Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου30 Μαΐου
Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ
Τω αυτώ μηνί Λ’, μνήμη του Οσίου πατρός ημών Ισακίου ή Ισαακίου, ηγουμένου της Μονής των Δαλμάτων, του Ομολογητού.
Ψήφω Θεού προς θείον ήρθη χωρίον,
Γης Ισάκιος εκλιπών το χωρίον.
Γην λίπεν Ισακίου τριακοστή κυδάλιμον κηρ.
Κατά τας ημέρας του βασιλέως Ουάλεντος του Αρειανού, εν έτει τξδ’ [364], επικρατούσα η αίρεσις των Αρειανών, έκαμε να αποκλεισθούν αι Εκκλησίαι των Ορθοδόξων, οι οποίοι όλοι εθρήνουν και έκλαιον. Κατά δε τον καιρόν εκείνον εσυνάχθη εις τον ποταμόν Δούναβιν πλήθος πολύ βαρβάρων, Γότθων καλουμένων, οίτινες εμελέτων να ορμήσουν εναντίον της Κωνσταντινουπόλεως. Όθεν ο Ουάλης συνάξας τα στρατεύματά του, ευγήκε δια να τους πολεμήση. Τότε και ο Όσιος ούτος Ισάκιος εν καιρώ τω πρέποντι ευγήκεν από την Ανατολήν, και προϋπαντήσας τον βασιλέα, είπε προς αυτόν. Βασιλεύ, πρόσταξον να ανοιχθούν αι Εκκλησίαι των Χριστιανών. Εάν γαρ τούτο ποιήσης, ήξευρε, ότι θέλεις γυρίσεις νικητής από τους εχθρούς. Ο δε βασιλεύς πεπωρωμένος ων, ενόμισεν ως φλυαρίας τα λόγια του Οσίου. Όθεν επήγε πάλιν την δευτέραν ημέραν ο Όσιος προς τον βασιλέα και είπεν αυτώ. Βασιλεύ άνοιξον τας Εκκλησίας, και ήξευρε ότι θέλεις γυρίσεις νικητής εν ειρήνη. Ο δε βασιλεύς καταφρονήσας τον Όσιον, επεριπάτει τον δρόμον του. Κατά δε την τρίτην ημέραν επήγε και τρίτον ο Όσιος προς αυτόν, και πιάσας το χαλινάρι του αλόγου του, άρχισε ποτέ μεν, να τον ελέγχη, ποτέ δε, και να τον παρακαλή. Λέγοντος δε ταύτα του Αγίου, ήλθον εις ένα βαθύν και φοβερόν φάραγγα, ο οποίος ήτον γεμάτος από ακάνθια οξύτατα. Ο δε βασιλεύς έκαμε νεύμα εις τους στρατιώτας να ρίψουν τον Άγιον μέσα εις τον φάραγγα.
Πεσών δε ο Άγιος επάνω εις τας ακάνθας, και νομίζων ότι ευρίσκεται επάνω εις στρώμα απαλόν, ευχαρίστει τον Κύριον. Και παρευθύς ιδού ήλθον δύω ασπροφόροι και χαριέστατοι άνδρες (1), οι οποίοι ανεβίβασαν τον Άγιον από τον φάραγγα αβλαβή, και στήσαντες αυτόν μέσα εις το παζάρι έμπροσθεν του βασιλέως, ανεχώρησαν. Βλέπωντας δε αυτόν ο βασιλεύς, εξεπλάγη και είπε, δεν είναι ούτος εκείνος οπού ερρίφθη εις τον φοβερόν φάραγγα; Ο δε Άγιος είπε πάλιν εις τον βασιλέα, άνοιξον τας Εκκλησίας, σε παρακαλώ, και θέλεις γυρίσεις από τον πόλεμον με χαράν. Ανίσως όμως δεν κάμης τούτο, ήξευρε, ότι όταν ο πόλεμος συγκροτηθή με τους βαρβάρους, εσύ θέλεις φύγης με ένα άνθρωπον, και μέλλεις να κρυφθής μέσα εις ένα αχυρώνα, και εκεί θέλεις καής από τους εχθρούς. Ο δε βασιλεύς, αγκαλά και εις πολλά πράγματα εξεπλάγη και έφριξε τον Άγιον τούτον, μόλον τούτο τότε εκαταφρόνησεν αυτόν ως ασύνετος. Και όχι μόνον τούτο, αλλά και τον παρέδωκεν εις δύω στρατιώτας, Σατόρνικον και Βίκτορα ονομαζομένους, και επρόσταξεν αυτούς να τον φυλάττουν ασφαλώς, έως ου να γυρίση από τον πόλεμον. Τότε γαρ είπεν, ότι θέλει θανατώσει αυτόν με φωτίαν. Ο δε Άγιος απεκρίθη, εάν εσύ γυρίσης από τον πόλεμον υγιής και ειρηνικός, βέβαια εις εμένα δεν ελάλησεν ο Θεός (2).
Όταν λοιπόν εσυγκροτήθη ο πόλεμος, δεν εδυνήθη να αντισταθή ο βασιλεύς, αλλά έφυγεν ομού με τον πραιπόσιτον αυτού, ο οποίος πάντοτε επαρακίνει τον βασιλέα εναντίον των Χριστιανών, και μαζί με αυτόν εκρύφθη μέσα εις ένα αχυρώνα. Οι δε βάρβαροι κυνηγήσαντες αυτούς κατόπιν, έβαλαν φωτίαν εις τον αχυρώνα, και κατέκαυσαν αυτόν ομού με τον βασιλέα και τον πραιπόσιτον. Τα δε στρατεύματα του βασιλέως εγύρισαν από τον πόλεμον, και θέλοντα να πειράξουν τον Όσιον Ισάκιον, ετοιμάσου, του έλεγον, να δώσης απολογίαν εις τον βασιλέα, ο οποίος έρχεται δια να τελειώση εκείνο, οπού είπεν εναντίον σου. Ο δε Άγιος απεκρίθη, επτά ημέραι τώρα απέρασαν, αφ’ ου εγώ ωσφράνθηκα την βρώμαν των κοκκάλων του βασιλέως, τα οποία κατεκάησαν από την φωτίαν. Οι δε στρατιώται ακούσαντες ταύτα, έγιναν έμφοβοι, επειδή και ο Θεός εφανέρωσεν εις αυτόν όλα τα γενόμενα. Όθεν πεσόντες εις τους πόδας του Οσίου, παρεκάλουν αυτόν να κατοικήση εις την Κωνσταντινούπολιν. Ο δε Άγιος είπεν, αφήσετέ με επτά ημέρας να παρακαλέσω τον Θεόν, δια να μοι φανερώση, αν τούτο ήναι θέλημά του. Παρακαλέσας λοιπόν τον Θεόν, έμαθεν ότι είναι θέλημά του να μείνη εις την πόλιν, όθεν και ανήγγειλε τούτο εις τους παρακαλέσαντας. Όλοι λοιπόν οι πολίται εσυνερίζοντο να κτίσουν Μοναστήριον δια να κατοικήση ο Άγιος. Ένας δε εξ αυτών Σατορνίλος ονομαζόμενος, αυτός φανείς προθυμότερος από τους άλλους, επρόλαβε και έκτισε Μοναστήριον εις τόπον σεμνόν και αρμόδιον. Τότε ο Άγιος εμβήκεν εις αυτο και εδόξασε τον Θεόν. Οι δε προρρηθέντες άνθρωποι, οπού επαρακάλουν τον Άγιον, αφιέρωσαν εις το Μοναστήριον σιτηρέσια και υποστατικά αρκετά. Όθεν εσυνάχθησαν εκεί πολλοί Χριστιανοί και έγιναν Μοναχοί, σπουδάζοντες να ποιμαίνωνται από τοιούτον ποιμένα και διδάσκαλον, και να οδηγούνται εις την εργασίαν των του Θεού εντολών. Τραφείς λοιπόν ο Άγιος με γήρας καλόν, και την κοίμησιν αυτού προγνωρίσας εκ του Θεού, εσύναξεν όλους τους αδελφούς και τους εκατήχησε. Είτα διαλέξας ένα από αυτούς, Δαλμάτον ονομαζόμενον, εκατάστησεν αυτόν ηγούμενον αντί δια λόγου του, και έτζι απήλθε προς Κύριον (3).
(1) Ίσως ούτοι ήτον οι δύω Αρχάγγελοι, ο Μιχαήλ και ο Γαβριήλ, καθώς και εις πολλούς άλλους ούτως εφάνησαν.
(2) Ο δε Θεοδώρητος, εξ ου το Συναξάριον τούτο ερανίσθη, ου λέγει ούτως, αλλά άλλως· «Απόδος (είπεν ο Ισάκιος) ταις ποίμναις τους αρίστους νομέας, και λήψει την νίκην απονητί, ει δε τούτων μηδέν δεδρακώς, παρατάξαιο, μαθήση τη πείρα, όπως σκληρόν το προς κέντρα λακτίζειν. Ούτε γαρ επανήξεις, και προσαπολέσεις την στρατιάν. Οργισθείς δε ο βασιλεύς, και επανήξω, έφη, και κατακτενώ σε, και της ψευδούς προαγορεύσεως εισπράξομαι δίκας. Ο δε, ήκιστα δείσας την απειλήν, έφη βοών, κτείνον, ει φωραθείη των λόγων το ψεύδος» (Εκκλησιαστ. Ιστορ., βιβλ. Δ’, Λογ. λα’).
(3) Το Συναξάριον τούτο του Αγίου Ισακίου διηγείται ο Κύρου Θεοδώρητος εν κεφαλ. λ’, λα’ και λβ’ του τετάρτου Βιβλίου της Εκκλησιαστικής Ιστορίας. Προσθέττει δε και ταύτα, ότι μαζί με τον Άγιον Ισάκιον ήλεγξε τον Ουάλεντα και Βρετανίων ο της Σκυθίας Αρχιερεύς, παντοδαπή λαμπρυνόμενος αρετή. «Πυρσεύσας γαρ ούτος τω ζήλω το φρόνημα, την των δογμάτων διαφθοράν, και τας κατά των Αγίων παρανομίας του Ουάλεντος ήλεγξε, και μετά του θειοτάτου Δαβίδ εβόα: Ελάλουν εν τοις μαρτυρίοις σου εναντίον βασιλέων και ουκ ησχυνόμην». Λέγει δε και τούτο, ότι επειδή ο Ουάλης εκατηγόρει τον στρατηγόν Τραϊανόν, πως ενικήθη από τους Γότθους δια δειλίαν, εκείνος απεκρίθη με παρρησίαν· «Ουκ εγώ, έφη, ω βασιλεύ, ήττημαι αλλά συ πρόη την νίκην, κατά του Θεού παραταττόμενος, και την εκείνου ροπήν προξενών τοις βαρβάροις. Παρά σου γαρ πολεμούμενος, εκείνοις συντάττεται. Τω Θεώ η νίκη έπεται, και τοις υπό του Θεού στρατηγουμένοις προσγίνεται. Ή ουκ οίσθα, έφη, τίνας των Εκκλησιών, τίσι παραδέδωκας ταύτας; Ταύτα δε και Αρίνθεος και Βίκτωρ (στρατηγοί γαρ ήσαν και αυτοί) συνωμολόγησαν ούτως έχειν, και τω βασιλεί μη χαλεπαίνειν παρήνεσαν».
*
Τη αυτή ημέρα ο Άγιος Μάρτυς Νατάλιος ξίφει τελειούται.
Χορού γενέσθαι Μαρτύρων δια ξίφους,
Τον Νατάλιον μαρτυρούσιν αι βίβλοι.
*
Ο Όσιος Βαρλαάμ εν ειρήνη τελειούται (4).
Τον Βαρλαάμ έγνωκε και τα γης άκρα,
Άκρως ενασκήσαντα μέχρι γην έδυ.
(4) Ίσως ούτος είναι ο Βαρλαάμ εκείνος, ο κατηχήσας τον Άγιον Ιωάσαφ βασιλέα Ινδίας, και καθοδηγήσας αυτόν εις την των Μοναχών πολιτείαν, ως εν τω Βίω του αυτού Ιωάσαφ οράται.
*
Οι Άγιοι Μάρτυρες Ρωμανός και Τελέτιος ξίφει τελειούνται.
Ρώμη Ρωμανός συμπνέων Τελετίω,
Ήκει μετ’ αυτού συντελεσθήναι ξίφει.
*
Ο Άγιος Μάρτυς Εύπλος βύρση βοός ελιχθείς, και εν φλέγοντι ηλίω τεθείς, τελειούται.
Φλέγουσι βυρσέλικτον Εύπλον ηλίω,
Οι φως νοητού μη βλέποντες ηλίου.
Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.
Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *
Τῷ αὐτῷ μηνὶ Λ΄, μνήμη τοῦ Ὁσίου πατρὸς ἡμῶν Ἰσακίου ἢ Ἰσαακίου, ἡγουμένου τῆς Μονῆς τῶν Δαλμάτων, τοῦ Ὁμολογητοῦ.
Ψήφῳ Θεοῦ πρὸς θεῖον ἤρθη χωρίον,
Γῆς Ἰσάκιος ἐκλιπὼν τὸ χωρίον.
Γῆν λίπεν Ἰσακίου τριακοστῇ κυδάλιμον κῆρ.
Κατὰ τὰς ἡμέρας τοῦ βασιλέως Οὐάλεντος τοῦ Ἀρειανοῦ, ἐν ἔτει τξδ΄ [364], ἐπικρατοῦσα ἡ αἵρεσις τῶν Ἀρειανῶν, ἔκαμε νὰ ἀποκλεισθοῦν αἱ Ἐκκλησίαι τῶν Ὀρθοδόξων, οἱ ὁποῖοι ὅλοι ἐθρήνουν καὶ ἔκλαιον. Κατὰ δὲ τὸν καιρὸν ἐκεῖνον ἐσυνάχθη εἰς τὸν ποταμὸν Δούναβιν πλῆθος πολὺ βαρβάρων, Γότθων καλουμένων, οἵτινες ἐμελέτων νὰ ὁρμήσουν ἐναντίον τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Ὅθεν ὁ Οὐάλης συνάξας τὰ στρατεύματά του, εὐγῆκε διὰ νὰ τοὺς πολεμήσῃ. Τότε καὶ ὁ Ὅσιος οὗτος Ἰσάκιος ἐν καιρῷ τῷ πρέποντι εὐγῆκεν ἀπὸ τὴν Ἀνατολήν, καὶ προϋπαντήσας τὸν βασιλέα, εἶπε πρὸς αὐτόν. Βασιλεῦ, πρόσταξον νὰ ἀνοιχθοῦν αἱ Ἐκκλησίαι τῶν Χριστιανῶν. Ἐὰν γὰρ τοῦτο ποιήσῃς, ἤξευρε, ὅτι θέλεις γυρίσεις νικητὴς ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς. Ὁ δὲ βασιλεὺς πεπωρωμένος ὤν, ἐνόμισεν ὡς φλυαρίας τὰ λόγια τοῦ Ὁσίου. Ὅθεν ἐπῆγε πάλιν τὴν δευτέραν ἡμέραν ὁ Ὅσιος πρὸς τὸν βασιλέα καὶ εἶπεν αὐτῷ. Βασιλεῦ ἄνοιξον τὰς Ἐκκλησίας, καὶ ἤξευρε ὅτι θέλεις γυρίσεις νικητὴς ἐν εἰρήνῃ. Ὁ δὲ βασιλεὺς καταφρονήσας τὸν Ὅσιον, ἐπεριπάτει τὸν δρόμον του. Κατὰ δὲ τὴν τρίτην ἡμέραν ἐπῆγε καὶ τρίτον ὁ Ὅσιος πρὸς αὐτόν, καὶ πιάσας τὸ χαλινάρι τοῦ ἀλόγου του, ἄρχισε ποτὲ μέν, νὰ τὸν ἐλέγχῃ, ποτὲ δέ, καὶ νὰ τὸν παρακαλῇ. Λέγοντος δὲ ταῦτα τοῦ Ἁγίου, ἦλθον εἰς ἕνα βαθὺν καὶ φοβερὸν φάραγγα, ὁ ὁποῖος ἦτον γεμάτος ἀπὸ ἀκάνθια ὀξύτατα. Ὁ δὲ βασιλεὺς ἔκαμε νεῦμα εἰς τοὺς στρατιώτας νὰ ῥίψουν τὸν Ἅγιον μέσα εἰς τὸν φάραγγα.
Πεσὼν δὲ ὁ Ἅγιος ἐπάνω εἰς τὰς ἀκάνθας, καὶ νομίζων ὅτι εὑρίσκεται ἐπάνω εἰς στρῶμα ἁπαλόν, εὐχαρίστει τὸν Κύριον. Καὶ παρευθὺς ἰδοὺ ἦλθον δύω ἀσπροφόροι καὶ χαριέστατοι ἄνδρες (1), οἱ ὁποῖοι ἀνεβίβασαν τὸν Ἅγιον ἀπὸ τὸν φάραγγα ἀβλαβῆ, καὶ στήσαντες αὐτὸν μέσα εἰς τὸ παζάρι ἔμπροσθεν τοῦ βασιλέως, ἀνεχώρησαν. Βλέπωντας δὲ αὐτὸν ὁ βασιλεύς, ἐξεπλάγη καὶ εἶπε, δὲν εἶναι οὗτος ἐκεῖνος ὁποῦ ἐρρίφθη εἰς τὸν φοβερὸν φάραγγα; Ὁ δὲ Ἅγιος εἶπε πάλιν εἰς τὸν βασιλέα, ἄνοιξον τὰς Ἐκκλησίας, σὲ παρακαλῶ, καὶ θέλεις γυρίσεις ἀπὸ τὸν πόλεμον μὲ χαράν. Ἀνίσως ὅμως δὲν κάμῃς τοῦτο, ἤξευρε, ὅτι ὅταν ὁ πόλεμος συγκροτηθῇ μὲ τοὺς βαρβάρους, ἐσὺ θέλεις φύγῃς μὲ ἕνα ἄνθρωπον, καὶ μέλλεις νὰ κρυφθῇς μέσα εἰς ἕνα ἀχυρῶνα, καὶ ἐκεῖ θέλεις καῇς ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς. Ὁ δὲ βασιλεύς, ἀγκαλὰ καὶ εἰς πολλὰ πράγματα ἐξεπλάγη καὶ ἔφριξε τὸν Ἅγιον τοῦτον, μὅλον τοῦτο τότε ἐκαταφρόνησεν αὐτὸν ὡς ἀσύνετος. Καὶ ὄχι μόνον τοῦτο, ἀλλὰ καὶ τὸν παρέδωκεν εἰς δύω στρατιώτας, Σατόρνικον καὶ Βίκτορα ὀνομαζομένους, καὶ ἐπρόσταξεν αὐτοὺς νὰ τὸν φυλάττουν ἀσφαλῶς, ἕως οὗ νὰ γυρίσῃ ἀπὸ τὸν πόλεμον. Τότε γὰρ εἶπεν, ὅτι θέλει θανατώσει αὐτὸν μὲ φωτίαν. Ὁ δὲ Ἅγιος ἀπεκρίθη, ἐὰν ἐσὺ γυρίσῃς ἀπὸ τὸν πόλεμον ὑγιὴς καὶ εἰρηνικός, βέβαια εἰς ἐμένα δὲν ἐλάλησεν ὁ Θεός (2).
Ὅταν λοιπὸν ἐσυγκροτήθη ὁ πόλεμος, δὲν ἐδυνήθη νὰ ἀντισταθῇ ὁ βασιλεύς, ἀλλὰ ἔφυγεν ὁμοῦ μὲ τὸν πραιπόσιτον αὐτοῦ, ὁ ὁποῖος πάντοτε ἐπαρακίνει τὸν βασιλέα ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν, καὶ μαζὶ μὲ αὐτὸν ἐκρύφθη μέσα εἰς ἕνα ἀχυρῶνα. Οἱ δὲ βάρβαροι κυνηγήσαντες αὐτοὺς κατόπιν, ἔβαλαν φωτίαν εἰς τὸν ἀχυρῶνα, καὶ κατέκαυσαν αὐτὸν ὁμοῦ μὲ τὸν βασιλέα καὶ τὸν πραιπόσιτον. Τὰ δὲ στρατεύματα τοῦ βασιλέως ἐγύρισαν ἀπὸ τὸν πόλεμον, καὶ θέλοντα νὰ πειράξουν τὸν Ὅσιον Ἰσάκιον, ἑτοιμάσου, τοῦ ἔλεγον, νὰ δώσῃς ἀπολογίαν εἰς τὸν βασιλέα, ὁ ὁποῖος ἔρχεται διὰ νὰ τελειώσῃ ἐκεῖνο, ὁποῦ εἶπεν ἐναντίον σου. Ὁ δὲ Ἅγιος ἀπεκρίθη, ἑπτὰ ἡμέραι τώρα ἀπέρασαν, ἀφ’ οὗ ἐγὼ ὠσφράνθηκα τὴν βρώμαν τῶν κοκκάλων τοῦ βασιλέως, τὰ ὁποῖα κατεκάησαν ἀπὸ τὴν φωτίαν. Οἱ δὲ στρατιῶται ἀκούσαντες ταῦτα, ἔγιναν ἔμφοβοι, ἐπειδὴ καὶ ὁ Θεὸς ἐφανέρωσεν εἰς αὐτὸν ὅλα τὰ γενόμενα. Ὅθεν πεσόντες εἰς τοὺς πόδας τοῦ Ὁσίου, παρεκάλουν αὐτὸν νὰ κατοικήσῃ εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν. Ὁ δὲ Ἅγιος εἶπεν, ἀφήσετέ με ἑπτὰ ἡμέρας νὰ παρακαλέσω τὸν Θεόν, διὰ νά μοι φανερώσῃ, ἂν τοῦτο ᾖναι θέλημά του. Παρακαλέσας λοιπὸν τὸν Θεόν, ἔμαθεν ὅτι εἶναι θέλημά του νὰ μείνῃ εἰς τὴν πόλιν, ὅθεν καὶ ἀνήγγειλε τοῦτο εἰς τοὺς παρακαλέσαντας. Ὅλοι λοιπὸν οἱ πολῖται ἐσυνερίζοντο νὰ κτίσουν Μοναστήριον διὰ νὰ κατοικήσῃ ὁ Ἅγιος. Ἕνας δὲ ἐξ αὐτῶν Σατορνῖλος ὀνομαζόμενος, αὐτὸς φανεὶς προθυμότερος ἀπὸ τοὺς ἄλλους, ἐπρόλαβε καὶ ἔκτισε Μοναστήριον εἰς τόπον σεμνὸν καὶ ἁρμόδιον. Τότε ὁ Ἅγιος ἐμβῆκεν εἰς αὐτο καὶ ἐδόξασε τὸν Θεόν. Οἱ δὲ προρρηθέντες ἄνθρωποι, ὁποῦ ἐπαρακάλουν τὸν Ἅγιον, ἀφιέρωσαν εἰς τὸ Μοναστήριον σιτηρέσια καὶ ὑποστατικὰ ἀρκετά. Ὅθεν ἐσυνάχθησαν ἐκεῖ πολλοὶ Χριστιανοὶ καὶ ἔγιναν Μοναχοί, σπουδάζοντες νὰ ποιμαίνωνται ἀπὸ τοιοῦτον ποιμένα καὶ διδάσκαλον, καὶ νὰ ὁδηγοῦνται εἰς τὴν ἐργασίαν τῶν τοῦ Θεοῦ ἐντολῶν. Τραφεὶς λοιπὸν ὁ Ἅγιος μὲ γῆρας καλόν, καὶ τὴν κοίμησιν αὐτοῦ προγνωρίσας ἐκ τοῦ Θεοῦ, ἐσύναξεν ὅλους τοὺς ἀδελφοὺς καὶ τοὺς ἐκατήχησε. Εἶτα διαλέξας ἕνα ἀπὸ αὐτούς, Δαλμάτον ὀνομαζόμενον, ἐκατάστησεν αὐτὸν ἡγούμενον ἀντὶ διὰ λόγου του, καὶ ἔτζι ἀπῆλθε πρὸς Κύριον (3).
(1) Ἴσως οὗτοι ἦτον οἱ δύω Ἀρχάγγελοι, ὁ Μιχαὴλ καὶ ὁ Γαβριήλ, καθὼς καὶ εἰς πολλοὺς ἄλλους οὕτως ἐφάνησαν.
(2) Ὁ δὲ Θεοδώρητος, ἐξ οὗ τὸ Συναξάριον τοῦτο ἐρανίσθη, οὐ λέγει οὕτως, ἀλλὰ ἄλλως· «Ἀπόδος (εἶπεν ὁ Ἰσάκιος) ταῖς ποίμναις τοὺς ἀρίστους νομέας, καὶ λήψει τὴν νίκην ἀπονητί, εἰ δὲ τούτων μηδὲν δεδρακώς, παρατάξαιο, μαθήσῃ τῇ πείρᾳ, ὅπως σκληρὸν τὸ πρὸς κέντρα λακτίζειν. Οὔτε γὰρ ἐπανήξεις, καὶ προσαπολέσεις τὴν στρατιάν. Ὀργισθεὶς δὲ ὁ βασιλεύς, καὶ ἐπανήξω, ἔφη, καὶ κατακτενῶ σε, καὶ τῆς ψευδοῦς προαγορεύσεως εἰσπράξομαι δίκας. Ὁ δέ, ἥκιστα δείσας τὴν ἀπειλήν, ἔφη βοῶν, κτεῖνον, εἰ φωραθείη τῶν λόγων τὸ ψεῦδος» (Ἐκκλησιαστ. Ἱστορ., βιβλ. Δ΄, Λόγ. λα΄).
(3) Τὸ Συναξάριον τοῦτο τοῦ Ἁγίου Ἰσακίου διηγεῖται ὁ Κύρου Θεοδώρητος ἐν κεφαλ. λ΄, λα΄ καὶ λβ΄ τοῦ τετάρτου Βιβλίου τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας. Προσθέττει δὲ καὶ ταῦτα, ὅτι μαζὶ μὲ τὸν Ἅγιον Ἰσάκιον ἤλεγξε τὸν Οὐάλεντα καὶ Βρετανίων ὁ τῆς Σκυθίας Ἀρχιερεύς, παντοδαπῇ λαμπρυνόμενος ἀρετῇ. «Πυρσεύσας γὰρ οὗτος τῷ ζήλῳ τὸ φρόνημα, τὴν τῶν δογμάτων διαφθοράν, καὶ τὰς κατὰ τῶν Ἁγίων παρανομίας τοῦ Οὐάλεντος ἤλεγξε, καὶ μετὰ τοῦ θειοτάτου Δαβὶδ ἐβόα: Ἐλάλουν ἐν τοῖς μαρτυρίοις σου ἐναντίον βασιλέων καὶ οὐκ ᾐσχυνόμην». Λέγει δὲ καὶ τοῦτο, ὅτι ἐπειδὴ ὁ Οὐάλης ἐκατηγόρει τὸν στρατηγὸν Τραϊανόν, πῶς ἐνικήθη ἀπὸ τοὺς Γότθους διὰ δειλίαν, ἐκεῖνος ἀπεκρίθη μὲ παρρησίαν· «Οὐκ ἐγώ, ἔφη, ὦ βασιλεῦ, ἥττημαι ἀλλὰ σὺ πρόῃ τὴν νίκην, κατὰ τοῦ Θεοῦ παραταττόμενος, καὶ τὴν ἐκείνου ῥοπὴν προξενῶν τοῖς βαρβάροις. Παρὰ σοῦ γὰρ πολεμούμενος, ἐκείνοις συντάττεται. Τῷ Θεῷ ἡ νίκη ἕπεται, καὶ τοῖς ὑπὸ τοῦ Θεοῦ στρατηγουμένοις προσγίνεται. Ἢ οὐκ οἶσθα, ἔφη, τίνας τῶν Ἐκκλησιῶν, τίσι παραδέδωκας ταύτας; Ταῦτα δὲ καὶ Ἀρίνθεος καὶ Βίκτωρ (στρατηγοὶ γὰρ ἦσαν καὶ αὐτοί) συνωμολόγησαν οὕτως ἔχειν, καὶ τῷ βασιλεῖ μὴ χαλεπαίνειν παρῄνεσαν».
*
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ ὁ Ἅγιος Μάρτυς Νατάλιος ξίφει τελειοῦται.
Χοροῦ γενέσθαι Μαρτύρων διὰ ξίφους,
Τὸν Νατάλιον μαρτυροῦσιν αἱ βίβλοι.
*
Ὁ Ὅσιος Βαρλαὰμ ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται (4).
Τὸν Βαρλαὰμ ἔγνωκε καὶ τὰ γῆς ἄκρα,
Ἄκρως ἐνασκήσαντα μέχρι γῆν ἔδυ.
(4) Ἴσως οὗτος εἶναι ὁ Βαρλαὰμ ἐκεῖνος, ὁ κατηχήσας τὸν Ἅγιον Ἰωάσαφ βασιλέα Ἰνδίας, καὶ καθοδηγήσας αὐτὸν εἰς τὴν τῶν Μοναχῶν πολιτείαν, ὡς ἐν τῷ Βίῳ τοῦ αὐτοῦ Ἰωάσαφ ὁρᾶται.
*
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Ῥωμανὸς καὶ Τελέτιος ξίφει τελειοῦνται.
Ῥώμῃ Ῥωμανὸς συμπνέων Τελετίῳ,
Ἥκει μετ’ αὐτοῦ συντελεσθῆναι ξίφει.
*
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Εὖπλος βύρσῃ βοὸς ἑλιχθείς, καὶ ἐν φλέγοντι ἡλίῳ τεθείς, τελειοῦται.
Φλέγουσι βυρσέλικτον Εὖπλον ἡλίῳ,
Οἱ φῶς νοητοῦ μὴ βλέποντες ἡλίου.
Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.
Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Γ’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *