Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου8 Ιουλίου
Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ
Τω αυτώ μηνί Η’, μνήμη του Αγίου ενδόξου Μεγαλομάρτυρος Προκοπίου.
Έοικε Προκόπιος αυχένα κλίνων,
Λέγειν κοπήτω. Τη πλάνη γαρ ου θύω.
Ογδοάτη Προκοπίου αρηϊθόου κράτα κέρσαν.
Ο μέγας ούτος και περιβόητος εν μάρτυσι Προκόπιος, ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Διοκλητιανού εν έτει σϞ’ [290]. Εκατάγετο δε από την πόλιν Αιλίαν, ήγουν την Ιερουσαλήμ, γεννηθείς από πατέρα μεν ευσεβή και Χριστιανόν, Χριστοφόρον ονόματι, από μητέρα δε ασεβή και τα είδωλα προσκυνούσαν, Θεοδοσίαν ονομαζομένην. Αφ’ ου λοιπόν ο πατήρ του Αγίου απέθανεν, έτρεφε τούτον η μήτηρ του με την ελληνικήν θρησκείαν. Όταν δε ο Άγιος έγινεν άνδρας εις την ηλικίαν, τότε επρόσφερεν αυτόν η μήτηρ του εις τον βασιλέα Διοκλητιανόν, ο οποίος τότε διέτριβεν εις την Αντιόχειαν, και παρακαλέσασα αυτόν και άσπρα πολλά δούσα, εκατάπεισε τον βασιλέα, και έκαμε τον υιόν της δούκα της Αλεξανδρείας. Ευθύς δε έδωκεν εις τον Προκόπιον ο βασιλεύς εντολάς, δια να διώκη και να τιμωρή τους Χριστιανούς. Και λοιπόν επήγαινε δια νυκτός ο Άγιος εις την Αλεξάνδρειαν, επειδή ήτον δύσκολος η εν ημέρα οδοιπορία, δια το υπερβολικόν καύμα οπού εις εκείνα τα μέρη γίνεται. Όταν δε έφθασεν έως τριάκοντα μίλια κοντά εις την πόλιν Απάμειαν, ήτις ευρίσκεται εν τη Κοίλη Συρία και ονομάζεται υπό των Τούρκων Χαμάν, μητρόπολις ούσα υπό τον Αντιοχείας, ακολουθούντων αυτώ και των δύω νουμέρων, ήτοι δύω αρχόντων αξιωματικών, τότε έγινε σεισμός και αστραπαί. Ακούει δε φωνήν, οπού ήλθεν από τον ουρανόν καλούσα τούτον από το όνομά του Νεανίαν, (έτζι γαρ πρότερον ο Άγιος ωνομάζετο). Εκατηγόρει δε η θεία φωνή την στράταν, οπού εποίει, και εφοβέριζεν, ότι έχει να τον θανατώση, επειδή πηγαίνει να κάμη κατά των Χριστιανών πόλεμον. Ο δε Άγιος από την καλήν γνώμην της ψυχής του κινούμενος, ευθύς ωνόμασε Κύριον τον αυτόν καλέσαντα. Όθεν και ο Κύριος καθαρώτερον ενεφανίσθη εις αυτόν. Εφάνη γαρ αυτώ σταυρός κρυστάλλινος εις το είδος, εκ δε του σταυρού ευγήκε φωνή λέγουσα. Εγώ είμαι ο εσταυρωμένος Ιησούς, ο του Θεού Υιός. Εκ της οπτασίας λοιπόν ταύτης οδηγηθείς ο Άγιος, εδιδάχθη όλον το της ενσάρκου οικονομίας μυστήριον, και βεβαίαν επίγνωσιν της πίστεως έλαβεν. Όθεν γυρίζωντας εις την Σκυθόπολιν την εν τη Κοίλη Συρία ευρισκομένην, ήτις πρότερον καλουμένη Νύσσα, ωνομάζεται υπό των Εβραίων Βεθοάν, τιμημένη με Μητροπολίτην υπό τον Ιεροσολύμων· εις αυτήν λέγω ο Άγιος ευρισκόμενος, εκατασκεύασεν ένα σταυρόν από χρυσάφι και ασήμι κατά τον τύπον, οπού του εφάνη. Ευθύς δε οπού ετελειώθη ο σταυρός, εφάνησαν εις αυτόν τυπωμέναις τρεις εικόνες, έχουσαι γράμματα εβραϊκά, τα οποία εφανέροναν τίνος είναι αι εικόνες. Άνωθεν μεν γαρ εγράφετο Εμμανουήλ, από δε το ένα μέρος, εγράφετο Μιχαήλ, και από το άλλο μέρος, Γαβριήλ. Ασπασθείς ουν ο Προκόπιος και προσκυνήσας τον σταυρόν και τας εν αυτώ αγίας εικόνας, εγύρισεν εις την Ιερουσαλήμ. Και επειδή εκεί έκαμε νίκας και τρόπαια κατά των Σαρακηνών, οι οποίοι επολέμουν και εκούρσευον τα εκεί περίχωρα, δια τούτο επαρακινήθη από την μητέρα του να προσφέρη θυσίας εις τα είδωλα δια την νίκην. Ο δε Άγιος έλεγε, πως έκαμε την νίκην ταύτην με την δύναμιν του Χριστού. Όθεν εκ της αιτίας ταύτης εδιάβαλε τον Άγιον η μήτηρ του εις τον βασιλέα, ότι είναι Χριστιανός. Ο δε βασιλεύς επρόσταξε τον ηγεμόνα της εν Παλαιστίνη Καισαρείας, Ούλκιον ονομαζόμενον, να κάμη την κατά του Αγίου εξέτασιν. Και λοιπόν επειδή ο Μάρτυς δεν επείσθη να θυσιάση εις τα είδωλα, δια τούτο εδάρθη δυνατά. Έπειτα ερρίφθη εις την φυλακήν, ώντας μισαποθαμένος. Εκεί δε εφάνη ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, και λύσας από τα δεσμά τον πρώην Νεανίαν, μετωνόμασεν αυτόν Προκόπιον. Εφανέρονε δε το όνομα αυτό, πως έχει να προκόψη και να τελειώση εις το μαρτύριον. Κοντά δε εις αυτά, έβαλεν ο Κύριος και εις την καρδίαν του Αγίου ανδρίαν και θάρρος, δια να υπομείνη τας τιμωρίας οπού τον εφοβέριζαν. Έπειτα επήγαν οι Έλληνες τον Μάρτυρα μέσα εις τον ναόν των ειδώλων. Εκεί δε ευρισκόμενος, δια προσευχής του εσύντριψε τα είδωλα, τα οποία παραδόξως μεταβληθέντα εις νερόν, έξω της πόρτας εχύθησαν.
Τούτο το θαύμα βλέποντες οι στρατιώται των δύω νουμέρων, και οι δύω τριβούνοι, Νικόστρατος και Αντίοχος ονομαζόμενοι, επίστευσαν εις τον Χριστόν, και εβαπτίσθησαν από τον Επίσκοπον Λεόντιον, οίτινες κατά προσταγήν του βασιλέως απεκεφαλίσθησαν, και έλαβον τους στεφάνους του μαρτυρίου. Επιάσθησαν δε και δώδεκα γυναίκες συγκλητικαί μαζί με την Θεοδοσίαν την μητέρα του Αγίου, αι οποίαι επίστευσαν τω Χριστώ δια το ανωτέρω θαύμα. Όθεν αφ’ ου πρώτον αυτάς έδειραν άσπλαγχνα, έκοψαν τα βυζία των, και με σιδηράς μπάλλας πυρωμένας έκαυσαν τας μασχάλας των, τελευταίον δε τας απεκεφάλισαν, και ούτως έλαβον της αθλήσεως τους στεφάνους. Μετά ταύτα έγινεν άλλος ηγεμών Φλαβιανός ονόματι, ο οποίος έφερε τον Άγιον εις εξέτασιν, και επειδή ο Μάρτυς δεν επείσθη να αρνηθή τον Χριστόν, τούτου χάριν επρόσταξεν ένα υπηρέτην Αρχέλαον ονομαζόμενον, δια να τον κτυπήση με το σπαθί εις την κοιλίαν. Ευθύς δε οπού εκείνος εσήκωσε το χέρι κατά του Αγίου, έπεσε κατά γης και εξέψυξεν. Έπειτα τεντώσαντες τον Μάρτυρα με σχοινία, έδειραν αυτόν με ωμά νεύρα, και τον έκαυσαν με αναμμένα κάρβουνα. Επάνω δε εις τα καϊμένα μέλη του έχυσαν ξύδι. Είτα έβαλαν εις το χέρι του κάρβουνα με λιβάνι. Ο δε γενναίος του Κυρίου αγωνιστής, εβάστασεν ακίνητον το χέρι του, έως οπού κατεκάη όλον. Δεν εσκόρπισε γαρ το λιβάνι, ίνα μη με τον σκορπισμόν του φανή εις τους ασεβείς, ότι επρόσφερε θυσίαν εις τα είδωλα. Ύστερον δε από όλα, εκρέμασαν τον αθλητήν, και έδεσαν τας χείρας του. Μέλλωντας δε να έμβη μέσα εις ένα φούρνον αναμμένον, κατεψύχρανε τούτον με την σφραγίδα και τύπον του τιμίου Σταυρού. Τελευταίον δε λαμβάνει την δια ξίφους απόφασιν, και ούτως αποκεφαλισθείς, προς Κύριον εξεδήμησεν. Τελείται δε η αυτού Σύναξις και εορτή εις τον μαρτυρικόν αυτού Ναόν, τον ευρισκόμενον πλησίον της Χελώνης, και καλούμενον Κονδύλιον. (Τον κατά πλάτος Βίον αυτού όρα εις την Καλοκαιρινήν. Ο δε ελληνικός τούτου Βίος ευρίσκεται εν τε τη Μεγίστη Λαύρα, εν τη Ιερά Μονή των Ιβήρων, και εν άλλαις, ου η αρχή· «Διοκλητιανού και Μαξιμιανού την βασίλειον ιθυνόντων αρχήν».)
*
Τη αυτή ημέρα η Αγία Θεοδοσία, η μήτηρ του Αγίου Προκοπίου, ξίφει τελειούται.
Αθλητομήτωρ ούσα Θεοδοσία,
Έσπευσεν είναι κακ ξίφους αθληφόρος.
*
Αι Άγιαι δώδεκα γυναίκες αι Συγκλητικαί ξίφει τελειούνται.
Δις εξ ανείλεν ευκλεείς κόρας ξίφος,
Ηγουμένας σκύβαλα της γης τα κλέη.
*
Οι Άγιοι δύω τριβούνοι Αντίοχος και Νικόστρατος, ξίφει τελειούνται.
Ο Νικόστρατος την τομήν οίσω λέγει,
Ως Αντίοχος. Μη γαρ ου καμοί κάρα;
*
Ο Άγιος Μάρτυς Αβδάς ξίφει τελειούται (1).
Άπαξ εμαυτόν προς το πάσχειν θαρσύνας,
Χαράν το πάσχειν εκ ξίφους Αβδάς έχω.
(1) Εν τω χειρογράφω Συναξαριστή γράφεται, ότι και ο Αβδάς, ή Αυδάς ούτος, δια του Αγίου Προκοπίου επίστευσε τω Χριστώ.
*
Ο Όσιος Θεόφιλος, ο κατά το αγιώνυμον όρος του Άθω ασκήσας, εν τινι κελλίω του Αγίου Βασιλείου, κειμένω εν τη τοποθεσία της Ιεράς Μονής του Παντοκράτορος, κατά το έτος ͵αφμη’ [1548], ο και μετά θάνατον μυροβλήσας, εν ειρήνη τελειούται.
Θεόν φιλήσας Θεόφιλος γεννάδας,
Ήδη σύνεστι τω φιλουμένω άνω (2).
(2) Εις τον Όσιον τούτον εφιλοπόνησε τελείαν Ακολουθίαν η εμή αδυναμία, και το Συναξάριον αυτού επλάτυνε. Τα οποία ευρίσκονται εις το ρηθέν Κελλίον του Αγίου Βασιλείου.
*
Ο Άγιος νέος Ιερομάρτυς Αναστάσιος ο εξ Ιωαννίνων, ο εν Κωνσταντινουπόλει μαρτυρήσας εν έτει ͵αψμγ’ [1743], ξίφει τελειούται.
Αναστασίω επλάκη διπλούν στέφος,
Αίμασι κοσμήσαντι ιερωσύνην (3).
(3) Το Μαρτύριον αυτού όρα εις το Νέον Μαρτυρολόγιον.
Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.
Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *
Τῷ αὐτῷ μηνὶ Η΄, μνήμη τοῦ Ἁγίου ἐνδόξου Μεγαλομάρτυρος Προκοπίου.
Ἔοικε Προκόπιος αὐχένα κλίνων,
Λέγειν κοπήτω. Τῇ πλάνῃ γὰρ οὐ θύω.
Ὀγδοάτῃ Προκοπίου ἀρηϊθόου κράτα κέρσαν.
Ὁ μέγας οὗτος καὶ περιβόητος ἐν μάρτυσι Προκόπιος, ἦτον κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Διοκλητιανοῦ ἐν ἔτει σϞ΄ [290]. Ἐκατάγετο δὲ ἀπὸ τὴν πόλιν Αἰλίαν, ἤγουν τὴν Ἱερουσαλήμ, γεννηθεὶς ἀπὸ πατέρα μὲν εὐσεβῆ καὶ Χριστιανόν, Χριστοφόρον ὀνόματι, ἀπὸ μητέρα δὲ ἀσεβῆ καὶ τὰ εἴδωλα προσκυνοῦσαν, Θεοδοσίαν ὀνομαζομένην. Ἀφ’ οὗ λοιπὸν ὁ πατὴρ τοῦ Ἁγίου ἀπέθανεν, ἔτρεφε τοῦτον ἡ μήτηρ του μὲ τὴν ἑλληνικὴν θρῃσκείαν. Ὅταν δὲ ὁ Ἅγιος ἔγινεν ἄνδρας εἰς τὴν ἡλικίαν, τότε ἐπρόσφερεν αὐτὸν ἡ μήτηρ του εἰς τὸν βασιλέα Διοκλητιανόν, ὁ ὁποῖος τότε διέτριβεν εἰς τὴν Ἀντιόχειαν, καὶ παρακαλέσασα αὐτὸν καὶ ἄσπρα πολλὰ δοῦσα, ἐκατάπεισε τὸν βασιλέα, καὶ ἔκαμε τὸν υἱόν της δοῦκα τῆς Ἀλεξανδρείας. Εὐθὺς δὲ ἔδωκεν εἰς τὸν Προκόπιον ὁ βασιλεὺς ἐντολάς, διὰ νὰ διώκῃ καὶ νὰ τιμωρῇ τοὺς Χριστιανούς. Καὶ λοιπὸν ἐπήγαινε διὰ νυκτὸς ὁ Ἅγιος εἰς τὴν Ἀλεξάνδρειαν, ἐπειδὴ ἦτον δύσκολος ἡ ἐν ἡμέρᾳ ὁδοιπορία, διὰ τὸ ὑπερβολικὸν καῦμα ὁποῦ εἰς ἐκεῖνα τὰ μέρη γίνεται. Ὅταν δὲ ἔφθασεν ἕως τριάκοντα μίλια κοντὰ εἰς τὴν πόλιν Ἀπάμειαν, ἥτις εὑρίσκεται ἐν τῇ Κοίλῃ Συρίᾳ καὶ ὀνομάζεται ὑπὸ τῶν Τούρκων Χαμάν, μητρόπολις οὖσα ὑπὸ τὸν Ἀντιοχείας, ἀκολουθούντων αὐτῷ καὶ τῶν δύω νουμέρων, ἤτοι δύω ἀρχόντων ἀξιωματικῶν, τότε ἔγινε σεισμὸς καὶ ἀστραπαί. Ἀκούει δὲ φωνήν, ὁποῦ ἦλθεν ἀπὸ τὸν οὐρανὸν καλοῦσα τοῦτον ἀπὸ τὸ ὄνομά του Νεανίαν, (ἔτζι γὰρ πρότερον ὁ Ἅγιος ὠνομάζετο). Ἐκατηγόρει δὲ ἡ θεία φωνὴ τὴν στράταν, ὁποῦ ἐποίει, καὶ ἐφοβέριζεν, ὅτι ἔχει νὰ τὸν θανατώσῃ, ἐπειδὴ πηγαίνει νὰ κάμῃ κατὰ τῶν Χριστιανῶν πόλεμον. Ὁ δὲ Ἅγιος ἀπὸ τὴν καλὴν γνώμην τῆς ψυχῆς του κινούμενος, εὐθὺς ὠνόμασε Κύριον τὸν αὐτὸν καλέσαντα. Ὅθεν καὶ ὁ Κύριος καθαρώτερον ἐνεφανίσθη εἰς αὐτόν. Ἐφάνη γὰρ αὐτῷ σταυρὸς κρυστάλλινος εἰς τὸ εἶδος, ἐκ δὲ τοῦ σταυροῦ εὐγῆκε φωνὴ λέγουσα. Ἐγὼ εἶμαι ὁ ἐσταυρωμένος Ἰησοῦς, ὁ τοῦ Θεοῦ Υἱός. Ἐκ τῆς ὀπτασίας λοιπὸν ταύτης ὁδηγηθεὶς ὁ Ἅγιος, ἐδιδάχθη ὅλον τὸ τῆς ἐνσάρκου οἰκονομίας μυστήριον, καὶ βεβαίαν ἐπίγνωσιν τῆς πίστεως ἔλαβεν. Ὅθεν γυρίζωντας εἰς τὴν Σκυθόπολιν τὴν ἐν τῇ Κοίλῃ Συρίᾳ εὑρισκομένην, ἥτις πρότερον καλουμένη Νύσσα, ὠνομάζεται ὑπὸ τῶν Ἑβραίων Βεθοάν, τιμημένη μὲ Μητροπολίτην ὑπὸ τὸν Ἱεροσολύμων· εἰς αὐτὴν λέγω ὁ Ἅγιος εὑρισκόμενος, ἐκατασκεύασεν ἕνα σταυρὸν ἀπὸ χρυσάφι καὶ ἀσῆμι κατὰ τὸν τύπον, ὁποῦ τοῦ ἐφάνη. Εὐθὺς δὲ ὁποῦ ἐτελειώθη ὁ σταυρός, ἐφάνησαν εἰς αὐτὸν τυπωμέναις τρεῖς εἰκόνες, ἔχουσαι γράμματα ἑβραϊκά, τὰ ὁποῖα ἐφανέροναν τίνος εἶναι αἱ εἰκόνες. Ἄνωθεν μὲν γὰρ ἐγράφετο Ἐμμανουήλ, ἀπὸ δὲ τὸ ἕνα μέρος, ἐγράφετο Μιχαήλ, καὶ ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος, Γαβριήλ. Ἀσπασθεὶς οὖν ὁ Προκόπιος καὶ προσκυνήσας τὸν σταυρὸν καὶ τὰς ἐν αὐτῷ ἁγίας εἰκόνας, ἐγύρισεν εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ. Καὶ ἐπειδὴ ἐκεῖ ἔκαμε νίκας καὶ τρόπαια κατὰ τῶν Σαρακηνῶν, οἱ ὁποῖοι ἐπολέμουν καὶ ἐκούρσευον τὰ ἐκεῖ περίχωρα, διὰ τοῦτο ἐπαρακινήθη ἀπὸ τὴν μητέρα του νὰ προσφέρῃ θυσίας εἰς τὰ εἴδωλα διὰ τὴν νίκην. Ὁ δὲ Ἅγιος ἔλεγε, πῶς ἔκαμε τὴν νίκην ταύτην μὲ τὴν δύναμιν τοῦ Χριστοῦ. Ὅθεν ἐκ τῆς αἰτίας ταύτης ἐδιάβαλε τὸν Ἅγιον ἡ μήτηρ του εἰς τὸν βασιλέα, ὅτι εἶναι Χριστιανός. Ὁ δὲ βασιλεὺς ἐπρόσταξε τὸν ἡγεμόνα τῆς ἐν Παλαιστίνῃ Καισαρείας, Οὔλκιον ὀνομαζόμενον, νὰ κάμῃ τὴν κατὰ τοῦ Ἁγίου ἐξέτασιν. Καὶ λοιπὸν ἐπειδὴ ὁ Μάρτυς δὲν ἐπείσθη νὰ θυσιάσῃ εἰς τὰ εἴδωλα, διὰ τοῦτο ἐδάρθη δυνατά. Ἔπειτα ἐρρίφθη εἰς τὴν φυλακήν, ὤντας μισαποθαμένος. Ἐκεῖ δὲ ἐφάνη ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοὺς Χριστός, καὶ λύσας ἀπὸ τὰ δεσμὰ τὸν πρῴην Νεανίαν, μετωνόμασεν αὐτὸν Προκόπιον. Ἐφανέρονε δὲ τὸ ὄνομα αὐτό, πῶς ἔχει νὰ προκόψῃ καὶ νὰ τελειώσῃ εἰς τὸ μαρτύριον. Κοντὰ δὲ εἰς αὐτά, ἔβαλεν ὁ Κύριος καὶ εἰς τὴν καρδίαν τοῦ Ἁγίου ἀνδρίαν καὶ θάρρος, διὰ νὰ ὑπομείνῃ τὰς τιμωρίας ὁποῦ τὸν ἐφοβέριζαν. Ἔπειτα ἐπῆγαν οἱ Ἕλληνες τὸν Μάρτυρα μέσα εἰς τὸν ναὸν τῶν εἰδώλων. Ἐκεῖ δὲ εὑρισκόμενος, διὰ προσευχῆς του ἐσύντριψε τὰ εἴδωλα, τὰ ὁποῖα παραδόξως μεταβληθέντα εἰς νερόν, ἔξω τῆς πόρτας ἐχύθησαν.
Τοῦτο τὸ θαῦμα βλέποντες οἱ στρατιῶται τῶν δύω νουμέρων, καὶ οἱ δύω τριβοῦνοι, Νικόστρατος καὶ Ἀντίοχος ὀνομαζόμενοι, ἐπίστευσαν εἰς τὸν Χριστόν, καὶ ἐβαπτίσθησαν ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπον Λεόντιον, οἵτινες κατὰ προσταγὴν τοῦ βασιλέως ἀπεκεφαλίσθησαν, καὶ ἔλαβον τοὺς στεφάνους τοῦ μαρτυρίου. Ἐπιάσθησαν δὲ καὶ δώδεκα γυναῖκες συγκλητικαὶ μαζὶ μὲ τὴν Θεοδοσίαν τὴν μητέρα τοῦ Ἁγίου, αἱ ὁποῖαι ἐπίστευσαν τῷ Χριστῷ διὰ τὸ ἀνωτέρω θαῦμα. Ὅθεν ἀφ’ οὗ πρῶτον αὐτὰς ἔδειραν ἄσπλαγχνα, ἔκοψαν τὰ βυζία των, καὶ μὲ σιδηρᾶς μπάλλας πυρωμένας ἔκαυσαν τὰς μασχάλας των, τελευταῖον δὲ τὰς ἀπεκεφάλισαν, καὶ οὕτως ἔλαβον τῆς ἀθλήσεως τοὺς στεφάνους. Μετὰ ταῦτα ἔγινεν ἄλλος ἡγεμὼν Φλαβιανὸς ὀνόματι, ὁ ὁποῖος ἔφερε τὸν Ἅγιον εἰς ἐξέτασιν, καὶ ἐπειδὴ ὁ Μάρτυς δὲν ἐπείσθη νὰ ἀρνηθῇ τὸν Χριστόν, τούτου χάριν ἐπρόσταξεν ἕνα ὑπηρέτην Ἀρχέλαον ὀνομαζόμενον, διὰ νὰ τὸν κτυπήσῃ μὲ τὸ σπαθὶ εἰς τὴν κοιλίαν. Εὐθὺς δὲ ὁποῦ ἐκεῖνος ἐσήκωσε τὸ χέρι κατὰ τοῦ Ἁγίου, ἔπεσε κατὰ γῆς καὶ ἐξέψυξεν. Ἔπειτα τεντώσαντες τὸν Μάρτυρα μὲ σχοινία, ἔδειραν αὐτὸν μὲ ὠμὰ νεῦρα, καὶ τὸν ἔκαυσαν μὲ ἀναμμένα κάρβουνα. Ἐπάνω δὲ εἰς τὰ καϊμένα μέλη του ἔχυσαν ξύδι. Εἶτα ἔβαλαν εἰς τὸ χέρι του κάρβουνα μὲ λιβάνι. Ὁ δὲ γενναῖος τοῦ Κυρίου ἀγωνιστής, ἐβάστασεν ἀκίνητον τὸ χέρι του, ἕως ὁποῦ κατεκάη ὅλον. Δὲν ἐσκόρπισε γὰρ τὸ λιβάνι, ἵνα μὴ μὲ τὸν σκορπισμόν του φανῇ εἰς τοὺς ἀσεβεῖς, ὅτι ἐπρόσφερε θυσίαν εἰς τὰ εἴδωλα. Ὕστερον δὲ ἀπὸ ὅλα, ἐκρέμασαν τὸν ἀθλητήν, καὶ ἔδεσαν τὰς χεῖράς του. Μέλλωντας δὲ νὰ ἔμβῃ μέσα εἰς ἕνα φοῦρνον ἀναμμένον, κατεψύχρανε τοῦτον μὲ τὴν σφραγίδα καὶ τύπον τοῦ τιμίου Σταυροῦ. Τελευταῖον δὲ λαμβάνει τὴν διὰ ξίφους ἀπόφασιν, καὶ οὕτως ἀποκεφαλισθείς, πρὸς Κύριον ἐξεδήμησεν. Τελεῖται δὲ ἡ αὐτοῦ Σύναξις καὶ ἑορτὴ εἰς τὸν μαρτυρικὸν αὐτοῦ Ναόν, τὸν εὑρισκόμενον πλησίον τῆς Χελώνης, καὶ καλούμενον Κονδύλιον. (Τὸν κατὰ πλάτος Βίον αὐτοῦ ὅρα εἰς τὴν Καλοκαιρινήν. Ὁ δὲ ἑλληνικὸς τούτου Βίος εὑρίσκεται ἔν τε τῇ Μεγίστῃ Λαύρᾳ, ἐν τῇ Ἱερᾷ Μονῇ τῶν Ἰβήρων, καὶ ἐν ἄλλαις, οὗ ἡ ἀρχή· «Διοκλητιανοῦ καὶ Μαξιμιανοῦ τὴν βασίλειον ἰθυνόντων ἀρχήν».)
*
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ ἡ Ἁγία Θεοδοσία, ἡ μήτηρ τοῦ Ἁγίου Προκοπίου, ξίφει τελειοῦται.
Ἀθλητομήτωρ οὖσα Θεοδοσία,
Ἔσπευσεν εἶναι κᾀκ ξίφους ἀθληφόρος.
*
Αἱ Ἅγιαι δώδεκα γυναῖκες αἱ Συγκλητικαὶ ξίφει τελειοῦνται.
Δὶς ἓξ ἀνεῖλεν εὐκλεεῖς κόρας ξίφος,
Ἡγουμένας σκύβαλα τῆς γῆς τὰ κλέη.
*
Οἱ Ἅγιοι δύω τριβοῦνοι Ἀντίοχος καὶ Νικόστρατος, ξίφει τελειοῦνται.
Ὁ Νικόστρατος τὴν τομὴν οἴσω λέγει,
Ὡς Ἀντίοχος. Μὴ γὰρ οὐ κᾀμοὶ κάρα;
*
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ἀβδᾶς ξίφει τελειοῦται (1).
Ἅπαξ ἐμαυτὸν πρὸς τὸ πάσχειν θαρσύνας,
Χαρὰν τὸ πάσχειν ἐκ ξίφους Ἀβδᾶς ἔχω.
(1) Ἐν τῷ χειρογράφῳ Συναξαριστῇ γράφεται, ὅτι καὶ ὁ Ἀβδᾶς, ἢ Αὐδᾶς οὗτος, διὰ τοῦ Ἁγίου Προκοπίου ἐπίστευσε τῷ Χριστῷ.
*
Ὁ Ὅσιος Θεόφιλος, ὁ κατὰ τὸ ἁγιώνυμον ὄρος τοῦ Ἄθω ἀσκήσας, ἔν τινι κελλίῳ τοῦ Ἁγίου Βασιλείου, κειμένῳ ἐν τῇ τοποθεσίᾳ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τοῦ Παντοκράτορος, κατὰ τὸ ἔτος ͵αφμη΄ [1548], ὁ καὶ μετὰ θάνατον μυροβλήσας, ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται.
Θεὸν φιλήσας Θεόφιλος γεννάδας,
Ἤδη σύνεστι τῷ φιλουμένῳ ἄνω (2).
(2) Εἰς τὸν Ὅσιον τοῦτον ἐφιλοπόνησε τελείαν Ἀκολουθίαν ἡ ἐμὴ ἀδυναμία, καὶ τὸ Συναξάριον αὐτοῦ ἐπλάτυνε. Τὰ ὁποῖα εὑρίσκονται εἰς τὸ ῥηθὲν Κελλίον τοῦ Ἁγίου Βασιλείου.
*
Ὁ Ἅγιος νέος Ἱερομάρτυς Ἀναστάσιος ὁ ἐξ Ἰωαννίνων, ὁ ἐν Κωνσταντινουπόλει μαρτυρήσας ἐν ἔτει ͵αψμγ΄ [1743], ξίφει τελειοῦται.
Ἀναστασίῳ ἐπλάκη διπλοῦν στέφος,
Αἵμασι κοσμήσαντι ἱερωσύνην (3).
(3) Τὸ Μαρτύριον αὐτοῦ ὅρα εἰς τὸ Νέον Μαρτυρολόγιον.
Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.
Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Γ’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *