Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου15 Αυγούστου

Η σεβασμία Μετάστασις της υπερενδόξου Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μαρίας

Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ

15-8 (1)Τω αυτώ μηνί ΙΕ’, η σεβασμία Μετάστασις της υπερενδόξου Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μαρίας (1).

Ου θαύμα θνήσκειν κοσμοσώτειραν Κόρην,
Του Κοσμοπλάστου σαρκικώς τεθνηκότος.

Ζη αιεί Θεομήτωρ καν δεκάτη θάνε πέμπτη.

Όταν ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, ηθέλησε να παραλάβη εις τον εαυτόν του την εδικήν του Μητέρα, τότε προτίτερα από τρεις ημέρας, εφανέρωσεν εις αυτήν δια μέσου Αγγέλου (όστις λέγουσιν, ότι ήτον ο Αρχάγγελος Γαβριήλ) την από γης εις Ουρανόν αυτής Μετάστασιν. Ελθών δε προς αυτήν ο Άγγελος, είπε. Τάδε λέγει ο Υιός σου· καιρός είναι να παραλάβω την Μητέρα μου εις τον εαυτόν μου. Όθεν μη ταραχθής δια τούτο, αλλά με ευφροσύνην δέξαι το μήνυμα, επειδή και μεταβαίνεις εις ζωήν αθάνατον. Τούτο δε μαθούσα η Θεοτόκος, εχάρη χαράν μεγάλην. Και λοιπόν από τον πόθον κινουμένη του να μεταβή προς τον Υιόν της, ανέβη με σπουδήν και προθυμίαν επάνω εις το όρος των Ελαιών δια να προσευχηθή. (Είχε γαρ η Πανύμνητος τοιαύτην συνήθειαν, να αναβαίνη συχνά εις το όρος αυτό.) Τότε δε ηκολούθησεν ένα θαύμα παράδοξον. Διότι όταν ανέβη εκεί η Θεοτόκος, τότε έκλιναν την κορυφήν αυτών τα δένδρα, οπού ήτον εις το όρος φυτευμένα, ωσάν να ήτον έμψυχα και λογικά, και έτζι επροσκύνησαν, και απέδωκαν κατά το πρέπον, σέβας και τιμήν εις την Κυρίαν του κόσμου και Δέσποιναν.

Αφ’ ου δε ικανώς επροσευχήθη η Πανάχραντος, εγύρισεν εις την οικίαν της, και ω του θαύματος! παρευθύς εσείσθη όλη. Έπειτα άναψε πολλά φώτα η Δέσποινα, και ευχαριστήσασα τον Θεόν, εκάλεσε τας συγγενίδας αυτής και γειτόνισσας. Σαρόνοι τον οίκον της, ευτρεπίζει τον νεκροκράββατον, και ετοιμάζει όλα, όσα ήτον επιτήδεια εις τον ενταφιασμόν της. Φανερόνοι δε και εις τας άλλας γυναίκας τα λόγια, οπού την ελάλησεν ο Άγγελος δια την εις τους Ουρανούς αυτής μετάστασιν. Και εις πληροφορίαν και πίστωσιν των λεγομένων, δείχνει εις αυτάς το χαροποιόν και νικητικόν σημείον, οπού έδωκεν εις αυτήν ο Άγγελος. Τούτο δε ήτον ένας κλάδος της φοινικίας. Η δε καλεσμέναις γυναίκες, το λυπηρόν τούτο ακούσασαι μήνυμα, εθρήνουν, και με δάκρυα το πρόσωπον αυτών έλουον, ελεειναίς φωναίς οδυρόμεναι. Παύσασαι όμως από τους θρήνους, παρεκάλουν την Δέσποιναν να μη τας αφήση ορφανάς. Η δε Θεοτόκος τας εβεβαίονεν, ότι και αφ’ ου μετασταθή εις τους Ουρανούς, έχει να διαφυλάττη, όχι μόνον αυτάς, αλλά και όλον τον κόσμον. Όθεν με τα τοιαύτα παρηγορητικά λόγια, έπαυσε την υπερβολικήν αυτών λύπην.

Έπειτα εδιώρισεν η Πάναγνος δια τα δύω φορέματα οπού είχεν, ότι δηλαδή αι δύω χήραι, οπού ήτον εις αυτήν γνώριμαι και φιλαινάδαι, και οπού ετρέφοντο παρ’ αυτής, αυταί να πάρουν κάθε μία το ένα φόρεμα. Εις καιρόν δε οπού ταύτα εδιάτασσεν η Πανάμωμος, ω του θαύματος! έγινεν αιφνιδίως ένας ήχος μιας δυνατής βροντής, και ευθύς ήλθον εκεί πάμπολλα νέφαλα, τα οποία αρπάσαντα από τα πέρατα της οικουμένης τους Αποστόλους, έφεραν αυτούς εις την οικίαν της Θεοτόκου. Μαζί δε με τους Αποστόλους ήλθε και ο Αρεοπαγίτης Διονύσιος, ο Άγιος Ιερόθεος ο διδάσκαλος του Διονυσίου, ο Απόστολος Τιμόθεος, και οι λοιποί θεόσοφοι Ιεράρχαι, επί των νεφελών φερόμενοι. Οι οποίοι καθώς έμαθον την αιτίαν, δια την οποίαν αιφνιδίως και παραδόξως εσυνάχθησαν, ταύτα έλεγον προς την Θεοτόκον. Σε Δέσποινα, βλέποντες ημείς, πως έζης και έμενες εις τον κόσμον, επαρηγορούμεθα, ωσάν να εβλέπομεν τον Υιόν σου και Δεσπότην ημών και Διδάσκαλον. Επειδή δε τώρα με την βουλήν του Υιού και Θεού σου μεταβαίνεις εις τα Ουράνια, δια τούτο θρηνούμεν, ως οράς, και δακρύομεν. Αγκαλά και κατά άλλον τρόπον χαίρομεν, δια τα επί σοι οικονομούμενα πράγματα. Ταύτα δε λέγοντες, έβρεχον το πρόσωπόν τους με δάκρυα.

Τότε η Θεοτόκος προς αυτούς απεκρίθη. Ω φίλοι και μαθηταί του εμού Υιού και Θεού, μη κάμετε πένθος και λύπην την εδικήν μου χαράν. Αλλά ενταφιάσετε το σώμα μου, καθώς εγώ θέλω το σχηματίσω επάνω εις το νεκροκράββατον. Όταν δε ταύτα τα λόγια ετελειώθησαν, ιδού φθάνει και ο θεσπέσιος Απόστολος Παύλος, το σκεύος της εκλογής, όστις πεσών εις τους πόδας της Θεομήτορος, επροσκύνησεν αυτήν. Και ανοίξας το στόμα του, την εγκωμίασε με πολλά και ουράνια εγκώμια. Χαίρε, λέγων, ω Μήτερ της ζωής, και του εδικού μου κηρύγματος η υπόθεσις· διατί, αγκαλά και εγώ δεν είδον σωματικώς επί της γης τον Υιόν σου, εσένα όμως βλέπωντας, ενόμιζον ότι βλέπω εκείνον τον ίδιον. Μετά ταύτα, αποχαιρετά όλους η Παρθένος. Ανακλίνεται επάνω εις τον νεκροκράββατον. Σχηματίζει το Πανάχραντον αυτής Σώμα, καθώς ηθέλησε. Προσφέρει δεήσεις και ικεσίας εις τον Υιόν της δια την σύστασιν και ειρήνην όλου του κόσμου. Γεμόζει τους Αποστόλους και Ιεράρχας από την ευλογίαν του Υιού της, την διδομένην δι’ αυτής εις τους ανθρώπους. Και έτζι αφίνει εις τας χείρας του Υιού και Θεού της, την ολόφωτον και Παναγίαν ψυχήν της. Τότε ο κορυφαίος των Αποστόλων Πέτρος, άρχισε πρώτος να λέγη εις την Θεοτόκον εγκώμια επιτάφια, οι δε λοιποί Απόστολοι εσήκωσαν τον νεκροκράββατον. Και άλλοι μεν, επροπορεύοντο έμπροσθεν, βαστάζοντες λαμπάδας και φώτα, και ύμνους ψάλλοντες. Άλλοι δε, ηκολούθουν, παραπέμποντες εις τον τάφον το Θεοδόχον σώμα της Θεομήτορος.

Τότε δη τότε και Άγγελοι ηκούοντο ψάλλοντες από τους Ουρανούς, και αι φωναί των ασωμάτων Δυνάμεων τον αέρα εγέμοζον. Τα οποία όλα μη υποφέροντες να βλέπουν και να ακούουν οι φθονεροί άρχοντες των Ιουδαίων, επαρακίνησαν μερικούς από τον λαόν, και έπεισαν αυτούς να κρημνίσουν εις την γην το ιερόν νεκροκράββατον, επάνω εις το οποίον εφέρετο το ζωαρχικόν Σώμα της Θεοτόκου. Αλλ’ όμως η θεία δίκη επρόφθασε και επαίδευσε τους τούτο τολμήσαντας, τυφλώσασα πάντως τους οφθαλμούς. Ένα δε από αυτούς εστέρησεν όχι μόνον από ομμάτια, αλλά και από χέρια. Επειδή και αυτός θρασύτερον από τους άλλους ώρμησε και επίασε την ιεράν εκείνην κλίνην. Όστις αφήκεν εις την κλίνην κρεμασμένα τα τολμηρά του χέρια, τα οποία το σπαθί της θείας δίκης απέκοψεν. Έμεινε λοιπόν ο τάλας εκείνος ένα ελεεινόν και αξιοδάκρυτον θέαμα. Πιστεύσας όμως ύστερον εξ όλης ψυχής, όχι μόνον αυτός ιατρεύθη και απεκατέστη υγιής ως το πρότερον, αλλά και εις τους άλλους οπού ετυφλώθησαν, έγινεν αίτιος ιατρείας και σωτηρίας. Πέρνωντας γαρ ούτος ολίγον τι μέρος από το ρούχον της Θεοτόκου, και βαλών αυτό επάνω εις τους τυφλωθέντας, ω του θαύματος! ιάτρευσεν αυτούς, και από το πάθος της τυφλότητος, και από το πάθος της απιστίας.

Φθάσαντες δε οι Απόστολοι εις το χωρίον Γεθσημανή, ενταφίασαν το Πάναγνον Σώμα της Θεοτόκου, και τρεις ημέρας προσμένουσιν εκεί, ακούοντες ακαταπαύστως εις όλον αυτό το διάστημα, τους ύμνους και τας φωνάς των Αγίων Αγγέλων. Επειδή δε κατά θείαν οικονομίαν, ως άδεται λόγος, ένας από τους Αποστόλους (ο Θωμάς δηλαδή, καθώς οι πολλοί θέλουσιν) δεν ευρέθη παρών εις την κηδείαν του ζωαρχικού σώματος της Θεομήτορος, αλλ’ ήλθεν εις την τρίτην ημέραν, δια τούτο ελυπείτο πολλά, επειδή δεν ηξιώθη να ιδή και αυτός εκείνα, οπού ηξιώθησαν και είδον οι λοιποί Απόστολοι. Όθεν κοινή ψήφω άπαντες οι Απόστολοι άνοιξαν τον τάφον δια να προσκυνήση το Σώμα της Θεοτόκου, ο υστερήσας Απόστολος. Ανοίξαντες δε τον τάφον, εξέστησαν άπαντες. Εύρον γαρ τον τάφον, εύκερον μεν από σώμα, μόνον δε το σινδόνι έχοντα, το οποίον έμεινε παρηγορία εις τους Αποστόλους, οπού έμελλον να λυπούνται, και μαρτυρία και απόδειξις αψευδής της εκ του τάφου μεταθέσεως της Θεοτόκου. Επειδή και έως τώρα, ο εν τη πέτρα σκαμμένος τάφος αυτής, βλέπεται και προσκυνείται εύκερος από σώμα. Τελείται δε η αυτής Σύναξις και εορτή εν τω σεβασμίω οίκω των Βλαχερνών, πανηγυρίζεται δε και εις όλας τας κατά τόπον Εκκλησίας. (Όρα εις τον πεζογράφον Δαμασκηνόν, εις τον Μηνιάτην, εις την Σάλπιγγα, εις τον Μακάριον τον Κωφόν, εις τον Θεοτόκην, και εις την Κατήχησιν (2).)

(1) Σημείωσαι, ότι εις την Κοίμησιν της Θεοτόκου τρία εγκώμια συνέθετο Ιωάννης ο Δαμασκηνός. Ων του μεν ενός η αρχή εστιν αύτη· «Μνήμη δικαίου μετ’ εγκωμίων γίνεταί φησιν». Του δε ετέρου, αύτη· «Έστι μεν ανθρώπων ουδείς, ος κατ’ αξίαν». Του δε τρίτου, αύτη· «Έθος εστί τοις ερωτικώς προς τι διακειμένοις». Ανδρέας ο Κρήτης τρία, ων του μεν ενός η αρχή εστιν αύτη· «Μυστήριον η παρούσα πανήγυρις». Του δε ετέρου, αύτη· «Όσοι το σεπτόν τούτο της Θεοτόκου κατειλήφασι τέμενος». Του δε τρίτου, αύτη· «Καλεί πάλιν ημάς το συνεχές του λόγου». Γρηγόριος ο Θεσσαλονίκης ο Παλαμάς, ου η αρχή· «Την εμήν ομιλίαν σήμερον». Γερμανός ο Κωνσταντινουπόλεως, ου η αρχή· «Φήμη καλή και αγαθή». (Σώζονται ούτοι εν τη Λαύρα, εν τη Μονή του Διονυσίου, και εν τη του Βατοπαιδίου, και Ιβήρων, και εν άλλαις.) Αλλά και Λέων ο Σοφός λόγον έχει εις την Κοίμησιν της Θεοτόκου (παρά τη Ιερά Τελετουργία). Ο δε Μάρκος ο Εφέσου οκτώηχον Κανόνα εσύνθεσεν εις αυτήν. Ομοίως και Μανουήλ ο Ρήτωρ. Ο δε Νείλος ο Ρόδου Μητροπολίτης, ιαμβικόν Κανόνα εφιλοπόνησεν εις αυτήν, οίτινες σώζονται εν τη Ιερά Μονή των Ιβήρων. Εν δε τη Μεγίστη Λαύρα σώζεται και έτερος λόγος του Αγίου Γερμανού εις την Κοίμησιν, ου η αρχή· «Πάσα μεν ανθρώπων γλώσσα τε και διάνοια».

(2) Σημειούμεν ενταύθα, ότι η Κυρία ημών Θεοτόκος, μετά την εν τω τάφω τριήμερον αυτής Κοίμησιν, όχι μόνον μετέστη, αλλά και ανέστη από του τάφου, και ανελήφθη εις τους Ουρανούς, ήτοι ενώθη πάλιν η ολόφωτος αυτής ψυχή μετά του θεοδόχου αυτής σώματος, και ούτως ανέστη από του τάφου. Και μετά την ανάστασίν της, ευθύς ανελήφθη σύσσωμος εις τους Ουρανούς, μάλλον δε και υπέρ Ουρανούς. Ότι δε ταύτα εστιν αληθή, βεβαιούσι τα πνευματοκίνητα στόματα των ιερών Θεολόγων. Ο μεν γαρ θεσπέσιος Ανδρέας ο Κρήτης, εν ενί των εις την Κοίμησιν τριών εγκωμίων αυτού, ου η αρχή· «Μυστήριον η παρούσα πανήγυρις», ούτω γράφει· «Πώς ουκ αψευδής η μετάθεσις; επεί και τάλλα συνέδραμε. Ψυχής διάστασις από σώματος· συνθέτου λύσις· μερών διάζευξις· ανάλυσις, επίζευξις (ήτοι ένωσις ψυχής μετά σώματος), σύμπηξις (ήτοι ανάστασις) και προς το αφανές υποχώρησις». Ο Δαμασκηνός Ιωάννης εν ενί των εις την Κοίμησιν τριών λόγων αυτού, ου η αρχή· «Έθος εστί τοις ερωτικώς προς τι διακειμένοις», ούτω φησίν· «Έδει καθάπερ χρυσόν αποβαλούσαν το γεώδες και αλαμπές της θνητότητος πάχος, ως εν χωνεύσει τω θανάτω σάρκα (της Θεοτόκου) άφθαρτον και καθαράν τω φέγγει της αφθαρσίας εκλάμπουσαν, εξαναστήναι του μνήματος. Σήμερον αρχήν λαμβάνει (η Θεοτόκος) δευτέρας υπάρξεως (ήτις εστίν η ανάστασις) υπό του δόντος αυτή την αρχήν της προτέρας υπάρξεως». Τούτοις συμμαρτυρεί και ο ιερός Κοσμάς ούτως άδων εν τινι τροπαρίω της πρώτης ωδής του εις την Κοίμησιν Κανόνος αυτού· «Διο θνήσκουσα, συν τω Υιώ εγείρη διαιωνίζουσα».

Καθαρώτατα δε και σαφέστατα τούτο παρίστησιν ο της Θεσσαλονίκης θείος Γρηγόριος ο Παλαμάς, εν τω εις την Κοίμησιν λόγω αυτού, ούτω πανηγυρίζων· «Μόνη αύτη νυν μετά του θεοδοξάστου Σώματος συν τω Υιώ τον ουράνιον έχει χώρον… ει γαρ ψυχή Θεού χάριν ένοικον σχούσα προς Ουρανόν ανέρχεται των ενταύθα λυθείσα… πώς αν, το μη μόνον εν εαυτώ λαβόν αυτόν τον προαιώνιον και μονογενή του Θεού Υιόν, την αένναον πηγήν της χάριτος, αλλά και γεννητικόν αναφανέν αυτού σώμα, ουκ από γης προς Ουρανόν ανελήφθη; Δια τούτο, το γεννήσαν εικότως σώμα, συνδοξάζεται τω γεννήματι δόξη θεοπρεπεί, και συνανίσταται, κατά το προφητικόν άσμα, τω πρότερον αναστάντι τριημέρω Χριστώ, η Κιβωτός του αγιάσματος αυτού. Και παράστασις γίνεται τοις μαθηταίς της εκ νεκρών αυτής αναστάσεως, αι σινδόνες και τα εντάφια μόνα περιλειφθέντα τω τάφω, και μόνα κατ’ αυτόν ευρεθέντα τοις κατά ζήτησιν προσελθούσι, καθάπερ επί του Υιού και Δεσπότου πρότερον. Ουκ ην δε χρεία και ταύτην έτι προσολίγον, καθάπερ ο ταύτης Υιός και Θεός, διατρίψαι τη γη. Δια τούτο προς τον υπερουράνιον ευθύς ανελήφθη χώρον από του τάφου».

Αλλά και ο Θεόδωρος ο Στουδίτης τούτο βεβαιοί εν τω εις την Κοίμησιν λόγω αυτού. Ωσαύτως δε και ο θείος Μάρκος ο Εφέσου εν τοις εις την Κοίμησιν οκτωήχοις Κανόσιν αυτού, ούτω λέγει εν τινι τροπαρίω της ενάτης ωδής του βαρέος ήχου· «Μεγαλυνέσθω ευφήμοις ωδαίς η Πάναγνος, μακαριζέσθω αξίως η Παμμακάριστος, ότι νενέκρωται και εγήγερται πάλιν ως Μήτηρ του Κυρίου, εις πίστωσιν εσχάτης αναστάσεως ην ελπίζομεν». Και εν άλλω τροπαρίω της ς’ ωδής του πλαγίου δ’ ήχου ούτω φησί· «Νέκρωσιν η της ζωής Μήτηρ δέχεται, και τάφω τεθείσα, μετά τρίτην ημέραν, ευκλεώς εξανίσταται εις αιώνας τω Υιώ συμβασιλεύουσα, και αιτούσα την των πταισμάτων ημίν άφεσιν». Παρίημι λέγειν, ότι και εν τω κοινώ Ωρολογίω γράφεται περί της υψώσεως της Παναγίας, ότι οι μαθηταί τω τάφω προσελθόντες, και μη ευρόντες το Πανάγιον της Θεοτόκου σώμα, επείσθησαν αληθώς, ότι σύσσωμος, ζώσα, και τριήμερος, ως ο Υιός αυτής, εκ νεκρών αναστάσα και μεταστάσα, εις Ουρανούς μεταβέβηκε.

Ει δε και προβάλοι τινάς το Κάθισμα εκείνο το λέγον· «Εις τα Ουράνια, η νοερά σου ψυχή, εις τον Παράδεισον, η ιερά σου Σκηνή». Αποκρινόμεθα: πρώτον, ότι το Κάθισμα αυτό είναι ανωνύμου ποιητού, και ουχί Ιωάννου του Δαμασκηνού, και δεύτερον, ότι το Κάθισμα αυτό εν τοις χειρογράφοις βίβλοις ούτως ευρίσκεται γεγραμμένον· «Εις τον Παράδεισον, η νοερά σου ψυχή, ως θεοπρόστακτον, Μαρία άχραντε, τοις Αποστόλοις εν φωνή, Παναγία παραδέδοται». Εκ δε των αμφιλεγομένων, ουδέν βέβαιον συμπεραίνεται. Άλλως τε δε, και ο Παράδεισος νοητώς εννοείται, και αντί του Ουρανού παραλαμβάνεται, ως λέγει ο ιερός Θεοφύλακτος, ερμηνεύων το, «Σήμερον μετ’ εμού έση εν τω Παραδείσω».

Διατί δε ου δημοσιεύεται επ’ Εκκλησίας η της Θεοτόκου ανάστασις και ανάληψις, αλλά Μετάστασις μόνον αυτής λέγεται; Εις τούτο αποκρίνονται μερικοί. Πρώτον, ότι η της Θεοτόκου ανάστασις και ανάληψις δεν είναι μαρτυρημένη εν ταις θείαις Γραφαίς, καθώς είναι η του Υιού αυτής και Θεού Ανάστασις και Ανάληψις. Δεύτερον, διατί η της Θεοτόκου ανάστασις και ανάληψις, δόγμα εστί μυστικόν, εν μόνοις τοις λόγοις των Πατέρων σημειούμενον, και ουχί κήρυγμα. Όθεν και σιωπάται, επεί κατά τον Μέγαν Βασίλειον, «Τα μεν δόγματα σιωπάται, τα δε κηρύγματα δημοσιεύεται» (καν. Ϟα’). Αποκρίνονται δε και τρίτον, ότι η Μετάστασις είναι καθολικωτέρα της αναστάσεως και αναλήψεως. Καθότι παν το αναστηθέν ή αναληφθέν, μεθίσταται κατά τόπον. Όθεν η Μετάστασις λεγομένη επί της Θεοτόκου, και την ανάστασιν αυτής συμπεριλαμβάνει και την ανάληψιν. Εκ των ειρημένων λοιπόν έγινε δήλον, ότι οι φρονούντες, ότι η Θεοτόκος ουκ ανέστη, ήτοι δεν ενώθη η αγιωτάτη αυτής ψυχή μετά του αχράντου αυτής σώματος, αλλ’ ουδέ το σώμα αυτής εστί ζωντανόν εν Ουρανοίς, αλλά νεκρόν, ως χωρισμένον της ζωοποιούσης αυτό ψυχής, ουκ ορθώς τούτο φρονούσιν.

(3) Όρα και εις τας ένδεκα του Μαΐου, την υποσημείωσιν εις τα γενέθλια της Κωνσταντινουπόλεως. Σημείωσαι, ότι ατάκτως γράφεται η διήγησις αύτη παρά τοις Μηναίοις εν τη δεκάτη έκτη του Αυγούστου, εις καιρόν οπού οι Σαρακηνοί, και επήγαν εις Κωνσταντινούπολιν και έφυγον από αυτήν κατά την δεκάτην πέμπτην του Αυγούστου. Δια τούτο και ημείς ώδε αυτήν ετάξαμεν. Έως λοιπόν οπού ημείς συμμέτρως αμαρτάνομεν, επροστατεύετο η Κωνσταντινούπολις υπό της Θεοτόκου, και ανωτέρα πάσης αλώσεως εφυλάττετο. Επειδή δε ημείς υπερβαλλόντως ωλισθήσαμεν εις τας κακίας, δια τούτο και η Κωνσταντινούπολις στερηθείσα της προστασίας της Θεοτόκου, παρεδόθη φευ! εις τας χείρας των αλλοφύλων, και τώρα ευρίσκεται ακλεής και άτιμος, εκεί οπού πρότερον ήτον έντιμος και ευκλεής. Ώστε οπού καθ’ ένας οπού την βλέπει, έχει να αναστενάξη από καρδίας, και να ειπή εκείνο το ηρωελεγείον, οπού προσφυώς συνέθηκεν εις αυτήν Μάξιμος ο Μαργούνιος ο Κυθήρων (ήτοι του Τζυρίγου) Επίσκοπος.

«Ρώμην εισορόων την οπλοτέρην στονόεσσαν,

Τους τε πάρος χρυσούς κειρομέναν πλοκάμους,

Α Πόλις! α σοι έφην! α σοι Πόλις! η ποθ’ ελούσα,

Σκήπτρά τε βασιλίης, στέμματα τ’ ευσεβίης.

Νυν δ’ υπ’ ατασθαλίης στυγερής, φευ! δεινά παθούσα,

Κείσ’ ακλεής κόσμον, πάντ’ αποσεισαμένα».

*

Η ανάμνησις της περί ημάς μεγίστης και ανυπερβλήτου φιλανθρωπίας του Θεού, ην ενεδείξατο, αποστρέψας μετ’ αισχύνης τους αθέους Αγαρηνούς, μεσιτεία της Υπεραγίας Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μαρίας.

Υπέρμαχος συ σων πολιτών ωράθης,
Θραύουσα εχθρούς Αγαρηνούς αθέους.

Εις την αρχήν της βασιλείας Λέοντος του Ισαύρου του και Κόνωνος ονομαζομένου, ήτοι εν έτει ψις’ [716], ανέβη δια θαλάσσης πλήθος Σαρακηνών με καΐκια χίλια εννακόσια, θέλοντες να πολεμήσουν την μεγίστην και θεοφύλακτον Κωνσταντινούπολιν. Ούτοι λοιπόν προφθάσαντες την βασιλείαν των Περσών, η οποία εις χρόνων πολλών διάστημα επολέμησε την βασιλείαν των Ρωμαίων, επήγαν έπειτα εις την Αίγυπτον και Λιβύαν. Και γελάσαντες με υποσχέσεις ψευδείς τους εκεί ευρισκομένους Χριστιανούς, ότι εάν υποταχθούν εις αυτούς, δεν θέλουν τους βιάσουν να παραβούν την Ορθόδοξον πίστιν, δεν εφύλαξαν οι άθεοι τας υποσχέσεις των. Όθεν πολλούς Χριστιανούς τιμωρήσαντες δια να αρνηθούν τον Χριστόν, εποίησαν αυτούς Μάρτυρας, επειδή και εκείνοι δεν ηθέλησαν να πατήσουν τον τίμιον Σταυρόν του Χριστού. Αφ’ ου λοιπόν οι ανωτέρω Σαρακηνοί εκούρσευσαν διάφορα έθνη, Ινδούς, και Χαμπέσους, και τα έθνη των Μώρων, και Λίβυας και Ισπανούς, επήγαν και εις την Κωνσταντινούπολιν, θέλοντες να κυριεύσουν αυτήν. Ο δε ρηθείς βασιλεύς Λέων εβουλήθη να δώση εις αυτούς χαράτζι, αλλ’ οι Σαρακηνοί δεν έστεργον έως τούτου, αλλά ήθελαν να βάλουν και φύλακας από λόγου των, δια να φυλάττουν την Κωνσταντινούπολιν. Όθεν επειδή οι πολίται ήλθον εις απορίαν, και δεν ήξευρον τι να κάμουν, δια τούτο κατέφυγον εις την Θεοτόκον, την έφορον και προστάτιδα της Κωνσταντινουπόλεως, παρακαλούντες αυτήν να βοηθήση και να διασώση την εδικήν της πόλιν, οπού εκινδύνευε. Και λοιπόν εισακούει τούτων η Θεοτόκος, και παιδεύει τους αθέους, καθώς αυτοίς έπρεπεν.

Εις καιρόν γαρ οπού οι Σαρακηνοί έτρεχον έξω από το τείχος της Πόλεως, ένας από αυτούς με βλάσφημα λόγια ωνόμαζε την Πόλιν Κωνσταντίαν, και την μεγάλην Εκκλησίαν της Αγίας Σοφίας, ουχί Αγίαν Σοφίαν, αλλά μόνον Σοφίαν ωνόμαζε με ψιλόν όνομα εις καταφρόνησιν. Όθεν εύρεν αυτόν η παρά της Θεοτόκου εκδίκησις. Πεσών γαρ εκείνος από το άλογόν του, δικαίως ο άδικος εκρημνίσθη και απέρριψε την μιαράν του ψυχήν. Αλλά και ο κήρυξ αυτών, αναβαίνωντας επάνω εις ένα ξύλον υψηλόν, δια να κηρύξη την μυσαράν και ακάθαρτον αυτών προσευχήν, και αυτός κάτω πίπτωντας, ευθύς διεσκορπίσθη εις κομμάτια και εξέψυξεν. Έπειτα επολέμησαν οι Σαρακηνοί και με τους Βουλγάρους, και εθανατώθησαν παρά των Βουλγάρων είκοσι χιλιάδες Σαρακηνοί. Τα δε καΐκια αυτών διασκορπίσασα η Θεοτόκος, άλλα εις άλλα μέρη, παρέδωκεν αυτά εις τέλειον αφανισμόν. Επειδή γαρ η μεγάλη σιδηρά αλυσίδα της Πόλεως, εξαπλώθη εις το πέραμα του Γαλατά, δια τούτο εμποδίσθησαν από αυτήν οι Σαρακηνοί, και δεν εδυνήθησαν να διαπεράσουν κάτω, αλλά εις το στενόν το λεγόμενον Στένη, εκεί εσυντρίφθησαν από την φουρτούναν. Τα δε μεγαλίτερα καΐκια αυτών, τα έκαυσαν οι Ρωμαίοι. Όθεν επειδή επέρασε καιρός πολύς και έφαγαν οι Σαρακηνοί όσας τροφάς είχον, δια τούτο έπεσαν εις τόσην μεγάλην πείναν, ώστε οπού έτρωγαν και σάρκας ανθρωπίνας, και ποντικούς, και ερπετά ακάθαρτα, και ζώα ψοφισμένα. Ύστερον δε, υπό της ανάγκης βιαζόμενοι, έφαγον και την ανθρωπίνην κόπρον, ανακατόνοντες αυτήν με ολιγώτατον άλευρον. Δια τούτο και πολλοί από τους πρώτους και μεγιστάνας των Σαρακηνών, επρόστρεξαν εις την Πόλιν, και υπετάχθησαν εις τους Ρωμαίους.

Μετά ταύτα εσηκώθησαν οι Σαρακηνοί από το τείχος της Πόλεως, το οποίον είναι κατά την ξηράν, και ήλθον εις τόπον καλούμενον Συκαίς, ήτοι εις τον Γαλατάν, και εκεί ευρόντες ένα άνθρωπον Ρωμαίον, κατηγορημένον εις διάφορα εγκλήματα, ο οποίος επρόστρεξεν εις αυτούς, τούτον εκήρυξαν βασιλέα Ρωμαίων. Είτα έδωκαν εις αυτόν δορυφόρους και σωματοφύλακας, και ποιήσαντες συμφωνίας με αυτόν, επεριτριγύριζον το τείχος της Πόλεως, ευφημούντες τον νεοχειροτόνητον βασιλέα και εγκωμιάζοντες, και με αυτό τρόπον τινά την πίστιν των Χριστιανών καταισχύνοντες. Αλλ’ όμως εις μάτην έγινε το τοιούτον αυτών επιχείρημα. Ο δε πρώτος των Σαρακηνών, Σουλεϊμάν ονομαζόμενος, εζήτησε να έμβη μέσα εις την Πόλιν δια να θεωρήση τον τόπον, και έλαβε την άδειαν. Όθεν ήλθε καβαλάρης έως τον Βόσπορον, και όλοι μεν οι άλλοι, εμβήκαν αβλαβώς μέσα εις την Πόλιν, αυτός δε μόνος ο Σουλεϊμάν, δεν εδύνετο να έμβη, επειδή και το άλογόν του έτρεχεν όρθιον, και εσήκωνε τα ποδάριά του υψηλά. Όθεν δεν εδύνετο να έμβη από την πόρταν. Ο δε Σουλεϊμάν θαυμάζωντας, διατί δεν εδύνετο να έμβη, εσήκωσε τους οφθαλμούς του, και βλέπει επάνω εις την πόρταν της Πόλεως ιστορισμένην δια ψηφίδος, την Δέσποιναν ημών Θεοτόκον καθημένην επί θρόνου, και βαστάζουσαν εις τας αγκάλας της τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν. Όθεν ευθύς εκατέβη από το άλογον, και πεζός εμβήκε μέσα εις την Πόλιν, κατηγορήσας τον εαυτόν του δια την προτέραν βλασφημίαν οπού ελάλησεν.

Με τοιούτον λοιπόν τρόπον εγύρισαν οι Σαρακηνοί άπρακτοι, πολεμηθέντες από τον Θεόν, και από την Θεοτόκον, και αφανισθέντες με πείναν και θανατικόν. Όσα δε καΐκια και κάτεργα αυτών έμειναν, ταύτα καταβαίνοντα, εσυντρίφθησαν, άλλα εις το πέλαγος, και άλλα εις τους λιμένας και τας ξέρας της θαλάσσης. Το δε μεγαλώτατον θαύμα εστάθη τούτο, ότι εις το Αιγαίον πέλαγος έπεσε πλήθος χαλάζης, ομού με φωτίαν, η δε φωτία βυθιζομένη εις την θάλασσαν, ανέβραζεν αυτήν, καθώς και το πυρωμένον σίδηρον αναβράζει, όταν βαλθή μέσα εις το νερόν. Όθεν επειδή η πίσσα των καϊκίων ανάλυσε, δια τούτο ομού με τους ανθρώπους εβυθίζοντο τα καΐκια. Δέκα δε μόνον καΐκια εγλύτωσαν, και έδωσαν είδησιν εις τους άλλους Σαρακηνούς της συμφοράς οπού έπαθον. Επήγαν λοιπόν οι Σαρακηνοί εναντίον της Κωνσταντινουπόλεως κατά την δεκάτην πέμπτην του Αυγούστου, και αφ’ ου επέρασεν ένας χρόνος, εγύρισαν πάλιν οπίσω με πολλήν εντροπήν, κατά την δεκάτην πέμπτην του άλλου Αυγούστου. Όθεν καιρός αρμόδιος είναι να ειπή τινάς εδώ μεγαλοφώνως το ρητόν του Δαβίδ· «Τις Θεός μέγας, ως ο Θεός ημών; Συ ει ο Θεός, ο ποιών θαυμάσια μόνος». Ο οποίος εχάρισες λύτρωσιν εις τον λαόν σου και εις την Πόλιν σου, δια της αχράντου σου Μητρός (3).

(3) Όρα και εις τας ένδεκα του Μαΐου, την υποσημείωσιν εις τα γενέθλια της Κωνσταντινουπόλεως. Σημείωσαι, ότι ατάκτως γράφεται η διήγησις αύτη παρά τοις Μηναίοις εν τη δεκάτη έκτη του Αυγούστου, εις καιρόν οπού οι Σαρακηνοί, και επήγαν εις Κωνσταντινούπολιν και έφυγον από αυτήν κατά την δεκάτην πέμπτην του Αυγούστου. Δια τούτο και ημείς ώδε αυτήν ετάξαμεν. Έως λοιπόν οπού ημείς συμμέτρως αμαρτάνομεν, επροστατεύετο η Κωνσταντινούπολις υπό της Θεοτόκου, και ανωτέρα πάσης αλώσεως εφυλάττετο. Επειδή δε ημείς υπερβαλλόντως ωλισθήσαμεν εις τας κακίας, δια τούτο και η Κωνσταντινούπολις στερηθείσα της προστασίας της Θεοτόκου, παρεδόθη φευ! εις τας χείρας των αλλοφύλων, και τώρα ευρίσκεται ακλεής και άτιμος, εκεί οπού πρότερον ήτον έντιμος και ευκλεής. Ώστε οπού καθ’ ένας οπού την βλέπει, έχει να αναστενάξη από καρδίας, και να ειπή εκείνο το ηρωελεγείον, οπού προσφυώς συνέθηκεν εις αυτήν Μάξιμος ο Μαργούνιος ο Κυθήρων (ήτοι του Τζυρίγου) Επίσκοπος.

«Ρώμην εισορόων την οπλοτέρην στονόεσσαν,

Τους τε πάρος χρυσούς κειρομέναν πλοκάμους,

Α Πόλις! α σοι έφην! α σοι Πόλις! η ποθ’ ελούσα,

Σκήπτρά τε βασιλίης, στέμματα τ’ ευσεβίης.

Νυν δ’ υπ’ ατασθαλίης στυγερής, φευ! δεινά παθούσα,

Κείσ’ ακλεής κόσμον, πάντ’ αποσεισαμένα».

Ης ταις αγίαις πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.

Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.

* * *

 

 

15-8 (1)Τῷ αὐτῷ μηνὶ ΙΕ΄, ἡ σεβασμία Μετάστασις τῆς ὑπερενδόξου Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καὶ Ἀειπαρθένου Μαρίας (1).

Οὐ θαῦμα θνήσκειν κοσμοσώτειραν Κόρην,
Τοῦ Κοσμοπλάστου σαρκικῶς τεθνηκότος.

Ζῆ αἰεὶ Θεομήτωρ κᾂν δεκάτῃ θάνε πέμπτῃ.

Ὅταν ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, ἠθέλησε νὰ παραλάβῃ εἰς τὸν ἑαυτόν του τὴν ἐδικήν του Μητέρα, τότε προτίτερα ἀπὸ τρεῖς ἡμέρας, ἐφανέρωσεν εἰς αὐτὴν διὰ μέσου Ἀγγέλου (ὅστις λέγουσιν, ὅτι ἦτον ὁ Ἀρχάγγελος Γαβριήλ) τὴν ἀπὸ γῆς εἰς Οὐρανὸν αὐτῆς Μετάστασιν. Ἐλθὼν δὲ πρὸς αὐτὴν ὁ Ἄγγελος, εἶπε. Τάδε λέγει ὁ Υἱός σου· καιρὸς εἶναι νὰ παραλάβω τὴν Μητέρα μου εἰς τὸν ἑαυτόν μου. Ὅθεν μὴ ταραχθῇς διὰ τοῦτο, ἀλλὰ μὲ εὐφροσύνην δέξαι τὸ μήνυμα, ἐπειδὴ καὶ μεταβαίνεις εἰς ζωὴν ἀθάνατον. Τοῦτο δὲ μαθοῦσα ἡ Θεοτόκος, ἐχάρη χαρὰν μεγάλην. Καὶ λοιπὸν ἀπὸ τὸν πόθον κινουμένη τοῦ νὰ μεταβῇ πρὸς τὸν Υἱόν της, ἀνέβη μὲ σπουδὴν καὶ προθυμίαν ἐπάνω εἰς τὸ ὄρος τῶν Ἐλαιῶν διὰ νὰ προσευχηθῇ. (Εἶχε γὰρ ἡ Πανύμνητος τοιαύτην συνήθειαν, νὰ ἀναβαίνῃ συχνὰ εἰς τὸ ὄρος αὐτό.) Τότε δὲ ἠκολούθησεν ἕνα θαῦμα παράδοξον. Διότι ὅταν ἀνέβη ἐκεῖ ἡ Θεοτόκος, τότε ἔκλιναν τὴν κορυφὴν αὑτῶν τὰ δένδρα, ὁποῦ ἦτον εἰς τὸ ὄρος φυτευμένα, ὡσὰν νὰ ἦτον ἔμψυχα καὶ λογικά, καὶ ἔτζι ἐπροσκύνησαν, καὶ ἀπέδωκαν κατὰ τὸ πρέπον, σέβας καὶ τιμὴν εἰς τὴν Κυρίαν τοῦ κόσμου καὶ Δέσποιναν.

Ἀφ’ οὗ δὲ ἱκανὼς ἐπροσευχήθη ἡ Πανάχραντος, ἐγύρισεν εἰς τὴν οἰκίαν της, καὶ ὢ τοῦ θαύματος! παρευθὺς ἐσείσθη ὅλη. Ἔπειτα ἄναψε πολλὰ φῶτα ἡ Δέσποινα, καὶ εὐχαριστήσασα τὸν Θεόν, ἐκάλεσε τὰς συγγενίδας αὑτῆς καὶ γειτόνισσας. Σαρόνοι τὸν οἶκόν της, εὐτρεπίζει τὸν νεκροκράββατον, καὶ ἑτοιμάζει ὅλα, ὅσα ἦτον ἐπιτήδεια εἰς τὸν ἐνταφιασμόν της. Φανερόνοι δὲ καὶ εἰς τὰς ἄλλας γυναῖκας τὰ λόγια, ὁποῦ τὴν ἐλάλησεν ὁ Ἄγγελος διὰ τὴν εἰς τοὺς Οὐρανοὺς αὐτῆς μετάστασιν. Καὶ εἰς πληροφορίαν καὶ πίστωσιν τῶν λεγομένων, δείχνει εἰς αὐτὰς τὸ χαροποιὸν καὶ νικητικὸν σημεῖον, ὁποῦ ἔδωκεν εἰς αὐτὴν ὁ Ἄγγελος. Τοῦτο δὲ ἦτον ἕνας κλάδος τῆς φοινικίας. ᾙ δὲ καλεσμέναις γυναῖκες, τὸ λυπηρὸν τοῦτο ἀκούσασαι μήνυμα, ἐθρήνουν, καὶ μὲ δάκρυα τὸ πρόσωπον αὑτῶν ἔλουον, ἐλεειναῖς φωναῖς ὀδυρόμεναι. Παύσασαι ὅμως ἀπὸ τοὺς θρήνους, παρεκάλουν τὴν Δέσποιναν νὰ μὴ τὰς ἀφήσῃ ὀρφανάς. Ἡ δὲ Θεοτόκος τὰς ἐβεβαίονεν, ὅτι καὶ ἀφ’ οὗ μετασταθῇ εἰς τοὺς Οὐρανούς, ἔχει νὰ διαφυλάττῃ, ὄχι μόνον αὐτάς, ἀλλὰ καὶ ὅλον τὸν κόσμον. Ὅθεν μὲ τὰ τοιαῦτα παρηγορητικὰ λόγια, ἔπαυσε τὴν ὑπερβολικὴν αὐτῶν λύπην.

Ἔπειτα ἐδιώρισεν ἡ Πάναγνος διὰ τὰ δύω φορέματα ὁποῦ εἶχεν, ὅτι δηλαδὴ αἱ δύω χῆραι, ὁποῦ ἦτον εἰς αὐτὴν γνώριμαι καὶ φιλαινάδαι, καὶ ὁποῦ ἐτρέφοντο παρ’ αὐτῆς, αὐταὶ νὰ πάρουν κάθε μία τὸ ἕνα φόρεμα. Εἰς καιρὸν δὲ ὁποῦ ταῦτα ἐδιάτασσεν ἡ Πανάμωμος, ὢ τοῦ θαύματος! ἔγινεν αἰφνιδίως ἕνας ἦχος μιᾶς δυνατῆς βροντῆς, καὶ εὐθὺς ἦλθον ἐκεῖ πάμπολλα νέφαλα, τὰ ὁποῖα ἁρπάσαντα ἀπὸ τὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης τοὺς Ἀποστόλους, ἔφεραν αὐτοὺς εἰς τὴν οἰκίαν τῆς Θεοτόκου. Μαζὶ δὲ μὲ τοὺς Ἀποστόλους ἦλθε καὶ ὁ Ἀρεοπαγίτης Διονύσιος, ὁ Ἅγιος Ἱερόθεος ὁ διδάσκαλος τοῦ Διονυσίου, ὁ Ἀπόστολος Τιμόθεος, καὶ οἱ λοιποὶ θεόσοφοι Ἱεράρχαι, ἐπὶ τῶν νεφελῶν φερόμενοι. Οἱ ὁποῖοι καθὼς ἔμαθον τὴν αἰτίαν, διὰ τὴν ὁποίαν αἰφνιδίως καὶ παραδόξως ἐσυνάχθησαν, ταῦτα ἔλεγον πρὸς τὴν Θεοτόκον. Σὲ Δέσποινα, βλέποντες ἡμεῖς, πῶς ἔζης καὶ ἔμενες εἰς τὸν κόσμον, ἐπαρηγορούμεθα, ὡσὰν νὰ ἐβλέπομεν τὸν Υἱόν σου καὶ Δεσπότην ἡμῶν καὶ Διδάσκαλον. Ἐπειδὴ δὲ τώρα μὲ τὴν βουλὴν τοῦ Υἱοῦ καὶ Θεοῦ σου μεταβαίνεις εἰς τὰ Οὐράνια, διὰ τοῦτο θρηνοῦμεν, ὡς ὁρᾷς, καὶ δακρύομεν. Ἀγκαλὰ καὶ κατὰ ἄλλον τρόπον χαίρομεν, διὰ τὰ ἐπὶ σοὶ οἰκονομούμενα πράγματα. Ταῦτα δὲ λέγοντες, ἔβρεχον τὸ πρόσωπόν τους μὲ δάκρυα.

Τότε ἡ Θεοτόκος πρὸς αὐτοὺς ἀπεκρίθη. Ὦ φίλοι καὶ μαθηταὶ τοῦ ἐμοῦ Υἱοῦ καὶ Θεοῦ, μὴ κάμετε πένθος καὶ λύπην τὴν ἐδικήν μου χαράν. Ἀλλὰ ἐνταφιάσετε τὸ σῶμά μου, καθὼς ἐγὼ θέλω τὸ σχηματίσω ἐπάνω εἰς τὸ νεκροκράββατον. Ὅταν δὲ ταῦτα τὰ λόγια ἐτελειώθησαν, ἰδοὺ φθάνει καὶ ὁ θεσπέσιος Ἀπόστολος Παῦλος, τὸ σκεῦος τῆς ἐκλογῆς, ὅστις πεσὼν εἰς τοὺς πόδας τῆς Θεομήτορος, ἐπροσκύνησεν αὐτήν. Καὶ ἀνοίξας τὸ στόμα του, τὴν ἐγκωμίασε μὲ πολλὰ καὶ οὐράνια ἐγκώμια. Χαῖρε, λέγων, ὦ Μῆτερ τῆς ζωῆς, καὶ τοῦ ἐδικοῦ μου κηρύγματος ἡ ὑπόθεσις· διατὶ, ἀγκαλὰ καὶ ἐγὼ δὲν εἶδον σωματικῶς ἐπὶ τῆς γῆς τὸν Υἱόν σου, ἐσένα ὅμως βλέπωντας, ἐνόμιζον ὅτι βλέπω ἐκεῖνον τὸν ἴδιον. Μετὰ ταῦτα, ἀποχαιρετᾷ ὅλους ἡ Παρθένος. Ἀνακλίνεται ἐπάνω εἰς τὸν νεκροκράββατον. Σχηματίζει τὸ Πανάχραντον αὑτῆς Σῶμα, καθὼς ἠθέλησε. Προσφέρει δεήσεις καὶ ἱκεσίας εἰς τὸν Υἱόν της διὰ τὴν σύστασιν καὶ εἰρήνην ὅλου τοῦ κόσμου. Γεμόζει τοὺς Ἀποστόλους καὶ Ἱεράρχας ἀπὸ τὴν εὐλογίαν τοῦ Υἱοῦ της, τὴν διδομένην δι’ αὐτῆς εἰς τοὺς ἀνθρώπους. Καὶ ἔτζι ἀφίνει εἰς τὰς χεῖρας τοῦ Υἱοῦ καὶ Θεοῦ της, τὴν ὁλόφωτον καὶ Παναγίαν ψυχήν της. Τότε ὁ κορυφαῖος τῶν Ἀποστόλων Πέτρος, ἄρχισε πρῶτος νὰ λέγῃ εἰς τὴν Θεοτόκον ἐγκώμια ἐπιτάφια, οἱ δὲ λοιποὶ Ἀπόστολοι ἐσήκωσαν τὸν νεκροκράββατον. Καὶ ἄλλοι μέν, ἐπροπορεύοντο ἔμπροσθεν, βαστάζοντες λαμπάδας καὶ φῶτα, καὶ ὕμνους ψάλλοντες. Ἄλλοι δέ, ἠκολούθουν, παραπέμποντες εἰς τὸν τάφον τὸ Θεοδόχον σῶμα τῆς Θεομήτορος.

Τότε δὴ τότε καὶ Ἄγγελοι ἠκούοντο ψάλλοντες ἀπὸ τοὺς Οὐρανούς, καὶ αἱ φωναὶ τῶν ἀσωμάτων Δυνάμεων τὸν ἀέρα ἐγέμοζον. Τὰ ὁποῖα ὅλα μὴ ὑποφέροντες νὰ βλέπουν καὶ νὰ ἀκούουν οἱ φθονεροὶ ἄρχοντες τῶν Ἰουδαίων, ἐπαρακίνησαν μερικοὺς ἀπὸ τὸν λαόν, καὶ ἔπεισαν αὐτοὺς νὰ κρημνίσουν εἰς τὴν γῆν τὸ ἱερὸν νεκροκράββατον, ἐπάνω εἰς τὸ ὁποῖον ἐφέρετο τὸ ζωαρχικὸν Σῶμα τῆς Θεοτόκου. Ἀλλ’ ὅμως ἡ θεία δίκη ἐπρόφθασε καὶ ἐπαίδευσε τοὺς τοῦτο τολμήσαντας, τυφλώσασα πάντως τοὺς ὀφθαλμούς. Ἕνα δὲ ἀπὸ αὐτοὺς ἐστέρησεν ὄχι μόνον ἀπὸ ὀμμάτια, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ χέρια. Ἐπειδὴ καὶ αὐτὸς θρασύτερον ἀπὸ τοὺς ἄλλους ὥρμησε καὶ ἐπίασε τὴν ἱερὰν ἐκείνην κλίνην. Ὅστις ἀφῆκεν εἰς τὴν κλίνην κρεμασμένα τὰ τολμηρά του χέρια, τὰ ὁποῖα τὸ σπαθὶ τῆς θείας δίκης ἀπέκοψεν. Ἔμεινε λοιπὸν ὁ τάλας ἐκεῖνος ἕνα ἐλεεινὸν καὶ ἀξιοδάκρυτον θέαμα. Πιστεύσας ὅμως ὕστερον ἐξ ὅλης ψυχῆς, ὄχι μόνον αὐτὸς ἰατρεύθη καὶ ἀπεκατέστη ὑγιὴς ὡς τὸ πρότερον, ἀλλὰ καὶ εἰς τοὺς ἄλλους ὁποῦ ἐτυφλώθησαν, ἔγινεν αἴτιος ἰατρείας καὶ σωτηρίας. Πέρνωντας γὰρ οὗτος ὀλίγον τι μέρος ἀπὸ τὸ ῥοῦχον τῆς Θεοτόκου, καὶ βαλὼν αὐτὸ ἐπάνω εἰς τοὺς τυφλωθέντας, ὢ τοῦ θαύματος! ἰάτρευσεν αὐτούς, καὶ ἀπὸ τὸ πάθος τῆς τυφλότητος, καὶ ἀπὸ τὸ πάθος τῆς ἀπιστίας.

Φθάσαντες δὲ οἱ Ἀπόστολοι εἰς τὸ χωρίον Γεθσημανῆ, ἐνταφίασαν τὸ Πάναγνον Σῶμα τῆς Θεοτόκου, καὶ τρεῖς ἡμέρας προσμένουσιν ἐκεῖ, ἀκούοντες ἀκαταπαύστως εἰς ὅλον αὐτὸ τὸ διάστημα, τοὺς ὕμνους καὶ τὰς φωνὰς τῶν Ἁγίων Ἀγγέλων. Ἐπειδὴ δὲ κατὰ θείαν οἰκονομίαν, ὡς ᾄδεται λόγος, ἕνας ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους (ὁ Θωμᾶς δηλαδή, καθὼς οἱ πολλοὶ θέλουσιν) δὲν εὑρέθη παρὼν εἰς τὴν κηδείαν τοῦ ζωαρχικοῦ σώματος τῆς Θεομήτορος, ἀλλ’ ἦλθεν εἰς τὴν τρίτην ἡμέραν, διὰ τοῦτο ἐλυπεῖτο πολλά, ἐπειδὴ δὲν ἠξιώθη νὰ ἰδῇ καὶ αὐτὸς ἐκεῖνα, ὁποῦ ἠξιώθησαν καὶ εἶδον οἱ λοιποὶ Ἀπόστολοι. Ὅθεν κοινῇ ψήφῳ ἅπαντες οἱ Ἀπόστολοι ἄνοιξαν τὸν τάφον διὰ νὰ προσκυνήσῃ τὸ Σῶμα τῆς Θεοτόκου, ὁ ὑστερήσας Ἀπόστολος. Ἀνοίξαντες δὲ τὸν τάφον, ἐξέστησαν ἅπαντες. Εὗρον γὰρ τὸν τάφον, εὔκερον μὲν ἀπὸ σῶμα, μόνον δὲ τὸ σινδόνι ἔχοντα, τὸ ὁποῖον ἔμεινε παρηγορία εἰς τοὺς Ἀποστόλους, ὁποῦ ἔμελλον νὰ λυποῦνται, καὶ μαρτυρία καὶ ἀπόδειξις ἀψευδὴς τῆς ἐκ τοῦ τάφου μεταθέσεως τῆς Θεοτόκου. Ἐπειδὴ καὶ ἕως τώρα, ὁ ἐν τῇ πέτρᾳ σκαμμένος τάφος αὐτῆς, βλέπεται καὶ προσκυνεῖται εὔκερος ἀπὸ σῶμα. Τελεῖται δὲ ἡ αὐτῆς Σύναξις καὶ ἑορτὴ ἐν τῷ σεβασμίῳ οἴκῳ τῶν Βλαχερνῶν, πανηγυρίζεται δὲ καὶ εἰς ὅλας τὰς κατὰ τόπον Ἐκκλησίας. (Ὅρα εἰς τὸν πεζογράφον Δαμασκηνόν, εἰς τὸν Μηνιάτην, εἰς τὴν Σάλπιγγα, εἰς τὸν Μακάριον τὸν Κωφόν, εἰς τὸν Θεοτόκην, καὶ εἰς τὴν Κατήχησιν (2).)

(1) Σημείωσαι, ὅτι εἰς τὴν Κοίμησιν τῆς Θεοτόκου τρία ἐγκώμια συνέθετο Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός. Ὧν τοῦ μὲν ἑνὸς ἡ ἀρχή ἐστιν αὕτη· «Μνήμη δικαίου μετ’ ἐγκωμίων γίνεταί φησιν». Τοῦ δὲ ἑτέρου, αὕτη· «Ἔστι μὲν ἀνθρώπων οὐδείς, ὃς κατ’ ἀξίαν». Τοῦ δὲ τρίτου, αὕτη· «Ἔθος ἐστὶ τοῖς ἐρωτικῶς πρός τι διακειμένοις». Ἀνδρέας ὁ Κρήτης τρία, ὧν τοῦ μὲν ἑνὸς ἡ ἀρχή ἐστιν αὕτη· «Μυστήριον ἡ παροῦσα πανήγυρις». Τοῦ δὲ ἑτέρου, αὕτη· «Ὅσοι τὸ σεπτὸν τοῦτο τῆς Θεοτόκου κατειλήφασι τέμενος». Τοῦ δὲ τρίτου, αὕτη· «Καλεῖ πάλιν ἡμᾶς τὸ συνεχὲς τοῦ λόγου». Γρηγόριος ὁ Θεσσαλονίκης ὁ Παλαμᾶς, οὗ ἡ ἀρχή· «Τὴν ἐμὴν ὁμιλίαν σήμερον». Γερμανὸς ὁ Κωνσταντινουπόλεως, οὗ ἡ ἀρχή· «Φήμη καλὴ καὶ ἀγαθή». (Σῴζονται οὗτοι ἐν τῇ Λαύρᾳ, ἐν τῇ Μονῇ τοῦ Διονυσίου, καὶ ἐν τῇ τοῦ Βατοπαιδίου, καὶ Ἰβήρων, καὶ ἐν ἄλλαις.) Ἀλλὰ καὶ Λέων ὁ Σοφὸς λόγον ἔχει εἰς τὴν Κοίμησιν τῆς Θεοτόκου (παρὰ τῇ Ἱερᾷ Τελετουργίᾳ). Ὁ δὲ Μάρκος ὁ Ἐφέσου ὀκτώηχον Κανόνα ἐσύνθεσεν εἰς αὐτήν. Ὁμοίως καὶ Μανουὴλ ὁ Ῥήτωρ. Ὁ δὲ Νεῖλος ὁ Ῥόδου Μητροπολίτης, ἰαμβικὸν Κανόνα ἐφιλοπόνησεν εἰς αὐτήν, οἵτινες σῴζονται ἐν τῇ Ἱερᾷ Μονῇ τῶν Ἰβήρων. Ἐν δὲ τῇ Μεγίστῃ Λαύρᾳ σῴζεται καὶ ἕτερος λόγος τοῦ Ἁγίου Γερμανοῦ εἰς τὴν Κοίμησιν, οὗ ἡ ἀρχή· «Πᾶσα μὲν ἀνθρώπων γλῶσσά τε καὶ διάνοια».

(2) Σημειοῦμεν ἐνταῦθα, ὅτι ἡ Κυρία ἡμῶν Θεοτόκος, μετὰ τὴν ἐν τῷ τάφῳ τριήμερον αὑτῆς Κοίμησιν, ὄχι μόνον μετέστη, ἀλλὰ καὶ ἀνέστη ἀπὸ τοῦ τάφου, καὶ ἀνελήφθη εἰς τοὺς Οὐρανούς, ἤτοι ἑνώθη πάλιν ἡ ὁλόφωτος αὐτῆς ψυχὴ μετὰ τοῦ θεοδόχου αὐτῆς σώματος, καὶ οὕτως ἀνέστη ἀπὸ τοῦ τάφου. Καὶ μετὰ τὴν ἀνάστασίν της, εὐθὺς ἀνελήφθη σύσσωμος εἰς τοὺς Οὐρανούς, μᾶλλον δὲ καὶ ὑπὲρ Οὐρανούς. Ὅτι δὲ ταῦτά ἐστιν ἀληθῆ, βεβαιοῦσι τὰ πνευματοκίνητα στόματα τῶν ἱερῶν Θεολόγων. Ὁ μὲν γὰρ θεσπέσιος Ἀνδρέας ὁ Κρήτης, ἐν ἑνὶ τῶν εἰς τὴν Κοίμησιν τριῶν ἐγκωμίων αὑτοῦ, οὗ ἡ ἀρχή· «Μυστήριον ἡ παροῦσα πανήγυρις», οὕτω γράφει· «Πῶς οὐκ ἀψευδὴς ἡ μετάθεσις; ἐπεὶ καὶ τἄλλα συνέδραμε. Ψυχῆς διάστασις ἀπὸ σώματος· συνθέτου λύσις· μερῶν διάζευξις· ἀνάλυσις, ἐπίζευξις (ἤτοι ἕνωσις ψυχῆς μετὰ σώματος), σύμπηξις (ἤτοι ἀνάστασις) καὶ πρὸς τὸ ἀφανὲς ὑποχώρησις». Ὁ Δαμασκηνὸς Ἰωάννης ἐν ἑνὶ τῶν εἰς τὴν Κοίμησιν τριῶν λόγων αὐτοῦ, οὗ ἡ ἀρχή· «Ἔθος ἐστὶ τοῖς ἐρωτικῶς πρός τι διακειμένοις», οὕτω φησίν· «Ἔδει καθάπερ χρυσὸν ἀποβαλοῦσαν τὸ γεῶδες καὶ ἀλαμπὲς τῆς θνητότητος πάχος, ὡς ἐν χωνεύσει τῷ θανάτῳ σάρκα (τῆς Θεοτόκου) ἄφθαρτον καὶ καθαρὰν τῷ φέγγει τῆς ἀφθαρσίας ἐκλάμπουσαν, ἐξαναστῆναι τοῦ μνήματος. Σήμερον ἀρχὴν λαμβάνει (ἡ Θεοτόκος) δευτέρας ὑπάρξεως (ἥτις ἐστὶν ἡ ἀνάστασις) ὑπὸ τοῦ δόντος αὐτῇ τὴν ἀρχὴν τῆς προτέρας ὑπάρξεως». Τούτοις συμμαρτυρεῖ καὶ ὁ ἱερὸς Κοσμᾶς οὕτως ᾄδων ἔν τινι τροπαρίῳ τῆς πρώτης ᾠδῆς τοῦ εἰς τὴν Κοίμησιν Κανόνος αὑτοῦ· «Διὸ θνήσκουσα, σὺν τῷ Υἱῷ ἐγείρῃ διαιωνίζουσα».

Καθαρώτατα δὲ καὶ σαφέστατα τοῦτο παρίστησιν ὁ τῆς Θεσσαλονίκης θεῖος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ἐν τῷ εἰς τὴν Κοίμησιν λόγῳ αὑτοῦ, οὕτω πανηγυρίζων· «Μόνη αὕτη νῦν μετὰ τοῦ θεοδοξάστου Σώματος σὺν τῷ Υἱῷ τὸν οὐράνιον ἔχει χῶρον… εἰ γὰρ ψυχὴ Θεοῦ χάριν ἔνοικον σχοῦσα πρὸς Οὐρανὸν ἀνέρχεται τῶν ἐνταῦθα λυθεῖσα… πῶς ἄν, τὸ μὴ μόνον ἐν ἑαυτῷ λαβὸν αὐτὸν τὸν προαιώνιον καὶ μονογενῆ τοῦ Θεοῦ Υἱόν, τὴν ἀένναον πηγὴν τῆς χάριτος, ἀλλὰ καὶ γεννητικὸν ἀναφανὲν αὐτοῦ σῶμα, οὐκ ἀπὸ γῆς πρὸς Οὐρανὸν ἀνελήφθη; Διὰ τοῦτο, τὸ γεννῆσαν εἰκότως σῶμα, συνδοξάζεται τῷ γεννήματι δόξῃ θεοπρεπεῖ, καὶ συνανίσταται, κατὰ τὸ προφητικὸν ᾆσμα, τῷ πρότερον ἀναστάντι τριημέρῳ Χριστῷ, ἡ Κιβωτὸς τοῦ ἁγιάσματος αὐτοῦ. Καὶ παράστασις γίνεται τοῖς μαθηταῖς τῆς ἐκ νεκρῶν αὐτῆς ἀναστάσεως, αἱ σινδόνες καὶ τὰ ἐντάφια μόνα περιλειφθέντα τῷ τάφῳ, καὶ μόνα κατ’ αὐτὸν εὑρεθέντα τοῖς κατὰ ζήτησιν προσελθοῦσι, καθάπερ ἐπὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ Δεσπότου πρότερον. Οὐκ ἦν δὲ χρεία καὶ ταύτην ἔτι προσολίγον, καθάπερ ὁ ταύτης Υἱὸς καὶ Θεός, διατρίψαι τῇ γῇ. Διὰ τοῦτο πρὸς τὸν ὑπερουράνιον εὐθὺς ἀνελήφθη χῶρον ἀπὸ τοῦ τάφου».

Ἀλλὰ καὶ ὁ Θεόδωρος ὁ Στουδίτης τοῦτο βεβαιοῖ ἐν τῷ εἰς τὴν Κοίμησιν λόγῳ αὑτοῦ. Ὡσαύτως δὲ καὶ ὁ θεῖος Μάρκος ὁ Ἐφέσου ἐν τοῖς εἰς τὴν Κοίμησιν ὀκτωήχοις Κανόσιν αὐτοῦ, οὕτω λέγει ἔν τινι τροπαρίῳ τῆς ἐνάτης ᾠδῆς τοῦ βαρέος ἤχου· «Μεγαλυνέσθω εὐφήμοις ᾠδαῖς ἡ Πάναγνος, μακαριζέσθω ἀξίως ἡ Παμμακάριστος, ὅτι νενέκρωται καὶ ἐγήγερται πάλιν ὡς Μήτηρ τοῦ Κυρίου, εἰς πίστωσιν ἐσχάτης ἀναστάσεως ἣν ἐλπίζομεν». Καὶ ἐν ἄλλῳ τροπαρίῳ τῆς ς΄ ᾠδῆς τοῦ πλαγίου δ΄ ἤχου οὕτω φησί· «Νέκρωσιν ἡ τῆς ζωῆς Μήτηρ δέχεται, καὶ τάφῳ τεθεῖσα, μετὰ τρίτην ἡμέραν, εὐκλεῶς ἐξανίσταται εἰς αἰῶνας τῷ Υἱῷ συμβασιλεύουσα, καὶ αἰτοῦσα τὴν τῶν πταισμάτων ἡμῖν ἄφεσιν». Παρίημι λέγειν, ὅτι καὶ ἐν τῷ κοινῷ Ὡρολογίῳ γράφεται περὶ τῆς ὑψώσεως τῆς Παναγίας, ὅτι οἱ μαθηταὶ τῷ τάφῳ προσελθόντες, καὶ μὴ εὑρόντες τὸ Πανάγιον τῆς Θεοτόκου σῶμα, ἐπείσθησαν ἀληθῶς, ὅτι σύσσωμος, ζῶσα, καὶ τριήμερος, ὡς ὁ Υἱὸς αὐτῆς, ἐκ νεκρῶν ἀναστάσα καὶ μεταστάσα, εἰς Οὐρανοὺς μεταβέβηκε.

Εἰ δὲ καὶ προβάλοι τινὰς τὸ Κάθισμα ἐκεῖνο τὸ λέγον· «Εἰς τὰ Οὐράνια, ἡ νοερά σου ψυχή, εἰς τὸν Παράδεισον, ἡ ἱερά σου Σκηνή». Ἀποκρινόμεθα: πρῶτον, ὅτι τὸ Κάθισμα αὐτὸ εἶναι ἀνωνύμου ποιητοῦ, καὶ οὐχὶ Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, καὶ δεύτερον, ὅτι τὸ Κάθισμα αὐτὸ ἐν τοῖς χειρογράφοις βίβλοις οὕτως εὑρίσκεται γεγραμμένον· «Εἰς τὸν Παράδεισον, ἡ νοερά σου ψυχή, ὡς θεοπρόστακτον, Μαρία ἄχραντε, τοῖς Ἀποστόλοις ἐν φωνῇ, Παναγία παραδέδοται». Ἐκ δὲ τῶν ἀμφιλεγομένων, οὐδὲν βέβαιον συμπεραίνεται. Ἄλλως τε δέ, καὶ ὁ Παράδεισος νοητῶς ἐννοεῖται, καὶ ἀντὶ τοῦ Οὐρανοῦ παραλαμβάνεται, ὡς λέγει ὁ ἱερὸς Θεοφύλακτος, ἑρμηνεύων τὸ, «Σήμερον μετ’ ἐμοῦ ἔσῃ ἐν τῷ Παραδείσῳ».

Διατί δὲ οὐ δημοσιεύεται ἐπ’ Ἐκκλησίας ἡ τῆς Θεοτόκου ἀνάστασις καὶ ἀνάληψις, ἀλλὰ Μετάστασις μόνον αὐτῆς λέγεται; Εἰς τοῦτο ἀποκρίνονται μερικοί. Πρῶτον, ὅτι ἡ τῆς Θεοτόκου ἀνάστασις καὶ ἀνάληψις δὲν εἶναι μαρτυρημένη ἐν ταῖς θείαις Γραφαῖς, καθὼς εἶναι ἡ τοῦ Υἱοῦ αὐτῆς καὶ Θεοῦ Ἀνάστασις καὶ Ἀνάληψις. Δεύτερον, διατὶ ἡ τῆς Θεοτόκου ἀνάστασις καὶ ἀνάληψις, δόγμα ἐστὶ μυστικόν, ἐν μόνοις τοῖς λόγοις τῶν Πατέρων σημειούμενον, καὶ οὐχὶ κήρυγμα. Ὅθεν καὶ σιωπᾶται, ἐπεὶ κατὰ τὸν Μέγαν Βασίλειον, «Τὰ μὲν δόγματα σιωπᾶται, τὰ δὲ κηρύγματα δημοσιεύεται» (καν. Ϟα΄). Ἀποκρίνονται δὲ καὶ τρίτον, ὅτι ἡ Μετάστασις εἶναι καθολικωτέρα τῆς ἀναστάσεως καὶ ἀναλήψεως. Καθότι πᾶν τὸ ἀναστηθὲν ἢ ἀναληφθέν, μεθίσταται κατὰ τόπον. Ὅθεν ἡ Μετάστασις λεγομένη ἐπὶ τῆς Θεοτόκου, καὶ τὴν ἀνάστασιν αὐτῆς συμπεριλαμβάνει καὶ τὴν ἀνάληψιν. Ἐκ τῶν εἰρημένων λοιπὸν ἔγινε δῆλον, ὅτι οἱ φρονοῦντες, ὅτι ἡ Θεοτόκος οὐκ ἀνέστη, ἤτοι δὲν ἑνώθη ἡ ἁγιωτάτη αὐτῆς ψυχὴ μετὰ τοῦ ἀχράντου αὐτῆς σώματος, ἀλλ’ οὐδὲ τὸ σῶμα αὐτῆς ἐστὶ ζωντανὸν ἐν Οὐρανοῖς, ἀλλὰ νεκρόν, ὡς χωρισμένον τῆς ζωοποιούσης αὐτὸ ψυχῆς, οὐκ ὀρθῶς τοῦτο φρονοῦσιν.

*

Ἡ ἀνάμνησις τῆς περὶ ἡμᾶς μεγίστης καὶ ἀνυπερβλήτου φιλανθρωπίας τοῦ Θεοῦ, ἣν ἐνεδείξατο, ἀποστρέψας μετ’ αἰσχύνης τοὺς ἀθέους Ἀγαρηνούς, μεσιτείᾳ τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καὶ Ἀειπαρθένου Μαρίας.

Ὑπέρμαχος σὺ σῶν πολιτῶν ὡράθης,
Θραύουσα ἐχθροὺς Ἀγαρηνοὺς ἀθέους.

Εἰς τὴν ἀρχὴν τῆς βασιλείας Λέοντος τοῦ Ἰσαύρου τοῦ καὶ Κόνωνος ὀνομαζομένου, ἤτοι ἐν ἔτει ψις΄ [716], ἀνέβη διὰ θαλάσσης πλῆθος Σαρακηνῶν μὲ καΐκια χίλια ἐννακόσια, θέλοντες νὰ πολεμήσουν τὴν μεγίστην καὶ θεοφύλακτον Κωνσταντινούπολιν. Οὗτοι λοιπὸν προφθάσαντες τὴν βασιλείαν τῶν Περσῶν, ἡ ὁποία εἰς χρόνων πολλῶν διάστημα ἐπολέμησε τὴν βασιλείαν τῶν Ῥωμαίων, ἐπῆγαν ἔπειτα εἰς τὴν Αἴγυπτον καὶ Λιβύαν. Καὶ γελάσαντες μὲ ὑποσχέσεις ψευδεῖς τοὺς ἐκεῖ εὑρισκομένους Χριστιανούς, ὅτι ἐὰν ὑποταχθοῦν εἰς αὐτούς, δὲν θέλουν τοὺς βιάσουν νὰ παραβοῦν τὴν Ὀρθόδοξον πίστιν, δὲν ἐφύλαξαν οἱ ἄθεοι τὰς ὑποσχέσεις των. Ὅθεν πολλοὺς Χριστιανοὺς τιμωρήσαντες διὰ νὰ ἀρνηθοῦν τὸν Χριστόν, ἐποίησαν αὐτοὺς Μάρτυρας, ἐπειδὴ καὶ ἐκεῖνοι δὲν ἠθέλησαν νὰ πατήσουν τὸν τίμιον Σταυρὸν τοῦ Χριστοῦ. Ἀφ’ οὗ λοιπὸν οἱ ἀνωτέρω Σαρακηνοὶ ἐκούρσευσαν διάφορα ἔθνη, Ἰνδούς, καὶ Χαμπέσους, καὶ τὰ ἔθνη τῶν Μώρων, καὶ Λίβυας καὶ Ἰσπανούς, ἐπῆγαν καὶ εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν, θέλοντες νὰ κυριεύσουν αὐτήν. Ὁ δὲ ῥηθεὶς βασιλεὺς Λέων ἐβουλήθη νὰ δώσῃ εἰς αὐτοὺς χαράτζι, ἀλλ’ οἱ Σαρακηνοὶ δὲν ἔστεργον ἕως τούτου, ἀλλὰ ἤθελαν νὰ βάλουν καὶ φύλακας ἀπὸ λόγου των, διὰ νὰ φυλάττουν τὴν Κωνσταντινούπολιν. Ὅθεν ἐπειδὴ οἱ πολῖται ἦλθον εἰς ἀπορίαν, καὶ δὲν ἤξευρον τί νὰ κάμουν, διὰ τοῦτο κατέφυγον εἰς τὴν Θεοτόκον, τὴν ἔφορον καὶ προστάτιδα τῆς Κωνσταντινουπόλεως, παρακαλοῦντες αὐτὴν νὰ βοηθήσῃ καὶ νὰ διασώσῃ τὴν ἐδικήν της πόλιν, ὁποῦ ἐκινδύνευε. Καὶ λοιπὸν εἰσακούει τούτων ἡ Θεοτόκος, καὶ παιδεύει τοὺς ἀθέους, καθὼς αὐτοῖς ἔπρεπεν.

Εἰς καιρὸν γὰρ ὁποῦ οἱ Σαρακηνοὶ ἔτρεχον ἔξω ἀπὸ τὸ τεῖχος τῆς Πόλεως, ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς μὲ βλάσφημα λόγια ὠνόμαζε τὴν Πόλιν Κωνσταντίαν, καὶ τὴν μεγάλην Ἐκκλησίαν τῆς Ἁγίας Σοφίας, οὐχὶ Ἁγίαν Σοφίαν, ἀλλὰ μόνον Σοφίαν ὠνόμαζε μὲ ψιλὸν ὄνομα εἰς καταφρόνησιν. Ὅθεν εὗρεν αὐτὸν ἡ παρὰ τῆς Θεοτόκου ἐκδίκησις. Πεσὼν γὰρ ἐκεῖνος ἀπὸ τὸ ἄλογόν του, δικαίως ὁ ἄδικος ἐκρημνίσθη καὶ ἀπέρριψε τὴν μιαράν του ψυχήν. Ἀλλὰ καὶ ὁ κήρυξ αὐτῶν, ἀναβαίνωντας ἐπάνω εἰς ἕνα ξύλον ὑψηλόν, διὰ νὰ κηρύξῃ τὴν μυσαρὰν καὶ ἀκάθαρτον αὑτῶν προσευχήν, καὶ αὐτὸς κάτω πίπτωντας, εὐθὺς διεσκορπίσθη εἰς κομμάτια καὶ ἐξέψυξεν. Ἔπειτα ἐπολέμησαν οἱ Σαρακηνοὶ καὶ μὲ τοὺς Βουλγάρους, καὶ ἐθανατώθησαν παρὰ τῶν Βουλγάρων εἴκοσι χιλιάδες Σαρακηνοί. Τὰ δὲ καΐκια αὐτῶν διασκορπίσασα ἡ Θεοτόκος, ἄλλα εἰς ἄλλα μέρη, παρέδωκεν αὐτὰ εἰς τέλειον ἀφανισμόν. Ἐπειδὴ γὰρ ἡ μεγάλη σιδηρᾶ ἁλυσίδα τῆς Πόλεως, ἐξαπλώθη εἰς τὸ πέραμα τοῦ Γαλατᾶ, διὰ τοῦτο ἐμποδίσθησαν ἀπὸ αὐτὴν οἱ Σαρακηνοί, καὶ δὲν ἐδυνήθησαν νὰ διαπεράσουν κάτω, ἀλλὰ εἰς τὸ στενὸν τὸ λεγόμενον Στένη, ἐκεῖ ἐσυντρίφθησαν ἀπὸ τὴν φουρτοῦναν. Τὰ δὲ μεγαλίτερα καΐκια αὐτῶν, τὰ ἔκαυσαν οἱ Ῥωμαῖοι. Ὅθεν ἐπειδὴ ἐπέρασε καιρὸς πολὺς καὶ ἔφαγαν οἱ Σαρακηνοὶ ὅσας τροφὰς εἶχον, διὰ τοῦτο ἔπεσαν εἰς τόσην μεγάλην πεῖναν, ὥστε ὁποῦ ἔτρωγαν καὶ σάρκας ἀνθρωπίνας, καὶ ποντικούς, καὶ ἑρπετὰ ἀκάθαρτα, καὶ ζῶα ψοφισμένα. Ὕστερον δέ, ὑπὸ τῆς ἀνάγκης βιαζόμενοι, ἔφαγον καὶ τὴν ἀνθρωπίνην κόπρον, ἀνακατόνοντες αὐτὴν μὲ ὀλιγώτατον ἄλευρον. Διὰ τοῦτο καὶ πολλοὶ ἀπὸ τοὺς πρώτους καὶ μεγιστάνας τῶν Σαρακηνῶν, ἐπρόστρεξαν εἰς τὴν Πόλιν, καὶ ὑπετάχθησαν εἰς τοὺς Ῥωμαίους.

Μετὰ ταῦτα ἐσηκώθησαν οἱ Σαρακηνοὶ ἀπὸ τὸ τεῖχος τῆς Πόλεως, τὸ ὁποῖον εἶναι κατὰ τὴν ξηράν, καὶ ἦλθον εἰς τόπον καλούμενον Συκαῖς, ἤτοι εἰς τὸν Γαλατᾶν, καὶ ἐκεῖ εὑρόντες ἕνα ἄνθρωπον Ῥωμαῖον, κατηγορημένον εἰς διάφορα ἐγκλήματα, ὁ ὁποῖος ἐπρόστρεξεν εἰς αὐτούς, τοῦτον ἐκήρυξαν βασιλέα Ῥωμαίων. Εἶτα ἔδωκαν εἰς αὐτὸν δορυφόρους καὶ σωματοφύλακας, καὶ ποιήσαντες συμφωνίας μὲ αὐτόν, ἐπεριτριγύριζον τὸ τεῖχος τῆς Πόλεως, εὐφημοῦντες τὸν νεοχειροτόνητον βασιλέα καὶ ἐγκωμιάζοντες, καὶ μὲ αὐτὸ τρόπον τινὰ τὴν πίστιν τῶν Χριστιανῶν καταισχύνοντες. Ἀλλ’ ὅμως εἰς μάτην ἔγινε τὸ τοιοῦτον αὐτῶν ἐπιχείρημα. Ὁ δὲ πρῶτος τῶν Σαρακηνῶν, Σουλεϊμὰν ὀνομαζόμενος, ἐζήτησε νὰ ἔμβῃ μέσα εἰς τὴν Πόλιν διὰ νὰ θεωρήσῃ τὸν τόπον, καὶ ἔλαβε τὴν ἄδειαν. Ὅθεν ἦλθε καβαλάρης ἕως τὸν Βόσπορον, καὶ ὅλοι μὲν οἱ ἄλλοι, ἐμβῆκαν ἀβλαβῶς μέσα εἰς τὴν Πόλιν, αὐτὸς δὲ μόνος ὁ Σουλεϊμάν, δὲν ἐδύνετο νὰ ἔμβῃ, ἐπειδὴ καὶ τὸ ἄλογόν του ἔτρεχεν ὄρθιον, καὶ ἐσήκωνε τὰ ποδάριά του ὑψηλά. Ὅθεν δὲν ἐδύνετο νὰ ἔμβῃ ἀπὸ τὴν πόρταν. Ὁ δὲ Σουλεϊμὰν θαυμάζωντας, διατὶ δὲν ἐδύνετο νὰ ἔμβῃ, ἐσήκωσε τοὺς ὀφθαλμούς του, καὶ βλέπει ἐπάνω εἰς τὴν πόρταν τῆς Πόλεως ἱστορισμένην διὰ ψηφίδος, τὴν Δέσποιναν ἡμῶν Θεοτόκον καθημένην ἐπὶ θρόνου, καὶ βαστάζουσαν εἰς τὰς ἀγκάλας της τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν. Ὅθεν εὐθὺς ἐκατέβη ἀπὸ τὸ ἄλογον, καὶ πεζὸς ἐμβῆκε μέσα εἰς τὴν Πόλιν, κατηγορήσας τὸν ἑαυτόν του διὰ τὴν προτέραν βλασφημίαν ὁποῦ ἐλάλησεν.

Μὲ τοιοῦτον λοιπὸν τρόπον ἐγύρισαν οἱ Σαρακηνοὶ ἄπρακτοι, πολεμηθέντες ἀπὸ τὸν Θεόν, καὶ ἀπὸ τὴν Θεοτόκον, καὶ ἀφανισθέντες μὲ πεῖναν καὶ θανατικόν. Ὅσα δὲ καΐκια καὶ κάτεργα αὐτῶν ἔμειναν, ταῦτα καταβαίνοντα, ἐσυντρίφθησαν, ἄλλα εἰς τὸ πέλαγος, καὶ ἄλλα εἰς τοὺς λιμένας καὶ τὰς ξέρας τῆς θαλάσσης. Τὸ δὲ μεγαλώτατον θαῦμα ἐστάθη τοῦτο, ὅτι εἰς τὸ Αἰγαῖον πέλαγος ἔπεσε πλῆθος χαλάζης, ὁμοῦ μὲ φωτίαν, ἡ δὲ φωτία βυθιζομένη εἰς τὴν θάλασσαν, ἀνέβραζεν αὐτήν, καθὼς καὶ τὸ πυρωμένον σίδηρον ἀναβράζει, ὅταν βαλθῇ μέσα εἰς τὸ νερόν. Ὅθεν ἐπειδὴ ἡ πίσσα τῶν καϊκίων ἀνάλυσε, διὰ τοῦτο ὁμοῦ μὲ τοὺς ἀνθρώπους ἐβυθίζοντο τὰ καΐκια. Δέκα δὲ μόνον καΐκια ἐγλύτωσαν, καὶ ἔδωσαν εἴδησιν εἰς τοὺς ἄλλους Σαρακηνοὺς τῆς συμφορᾶς ὁποῦ ἔπαθον. Ἐπῆγαν λοιπὸν οἱ Σαρακηνοὶ ἐναντίον τῆς Κωνσταντινουπόλεως κατὰ τὴν δεκάτην πέμπτην τοῦ Αὐγούστου, καὶ ἀφ’ οὗ ἐπέρασεν ἕνας χρόνος, ἐγύρισαν πάλιν ὀπίσω μὲ πολλὴν ἐντροπήν, κατὰ τὴν δεκάτην πέμπτην τοῦ ἄλλου Αὐγούστου. Ὅθεν καιρὸς ἁρμόδιος εἶναι νὰ εἰπῇ τινας ἐδῶ μεγαλοφώνως τὸ ῥητὸν τοῦ Δαβίδ· «Τίς Θεὸς μέγας, ὡς ὁ Θεὸς ἡμῶν; Σὺ εἶ ὁ Θεός, ὁ ποιῶν θαυμάσια μόνος». Ὁ ὁποῖος ἐχάρισες λύτρωσιν εἰς τὸν λαόν σου καὶ εἰς τὴν Πόλιν σου, διὰ τῆς ἀχράντου σου Μητρός (3).

(3) Ὅρα καὶ εἰς τὰς ἕνδεκα τοῦ Μαΐου, τὴν ὑποσημείωσιν εἰς τὰ γενέθλια τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Σημείωσαι, ὅτι ἀτάκτως γράφεται ἡ διήγησις αὕτη παρὰ τοῖς Μηναίοις ἐν τῇ δεκάτῃ ἕκτῃ τοῦ Αὐγούστου, εἰς καιρὸν ὁποῦ οἱ Σαρακηνοί, καὶ ἐπῆγαν εἰς Κωνσταντινούπολιν καὶ ἔφυγον ἀπὸ αὐτὴν κατὰ τὴν δεκάτην πέμπτην τοῦ Αὐγούστου. Διὰ τοῦτο καὶ ἡμεῖς ὧδε αὐτὴν ἐτάξαμεν. Ἕως λοιπὸν ὁποῦ ἡμεῖς συμμέτρως ἁμαρτάνομεν, ἐπροστατεύετο ἡ Κωνσταντινούπολις ὑπὸ τῆς Θεοτόκου, καὶ ἀνωτέρα πάσης ἁλώσεως ἐφυλάττετο. Ἐπειδὴ δὲ ἡμεῖς ὑπερβαλλόντως ὠλισθήσαμεν εἰς τὰς κακίας, διὰ τοῦτο καὶ ἡ Κωνσταντινούπολις στερηθεῖσα τῆς προστασίας τῆς Θεοτόκου, παρεδόθη φεῦ! εἰς τὰς χεῖρας τῶν ἀλλοφύλων, καὶ τώρα εὑρίσκεται ἀκλεὴς καὶ ἄτιμος, ἐκεῖ ὁποῦ πρότερον ἦτον ἔντιμος καὶ εὐκλεής. Ὥστε ὁποῦ καθ’ ἕνας ὁποῦ τὴν βλέπει, ἔχει νὰ ἀναστενάξῃ ἀπὸ καρδίας, καὶ νὰ εἰπῇ ἐκεῖνο τὸ ἡρωελεγεῖον, ὁποῦ προσφυῶς συνέθηκεν εἰς αὐτὴν Μάξιμος ὁ Μαργούνιος ὁ Κυθήρων (ἤτοι τοῦ Τζυρίγου) Ἐπίσκοπος.

«Ῥώμην εἰσορόων τὴν ὁπλοτέρην στονόεσσαν,

Τούς τε πάρος χρυσοῦς κειρομέναν πλοκάμους,

Ἆ Πόλις! ἆ σοι ἔφην! ἆ σοι Πόλις! ἣ ποθ’ ἑλοῦσα,

Σκῆπτρά τε βασιλίης, στέμματα τ’ εὐσεβίης.

Νῦν δ’ ὑπ’ ἀτασθαλίης στυγερῆς, φεῦ! δεινὰ παθοῦσα,

Κεῖσ’ ἀκλεὴς κόσμον, πᾶντ’ ἀποσεισαμένα».

Ἧς ταῖς ἁγίαις πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.

Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Γ’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.

* * *

 

 

Η σεβασμία Μετάστασις της υπερενδόξου Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μαρίας

Ορθόδοξη πίστη και ζωή στο email σας. Λάβετε πρώτοι όλες τις τελευταίες αναρτήσεις της Κοινωνίας Ορθοδοξίας:
Έχετε εγγραφεί επιτυχώς στο newsletter! Θα λάβετε email επιβεβαίωσης σε λίγα λεπτά. Παρακαλούμε, ακολουθήστε τον σύνδεσμο μέσα του για να επιβεβαιώσετε την εγγραφή. Εάν το email δεν εμφανιστεί στο γραμματοκιβώτιό σας, παρακαλούμε ελέγξτε τον φάκελο του spam.
Έχετε εγγραφεί επιτυχώς στο newsletter!
Λυπούμαστε, υπήρξε ένα σφάλμα. Παρακαλούμε, ελέγξτε το email σας.