Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου11 Μαΐου
Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ
Τω αυτώ μηνί ΙΑ’, μνήμη του Αγίου Ιερομάρτυρος Μωκίου.
Μωκώμενόν σε δεισιδαίμονα πλάνην,
Οι δυσσεβείς κτείνουσι Μώκιε ξίφει.
Μώκιος ενδεκάτη κεφαλήν τμήθη αγανόφρων.
Ούτος ο Άγιος ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Διοκλητιανού, εν έτει σπη’ [288], οι δε γονείς αυτού ωνομάζοντο, Ευφράτιος και Ευσταθία, οι οποίοι ήτον ευγενείς και πλούσιοι, καταγόμενοι από την παλαιάν Ρώμην. Ούτος λοιπόν εχρημάτισεν Ιερεύς της εν Αμφιπόλει Εκκλησίας, η οποία Αμφίπολις ευρίσκεται αναμεταξύ εις το Ορφάνι και Πράβι, και ωνομάζετο πρότερον μεν, Εννέα οδοί και Μυρίκη και άλλα ονόματα. Ύστερον δε, ωνομάσθη Χριστούπολις με θρόνον Μητροπόλεως, τώρα όμως είναι έρημος. Όθεν επειδή ήτον Ιερεύς, ακολούθως και επρόσεχε πάντοτε εις το να διδάσκη, κηρύττων τον Χριστόν και παραγγέλλων εις τους ανθρώπους, να απέχουν από την πλάνην των ειδώλων. Εις καιρόν δε οπού ο ανθύπατος Λαοδίκιος επρόσφερε θυσίαν εις τον ψευδοθεόν Διόσκορον, και οι άλλοι ειδωλολάτραι ήτον συναγμένοι, τότε ο Άγιος Μώκιος επήγε και εκρήμνισε τον βωμόν. Όθεν πιασθείς, ωμολόγησε τον Χριστόν Θεόν αληθινόν. Και πρώτον μεν, εκρέμασαν αυτόν, έπειτα δε, εξέσχισαν τους μήνιγγας της κεφαλής του, και τα σιαγόνια και τας πλευράς του. Μετά ταύτα άναψαν ένα καμίνι από πίσσαν και στουππίον και κλήματα, αλλά τόσον πολλά το άναψαν, ώστε οπού η φλόγα ανέβηκεν υψηλά έως επτά πήχεις. Εκεί λοιπόν μέσα έβαλον τον Άγιον. Η δε φλόγα δεχθείσα τον Μάρτυρα, σώον αυτόν διεφύλαξεν. Έβλεπον γαρ οι έξω της καμίνου εστώτες, πως επεριπάτει ο Άγιος εις το μέσον του καμινίου, ομού με τρεις άλλους άνδρας ενδόξους. Το πρόσωπον δε του ενός από τους τρεις, άστραπτε περισσότερον από την λαμπρότητα του καμινίου. Και λοιπόν η φλόγα της καμίνου, εις μεν τον Άγιον, δεν έγγισεν ολότελα, ούτε εις αυτάς τας τρίχας της κεφαλής του. Χυθείσα δε έξω από την κάμινον, κατέκαυσε τον ανθύπατον και εννέα ανθρώπους, οπού είχε μαζί του. Αλλά τόσον πολλά τους κατέκαυσεν, ώστε οπού δεν έμεινεν από τα σώματά των ουδέ παραμικρόν μέρος.
Αφ’ ου δε ευγήκεν ο Άγιος αβλαβής από το καμίνι, εβάλθη εις την φυλακήν από τον πρίγκιπα Θαλάσσιον. Όταν δε επήγεν εκεί άλλος ανθύπατος, τότε εύγαλε τον Μάρτυρα εις εξέτασιν, και επειδή ο Άγιος δεν επείσθη να αρνηθή τον Χριστόν, αλλά μάλλον λαμπρώς τον εκήρυξε, δια τούτο έδεσαν αυτόν επάνω εις δύω τροχούς, από τους οποίους εσυμπατήθη και κατεκόπη ο του Χριστού αθλητής. Ύστερον δε λυτρωθείς παραδόξως από τους τροχούς, ερρίφθη εις τα θηρία δια να τον καταφάγουν, εφυλάχθη όμως και από εκείνα αβλαβής υπό της χάριτος του Θεού. Όθεν όλος ο λαός εφώναζεν, ότι να αφήσουν πλέον τον Άγιον και να μη τον τυραννούν. Τούτου χάριν έστειλεν αυτόν ο ανθύπατος προς τον άρχοντα Φιλιππήσιον, όστις ευρίσκετο εις την Πειρινθούπολιν της Θράκης, η οποία τώρα ονομάζεται Ηράκλεια, και από εκεί έστειλεν αυτόν εις το Βυζάντιον, εκεί δε έλαβεν ο μακάριος την του θανάτου απόφασιν. Όθεν αποκεφαλισθείς ο γενναίος αγωνιστής, ούτως έλαβε παρά Θεού διπλούς τους στεφάνους, και ως Ιερεύς, και ως Μάρτυς Κυρίου. Το δε άγιον αυτού λείψανον, τότε μεν, ενταφιάσθη ένα μίλιον έξω της πόλεως. Ύστερον δε, όταν ο Μέγας Κωνσταντίνος εβασίλευσεν, έκτισε Ναόν εις το όνομα του Αγίου τούτου πολύτιμον και περιφανή και κατά το μεγαλείον και κατά το κάλλος, και εκεί απόθεσε το τίμιον αυτού λείψανον, όπου και η σύναξις και εορτή του τελείται.
*
Τη αυτή ημέρα επιτελείται η ανάμνησις των γενεθλίων, ήτοι εγκαινίων της θεοφυλάκτου και θεομεγαλύντου Κωνσταντινουπόλεως, της εξαιρέτως ανακειμένης τη προστασία της Παναχράντου Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και αειπαρθένου Μαρίας, και υπ’ αυτής διασωζομένης.
Γενεθλίων σων δει με τιμάν ημέραν,
Εν σοι Πόλις τυχόντα των γενεθλίων (1).
Όταν ο Μέγας Κωνσταντίνος ο πρώτος των Χριστιανών βασιλεύς επήρε την πόλιν του Βύζαντος, έκτισεν αυτήν πολλά μεγαλιτέραν από ο,τι ήτον προτίτερα, και αλλάξας το πρότερον όνομά της, μετωνόμασεν εις το εδικόν του όνομα, καλέσας αυτήν, αντί Βυζαντίου, Κωνσταντινούπολιν. Αφ’ ου δε ετελείωσεν όλον το τειχόκαστρον και τα οσπήτια και τας ιεράς Εκκλησίας, αφιέρωσεν αυτήν κατ’ εξαίρετον τρόπον εις την υπερένδοξον ημών Δέσποιναν και αειπάρθενον Θεοτόκον (2). Όθεν ευχαριστών τω Θεώ δια το τοιούτον μεγαλοπρεπές έργον, οπού εκατώρθωσεν, έκαμε λιτανείαν με τον τότε Πατριάρχην και με όλον τον κλήρον και τον λαόν, και ανέβη εις τον φόρον, όπου οι πολίται ανεστήλωσαν τον εδικόν του ανδριάντα, ο οποίος είχε μέσα εις την κεφαλήν τους αγίους ήλους, ήτοι τα καρφία, με τα οποία εκαρφώθη ο Κύριος ημών επάνω εις τον Σταυρόν. Κάτωθεν δε του ανδριάντος ευρίσκοντο τα δώδεκα κοφίνια, τα οποία εδέχθησαν τα περισσεύματα από τους πέντε άρτους, οπού ευλόγησεν ο Χριστός και επλήθυναν. Από τότε λοιπόν παρέλαβεν η του Χριστού Εκκλησία να εορτάζη κατ’ έτος την τοιαύτην εορτήν εις ενθύμησιν.
(1) Εκ τούτου φαίνεται, ότι ο Χριστοφόρος Πατρίκιος ο Μιτυληναίος, των περισσοτέρων στίχων του Συναξαριστού ποιητής, και δη και του παρόντος διστίχου, ούτος λέγω εν Κωνσταντινουπόλει εγεννήθη, των γονέων αυτού εκ Μιτυλήνης όντων.
(2) Δια τούτο και η Κυρία Θεοτόκος κατά διαφόρους καιρούς και τρόπους διεφύλαξεν εκ πολλών κινδύνων την εις αυτήν αφιερωθείσαν πόλιν της Κωνσταντινουπόλεως. Αλλά και κατά τους χρόνους Λέοντος του Ισαύρου, του εν έτει 716 βασιλεύσαντος, εμβήκαν οι Σαρακηνοί ένδον της Κωνσταντινουπόλεως, και επερικύκλωσαν αυτήν χρόνους τρεις. Αλλ’ όμως έφυγον άπρακτοι. Και πολεμούντες δε τοις Βουλγάροις οι αυτοί Σαρακηνοί ενικήθησαν υπό εκείνων, ως ιστορεί τούτο εκ των Λατίνων ο Βέδας, και εκ των Γραικών ο Κεδρηνός και ο Θεοφάνης, όστις λέγει ότι ο στόλος, ήτοι η αρμάδα των Σαρακηνών, ηφανίσθη από τα πυρφόρα καράβια του βασιλέως. Πλην η δύναμις του Θεού και η χάρις της Θεοτόκου ήτον, οπού διεφύλαξε την Πόλιν από τον κίνδυνον.
Διατί αν το κάστρον η Βετυλούα εφυλάχθη από την Ιουδίθ, πόσω μάλλον εφυλάχθη η Κωνσταντινούπολις από την τριπάρθενον και δαβίτιδα Κόρην Μαρίαν, ως λέγει ο Γρηγόριος εν τη προς τον Άγιον Γερμανόν επιστολή; Άδεται δε λόγος, ότι η Αγία εικών της Θεοτόκου επεφέρετο επάνω των τειχών της Πόλεως μετά άκρας ευλαβείας. Όθεν και αυτή υπερασπίζετο την εδικήν της Πόλιν. Επειδή και αυτή η Θεοτόκος, λέγει ως εκ προσώπου της εις το Άσμα των ασμάτων· «Εγώ τείχος, και μαστοί μου ως πύργος» (Άσμ. η’, 10). Εξ εκείνου δε άρχισε να ψάλλεται εις κάθε Εκκλησίαν ο Ακάθιστος Ύμνος. Τόσον δε θανατικόν ηκολούθησε τότε εις τους Σαρακηνούς, ώστε οπού απέθανον διακόσιαι χιλιάδες ανθρώπων. Όθεν εκ τούτου ομού και εκ της πείνας, αναγκάσθησαν και έφυγαν άπρακτοι. (Όρα σελ. 623 της Δωδεκαβίβλου.) Όρα και τον Συναξαριστήν εις την δεκάτην πέμπτην του Αυγούστου.
*
Ο Άγιος Μάρτυς Διόσκουρος (3) ο νέος ξίφει τελειούται.
Παρ’ ημέραν ζην μύθος ην Διοσκόρους,
Διόσκορος δε ζην αεί τμηθείς έχει.
Ούτος ο Άγιος ήτον από την μεγαλόπολιν Σμύρνην, και δια την του Χριστού πίστιν εφέρθη έμπροσθεν εις τον άρχοντα της Σμύρνης. Όθεν επειδή εκήρυξε τον εαυτόν του Χριστιανόν, δια τούτο εβάλθη εις την φυλακήν. Είτα ερωτήθη και δεύτερον, και επειδή επέμενεν εις την αυτήν πίστιν, επρόσταξεν ο άρχων και τον απεκεφάλισαν, και ούτως έλαβεν ο μακάριος του μαρτυρίου τον στέφανον.
(3) Εν δε τοις Μηναίοις και τω τετυπωμένω Συναξαριστή Διοσκορίδης γράφεται. Ίσως ως υποκοριστικόν, καθ’ ο ούτος ήτον μικρότερος και νεώτερος Διόσκορος, ως γράφεται εν τω χειρογράφω Συναξαριστή, προς διαφοράν του παλαιοτέρου Μάρτυρος Διοσκόρου, όστις εορτάζεται κατά την δεκάτην τρίτην του Οκτωβρίου.
*
Του Αγίου Νεομάρτυρος Αργυρού του Θεσσαλονικέως, αθλήσαντος εν έτει 1806 (4).
(4) Το Μαρτύριον τούτου όρα εις το Νέον Λειμωνάριον.
Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *
Τῷ αὐτῷ μηνὶ ΙΑ΄, μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἱερομάρτυρος Μωκίου.
Μωκώμενόν σε δεισιδαίμονα πλάνην,
Οἱ δυσσεβεῖς κτείνουσι Μώκιε ξίφει.
Μώκιος ἑνδεκάτῃ κεφαλὴν τμήθη ἀγανόφρων.
Οὗτος ὁ Ἅγιος ἦτον κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Διοκλητιανοῦ, ἐν ἔτει σπη΄ [288], οἱ δὲ γονεῖς αὐτοῦ ὠνομάζοντο, Εὐφράτιος καὶ Εὐσταθία, οἱ ὁποῖοι ἦτον εὐγενεῖς καὶ πλούσιοι, καταγόμενοι ἀπὸ τὴν παλαιὰν Ῥώμην. Οὗτος λοιπὸν ἐχρημάτισεν Ἱερεὺς τῆς ἐν Ἀμφιπόλει Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία Ἀμφίπολις εὑρίσκεται ἀναμεταξὺ εἰς τὸ Ὀρφάνι καὶ Πράβι, καὶ ὠνομάζετο πρότερον μέν, Ἐννέα ὁδοὶ καὶ Μυρίκη καὶ ἄλλα ὀνόματα. Ὕστερον δέ, ὠνομάσθη Χριστούπολις μὲ θρόνον Μητροπόλεως, τώρα ὅμως εἶναι ἔρημος. Ὅθεν ἐπειδὴ ἦτον Ἱερεύς, ἀκολούθως καὶ ἐπρόσεχε πάντοτε εἰς τὸ νὰ διδάσκῃ, κηρύττων τὸν Χριστὸν καὶ παραγγέλλων εἰς τοὺς ἀνθρώπους, νὰ ἀπέχουν ἀπὸ τὴν πλάνην τῶν εἰδώλων. Εἰς καιρὸν δὲ ὁποῦ ὁ ἀνθύπατος Λαοδίκιος ἐπρόσφερε θυσίαν εἰς τὸν ψευδοθεὸν Διόσκορον, καὶ οἱ ἄλλοι εἰδωλολάτραι ἦτον συναγμένοι, τότε ὁ Ἅγιος Μώκιος ἐπῆγε καὶ ἐκρήμνισε τὸν βωμόν. Ὅθεν πιασθείς, ὡμολόγησε τὸν Χριστὸν Θεὸν ἀληθινόν. Καὶ πρῶτον μέν, ἐκρέμασαν αὐτόν, ἔπειτα δέ, ἐξέσχισαν τοὺς μήνιγγας τῆς κεφαλῆς του, καὶ τὰ σιαγόνια καὶ τὰς πλευράς του. Μετὰ ταῦτα ἄναψαν ἕνα καμίνι ἀπὸ πίσσαν καὶ στουππίον καὶ κλήματα, ἀλλὰ τόσον πολλὰ τὸ ἄναψαν, ὥστε ὁποῦ ἡ φλόγα ἀνέβηκεν ὑψηλὰ ἕως ἑπτὰ πήχεις. Ἐκεῖ λοιπὸν μέσα ἔβαλον τὸν Ἅγιον. Ἡ δὲ φλόγα δεχθεῖσα τὸν Μάρτυρα, σῷον αὐτὸν διεφύλαξεν. Ἔβλεπον γὰρ οἱ ἔξω τῆς καμίνου ἑστῶτες, πῶς ἐπεριπάτει ὁ Ἅγιος εἰς τὸ μέσον τοῦ καμινίου, ὁμοῦ μὲ τρεῖς ἄλλους ἄνδρας ἐνδόξους. Τὸ πρόσωπον δὲ τοῦ ἑνὸς ἀπὸ τοὺς τρεῖς, ἄστραπτε περισσότερον ἀπὸ τὴν λαμπρότητα τοῦ καμινίου. Καὶ λοιπὸν ἡ φλόγα τῆς καμίνου, εἰς μὲν τὸν Ἅγιον, δὲν ἔγγισεν ὁλότελα, οὔτε εἰς αὐτὰς τὰς τρίχας τῆς κεφαλῆς του. Χυθεῖσα δὲ ἔξω ἀπὸ τὴν κάμινον, κατέκαυσε τὸν ἀνθύπατον καὶ ἐννέα ἀνθρώπους, ὁποῦ εἶχε μαζί του. Ἀλλὰ τόσον πολλὰ τοὺς κατέκαυσεν, ὥστε ὁποῦ δὲν ἔμεινεν ἀπὸ τὰ σώματά των οὐδὲ παραμικρὸν μέρος.
Ἀφ’ οὗ δὲ εὐγῆκεν ὁ Ἅγιος ἀβλαβὴς ἀπὸ τὸ καμίνι, ἐβάλθη εἰς τὴν φυλακὴν ἀπὸ τὸν πρίγκιπα Θαλάσσιον. Ὅταν δὲ ἐπῆγεν ἐκεῖ ἄλλος ἀνθύπατος, τότε εὔγαλε τὸν Μάρτυρα εἰς ἐξέτασιν, καὶ ἐπειδὴ ὁ Ἅγιος δὲν ἐπείσθη νὰ ἀρνηθῇ τὸν Χριστόν, ἀλλὰ μᾶλλον λαμπρῶς τὸν ἐκήρυξε, διὰ τοῦτο ἔδεσαν αὐτὸν ἐπάνω εἰς δύω τροχούς, ἀπὸ τοὺς ὁποίους ἐσυμπατήθη καὶ κατεκόπη ὁ τοῦ Χριστοῦ ἀθλητής. Ὕστερον δὲ λυτρωθεὶς παραδόξως ἀπὸ τοὺς τροχούς, ἐρρίφθη εἰς τὰ θηρία διὰ νὰ τὸν καταφάγουν, ἐφυλάχθη ὅμως καὶ ἀπὸ ἐκεῖνα ἀβλαβὴς ὑπὸ τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ. Ὅθεν ὅλος ὁ λαὸς ἐφώναζεν, ὅτι νὰ ἀφήσουν πλέον τὸν Ἅγιον καὶ νὰ μὴ τὸν τυραννοῦν. Τούτου χάριν ἔστειλεν αὐτὸν ὁ ἀνθύπατος πρὸς τὸν ἄρχοντα Φιλιππήσιον, ὅστις εὑρίσκετο εἰς τὴν Πειρινθούπολιν τῆς Θρᾴκης, ἡ ὁποία τώρα ὀνομάζεται Ἡράκλεια, καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ἔστειλεν αὐτὸν εἰς τὸ Βυζάντιον, ἐκεῖ δὲ ἔλαβεν ὁ μακάριος τὴν τοῦ θανάτου ἀπόφασιν. Ὅθεν ἀποκεφαλισθεὶς ὁ γενναῖος ἀγωνιστής, οὕτως ἔλαβε παρὰ Θεοῦ διπλοῦς τοὺς στεφάνους, καὶ ὡς Ἱερεύς, καὶ ὡς Μάρτυς Κυρίου. Τὸ δὲ ἅγιον αὐτοῦ λείψανον, τότε μέν, ἐνταφιάσθη ἕνα μίλιον ἔξω τῆς πόλεως. Ὕστερον δέ, ὅταν ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος ἐβασίλευσεν, ἔκτισε Ναὸν εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Ἁγίου τούτου πολύτιμον καὶ περιφανῆ καὶ κατὰ τὸ μεγαλεῖον καὶ κατὰ τὸ κάλλος, καὶ ἐκεῖ ἀπόθεσε τὸ τίμιον αὐτοῦ λείψανον, ὅπου καὶ ἡ σύναξις καὶ ἑορτή του τελεῖται.
*
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ ἐπιτελεῖται ἡ ἀνάμνησις τῶν γενεθλίων, ἤτοι ἐγκαινίων τῆς θεοφυλάκτου καὶ θεομεγαλύντου Κωνσταντινουπόλεως, τῆς ἐξαιρέτως ἀνακειμένης τῇ προστασίᾳ τῆς Παναχράντου Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καὶ ἀειπαρθένου Μαρίας, καὶ ὑπ’ αὐτῆς διασῳζομένης.
Γενεθλίων σῶν δεῖ με τιμᾶν ἡμέραν,
Ἐν σοὶ Πόλις τυχόντα τῶν γενεθλίων (1).
Ὅταν ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος ὁ πρῶτος τῶν Χριστιανῶν βασιλεὺς ἐπῆρε τὴν πόλιν τοῦ Βύζαντος, ἔκτισεν αὐτὴν πολλὰ μεγαλιτέραν ἀπὸ ὅ,τι ἦτον προτίτερα, καὶ ἀλλάξας τὸ πρότερον ὄνομά της, μετωνόμασεν εἰς τὸ ἐδικόν του ὄνομα, καλέσας αὐτήν, ἀντὶ Βυζαντίου, Κωνσταντινούπολιν. Ἀφ’ οὗ δὲ ἐτελείωσεν ὅλον τὸ τειχόκαστρον καὶ τὰ ὁσπήτια καὶ τὰς ἱερὰς Ἐκκλησίας, ἀφιέρωσεν αὐτὴν κατ’ ἐξαίρετον τρόπον εἰς τὴν ὑπερένδοξον ἡμῶν Δέσποιναν καὶ ἀειπάρθενον Θεοτόκον (2). Ὅθεν εὐχαριστῶν τῷ Θεῷ διὰ τὸ τοιοῦτον μεγαλοπρεπὲς ἔργον, ὁποῦ ἐκατώρθωσεν, ἔκαμε λιτανείαν μὲ τὸν τότε Πατριάρχην καὶ μὲ ὅλον τὸν κλῆρον καὶ τὸν λαόν, καὶ ἀνέβη εἰς τὸν φόρον, ὅπου οἱ πολῖται ἀνεστήλωσαν τὸν ἐδικόν του ἀνδριάντα, ὁ ὁποῖος εἶχε μέσα εἰς τὴν κεφαλὴν τοὺς ἁγίους ἥλους, ἤτοι τὰ καρφία, μὲ τὰ ὁποῖα ἐκαρφώθη ὁ Κύριος ἡμῶν ἐπάνω εἰς τὸν Σταυρόν. Κάτωθεν δὲ τοῦ ἀνδριάντος εὑρίσκοντο τὰ δώδεκα κοφίνια, τὰ ὁποῖα ἐδέχθησαν τὰ περισσεύματα ἀπὸ τοὺς πέντε ἄρτους, ὁποῦ εὐλόγησεν ὁ Χριστὸς καὶ ἐπλήθυναν. Ἀπὸ τότε λοιπὸν παρέλαβεν ἡ τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία νὰ ἑορτάζῃ κατ’ ἔτος τὴν τοιαύτην ἑορτὴν εἰς ἐνθύμησιν.
(1) Ἐκ τούτου φαίνεται, ὅτι ὁ Χριστοφόρος Πατρίκιος ὁ Μιτυληναῖος, τῶν περισσοτέρων στίχων τοῦ Συναξαριστοῦ ποιητής, καὶ δὴ καὶ τοῦ παρόντος διστίχου, οὗτος λέγω ἐν Κωνσταντινουπόλει ἐγεννήθη, τῶν γονέων αὐτοῦ ἐκ Μιτυλήνης ὄντων.
(2) Διὰ τοῦτο καὶ ἡ Κυρία Θεοτόκος κατὰ διαφόρους καιροὺς καὶ τρόπους διεφύλαξεν ἐκ πολλῶν κινδύνων τὴν εἰς αὐτὴν ἀφιερωθεῖσαν πόλιν τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Ἀλλὰ καὶ κατὰ τοὺς χρόνους Λέοντος τοῦ Ἰσαύρου, τοῦ ἐν ἔτει 716 βασιλεύσαντος, ἐμβῆκαν οἱ Σαρακηνοὶ ἔνδον τῆς Κωνσταντινουπόλεως, καὶ ἐπερικύκλωσαν αὐτὴν χρόνους τρεῖς. Ἀλλ’ ὅμως ἔφυγον ἄπρακτοι. Καὶ πολεμοῦντες δὲ τοῖς Βουλγάροις οἱ αὐτοὶ Σαρακηνοὶ ἐνικήθησαν ὑπὸ ἐκείνων, ὡς ἱστορεῖ τοῦτο ἐκ τῶν Λατίνων ὁ Βέδας, καὶ ἐκ τῶν Γραικῶν ὁ Κεδρηνὸς καὶ ὁ Θεοφάνης, ὅστις λέγει ὅτι ὁ στόλος, ἤτοι ἡ ἁρμάδα τῶν Σαρακηνῶν, ἠφανίσθη ἀπὸ τὰ πυρφόρα καράβια τοῦ βασιλέως. Πλὴν ἡ δύναμις τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ χάρις τῆς Θεοτόκου ἦτον, ὁποῦ διεφύλαξε τὴν Πόλιν ἀπὸ τὸν κίνδυνον.
Διατὶ ἂν τὸ κάστρον ἡ Βετυλούα ἐφυλάχθη ἀπὸ τὴν Ἰουδίθ, πόσῳ μᾶλλον ἐφυλάχθη ἡ Κωνσταντινούπολις ἀπὸ τὴν τριπάρθενον καὶ δαβίτιδα Κόρην Μαρίαν, ὡς λέγει ὁ Γρηγόριος ἐν τῇ πρὸς τὸν Ἅγιον Γερμανὸν ἐπιστολῇ; ᾌδεται δὲ λόγος, ὅτι ἡ Ἁγία εἰκὼν τῆς Θεοτόκου ἐπεφέρετο ἐπάνω τῶν τειχῶν τῆς Πόλεως μετὰ ἄκρας εὐλαβείας. Ὅθεν καὶ αὐτὴ ὑπερασπίζετο τὴν ἐδικήν της Πόλιν. Ἐπειδὴ καὶ αὐτὴ ἡ Θεοτόκος, λέγει ὡς ἐκ προσώπου της εἰς τὸ ᾎσμα τῶν ᾀσμάτων· «Ἐγὼ τεῖχος, καὶ μαστοί μου ὡς πύργος» (ᾎσμ. η΄, 10). Ἐξ ἐκείνου δὲ ἄρχισε νὰ ψάλλεται εἰς κάθε Ἐκκλησίαν ὁ Ἀκάθιστος Ὕμνος. Τόσον δὲ θανατικὸν ἠκολούθησε τότε εἰς τοὺς Σαρακηνούς, ὥστε ὁποῦ ἀπέθανον διακόσιαι χιλιάδες ἀνθρώπων. Ὅθεν ἐκ τούτου ὁμοῦ καὶ ἐκ τῆς πείνας, ἀναγκάσθησαν καὶ ἔφυγαν ἄπρακτοι. (Ὅρα σελ. 623 τῆς Δωδεκαβίβλου.) Ὅρα καὶ τὸν Συναξαριστὴν εἰς τὴν δεκάτην πέμπτην τοῦ Αὐγούστου.
*
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Διόσκουρος (3) ὁ νέος ξίφει τελειοῦται.
Παρ’ ἡμέραν ζῆν μῦθος ἦν Διοσκόρους,
Διόσκορος δὲ ζῆν ᾀεὶ τμηθεὶς ἔχει.
Οὗτος ὁ Ἅγιος ἦτον ἀπὸ τὴν μεγαλόπολιν Σμύρνην, καὶ διὰ τὴν τοῦ Χριστοῦ πίστιν ἐφέρθη ἔμπροσθεν εἰς τὸν ἄρχοντα τῆς Σμύρνης. Ὅθεν ἐπειδὴ ἐκήρυξε τὸν ἑαυτόν του Χριστιανόν, διὰ τοῦτο ἐβάλθη εἰς τὴν φυλακήν. Εἶτα ἐρωτήθη καὶ δεύτερον, καὶ ἐπειδὴ ἐπέμενεν εἰς τὴν αὐτὴν πίστιν, ἐπρόσταξεν ὁ ἄρχων καὶ τὸν ἀπεκεφάλισαν, καὶ οὕτως ἔλαβεν ὁ μακάριος τοῦ μαρτυρίου τὸν στέφανον.
(3) Ἐν δὲ τοῖς Μηναίοις καὶ τῷ τετυπωμένῳ Συναξαριστῇ Διοσκορίδης γράφεται. Ἴσως ὡς ὑποκοριστικόν, καθ’ ὃ οὗτος ἦτον μικρότερος καὶ νεώτερος Διόσκορος, ὡς γράφεται ἐν τῷ χειρογράφῳ Συναξαριστῇ, πρὸς διαφορὰν τοῦ παλαιοτέρου Μάρτυρος Διοσκόρου, ὅστις ἑορτάζεται κατὰ τὴν δεκάτην τρίτην τοῦ Ὀκτωβρίου.
*
Τοῦ Ἁγίου Νεομάρτυρος Ἀργυροῦ τοῦ Θεσσαλονικέως, ἀθλήσαντος ἐν ἔτει 1806 (4).
(4) Τὸ Μαρτύριον τούτου ὅρα εἰς τὸ Νέον Λειμωνάριον.
Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.
Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Γ’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *