Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου14 Ιουνίου
Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ
Τω αυτώ μηνί ΙΔ’, μνήμη του Αγίου ενδόξου Προφήτου Ελισσαίου.
Ηλίαν ίπποι, τον δε διπλούν Ηλίαν,
Εις Ουρανούς ανήγον ως ίπποι νόες.
Πότμον Ελισσαίος δεκάτη λάχεν ηδέ τετάρτη.
Ούτος ήτον υιός Σαφάτ από Αελμούθ, εκ της γης του Πατριάρχου Ρουβίμ. Ηκολούθησε δε εις τον Προφήτην τούτον ένα τεράστιον. Διατί, όταν αυτός εγεννήθη εις τα Γάλγαλα, η χρυσή δάμαλις η εκεί προσκυνουμένη, εβόησε με τόσον μεγάλην βοήν, ώστε οπού ηκούσθη εις την Ιερουσαλήμ. Ο δε Αρχιερεύς θεωρήσας εις τας δύω πέτρας τας εν τω στήθει αυτού κρεμασμένας, από τας οποίας, η μία ωνομάζετο, Δήλωσις, και η άλλη, Αλήθεια, ταύτας λέγω θεωρήσας, είπε τον λόγον τούτον. Σήμερον εγεννήθη Προφήτης εις την Ιερουσαλήμ, ο οποίος θέλει κρημνίσει τα γλυπτά, και θέλει συντρίψει τα χωνευτά είδωλα. Όταν δε ο Προφήτης ούτος Ελισσαίος έφθασεν εις ηλικίαν, και εχρίσθη Προφήτης υπό του Ηλιού, από τότε και ύστερον, πολλά θαυμάσια εποίησεν ο Θεός δια μέσου αυτού. Όταν δε απέθανεν, ενταφιάσθη εις την Σεβαστούπολιν την εν Σαμαρεία ευρισκομένην. Ούτος ο Προφήτης επροφήτευσε περί της Χριστού παρουσίας, και τα νερά της Ιεριχώ, τα οποία έκαμναν ατέκνους, τόσον τους ανθρώπους, όσον και τα ζώα οπού τα έπιναν, ταύτα, λέγω, τα νερά ιάτρευσεν ούτος, ρίψας αλάτι εις αυτά και ειπών· «Τάδε λέγει Κύριος, ιατρεύω τα νερά ταύτα». Ούτος ανέστησε και δύω νεκρούς, ένα, ζωντανός ων, ήτοι τον υιόν της Σωμανίτιδος, και άλλον, μετά τον θάνατόν του. Ούτος, τον μεν Νεεμάν τον Σύρον, εκαθάρισεν από την λέπραν. Τον δε εδικόν του υπηρέτην Γιεζήν, λεπρόν εποίησε δια την φιλαργυρίαν και παρακοήν του. Ούτος και τα ρείθρα του ποταμού Ιορδάνου κτυπήσας με την μηλωτήν του Ηλιού, έσχισεν αυτά και διεπέρασε, και άλλα πολλά εποίησε θαύματα. Τελείται δε η αυτού Σύναξις εις τον αγιώτατον και προφητικόν του Ναόν (1).
(1) Σημειοί δε ο Δοσίθεος, σελ. 403 της Δωδεκαβίβλου, ότι εις τον έβδομον χρόνον Θεοδοσίου του μικρού, ήτοι εν έτει υιε’ [415], εφέρθη εις Αλεξάνδρειαν το λείψανον του Προφήτου τούτου Ελισσαίου, και κατετέθη εν τη Μονή Παύλου του λεπρού. Και πρεπόντως. Λεπρόν γαρ ιάτρευσε τον Νεεμάν. Λεπρόν εποίησεν τον Γιεζήν. Και τελευταίον εις την Μονήν του λεπρού κατετέθη. Φαίνεται δε, ότι από την Αλεξάνδρειαν μετεκομίσθησαν πάλιν τα λείψανά του, και κατετέθησαν εν τω κατά την Κωνσταντινούπολιν Ναώ των Αγίων Αποστόλων των μεγάλων. Η κατάθεσις δε αύτη εορτάζεται κατά την εικοστήν του Ιουνίου.
*
Τη αυτή ημέρα μνήμη του εν Αγίοις πατρός ημών Μεθοδίου του Ομολογητού, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως.
Μεθόδιον φωστήρα της Εκκλησίας,
Το της τελευτής σβεννύει στυγνόν νέφος.
Ούτος ο Άγιος και μέγας Πατριάρχης και Ομολογητής του Χριστού Μεθόδιος, ήτον κατά τους χρόνους του εικονομάχου Θεοφίλου, εν έτει ωκθ’ [829] και ανέτρεψε μεν, την πλάνην και αίρεσιν των εικονομάχων, με σοφάς και γραφικάς αποδείξεις, εστερέωσε δε εις την του Χριστού Εκκλησίαν, την Ορθόδοξον πίστιν, και την προσκύνησιν των αγίων εικόνων εβεβαίωσεν. Όθεν και πολλάς κακοπαθείας και τιμωρίας υπέμεινεν ο αοίδιμος από τους εικονομάχους, διατί επροσκύνει τας αγίας εικόνας, μέσα δε εις τας κακοπαθείας αυτάς ανεπαύθη, και εξεδήμησε προς τον Κύριον. Τελείται δε η αυτού Σύναξις και εορτή εις τον αγιώτατον αυτού Ναόν, ο οποίος ευρίσκεται μέσα εις τους Αγίους Αποστόλους τους μεγάλους, όπου είναι και το άγιον αυτού λείψανον (2).
(2) Σημείωσαι, ότι όταν ο Άγιος ούτος Μεθόδιος ήτον εξορισμένος από τον Θεόφιλον εις την νήσον του Αντιγόνου, και κεκλεισμένος μέσα εις ένα τάφον ομού με δύω ληστάς, έγραψαν αυτώ Θεόδωρος και Θεοφάνης οι Γραπτοί δι’ ιαμβικών στίχων με ένα ψαράν ούτω·
Τω ζώντι νεκρώ και νεκρώ ζωηφόρω
Ναίοντι την γην και πατούντι τον πόλον
Γραπτοί γράφουσι, δέσμιοι τω δεσμίω.
Προς εκείνους δε ούτος απεκρίθη με το αυτό ιαμβικόν μέτρον, και με τον αυτόν ψαράν, ούτω γράψας·
Τους ταις Βίβλοισιν Ουρανών κλησιγράφους
Και προς πρόσωπα σωφρόνως εστιγμένους
Προσείπεν ο ζώθαπτος ως συνδεσμίους.
Εκεί δε εις τον τάφον, έφερνεν ένας Χριστιανός λάδι ενός οβολού, και έκαιον εις την κανδήλαν. Μίαν δε εβδομάδα δεν έφερε λάδι, και ανεπλήρονεν ο Θεός το ελλείπον δια της ευχής του Αγίου. Απέθανε δε και ο ένας ληστής, και δεν είχε προσταγήν ο Άγιος να ανοίξη τον τάφον, και να ευγάλη το σώμα του νεκρού δια να το θάψη. Όθεν υπέμεινεν ο αοίδιμος γενναίως την βρώμαν, ομού με τον άλλον ληστήν, η οποία ήτον μία μεγάλη παιδεία. Φιλολόγος δε ώντας ο βασιλεύς Θεόφιλος, ευρήκε μίαν απορίαν εις βιβλίον, την οποίαν, επειδή ο Ιαννής και ο φιλόσοφος Λέων δεν εδυνήθησαν να λύσουν, επήρεν αυτήν ένας κουβικουλάριος, και με θέλημα του βασιλέως επήγεν εις τον Άγιον δια να την λύση. Ο δε Μεθόδιος είπεν αυτώ ευθύς. Καλώς ήλθες αδελφέ κουβικουλάριε Ιωάννη, οίδα τίνος χάριν εστάλθης παρά Θεοφίλου. Αλλά δος μοι χάρτην και μέλαν. Λαβών δε ταύτα ο Άγιος, εν τρισί λύσεσιν ηρμήνευσε την απορίαν. Όθεν ευλαβηθείς αυτόν ο Θεόφιλος, τον έφερεν εις τα βασίλεια, χωρίς όμως να τον συναναστρέφεται. Ο δε έτερος ληστής έμεινεν εις τον τάφον και εθαυματούργει (σελ. 694 της Δωδεκαβίβλου).
*
Μνήμη του Αγίου Ιερομάρτυρος Κυρίλλου Επισκόπου Γορτύνης, της εν τη νήσω Κρήτη.
Ει και γέρων Κύριλλος ην ο Γορτύνης,
Ηβώσαν είχε προς ξίφος την καρδίαν.
Ούτος ο Άγιος Κύριλλος διαπεράσας την ζωήν του οσίως και ασκητικώς, εχειροτονήθη Επίσκοπος της εν τη Κρήτη Γορτύνης, κατά τον εξηκοστόν όγδοον χρόνον της ζωής του. Αφ’ ου δε εκυβέρνησε την Εκκλησίαν του Χριστού χρόνους εικοσιπέντε, παρεστάθη εις τον ηγεμόνα Αγριανόν κατά τους χρόνους Διοκλητιανού και Μαξιμιανού, εν έτει σϞθ’ [299]. Όθεν, επειδή εκήρυττε παρρησία τον Χριστόν Θεόν αληθινόν, δια τούτο εδέθη, και ερρίφθη μέσα εις πυρκαϊάν. Αλλά, τα μεν δεσμά εκάησαν, και τα ξύλα όλα της πυρκαϊάς έγιναν στάκτη, ο δε Άγιος έμεινεν άφλεκτος. Δια τούτο, τότε μεν, αφέθη ελεύθερος. Ύστερον δε, επειδή πολλούς Έλληνας επίστρεφεν εις την πίστιν του Χριστού, δια τούτο έλαβε την απόφασιν του θανάτου. Βαλόντες λοιπόν οι υπηρέται εις το στόμα του Αγίου χαλινάρι, τον επεφόρτισαν επάνω εις ένα αμάξι, επειδή δεν εδύνετο να περιπατή, με το να ήτον εννενήκοντα τριών χρόνων γέρωντας. Όταν δε έφθασαν εις ένα τόπον ονομαζόμενον Ράξον, εκεί εστάθησαν τα βόδια του αμαξίου από λόγου των. Διατί ήλθε φωνή από τον ουρανόν, η οποία επρόσταξεν, ότι εκεί να σταθώσιν. Όθεν κλίνας τον λαιμόν του υποκάτω εις το σπαθί, απεκεφαλίσθη, και έτζι έλαβεν ο μακάριος διπλούς τους στεφάνους, και ως Ιεράρχης, και ως αθλητής του Κυρίου (3).
(3) Σημειούμεν ενταύθα, ότι παρά τω Δοσιθέω Ιεροσολύμων, φέρεται και άλλος Κύριλλος Γορτύνης Ιερομάρτυς. Θωμάς γαρ τις υποκριθείς, ότι είναι υιός Κωνσταντίνου βασιλέως του τυφλωθέντος εν έτει ψπ’ [780], ήλθε κατά της Κωνσταντινουπόλεως με βοήθειαν διαφόρων γενών, κινήσας από Συρίας, και εκράτησεν ο πόλεμος έτη τρία. Όθεν ευρόντες άδειαν οι Σαρακηνοί, έλαβον την Σικελίαν, την Καλαβρίαν, και άλλους τόπους της Ιταλίας, εις δε την Κρήτην και εκατοίκησαν. Όθεν έκτισαν τον Χάνδακα, και εσκλάβωσαν εννενήκοντα πόλεις. Κύριλλος δε ο Γορτύνης πιασθείς παρ’ αυτών, επειδή ουκ ηρνήθη τον Χριστόν, εσφάγη από αυτούς. Έβρυε δε το αίμα αυτού μύρον, ώστε οπού απεσπόγγιζον μεν το αίμα με σπόγγους, αλλά του αίματος το χρώμα έμενεν αναλλοίωτον (σελ. 979 της Δωδεκαβίβλου).
*
Η Οσία Ιουλίττα εν ειρήνη τελειούται.
Την Ιουλίτταν εξάγει του σαρκίου,
Ο σαρξ δι’ ημάς του Θεού φανείς Λόγος.
*
Ο Όσιος Νήφων ο εν τω όρει του Άθω ασκήσας, κατά το έτος ͵ατλ’ [1330], εν ειρήνη τελειούται.
Νήφων ο Νήφων εστίν εκ των πραγμάτων,
Νήψει νοός γαρ, διέδραμε τον βίον (4).
(4) Τον Βίον αυτού όρα εις το Νέον Εκλόγιον. Τούτου ευρίσκεται και Ακολουθία παρά τη Σκήτει του Καυσοκαλυβίου.
Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.
Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *
Τῷ αὐτῷ μηνὶ ΙΔ΄, μνήμη τοῦ Ἁγίου ἐνδόξου Προφήτου Ἐλισσαίου.
Ἠλίαν ἵπποι, τὸν δὲ διπλοῦν Ἠλίαν,
Εἰς Οὐρανοὺς ἀνῆγον ὡς ἵπποι νόες.
Πότμον Ἐλισσαῖος δεκάτῃ λάχεν ἠδὲ τετάρτῃ.
Οὗτος ἦτον υἱὸς Σαφὰτ ἀπὸ Ἀελμούθ, ἐκ τῆς γῆς τοῦ Πατριάρχου Ῥουβίμ. Ἠκολούθησε δὲ εἰς τὸν Προφήτην τοῦτον ἕνα τεράστιον. Διατὶ, ὅταν αὐτὸς ἐγεννήθη εἰς τὰ Γάλγαλα, ἡ χρυσῆ δάμαλις ἡ ἐκεῖ προσκυνουμένη, ἐβόησε μὲ τόσον μεγάλην βοήν, ὥστε ὁποῦ ἠκούσθη εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ. Ὁ δὲ Ἀρχιερεὺς θεωρήσας εἰς τὰς δύω πέτρας τὰς ἐν τῷ στήθει αὐτοῦ κρεμασμένας, ἀπὸ τὰς ὁποίας, ἡ μία ὠνομάζετο, Δήλωσις, καὶ ἡ ἄλλη, Ἀλήθεια, ταύτας λέγω θεωρήσας, εἶπε τὸν λόγον τοῦτον. Σήμερον ἐγεννήθη Προφήτης εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ, ὁ ὁποῖος θέλει κρημνίσει τὰ γλυπτά, καὶ θέλει συντρίψει τὰ χωνευτὰ εἴδωλα. Ὅταν δὲ ὁ Προφήτης οὗτος Ἐλισσαῖος ἔφθασεν εἰς ἡλικίαν, καὶ ἐχρίσθη Προφήτης ὑπὸ τοῦ Ἠλιού, ἀπὸ τότε καὶ ὕστερον, πολλὰ θαυμάσια ἐποίησεν ὁ Θεὸς διὰ μέσου αὐτοῦ. Ὅταν δὲ ἀπέθανεν, ἐνταφιάσθη εἰς τὴν Σεβαστούπολιν τὴν ἐν Σαμαρείᾳ εὑρισκομένην. Οὗτος ὁ Προφήτης ἐπροφήτευσε περὶ τῆς Χριστοῦ παρουσίας, καὶ τὰ νερὰ τῆς Ἱεριχώ, τὰ ὁποῖα ἔκαμναν ἀτέκνους, τόσον τοὺς ἀνθρώπους, ὅσον καὶ τὰ ζῶα ὁποῦ τὰ ἔπιναν, ταῦτα, λέγω, τὰ νερὰ ἰάτρευσεν οὗτος, ῥίψας ἁλάτι εἰς αὐτὰ καὶ εἰπών· «Τάδε λέγει Κύριος, ἰατρεύω τὰ νερὰ ταῦτα». Οὗτος ἀνέστησε καὶ δύω νεκρούς, ἕνα, ζωντανὸς ὤν, ἤτοι τὸν υἱὸν τῆς Σωμανίτιδος, καὶ ἄλλον, μετὰ τὸν θάνατόν του. Οὗτος, τὸν μὲν Νεεμὰν τὸν Σύρον, ἐκαθάρισεν ἀπὸ τὴν λέπραν. Τὸν δὲ ἐδικόν του ὑπηρέτην Γιεζῆν, λεπρὸν ἐποίησε διὰ τὴν φιλαργυρίαν καὶ παρακοήν του. Οὗτος καὶ τὰ ῥεῖθρα τοῦ ποταμοῦ Ἰορδάνου κτυπήσας μὲ τὴν μηλωτὴν τοῦ Ἠλιού, ἔσχισεν αὐτὰ καὶ διεπέρασε, καὶ ἄλλα πολλὰ ἐποίησε θαύματα. Τελεῖται δὲ ἡ αὐτοῦ Σύναξις εἰς τὸν ἁγιώτατον καὶ προφητικόν του Ναόν (1).
(1) Σημειοῖ δὲ ὁ Δοσίθεος, σελ. 403 τῆς Δωδεκαβίβλου, ὅτι εἰς τὸν ἕβδομον χρόνον Θεοδοσίου τοῦ μικροῦ, ἤτοι ἐν ἔτει υιε΄ [415], ἐφέρθη εἰς Ἀλεξάνδρειαν τὸ λείψανον τοῦ Προφήτου τούτου Ἐλισσαίου, καὶ κατετέθη ἐν τῇ Μονῇ Παύλου τοῦ λεπροῦ. Καὶ πρεπόντως. Λεπρὸν γὰρ ἰάτρευσε τὸν Νεεμάν. Λεπρὸν ἐποίησεν τὸν Γιεζῆν. Καὶ τελευταῖον εἰς τὴν Μονὴν τοῦ λεπροῦ κατετέθη. Φαίνεται δέ, ὅτι ἀπὸ τὴν Ἀλεξάνδρειαν μετεκομίσθησαν πάλιν τὰ λείψανά του, καὶ κατετέθησαν ἐν τῷ κατὰ τὴν Κωνσταντινούπολιν Ναῷ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων τῶν μεγάλων. Ἡ κατάθεσις δὲ αὕτη ἑορτάζεται κατὰ τὴν εἰκοστὴν τοῦ Ἰουνίου.
*
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ ἐν Ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν Μεθοδίου τοῦ Ὁμολογητοῦ, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως.
Μεθόδιον φωστῆρα τῆς Ἐκκλησίας,
Τὸ τῆς τελευτῆς σβεννύει στυγνὸν νέφος.
Οὗτος ὁ Ἅγιος καὶ μέγας Πατριάρχης καὶ Ὁμολογητὴς τοῦ Χριστοῦ Μεθόδιος, ἦτον κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ εἰκονομάχου Θεοφίλου, ἐν ἔτει ωκθ΄ [829] καὶ ἀνέτρεψε μέν, τὴν πλάνην καὶ αἵρεσιν τῶν εἰκονομάχων, μὲ σοφὰς καὶ γραφικὰς ἀποδείξεις, ἐστερέωσε δὲ εἰς τὴν τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίαν, τὴν Ὀρθόδοξον πίστιν, καὶ τὴν προσκύνησιν τῶν ἁγίων εἰκόνων ἐβεβαίωσεν. Ὅθεν καὶ πολλὰς κακοπαθείας καὶ τιμωρίας ὑπέμεινεν ὁ ἀοίδιμος ἀπὸ τοὺς εἰκονομάχους, διατὶ ἐπροσκύνει τὰς ἁγίας εἰκόνας, μέσα δὲ εἰς τὰς κακοπαθείας αὐτὰς ἀνεπαύθη, καὶ ἐξεδήμησε πρὸς τὸν Κύριον. Τελεῖται δὲ ἡ αὐτοῦ Σύναξις καὶ ἑορτὴ εἰς τὸν ἁγιώτατον αὐτοῦ Ναόν, ὁ ὁποῖος εὑρίσκεται μέσα εἰς τοὺς Ἁγίους Ἀποστόλους τοὺς μεγάλους, ὅπου εἶναι καὶ τὸ ἅγιον αὐτοῦ λείψανον (2).
(2) Σημείωσαι, ὅτι ὅταν ὁ Ἅγιος οὗτος Μεθόδιος ἦτον ἐξορισμένος ἀπὸ τὸν Θεόφιλον εἰς τὴν νῆσον τοῦ Ἀντιγόνου, καὶ κεκλεισμένος μέσα εἰς ἕνα τάφον ὁμοῦ μὲ δύω λῃστάς, ἔγραψαν αὐτῷ Θεόδωρος καὶ Θεοφάνης οἱ Γραπτοὶ δι’ ἰαμβικῶν στίχων μὲ ἕνα ψαρᾶν οὕτω·
Τῷ ζῶντι νεκρῷ καὶ νεκρῷ ζωηφόρῳ
Ναίοντι τὴν γῆν καὶ πατοῦντι τὸν πόλον
Γραπτοὶ γράφουσι, δέσμιοι τῷ δεσμίῳ.
Πρὸς ἐκείνους δὲ οὗτος ἀπεκρίθη μὲ τὸ αὐτὸ ἰαμβικὸν μέτρον, καὶ μὲ τὸν αὐτὸν ψαρᾶν, οὕτω γράψας·
Τοὺς ταῖς Βίβλοισιν Οὐρανῶν κλησιγράφους
Καὶ πρὸς πρόσωπα σωφρόνως ἐστιγμένους
Προσεῖπεν ὁ ζώθαπτος ὡς συνδεσμίους.
Ἐκεῖ δὲ εἰς τὸν τάφον, ἔφερνεν ἕνας Χριστιανὸς λάδι ἑνὸς ὀβολοῦ, καὶ ἔκαιον εἰς τὴν κανδῆλαν. Μίαν δὲ ἑβδομάδα δὲν ἔφερε λάδι, καὶ ἀνεπλήρονεν ὁ Θεὸς τὸ ἐλλεῖπον διὰ τῆς εὐχῆς τοῦ Ἁγίου. Ἀπέθανε δὲ καὶ ὁ ἕνας λῃστής, καὶ δὲν εἶχε προσταγὴν ὁ Ἅγιος νὰ ἀνοίξῃ τὸν τάφον, καὶ νὰ εὐγάλῃ τὸ σῶμα τοῦ νεκροῦ διὰ νὰ τὸ θάψῃ. Ὅθεν ὑπέμεινεν ὁ ἀοίδιμος γενναίως τὴν βρῶμαν, ὁμοῦ μὲ τὸν ἄλλον λῃστήν, ἡ ὁποία ἦτον μία μεγάλη παιδεία. Φιλολόγος δὲ ὤντας ὁ βασιλεὺς Θεόφιλος, εὑρῆκε μίαν ἀπορίαν εἰς βιβλίον, τὴν ὁποίαν, ἐπειδὴ ὁ Ἰαννὴς καὶ ὁ φιλόσοφος Λέων δὲν ἐδυνήθησαν νὰ λύσουν, ἐπῆρεν αὐτὴν ἕνας κουβικουλάριος, καὶ μὲ θέλημα τοῦ βασιλέως ἐπῆγεν εἰς τὸν Ἅγιον διὰ νὰ τὴν λύσῃ. Ὁ δὲ Μεθόδιος εἶπεν αὐτῷ εὐθύς. Καλῶς ἦλθες ἀδελφὲ κουβικουλάριε Ἰωάννη, οἶδα τίνος χάριν ἐστάλθης παρὰ Θεοφίλου. Ἀλλὰ δός μοι χάρτην καὶ μέλαν. Λαβὼν δὲ ταῦτα ὁ Ἅγιος, ἐν τρισὶ λύσεσιν ἡρμήνευσε τὴν ἀπορίαν. Ὅθεν εὐλαβηθεὶς αὐτὸν ὁ Θεόφιλος, τὸν ἔφερεν εἰς τὰ βασίλεια, χωρὶς ὅμως νὰ τὸν συναναστρέφεται. Ὁ δὲ ἕτερος λῃστὴς ἔμεινεν εἰς τὸν τάφον καὶ ἐθαυματούργει (σελ. 694 τῆς Δωδεκαβίβλου).
*
Μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἱερομάρτυρος Κυρίλλου Ἐπισκόπου Γορτύνης, τῆς ἐν τῇ νήσῳ Κρήτῃ.
Εἰ καὶ γέρων Κύριλλος ἦν ὁ Γορτύνης,
Ἡβῶσαν εἶχε πρὸς ξίφος τὴν καρδίαν.
Οὗτος ὁ Ἅγιος Κύριλλος διαπεράσας τὴν ζωήν του ὁσίως καὶ ἀσκητικῶς, ἐχειροτονήθη Ἐπίσκοπος τῆς ἐν τῇ Κρήτῃ Γορτύνης, κατὰ τὸν ἑξηκοστὸν ὄγδοον χρόνον τῆς ζωῆς του. Ἀφ’ οὗ δὲ ἐκυβέρνησε τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ χρόνους εἰκοσιπέντε, παρεστάθη εἰς τὸν ἡγεμόνα Ἀγριανὸν κατὰ τοὺς χρόνους Διοκλητιανοῦ καὶ Μαξιμιανοῦ, ἐν ἔτει σϞθ΄ [299]. Ὅθεν, ἐπειδὴ ἐκήρυττε παρρησίᾳ τὸν Χριστὸν Θεὸν ἀληθινόν, διὰ τοῦτο ἐδέθη, καὶ ἐρρίφθη μέσα εἰς πυρκαϊάν. Ἀλλά, τὰ μὲν δεσμὰ ἐκάησαν, καὶ τὰ ξύλα ὅλα τῆς πυρκαϊᾶς ἔγιναν στάκτη, ὁ δὲ Ἅγιος ἔμεινεν ἄφλεκτος. Διὰ τοῦτο, τότε μέν, ἀφέθη ἐλεύθερος. Ὕστερον δέ, ἐπειδὴ πολλοὺς Ἕλληνας ἐπίστρεφεν εἰς τὴν πίστιν τοῦ Χριστοῦ, διὰ τοῦτο ἔλαβε τὴν ἀπόφασιν τοῦ θανάτου. Βαλόντες λοιπὸν οἱ ὑπηρέται εἰς τὸ στόμα τοῦ Ἁγίου χαλινάρι, τὸν ἐπεφόρτισαν ἐπάνω εἰς ἕνα ἁμάξι, ἐπειδὴ δὲν ἐδύνετο νὰ περιπατῇ, μὲ τὸ νὰ ἦτον ἐννενήκοντα τριῶν χρόνων γέρωντας. Ὅταν δὲ ἔφθασαν εἰς ἕνα τόπον ὀνομαζόμενον Ῥάξον, ἐκεῖ ἐστάθησαν τὰ βόδια τοῦ ἁμαξίου ἀπὸ λόγου των. Διατὶ ἦλθε φωνὴ ἀπὸ τὸν οὐρανόν, ἡ ὁποία ἐπρόσταξεν, ὅτι ἐκεῖ νὰ σταθῶσιν. Ὅθεν κλίνας τὸν λαιμόν του ὑποκάτω εἰς τὸ σπαθί, ἀπεκεφαλίσθη, καὶ ἔτζι ἔλαβεν ὁ μακάριος διπλοῦς τοὺς στεφάνους, καὶ ὡς Ἱεράρχης, καὶ ὡς ἀθλητὴς τοῦ Κυρίου (3).
(3) Σημειοῦμεν ἐνταῦθα, ὅτι παρὰ τῷ Δοσιθέῳ Ἱεροσολύμων, φέρεται καὶ ἄλλος Κύριλλος Γορτύνης Ἱερομάρτυς. Θωμᾶς γάρ τις ὑποκριθείς, ὅτι εἶναι υἱὸς Κωνσταντίνου βασιλέως τοῦ τυφλωθέντος ἐν ἔτει ψπ΄ [780], ἦλθε κατὰ τῆς Κωνσταντινουπόλεως μὲ βοήθειαν διαφόρων γενῶν, κινήσας ἀπὸ Συρίας, καὶ ἐκράτησεν ὁ πόλεμος ἔτη τρία. Ὅθεν εὑρόντες ἄδειαν οἱ Σαρακηνοί, ἔλαβον τὴν Σικελίαν, τὴν Καλαβρίαν, καὶ ἄλλους τόπους τῆς Ἰταλίας, εἰς δὲ τὴν Κρήτην καὶ ἐκατοίκησαν. Ὅθεν ἔκτισαν τὸν Χάνδακα, καὶ ἐσκλάβωσαν ἐννενήκοντα πόλεις. Κύριλλος δὲ ὁ Γορτύνης πιασθεὶς παρ’ αὐτῶν, ἐπειδὴ οὐκ ἠρνήθη τὸν Χριστόν, ἐσφάγη ἀπὸ αὐτούς. Ἔβρυε δὲ τὸ αἷμα αὐτοῦ μῦρον, ὥστε ὁποῦ ἀπεσπόγγιζον μὲν τὸ αἷμα μὲ σπόγγους, ἀλλὰ τοῦ αἵματος τὸ χρῶμα ἔμενεν ἀναλλοίωτον (σελ. 979 τῆς Δωδεκαβίβλου).
*
Ἡ Ὁσία Ἰουλίττα ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται.
Τὴν Ἰουλίτταν ἐξάγει τοῦ σαρκίου,
Ὁ σὰρξ δι’ ἡμᾶς τοῦ Θεοῦ φανεὶς Λόγος.
*
Ὁ Ὅσιος Νήφων ὁ ἐν τῷ ὄρει τοῦ Ἄθω ἀσκήσας, κατὰ τὸ ἔτος ͵ατλ΄ [1330], ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται.
Νήφων ὁ Νήφων ἐστὶν ἐκ τῶν πραγμάτων,
Νήψει νοὸς γάρ, διέδραμε τὸν βίον (4).
(4) Τὸν Βίον αὐτοῦ ὅρα εἰς τὸ Νέον Ἐκλόγιον. Τούτου εὑρίσκεται καὶ Ἀκολουθία παρὰ τῇ Σκήτει τοῦ Καυσοκαλυβίου.
Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.
Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Γ’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *
Των Αγίων Ελισσαίου του Προφήτου, Μεθοδίου Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, Κυρίλλου Επισκόπου Γορτύνης, Ιουλίττης, Νήφωνος