Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου12 Μαΐου
Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ
Τω αυτώ μηνί ΙΒ’, μνήμη του εν Αγίοις πατρός ημών Επιφανίου Επισκόπου Κύπρου.
Φανείς Επιφάνιος εν Κύπρω μέγας,
Κλέος παρ’ αυτή και θανών έχει μέγα.
Τη δε δυωδεκάτη Επιφάνιον μόρος είλεν.
Ούτος ο μέγας και θαυματουργός Επιφάνιος, ήτον κατά τους χρόνους Αρκαδίου και Ονωρίου των βασιλέων, εν έτει υβ’ [402]. Εκατάγετο δε από την χώραν της Φοινίκης, εκ των πλησιοχώρων μερών της εκεί Ελευθερουπόλεως, υιός γονέων εργαζομένων με τας ιδίας χείρας, και την γεωργικήν δουλευόντων. Αφ’ ου δε ανετράφη εις μικρόν οσπήτιον, οποίον ήτον των πενήτων και γεωργών γονέων του, αυτός με τους ιδίους του κόπους εξέλαμψεν εις τον κόσμον. Διότι με την κατά Θεόν αρετήν του, ανέβη ο αοίδιμος εις το ακρότατον ύψος της ευσεβούς και θεαρέστου πολιτείας. Οι γαρ γονείς του, όντες Εβραίοι, απέμειναν εις την σκιαν και λατρείαν του νόμου, και δεν εδυνήθηκαν να ιδούν το φως της χάριτος του Ευαγγελίου. Ούτος δε ο μακάριος, έδραμεν εις την πίστιν του Χριστού και αλήθειαν, λαβών ολίγην αιτίαν, ήτις είναι η ακόλουθος. Ένας ενάρετος Κλεόβιος ονομαζόμενος, ιάτρευσε την πληγήν οπού είχεν ο Άγιος εις το μηρί, την οποίαν έλαβεν, επειδή εκρήμνισεν αυτόν το γαϊδούρι οπού εκαβαλίκευεν, ατάκτησε γαρ αυτό εις τον δρόμον και έπεσε και εθανατώθη. Τότε λοιπόν ο Άγιος ούτος, έλαβεν εις την καρδίαν του κάποιους αμφιβόλους λογισμούς περί του παλαιού Νόμου, όθεν δεν επρόσεχε τόσον πολλά εις την λατρείαν και φύλαξιν αυτού. Ύστερον δε, ανταμώσας ένα Μοναχόν Λουκιανόν ονόματι, και βλέπωντας πως αυτός έδωκε μεν το φόρεμά του εις ένα πτωχόν, οπού του εζήτει ελεημοσύνην, ενεδύθη δε εκ Θεού άνωθεν ένα άσπρον φόρεμα, τούτο, λέγω, το θαυμάσιον βλέπωντας ο Επιφάνιος, ευθύς εδέχθη την πίστιν των Χριστιανών και εβαπτίσθη. Αφ’ ου δε ο Άγιος εβαπτίσθη, όσα θαύματα ενήργησεν, είναι πολλά δύσκολον πράγμα να τα περιλάβη τινάς με συντομίαν. Διότι το να διηγήται τινάς το μήκος και πλάτος των θαυμασίων της εδικής του ιστορίας, είναι το ίδιον, ωσάν να δοκιμάζη να αντλήση την θάλασσαν, με ένα σκουτέλι μικρόν. Όθεν τόσον μόνον είναι αναγκαίον να ειπούμεν περί του Αγίου τούτου, όσα θέλουν ρηθούν παρακάτω.
Όταν μεν γαρ ήτον Μοναχός, εμεταχειρίζετο, ως είπομεν, ασκητικήν ζωήν, και ενεργούσε πλήθος θαυμάτων και ιατρείας, τόσον των ψυχών, όσον και των σωμάτων. Τα αυτά δε ενεργούσε και όταν έγινεν Αρχιερεύς. Κοντά δε εις αυτά, εδίδασκε και το ποίμνιόν του με διδασκαλίαν ορθόδοξον, και συνέγραφε πλήθος συγγραμμάτων, δια μέσου των οποίων, κάθε μεν βλάσφημος γλώσσα επεστομίζετο, κάθε δε Εκκλησία την ορθόδοξον πίστιν εδιδάσκετο. Όθεν δια τον ζήλον και ένθεον παρρησίαν του, πειρασμούς πολλούς υπέμεινεν ο αοίδιμος από τους τότε αιρετικούς και κακοδόξους. Ζήσας λοιπόν χρόνους εκατόν δεκαπέντε, καθώς αυτός ο ίδιος είπε τούτο εις τον βασιλέα Αρκάδιον, όταν τον ερώτησε περί τούτου, παρέδωκε το πνεύμα του εις τον Κύριον, όταν εγύριζεν από την Κωνσταντινούπολιν εις Κύπρον την επαρχίαν του, καθώς ο μέγας Ιωάννης ο Χρυσόστομος έγραψεν εις αυτόν, ήγουν, ότι δεν θέλει φθάσει να ιδή τον θρόνον του. Επειδή από απλότητα, έγινε και ο Άγιος ούτος σύμφωνος με εκείνους, οπού εξώρισαν τον θείον Χρυσόστομον. Αντέγραψε δε και ο θείος Επιφάνιος εις τον μέγαν Χρυσόστομον, ότι μηδέ αυτός θέλει φθάσει να υπάγη εις τον τόπον εκείνον, οπού τον εξώρισαν. Όθεν και των δύω επληρώθη η πρόρρησις. Τελείται δε η αυτού Σύναξις εν τω αγιωτάτω αυτού Ναώ, τω ευρισκομένω μέσα εις τον Άγιον Φιλήμονα. (Τον κατά πλάτος Βίον αυτού όρα εις το Νέον Εκλόγιον (1).)
(1) Σημείωσαι, ότι τον Άγιον τούτον Επιφάνιον ονομάζει Πατέρα των Επισκόπων ο θείος Ιερώνυμος εν τη προς Παμμάχιον επιστολή. Η δε Οικουμενική Εβδόμη Σύνοδος εν τη έκτη πράξει αυτής, Πατέρα και Διδάσκαλον της καθόλου Εκκλησίας τούτον καλεί.
*
Τη αυτή ημέρα μνήμη του εν Αγίοις πατρός ημών Γερμανού Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως.
Χαίρειν αφείς γην Γερμανός και γης θρόνον,
Γης Δημιουργού τον θρόνον χαίρει βλέπων.
Ούτος ο εν Αγίοις πατήρ ημών Γερμανός, ήτον μεν επί της βασιλείας Αναστασίου του δευτέρου, διήρκεσε δε, και έως Λέοντος Ισαύρου του εικονομάχου εν έτει ψκ’ [720]. Υιός Πατρικίου του Ιουστινιανού, ανθρώπου περιφανούς και περιβοήτου κατά την αρετήν, ο οποίος κατά τους χρόνους του βασιλέως Ηρακλείου, εδιοίκησε πολλάς εξουσίας δημοσίας. Όθεν και εθαύμασαν αυτόν δια την ευσέβειάν του, και αρετήν, όλοι οι του βασιλέως άρχοντες. Διο και ο του Ηρακλείου έγγονος, ήτοι Κωνσταντίνος ο Πωγωνάτος, φθονήσας αυτόν, τον εθανάτωσε, λέγωντας ότι εβουλεύθη να σηκωθή εναντίον της βασιλείας του. Τον δε υιόν του τούτον Άγιον Γερμανόν, ευνούχισε, και εσυναρίθμησεν αυτόν με τον κλήρον της αγιωτάτης Εκκλησίας. Ο δε Άγιος μεταχειρισθείς τον παρά γνώμην του τούτον γενόμενον ευνουχισμόν, ωσάν εύρεμα κερδαλέον, έδωκε τον εαυτόν του εις την μελέτην και θεωρίαν των θείων Γραφών. Όθεν ανέβη ο αοίδιμος εις πολύ ύψος θεϊκής γνώσεως με την οξύτητα της φύσεως οπού είχε, και με τους συχνούς κόπους και την επιμέλειάν του, και αφ’ ου ερρύθμισε καλώς την ζωήν του, πρώτον μεν, εχειροτονήθη Επίσκοπος της Κυζίκου εν έτει ψιδ’ [714], όχι γενόμενος την μίαν ημέραν Διάκονος, και την άλλην Ιερεύς, και την άλλην Αρχιερεύς, αλλά με ακολουθίαν, και με χρόνον αρκετόν δοκιμάζωντας εις κάθε βαθμόν. Επειδή δε αι του Χριστού Εκκλησίαι εχρειάζοντο τότε επιστασίαν και διοίκησιν φρονίμου τινός και γνωστικού ανδρός, στολισμένου με λόγον και πράξιν, οποίος ήτον ούτος ο Άγιος, δια τούτο από την Κύζικον ανέβη εις τον θρόνον της Κωνσταντινουπόλεως. Τότε λοιπόν με τας πολλάς του διδασκαλίας εκατάρτισεν ο μακάριος τον λαόν του Κυρίου, και εξήγησε τα βαθύτερα και ασαφή της Γραφής νοήματα. Και εστόλισε μεν τας Εκκλησίας των πιστών, με λόγους πανηγυρικούς και εγκωμιαστικούς. Εγλύκανε δε με μελωδίας και άσματα και τροπάρια (2) το σκληρόν και βαρύ των εν ταις εορταίς γινομένων αγρυπνιών. Λέων δε ο Ίσαυρος (έφθασε γαρ έως εις αυτόν ο Άγιος ως είπομεν) αντί να ήναι βασιλεύς και μονάρχης, έγινε τύραννος σκληρός, και άρχισε να ορμά κατά του Θεού, ήγουν επεχείρησεν ο αλιτήριος να αθετή τας ιεράς και αγίας εικόνας, αι οποίαι παρασταίνουν τον με σάρκα πολιτευσάμενον Υιόν του Θεού, και ούτε με νουθεσίας, ούτε με αποδείξεις των Γραφών επείθετο, ότι πρέπει να τιμώνται και να προσκυνώνται αι ρηθείσαι άγιαι εικόνες. Όχι μόνον δε τούτο εποίει, αλλά ακόμη κατέκαυσεν ο δυσσεβής και τα βιβλία, οπού συνέγραψεν ο Άγιος ούτος Γερμανός, δια μέσου των οποίων επαρασταίνετο μεν, η δύναμις και το κράτος της Ορθοδοξίας, ελέγχετο δε, η κακοδοξία των δυσσεβών αιρετικών και εικονομάχων. Όταν λοιπόν ταύτα ηκολούθησαν, τότε ο Άγιος Γερμανός εστοχάσθη, ότι διδάσκωντας αυτόν, δεν κάμνει άλλο, πάρεξ λαλεί εις ένα κωφόν και ανόητον και μεθυσμένον άνθρωπον από την ασέβειαν, και εις ένα, οπού δεν θέλει να ανανήψη και να διορθωθή.
Όθεν βαλών το ωμοφόριόν του επάνω εις την αγίαν Τράπεζαν, ανεχώρησεν από το Πατριαρχείον, και πηγαίνωντας εις τον γονικόν του οίκον, τον λεγόμενον του Πλατανίου, εκεί ησύχαζε. Φθάσας λοιπόν εις χρόνους εννενήκοντα, ήτοι εις γήρας καλόν και βαθύ, ετελείωσεν ο μακάριος την ζωήν του και απήλθε προς Κύριον. Το δε άγιον αυτού λείψανον, όχι μόνον όταν εφέρετο δια να ενταφιασθή, ελευθέρωσε πολλούς από ασθενείας διαφόρους, αλλά και μετά τον ενταφιασμόν του, αναβρύει καθ’ εκάστην ιατρείας εις τους μετά πίστεως αυτώ πλησιάζοντας. Ενταφιάσθη δε αυτό εις το ευαγές Μοναστήριον της χώρας. Η δε Σύναξις και εορτή του τελείται εν τη αγιωτάτη μεγάλη Εκκλησία (3).
(2) Καθώς τα τροπάρια ταύτα φέρονται επιγεγραμμένα εις το όνομα του Αγίου τούτου Γερμανού.
(3) Περί του Αγίου Γερμανού και ταύτα προστίθενται παρά Μελετίω. Ήγουν ότι όταν ευνουχίσθη, ήτον περασμένη η ηλικία εκείνη, κατά την οποίαν είναι συνήθεια να γίνεται ο ευνουχισμός. Ότι έγινε Πατριάρχης, όχι από τον Πάπαν Γρηγόριον τον Β’ ως ψευδώς λέγουσιν οι του Πάπα κόλακες, αλλά από την συναθροισθείσαν Σύνοδον επί Αρτεμίου του και Αναστασίου. Ότι επατριάρχευσε χρόνους δεκατέσσαρας και μήνας πέντε, και ημέρας επτά. Και ότι έγραψε λόγον διηγηματικόν προς Άνθιμον τον Διάκονον, περί των γενομένων Συνόδων μέχρι των χρόνων αυτού, και άλλα τινά. Σημειοί δε ο Δοσίθεος, σελ. 626 της Δωδεκαβίβλου, ότι ο Άγιος Γερμανός εξοριζόμενος, επήρε την εικόνα του Σωτήρος Χριστού, ήτις ήτον ιστορισμένη δια ψηφίδων επάνω εις σανίδι, και έγραψε με το ίδιόν του χέρι εις χαρτίον τα γράμματα ταύτα· «Διδάσκαλε, σώσον σεαυτόν και ημάς». Εκόλλησε δε τον χάρτην εις την εικόνα, έπειτα αφήκεν αυτήν εις την θάλασσαν. Η δε εικών ω του θαύματος! εστάθη ορθία, και δια τεσσάρων ημερών, επήγεν από την Κωνσταντινούπολιν εις την Ρώμην, και εκεί εγνώσθη τω Πάπα δι’ αποκαλύψεως. Προσθέττει δε και τούτο, ότι οι Χριστιανοί έρριψαν πανταχού όλας τας εικόνας του βασιλέως Κόνωνος, και με πολλήν καταφρόνησιν κατεκρήμνιζον αυτάς και κατεπάτουν, επειδή και εκείνος εξέβαλε τας αγίας εικόνας. Και τούτο δε ακόμη σημειόνοι ο ρηθείς Δοσίθεος, σελ. 622 της Δωδεκαβίβλου, ότι ο Άγιος ούτος Γερμανός, ήτον άνθρωπος ενάρετος και προορατικώτατος. Επειδή κατά τον Δαμασκηνόν Ιωάννην και τον Μεταφραστήν, όταν ο Άγιος Γερμανός επήγαινεν εις τον θρόνον της Κωνσταντινουπόλεως, απάντησεν αυτόν η μήτηρ του Αγίου Στεφάνου του νέου, και εβόησεν αυτώ λέγουσα· «Ευλόγησον Δέσποτά μου τον καρπόν, οπού βαστάζω εις την κοιλίαν μου». Ο δε Άγιος προβλέπων το μέλλον, απεκρίθη αυτή· «Ευλογησάτω αυτόν ο Κύριος δια πρεσβειών του Πρωτομάρτυρος Στεφάνου». Και κατ’ εκείνην την ώραν εφάνη αυτή, ότι ευγήκεν από το στόμα του Πατριάρχου μία αναμμένη λαμπάδα. Όθεν όταν εγεννήθη το παιδίον, ωνομάσθη Στέφανος κατά την πρόρρησιν του Αγίου, η οποία επρομήνυεν ακόμη και το μαρτύριον, οπού έμελλε να πάθη ο Άγιος. Όρα και εις το Νέον Εκλόγιον, την φρικτήν διήγησιν οπού γράφει ο θείος ούτος Γερμανός εν τω περί μετανοίας λόγω αυτού, ήτοι περί του πολλάκις αμαρτάνοντος και μετανοούντος, είτα πάλιν αμαρτάνοντος. Αγκαλά και η διήγησις αύτη παρά τω Ευεργετινώ αναφέρεται εις το όνομα του Αμφιλοχίου.
*
Ο Άγιος Νεομάρτυς Ιωάννης Βλάχος, ο εν Κωνσταντινουπόλει μαρτυρήσας εν έτει ͵αχξβ’ [1662], αγχόνη τελειούται.
Σώφρων υπάρχων ω Ιωάννη Βλάχε,
Αθλείς άριστα δι’ αγάπην Κυρίου (4).
(4) Το Μαρτύριον αυτού όρα εις το Νέον Μαρτυρολόγιον. Σημείωσαι, ότι περιττώς γράφεται εδώ η μνήμη του Αποστόλου Παρμενά ενός των επτά Διακόνων, της Αγίας Ευθαλίας, Κοΐντου του Θαυματουργού, του Τρωαδίου, του Ανδρονίκου, της Αθανασίας, και Θεοδωρήτου Πρεσβυτέρου Αντιοχείας. Ομοίως και η μνήμη του Αγίου Θεοδότου Επισκόπου Κυρηνίας της Κύπρου, και το Συναξάριον αυτού. Ταύτα γαρ προεγράφησαν κατά την δευτέραν του Μαρτίου, ότε και εορτάζονται. Η δε του Αγίου Θεοδωρήτου Πρεσβυτέρου Αντιοχείας μνήμη, εορτάζεται κατά την τρίτην του αυτού Μαρτίου.
Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.
Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *
Τῷ αὐτῷ μηνὶ ΙΒ΄, μνήμη τοῦ ἐν Ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν Ἐπιφανίου Ἐπισκόπου Κύπρου.
Φανεὶς Ἐπιφάνιος ἐν Κύπρῳ μέγας,
Κλέος παρ’ αὐτῇ καὶ θανὼν ἔχει μέγα.
Τῇ δὲ δυωδεκάτῃ Ἐπιφάνιον μόρος εἷλεν.
Οὗτος ὁ μέγας καὶ θαυματουργὸς Ἐπιφάνιος, ἦτον κατὰ τοὺς χρόνους Ἀρκαδίου καὶ Ὀνωρίου τῶν βασιλέων, ἐν ἔτει υβ΄ [402]. Ἐκατάγετο δὲ ἀπὸ τὴν χώραν τῆς Φοινίκης, ἐκ τῶν πλησιοχώρων μερῶν τῆς ἐκεῖ Ἐλευθερουπόλεως, υἱὸς γονέων ἐργαζομένων μὲ τὰς ἰδίας χεῖρας, καὶ τὴν γεωργικὴν δουλευόντων. Ἀφ’ οὗ δὲ ἀνετράφη εἰς μικρὸν ὁσπήτιον, ὁποῖον ἦτον τῶν πενήτων καὶ γεωργῶν γονέων του, αὐτὸς μὲ τοὺς ἰδίους του κόπους ἐξέλαμψεν εἰς τὸν κόσμον. Διότι μὲ τὴν κατὰ Θεὸν ἀρετήν του, ἀνέβη ὁ ἀοίδιμος εἰς τὸ ἀκρότατον ὕψος τῆς εὐσεβοῦς καὶ θεαρέστου πολιτείας. Οἱ γὰρ γονεῖς του, ὄντες Ἑβραῖοι, ἀπέμειναν εἰς τὴν σκιὰν καὶ λατρείαν τοῦ νόμου, καὶ δὲν ἐδυνήθηκαν νὰ ἰδοῦν τὸ φῶς τῆς χάριτος τοῦ Εὐαγγελίου. Οὗτος δὲ ὁ μακάριος, ἔδραμεν εἰς τὴν πίστιν τοῦ Χριστοῦ καὶ ἀλήθειαν, λαβὼν ὀλίγην αἰτίαν, ἥτις εἶναι ἡ ἀκόλουθος. Ἕνας ἐνάρετος Κλεόβιος ὀνομαζόμενος, ἰάτρευσε τὴν πληγὴν ὁποῦ εἶχεν ὁ Ἅγιος εἰς τὸ μηρί, τὴν ὁποίαν ἔλαβεν, ἐπειδὴ ἐκρήμνισεν αὐτὸν τὸ γαϊδοῦρι ὁποῦ ἐκαβαλίκευεν, ἀτάκτησε γὰρ αὐτὸ εἰς τὸν δρόμον καὶ ἔπεσε καὶ ἐθανατώθη. Τότε λοιπὸν ὁ Ἅγιος οὗτος, ἔλαβεν εἰς τὴν καρδίαν του κᾄποιους ἀμφιβόλους λογισμοὺς περὶ τοῦ παλαιοῦ Νόμου, ὅθεν δὲν ἐπρόσεχε τόσον πολλὰ εἰς τὴν λατρείαν καὶ φύλαξιν αὐτοῦ. Ὕστερον δέ, ἀνταμώσας ἕνα Μοναχὸν Λουκιανὸν ὀνόματι, καὶ βλέπωντας πῶς αὐτὸς ἔδωκε μὲν τὸ φόρεμά του εἰς ἕνα πτωχόν, ὁποῦ τοῦ ἐζήτει ἐλεημοσύνην, ἐνεδύθη δὲ ἐκ Θεοῦ ἄνωθεν ἕνα ἄσπρον φόρεμα, τοῦτο, λέγω, τὸ θαυμάσιον βλέπωντας ὁ Ἐπιφάνιος, εὐθὺς ἐδέχθη τὴν πίστιν τῶν Χριστιανῶν καὶ ἐβαπτίσθη. Ἀφ’ οὗ δὲ ὁ Ἅγιος ἐβαπτίσθη, ὅσα θαύματα ἐνήργησεν, εἶναι πολλὰ δύσκολον πρᾶγμα νὰ τὰ περιλάβῃ τινὰς μὲ συντομίαν. Διότι τὸ νὰ διηγῆται τινὰς τὸ μῆκος καὶ πλάτος τῶν θαυμασίων τῆς ἐδικῆς του ἱστορίας, εἶναι τὸ ἴδιον, ὡσὰν νὰ δοκιμάζῃ νὰ ἀντλήσῃ τὴν θάλασσαν, μὲ ἕνα σκουτέλι μικρόν. Ὅθεν τόσον μόνον εἶναι ἀναγκαῖον νὰ εἰποῦμεν περὶ τοῦ Ἁγίου τούτου, ὅσα θέλουν ῥηθοῦν παρακάτω.
Ὅταν μὲν γὰρ ἦτον Μοναχός, ἐμεταχειρίζετο, ὡς εἴπομεν, ἀσκητικὴν ζωήν, καὶ ἐνεργοῦσε πλῆθος θαυμάτων καὶ ἰατρείας, τόσον τῶν ψυχῶν, ὅσον καὶ τῶν σωμάτων. Τὰ αὐτὰ δὲ ἐνεργοῦσε καὶ ὅταν ἔγινεν Ἀρχιερεύς. Κοντὰ δὲ εἰς αὐτά, ἐδίδασκε καὶ τὸ ποίμνιόν του μὲ διδασκαλίαν ὀρθόδοξον, καὶ συνέγραφε πλῆθος συγγραμμάτων, διὰ μέσου τῶν ὁποίων, κάθε μὲν βλάσφημος γλῶσσα ἐπεστομίζετο, κάθε δὲ Ἐκκλησία τὴν ὀρθόδοξον πίστιν ἐδιδάσκετο. Ὅθεν διὰ τὸν ζῆλον καὶ ἔνθεον παρρησίαν του, πειρασμοὺς πολλοὺς ὑπέμεινεν ὁ ἀοίδιμος ἀπὸ τοὺς τότε αἱρετικοὺς καὶ κακοδόξους. Ζήσας λοιπὸν χρόνους ἑκατὸν δεκαπέντε, καθὼς αὐτὸς ὁ ἴδιος εἶπε τοῦτο εἰς τὸν βασιλέα Ἀρκάδιον, ὅταν τὸν ἐρώτησε περὶ τούτου, παρέδωκε τὸ πνεῦμά του εἰς τὸν Κύριον, ὅταν ἐγύριζεν ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολιν εἰς Κύπρον τὴν ἐπαρχίαν του, καθὼς ὁ μέγας Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἔγραψεν εἰς αὐτόν, ἤγουν, ὅτι δὲν θέλει φθάσει νὰ ἰδῇ τὸν θρόνον του. Ἐπειδὴ ἀπὸ ἁπλότητα, ἔγινε καὶ ὁ Ἅγιος οὗτος σύμφωνος μὲ ἐκείνους, ὁποῦ ἐξώρισαν τὸν θεῖον Χρυσόστομον. Ἀντέγραψε δὲ καὶ ὁ θεῖος Ἐπιφάνιος εἰς τὸν μέγαν Χρυσόστομον, ὅτι μηδὲ αὐτὸς θέλει φθάσει νὰ ὑπάγῃ εἰς τὸν τόπον ἐκεῖνον, ὁποῦ τὸν ἐξώρισαν. Ὅθεν καὶ τῶν δύω ἐπληρώθη ἡ πρόρρησις. Τελεῖται δὲ ἡ αὐτοῦ Σύναξις ἐν τῷ ἁγιωτάτῳ αὐτοῦ Ναῷ, τῷ εὑρισκομένῳ μέσα εἰς τὸν Ἅγιον Φιλήμονα. (Τὸν κατὰ πλάτος Βίον αὐτοῦ ὅρα εἰς τὸ Νέον Ἐκλόγιον (1).)
(1) Σημείωσαι, ὅτι τὸν Ἅγιον τοῦτον Ἐπιφάνιον ὀνομάζει Πατέρα τῶν Ἐπισκόπων ὁ θεῖος Ἱερώνυμος ἐν τῇ πρὸς Παμμάχιον ἐπιστολῇ. Ἡ δὲ Οἰκουμενικὴ Ἑβδόμη Σύνοδος ἐν τῇ ἕκτῃ πράξει αὐτῆς, Πατέρα καὶ Διδάσκαλον τῆς καθόλου Ἐκκλησίας τοῦτον καλεῖ.
*
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ ἐν Ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν Γερμανοῦ Ἀρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως.
Χαίρειν ἀφεὶς γῆν Γερμανὸς καὶ γῆς θρόνον,
Γῆς Δημιουργοῦ τὸν θρόνον χαίρει βλέπων.
Οὗτος ὁ ἐν Ἁγίοις πατὴρ ἡμῶν Γερμανός, ἦτον μὲν ἐπὶ τῆς βασιλείας Ἀναστασίου τοῦ δευτέρου, διήρκεσε δέ, καὶ ἕως Λέοντος Ἰσαύρου τοῦ εἰκονομάχου ἐν ἔτει ψκ΄ [720]. Υἱὸς Πατρικίου τοῦ Ἰουστινιανοῦ, ἀνθρώπου περιφανοῦς καὶ περιβοήτου κατὰ τὴν ἀρετήν, ὁ ὁποῖος κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Ἡρακλείου, ἐδιοίκησε πολλὰς ἐξουσίας δημοσίας. Ὅθεν καὶ ἐθαύμασαν αὐτὸν διὰ τὴν εὐσέβειάν του, καὶ ἀρετήν, ὅλοι οἱ τοῦ βασιλέως ἄρχοντες. Διὸ καὶ ὁ τοῦ Ἡρακλείου ἔγγονος, ἤτοι Κωνσταντῖνος ὁ Πωγωνάτος, φθονήσας αὐτόν, τὸν ἐθανάτωσε, λέγωντας ὅτι ἐβουλεύθη νὰ σηκωθῇ ἐναντίον τῆς βασιλείας του. Τὸν δὲ υἱόν του τοῦτον Ἅγιον Γερμανόν, εὐνούχισε, καὶ ἐσυναρίθμησεν αὐτὸν μὲ τὸν κλῆρον τῆς ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας. Ὁ δὲ Ἅγιος μεταχειρισθεὶς τὸν παρὰ γνώμην του τοῦτον γενόμενον εὐνουχισμόν, ὡσὰν εὕρεμα κερδαλέον, ἔδωκε τὸν ἑαυτόν του εἰς τὴν μελέτην καὶ θεωρίαν τῶν θείων Γραφῶν. Ὅθεν ἀνέβη ὁ ἀοίδιμος εἰς πολὺ ὕψος θεϊκῆς γνώσεως μὲ τὴν ὀξύτητα τῆς φύσεως ὁποῦ εἶχε, καὶ μὲ τοὺς συχνοὺς κόπους καὶ τὴν ἐπιμέλειάν του, καὶ ἀφ’ οὗ ἐρρύθμισε καλῶς τὴν ζωήν του, πρῶτον μέν, ἐχειροτονήθη Ἐπίσκοπος τῆς Κυζίκου ἐν ἔτει ψιδ΄ [714], ὄχι γενόμενος τὴν μίαν ἡμέραν Διάκονος, καὶ τὴν ἄλλην Ἱερεύς, καὶ τὴν ἄλλην Ἀρχιερεύς, ἀλλὰ μὲ ἀκολουθίαν, καὶ μὲ χρόνον ἀρκετὸν δοκιμάζωντας εἰς κάθε βαθμόν. Ἐπειδὴ δὲ αἱ τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίαι ἐχρειάζοντο τότε ἐπιστασίαν καὶ διοίκησιν φρονίμου τινὸς καὶ γνωστικοῦ ἀνδρός, στολισμένου μὲ λόγον καὶ πρᾶξιν, ὁποῖος ἦτον οὗτος ὁ Ἅγιος, διὰ τοῦτο ἀπὸ τὴν Κύζικον ἀνέβη εἰς τὸν θρόνον τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Τότε λοιπὸν μὲ τὰς πολλάς του διδασκαλίας ἐκατάρτισεν ὁ μακάριος τὸν λαὸν τοῦ Κυρίου, καὶ ἐξήγησε τὰ βαθύτερα καὶ ἀσαφῆ τῆς Γραφῆς νοήματα. Καὶ ἐστόλισε μὲν τὰς Ἐκκλησίας τῶν πιστῶν, μὲ λόγους πανηγυρικοὺς καὶ ἐγκωμιαστικούς. Ἐγλύκανε δὲ μὲ μελῳδίας καὶ ᾄσματα καὶ τροπάρια (2) τὸ σκληρὸν καὶ βαρὺ τῶν ἐν ταῖς ἑορταῖς γινομένων ἀγρυπνιῶν. Λέων δὲ ὁ Ἴσαυρος (ἔφθασε γὰρ ἕως εἰς αὐτὸν ὁ Ἅγιος ὡς εἴπομεν) ἀντὶ νὰ ᾖναι βασιλεὺς καὶ μονάρχης, ἔγινε τύραννος σκληρός, καὶ ἄρχισε νὰ ὁρμᾷ κατὰ τοῦ Θεοῦ, ἤγουν ἐπεχείρησεν ὁ ἀλιτήριος νὰ ἀθετῇ τὰς ἱερὰς καὶ ἁγίας εἰκόνας, αἱ ὁποῖαι παρασταίνουν τὸν μὲ σάρκα πολιτευσάμενον Υἱὸν τοῦ Θεοῦ, καὶ οὔτε μὲ νουθεσίας, οὔτε μὲ ἀποδείξεις τῶν Γραφῶν ἐπείθετο, ὅτι πρέπει νὰ τιμῶνται καὶ νὰ προσκυνῶνται αἱ ῥηθεῖσαι ἅγιαι εἰκόνες. Ὄχι μόνον δὲ τοῦτο ἐποίει, ἀλλὰ ἀκόμη κατέκαυσεν ὁ δυσσεβὴς καὶ τὰ βιβλία, ὁποῦ συνέγραψεν ὁ Ἅγιος οὗτος Γερμανός, διὰ μέσου τῶν ὁποίων ἐπαρασταίνετο μέν, ἡ δύναμις καὶ τὸ κράτος τῆς Ὀρθοδοξίας, ἐλέγχετο δέ, ἡ κακοδοξία τῶν δυσσεβῶν αἱρετικῶν καὶ εἰκονομάχων. Ὅταν λοιπὸν ταῦτα ἠκολούθησαν, τότε ὁ Ἅγιος Γερμανὸς ἐστοχάσθη, ὅτι διδάσκωντας αὐτόν, δὲν κάμνει ἄλλο, πάρεξ λαλεῖ εἰς ἕνα κωφὸν καὶ ἀνόητον καὶ μεθυσμένον ἄνθρωπον ἀπὸ τὴν ἀσέβειαν, καὶ εἰς ἕνα, ὁποῦ δὲν θέλει νὰ ἀνανήψῃ καὶ νὰ διορθωθῇ.
Ὅθεν βαλὼν τὸ ὠμοφόριόν του ἐπάνω εἰς τὴν ἁγίαν Τράπεζαν, ἀνεχώρησεν ἀπὸ τὸ Πατριαρχεῖον, καὶ πηγαίνωντας εἰς τὸν γονικόν του οἶκον, τὸν λεγόμενον τοῦ Πλατανίου, ἐκεῖ ἡσύχαζε. Φθάσας λοιπὸν εἰς χρόνους ἐννενήκοντα, ἤτοι εἰς γῆρας καλὸν καὶ βαθύ, ἐτελείωσεν ὁ μακάριος τὴν ζωήν του καὶ ἀπῆλθε πρὸς Κύριον. Τὸ δὲ ἅγιον αὐτοῦ λείψανον, ὄχι μόνον ὅταν ἐφέρετο διὰ νὰ ἐνταφιασθῇ, ἐλευθέρωσε πολλοὺς ἀπὸ ἀσθενείας διαφόρους, ἀλλὰ καὶ μετὰ τὸν ἐνταφιασμόν του, ἀναβρύει καθ’ ἑκάστην ἰατρείας εἰς τοὺς μετὰ πίστεως αὐτῷ πλησιάζοντας. Ἐνταφιάσθη δὲ αὐτὸ εἰς τὸ εὐαγὲς Μοναστήριον τῆς χώρας. Ἡ δὲ Σύναξις καὶ ἑορτή του τελεῖται ἐν τῇ ἁγιωτάτῃ μεγάλῃ Ἐκκλησίᾳ (3).
(2) Καθὼς τὰ τροπάρια ταῦτα φέρονται ἐπιγεγραμμένα εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Ἁγίου τούτου Γερμανοῦ.
(3) Περὶ τοῦ Ἁγίου Γερμανοῦ καὶ ταῦτα προστίθενται παρὰ Μελετίῳ. Ἤγουν ὅτι ὅταν εὐνουχίσθη, ἦτον περασμένη ἡ ἡλικία ἐκείνη, κατὰ τὴν ὁποίαν εἶναι συνήθεια νὰ γίνεται ὁ εὐνουχισμός. Ὅτι ἔγινε Πατριάρχης, ὄχι ἀπὸ τὸν Πάπαν Γρηγόριον τὸν Β΄ ὡς ψευδῶς λέγουσιν οἱ τοῦ Πάπα κόλακες, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν συναθροισθεῖσαν Σύνοδον ἐπὶ Ἀρτεμίου τοῦ καὶ Ἀναστασίου. Ὅτι ἐπατριάρχευσε χρόνους δεκατέσσαρας καὶ μῆνας πέντε, καὶ ἡμέρας ἑπτά. Καὶ ὅτι ἔγραψε λόγον διηγηματικὸν πρὸς Ἄνθιμον τὸν Διάκονον, περὶ τῶν γενομένων Συνόδων μέχρι τῶν χρόνων αὐτοῦ, καὶ ἄλλα τινά. Σημειοῖ δὲ ὁ Δοσίθεος, σελ. 626 τῆς Δωδεκαβίβλου, ὅτι ὁ Ἅγιος Γερμανὸς ἐξοριζόμενος, ἐπῆρε τὴν εἰκόνα τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ, ἥτις ἦτον ἱστορισμένη διὰ ψηφίδων ἐπάνω εἰς σανίδι, καὶ ἔγραψε μὲ τὸ ἴδιόν του χέρι εἰς χαρτίον τὰ γράμματα ταῦτα· «Διδάσκαλε, σῶσον σεαυτὸν καὶ ἡμᾶς». Ἐκόλλησε δὲ τὸν χάρτην εἰς τὴν εἰκόνα, ἔπειτα ἀφῆκεν αὐτὴν εἰς τὴν θάλασσαν. Ἡ δὲ εἰκὼν ὢ τοῦ θαύματος! ἐστάθη ὀρθία, καὶ διὰ τεσσάρων ἡμερῶν, ἐπῆγεν ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολιν εἰς τὴν Ῥώμην, καὶ ἐκεῖ ἐγνώσθη τῷ Πάπᾳ δι’ ἀποκαλύψεως. Προσθέττει δὲ καὶ τοῦτο, ὅτι οἱ Χριστιανοὶ ἔρριψαν πανταχοῦ ὅλας τὰς εἰκόνας τοῦ βασιλέως Κόνωνος, καὶ μὲ πολλὴν καταφρόνησιν κατεκρήμνιζον αὐτὰς καὶ κατεπάτουν, ἐπειδὴ καὶ ἐκεῖνος ἐξέβαλε τὰς ἁγίας εἰκόνας. Καὶ τοῦτο δὲ ἀκόμη σημειόνοι ὁ ῥηθεὶς Δοσίθεος, σελ. 622 τῆς Δωδεκαβίβλου, ὅτι ὁ Ἅγιος οὗτος Γερμανός, ἦτον ἄνθρωπος ἐνάρετος καὶ προορατικώτατος. Ἐπειδὴ κατὰ τὸν Δαμασκηνὸν Ἰωάννην καὶ τὸν Μεταφραστήν, ὅταν ὁ Ἅγιος Γερμανὸς ἐπήγαινεν εἰς τὸν θρόνον τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἀπάντησεν αὐτὸν ἡ μήτηρ τοῦ Ἁγίου Στεφάνου τοῦ νέου, καὶ ἐβόησεν αὐτῷ λέγουσα· «Εὐλόγησον Δέσποτά μου τὸν καρπόν, ὁποῦ βαστάζω εἰς τὴν κοιλίαν μου». Ὁ δὲ Ἅγιος προβλέπων τὸ μέλλον, ἀπεκρίθη αὐτή· «Εὐλογησάτω αὐτὸν ὁ Κύριος διὰ πρεσβειῶν τοῦ Πρωτομάρτυρος Στεφάνου». Καὶ κατ’ ἐκείνην τὴν ὥραν ἐφάνη αὐτῇ, ὅτι εὐγῆκεν ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ Πατριάρχου μία ἀναμμένη λαμπάδα. Ὅθεν ὅταν ἐγεννήθη τὸ παιδίον, ὠνομάσθη Στέφανος κατὰ τὴν πρόρρησιν τοῦ Ἁγίου, ἡ ὁποία ἐπρομήνυεν ἀκόμη καὶ τὸ μαρτύριον, ὁποῦ ἔμελλε νὰ πάθῃ ὁ Ἅγιος. Ὅρα καὶ εἰς τὸ Νέον Ἐκλόγιον, τὴν φρικτὴν διήγησιν ὁποῦ γράφει ὁ θεῖος οὗτος Γερμανὸς ἐν τῷ περὶ μετανοίας λόγῳ αὐτοῦ, ἤτοι περὶ τοῦ πολλάκις ἁμαρτάνοντος καὶ μετανοοῦντος, εἶτα πάλιν ἁμαρτάνοντος. Ἀγκαλὰ καὶ ἡ διήγησις αὕτη παρὰ τῷ Εὐεργετινῷ ἀναφέρεται εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Ἀμφιλοχίου.
*
Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Ἰωάννης Βλάχος, ὁ ἐν Κωνσταντινουπόλει μαρτυρήσας ἐν ἔτει ͵αχξβ΄ [1662], ἀγχόνῃ τελειοῦται.
Σώφρων ὑπάρχων ὦ Ἰωάννη Βλάχε,
Ἀθλεῖς ἄριστα δι’ ἀγάπην Κυρίου (4).
(4) Τὸ Μαρτύριον αὐτοῦ ὅρα εἰς τὸ Νέον Μαρτυρολόγιον. Σημείωσαι, ὅτι περιττῶς γράφεται ἐδῶ ἡ μνήμη τοῦ Ἀποστόλου Παρμενᾶ ἑνὸς τῶν ἑπτὰ Διακόνων, τῆς Ἁγίας Εὐθαλίας, Κοΐντου τοῦ Θαυματουργοῦ, τοῦ Τρωαδίου, τοῦ Ἀνδρονίκου, τῆς Ἀθανασίας, καὶ Θεοδωρήτου Πρεσβυτέρου Ἀντιοχείας. Ὁμοίως καὶ ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου Θεοδότου Ἐπισκόπου Κυρηνίας τῆς Κύπρου, καὶ τὸ Συναξάριον αὐτοῦ. Ταῦτα γὰρ προεγράφησαν κατὰ τὴν δευτέραν τοῦ Μαρτίου, ὅτε καὶ ἑορτάζονται. Ἡ δὲ τοῦ Ἁγίου Θεοδωρήτου Πρεσβυτέρου Ἀντιοχείας μνήμη, ἑορτάζεται κατὰ τὴν τρίτην τοῦ αὐτοῦ Μαρτίου.
Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.
Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Γ’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *