Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου7 Ιουλίου
Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ
Τω αυτώ μηνί Ζ’, μνήμη του Οσίου πατρός ημών και εν θαύμασι μεγίστου Θωμά του εν τω Μαλεώ (1).
Διείς πτέρυγας, είπεν αν Μωσής, πάτερ,
Ως αετός τις εξανέπτης προς πόλον.
Εβδομάτη Θωμάν θάνατος μέλας έμφρονα είλεν.
Ούτος κατά μεν την προτέραν ζωήν του, έγινε περιφανής από τον πλούτον και την δυναστείαν οπού είχεν. Αλλά και κατά βαρβάρων έστησε πολλά και μέγιστα τρόπαια και νίκας. Ύστερον δε, με το να επόθησε τον Χριστόν, αφήκε την πικράν θάλασσαν του βίου, και έβαλε τον εαυτόν του υποκάτω εις τον γλυκύν και ελαφρόν ζυγόν του Χριστού. Όθεν φορέσας το σχήμα των Μοναχών, εμιμείτο την πτωχείαν του Δεσπότου Χριστού. Δια τούτο και ηξιώθη να οδηγηθή την νύκτα με στύλον πυρός από τον Προφήτην Ηλίαν, του οποίου ήτον μιμητής και ακόλουθος, και δια της οδηγίας εκείνου, ανέβη επάνω εις ένα βουνόν, Μαλεόν ονομαζόμενον, από το οποίον εφάνη ως αστήρ λαμπρός φωτίζων την περίγειον, και με τας προσευχάς του και αγρυπνίας διαλύων το σκότος της αμαρτίας και των δαιμόνων. Ηξιώθη δε ο αοίδιμος να λάβη παρά Θεού και χάριν θαυμάτων, βρύσιν γαρ ύδατος δια προσευχής του ανέβλυσε, το φως των ομματίων εις τυφλούς εχάρισε, κουτζούς ανώρθωσε, και όταν επροσηύχετο, εφαίνετο ως στύλος πυρός από μακρόθεν εις τους καθαρούς την διάνοιαν. Ταύτα και άλλα θαύματα εργασάμενος, απήλθε προς Κύριον ο μακάριος. Αλλά και μετά θάνατον, δεν παύει καθ’ εκάστην να λυτρώνη από διάφορα πάθη και ασθενείας, τους μετά πίστεως προστρέχοντας εις το σεπτόν αυτού και άγιον λείψανον.
(1) Μερικοί λέγουν, ότι Μαλεός είναι ο εν τη Μάνη του Μορέως ονομαζόμενος Κάβο Μαλιάς. Άλλοι δε λέγουσι, ότι είναι το εν Μιτυλήνη ακρωτήριον Μαλία και Μαλέα καλούμενον. Άδηλον όμως τούτο εστί, καθότι αυτά είναι ακρωτήρια, το δε Μαλεόν, ήτον όρος. Πλην ανήγγειλαν ημίν οι τον ανωτέρω Κάβον Μαλιάν ιστορήσαντες, ότι ο κάβος αυτός έχει και όρος υψηλόν, επάνω εις το οποίον ευρίσκεται Μοναστήριον, και ίσως εις αυτόν ησύχαζεν ο Όσιος Θωμάς.
*
Τη αυτή ημέρα μνήμη της Αγίας Μεγαλομάρτυρος Κυριακής.
Κυριακή θανούσα την τομήν φθάνει,
Προαιρέσει πλην και τελειούται ξίφει.
Κατά τους χρόνους του βασιλέως Διοκλητιανού εν έτει σπβ’ [282], ήτον ένα ανδρόγυνον Χριστιανικόν, Δωρόθεος και Ευσεβία ονομαζόμενον, οι οποίοι επειδή ήτον άτεκνοι, παρεκάλουν τον Θεόν να χαρίση εις αυτούς καρπόν και τέκνον, υποσχόμενοι ότι να χαρίσουν πάλιν το γεννηθέν παιδίον εις αυτόν. Όθεν επήκουσεν ο Θεός της δεήσεώς των, και εγέννησαν παιδίον θηλυκόν εν ημέρα Κυριακή, δια τούτο και ωνόμασαν το παιδίον Κυριακήν. Την οποίαν βαπτίσαντες, ανέθρεφαν εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου, κατά τον Απόστολον, και εφύλαττον αυτήν παρθένον, επειδή και έμελλον να την αφιερώσουν εις τον Θεόν. Όταν δε ο δυσσεβής Διοκλητιανός εκίνησε διωγμόν κατά των Χριστιανών, τότε παρεδόθησαν οι γονείς της Αγίας ομού με αυτήν εις τον τύραννον. Ο οποίος ανακρίνας, τους μεν γονείς της Αγίας έδειρε, και έστειλεν αυτούς εις τον δούκαν Ιούστον, τον ευρισκόμενον κατά τα μέρη της εν τη μικρά Αρμενία Μελιτινής, ήτις κοινώς Μαλατιά ονομάζεται. Την δε Κυριακήν, απέστειλεν εις τον Καίσαρα Μαξιμιανόν, τον ευρισκόμενον εις την Νικομήδειαν. Ο Μαξιμιανός λοιπόν ανακρίνας την Μάρτυρα, και ευρών στερεάν εις την πίστιν του Χριστού, την έρριψε κατά γης και την έδειρεν εις πολλάς ώρας. Επειδή δε η Αγία επροσηύχετο, δια τούτο εθυμόνετο ο τύραννος κατά των στρατιωτών των βασανιζόντων την Μάρτυρα. Τότε η Αγία λέγει προς τον Μαξιμιανόν· Μη πλανάσαι ω Μαξιμιανέ, ποτέ δεν θέλεις με νικήσεις, του Θεού βοηθούντός μοι. Δια τούτο και ο Μαξιμιανός αποκαμών, έπεμψε την Αγίαν εις τον άρχοντα της Βιθυνίας, Ιλαριανόν ονόματι.
Ο δε Ιλαριανός ανακρίνας την Μάρτυρα, έμβασεν αυτήν μέσα εις τον ναόν των ειδώλων. Εκεί δε προσευχηθείσης της Αγίας, έγινε μεγάλος σεισμός, από τον οποίον εκρημνίσθησαν τα είδωλα και έγιναν ωσάν κονιορτός. Ηκολούθησε δε προς τούτοις και ένα ανεμοστρόβιλον, το οποίον εσκόρπισεν εις τον αέρα τον κονιορτόν των ειδώλων. Πίπτουσα δε και μία αστραπή, κατέκαυσε το πρόσωπον του άρχοντος Ιλαριανού. Όθεν εκείνος κρημνισθείς από τον θρόνον του, εξέψυξεν. Ελθών δε άλλος άρχων διάδοχος εκείνου, και μαθών ταύτα, κατεδίκασε να καή η Αγία εις το πυρ. Και λοιπόν άναψαν οι υπηρέται πυρκαϊάν μεγάλην, και έσπρωξαν την Μάρτυρα μέσα εις αυτήν. Η δε Αγία σηκώσασα τας χείρας της εις τον Ουρανόν, επροσευχήθη τω Θεώ εις πολλάς ώρας. Και αγκαλά ο αέρας ήτον καθαρός και θερινός, εκατέβη όμως ένα σύνεφον από τον ουρανόν, και έσβυσεν όλην την φωτίαν, χωρίς να βλαφθή τελείως η Μάρτυς από αυτήν. Μετά ταύτα αφήκεν ο τύραννος διάφορα θηρία εναντίον της Αγίας, αλλ’ όμως δεν εκατώρθωσε τίποτες, επειδή και τα θηρία εκυλίοντο ως αρνία ήμερα εις τους πόδας της Αγίας, χωρίς ποσώς να την βλάψουν. Όθεν βλέποντες πολλοί Έλληνες το παράδοξον αυτό θαύμα, επίστευσαν εις τον Χριστόν. Έπειτα εβάλθη η Μάρτυς εις την φυλακήν. Και την ερχομένην ημέραν εκάθισεν ο άρχων εις το βήμα, και έδωκε κατά της Αγίας την του θανάτου τελευταίαν απόφασιν. Όθεν πέρνοντες αυτήν οι δήμιοι, ευγήκαν έξω από την πόλιν δια να την αποκεφαλίσουν. Η δε Αγία εζήτησε διορίαν, ίνα προσευχηθή. Και αφ’ ου επροσευχήθη εις πολλάς ώρας, εδίδαξε τους ακολουθήσαντας αυτήν Χριστιανούς. Είτα πλαγιάσασα εις την γην, παρέδωκε την ψυχήν της εις χείρας Θεού. Πηγαίνοντες δε κοντά εις αυτήν οι στρατιώται, οπού έμελλον να την αποκεφαλίσουν, καθώς την είδον νεκράν, εξέστησαν. Έγινε δε και θεϊκή φωνή εις αυτούς λέγουσα. Πορεύεσθε αδελφοί, και διηγείσθε εις όλους τα μεγαλεία του Θεού. Οι δε στρατιώται γυρίσαντες, εδόξαζον τον Θεόν. (Τον κατά πλάτος Βίον αυτής όρα εις τον Νέον Θησαυρόν (2).)
(2) Σημείωσαι, ότι η εμή αναξιότης ανεπλήρωσε την ασματικήν Ακολουθίαν της Αγίας ταύτης Κυριακής, και Κανόνα δεύτερον εποίησεν. Όθεν ο βουλόμενος, ζητησάτω ταύτην.
*
Ο Άγιος Ιερομάρτυς Ευστάθιος πυρί τελειούται.
Προς ευστάθειαν καρδίας Ευσταθίου,
Και πυρ συρίζον ηρεμούν ώφθη ύδωρ.
*
Ο Άγιος Πολύκαρπος ο Νέος μαχαίρα τελειούται.
Ούτως όναιο σων σφαγεύ θελημάτων,
Σφάττειν τάχει με τον Πολύκαρπον θέλων.
*
Ο Άγιος Μάρτυς Ευάγγελος ξίφει τελειούται.
Ευάγγελος το θείον εκ ξίφους τέλος,
Ευαγγελισμόν είχε του θείου στέφους.
*
Μνήμη των Αγίων Μαρτύρων Περεγρίνου και των συν αυτώ, Λουκιανού, Πομπηΐου, Ησυχίου, Παππίου, Σατορνίνου, και Γερμανού.
Συν εξ κατήλθεν εις βυθόν Περεγρίνος,
Αθλήσεως εκείθεν αγρεύσων στέφος.
Ούτοι οι Άγιοι εκατάγοντο από την Ιταλίαν, και ήκμαζον κατά τους χρόνους του βασιλέως Τραϊανού, εν ετει Ϟη’ [98]. Επειδή δε ήτον τότε διωγμός κατά των Χριστιανών, δια τούτο εμβήκαν οι Άγιοι εις καΐκιον, και επήγαν εις την πόλιν του Δυρραχίου. Βλέποντες δε εκεί τον Άγιον Αστείον τον Επίσκοπον Δυρραχίου (ο οποίος εορτάζεται κατά την έκτην του παρόντος) κρεμάμενον εις τον σταυρόν, αλειμμένον με μέλι, και κεντούμενον από σφήκας και μυίας δια την πίστιν του Χριστού, εμακάρισαν αυτόν, όθεν και επιάσθησαν από τους στρατιώτας. Ομολογήσαντες δε, ότι είναι Χριστιανοί, κατά προσταγήν του ανθυπάτου Αγρικολάου ερρίφθησαν εις το Αδριατικόν Πέλαγος, το οποίον κρατεί από την Βενετίαν έως εις το Τζυρίγον, και έτζι έλαβον οι μακάριοι τους του μαρτυρίου αμαράντους στεφάνους. Τα δε Άγια αυτών λείψανα εύγαλεν έξω η θάλασσα, και κατέχωσεν αυτά εις την άμμον. Αφ’ ου δε επέρασαν χρόνοι εβδομήκοντα, τότε εφανερώθησαν εις τον Επίσκοπον της Αλεξανδρείας, ο οποίος πέρνωντας αυτά, έθαψεν εντίμως, και έκτισεν εις το όνομά των και μικράν Εκκλησίαν.
Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.
Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *
Τῷ αὐτῷ μηνὶ Ζ΄, μνήμη τοῦ Ὁσίου πατρὸς ἡμῶν καὶ ἐν θαύμασι μεγίστου Θωμᾶ τοῦ ἐν τῷ Μαλεῷ (1).
Διεὶς πτέρυγας, εἶπεν ἂν Μωσῆς, πάτερ,
Ὡς ἀετός τις ἐξανέπτης πρὸς πόλον.
Ἑβδομάτῃ Θωμᾶν θάνατος μέλας ἔμφρονα εἷλεν.
Οὗτος κατὰ μὲν τὴν προτέραν ζωήν του, ἔγινε περιφανὴς ἀπὸ τὸν πλοῦτον καὶ τὴν δυναστείαν ὁποῦ εἶχεν. Ἀλλὰ καὶ κατὰ βαρβάρων ἔστησε πολλὰ καὶ μέγιστα τρόπαια καὶ νίκας. Ὕστερον δέ, μὲ τὸ νὰ ἐπόθησε τὸν Χριστόν, ἀφῆκε τὴν πικρὰν θάλασσαν τοῦ βίου, καὶ ἔβαλε τὸν ἑαυτόν του ὑποκάτω εἰς τὸν γλυκὺν καὶ ἐλαφρὸν ζυγὸν τοῦ Χριστοῦ. Ὅθεν φορέσας τὸ σχῆμα τῶν Μοναχῶν, ἐμιμεῖτο τὴν πτωχείαν τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ. Διὰ τοῦτο καὶ ἠξιώθη νὰ ὁδηγηθῇ τὴν νύκτα μὲ στύλον πυρὸς ἀπὸ τὸν Προφήτην Ἠλίαν, τοῦ ὁποίου ἦτον μιμητὴς καὶ ἀκόλουθος, καὶ διὰ τῆς ὁδηγίας ἐκείνου, ἀνέβη ἐπάνω εἰς ἕνα βουνόν, Μαλεὸν ὀνομαζόμενον, ἀπὸ τὸ ὁποῖον ἐφάνη ὡς ἀστὴρ λαμπρὸς φωτίζων τὴν περίγειον, καὶ μὲ τὰς προσευχάς του καὶ ἀγρυπνίας διαλύων τὸ σκότος τῆς ἁμαρτίας καὶ τῶν δαιμόνων. Ἠξιώθη δὲ ὁ ἀοίδιμος νὰ λάβῃ παρὰ Θεοῦ καὶ χάριν θαυμάτων, βρύσιν γὰρ ὕδατος διὰ προσευχῆς του ἀνέβλυσε, τὸ φῶς τῶν ὀμματίων εἰς τυφλοὺς ἐχάρισε, κουτζοὺς ἀνώρθωσε, καὶ ὅταν ἐπροσηύχετο, ἐφαίνετο ὡς στύλος πυρὸς ἀπὸ μακρόθεν εἰς τοὺς καθαροὺς τὴν διάνοιαν. Ταῦτα καὶ ἄλλα θαύματα ἐργασάμενος, ἀπῆλθε πρὸς Κύριον ὁ μακάριος. Ἀλλὰ καὶ μετὰ θάνατον, δὲν παύει καθ’ ἑκάστην νὰ λυτρώνῃ ἀπὸ διάφορα πάθη καὶ ἀσθενείας, τοὺς μετὰ πίστεως προστρέχοντας εἰς τὸ σεπτὸν αὐτοῦ καὶ ἅγιον λείψανον.
(1) Μερικοὶ λέγουν, ὅτι Μαλεὸς εἶναι ὁ ἐν τῇ Μάνῃ τοῦ Μορέως ὀνομαζόμενος Κάβο Μαλιάς. Ἄλλοι δὲ λέγουσι, ὅτι εἶναι τὸ ἐν Μιτυλήνῃ ἀκρωτήριον Μαλία καὶ Μαλέα καλούμενον. Ἄδηλον ὅμως τοῦτό ἐστι, καθότι αὐτὰ εἶναι ἀκρωτήρια, τὸ δὲ Μαλεόν, ἦτον ὄρος. Πλὴν ἀνήγγειλαν ἡμῖν οἱ τὸν ἀνωτέρω Κάβον Μαλιὰν ἱστορήσαντες, ὅτι ὁ κάβος αὐτὸς ἔχει καὶ ὄρος ὑψηλόν, ἐπάνω εἰς τὸ ὁποῖον εὑρίσκεται Μοναστήριον, καὶ ἴσως εἰς αὐτὸν ἡσύχαζεν ὁ Ὅσιος Θωμᾶς.
*
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τῆς Ἁγίας Μεγαλομάρτυρος Κυριακῆς.
Κυριακὴ θανοῦσα τὴν τομὴν φθάνει,
Προαιρέσει πλὴν καὶ τελειοῦται ξίφει.
Κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Διοκλητιανοῦ ἐν ἔτει σπβ΄ [282], ἦτον ἕνα ἀνδρόγυνον Χριστιανικόν, Δωρόθεος καὶ Εὐσεβία ὀνομαζόμενον, οἱ ὁποῖοι ἐπειδὴ ἦτον ἄτεκνοι, παρεκάλουν τὸν Θεὸν νὰ χαρίσῃ εἰς αὐτοὺς καρπὸν καὶ τέκνον, ὑποσχόμενοι ὅτι νὰ χαρίσουν πάλιν τὸ γεννηθὲν παιδίον εἰς αὐτόν. Ὅθεν ἐπήκουσεν ὁ Θεὸς τῆς δεήσεώς των, καὶ ἐγέννησαν παιδίον θηλυκὸν ἐν ἡμέρᾳ Κυριακῇ, διὰ τοῦτο καὶ ὠνόμασαν τὸ παιδίον Κυριακήν. Τὴν ὁποίαν βαπτίσαντες, ἀνέθρεφαν ἐν παιδείᾳ καὶ νουθεσίᾳ Κυρίου, κατὰ τὸν Ἀπόστολον, καὶ ἐφύλαττον αὐτὴν παρθένον, ἐπειδὴ καὶ ἔμελλον νὰ τὴν ἀφιερώσουν εἰς τὸν Θεόν. Ὅταν δὲ ὁ δυσσεβὴς Διοκλητιανὸς ἐκίνησε διωγμὸν κατὰ τῶν Χριστιανῶν, τότε παρεδόθησαν οἱ γονεῖς τῆς Ἁγίας ὁμοῦ μὲ αὐτὴν εἰς τὸν τύραννον. Ὁ ὁποῖος ἀνακρίνας, τοὺς μὲν γονεῖς τῆς Ἁγίας ἔδειρε, καὶ ἔστειλεν αὐτοὺς εἰς τὸν δοῦκαν Ἰοῦστον, τὸν εὑρισκόμενον κατὰ τὰ μέρη τῆς ἐν τῇ μικρᾷ Ἁρμενίᾳ Μελιτινῆς, ἥτις κοινῶς Μαλατιὰ ὀνομάζεται. Τὴν δὲ Κυριακήν, ἀπέστειλεν εἰς τὸν Καίσαρα Μαξιμιανόν, τὸν εὑρισκόμενον εἰς τὴν Νικομήδειαν. Ὁ Μαξιμιανὸς λοιπὸν ἀνακρίνας τὴν Μάρτυρα, καὶ εὑρὼν στερεὰν εἰς τὴν πίστιν τοῦ Χριστοῦ, τὴν ἔρριψε κατὰ γῆς καὶ τὴν ἔδειρεν εἰς πολλὰς ὥρας. Ἐπειδὴ δὲ ἡ Ἁγία ἐπροσηύχετο, διὰ τοῦτο ἐθυμόνετο ὁ τύραννος κατὰ τῶν στρατιωτῶν τῶν βασανιζόντων τὴν Μάρτυρα. Τότε ἡ Ἁγία λέγει πρὸς τὸν Μαξιμιανόν· Μὴ πλανᾶσαι ὦ Μαξιμιανέ, ποτὲ δὲν θέλεις μὲ νικήσεις, τοῦ Θεοῦ βοηθοῦντός μοι. Διὰ τοῦτο καὶ ὁ Μαξιμιανὸς ἀποκαμών, ἔπεμψε τὴν Ἁγίαν εἰς τὸν ἄρχοντα τῆς Βιθυνίας, Ἱλαριανὸν ὀνόματι.
Ὁ δὲ Ἱλαριανὸς ἀνακρίνας τὴν Μάρτυρα, ἔμβασεν αὐτὴν μέσα εἰς τὸν ναὸν τῶν εἰδώλων. Ἐκεῖ δὲ προσευχηθείσης τῆς Ἁγίας, ἔγινε μεγάλος σεισμός, ἀπὸ τὸν ὁποῖον ἐκρημνίσθησαν τὰ εἴδωλα καὶ ἔγιναν ὡσὰν κονιορτός. Ἠκολούθησε δὲ πρὸς τούτοις καὶ ἕνα ἀνεμοστρόβιλον, τὸ ὁποῖον ἐσκόρπισεν εἰς τὸν ἀέρα τὸν κονιορτὸν τῶν εἰδώλων. Πίπτουσα δὲ καὶ μία ἀστραπή, κατέκαυσε τὸ πρόσωπον τοῦ ἄρχοντος Ἱλαριανοῦ. Ὅθεν ἐκεῖνος κρημνισθεὶς ἀπὸ τὸν θρόνον του, ἐξέψυξεν. Ἐλθὼν δὲ ἄλλος ἄρχων διάδοχος ἐκείνου, καὶ μαθὼν ταῦτα, κατεδίκασε νὰ καῇ ἡ Ἁγία εἰς τὸ πῦρ. Καὶ λοιπὸν ἄναψαν οἱ ὑπηρέται πυρκαϊὰν μεγάλην, καὶ ἔσπρωξαν τὴν Μάρτυρα μέσα εἰς αὐτήν. Ἡ δὲ Ἁγία σηκώσασα τὰς χεῖράς της εἰς τὸν Οὐρανόν, ἐπροσευχήθη τῷ Θεῷ εἰς πολλὰς ὥρας. Καὶ ἀγκαλὰ ὁ ἀέρας ἦτον καθαρὸς καὶ θερινός, ἐκατέβη ὅμως ἕνα σύνεφον ἀπὸ τὸν οὐρανόν, καὶ ἔσβυσεν ὅλην τὴν φωτίαν, χωρὶς νὰ βλαφθῇ τελείως ἡ Μάρτυς ἀπὸ αὐτήν. Μετὰ ταῦτα ἀφῆκεν ὁ τύραννος διάφορα θηρία ἐναντίον τῆς Ἁγίας, ἀλλ’ ὅμως δὲν ἐκατώρθωσε τίποτες, ἐπειδὴ καὶ τὰ θηρία ἐκυλίοντο ὡς ἀρνία ἥμερα εἰς τοὺς πόδας τῆς Ἁγίας, χωρὶς ποσῶς νὰ τὴν βλάψουν. Ὅθεν βλέποντες πολλοὶ Ἕλληνες τὸ παράδοξον αὐτὸ θαῦμα, ἐπίστευσαν εἰς τὸν Χριστόν. Ἔπειτα ἐβάλθη ἡ Μάρτυς εἰς τὴν φυλακήν. Καὶ τὴν ἐρχομένην ἡμέραν ἐκάθισεν ὁ ἄρχων εἰς τὸ βῆμα, καὶ ἔδωκε κατὰ τῆς Ἁγίας τὴν τοῦ θανάτου τελευταίαν ἀπόφασιν. Ὅθεν πέρνοντες αὐτὴν οἱ δήμιοι, εὐγῆκαν ἔξω ἀπὸ τὴν πόλιν διὰ νὰ τὴν ἀποκεφαλίσουν. Ἡ δὲ Ἁγία ἐζήτησε διορίαν, ἵνα προσευχηθῇ. Καὶ ἀφ’ οὗ ἐπροσευχήθη εἰς πολλὰς ὥρας, ἐδίδαξε τοὺς ἀκολουθήσαντας αὐτὴν Χριστιανούς. Εἶτα πλαγιάσασα εἰς τὴν γῆν, παρέδωκε τὴν ψυχήν της εἰς χεῖρας Θεοῦ. Πηγαίνοντες δὲ κοντὰ εἰς αὐτὴν οἱ στρατιῶται, ὁποῦ ἔμελλον νὰ τὴν ἀποκεφαλίσουν, καθὼς τὴν εἶδον νεκράν, ἐξέστησαν. Ἔγινε δὲ καὶ θεϊκὴ φωνὴ εἰς αὐτοὺς λέγουσα. Πορεύεσθε ἀδελφοί, καὶ διηγεῖσθε εἰς ὅλους τὰ μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ. Οἱ δὲ στρατιῶται γυρίσαντες, ἐδόξαζον τὸν Θεόν. (Τὸν κατὰ πλάτος Βίον αὐτῆς ὅρα εἰς τὸν Νέον Θησαυρόν (2).)
(2) Σημείωσαι, ὅτι ἡ ἐμὴ ἀναξιότης ἀνεπλήρωσε τὴν ᾀσματικὴν Ἀκολουθίαν τῆς Ἁγίας ταύτης Κυριακῆς, καὶ Κανόνα δεύτερον ἐποίησεν. Ὅθεν ὁ βουλόμενος, ζητησάτω ταύτην.
*
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Εὐστάθιος πυρὶ τελειοῦται.
Πρὸς εὐστάθειαν καρδίας Εὐσταθίου,
Καὶ πῦρ συρίζον ἠρεμοῦν ὤφθη ὕδωρ.
*
Ὁ Ἅγιος Πολύκαρπος ὁ Νέος μαχαίρᾳ τελειοῦται.
Οὕτως ὄναιο σῶν σφαγεῦ θελημάτων,
Σφάττειν τάχει με τὸν Πολύκαρπον θέλων.
*
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Εὐάγγελος ξίφει τελειοῦται.
Εὐάγγελος τὸ θεῖον ἐκ ξίφους τέλος,
Εὐαγγελισμὸν εἶχε τοῦ θείου στέφους.
*
Μνήμη τῶν Ἁγίων Μαρτύρων Περεγρίνου καὶ τῶν σὺν αὐτῷ, Λουκιανοῦ, Πομπηΐου, Ἡσυχίου, Παππίου, Σατορνίνου, καὶ Γερμανοῦ.
Σὺν ἓξ κατῆλθεν εἰς βυθὸν Περεγρῖνος,
Ἀθλήσεως ἐκεῖθεν ἀγρεύσων στέφος.
Οὗτοι οἱ Ἅγιοι ἐκατάγοντο ἀπὸ τὴν Ἰταλίαν, καὶ ἤκμαζον κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Τραϊανοῦ, ἐν ἐτει Ϟη΄ [98]. Ἐπειδὴ δὲ ἦτον τότε διωγμὸς κατὰ τῶν Χριστιανῶν, διὰ τοῦτο ἐμβῆκαν οἱ Ἅγιοι εἰς καΐκιον, καὶ ἐπῆγαν εἰς τὴν πόλιν τοῦ Δυρραχίου. Βλέποντες δὲ ἐκεῖ τὸν Ἅγιον Ἀστεῖον τὸν Ἐπίσκοπον Δυρραχίου (ὁ ὁποῖος ἑορτάζεται κατὰ τὴν ἕκτην τοῦ παρόντος) κρεμάμενον εἰς τὸν σταυρόν, ἀλειμμένον μὲ μέλι, καὶ κεντούμενον ἀπὸ σφῆκας καὶ μυίας διὰ τὴν πίστιν τοῦ Χριστοῦ, ἐμακάρισαν αὐτόν, ὅθεν καὶ ἐπιάσθησαν ἀπὸ τοὺς στρατιώτας. Ὁμολογήσαντες δέ, ὅτι εἶναι Χριστιανοί, κατὰ προσταγὴν τοῦ ἀνθυπάτου Ἀγρικολάου ἐρρίφθησαν εἰς τὸ Ἀδριατικὸν Πέλαγος, τὸ ὁποῖον κρατεῖ ἀπὸ τὴν Βενετίαν ἕως εἰς τὸ Τζυρίγον, καὶ ἔτζι ἔλαβον οἱ μακάριοι τοὺς τοῦ μαρτυρίου ἀμαράντους στεφάνους. Τὰ δὲ Ἅγια αὐτῶν λείψανα εὔγαλεν ἔξω ἡ θάλασσα, καὶ κατέχωσεν αὐτὰ εἰς τὴν ἄμμον. Ἀφ’ οὗ δὲ ἐπέρασαν χρόνοι ἑβδομήκοντα, τότε ἐφανερώθησαν εἰς τὸν Ἐπίσκοπον τῆς Ἀλεξανδρείας, ὁ ὁποῖος πέρνωντας αὐτά, ἔθαψεν ἐντίμως, καὶ ἔκτισεν εἰς τὸ ὄνομά των καὶ μικρὰν Ἐκκλησίαν.
Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.
Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Γ’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *