετὰ δὲ τὴν Ἀνάληψιν τοῦ Κυρίου, ἐγύρισεν εἰς τὴν πατρίδα του Ἔδεσσαν, καὶ βαπτίσας τὸν τοπάρχην Αὔγαρον, ἐκαθάρισε τὸ λείψανον ἐκεῖνο τῆς λέπρας, ὁποῦ ἔμεινεν εἰς τὸ μέτωπόν του, καθὼς περὶ τούτου εἴπομεν κατὰ τὴν δεκάτην ἕκτην τοῦ Αὐγούστου ἐν τῷ Συναξαρίῳ. Πολλοὺς δὲ καὶ ἄλλους διδάξας καὶ φωτίσας, καὶ Ἐκκλησίας οἰκοδομήσας, διεπέρασε τὰς πόλεις τῆς Συρίας. Φθάνωντας δὲ εἰς τὸ Βεροῦτι, τὸ ὁποῖον εἶναι πόλις τῆς Φοινίκης, ἐδίδαξε πολλοὺς καὶ ἐβάπτισε, καὶ οὕτως ἐκεῖ παρέδωκε τὴν ψυχήν του εἰς χεῖρας Θεοῦ. Τελεῖται δὲ ἡ αὐτοῦ Σύναξις καὶ ἑορτὴ εἰς τὸν σεπτὸν Ναὸν τοῦ Ἁγίου ἐνδόξου καὶ πανευφήμου Ἀποστόλου Πέτρου, τὸν ὄντα κοντὰ εἰς τὴν Μεγάλην Ἐκκλησίαν, καὶ εἰς τὸ Μοναστήριον τοῦ Πρόβου (1).
(1) Σημείωσαι, ὅτι τοῦτον τὸν Ἀπόστολον συναριθμεῖ ὁ Εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος μετὰ τῶν Δώδεκα Ἀποστόλων λέγων· «Καὶ Λευαῖος ὁ ἐπικληθεὶς Θαδδαῖος» (Ματθ. ι΄, 3). Ὅθεν οὐκ ὀρθῶς λέγει αὐτὸν ἐκ τῶν Ἑβδομήκοντα, Γεώργιος Σύγγελος ἐν τῇ Χρονολογίᾳ. Ἐν δὲ τῇ δεκάτῃ ἐνάτῃ τοῦ Ἰουνίου λέγεται, ὅτι ὁ Θαδδαῖος οὗτος, εἶναι ὁ αὐτὸς μὲ τὸν Ἰούδαν Ἰακώβου.
*
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τῆς Ἁγίας Μάρτυρος Βάσσης καὶ τῶν τέκνων αὐτῆς Θεογνίου, Ἀγαπίου, καὶ Πιστοῦ.
Μητρὸς μιᾶς κάλλιστα παιδία τρία,
Σὺν μητρὶ Βάσσῃ πρὸς τομὴν ψυχὴ μία.
Αὕτη ἡ Ἁγία Μάρτυς Βάσσα ἦτον κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Μαξιμιανοῦ ἐν ἔτει σϞ΄ [290], ἐκατάγετο δὲ ἀπὸ τὴν πόλιν Ἔδεσσαν. Συζευχθεῖσα δὲ μὲ κᾄποιον Οὐαλλέριον, ὅστις ἦτον ἱερεὺς τῶν εἰδώλων, ἐγέννησεν ἀπὸ αὐτὸν τρεῖς υἱούς, Θεόγνιον, Ἀγάπιον, καὶ Πιστόν, τοὺς ὁποίους ἀνέτρεφε μὲ τὴν εἰς Θεὸν εὐσέβειαν, ἐπειδὴ καὶ αὐτὴ ἦτον ἀπὸ τοὺς προγόνους της Χριστιανὴ καὶ πιστή. Αὕτη λοιπὸν διαβαλθεῖσα ἀπὸ τὸν ἴδιον ἄνδρα της, παρεστάθη μαζὶ μὲ τοὺς τρεῖς υἱούς της, ἔμπροσθεν εἰς τὸν ἀνθύπατον καὶ βικάριον, καὶ ὡμολόγησε πῶς εἶναι Χριστιανή. Ὅθεν αὐτὴ καὶ οἱ δύω της υἱοί, ἐβάλθησαν εἰς τὴν φυλακήν. Θεόγνιος δὲ ὁ πρῶτος υἱός της κρεμασθείς, ἐξεσχίσθη. Ὕστερον δὲ ἀπὸ τοῦτον ἐφέρθη καὶ ὁ δεύτερος αὐτῆς υἱὸς Ἀγάπιος, καὶ ἐδάρθη. Ἡ δὲ μήτηρ του ἔδιδε θάρρος εἰς αὐτόν, καὶ τὸν ἐπαρακίνει εἰς τὸ μαρτύριον. Μετὰ ταῦτα ἔγδαραν τὸ δέρμα τῆς κεφαλῆς του ἕως εἰς τὸ στῆθός του. Ἐν ὅσῳ δὲ καιρῷ τὸν ἔγδερναν, ἔλεγεν ὁ τοῦ Χριστοῦ ἀθλητὴς τὸ ἀξιομνημόνευτον τοῦτο ἀπόφθεγμα· «Οὐδὲν οὕτως ἡδύ, ὡς τὸ πάσχειν ὑπὲρ Χριστοῦ». Ἤγουν δὲν εἶναι κᾀνένα πρᾶγμα τόσον γλυκύ, καθὼς εἶναι τὸ νὰ πάσχῃ τινὰς διὰ τὸν Χριστόν (2).
Ὕστερον ἐφέρθη καὶ ὁ τρίτος αὐτῆς υἱός, ὁ Πιστὸς καλούμενος, καὶ ὁμολογήσας τὴν εἰς Χριστὸν πίστιν, ἐτιμωρήθη μὲ διάφορα βάσανα, καὶ οὕτως ἔλαβε τὴν διὰ ξίφους ἀπόφασιν, μαζὶ μὲ τοὺς δύω του ἀδελφούς. Εὐθὺς λοιπὸν ἀπεκεφαλίσθησαν καὶ οἱ τρεῖς, καὶ ἔλαβον οἱ μακάριοι τοὺς τῆς ἀθλήσεως ἀμαραντίνους στεφάνους. Ἡ δὲ μήτηρ αὐτῶν Βάσσα ἐβάλθη εἰς τὴν φυλακήν, ἐκεῖ δὲ εὑρισκομένη, ἔλαβε τροφὴν διὰ χειρὸς Ἀγγέλου, καὶ ταύτην φαγοῦσα, ἐνεδυναμώθη. Ἔπειτα εὔγαλαν αὐτὴν ἀπὸ τὴν φυλακήν, καὶ τὴν ἐπρόσταξαν νὰ ἀκολουθῇ ὀπίσω εἰς τὸν βικάριον, ὁ ὁποῖος ἐπήγαινεν εἰς τὴν Μακεδονίαν. Ἐκεῖ δὲ ἀνάγκασαν τὴν Ἁγίαν νὰ θυσιάσῃ εἰς τὰ εἴδωλα, καὶ ἐπειδὴ δὲν ἐπείσθη εἰς τοῦτο, πρῶτον μὲν τὴν ἔβαλαν μέσα εἰς τὸ νερόν, ἔπειτα δέ, τὴν ἔβαλαν εἰς τὴν φωτίαν, καὶ μετὰ ταῦτα τὴν ἐλιθοβόλησαν.
Ἐπειδὴ δὲ ἔμεινεν ἀβλαβὴς ἀπὸ ὅλα ταῦτα, διὰ τοῦτο ἐφέρθη εἰς τὸν ναὸν τῶν εἰδώλων, καὶ πιάσασα τὸ εἴδωλον τοῦ Διός, ἔσεισεν αὐτὸ καὶ εἰς γῆν ἐκρήμνισε καὶ ἐτζάκισεν. Ὅθεν ἐδόθη εἰς τὰ θηρία διὰ νὰ τὴν φάγουν, καὶ φυλαχθεῖσα ἐκ τούτων ἀβλαβής, ἐρρίφθη εἰς τὴν θάλασσαν μακρὰν ἀπὸ τὴν στερεὰν ἕως τριάκοντα στάδια, ἤγουν ἕως τέσσαρα μίλια. Καὶ τότε μὲν ἐφάνη ἡ Ἁγία εἰς τοὺς βλέποντας ἀπὸ μακράν, ὅτι ἐκάθητο ἐπάνω εἰς θρόνον, μαζὶ δὲ μὲ τὸν θρόνον ἐφαίνοντο καὶ τρεῖς ἄνδρες, λάμποντες περισσότερον ἀπὸ τὸν ἥλιον (3), οἱ ὁποῖοι ἐφάνησαν, ὅτι ἔβαλαν τὴν Ἁγίαν μέσα εἰς καΐκι μαζὶ μὲ τὸν θρόνον της. Μετὰ δὲ ἡμέρας ὀκτὼ ἐφάνη ἡ Μάρτυς ἐπάνω εἰς τὸ νησίον τῆς Ἅλωνος, τὸ ὁποῖον εἶναι κατὰ τὸ μέρος τοῦ Ἑλλησπόντου, τουρκιστὶ μὲν λεγόμενον Πασᾶ λιμάνι, ὑποκείμενον δὲ τῷ Ἀρχιεπισκόπῳ Προικονήσου. Τοῦτο δὲ μαθὼν ὁ ἐν τῇ Μακεδονίᾳ εὑρισκόμενος ἀνθύπατος, μὲ τὸ νὰ τὸ ἀνήγγειλεν εἰς αὐτὸν ἕνας ἄνθρωπος Φίλιππος ὀνόματι, ἔγραψεν εἰς τὸν κονσουλάριον τῆς Κυζίκου, καὶ ἄρχοντα τῆς ἐπαρχίας Ἑλλησπόντου, παρακινῶν αὐτὸν νὰ πιάσῃ τὴν Ἁγίαν. Ὅθεν αὐτὸς ἐζήτησε καὶ εὗρεν αὐτήν, καὶ ἐπειδὴ ἡ Μάρτυς δὲν ἐπείσθη νὰ θυσιάσῃ εἰς τὰ εἴδωλα, διὰ τοῦτο ἐπρόσταξε καὶ ἔδεσαν τὰς χεῖράς της εἰς τὰ ὀπίσω· ἔπειτα ἐτζάκισαν τὰ μέλη της, καὶ τελευταῖον ἔκοψαν τὴν ἁγίαν της κεφαλήν, καὶ ἔτζι παρέδωκε τὴν ψυχήν της εἰς χεῖρας Θεοῦ, παρὰ τοῦ ὁποίου ἔλαβε τοῦ μαρτυρίου τὸν στέφανον (4).
(2) Ὅθεν εἶπε καὶ ὁ Θεολόγος Γρηγόριος· «Πᾶντα ὑπὲρ τοῦ λόγου δεχώμεθα. Πάθεσι τὸ πάθος μιμώμεθα. Αἵματι τὸ αἷμα σεμνύνωμεν. Ἐπὶ τὸν Σταυρὸν ἀνίωμεν πρόθυμοι. Γλυκεῖς οἱ ἧλοι, καὶ εἰ λίαν ὀδυνηροί, τὸ μετὰ Χριστοῦ πάσχειν καὶ ὑπὲρ Χριστοῦ, τοῦ μετ’ ἄλλων τρυφᾶν αἱρετώτερον» (Λόγ. εἰς τὸ Πάσχα).
(3) Οἱ τρεῖς ἡλιόμορφοι ἄνδρες ὁποῦ ἐφαίνοντο, ἴσως ἦτον οἱ προμαρτυρήσαντες τρεῖς υἱοὶ τῆς Ἁγίας, ὁ Θεόγνιος, ὁ Ἀγάπιος, καὶ ὁ Πιστός.
(4) Περιττῶς δὲ γράφεται ἐδῶ παρὰ τῷ τετυπωμένῳ Συναξαριστῇ τὸ Συναξάριον τῆς Ὁσίας Θεοκλητοῦς τῆς Θαυματουργοῦ. Τοῦτο γὰρ ἐγράφη ἁρμοδιώτερον κατὰ τὴν τρίτην τοῦ παρόντος Αὐγούστου, ὅτε καὶ ἡ μνήμη αὐτῆς ἑορτάζεται.
Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.
Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Γ’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *