Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου4 Μαΐου
Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ
Τω αυτώ μηνί Δ’, μνήμη της Αγίας Μάρτυρος Πελαγίας τής από Ταρσού.
Βοός το χαλκούργημα πυρ φανέν φλέγον,
Βληθείσαν ένδον την Πελαγίαν φλέγει.
Αμφί τετάρτη Πελαγίη καύθη βοί χαλκώ.
Αύτη η Αγία ήτον κατά τους χρόνους Διοκλητιανού του βασιλέως εν έτει σπη’ [288], καταγομένη μεν, από την Ταρσόν της Κιλικίας, κατοικούσα δε, εις την Ρώμην. Επειδή δε ο Ρώμης Επίσκοπος Λίνος (1) εβάπτιζε πολλούς Έλληνας, δια τούτο η Αγία αύτη βλέπει εις το όνειρόν της τον χαρακτήρα του ρηθέντος Επισκόπου, όστις επαρακάλει αυτήν δια να την βαπτίση. Εξυπνήσασα δε, εκατάλαβε το όραμα, όθεν ζητήσασα από την μητέρα της άδειαν, τάχα πως έχει να υπάγη εις την ανατροφόν και παραμάναν της, επήγεν εις τον Επίσκοπον και εβαπτίσθη. Είτα έδωκεν εις αυτόν την πολύτιμον αυτής φορεσίαν, δια να την μοιράση εις τους πτωχούς. Αυτή δε πηγαίνουσα εις την ανατροφόν της με τα ταπεινά φορέματα, οπού εφόρεσεν εκ του Αγίου Βαπτίσματος, δεν εδέχθη από αυτήν. Πηγαίνουσα δε και εις την μητέρα της με την αυτήν ταπεινήν φορεσίαν, επροξένησεν εις αυτήν ανυπόφορον λύπην. Επειδή δε η μήτηρ της επαρακίνει μεν αυτήν να αλλάξη τα φορέματα εκείνα, και να αρνηθή τον Χριστόν, δεν εδυνήθη δε να την καταπείση, δια τούτο εφανέρωσε την υπόθεσιν εις τον υιόν του Διοκλητιανού, όστις είχε την αρραβωνισθή. Εκείνος δε λυπηθείς υπερβολικώς, διατί η Πελαγία αθέτησε τον προς αυτόν έρωτα, εφόνευσε μόνος τον εαυτόν του. Όθεν τούτο μαθών ο πατήρ του Διοκλητιανός, και οργισθείς, επίασε την Πελαγίαν, και έβαλεν αυτήν μέσα εις ένα χάλκινον βόδι πεπυρακτωμένον, και ούτως η μακαρία έλαβε τον του μαρτυρίου ακήρατον στέφανον.
(1) Ο Λίνος ούτος εορτάζεται κατά την πέμπτην του Νοεμβρίου, και εχρημάτισε πρώτος της Ρώμης Επίσκοπος, και όρα εκεί.
*
Τη αυτή ημέρα μνήμη του Οσίου πατρός ημών Ιλαρίου (2) του Θαυματουργού.
Έγνων τον Ιλάριον ιλαρόν φύσει,
Ος θαυματουργεί καν τάφω τεθειμένος.
Ούτος ο Άγιος εκ νεαράς του ηλικίας, τον Σταυρόν του Κυρίου σηκώσας εις τους ώμους του, ηκολούθησε τω σταυρωθέντι, και επειδή υπέταξε τα πάθη της σαρκός εις το πνεύμα και την ψυχήν, δια τούτο επλούτησε παρά Θεού την χάριν των ιαμάτων. Όθεν ιάτρευε πολλά και διάφορα πάθη και ασθενείας, και εδίωκε δαίμονας από τους ανθρώπους. Μετά ταύτα έκλεισε τον εαυτόν του μέσα εις ένα καλυβάκι στενώτατον, και εζούσεν έξω από κάθε ταραχήν και θόρυβον. Όθεν λαμπρυνθείς με την απάθειαν, εδέχθη το θείον της ιερωσύνης αξίωμα. Ούτος ο Άγιος πληγήν χαλάζης κατέπαυσε, τα ζώα οπού έβλαπτον τα σπέρματα και γεννήματα, εδίωξε, την γην ξηράν ούσαν από ανομβρίαν, με βροχήν επότισε, ρεύματα ποταμού, ως ο Ελισσαίος και Ηλίας, διέσχισε και απέρασε, ξηρόν χέρι ενός Χριστιανού, ιάτρευσεν, και κουτζών και παραλύτων τους πόδας και τα μέλη, ανώρθωσε και εστερέωσε, και άλλα δε πολλά ποιήσας θαύματα, ανεπαύθη εν Κυρίω.
(2) Εν δε τοις τετυπωμένοις Μηναίοις, Ιλαρίωνος γράφεται ουκ ορθώς.
*
Ο Όσιος πατήρ ημών Νικηφόρος, ο ηγούμενος Μονής του Μηδικίου, εν ειρήνη τελειούται.
Της αρετής το θείον ήρατο στέφος,
Ο θείος αρθείς εκ βίου Νικηφόρος.
Ούτος ο Όσιος Νικηφόρος ήτον κατά τους καιρούς των εικονομάχων. Επειδή δε εκ βρέφους ηγάπησε τον Χριστόν, δια τούτο βλέπων την ρηθείσαν αίρεσιν των εικονομάχων αυξανομένην, αφήκε τον κόσμον και τα εν κόσμω και έγινε Μοναχός. Όθεν ανεχώρησεν εις τα βουνά και ησύχαζε, καταγινόμενος εις νηστείας και αγρυπνίας, και προσευχόμενος τω Θεώ, δια την ειρηνικήν κατάστασιν όλης της οικουμένης. Αφ’ ου δε εγαληνίασεν ολίγον η αίρεσις της εικονομαχίας, με πολλάς παρακαλέσεις των Μοναχών έγινεν ηγούμενος του Μοναστηρίου του Μηδικίου, το οποίον ευρίσκεται κοντά εις τα Μουντανία. Επειδή δε πάλιν η αίρεσις αύτη ανεκαινίσθη και αύξησε, δια μέσου του δυσσεβούς Λέοντος του Αρμενίου εν έτει ωιδ’ [814], δια τούτο εξωρίσθη και ούτος ο Άγιος από το Μοναστήριόν του, ως προσκυνητής των αγίων εικόνων, και ως ακολουθών εις τας παραδόσεις και διατάξεις των Αγίων Αποστόλων, και των θείων Πατέρων. Και αφ’ ου κατεδικάσθη με πικράς εξορίας, απεκλείσθη μέσα εις μίαν σκοτεινοτάτην φυλακήν. Εκεί λοιπόν καταβαλών την ψυχόλεθρον αίρεσιν ως στερρός αγωνιστής, απήλθε προς τον Χριστόν, τον οποίον επόθησεν ο αοίδιμος (3).
(3) Περιττώς γράφεται εδώ η μνήμη και το Συναξάριον, τόσον του Νικήτα Πρεσβυτέρου Ηγουμένου Μονής του Μηδικίου, όσον και Ιωάννου Πρεσβυτέρου του Παλαιολαυρίτου, παρά τω τετυπωμένω Συναξαριστή και τοις Μηναίοις. Του μεν γαρ Νικήτα η μνήμη και το Συναξάριον, εγράφη κατά την τρίτην του Απριλλίου. Του δε Ιωάννου, εγράφη κατά την εικοστήν του αυτού Απριλλίου και η μνήμη και το Συναξάριον.
*
Ο Όσιος Νικηφόρος, ο ησυχάσας εν τοις ερημικωτέροις χωρίοις του Άθω, ο συγγράψας την σοφήν μέθοδον περί νοεράς προσευχής, κειμένην εν σελ. 869 της Φιλοκαλίας, εν ειρήνη τελειούται.
Σοι χάριν ίσμεν ω πάτερ Νικηφόρε,
Τέχνης προσευχής, ην αφήκας τω βίω.
*
Μνήμη του Οσίου πατρός ημών Αθανασίου Επισκόπου Κορίνθου, ος κεκοίμηται επί των ημερών της βασιλείας Βασιλείου και Κωνσταντίνου, εν έτει Ϡνζ’, ήτοι 957.
Αθανασίω προσφέρειν αίνον πρέπον.
Αξίαν αίνου αρετήν γαρ είλετο.
*
Μνήμη των Αγίων πατέρων Αφροδισίου, Λεοντίου, Αντωνίνου, Μέλους (4), Ουαλλεριανού, και Μακροβίου, και του πλήθους των συν αυτοίς εν Σκυθοπόλει μαρτυρησάντων. Τελείται δε η αυτών σύναξις εν τω σεπτώ Ναώ του Αγίου και πανευφήμου Αποστόλου Ιακώβου αδελφού του Κυρίου, τω όντι ένδον του σεβασμίου οίκου της Ύπεραγίας Δεσποίνης ημών Θεοτόκου εν τοις Χαλκοπρατείοις.
Εις τον Αφροδίσιον.
Τις ούτος ο τράχηλον εκτείνων ξίφει;
Αφροδίσιος, Αφροδίσιος λέγει.
Εις τον Λεόντιον, Αντωνίνον και Μέλη.
Ο Λεόντιος και συναθληταί δύω,
Λέοντες οίον έδραμον προς το ξίφος.
Εις τον Ουαλλεριανόν και Μακρόβιον.
Υπέρ κεφαλάς Μαρτύρων αρθέν δύω,
Αθλητικήν έπηξε πυρ αυτοίς στέγην.
(4) Εν δε τω Συναξαριστή της Μονής του Διονυσίου, Μελδά γράφεται.
*
Η ανάμνησις της ανακομιδής των λειψάνων του Αγίου Λαζάρου του φίλου του Χριστού, και της μυροφόρου Μαρίας της Μαγδαληνής, γενομένης επί Λέοντος του φιλοσόφου και φιλοχρίστου εν έτει ωϞ’ [890]. Τελείται δε η αυτών Σύναξις εν τη ευαγεστάτη Μονή τη παρά του αυτού βασιλέως επ’ ονόματι του Αγίου Λαζάρου συστάση. Συνεορτάζεται δε και τα εγκαίνια της εν τη Μονή Αγίας Εκκλησίας (5).
Εις την Μαγδαληνήν.
Συ και νεκρά ζης· ει σιγάς δε τη πόλει,
Έχει τις ως πριν έκστασίς σε Μαρία.
Εις την εν Κωνσταντινουπόλει κατάθεσιν του λειψάνου της αυτής Αγίας μυροφόρου Μαρίας της Μαγδαληνής.
Φάσκει, «ραβουνί», Μαρία Χριστώ πάλιν.
Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.
Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *
Τῷ αὐτῷ μηνὶ Δ΄, μνήμη τῆς Ἁγίας Μάρτυρος Πελαγίας τῆς ἀπὸ Ταρσοῦ.
Βοὸς τὸ χαλκούργημα πῦρ φανὲν φλέγον,
Βληθεῖσαν ἔνδον τὴν Πελαγίαν φλέγει.
Ἀμφὶ τετάρτῃ Πελαγίη καύθη βοῒ χαλκῷ.
Αὕτη ἡ Ἁγία ἦτον κατὰ τοὺς χρόνους Διοκλητιανοῦ τοῦ βασιλέως ἐν ἔτει σπη΄ [288], καταγομένη μέν, ἀπὸ τὴν Ταρσὸν τῆς Κιλικίας, κατοικοῦσα δέ, εἰς τὴν Ῥώμην. Ἐπειδὴ δὲ ὁ Ῥώμης Ἐπίσκοπος Λῖνος (1) ἐβάπτιζε πολλοὺς Ἕλληνας, διὰ τοῦτο ἡ Ἁγία αὕτη βλέπει εἰς τὸ ὄνειρόν της τὸν χαρακτῆρα τοῦ ῥηθέντος Ἐπισκόπου, ὅστις ἐπαρακάλει αὐτὴν διὰ νὰ τὴν βαπτίσῃ. Ἐξυπνήσασα δέ, ἐκατάλαβε τὸ ὅραμα, ὅθεν ζητήσασα ἀπὸ τὴν μητέρα της ἄδειαν, τάχα πῶς ἔχει νὰ ὑπάγῃ εἰς τὴν ἀνατροφὸν καὶ παραμάναν της, ἐπῆγεν εἰς τὸν Ἐπίσκοπον καὶ ἐβαπτίσθη. Εἶτα ἔδωκεν εἰς αὐτὸν τὴν πολύτιμον αὑτῆς φορεσίαν, διὰ νὰ τὴν μοιράσῃ εἰς τοὺς πτωχούς. Αὐτὴ δὲ πηγαίνουσα εἰς τὴν ἀνατροφόν της μὲ τὰ ταπεινὰ φορέματα, ὁποῦ ἐφόρεσεν ἐκ τοῦ Ἁγίου Βαπτίσματος, δὲν ἐδέχθη ἀπὸ αὐτήν. Πηγαίνουσα δὲ καὶ εἰς τὴν μητέρα της μὲ τὴν αὐτὴν ταπεινὴν φορεσίαν, ἐπροξένησεν εἰς αὐτὴν ἀνυπόφορον λύπην. Ἐπειδὴ δὲ ἡ μήτηρ της ἐπαρακίνει μὲν αὐτὴν νὰ ἀλλάξῃ τὰ φορέματα ἐκεῖνα, καὶ νὰ ἀρνηθῇ τὸν Χριστόν, δὲν ἐδυνήθη δὲ νὰ τὴν καταπείσῃ, διὰ τοῦτο ἐφανέρωσε τὴν ὑπόθεσιν εἰς τὸν υἱὸν τοῦ Διοκλητιανοῦ, ὅστις εἶχε τὴν ἀρραβωνισθῆ. Ἐκεῖνος δὲ λυπηθεὶς ὑπερβολικῶς, διατὶ ἡ Πελαγία ἀθέτησε τὸν πρὸς αὐτὸν ἔρωτα, ἐφόνευσε μόνος τὸν ἑαυτόν του. Ὅθεν τοῦτο μαθὼν ὁ πατήρ του Διοκλητιανός, καὶ ὀργισθείς, ἐπίασε τὴν Πελαγίαν, καὶ ἔβαλεν αὐτὴν μέσα εἰς ἕνα χάλκινον βόδι πεπυρακτωμένον, καὶ οὕτως ἡ μακαρία ἔλαβε τὸν τοῦ μαρτυρίου ἀκήρατον στέφανον.
(1) Ὁ Λῖνος οὗτος ἑορτάζεται κατὰ τὴν πέμπτην τοῦ Νοεμβρίου, καὶ ἐχρημάτισε πρῶτος τῆς Ῥώμης Ἐπίσκοπος, καὶ ὅρα ἐκεῖ.
*
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ Ὁσίου πατρὸς ἡμῶν Ἱλαρίου (2) τοῦ Θαυματουργοῦ.
Ἔγνων τὸν Ἱλάριον ἱλαρὸν φύσει,
Ὃς θαυματουργεῖ κᾂν τάφῳ τεθειμένος.
Οὗτος ὁ Ἅγιος ἐκ νεαρᾶς του ἡλικίας, τὸν Σταυρὸν τοῦ Κυρίου σηκώσας εἰς τοὺς ὤμους του, ἠκολούθησε τῷ σταυρωθέντι, καὶ ἐπειδὴ ὑπέταξε τὰ πάθη τῆς σαρκὸς εἰς τὸ πνεῦμα καὶ τὴν ψυχήν, διὰ τοῦτο ἐπλούτησε παρὰ Θεοῦ τὴν χάριν τῶν ἰαμάτων. Ὅθεν ἰάτρευε πολλὰ καὶ διάφορα πάθη καὶ ἀσθενείας, καὶ ἐδίωκε δαίμονας ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους. Μετὰ ταῦτα ἔκλεισε τὸν ἑαυτόν του μέσα εἰς ἕνα καλυβάκι στενώτατον, καὶ ἐζοῦσεν ἔξω ἀπὸ κάθε ταραχὴν καὶ θόρυβον. Ὅθεν λαμπρυνθεὶς μὲ τὴν ἀπάθειαν, ἐδέχθη τὸ θεῖον τῆς ἱερωσύνης ἀξίωμα. Οὗτος ὁ Ἅγιος πληγὴν χαλάζης κατέπαυσε, τὰ ζῶα ὁποῦ ἔβλαπτον τὰ σπέρματα καὶ γεννήματα, ἐδίωξε, τὴν γῆν ξηρὰν οὖσαν ἀπὸ ἀνομβρίαν, μὲ βροχὴν ἐπότισε, ῥεύματα ποταμοῦ, ὡς ὁ Ἐλισσαῖος καὶ Ἠλίας, διέσχισε καὶ ἀπέρασε, ξηρὸν χέρι ἑνὸς Χριστιανοῦ, ἰάτρευσεν, καὶ κουτζῶν καὶ παραλύτων τοὺς πόδας καὶ τὰ μέλη, ἀνώρθωσε καὶ ἐστερέωσε, καὶ ἄλλα δὲ πολλὰ ποιήσας θαύματα, ἀνεπαύθη ἐν Κυρίῳ.
(2) Ἐν δὲ τοῖς τετυπωμένοις Μηναίοις, Ἱλαρίωνος γράφεται οὐκ ὀρθῶς.
*
Ὁ Ὅσιος πατὴρ ἡμῶν Νικηφόρος, ὁ ἡγούμενος Μονῆς τοῦ Μηδικίου, ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται.
Τῆς ἀρετῆς τὸ θεῖον ἤρατο στέφος,
Ὁ θεῖος ἀρθεὶς ἐκ βίου Νικηφόρος.
Οὗτος ὁ Ὅσιος Νικηφόρος ἦτον κατὰ τοὺς καιροὺς τῶν εἰκονομάχων. Ἐπειδὴ δὲ ἐκ βρέφους ἠγάπησε τὸν Χριστόν, διὰ τοῦτο βλέπων τὴν ῥηθεῖσαν αἵρεσιν τῶν εἰκονομάχων αὐξανομένην, ἀφῆκε τὸν κόσμον καὶ τὰ ἐν κόσμῳ καὶ ἔγινε Μοναχός. Ὅθεν ἀνεχώρησεν εἰς τὰ βουνὰ καὶ ἡσύχαζε, καταγινόμενος εἰς νηστείας καὶ ἀγρυπνίας, καὶ προσευχόμενος τῷ Θεῷ, διὰ τὴν εἰρηνικὴν κατάστασιν ὅλης τῆς οἰκουμένης. Ἀφ’ οὗ δὲ ἐγαληνίασεν ὀλίγον ἡ αἵρεσις τῆς εἰκονομαχίας, μὲ πολλὰς παρακαλέσεις τῶν Μοναχῶν ἔγινεν ἡγούμενος τοῦ Μοναστηρίου τοῦ Μηδικίου, τὸ ὁποῖον εὑρίσκεται κοντὰ εἰς τὰ Μουντανία. Ἐπειδὴ δὲ πάλιν ἡ αἵρεσις αὕτη ἀνεκαινίσθη καὶ αὔξησε, διὰ μέσου τοῦ δυσσεβοῦς Λέοντος τοῦ Ἁρμενίου ἐν ἔτει ωιδ΄ [814], διὰ τοῦτο ἐξωρίσθη καὶ οὗτος ὁ Ἅγιος ἀπὸ τὸ Μοναστήριόν του, ὡς προσκυνητὴς τῶν ἁγίων εἰκόνων, καὶ ὡς ἀκολουθῶν εἰς τὰς παραδόσεις καὶ διατάξεις τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, καὶ τῶν θείων Πατέρων. Καὶ ἀφ’ οὗ κατεδικάσθη μὲ πικρὰς ἐξορίας, ἀπεκλείσθη μέσα εἰς μίαν σκοτεινοτάτην φυλακήν. Ἐκεῖ λοιπὸν καταβαλὼν τὴν ψυχόλεθρον αἵρεσιν ὡς στερρὸς ἀγωνιστής, ἀπῆλθε πρὸς τὸν Χριστόν, τὸν ὁποῖον ἐπόθησεν ὁ ἀοίδιμος (3).
(3) Περιττῶς γράφεται ἐδῶ ἡ μνήμη καὶ τὸ Συναξάριον, τόσον τοῦ Νικήτα Πρεσβυτέρου Ἡγουμένου Μονῆς τοῦ Μηδικίου, ὅσον καὶ Ἰωάννου Πρεσβυτέρου τοῦ Παλαιολαυρίτου, παρὰ τῷ τετυπωμένῳ Συναξαριστῇ καὶ τοῖς Μηναίοις. Τοῦ μὲν γὰρ Νικήτα ἡ μνήμη καὶ τὸ Συναξάριον, ἐγράφη κατὰ τὴν τρίτην τοῦ Ἀπριλλίου. Τοῦ δὲ Ἰωάννου, ἐγράφη κατὰ τὴν εἰκοστὴν τοῦ αὐτοῦ Ἀπριλλίου καὶ ἡ μνήμη καὶ τὸ Συναξάριον.
*
Ὁ Ὅσιος Νικηφόρος, ὁ ἡσυχάσας ἐν τοῖς ἐρημικωτέροις χωρίοις τοῦ Ἄθω, ὁ συγγράψας τὴν σοφὴν μέθοδον περὶ νοερᾶς προσευχῆς, κειμένην ἐν σελ. 869 τῆς Φιλοκαλίας, ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται.
Σοὶ χάριν ἴσμεν ὦ πάτερ Νικηφόρε,
Τέχνης προσευχῆς, ἣν ἀφῆκας τῷ βίῳ.
*
Μνήμη τοῦ Ὁσίου πατρὸς ἡμῶν Ἀθανασίου Ἐπισκόπου Κορίνθου, ὃς κεκοίμηται ἐπὶ τῶν ἡμερῶν τῆς βασιλείας Βασιλείου καὶ Κωνσταντίνου, ἐν ἔτει Ϡνζ΄, ἤτοι 957.
Ἀθανασίῳ προσφέρειν αἶνον πρέπον.
Ἀξίαν αἴνου ἀρετὴν γὰρ εἵλετο.
*
Μνήμη τῶν Ἁγίων πατέρων Ἀφροδισίου, Λεοντίου, Ἀντωνίνου, Μέλους (4), Οὐαλλεριανοῦ, καὶ Μακροβίου, καὶ τοῦ πλήθους τῶν σὺν αὐτοῖς ἐν Σκυθοπόλει μαρτυρησάντων. Τελεῖται δὲ ἡ αὐτῶν σύναξις ἐν τῷ σεπτῷ Ναῷ τοῦ Ἁγίου καὶ πανευφήμου Ἀποστόλου Ἰακώβου ἀδελφοῦ τοῦ Κυρίου, τῷ ὄντι ἔνδον τοῦ σεβασμίου οἴκου τῆς Ὕπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου ἐν τοῖς Χαλκοπρατείοις.
Εἰς τὸν Ἀφροδίσιον.
Τίς οὗτος ὁ τράχηλον ἐκτείνων ξίφει;
Ἀφροδίσιος, Ἀφροδίσιος λέγει.
Εἰς τὸν Λεόντιον, Ἀντωνῖνον καὶ Μέλη.
Ὁ Λεόντιος καὶ συναθληταὶ δύω,
Λέοντες οἷον ἔδραμον πρὸς τὸ ξίφος.
Εἰς τὸν Οὐαλλεριανὸν καὶ Μακρόβιον.
Ὑπὲρ κεφαλὰς Μαρτύρων ἀρθὲν δύω,
Ἀθλητικὴν ἔπηξε πῦρ αὐτοῖς στέγην.
(4) Ἐν δὲ τῷ Συναξαριστῇ τῆς Μονῆς τοῦ Διονυσίου, Μελδᾶ γράφεται.
*
Ἡ ἀνάμνησις τῆς ἀνακομιδῆς τῶν λειψάνων τοῦ Ἁγίου Λαζάρου τοῦ φίλου τοῦ Χριστοῦ, καὶ τῆς μυροφόρου Μαρίας τῆς Μαγδαληνῆς, γενομένης ἐπὶ Λέοντος τοῦ φιλοσόφου καὶ φιλοχρίστου ἐν ἔτει ωϞ΄ [890]. Τελεῖται δὲ ἡ αὐτῶν Σύναξις ἐν τῇ εὐαγεστάτῃ Μονῇ τῇ παρὰ τοῦ αὐτοῦ βασιλέως ἐπ’ ὀνόματι τοῦ Ἁγίου Λαζάρου συστάσῃ. Συνεορτάζεται δὲ καὶ τὰ ἐγκαίνια τῆς ἐν τῇ Μονῇ Ἁγίας Ἐκκλησίας (5).
Εἰς τὴν Μαγδαληνήν.
Σὺ καὶ νεκρὰ ζῇς· εἰ σιγᾷς δὲ τῇ πόλει,
Ἔχει τις ὡς πρὶν ἔκστασίς σε Μαρία.
Εἰς τὴν ἐν Κωνσταντινουπόλει κατάθεσιν τοῦ λειψάνου τῆς αὐτῆς Ἁγίας μυροφόρου Μαρίας τῆς Μαγδαληνῆς.
Φάσκει, «ῥαβουνί», Μαρία Χριστῷ πάλιν.
Λέγει, τί; Χριστός, «θάψαν ἄστυ με σκέπε».
(5) Σημείωσαι, ὅτι ἡ ἀνακομιδὴ τοῦ Ἁγίου καὶ δικαίου Λαζάρου ἑορτάζεται χωριστὰ κατὰ τὴν δεκάτην ἑβδόμην τοῦ Ὀκτωβρίου, καὶ ὅρα ἐκεῖ. Ὁ δὲ Δοσίθεος ἐν τῇ Δωδεκαβίβλῳ, σελ. 1153, λέγει ὅτι ὁ Λέων ὁ Σοφὸς ἔφερεν εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν καὶ τὸ λείψανον Μαρίας τῆς ἀδελφῆς τοῦ Λαζάρου.
Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.
Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Γ’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *
Των Αγίων Πελαγίας, Ιλαρίου, Νικηφόρου ηγουμένου Μονής του Μηδικίου, Αθανασίου Επισκόπου Κορίνθου κ.ά.