Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου4 Ιουλίου

Των Αγίων Ανδρέου Αρχιεπισκόπου Κρήτης, Θεοδώρου Επισκόπου Κυρήνης, Ασκληπιάδος, Θεοφίλου κ.ά.

Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ

Άγιος Ανδρέας ΚρήτηςΤω αυτώ μηνί Δ’, μνήμη του εν Αγίοις πατρός ημών Ανδρέου, Αρχιεπισκόπου Κρήτης του Ιεροσολυμίτου (1).

Θανών εφεύρε των πόνων στέφος μέγα.
Κρήτης ο ποιμήν ου πόνος Κανών μέγας.

Τη δε τετάρτη αρχιθύτην μόρος Ανδρέαν είλεν.

Ούτος ήτον εν έτει χξ’ [660], εκατάγετο δε από την πόλιν Δαμασκόν, το νυν λεγόμενον Σιαμ, γεννηθείς από γονείς θεοφιλείς, Γεώργιον και Γρηγορίαν ονομαζομένους. Μαθών δε τα ιερά γράμματα, όταν έγινε χρόνων δεκατεσσάρων εσυναριθμήθη εις το τάγμα των κληρικών, ήτοι έγινεν Αναγνώστης από τον τότε Πατριάρχην των Ιεροσολύμων Θεόδωρον ονόματι, και Νοτάριος αυτού επροβλήθη. Όθεν εγίνετο τοις πάσι τα πάντα κατά τον Παύλον. Όταν δε εσυγκροτήθη εις την Κωνσταντινούπολιν η αγία και Οικουμενική Έκτη Σύνοδος εν έτει χπ’ [680], επί Κωνσταντίνου του Πωγωνάτου, απεστάλη και ούτος εις την Σύνοδον παρά του Πατριάρχου Ιεροσολύμων, και ηγωνίσθη κατά Μονοθελητών. Εκεί δε ευρισκόμενος, έγινε Διάκονος της μεγάλης Εκκλησίας δια την αρετήν και σοφίαν του, έπειτα έγινεν ορφανοτρόφος, και μετά ταύτα έγινεν Αρχιεπίσκοπος Κρήτης. Πηγαίνωντας δε εις την επαρχίαν του δεύτερον, έφθασεν έως εις την Μυτιλήνην, και εκεί παρέδωκε την ψυχήν του εις χείρας Θεού, εν τόπω λεγομένω Ερεσσός, αφήσας εις την Εκκλησίαν του Χριστού πάμπολλα συγγράμματα (2). (Τον κατά πλάτος Βίον αυτού όρα εις το Νέον Εκλόγιον. Τούτον δε συνέγραψε Μακάριος Ιερομόναχος ο Μακρής, ου η αρχή· «Ουδέ αν, οίμαι, γένοιτο δώρον». Ευρίσκεται δε εν τω πέμπτω Πανηγυρικώ της Μονής του Βατοπαιδίου. Μετέφρασε δε εις το απλούν η εμή αναξιότης.)

(1) Σημείωσαι, ότι αγκαλά και ο θείος ούτος Ανδρέας εστάθη πρώτος, οπού εμελούργησε τροπάρια και Κανόνας τους εν τη Εκκλησία ψαλλομένους, μόλον τούτο και προ αυτού εστάθησάν τινες οπού συνέταξαν ύμνους εις αίνον και δόξαν Χριστού, τόσον με πεζήν φράσιν, όσον και με μετρικήν, οίον ο Μάρτυς Αθηνογένης ο ποιητής του, Φως ιλαρόν, Κλήμης ο Στρωματεύς έπη τινά συντάξας, Νέπως ο εν Αιγύπτω Επίσκοπος, ο Βικτωρίνος, ο Λακτάντιος, ο Θεολόγος Γρηγόριος, ο Σεδούλιος, ο Ανατόλιος, και άλλοι. Κατά ζήλον δηλαδή ποιήσαντες των ψαλμών, και των άλλων της Παλαιάς Γραφής βιβλίων, των δια το ηδύτερον της ψαλμωδίας, στιχουργηθέντων. (Όρα σελ. 46 της ιεράς Τελετουργίας.)

(2) Ούτος εξέδωκε και λογιστικήν μέθοδον περί του Πάσχα, κατά τον Μελέτιον, σελ. 179 του β’ τόμου. Μιμείται δε ο Άγιος ούτος την ογκηράν φράσιν και το συντακτικόν Γρηγορίου του Θεολόγου εν τοις πανηγυρικοίς λόγοις αυτού. Σημείωσαι, ότι λόγον εγκωμιαστικόν έπλεξεν εις την ιεράν κεφαλήν του μεγάλου τούτου Ανδρέου ο οσιώτατος και ελλογιμώτατος εν Μοναχοίς Ιωσήφ ο Καλοθέτης, ου η αρχή· «Ου δίκαιόν εστιν ως γε μοι δοκώ, ουδέ προσήκον». Περιέχεται δε ο λόγος αυτός εν τη χειρογράφω ιδιαιτέρα βίβλω του αυτού Καλοθέτου, σωζομένη κατά την Ιεράν Μονήν του Παντοκράτορος. Ήκμαζε δε ο Καλοθέτης επί της βασιλείας Ανδρονίκου του δευτέρου των Παλαιολόγων, σύγχρονος και συναγωνιστής ων Γρηγορίου του Θεσσαλονίκης κατά της Ακινδύνου αιρέσεως εν έτει ͵ατλβ’ [1332]. Εν δε τη Ιερά Μονή των Ιβήρων σώζεται και άλλο εγκώμιον εις αυτόν, ου η αρχή· «Ου θεμιτόν εστιν ουδέ όσιον τας των δικαίων», συγγραφέν παρά Νικήτα Πατρικίου και Κιαίστορος και Πανευφήμου, όπερ σώζεται και εν τη Μεγίστη Λαύρα.

*

Τη αυτή ημέρα μνήμη του Αγίου Ιερομάρτυρος Θεοδώρου Επισκόπου Κυρήνης.

Επί σκότους θανόντι τω Θεοδώρω,
Το του Προφήτου πρώϊμον φως ερράγη.

Ούτος ο Άγιος ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Διοκλητιανού εν έτει σϞθ’ [299] καταγόμενος από την Κυρήνην την ευρισκομένην εις την Λιβύαν, από την οποίαν Κυρήνην ήτον και Σίμων ο Κυρηναίος, τον οποίον ηγγάρευσαν δια να βαστάση τον Σταυρόν του Κυρίου (3). Έγινε δε ο Άγιος ούτος καλλιγράφος άριστος, και έγραψε με τας ιδίας του χείρας βιβλία πολλά, τα οποία απεθησαύρισεν εις τας Εκκλησίας του Θεού. Όθεν δια τούτο εδιαβάλθη από τον ίδιον υιόν του, Λέοντα ονόματι, εις τον ηγεμόνα Διγνιανόν, ότι δηλαδή με το να έχη κάποια βιβλία, πείθει πολλούς Έλληνας, και αποστρέφονται μεν την λατρείαν των ειδώλων, επιστρέφουν δε εις την πίστιν του Χριστού. Και λοιπόν επαραστάθη ο Άγιος έμπροσθεν του ηγεμόνος. Ηκολούθουν δε με αυτόν και πολλοί Χριστιανοί, μαζί με τους οποίους ήτον και η Αγία Λουκία και Αρόα και Κυπρίλλα. Ο δε ηγεμών εζήτησε τα βιβλία από τον Άγιον, και εβίαζεν αυτόν να αρνηθή τον Χριστόν. Επειδή δε ο Άγιος ούτε τα βιβλία έδωκεν, ούτε τον Χριστόν αρνήθη, δια τούτο εδάρθη δυνατά με ραβδία και με λωρία, τα οποία είχον εις την άκραν μολύβια. Είτα κτυπήσας ο Μάρτυς με το πόδι του τον βωμόν των θυσιών, εκρήμνισεν αυτόν. Τούτου χάριν εκρεμάσθη επάνω εις ξύλον και εξεσχίσθη εις όλον το σώμα. Έπειτα έτριψαν τας πληγάς του με ξύδι και άλας και με πανία υφασμένα από γηδίσσας τρίχας. Μετά ταύτα, έκοψαν την γλώσσαν του με ξυράφι, την οποίαν επήραν αι άνω ειρημέναι Άγιαι γυναίκες, ύστερον δε επήγαν τον αθλητήν εις την φυλακήν (4).

Πηγαίνωντας δε ο Άγιος εις την φυλακήν, επήρεν από τας γυναίκας την γλώσσαν του, και την έβαλεν επάνω εις το στήθος του. Εκεί δε εφάνη ένα περιστέρι, το οποίον επέτα τριγύρω εις τον Άγιον. Ομοίως εφάνη και ένα παγώνι, το οποίον ανέβη επάνω εις το παράθυρον της φυλακής. Ταύτα δε βλέπωντας ο ειδωλολάτρης Λούκιος ο της Κυρήνης βουλευτής, επίστευσεν εις τον Χριστόν. Ο δε Άγιος γενόμενος υγιής υπό της θείας χάριτος, μετά ολίγην ώραν παρέδωκε την ψυχήν του εις χείρας Θεού, ευθύς δηλαδή οπού το φαινόμενον περιστέρι ησπάσατο αυτόν, και ευγήκεν από την φυλακήν. Ταύτα δε μαθών ο ηγεμών, και ότι ο Λούκιος επίστευσεν εις τον Χριστόν, επρόσταξε να θανατωθούν αι ανωτέρω τρεις γυναίκες, η Λουκία, η Αρόα, και η Κυπρίλλα. Ομοίως να θανατωθούν και όσοι Έλληνες επίστευσαν εις τον Χριστόν και εβαπτίσθησαν από τον Άγιον Θεόδωρον. Μετά ταύτα, αφ’ ου ο Λούκιος εβαπτίσθη, εκατάπεισε τον ηγεμόνα Διγνιανόν και επίστευσε και εκείνος εις τον Χριστόν. Όθεν εμβάντες και οι δύω εις καράβι, έπλευσαν από την Κρήτην εις την Κύπρον, και εκεί ευρήκαν άλλον ηγεμόνα, ο οποίος ετιμώρει όλους εκείνους οπού επικαλούνται το όνομα του Χριστού. Ο δε Λούκιος, κρυφίως από τον Διγνιανόν παρέδωκε τον εαυτόν του εις τους βασανιστάς. Και επειδή εκρήμνισε τον βωμόν των ειδώλων, δια τούτο απεκεφαλίσθη, και έλαβε του μαρτυρίου τον στέφανον. Ο δε Διγνιανός επήρε το άγιον εκείνου λείψανον και το ενταφίασε. Τελείται δε η αυτών Σύναξις και εορτή εις τον Ναόν του Αγίου Μάρτυρος Θεοδώρου του εν τω Ρηγίω.

Περί δε της άνω ειρημένης Αγίας Κυπρίλλης λέγομεν εδώ ξεχωριστά ταύτα, ήγουν ότι αυτή ήτον από την ιδίαν πατρίδα της Κυρήνης, από την οποίαν ήτον και ο Άγιος Θεόδωρος. Η οποία συζευχθείσα με άνδρα και συζήσασα με αυτόν δύω μόνους χρόνους, έμεινε χήρα χρόνους εικοσιοκτώ μετά τον θάνατον του ανδρός της. Επειδή δε αυτή είχε πόνον εις την κεφαλήν, παρεκάλεσε τους γονείς της, και την άφησαν και επήγεν εις τον Άγιον Θεόδωρον δια να την ιατρεύση. Όστις τότε ήτον έγκλειστος εις την φυλακήν δια την του Χριστού πίστιν. Όθεν ιατρευθείσα παρ’ αυτού, έμεινε και υπηρέτει τον Άγιον, ομού με την Λουκίαν και Αρόαν. Αφ’ ου δε εμαρτύρησεν ο Άγιος Θεόδωρος, εδιαβάλθη η Αγία εις τον ηγεμόνα, όθεν παρεστάθη έμπροσθέν του. Και επειδή δεν επείσθη να θυσιάση εις τα είδωλα, δια τούτο έβαλον αναμμένα κάρβουνα εις το ένα της χέρι, είτα έβαλον λιβάνι επάνω εις τα κάρβουνα, και ούτως ηνάγκαζον αυτήν να θυμιάση εις τα είδωλα. Η δε Αγία έλεγε, τούτο δεν είναι θυσία θεληματική εδική μου, αλλά στανική και ακούσιος, εκράτουν γαρ δυνατά το χέρι της οι δήμιοι, έως οπού κατεκάη όλον.

Μετά ταύτα εκρέμασαν την Αγίαν επάνω εις ξύλον και την εξέσχισαν, και από μεν τας πληγάς της, ευγήκεν αίμα, από δε τα βυζία της, ευγήκε γάλα. Λειποψυχήσασα δε από τας βασάνους, παρέδωκεν η μακαρία την ψυχήν της εις τον Χριστόν, και έλαβε παρ’ αυτού τον άφθαρτον στέφανον. Κατά προσταγήν δε του ηγεμόνος επήραν αι ρηθείσαι δύω γυναίκες, η Λουκία και η Αρόα, το λείψανον της Αγίας Κυπρίλλης και το ενταφίασαν, προσφέρουσαι εις την ταφήν της άσματα γλυκύτατα. Ευθύς δε οπού ενταφιάσθη, ανέβλυσεν από τον τάφον της μία δρόσος, η οποία ιάτρευε κάθε πάθος και ασθένειαν. Μετά ταύτα εθανατώθησαν παρά του ηγεμόνος και η Αγία Λουκία και η Αρόα, και τώρα χορεύουν μετά της Αγίας Κυπρίλλης εις τα Ουράνια.

(3) Άλλοι δε λέγουσιν, ότι Σίμων ο Κυρηναίος ήτον από την Κυρήνην ή Κυρηνίαν, την ευρισκομένην εν τη νήσω Κύπρω.

(4) Όρα περί τούτου και εις την εικοστήν του Αυγούστου.

*

Η Αγία Μάρτυς Κυπρίλλα η ανωτέρω, ξεσθείσα τελειούται.

Τονοί Κυπρίλλαν προς πάλην την προς ξέσεις,
Ο συμπαλαίσας Ιακώβ Θεός πάλαι.

*

Η Αγία Αρόα και Λουκία αι ειρημέναι, ξίφει τελειούνται.

Έδειξαν ημίν Αρόα και Λουκία,
Ως και κόραι σθένουσι καρτερείν ξίφος.

*

Η Αγία Ασκληπιάς η Θαυματουργός εν ειρήνη τελειούται.

Ασκληπιάς άμισθος ασκληπιάδης,
Παύουσα προίκα και τετμημένη νόσους.

*

Ο Άγιος Ιερομάρτυς Θεόφιλος ξίφει τελειούται.

Ο Θεόφιλος εξαφαιρείται κάραν,
Θεόν φιλήσας και πλέον ζωής φίλης.

*

Ο Όσιος Μένιγνος εν ειρήνη τελειούται.

Μένιγνος εκπλεί τον θαλαττώδη βίον,
Ευρών αρίστους τους νόας κωπηλάτας.

*

Η Αγία Μάρθα, η μήτηρ του Οσίου Συμεών του εν τω Θαυμαστώ όρει, εν ειρήνη τελειούται.

Καν ου μεριμνάς, ουδέ τυρβάζη, Μάρθα,
Έχεις τα λοιπά και τελευτήν της Μάρθας.

Αύτη η Οσία Μάρθα εμεταχειρίζετο κάθε είδος αρετής, και εν ταις Εκκλησίαις του Θεού σχολάζουσα, εγέννησεν εξ επαγγελίας τον Άγιον Συμεών. Είχεν άσκησιν και στάσιμον πολύ, ουδείς και γαρ είδεν αυτήν να καθίση εν τη ημέρα της Κυριακής, ή όλως να συνομιλήση εν αυτή με άνθρωπον. Είχεν αγάπην πολλήν, και ελεημοσύνην, και ταπείνωσιν. Ένιπτεν όλων των ξένων τους πόδας, και υπεδέχετο αυτούς. Ένδυνε τους γυμνούς, έτρεφε τους πεινασμένους, και εις εκείνους οπού εβαπτίζοντο, και δεν είχον σινδόνας καθαράς δια να φορέσουν κατά την συνήθειαν, αυτή εχάριζε τας σινδόνας ταύτας. Ομοίως έδιδε σινδόνας εις εκείνους τους πτωχούς, οπού απέθνησκον και δεν είχον να ενταφιασθούν. Είχε δε και πολλήν πίστιν και ευλάβειαν εις την κυρίαν Θεοτόκον, από την οποίαν ηξιώθη να θεωρή, προ του θανάτου της, την απόλαυσιν των Ουρανίων αγαθών, οπού έμελλε να λάβη μετά θάνατον.

Αύτη λοιπόν προγνωρίσασα τον θάνατόν της προ τριών μηνών, επήγε να αποχαιρετίση τον υιόν της Συμεών. Ο δε υιός της πάλιν προγνωρίσας και αυτός τούτο, είπεν εις την μητέρα του. Τοίχισόν με, ω μήτερ, με τας ευχάς σου, ότι πηγαίνεις προς Κύριον. Η δε μήτηρ του είπε, τούτο και εγώ τέκνον μου μαθούσα υπό του Κυρίου, ήλθον να πάρω τας ευχάς σου. Όθεν ευχηθέντες αναμεταξύ των και ευφρανθέντες, εχωρίσθησαν. Ετάφη δε η Οσία εις την εν Αντιοχεία Δάφνην, μετεκομίσθη δε το τίμιον αυτής λείψανον από τον υιόν της, και εβάλθη κοντά εις τον στύλον του. Ποιήσαντος δε του Αγίου προσευχήν υπέρ της μητρός του, εθαυματούργει ο τάφος της. Όθεν αφ’ ου απήλθε προς Κύριον, εφάνη εις εκείνους, οπού επαράστεκαν εις τον τάφον της, και τους εχαροποίησεν ειπούσα, ότι ευρήκε χάριν μεγάλην από τον Θεόν, και ευρίσκεται εις φως και χαράν ανεκλάλητον, όχι μόνον δια την πρεσβείαν του υιού της, αλλά και διατί αυτή υπέμεινε τον Κύριον, βαστάσασα δι’ αυτόν διαφόρους θλίψεις και πειρασμούς (5).

(5) Όρα και εις την πρώτην του Σεπτεμβρίου την υποσημείωσιν του Συναξαρίου του Αγίου Συμεών του Στυλίτου. Σημείωσαι δε, ότι εσφαλμένως γράφεται εν τω τετυπωμένω Συναξαριστή Μαρία, αντί να γράφεται Μάρθα.

*

Μνήμη του Αγίου Μάρτυρος Θεοδότου.

Δους την κεφαλήν τω Θεώ Θεόδοτε,
Ζωήν έλαβες ήτις ουκ έχει πέρας.

*

Μνήμη του Αγίου Δονάτου Επισκόπου Λιβύης.

Δονάτος έργοις πριν δονήσας Λιβύην,
Ήδη κατοικεί ου δόνησις ουκ ένι.

Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.

Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.

* * *

 

 

Άγιος Ανδρέας ΚρήτηςΤῷ αὐτῷ μηνὶ Δ΄, μνήμη τοῦ ἐν Ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν Ἀνδρέου, Ἀρχιεπισκόπου Κρήτης τοῦ Ἱεροσολυμίτου (1).

Θανὼν ἐφεῦρε τῶν πόνων στέφος μέγα.
Κρήτης ὁ ποιμὴν οὗ πόνος Κανὼν μέγας.

Τῇ δὲ τετάρτῃ ἀρχιθύτην μόρος Ἀνδρέαν εἷλεν.

Οὗτος ἦτον ἐν ἔτει χξ΄ [660], ἐκατάγετο δὲ ἀπὸ τὴν πόλιν Δαμασκόν, τὸ νῦν λεγόμενον Σιάμ, γεννηθεὶς ἀπὸ γονεῖς θεοφιλεῖς, Γεώργιον καὶ Γρηγορίαν ὀνομαζομένους. Μαθὼν δὲ τὰ ἱερὰ γράμματα, ὅταν ἔγινε χρόνων δεκατεσσάρων ἐσυναριθμήθη εἰς τὸ τάγμα τῶν κληρικῶν, ἤτοι ἔγινεν Ἀναγνώστης ἀπὸ τὸν τότε Πατριάρχην τῶν Ἱεροσολύμων Θεόδωρον ὀνόματι, καὶ Νοτάριος αὐτοῦ ἐπροβλήθη. Ὅθεν ἐγίνετο τοῖς πᾶσι τὰ πᾶντα κατὰ τὸν Παῦλον. Ὅταν δὲ ἐσυγκροτήθη εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν ἡ ἁγία καὶ Οἰκουμενικὴ Ἕκτη Σύνοδος ἐν ἔτει χπ΄ [680], ἐπὶ Κωνσταντίνου τοῦ Πωγωνάτου, ἀπεστάλη καὶ οὗτος εἰς τὴν Σύνοδον παρὰ τοῦ Πατριάρχου Ἱεροσολύμων, καὶ ἠγωνίσθη κατὰ Μονοθελητῶν. Ἐκεῖ δὲ εὑρισκόμενος, ἔγινε Διάκονος τῆς μεγάλης Ἐκκλησίας διὰ τὴν ἀρετὴν καὶ σοφίαν του, ἔπειτα ἔγινεν ὀρφανοτρόφος, καὶ μετὰ ταῦτα ἔγινεν Ἀρχιεπίσκοπος Κρήτης. Πηγαίνωντας δὲ εἰς τὴν ἐπαρχίαν του δεύτερον, ἔφθασεν ἕως εἰς τὴν Μυτιλήνην, καὶ ἐκεῖ παρέδωκε τὴν ψυχήν του εἰς χεῖρας Θεοῦ, ἐν τόπῳ λεγομένῳ Ἐρεσσός, ἀφήσας εἰς τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ πάμπολλα συγγράμματα (2). (Τὸν κατὰ πλάτος Βίον αὐτοῦ ὅρα εἰς τὸ Νέον Ἐκλόγιον. Τοῦτον δὲ συνέγραψε Μακάριος Ἱερομόναχος ὁ Μακρῆς, οὗ ἡ ἀρχή· «Οὐδὲ ἄν, οἶμαι, γένοιτο δῶρον». Εὑρίσκεται δὲ ἐν τῷ πέμπτῳ Πανηγυρικῷ τῆς Μονῆς τοῦ Βατοπαιδίου. Μετέφρασε δὲ εἰς τὸ ἁπλοῦν ἡ ἐμὴ ἀναξιότης.)

(1) Σημείωσαι, ὅτι ἀγκαλὰ καὶ ὁ θεῖος οὗτος Ἀνδρέας ἐστάθη πρῶτος, ὁποῦ ἐμελούργησε τροπάρια καὶ Κανόνας τοὺς ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ ψαλλομένους, μὅλον τοῦτο καὶ πρὸ αὐτοῦ ἐστάθησάν τινες ὁποῦ συνέταξαν ὕμνους εἰς αἶνον καὶ δόξαν Χριστοῦ, τόσον μὲ πεζὴν φράσιν, ὅσον καὶ μὲ μετρικήν, οἷον ὁ Μάρτυς Ἀθηνογένης ὁ ποιητὴς τοῦ, Φῶς ἱλαρόν, Κλήμης ὁ Στρωματεὺς ἔπη τινα συντάξας, Νέπως ὁ ἐν Αἰγύπτῳ Ἐπίσκοπος, ὁ Βικτωρῖνος, ὁ Λακτάντιος, ὁ Θεολόγος Γρηγόριος, ὁ Σεδούλιος, ὁ Ἀνατόλιος, καὶ ἄλλοι. Κατὰ ζῆλον δηλαδὴ ποιήσαντες τῶν ψαλμῶν, καὶ τῶν ἄλλων τῆς Παλαιᾶς Γραφῆς βιβλίων, τῶν διὰ τὸ ἡδύτερον τῆς ψαλμῳδίας, στιχουργηθέντων. (Ὅρα σελ. 46 τῆς ἱερᾶς Τελετουργίας.)

(2) Οὗτος ἐξέδωκε καὶ λογιστικὴν μέθοδον περὶ τοῦ Πάσχα, κατὰ τὸν Μελέτιον, σελ. 179 τοῦ β΄ τόμου. Μιμεῖται δὲ ὁ Ἅγιος οὗτος τὴν ὀγκηρὰν φράσιν καὶ τὸ συντακτικὸν Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου ἐν τοῖς πανηγυρικοῖς λόγοις αὐτοῦ. Σημείωσαι, ὅτι λόγον ἐγκωμιαστικὸν ἔπλεξεν εἰς τὴν ἱερὰν κεφαλὴν τοῦ μεγάλου τούτου Ἀνδρέου ὁ ὁσιώτατος καὶ ἐλλογιμώτατος ἐν Μοναχοῖς Ἰωσὴφ ὁ Καλοθέτης, οὗ ἡ ἀρχή· «Οὐ δίκαιόν ἐστιν ὥς γέ μοι δοκῶ, οὐδὲ προσῆκον». Περιέχεται δὲ ὁ λόγος αὐτὸς ἐν τῇ χειρογράφῳ ἰδιαιτέρᾳ βίβλῳ τοῦ αὐτοῦ Καλοθέτου, σῳζομένῃ κατὰ τὴν Ἱερὰν Μονὴν τοῦ Παντοκράτορος. Ἤκμαζε δὲ ὁ Καλοθέτης ἐπὶ τῆς βασιλείας Ἀνδρονίκου τοῦ δευτέρου τῶν Παλαιολόγων, σύγχρονος καὶ συναγωνιστὴς ὢν Γρηγορίου τοῦ Θεσσαλονίκης κατὰ τῆς Ἀκινδύνου αἱρέσεως ἐν ἔτει ͵ατλβ΄ [1332]. Ἐν δὲ τῇ Ἱερᾷ Μονῇ τῶν Ἰβήρων σῴζεται καὶ ἄλλο ἐγκώμιον εἰς αὐτόν, οὗ ἡ ἀρχή· «Οὐ θεμιτόν ἐστιν οὐδὲ ὅσιον τὰς τῶν δικαίων», συγγραφὲν παρὰ Νικήτα Πατρικίου καὶ Κιαίστορος καὶ Πανευφήμου, ὅπερ σῴζεται καὶ ἐν τῇ Μεγίστῃ Λαύρᾳ.

*

Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἱερομάρτυρος Θεοδώρου Ἐπισκόπου Κυρήνης.

Ἐπὶ σκότους θανόντι τῷ Θεοδώρῳ,
Τὸ τοῦ Προφήτου πρώϊμον φῶς ἐρράγη.

Οὗτος ὁ Ἅγιος ἦτον κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Διοκλητιανοῦ ἐν ἔτει σϞθ΄ [299] καταγόμενος ἀπὸ τὴν Κυρήνην τὴν εὑρισκομένην εἰς τὴν Λιβύαν, ἀπὸ τὴν ὁποίαν Κυρήνην ἦτον καὶ Σίμων ὁ Κυρηναῖος, τὸν ὁποῖον ἠγγάρευσαν διὰ νὰ βαστάσῃ τὸν Σταυρὸν τοῦ Κυρίου (3). Ἔγινε δὲ ὁ Ἅγιος οὗτος καλλιγράφος ἄριστος, καὶ ἔγραψε μὲ τὰς ἰδίας του χεῖρας βιβλία πολλά, τὰ ὁποῖα ἀπεθησαύρισεν εἰς τὰς Ἐκκλησίας τοῦ Θεοῦ. Ὅθεν διὰ τοῦτο ἐδιαβάλθη ἀπὸ τὸν ἴδιον υἱόν του, Λέοντα ὀνόματι, εἰς τὸν ἡγεμόνα Διγνιανόν, ὅτι δηλαδὴ μὲ τὸ νὰ ἔχῃ κᾄποια βιβλία, πείθει πολλοὺς Ἕλληνας, καὶ ἀποστρέφονται μὲν τὴν λατρείαν τῶν εἰδώλων, ἐπιστρέφουν δὲ εἰς τὴν πίστιν τοῦ Χριστοῦ. Καὶ λοιπὸν ἐπαραστάθη ὁ Ἅγιος ἔμπροσθεν τοῦ ἡγεμόνος. Ἠκολούθουν δὲ μὲ αὐτὸν καὶ πολλοὶ Χριστιανοί, μαζὶ μὲ τοὺς ὁποίους ἦτον καὶ ἡ Ἁγία Λουκία καὶ Ἀρόα καὶ Κυπρίλλα. Ὁ δὲ ἡγεμὼν ἐζήτησε τὰ βιβλία ἀπὸ τὸν Ἅγιον, καὶ ἐβίαζεν αὐτὸν νὰ ἀρνηθῇ τὸν Χριστόν. Ἐπειδὴ δὲ ὁ Ἅγιος οὔτε τὰ βιβλία ἔδωκεν, οὔτε τὸν Χριστὸν ἀρνήθη, διὰ τοῦτο ἐδάρθη δυνατὰ μὲ ῥαβδία καὶ μὲ λωρία, τὰ ὁποῖα εἶχον εἰς τὴν ἄκραν μολύβια. Εἶτα κτυπήσας ὁ Μάρτυς μὲ τὸ πόδι του τὸν βωμὸν τῶν θυσιῶν, ἐκρήμνισεν αὐτόν. Τούτου χάριν ἐκρεμάσθη ἐπάνω εἰς ξύλον καὶ ἐξεσχίσθη εἰς ὅλον τὸ σῶμα. Ἔπειτα ἔτριψαν τὰς πληγάς του μὲ ξύδι καὶ ἅλας καὶ μὲ πανία ὑφασμένα ἀπὸ γηδίσσας τρίχας. Μετὰ ταῦτα, ἔκοψαν τὴν γλῶσσάν του μὲ ξυράφι, τὴν ὁποίαν ἐπῆραν αἱ ἄνω εἰρημέναι Ἅγιαι γυναῖκες, ὕστερον δὲ ἐπῆγαν τὸν ἀθλητὴν εἰς τὴν φυλακήν (4).

Πηγαίνωντας δὲ ὁ Ἅγιος εἰς τὴν φυλακήν, ἐπῆρεν ἀπὸ τὰς γυναῖκας τὴν γλῶσσάν του, καὶ τὴν ἔβαλεν ἐπάνω εἰς τὸ στῆθός του. Ἐκεῖ δὲ ἐφάνη ἕνα περιστέρι, τὸ ὁποῖον ἐπέτα τριγύρω εἰς τὸν Ἅγιον. Ὁμοίως ἐφάνη καὶ ἕνα παγῶνι, τὸ ὁποῖον ἀνέβη ἐπάνω εἰς τὸ παράθυρον τῆς φυλακῆς. Ταῦτα δὲ βλέπωντας ὁ εἰδωλολάτρης Λούκιος ὁ τῆς Κυρήνης βουλευτής, ἐπίστευσεν εἰς τὸν Χριστόν. Ὁ δὲ Ἅγιος γενόμενος ὑγιὴς ὑπὸ τῆς θείας χάριτος, μετὰ ὀλίγην ὥραν παρέδωκε τὴν ψυχήν του εἰς χεῖρας Θεοῦ, εὐθὺς δηλαδὴ ὁποῦ τὸ φαινόμενον περιστέρι ἠσπάσατο αὐτόν, καὶ εὐγῆκεν ἀπὸ τὴν φυλακήν. Ταῦτα δὲ μαθὼν ὁ ἡγεμών, καὶ ὅτι ὁ Λούκιος ἐπίστευσεν εἰς τὸν Χριστόν, ἐπρόσταξε νὰ θανατωθοῦν αἱ ἀνωτέρω τρεῖς γυναῖκες, ἡ Λουκία, ἡ Ἀρόα, καὶ ἡ Κυπρίλλα. Ὁμοίως νὰ θανατωθοῦν καὶ ὅσοι Ἕλληνες ἐπίστευσαν εἰς τὸν Χριστὸν καὶ ἐβαπτίσθησαν ἀπὸ τὸν Ἅγιον Θεόδωρον. Μετὰ ταῦτα, ἀφ’ οὗ ὁ Λούκιος ἐβαπτίσθη, ἐκατάπεισε τὸν ἡγεμόνα Διγνιανὸν καὶ ἐπίστευσε καὶ ἐκεῖνος εἰς τὸν Χριστόν. Ὅθεν ἐμβάντες καὶ οἱ δύω εἰς καράβι, ἔπλευσαν ἀπὸ τὴν Κρήτην εἰς τὴν Κύπρον, καὶ ἐκεῖ εὑρῆκαν ἄλλον ἡγεμόνα, ὁ ὁποῖος ἐτιμώρει ὅλους ἐκείνους ὁποῦ ἐπικαλοῦνται τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Ὁ δὲ Λούκιος, κρυφίως ἀπὸ τὸν Διγνιανὸν παρέδωκε τὸν ἑαυτόν του εἰς τοὺς βασανιστάς. Καὶ ἐπειδὴ ἐκρήμνισε τὸν βωμὸν τῶν εἰδώλων, διὰ τοῦτο ἀπεκεφαλίσθη, καὶ ἔλαβε τοῦ μαρτυρίου τὸν στέφανον. Ὁ δὲ Διγνιανὸς ἐπῆρε τὸ ἅγιον ἐκείνου λείψανον καὶ τὸ ἐνταφίασε. Τελεῖται δὲ ἡ αὐτῶν Σύναξις καὶ ἑορτὴ εἰς τὸν Ναὸν τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Θεοδώρου τοῦ ἐν τῷ Ῥηγίῳ.

Περὶ δὲ τῆς ἄνω εἰρημένης Ἁγίας Κυπρίλλης λέγομεν ἐδῶ ξεχωριστὰ ταῦτα, ἤγουν ὅτι αὐτὴ ἦτον ἀπὸ τὴν ἰδίαν πατρίδα τῆς Κυρήνης, ἀπὸ τὴν ὁποίαν ἦτον καὶ ὁ Ἅγιος Θεόδωρος. Ἡ ὁποία συζευχθεῖσα μὲ ἄνδρα καὶ συζήσασα μὲ αὐτὸν δύω μόνους χρόνους, ἔμεινε χήρα χρόνους εἰκοσιοκτὼ μετὰ τὸν θάνατον τοῦ ἀνδρός της. Ἐπειδὴ δὲ αὐτὴ εἶχε πόνον εἰς τὴν κεφαλήν, παρεκάλεσε τοὺς γονεῖς της, καὶ τὴν ἄφησαν καὶ ἐπῆγεν εἰς τὸν Ἅγιον Θεόδωρον διὰ νὰ τὴν ἰατρεύσῃ. Ὅστις τότε ἦτον ἔγκλειστος εἰς τὴν φυλακὴν διὰ τὴν τοῦ Χριστοῦ πίστιν. Ὅθεν ἰατρευθεῖσα παρ’ αὐτοῦ, ἔμεινε καὶ ὑπηρέτει τὸν Ἅγιον, ὁμοῦ μὲ τὴν Λουκίαν καὶ Ἀρόαν. Ἀφ’ οὗ δὲ ἐμαρτύρησεν ὁ Ἅγιος Θεόδωρος, ἐδιαβάλθη ἡ Ἁγία εἰς τὸν ἡγεμόνα, ὅθεν παρεστάθη ἔμπροσθέν του. Καὶ ἐπειδὴ δὲν ἐπείσθη νὰ θυσιάσῃ εἰς τὰ εἴδωλα, διὰ τοῦτο ἔβαλον ἀναμμένα κάρβουνα εἰς τὸ ἕνα της χέρι, εἶτα ἔβαλον λιβάνι ἐπάνω εἰς τὰ κάρβουνα, καὶ οὕτως ἠνάγκαζον αὐτὴν νὰ θυμιάσῃ εἰς τὰ εἴδωλα. Ἡ δὲ Ἁγία ἔλεγε, τοῦτο δὲν εἶναι θυσία θεληματικὴ ἐδική μου, ἀλλὰ στανικὴ καὶ ἀκούσιος, ἐκράτουν γὰρ δυνατὰ τὸ χέρι της οἱ δήμιοι, ἕως ὁποῦ κατεκάη ὅλον.

Μετὰ ταῦτα ἐκρέμασαν τὴν Ἁγίαν ἐπάνω εἰς ξύλον καὶ τὴν ἐξέσχισαν, καὶ ἀπὸ μὲν τὰς πληγάς της, εὐγῆκεν αἷμα, ἀπὸ δὲ τὰ βυζία της, εὐγῆκε γάλα. Λειποψυχήσασα δὲ ἀπὸ τὰς βασάνους, παρέδωκεν ἡ μακαρία τὴν ψυχήν της εἰς τὸν Χριστόν, καὶ ἔλαβε παρ’ αὐτοῦ τὸν ἄφθαρτον στέφανον. Κατὰ προσταγὴν δὲ τοῦ ἡγεμόνος ἐπῆραν αἱ ῥηθεῖσαι δύω γυναῖκες, ἡ Λουκία καὶ ἡ Ἀρόα, τὸ λείψανον τῆς Ἁγίας Κυπρίλλης καὶ τὸ ἐνταφίασαν, προσφέρουσαι εἰς τὴν ταφήν της ᾄσματα γλυκύτατα. Εὐθὺς δὲ ὁποῦ ἐνταφιάσθη, ἀνέβλυσεν ἀπὸ τὸν τάφον της μία δρόσος, ἡ ὁποία ἰάτρευε κάθε πάθος καὶ ἀσθένειαν. Μετὰ ταῦτα ἐθανατώθησαν παρὰ τοῦ ἡγεμόνος καὶ ἡ Ἁγία Λουκία καὶ ἡ Ἀρόα, καὶ τώρα χορεύουν μετὰ τῆς Ἁγίας Κυπρίλλης εἰς τὰ Οὐράνια.

(3) Ἄλλοι δὲ λέγουσιν, ὅτι Σίμων ὁ Κυρηναῖος ἦτον ἀπὸ τὴν Κυρήνην ἢ Κυρηνίαν, τὴν εὑρισκομένην ἐν τῇ νήσῳ Κύπρῳ.

(4) Ὅρα περὶ τούτου καὶ εἰς τὴν εἰκοστὴν τοῦ Αὐγούστου.

*

Ἡ Ἁγία Μάρτυς Κυπρίλλα ἡ ἀνωτέρω, ξεσθεῖσα τελειοῦται.

Τονοῖ Κυπρίλλαν πρὸς πάλην τὴν πρὸς ξέσεις,
Ὁ συμπαλαίσας Ἰακὼβ Θεὸς πάλαι.

*

Ἡ Ἁγία Ἀρόα καὶ Λουκία αἱ εἰρημέναι, ξίφει τελειοῦνται.

Ἔδειξαν ἡμῖν Ἀρόα καὶ Λουκία,
Ὡς καὶ κόραι σθένουσι καρτερεῖν ξίφος.

*

Ἡ Ἁγία Ἀσκληπιὰς ἡ Θαυματουργὸς ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται.

Ἀσκληπιὰς ἄμισθος ἀσκληπιάδης,
Παύουσα προῖκα καὶ τετμημένη νόσους.

*

Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Θεόφιλος ξίφει τελειοῦται.

Ὁ Θεόφιλος ἐξαφαιρεῖται κάραν,
Θεὸν φιλήσας καὶ πλέον ζωῆς φίλης.

*

Ὁ Ὅσιος Μένιγνος ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται.

Μένιγνος ἐκπλεῖ τὸν θαλαττώδη βίον,
Εὑρὼν ἀρίστους τοὺς νόας κωπηλάτας.

*

Ἡ Ἁγία Μάρθα, ἡ μήτηρ τοῦ Ὁσίου Συμεὼν τοῦ ἐν τῷ Θαυμαστῷ ὄρει, ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται.

Κᾂν οὐ μεριμνᾷς, οὐδὲ τυρβάζῃ, Μάρθα,
Ἔχεις τὰ λοιπὰ καὶ τελευτὴν τῆς Μάρθας.

Αὕτη ἡ Ὁσία Μάρθα ἐμεταχειρίζετο κάθε εἶδος ἀρετῆς, καὶ ἐν ταῖς Ἐκκλησίαις τοῦ Θεοῦ σχολάζουσα, ἐγέννησεν ἐξ ἐπαγγελίας τὸν Ἅγιον Συμεών. Εἶχεν ἄσκησιν καὶ στάσιμον πολύ, οὐδεὶς καὶ γὰρ εἶδεν αὐτὴν νὰ καθίσῃ ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῆς Κυριακῆς, ἢ ὅλως νὰ συνομιλήσῃ ἐν αὐτῇ μὲ ἄνθρωπον. Εἶχεν ἀγάπην πολλήν, καὶ ἐλεημοσύνην, καὶ ταπείνωσιν. Ἔνιπτεν ὅλων τῶν ξένων τοὺς πόδας, καὶ ὑπεδέχετο αὐτούς. Ἔνδυνε τοὺς γυμνούς, ἔτρεφε τοὺς πεινασμένους, καὶ εἰς ἐκείνους ὁποῦ ἐβαπτίζοντο, καὶ δὲν εἶχον σινδόνας καθαρὰς διὰ νὰ φορέσουν κατὰ τὴν συνήθειαν, αὐτὴ ἐχάριζε τὰς σινδόνας ταύτας. Ὁμοίως ἔδιδε σινδόνας εἰς ἐκείνους τοὺς πτωχούς, ὁποῦ ἀπέθνησκον καὶ δὲν εἶχον νὰ ἐνταφιασθοῦν. Εἶχε δὲ καὶ πολλὴν πίστιν καὶ εὐλάβειαν εἰς τὴν κυρίαν Θεοτόκον, ἀπὸ τὴν ὁποίαν ἠξιώθη νὰ θεωρῇ, πρὸ τοῦ θανάτου της, τὴν ἀπόλαυσιν τῶν Οὐρανίων ἀγαθῶν, ὁποῦ ἔμελλε νὰ λάβῃ μετὰ θάνατον.

Αὕτη λοιπὸν προγνωρίσασα τὸν θάνατόν της πρὸ τριῶν μηνῶν, ἐπῆγε νὰ ἀποχαιρετίσῃ τὸν υἱόν της Συμεών. Ὁ δὲ υἱός της πάλιν προγνωρίσας καὶ αὐτὸς τοῦτο, εἶπεν εἰς τὴν μητέρα του. Τοίχισόν με, ὦ μῆτερ, μὲ τὰς εὐχάς σου, ὅτι πηγαίνεις πρὸς Κύριον. Ἡ δὲ μήτηρ του εἶπε, τοῦτο καὶ ἐγὼ τέκνον μου μαθοῦσα ὑπὸ τοῦ Κυρίου, ἦλθον νὰ πάρω τὰς εὐχάς σου. Ὅθεν εὐχηθέντες ἀναμεταξύ των καὶ εὐφρανθέντες, ἐχωρίσθησαν. Ἐτάφη δὲ ἡ Ὁσία εἰς τὴν ἐν Ἀντιοχείᾳ Δάφνην, μετεκομίσθη δὲ τὸ τίμιον αὐτῆς λείψανον ἀπὸ τὸν υἱόν της, καὶ ἐβάλθη κοντὰ εἰς τὸν στύλον του. Ποιήσαντος δὲ τοῦ Ἁγίου προσευχὴν ὑπὲρ τῆς μητρός του, ἐθαυματούργει ὁ τάφος της. Ὅθεν ἀφ’ οὗ ἀπῆλθε πρὸς Κύριον, ἐφάνη εἰς ἐκείνους, ὁποῦ ἐπαράστεκαν εἰς τὸν τάφον της, καὶ τοὺς ἐχαροποίησεν εἰποῦσα, ὅτι εὑρῆκε χάριν μεγάλην ἀπὸ τὸν Θεόν, καὶ εὑρίσκεται εἰς φῶς καὶ χαρὰν ἀνεκλάλητον, ὄχι μόνον διὰ τὴν πρεσβείαν τοῦ υἱοῦ της, ἀλλὰ καὶ διατὶ αὐτὴ ὑπέμεινε τὸν Κύριον, βαστάσασα δι’ αὐτὸν διαφόρους θλίψεις καὶ πειρασμούς (5).

(5) Ὅρα καὶ εἰς τὴν πρώτην τοῦ Σεπτεμβρίου τὴν ὑποσημείωσιν τοῦ Συναξαρίου τοῦ Ἁγίου Συμεὼν τοῦ Στυλίτου. Σημείωσαι δέ, ὅτι ἐσφαλμένως γράφεται ἐν τῷ τετυπωμένῳ Συναξαριστῇ Μαρία, ἀντὶ νὰ γράφεται Μάρθα.

*

Μνήμη τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Θεοδότου.

Δοὺς τὴν κεφαλὴν τῷ Θεῷ Θεόδοτε,
Ζωὴν ἔλαβες ἥτις οὐκ ἔχει πέρας.

*

Μνήμη τοῦ Ἁγίου Δονάτου Ἐπισκόπου Λιβύης.

Δονάτος ἔργοις πρὶν δονήσας Λιβύην,
Ἤδη κατοικεῖ οὗ δόνησις οὐκ ἔνι.

Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.

Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Γ’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.

* * *

 

 

 

Των Αγίων Ανδρέου Αρχιεπισκόπου Κρήτης, Θεοδώρου Επισκόπου Κυρήνης, Ασκληπιάδος, Θεοφίλου κ.ά.

Ορθόδοξη πίστη και ζωή στο email σας. Λάβετε πρώτοι όλες τις τελευταίες αναρτήσεις της Κοινωνίας Ορθοδοξίας:
Έχετε εγγραφεί επιτυχώς στο newsletter! Θα λάβετε email επιβεβαίωσης σε λίγα λεπτά. Παρακαλούμε, ακολουθήστε τον σύνδεσμο μέσα του για να επιβεβαιώσετε την εγγραφή. Εάν το email δεν εμφανιστεί στο γραμματοκιβώτιό σας, παρακαλούμε ελέγξτε τον φάκελο του spam.
Έχετε εγγραφεί επιτυχώς στο newsletter!
Λυπούμαστε, υπήρξε ένα σφάλμα. Παρακαλούμε, ελέγξτε το email σας.