Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου18 Ιουνίου
Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ
Τω αυτώ μηνί ΙΗ’, μνήμη του Αγίου Μάρτυρος Λεοντίου, και των συν αυτώ, Υπάτου (1) και Θεοδούλου.
Άκμων το σώμα του Λεοντίου τάχα,
Άκμων σιδηρούς προς σφύρας τας αικίας.
Ογδοάτη δεκάτη πληγήσι Λεόντιος εκπνεί.
Ούτος ο Άγιος, εκατάγετο μεν από την Ελλάδα, ήτον δε κατά τους χρόνους του βασιλέως Ουεσπεσιανού, εν έτει ο’ [70] και επειδή είχεν ανδρίαν και ρώμην φυσικήν, η οποία αυξήνθη μαζί με την ηλικίαν του σώματος, δια τούτο εσυναριθμήθη εις τα στρατιωτικά τάγματα. Φανείς δε εις τον πόλεμον ανδρείος και πολλάς νίκας κατορθώσας, προς τούτοις δε, φημισθείς και ότι είχε σύνεσιν και λογισμόν φρόνιμον, δια ταύτα όλα ετιμήθη με το φόρεμα της στρατηγικής αξίας, και με τα άλλα σημεία αυτής, ήτοι έγινεν αρχιστράτηγος. Ούτος λοιπόν ευρισκόμενος εις την εν τη Αφρική Τρίπολιν, ελεημονούσε τους πτωχούς από τα βασιλικά σιτηρέσια, και γνησίως και καθαρώς ελάτρευε τον Χριστόν. Μαθών δε δι’ αυτόν Αδριανός ο ηγεμών της Φοινίκης, απέστειλεν εις τον Άγιον Ύπατον τον Τριβούνον, μαζί με άλλους δύω στρατιώτας, ένας από τους οποίους ωνομάζετο Θεόδουλος. Ο δε Ύπατος πηγαίνωντας εις τον Άγιον, εκρατήθη από μίαν θέρμην υπερβολικήν, και ήκουσε μίαν φωνήν, η οποία ήλθεν άνωθεν. Εφάνη δε και Άγγελος Κυρίου εις αυτόν λέγων, ότι ανίσως θέλη να ελευθερωθή από την ασθένειαν, είναι ανάγκη να επικαλεσθή τρεις φοραίς τον Θεόν του Λεοντίου. Την φωνήν δε αυτήν, ήκουσε και ο Θεόδουλος.
Αφ’ ου λοιπόν ο Ύπατος έκαμεν εκείνο, οπού επροστάχθη υπό του Αγγέλου, ιατρεύθη από την θέρμην. Ανταμώσας δε τον Άγιον και μη ηξεύρωντας, ότι είναι αυτός ο παρ’ αυτού ζητούμενος, εφιλοξενήθη από τον ίδιον. Ύστερον δε επιζητών τον Άγιον Λεόντιον, ωνόμαζεν αυτόν κατά προσποίησιν φίλον εδικόν του και των θεών. Ο δε Άγιος, εφανέρωσε μεν τον εαυτόν του, ότι αυτός είναι ο παρ’ αυτού ζητούμενος Λεόντιος, έλεγε δε, ότι τους ονομαζομένους θεούς, μισεί και αποστρέφεται. Ταύτα δε ακούσαντες ο Ύπατος και ο Θεόδουλος, επρόσπεσαν εις τους πόδας του Αγίου, και εζήτουν να λάβουν δια μέσου του την του Χριστού ένωσιν και οικείωσιν. Τότε λοιπόν ο Άγιος επροσευχήθη εις τον Θεόν δια λόγου των. Όθεν ήλθεν από τον ουρανόν ένα σύνεφον με νερόν, το οποίον εβάπτισεν αυτούς και εφώτισεν, ένδυσε δε αυτούς και άσπρα φορέματα. Ταύτα δε βλέποντες οι Έλληνες, εταράχθησαν, και τα εμήνυσαν όλα εις τον ηγεμόνα Αδριανόν. Ο δε Αδριανός παρέστησε και τους τρεις Αγίους έμπροσθέν του, και παρεκίνει αυτούς να αρνηθούν την πίστιν του Χριστού. Επειδή όμως δεν εδυνήθη να τους καταπείση, επρόσταξεν, ότι τον μεν Άγιον Ύπατον, να κρεμάσουν και να ξεσχίζουν αυτόν, τον δε Άγιον Θεόδουλον, να δέρνουν με ξυλίνας σπάθας. Αφ’ ου δε ταύτα έγιναν, απεκεφάλισαν και τους δύω, και ούτως έλαβον παρά Κυρίου τον του μαρτυρίου αμάραντον στέφανον. Τον δε Άγιον Λεόντιον, πρώτον έδειραν με βάκλα, ήτοι με τα ξύλα οπού κρούουν τα τύμπανα. Και επειδή δεν επείθετο εις τας παρακινήσεις και κολακείας του ηγεμόνος, αλλά επεριγέλασεν αυτόν, δια τούτο έδειραν πάλιν αυτόν δυνατά, και κρεμάσαντες τον εξέσχισαν. Είτα εκρέμασαν πέτραν βαρείαν και μεγάλην από τον λαιμόν του, και κατά μεν το παρόν, τον έβαλον εις την φυλακήν, ύστερον δε, εξαπλώσαντες αυτόν κατά γης, τον ετέντωσαν από τέσσαρας πάλους, και τον έδειραν. Δερνόμενος δε ο μακάριος, παρέδωκε την αγίαν ψυχήν του εις χείρας Θεού. Τελείται δε η αυτού Σύναξις και εορτή πέραν εις το Καμαρίδιον, και εις τον ευκτήριον Ναόν του Αγίου, τον ευρισκόμενον κοντά εις την πόρταν της Πηγής.
(1) Ύπατος ονομάζεται ούτος παρά τω χειρογράφω Συναξαριστή, και παρά τω Χριστοφόρω Πατρικίω εν τω διστίχω ιαμβικώ. Παρά δε τω τετυπωμένω Συναξαριστή, Υπάτιος γράφεται.
*
Τη αυτή ημέρα οι Άγιοι δύω Μάρτυρες Ύπατος και Θεόδουλος, οι συμμαρτυρήσαντες τω Αγίω Λεοντίω, ξίφει τελειούνται.
Ελευθερόφρων Θεόδουλος προς ξίφος,
Τοιούτον όντα και τον Ύπατον βλέπει.
*
Μνήμη του Αγίου Μάρτυρος Αιθερίου.
Πολλών βασάνων Αιθέριε λαμβάνεις,
Τας ανταμείψεις εν πλάτει του αιθέρος.
Ούτος ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Διοκλητιανού, εν έτει τ’ [300], διαβαλθείς δε ότι είναι Χριστιανός, εφέρθη έμπροσθεν εις τον άρχοντα Ελεύσιον, και τον Χριστόν ομολογήσας, ετεντώθη, και εκάη με αναμμένας λαμπάδας. Είτα έκαυσαν τας μασχάλας, την ράχιν, και το στήθος του με σιδηρά και πυρωμένα τριβόλια. Μετά ταύτα, έβαλαν αγγυνέλον εις την μύτην του, και εξάπλωσαν αυτόν επάνω εις ένα πεύκι σιδηρένιον και πυρωμένον. Εφυλάχθη δε ο Άγιος αβλαβής από τας ανωτέρω τιμωρίας, υπό θείου Αγγέλου. Τελευταίον δε απεκεφαλίσθη, και ούτως έλαβεν ο αοίδιμος του μαρτυρίου τον στέφανον.
*
Ο Όσιος Έρασμος εν ειρήνη τελειούται.
Θνήσκων Έρασμος, ηδέως έχω λέγει,
Εράσμιον γαρ, έστι μοι το τεθνάναι.
*
Οι Άγιοι δύω Μάρτυρες οι εκ Κύπρου, τους πόδας καυθέντες τελειούνται.
Καύσιν ποδών στέξαντες εις ώραν μίαν,
Αιωνίως χαίρουσι Μάρτυρες δύω.
*
Μνήμη του Οσίου πατρός ημών Λεοντίου του Ποιμένος, του κειμένου πέραν του Άστεος.
Ποιμήν υπάρχων νυν παρέστης Ποιμένι,
Τω Ποιμενάρχη ω Λεόντι’ ευθύφρον.
*
Ο Όσιος Λεόντιος ο εν τη Ιερά και κοινοβιακή Μονή του Διονυσίου ασκήσας εν έτει ήδη ͵αφλ’ [1530] και της Μονής μη εξελθών εν χρόνοις εξήκοντα, ο προφητικού χαρίσματος ηξιωμένος, και μυροβλύτης γενόμενος μετά θάνατον, εν ειρήνη τελειούται (2).
Το μύρα βλύζειν ω Λεόντι’ εκ τάφου,
Καθαρότητος σήμα εστί σης άκρας.
(2) Όρα εις την Ακολουθίαν των Αγιορειτών Πατέρων.
*
Η Σύναξις του Αρχιστρατήγου Μιχαήλ πλησίον του Αγίου Ιουλιανού εν τω Φόρω.
Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.
Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *
Τῷ αὐτῷ μηνὶ ΙΗ΄, μνήμη τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Λεοντίου, καὶ τῶν σὺν αὐτῷ, Ὑπάτου (1) καὶ Θεοδούλου.
Ἄκμων τὸ σῶμα τοῦ Λεοντίου τάχα,
Ἄκμων σιδηροῦς πρὸς σφύρας τὰς αἰκίας.
Ὀγδοάτῃ δεκάτῃ πληγῆσι Λεόντιος ἐκπνεῖ.
Οὗτος ὁ Ἅγιος, ἐκατάγετο μὲν ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα, ἦτον δὲ κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Οὐεσπεσιανοῦ, ἐν ἔτει ο΄ [70] καὶ ἐπειδὴ εἶχεν ἀνδρίαν καὶ ῥώμην φυσικήν, ἡ ὁποία αὐξήνθη μαζὶ μὲ τὴν ἡλικίαν τοῦ σώματος, διὰ τοῦτο ἐσυναριθμήθη εἰς τὰ στρατιωτικὰ τάγματα. Φανεὶς δὲ εἰς τὸν πόλεμον ἀνδρεῖος καὶ πολλὰς νίκας κατορθώσας, πρὸς τούτοις δέ, φημισθεὶς καὶ ὅτι εἶχε σύνεσιν καὶ λογισμὸν φρόνιμον, διὰ ταῦτα ὅλα ἐτιμήθη μὲ τὸ φόρεμα τῆς στρατηγικῆς ἀξίας, καὶ μὲ τὰ ἄλλα σημεῖα αὐτῆς, ἤτοι ἔγινεν ἀρχιστράτηγος. Οὗτος λοιπὸν εὑρισκόμενος εἰς τὴν ἐν τῇ Ἀφρικῇ Τρίπολιν, ἐλεημονοῦσε τοὺς πτωχοὺς ἀπὸ τὰ βασιλικὰ σιτηρέσια, καὶ γνησίως καὶ καθαρῶς ἐλάτρευε τὸν Χριστόν. Μαθὼν δὲ δι’ αὐτὸν Ἀδριανὸς ὁ ἡγεμὼν τῆς Φοινίκης, ἀπέστειλεν εἰς τὸν Ἅγιον Ὕπατον τὸν Τριβοῦνον, μαζὶ μὲ ἄλλους δύω στρατιώτας, ἕνας ἀπὸ τοὺς ὁποίους ὠνομάζετο Θεόδουλος. Ὁ δὲ Ὕπατος πηγαίνωντας εἰς τὸν Ἅγιον, ἐκρατήθη ἀπὸ μίαν θέρμην ὑπερβολικήν, καὶ ἤκουσε μίαν φωνήν, ἡ ὁποία ἦλθεν ἄνωθεν. Ἐφάνη δὲ καὶ Ἄγγελος Κυρίου εἰς αὐτὸν λέγων, ὅτι ἀνίσως θέλῃ νὰ ἐλευθερωθῇ ἀπὸ τὴν ἀσθένειαν, εἶναι ἀνάγκη νὰ ἐπικαλεσθῇ τρεῖς φοραῖς τὸν Θεὸν τοῦ Λεοντίου. Τὴν φωνὴν δὲ αὐτήν, ἤκουσε καὶ ὁ Θεόδουλος.
Ἀφ’ οὗ λοιπὸν ὁ Ὕπατος ἔκαμεν ἐκεῖνο, ὁποῦ ἐπροστάχθη ὑπὸ τοῦ Ἀγγέλου, ἰατρεύθη ἀπὸ τὴν θέρμην. Ἀνταμώσας δὲ τὸν Ἅγιον καὶ μὴ ἠξεύρωντας, ὅτι εἶναι αὐτὸς ὁ παρ’ αὐτοῦ ζητούμενος, ἐφιλοξενήθη ἀπὸ τὸν ἴδιον. Ὕστερον δὲ ἐπιζητῶν τὸν Ἅγιον Λεόντιον, ὠνόμαζεν αὐτὸν κατὰ προσποίησιν φίλον ἐδικόν του καὶ τῶν θεῶν. Ὁ δὲ Ἅγιος, ἐφανέρωσε μὲν τὸν ἑαυτόν του, ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ παρ’ αὐτοῦ ζητούμενος Λεόντιος, ἔλεγε δέ, ὅτι τοὺς ὀνομαζομένους θεούς, μισεῖ καὶ ἀποστρέφεται. Ταῦτα δὲ ἀκούσαντες ὁ Ὕπατος καὶ ὁ Θεόδουλος, ἐπρόσπεσαν εἰς τοὺς πόδας τοῦ Ἁγίου, καὶ ἐζήτουν νὰ λάβουν διὰ μέσου του τὴν τοῦ Χριστοῦ ἕνωσιν καὶ οἰκείωσιν. Τότε λοιπὸν ὁ Ἅγιος ἐπροσευχήθη εἰς τὸν Θεὸν διὰ λόγου των. Ὅθεν ἦλθεν ἀπὸ τὸν οὐρανὸν ἕνα σύνεφον μὲ νερόν, τὸ ὁποῖον ἐβάπτισεν αὐτοὺς καὶ ἐφώτισεν, ἔνδυσε δὲ αὐτοὺς καὶ ἄσπρα φορέματα. Ταῦτα δὲ βλέποντες οἱ Ἕλληνες, ἐταράχθησαν, καὶ τὰ ἐμήνυσαν ὅλα εἰς τὸν ἡγεμόνα Ἀδριανόν. Ὁ δὲ Ἀδριανὸς παρέστησε καὶ τοὺς τρεῖς Ἁγίους ἔμπροσθέν του, καὶ παρεκίνει αὐτοὺς νὰ ἀρνηθοῦν τὴν πίστιν τοῦ Χριστοῦ. Ἐπειδὴ ὅμως δὲν ἐδυνήθη νὰ τοὺς καταπείσῃ, ἐπρόσταξεν, ὅτι τὸν μὲν Ἅγιον Ὕπατον, νὰ κρεμάσουν καὶ νὰ ξεσχίζουν αὐτόν, τὸν δὲ Ἅγιον Θεόδουλον, νὰ δέρνουν μὲ ξυλίνας σπάθας. Ἀφ’ οὗ δὲ ταῦτα ἔγιναν, ἀπεκεφάλισαν καὶ τοὺς δύω, καὶ οὕτως ἔλαβον παρὰ Κυρίου τὸν τοῦ μαρτυρίου ἀμάραντον στέφανον. Τὸν δὲ Ἅγιον Λεόντιον, πρῶτον ἔδειραν μὲ βάκλα, ἤτοι μὲ τὰ ξύλα ὁποῦ κρούουν τὰ τύμπανα. Καὶ ἐπειδὴ δὲν ἐπείθετο εἰς τὰς παρακινήσεις καὶ κολακείας τοῦ ἡγεμόνος, ἀλλὰ ἐπεριγέλασεν αὐτόν, διὰ τοῦτο ἔδειραν πάλιν αὐτὸν δυνατά, καὶ κρεμάσαντες τὸν ἐξέσχισαν. Εἶτα ἐκρέμασαν πέτραν βαρεῖαν καὶ μεγάλην ἀπὸ τὸν λαιμόν του, καὶ κατὰ μὲν τὸ παρόν, τὸν ἔβαλον εἰς τὴν φυλακήν, ὕστερον δέ, ἐξαπλώσαντες αὐτὸν κατὰ γῆς, τὸν ἐτέντωσαν ἀπὸ τέσσαρας πάλους, καὶ τὸν ἔδειραν. Δερνόμενος δὲ ὁ μακάριος, παρέδωκε τὴν ἁγίαν ψυχήν του εἰς χεῖρας Θεοῦ. Τελεῖται δὲ ἡ αὐτοῦ Σύναξις καὶ ἑορτὴ πέραν εἰς τὸ Καμαρίδιον, καὶ εἰς τὸν εὐκτήριον Ναὸν τοῦ Ἁγίου, τὸν εὑρισκόμενον κοντὰ εἰς τὴν πόρταν τῆς Πηγῆς.
(1) Ὕπατος ὀνομάζεται οὗτος παρὰ τῷ χειρογράφῳ Συναξαριστῇ, καὶ παρὰ τῷ Χριστοφόρῳ Πατρικίῳ ἐν τῷ διστίχῳ ἰαμβικῷ. Παρὰ δὲ τῷ τετυπωμένῳ Συναξαριστῇ, Ὑπάτιος γράφεται.
*
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ οἱ Ἅγιοι δύω Μάρτυρες Ὕπατος καὶ Θεόδουλος, οἱ συμμαρτυρήσαντες τῷ Ἁγίῳ Λεοντίῳ, ξίφει τελειοῦνται.
Ἐλευθερόφρων Θεόδουλος πρὸς ξίφος,
Τοιοῦτον ὄντα καὶ τὸν Ὕπατον βλέπει.
*
Μνήμη τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Αἰθερίου.
Πολλῶν βασάνων Αἰθέριε λαμβάνεις,
Τὰς ἀνταμείψεις ἐν πλάτει τοῦ αἰθέρος.
Οὗτος ἦτον κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Διοκλητιανοῦ, ἐν ἔτει τ΄ [300], διαβαλθεὶς δὲ ὅτι εἶναι Χριστιανός, ἐφέρθη ἔμπροσθεν εἰς τὸν ἄρχοντα Ἐλεύσιον, καὶ τὸν Χριστὸν ὁμολογήσας, ἐτεντώθη, καὶ ἐκάη μὲ ἀναμμένας λαμπάδας. Εἶτα ἔκαυσαν τὰς μασχάλας, τὴν ῥάχιν, καὶ τὸ στῆθός του μὲ σιδηρᾶ καὶ πυρωμένα τριβόλια. Μετὰ ταῦτα, ἔβαλαν ἀγγυνέλον εἰς τὴν μύτην του, καὶ ἐξάπλωσαν αὐτὸν ἐπάνω εἰς ἕνα πεῦκι σιδηρένιον καὶ πυρωμένον. Ἐφυλάχθη δὲ ὁ Ἅγιος ἀβλαβὴς ἀπὸ τὰς ἀνωτέρω τιμωρίας, ὑπὸ θείου Ἀγγέλου. Τελευταῖον δὲ ἀπεκεφαλίσθη, καὶ οὕτως ἔλαβεν ὁ ἀοίδιμος τοῦ μαρτυρίου τὸν στέφανον.
*
Ὁ Ὅσιος Ἔρασμος ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται.
Θνήσκων Ἔρασμος, ἡδέως ἔχω λέγει,
Ἐράσμιον γάρ, ἔστι μοι τὸ τεθνάναι.
*
Οἱ Ἅγιοι δύω Μάρτυρες οἱ ἐκ Κύπρου, τοὺς πόδας καυθέντες τελειοῦνται.
Καῦσιν ποδῶν στέξαντες εἰς ὥραν μίαν,
Αἰωνίως χαίρουσι Μάρτυρες δύω.
*
Μνήμη τοῦ Ὁσίου πατρὸς ἡμῶν Λεοντίου τοῦ Ποιμένος, τοῦ κειμένου πέραν τοῦ Ἄστεος.
Ποιμὴν ὑπάρχων νῦν παρέστης Ποιμένι,
Τῷ Ποιμενάρχῃ ὦ Λεόντι’ εὐθύφρον.
*
Ὁ Ὅσιος Λεόντιος ὁ ἐν τῇ Ἱερᾷ καὶ κοινοβιακῇ Μονῇ τοῦ Διονυσίου ἀσκήσας ἐν ἔτει ἤδη ͵αφλ΄ [1530] καὶ τῆς Μονῆς μὴ ἐξελθὼν ἐν χρόνοις ἑξήκοντα, ὁ προφητικοῦ χαρίσματος ἠξιωμένος, καὶ μυροβλύτης γενόμενος μετὰ θάνατον, ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται (2).
Τὸ μῦρα βλύζειν ὦ Λεόντι’ ἐκ τάφου,
Καθαρότητος σῆμά ἐστι σῆς ἄκρας.
(2) Ὅρα εἰς τὴν Ἀκολουθίαν τῶν Ἁγιορειτῶν Πατέρων.
*
Ἡ Σύναξις τοῦ Ἀρχιστρατήγου Μιχαὴλ πλησίον τοῦ Ἁγίου Ἰουλιανοῦ ἐν τῷ Φόρῳ.
Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.
Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Γ’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *