Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου1 Ιουνίου

Των Αγίων Ιουστίνου του Φιλοσόφου, Ιούστου, Χαρίτωνος, Χαριτούς, Ευελπίστου, Ιέρακος, Παίωνος κ.ά.

Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ

ΜΗΝ ΙΟΥΝΙΟΣ

Μην Ιούνιος (1) έχων ημέρας λ’.

Η ημέρα έχει ώρας ιε’, και η νυξ ώρας θ’.

Άγιος Ιουστίνος ο ΦιλόσοφοςΕις την Α’, μνήμη του Αγίου Μάρτυρος Ιουστίνου του Φιλοσόφου.

Ιουστίνον κώνειον ήρεν εκ βίου,
Ως είθε πρώτους τους πιείν δεδωκότας.

Πρώτη Ιουνίου Ιουστίνε ελλεβορίζη.

Ούτος ήτον από Φλαβίας Νεαπόλεως της Συρίας, υιός Πρίσκου του Βακχείου, κατά τους χρόνους Μάρκου Αυρηλίου του και Αντωνίνου και φιλοσόφου καλουμένου, εν έτει ρξ’ [160], πηγαίνωντας δε εις την Ρώμην, έδωκεν αναφοράν έγγραφον εις τον ρηθέντα βασιλέα κατά της πλάνης των ειδώλων, και απολογίαν υπέρ της πίστεως των Χριστιανών, με την οποίαν, κρατύνει μεν και βεβαιόνοι, την πίστιν των Χριστιανών, κρημνίζει δε και αναιρεί, την πλάνην των ειδώλων, φέρων αποδείξεις και μαρτυρίας, τόσον από τον ορθόν και φυσικόν λόγον, όσον και από τας θείας Γραφάς. Όθεν δια τούτο εφθονήθη από τον φιλόσοφον Κρήσκεντα, και κρυφίως από εκείνον εθανατώθη, και ούτως έλαβεν ο μακάριος τον στέφανον της αθλήσεως.

(1) Ο Ιούνιος είναι όνομα λατινικόν, παραγόμενον από την λέξιν Γιούνο, ο δηλοί την ψευδοθεάν Ήραν, επειδή κατ’ αυτόν τον μήνα ετίμων την Ήραν με τελετάς οι παλαιοί Ρωμάνοι, ή Λατίνοι.

 

*

Τη αυτή ημέρα μνήμη των Αγίων Μαρτύρων Ιούστου, Ιουστίνου, Χαρίτωνος, Χαριτούς της παρθένου, Ευελπίστου, Ιέρακος, Παίωνος, και Λιβεριανού (2).

Εις τον Ιούστον και Ιουστίνον.

Ούπω τεμείν Ιούστον έφθη το ξίφος,
Και την κεφαλήν ην κλίνων Ιουστίνος.

Εις τον Χαρίτωνα και Χαριτώ.

Θείος Χαρίτων και Χαριτώ παρθένος,
Τμηθέντες ευμοιρούσι θείων χαρίτων.

Εις τον Ευέλπιστον.

Εύελπις Ευέλπιστός εστιν εικότως,
Ως κλήρον έξει τον Θεόν τμηθείς κάραν.

Εις τον Ιέρακα.

Ορμά προς άθλους Ιέραξ ως ιέραξ,
Τμηθείς δε θηρά ψυχικήν σωτηρίαν.

Εις τον Παίωνα.

Παίων ο παίων δυσσεβή πίστιν λόγοις,
Χειρί ξιφήρει παίεται κατ’ αυχένος.

Εις τον Λιβεριανόν.

Δείξεις τι και συ τω Θεώ τμηθέν μέλος,
Μελών το κρείττον Λιβεριανέ κάραν.

Ούτοι οι Άγιοι εμαρτύρησαν εις την Ρώμην, κατά τον καιρόν Ρουστικού του επάρχου, οίτινες αφ’ ου υπέμειναν πρότερον πολλά βάσανα, ύστερον απεκεφαλίσθησαν. Λέγεται δε, ότι προ του να αποκεφαλισθούν, ερώτησεν ο έπαρχος τον Άγιον Ιουστίνον, λέγων· Νομίζετε εσείς οι Χριστιανοί, ότι εάν θανατωθήτε δια τον Χριστόν, έχετε να λάβετε αγαθά εις τους Ουρανούς; Ο Άγιος απεκρίθη· Δεν νομίζομεν, καθώς εσύ λέγεις, αλλά έχομεν πληροφορίαν βεβαίαν, ότι ευθύς οπού θανατωθούμεν, θέλουν μας δεχθούν απολαύσεις αγαθών και φιλοφροσύναι, και έτζι με τον λόγον αυτόν απεκεφαλίσθησαν οι μακάριοι, και έλαβον τους στεφάνους του μαρτυρίου.

(2) Εν άλλοις δε γράφεται, Βαλλεριανού.

*

Διήγησις ωφέλιμος γεωργού τινος Μετρίου ονομαζομένου.

Βίος Μετρίου πάσι τοις χριστωνύμοις,
Στήλη πρόκειται αρετών τε και πίναξ.

Εις την τοποθεσίαν της εν τη Γαλατία Παφλαγονίας ήτον ένας γεωργός Μέτριος ονομαζόμενος, ζων με αυτάρκειαν των του σώματος αγαθών. Ούτος λοιπόν βλέπων τον γείτονά του, πως είχε παιδία αρσενικά, τα οποία επιμελείτο να τα ευνουχίση, και να τα αποστείλη εις την Κωνσταντινούπολιν, δια να γένουν ευνούχοι και αξιωματικοί κοντά εις τους κατά καιρόν βασιλείς· τούτο, λέγω, βλέπωντας ο Άγιος ούτος, ετρώθη από τον όμοιον εκείνου ζήλον. Όθεν παρεκάλεσε τον Κύριον, λέγων· Κύριε, ανίσως και εγώ ο δούλος σου είμαι άξιος, χάρισαι και εις εμένα παιδίον αρσενικόν, δια να το έχω και εγώ στήριγμα και βακτηρίαν του γηρατείου μου, και δια να δοξάσω το όνομά σου το Άγιον. Αφ’ ου δε ταύτα επροσευχήθη, έφθασε και η κατ’ έτος γινομένη πανήγυρις εις την Παφλαγονίαν. Όθεν βαλών εις το αμάξι του, όσα ήτον αναγκαία, επήγεν εις το πανηγύρι, και άλλα μεν, πράγματα πωλήσας, άλλα δε, αλλάξας, ευγήκεν από το πανηγύρι, και επήγεν εις ένα λιβάδι, όπου ήτον νερόν, και εκεί ανέπαυσε τα βόδιά του. Βλέπωντας δε κατά γης, ευρίσκει ένα πουγκείον παλαιόν ερριμμένον, το οποίον είχε μέσα χίλια πεντακόσια φλωρία, και πέρνωντας αυτό, το έβαλεν έτζι καθώς ήτον βουλλωμένον επάνω εις το αμάξι, και επήγαινεν εις τον δρόμον του. Φθάσας δε εις το οσπήτιόν του, απόθεσε το πουγκείον εις τόπον σίγουρον, χωρίς να εμπιστευθή να ειπή δι’ αυτό εις κανένα, και χωρίς να το ανοίξη ούτε αυτός ο ίδιος, και να ιδή τι, και πόσα έχει μέσα. Όθεν άν τινας ήθελεν ονομάση τον γεωργόν εκείνον Άγγελον και απαθή, ή άλλον τινά από τους Αγίους και πλησιάζοντας εις τον Θεόν, βέβαια δεν ήθελε ξεπέση από την αλήθειαν.

Αφ’ ου δε επέρασεν ολόκληρος χρόνος, και έφθασε πάλιν το συνειθισμένον πανηγύρι, επήρε πάλιν ο γεωργός το αμάξι του φορτωμένον κατά την συνήθειαν. Ομοίως πέρνωντας και το πουγκείον έτζι καθώς ήτον βουλλωμένον, επήγεν εις το πανηγύρι. Εμβαίνωντας δε με ογλιγωράδα εις το πανηγύρι, επώλησε, και άλλαξεν εκείνα, οπού είχε κατά την συνήθειαν, και πέρνωντας όσα ήτον αναγκαία και χρειώδη δια το οσπήτιόν του, ευγήκεν έξω από το πανηγύρι προτίτερα από όλους, και καθίσας εις το ίδιον λιβάδι, εστοχάζετο τους ανθρώπους, οπού εκείθεν εδιάβαινον. Τότε ο άνθρωπος οπού έχασε τα φλωρία, ήλθεν εις τον τόπον εκείνον, όπου αλησμόνησε το πουγκείον, και βλέπωντας τον γεωργόν, ανεστέναζεν εκ βάθους καρδίας. Ο δε γεωργός είπε προς αυτόν· Ποίος είσαι εσύ κύριε αδελφέ μου; και τι είναι το αίτιον, δια το οποίον πονείς και αναστενάζεις; Ο δε άνθρωπος από τον πόνον της καρδίας του, δεν εδύνετο να λαλήση. Βιάσας δε αυτόν ο γεωργός, μόλις και μετά βίας τον έπεισε να ειπή εις αυτόν. Τι όφελος ευγαίνει, αδελφέ μου, εάν σου ειπώ τον πόνον μου; Απεκρίθη ο γεωργός. Ειπέ, ίσως γαρ και εγώ θέλω σε ωφελήσω, καν με ψιλόν λόγον. Τότε πάλιν εκ βάθους αναστενάξας εκείνος οπού έχασε τα φλωρία, λέγει προς τον γεωργόν. Εγώ, αδελφέ μου, έγινα δόκιμος και επιτήδειος πραγματευτής, και είχον χίλια φλωρία, και λαβών και άσπρα ξένα, έκαμα πραγματείαν πολλήν. Πέρισυ δε ήλθον εις το πανηγύρι, και πωλήσας ο,τι πράγματα είχον, έβαλον μέσα εις ένα σίγουρον πουγκείον χίλια πεντακόσια φλωρία, και δέσας το πουγκείον σίγουρα με σειράδι μεταξωτόν, ευγήκα από το πανηγύρι, και ελθών εις το λιβάδι τούτο, εδώ έχασα το πουγκείον με τα άσπρα. Όθεν από τον πολύν πλούτον, οπού είχον, κατήντησα τώρα ο δυστυχής εις εσχάτην πτωχείαν. Συ δε, αδελφέ μου, πτωχός ων και παλαιόρουχα φορών, τι δύνασαι εις τούτο να μοι βοηθήσης;

Τότε ο γεωργός στοχασθείς από τα λόγιά του, ότι αυτός είναι εν αληθεία εκείνος οπού έχασε το χρυσίον, επήρε το πουγκείον από το αμάξι, και έδειξεν αυτό εις εκείνον, λέγων· Τούτο είναι το πουγκείον οπού έχασες; Ο δε πραγματευτής βλέπων το πουγκείον αιφνιδίως, και μάλιστα διδόμενον από ένα τοιούτον πτωχόν άνθρωπον, υπό της πολλής του χαράς, έπεσε κάτω και έμεινεν ως νεκρός. Ο δε γεωργός πέρνωντας νερόν από την εκεί βρύσιν, έχυσεν αυτό εις το πρόσωπόν του, και μετά ολίγον πιάσας αυτόν από το χέρι, τον εσήκωσεν επάνω και λέγει του· Ειπέ αδελφέ, ανίσως και το πουγκείον τούτο εν αληθεία είναι εδικόν σου. Ο δε πραγματευτής δάκρυα έχωντας εις τους οφθαλμούς, έπεσεν εις τους πόδας του γεωργού, λέγων· Ναι Άγγελε του Θεού, εδικόν μου είναι, και όχι άλλου τινός. Βλέπω δε ότι δεν το άνοιξες, αλλά καθώς το είχον εγώ βουλλωμένον, έτζι το εφύλαξας. Ο δε γεωργός του λέγει· Άνοιξον αυτό έμπροσθέν μου κύριέ μου, και εάν έχη τόσα φλωρία, όσα λέγεις, πιστεύω αναμφιβόλως ότι είναι εδικόν σου. Τότε καθίσαντες και οι δύω, άνοιξαν αυτό, και μετρήσαντες τα άσπρα, ευρήκαν αυτά σωστά χίλια πεντακόσια φλωρία. Πολλά δε εβίασεν ο πραγματευτής τον γεωργόν δια να πάρη από αυτά, τα πεντακόσια φλωρία, πλην δεν εδυνήθη να τον καταπείση. Ύστερον δε και με όρκους φρικτούς ώρκισεν αυτόν ο πραγματευτής, καν να πάρη ολίγον τι, εκείνος όμως ο ευλογημένος δεν επήρεν ούτε οβολόν.

Εσηκώθησαν λοιπόν και οι δύω από εκεί, και ευχαριστήσαντες τω Θεώ, και αποχαιρετίσαντες ένας τον άλλον, επήγαν ο καθ’ ένας εις τον οίκον του χαίροντες και αγαλλιώμενοι. Την νύκτα δε εκείνην, πεσών ο γεωργός εις την μικράν του κλίνην, απεκοιμήθη, και ιδού ήλθεν εις αυτόν ένας Άγγελος λαμπροφανής, και του λέγει· Επειδή εσύ έτζι έκαμες, δια τούτο ιδού ο Θεός εχάρισέ σοι παιδίον αρσενικόν, και θέλεις κάμης εις αυτό εκείνο οπού βούλεσαι. Το οποίον αφ’ ου απογαλακτισθή, και έμβη μέσα εις την Κωνσταντινούπολιν, θέλει δοξασθή εις την γην, και θέλει γεμίσει όλον το γένος σου από κάθε αγαθόν. Εξυπνήσας δε ο γεωργός, εδόξασε τον Θεόν. Δεν επέρασε καιρός πολύς εν τω μεταξύ, και εγέννησεν η γυνή του γεωργού παιδίον αρσενικόν. Και τότε πάλιν ήλθεν εις αυτόν Άγγελος Κυρίου, και λέγει του· Κωνσταντίνος θέλει ονομασθή το παιδίον σου. Αφ’ ου δε ωνομάσθη έτζι το παιδίον εν τω Αγίω Βαπτίσματι, και απεγαλακτίσθη, και αφ’ ου έμαθεν ολίγα τινά ιερά γράμματα, τότε επήγεν εις την Κωνσταντινούπολιν. Επήρε δε τούτο η βασίλισσα, και το οικειοποίησεν εις τον βασιλέα Λέοντα τον Σοφόν, τον υιόν του Βασιλείου Μακεδόνος. Ο οποίος τόσον πολλά εδόξασε και ύψωσε το παιδίον, ώστε οπού απεκατέστησεν αυτό και πατρίκιον, και παρακοιμώμενον. Όθεν εκ τούτου ενεπλήσθησαν από κάθε αγαθόν οι γονείς του, και όλον το γένος του (3).

(3) Τούτον τον ευλογημένον και χαριτωμένον Μέτριον πρέπει να μιμώνται και οι τωρινοί Χριστιανοί, ίνα και της ίσης αυτού ευτυχίας τύχωσιν. Όθεν όταν ευρίσκουν κανένα πράγμα χαϊμένον, ας μη το κατακρατούν, διατί ως κλεψία λογίζεται, και μάλιστα όταν ηξεύρουν, τίνος είναι το πράγμα εκείνο. Αλλά ας το διαλαλούν, και όταν ευρεθή εκείνος οπού το έχει, ας το δίδουν χωρίς να ζητούν ευρετίκια. Ούτω γαρ πρέπει να κάμνουν οι Χριστιανοί κατά τον ια’ Κανόνα του Αγίου Γρηγορίου του Νεοκαισαρείας λέγοντος· «Τους την εντολήν πληρούντας, εκτός αισχροκερδείας πάσης πληρούν δει, μήτε μήνυτρα, ή σώστρα, ή εύρητρα, ή ω ονόματι ταύτα καλούσιν, απαιτούντας».

*

Ο Άγιος Μάρτυς Νέων, ξίφει τελειούται.

Ερυθρόν ημίν η Γραφή πόντον λέγει,
Και γην ερυθράν εκτελεί τμηθείς Νέων.

*

Ο Άγιος Ιερομάρτυς και Επίσκοπος Πύρρος ο παρθένος, εν ειρήνη τελειούται.

Έστησε Πύρρος πύργον αγνείας μέγαν,
Δι’ ου θεωρεί τον Θεόν χουν θεις κάτω.

*

Ο Άγιος Μάρτυς Φίρμος, ξίφει τελειούται.

Πολλάς ο Φίρμος υπομείνας βασάνους,
Πολλάς και εύρεν ανταμείψεις εν πόλω.

Ούτος ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Μαξιμιανού, εν έτει σϞθ’ [299]. Πιασθείς δε δια την του Χριστού πίστιν, εφέρθη εις τον Μάγον (4). Και επειδή δεν επείσθη να θυσιάση εις τα είδωλα, εγύμνωσαν αυτόν πρώτον, και έδειραν με νεύρα. Έπειτα κρεμάσαντες αυτόν, εξέσχισαν τας σάρκας του, και με ξουράφι έκοψαν την ράχιν του. Είτα εύγαλαν τα κόκκαλά του από τας αρμονίας και κλείδωσές των. Μετά ταύτα κατέκοψαν με μαχαίρια την κοιλίαν και τας άντζας και τα μηρία του, ύστερον εκτύπησαν τούτον με πέτρας. Και τελευταίον απεκεφάλισαν αυτόν, και έτζι έλαβεν ο μακάριος του μαρτυρίου τον στέφανον.

(4) Τούτο φαίνεται να ήτον κύριον όνομα του ηγεμόνος.

*

Μνήμη του Αγίου Μάρτυρος Θεσπεσίου.

Τωόντι Θεσπέσιος εκ των πραγμάτων,
Μάρτυς δέδειξαι Θεσπέσιε τω ξίφει.

Ούτος ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Αλεξάνδρου Σεβήρου, εν έτει σκβ’ [222]. Εκατάγετο δε από την Καππαδοκίαν. Δια δε την εις Χριστόν ομολογίαν πιασθείς από τον Συμπλίκιον, τον άρχοντα της Καππαδοκίας, εφέρθη εις τον ναόν των ειδώλων δια να θυσιάση εις αυτά, και επειδή δεν επείσθη, αλλά μάλλον επεριγέλασε τα είδωλα, δια τούτο εκρέμασαν αυτόν, και έξεσαν τας σάρκας του. Έπειτα έβαλον αυτόν μέσα εις ένα πυρωμένον φούρνον, από τον οποίον εφυλάχθη αβλαβής με την χάριν του Χριστού. Ύστερον εφέρθη πάλιν εις τον ναόν των ειδώλων, όπου επρόσφεραν οι Έλληνες θυσίας, και πλησιάσας κοντά εις τον βωμόν, εκρήμνισεν αυτόν. Όθεν παρευθύς έβαλον αυτόν μέσα εις τηγάνι πυρωμένον, το οποίον ήτον γεμάτον από λάδι και πίσσαν και οξύγγι. Και αφ’ ου έμεινε μέσα εις αυτό δύω ημέρας, ευγήκεν αβλαβής, χωρίς να έχη καύσιμον εις κανένα μέρος του σώματός του. Όθεν δια του θαύματος τούτου, πολλούς Έλληνας ετράβιξεν εις την πίστιν του Χριστού. Τελευταίον δε, εύγαλαν αυτόν έξω της πόλεως και τον απεκεφάλισαν, και ούτως ανέβη η μακαρία του ψυχή στεφανηφόρος εις τα Ουράνια (5).

(5) Περιττώς γράφεται εδώ παρά τοις τετυπωμένοις Μηναίοις, η μνήμη Ερμύλου και Στρατονίκου. Αύτη γαρ προεγράφη κατά την δεκάτην τρίτην του Ιαννουαρίου, όπου γράφεται και το Συναξάριον αυτών. Ομοίως περιττώς γράφεται και η μνήμη Υπατίου Επισκόπου Γαγγρών. Αύτη γαρ γράφεται κατά την δεκάτην πέμπτην του Νοεμβρίου.

Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.

Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.

 * * *

 

 

ΜΗΝ ΙΟΥΝΙΟΣ

Μὴν Ἰούνιος (1) ἔχων ἡμέρας λ΄.

Ἡ ἡμέρα ἔχει ὥρας ιε΄, καὶ ἡ νὺξ ὥρας θ΄.

Άγιος Ιουστίνος ο ΦιλόσοφοςΕἰς τὴν Α΄, μνήμη τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Ἰουστίνου τοῦ Φιλοσόφου.

Ἰουστῖνον κώνειον ἦρεν ἐκ βίου,
Ὡς εἴθε πρώτους τοὺς πιεῖν δεδωκότας.

Πρώτῃ Ἰουνίου Ἰουστῖνε ἐλλεβορίζῃ.

Οὗτος ἦτον ἀπὸ Φλαβίας Νεαπόλεως τῆς Συρίας, υἱὸς Πρίσκου τοῦ Βακχείου, κατὰ τοὺς χρόνους Μάρκου Αὐρηλίου τοῦ καὶ Ἀντωνίνου καὶ φιλοσόφου καλουμένου, ἐν ἔτει ρξ΄ [160], πηγαίνωντας δὲ εἰς τὴν Ῥώμην, ἔδωκεν ἀναφορὰν ἔγγραφον εἰς τὸν ῥηθέντα βασιλέα κατὰ τῆς πλάνης τῶν εἰδώλων, καὶ ἀπολογίαν ὑπὲρ τῆς πίστεως τῶν Χριστιανῶν, μὲ τὴν ὁποίαν, κρατύνει μὲν καὶ βεβαιόνοι, τὴν πίστιν τῶν Χριστιανῶν, κρημνίζει δὲ καὶ ἀναιρεῖ, τὴν πλάνην τῶν εἰδώλων, φέρων ἀποδείξεις καὶ μαρτυρίας, τόσον ἀπὸ τὸν ὀρθὸν καὶ φυσικὸν λόγον, ὅσον καὶ ἀπὸ τὰς θείας Γραφάς. Ὅθεν διὰ τοῦτο ἐφθονήθη ἀπὸ τὸν φιλόσοφον Κρήσκεντα, καὶ κρυφίως ἀπὸ ἐκεῖνον ἐθανατώθη, καὶ οὕτως ἔλαβεν ὁ μακάριος τὸν στέφανον τῆς ἀθλήσεως.

(1) Ὁ Ἰούνιος εἶναι ὄνομα λατινικόν, παραγόμενον ἀπὸ τὴν λέξιν Γιοῦνο, ὃ δηλοῖ τὴν ψευδοθεὰν Ἥραν, ἐπειδὴ κατ’ αὐτὸν τὸν μῆνα ἐτίμων τὴν Ἥραν μὲ τελετὰς οἱ παλαιοὶ Ῥωμάνοι, ἢ Λατῖνοι.

 

*

Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τῶν Ἁγίων Μαρτύρων Ἰούστου, Ἰουστίνου, Χαρίτωνος, Χαριτοῦς τῆς παρθένου, Εὐελπίστου, Ἱέρακος, Παίωνος, καὶ Λιβεριανοῦ (2).

Εἰς τὸν Ἰοῦστον καὶ Ἰουστῖνον.

Οὔπω τεμεῖν Ἰοῦστον ἔφθη τὸ ξίφος,
Καὶ τὴν κεφαλὴν ἦν κλίνων Ἰουστῖνος.

Εἰς τὸν Χαρίτωνα καὶ Χαριτώ.

Θεῖος Χαρίτων καὶ Χαριτὼ παρθένος,
Τμηθέντες εὐμοιροῦσι θείων χαρίτων.

Εἰς τὸν Εὐέλπιστον.

Εὔελπις Εὐέλπιστός ἐστιν εἰκότως,
Ὡς κλῆρον ἕξει τὸν Θεὸν τμηθεὶς κάραν.

Εἰς τὸν Ἱέρακα.

Ὁρμᾷ πρὸς ἄθλους Ἱέραξ ὡς ἱέραξ,
Τμηθεὶς δὲ θηρᾷ ψυχικὴν σωτηρίαν.

Εἰς τὸν Παίωνα.

Παίων ὁ παίων δυσσεβῆ πίστιν λόγοις,
Χειρὶ ξιφήρει παίεται κατ’ αὐχένος.

Εἰς τὸν Λιβεριανόν.

Δείξεις τι καὶ σὺ τῷ Θεῷ τμηθὲν μέλος,
Μελῶν τὸ κρεῖττον Λιβεριανὲ κάραν.

Οὗτοι οἱ Ἅγιοι ἐμαρτύρησαν εἰς τὴν Ῥώμην, κατὰ τὸν καιρὸν Ῥουστικοῦ τοῦ ἐπάρχου, οἵτινες ἀφ’ οὗ ὑπέμειναν πρότερον πολλὰ βάσανα, ὕστερον ἀπεκεφαλίσθησαν. Λέγεται δέ, ὅτι πρὸ τοῦ νὰ ἀποκεφαλισθοῦν, ἐρώτησεν ὁ ἔπαρχος τὸν Ἅγιον Ἰουστῖνον, λέγων· Νομίζετε ἐσεῖς οἱ Χριστιανοί, ὅτι ἐὰν θανατωθῆτε διὰ τὸν Χριστόν, ἔχετε νὰ λάβετε ἀγαθὰ εἰς τοὺς Οὐρανούς; Ὁ Ἅγιος ἀπεκρίθη· Δὲν νομίζομεν, καθὼς ἐσὺ λέγεις, ἀλλὰ ἔχομεν πληροφορίαν βεβαίαν, ὅτι εὐθὺς ὁποῦ θανατωθοῦμεν, θέλουν μᾶς δεχθοῦν ἀπολαύσεις ἀγαθῶν καὶ φιλοφροσύναι, καὶ ἔτζι μὲ τὸν λόγον αὐτὸν ἀπεκεφαλίσθησαν οἱ μακάριοι, καὶ ἔλαβον τοὺς στεφάνους τοῦ μαρτυρίου.

(2) Ἐν ἄλλοις δὲ γράφεται, Βαλλεριανοῦ.

*

Διήγησις ὠφέλιμος γεωργοῦ τινος Μετρίου ὀνομαζομένου.

Βίος Μετρίου πᾶσι τοῖς χριστωνύμοις,
Στήλη πρόκειται ἀρετῶν τε καὶ πίναξ.

Εἰς τὴν τοποθεσίαν τῆς ἐν τῇ Γαλατίᾳ Παφλαγονίας ἦτον ἕνας γεωργὸς Μέτριος ὀνομαζόμενος, ζῶν μὲ αὐτάρκειαν τῶν τοῦ σώματος ἀγαθῶν. Οὗτος λοιπὸν βλέπων τὸν γείτονά του, πῶς εἶχε παιδία ἀρσενικά, τὰ ὁποῖα ἐπιμελεῖτο νὰ τὰ εὐνουχίσῃ, καὶ νὰ τὰ ἀποστείλῃ εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν, διὰ νὰ γένουν εὐνοῦχοι καὶ ἀξιωματικοὶ κοντὰ εἰς τοὺς κατὰ καιρὸν βασιλεῖς· τοῦτο, λέγω, βλέπωντας ὁ Ἅγιος οὗτος, ἐτρώθη ἀπὸ τὸν ὅμοιον ἐκείνου ζῆλον. Ὅθεν παρεκάλεσε τὸν Κύριον, λέγων· Κύριε, ἀνίσως καὶ ἐγὼ ὁ δοῦλός σου εἶμαι ἄξιος, χάρισαι καὶ εἰς ἐμένα παιδίον ἀρσενικόν, διὰ νὰ τὸ ἔχω καὶ ἐγὼ στήριγμα καὶ βακτηρίαν τοῦ γηρατείου μου, καὶ διὰ νὰ δοξάσω τὸ ὄνομά σου τὸ Ἅγιον. Ἀφ’ οὗ δὲ ταῦτα ἐπροσευχήθη, ἔφθασε καὶ ἡ κατ’ ἔτος γινομένη πανήγυρις εἰς τὴν Παφλαγονίαν. Ὅθεν βαλὼν εἰς τὸ ἁμάξι του, ὅσα ἦτον ἀναγκαῖα, ἐπῆγεν εἰς τὸ πανηγύρι, καὶ ἄλλα μέν, πράγματα πωλήσας, ἄλλα δέ, ἀλλάξας, εὐγῆκεν ἀπὸ τὸ πανηγύρι, καὶ ἐπῆγεν εἰς ἕνα λιβάδι, ὅπου ἦτον νερόν, καὶ ἐκεῖ ἀνέπαυσε τὰ βόδιά του. Βλέπωντας δὲ κατὰ γῆς, εὑρίσκει ἕνα πουγκεῖον παλαιὸν ἐρριμμένον, τὸ ὁποῖον εἶχε μέσα χίλια πεντακόσια φλωρία, καὶ πέρνωντας αὐτό, τὸ ἔβαλεν ἔτζι καθὼς ἦτον βουλλωμένον ἐπάνω εἰς τὸ ἁμάξι, καὶ ἐπήγαινεν εἰς τὸν δρόμον του. Φθάσας δὲ εἰς τὸ ὁσπήτιόν του, ἀπόθεσε τὸ πουγκεῖον εἰς τόπον σίγουρον, χωρὶς νὰ ἐμπιστευθῇ νὰ εἰπῇ δι’ αὐτὸ εἰς κᾀνένα, καὶ χωρὶς νὰ τὸ ἀνοίξῃ οὔτε αὐτὸς ὁ ἴδιος, καὶ νὰ ἰδῇ τί, καὶ πόσα ἔχει μέσα. Ὅθεν ἄν τινας ἤθελεν ὀνομάσῃ τὸν γεωργὸν ἐκεῖνον Ἄγγελον καὶ ἀπαθῆ, ἢ ἄλλον τινα ἀπὸ τοὺς Ἁγίους καὶ πλησιάζοντας εἰς τὸν Θεόν, βέβαια δὲν ἤθελε ξεπέσῃ ἀπὸ τὴν ἀλήθειαν.

Ἀφ’ οὗ δὲ ἐπέρασεν ὁλόκληρος χρόνος, καὶ ἔφθασε πάλιν τὸ συνειθισμένον πανηγύρι, ἐπῆρε πάλιν ὁ γεωργὸς τὸ ἁμάξι του φορτωμένον κατὰ τὴν συνήθειαν. Ὁμοίως πέρνωντας καὶ τὸ πουγκεῖον ἔτζι καθὼς ἦτον βουλλωμένον, ἐπῆγεν εἰς τὸ πανηγύρι. Ἐμβαίνωντας δὲ μὲ ὀγλιγωράδα εἰς τὸ πανηγύρι, ἐπώλησε, καὶ ἄλλαξεν ἐκεῖνα, ὁποῦ εἶχε κατὰ τὴν συνήθειαν, καὶ πέρνωντας ὅσα ἦτον ἀναγκαῖα καὶ χρειώδη διὰ τὸ ὁσπήτιόν του, εὐγῆκεν ἔξω ἀπὸ τὸ πανηγύρι προτίτερα ἀπὸ ὅλους, καὶ καθίσας εἰς τὸ ἴδιον λιβάδι, ἐστοχάζετο τοὺς ἀνθρώπους, ὁποῦ ἐκεῖθεν ἐδιάβαινον. Τότε ὁ ἄνθρωπος ὁποῦ ἔχασε τὰ φλωρία, ἦλθεν εἰς τὸν τόπον ἐκεῖνον, ὅπου ἀλησμόνησε τὸ πουγκεῖον, καὶ βλέπωντας τὸν γεωργόν, ἀνεστέναζεν ἐκ βάθους καρδίας. Ὁ δὲ γεωργὸς εἶπε πρὸς αὐτόν· Ποῖος εἶσαι ἐσὺ κύριε ἀδελφέ μου; καὶ τί εἶναι τὸ αἴτιον, διὰ τὸ ὁποῖον πονεῖς καὶ ἀναστενάζεις; Ὁ δὲ ἄνθρωπος ἀπὸ τὸν πόνον τῆς καρδίας του, δὲν ἐδύνετο νὰ λαλήσῃ. Βιάσας δὲ αὐτὸν ὁ γεωργός, μόλις καὶ μετὰ βίας τὸν ἔπεισε νὰ εἰπῇ εἰς αὐτόν. Τί ὄφελος εὐγαίνει, ἀδελφέ μου, ἐὰν σοῦ εἰπῶ τὸν πόνον μου; Ἀπεκρίθη ὁ γεωργός. Εἰπέ, ἴσως γὰρ καὶ ἐγὼ θέλω σὲ ὠφελήσω, κᾂν μὲ ψιλὸν λόγον. Τότε πάλιν ἐκ βάθους ἀναστενάξας ἐκεῖνος ὁποῦ ἔχασε τὰ φλωρία, λέγει πρὸς τὸν γεωργόν. Ἐγώ, ἀδελφέ μου, ἔγινα δόκιμος καὶ ἐπιτήδειος πραγματευτής, καὶ εἶχον χίλια φλωρία, καὶ λαβὼν καὶ ἄσπρα ξένα, ἔκαμα πραγματείαν πολλήν. Πέρισυ δὲ ἦλθον εἰς τὸ πανηγύρι, καὶ πωλήσας ὅ,τι πράγματα εἶχον, ἔβαλον μέσα εἰς ἕνα σίγουρον πουγκεῖον χίλια πεντακόσια φλωρία, καὶ δέσας τὸ πουγκεῖον σίγουρα μὲ σειράδι μεταξωτόν, εὐγῆκα ἀπὸ τὸ πανηγύρι, καὶ ἐλθὼν εἰς τὸ λιβάδι τοῦτο, ἐδῶ ἔχασα τὸ πουγκεῖον μὲ τὰ ἄσπρα. Ὅθεν ἀπὸ τὸν πολὺν πλοῦτον, ὁποῦ εἶχον, κατήντησα τώρα ὁ δυστυχὴς εἰς ἐσχάτην πτωχείαν. Σὺ δέ, ἀδελφέ μου, πτωχὸς ὢν καὶ παλαιόρουχα φορῶν, τί δύνασαι εἰς τοῦτο νὰ μοὶ βοηθήσῃς;

Τότε ὁ γεωργὸς στοχασθεὶς ἀπὸ τὰ λόγιά του, ὅτι αὐτὸς εἶναι ἐν ἀληθείᾳ ἐκεῖνος ὁποῦ ἔχασε τὸ χρυσίον, ἐπῆρε τὸ πουγκεῖον ἀπὸ τὸ ἁμάξι, καὶ ἔδειξεν αὐτὸ εἰς ἐκεῖνον, λέγων· Τοῦτο εἶναι τὸ πουγκεῖον ὁποῦ ἔχασες; Ὁ δὲ πραγματευτὴς βλέπων τὸ πουγκεῖον αἰφνιδίως, καὶ μάλιστα διδόμενον ἀπὸ ἕνα τοιοῦτον πτωχὸν ἄνθρωπον, ὑπὸ τῆς πολλῆς του χαρᾶς, ἔπεσε κάτω καὶ ἔμεινεν ὡς νεκρός. Ὁ δὲ γεωργὸς πέρνωντας νερὸν ἀπὸ τὴν ἐκεῖ βρύσιν, ἔχυσεν αὐτὸ εἰς τὸ πρόσωπόν του, καὶ μετὰ ὀλίγον πιάσας αὐτὸν ἀπὸ τὸ χέρι, τὸν ἐσήκωσεν ἐπάνω καὶ λέγει του· Εἰπὲ ἀδελφέ, ἀνίσως καὶ τὸ πουγκεῖον τοῦτο ἐν ἀληθείᾳ εἶναι ἐδικόν σου. Ὁ δὲ πραγματευτὴς δάκρυα ἔχωντας εἰς τοὺς ὀφθαλμούς, ἔπεσεν εἰς τοὺς πόδας τοῦ γεωργοῦ, λέγων· Ναὶ Ἄγγελε τοῦ Θεοῦ, ἐδικόν μου εἶναι, καὶ ὄχι ἄλλου τινος. Βλέπω δὲ ὅτι δὲν τὸ ἄνοιξες, ἀλλὰ καθὼς τὸ εἶχον ἐγὼ βουλλωμένον, ἔτζι τὸ ἐφύλαξας. Ὁ δὲ γεωργὸς τοῦ λέγει· Ἄνοιξον αὐτὸ ἔμπροσθέν μου κύριέ μου, καὶ ἐὰν ἔχῃ τόσα φλωρία, ὅσα λέγεις, πιστεύω ἀναμφιβόλως ὅτι εἶναι ἐδικόν σου. Τότε καθίσαντες καὶ οἱ δύω, ἄνοιξαν αὐτό, καὶ μετρήσαντες τὰ ἄσπρα, εὑρῆκαν αὐτὰ σωστὰ χίλια πεντακόσια φλωρία. Πολλὰ δὲ ἐβίασεν ὁ πραγματευτὴς τὸν γεωργὸν διὰ νὰ πάρῃ ἀπὸ αὐτά, τὰ πεντακόσια φλωρία, πλὴν δὲν ἐδυνήθη νὰ τὸν καταπείσῃ. Ὕστερον δὲ καὶ μὲ ὅρκους φρικτοὺς ὥρκισεν αὐτὸν ὁ πραγματευτής, κᾂν νὰ πάρῃ ὀλίγον τι, ἐκεῖνος ὅμως ὁ εὐλογημένος δὲν ἐπῆρεν οὔτε ὀβολόν.

Ἐσηκώθησαν λοιπὸν καὶ οἱ δύω ἀπὸ ἐκεῖ, καὶ εὐχαριστήσαντες τῷ Θεῷ, καὶ ἀποχαιρετίσαντες ἕνας τὸν ἄλλον, ἐπῆγαν ὁ καθ’ ἕνας εἰς τὸν οἶκόν του χαίροντες καὶ ἀγαλλιώμενοι. Τὴν νύκτα δὲ ἐκείνην, πεσὼν ὁ γεωργὸς εἰς τὴν μικράν του κλίνην, ἀπεκοιμήθη, καὶ ἰδοὺ ἦλθεν εἰς αὐτὸν ἕνας Ἄγγελος λαμπροφανής, καὶ τοῦ λέγει· Ἐπειδὴ ἐσὺ ἔτζι ἔκαμες, διὰ τοῦτο ἰδοὺ ὁ Θεὸς ἐχάρισέ σοι παιδίον ἀρσενικόν, καὶ θέλεις κάμῃς εἰς αὐτὸ ἐκεῖνο ὁποῦ βούλεσαι. Τὸ ὁποῖον ἀφ’ οὗ ἀπογαλακτισθῇ, καὶ ἔμβῃ μέσα εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν, θέλει δοξασθῆ εἰς τὴν γῆν, καὶ θέλει γεμίσει ὅλον τὸ γένος σου ἀπὸ κάθε ἀγαθόν. Ἐξυπνήσας δὲ ὁ γεωργός, ἐδόξασε τὸν Θεόν. Δὲν ἐπέρασε καιρὸς πολὺς ἐν τῷ μεταξύ, καὶ ἐγέννησεν ἡ γυνὴ τοῦ γεωργοῦ παιδίον ἀρσενικόν. Καὶ τότε πάλιν ἦλθεν εἰς αὐτὸν Ἄγγελος Κυρίου, καὶ λέγει του· Κωνσταντῖνος θέλει ὀνομασθῆ τὸ παιδίον σου. Ἀφ’ οὗ δὲ ὠνομάσθη ἔτζι τὸ παιδίον ἐν τῷ Ἁγίῳ Βαπτίσματι, καὶ ἀπεγαλακτίσθη, καὶ ἀφ’ οὗ ἔμαθεν ὀλίγα τινα ἱερὰ γράμματα, τότε ἐπῆγεν εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν. Ἐπῆρε δὲ τοῦτο ἡ βασίλισσα, καὶ τὸ οἰκειοποίησεν εἰς τὸν βασιλέα Λέοντα τὸν Σοφόν, τὸν υἱὸν τοῦ Βασιλείου Μακεδόνος. Ὁ ὁποῖος τόσον πολλὰ ἐδόξασε καὶ ὕψωσε τὸ παιδίον, ὥστε ὁποῦ ἀπεκατέστησεν αὐτὸ καὶ πατρίκιον, καὶ παρακοιμώμενον. Ὅθεν ἐκ τούτου ἐνεπλήσθησαν ἀπὸ κάθε ἀγαθὸν οἱ γονεῖς του, καὶ ὅλον τὸ γένος του (3).

(3) Τοῦτον τὸν εὐλογημένον καὶ χαριτωμένον Μέτριον πρέπει νὰ μιμῶνται καὶ οἱ τωρινοὶ Χριστιανοί, ἵνα καὶ τῆς ἴσης αὐτοῦ εὐτυχίας τύχωσιν. Ὅθεν ὅταν εὑρίσκουν κᾀνένα πρᾶγμα χαϊμένον, ἂς μὴ τὸ κατακρατοῦν, διατὶ ὡς κλεψία λογίζεται, καὶ μάλιστα ὅταν ἠξεύρουν, τίνος εἶναι τὸ πρᾶγμα ἐκεῖνο. Ἀλλὰ ἂς τὸ διαλαλοῦν, καὶ ὅταν εὑρεθῇ ἐκεῖνος ὁποῦ τὸ ἔχει, ἂς τὸ δίδουν χωρὶς νὰ ζητοῦν εὑρετίκια. Οὕτω γὰρ πρέπει νὰ κάμνουν οἱ Χριστιανοὶ κατὰ τὸν ια΄ Κανόνα τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Νεοκαισαρείας λέγοντος· «Τοὺς τὴν ἐντολὴν πληροῦντας, ἐκτὸς αἰσχροκερδείας πάσης πληροῦν δεῖ, μήτε μήνυτρα, ἢ σῶστρα, ἢ εὕρητρα, ἢ ᾧ ὀνόματι ταῦτα καλοῦσιν, ἀπαιτοῦντας».

*

Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Νέων, ξίφει τελειοῦται.

Ἐρυθρὸν ἡμῖν ἡ Γραφὴ πόντον λέγει,
Καὶ γῆν ἐρυθρὰν ἐκτελεῖ τμηθεὶς Νέων.

*

Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς καὶ Ἐπίσκοπος Πύρρος ὁ παρθένος, ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται.

Ἔστησε Πύρρος πύργον ἁγνείας μέγαν,
Δι’ οὗ θεωρεῖ τὸν Θεὸν χοῦν θεὶς κάτω.

*

Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Φίρμος, ξίφει τελειοῦται.

Πολλὰς ὁ Φίρμος ὑπομείνας βασάνους,
Πολλὰς καὶ εὗρεν ἀνταμείψεις ἐν πόλῳ.

Οὗτος ἦτον κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Μαξιμιανοῦ, ἐν ἔτει σϞθ΄ [299]. Πιασθεὶς δὲ διὰ τὴν τοῦ Χριστοῦ πίστιν, ἐφέρθη εἰς τὸν Μάγον (4). Καὶ ἐπειδὴ δὲν ἐπείσθη νὰ θυσιάσῃ εἰς τὰ εἴδωλα, ἐγύμνωσαν αὐτὸν πρῶτον, καὶ ἔδειραν μὲ νεῦρα. Ἔπειτα κρεμάσαντες αὐτόν, ἐξέσχισαν τὰς σάρκας του, καὶ μὲ ξουράφι ἔκοψαν τὴν ῥάχιν του. Εἶτα εὔγαλαν τὰ κόκκαλά του ἀπὸ τὰς ἁρμονίας καὶ κλείδωσές των. Μετὰ ταῦτα κατέκοψαν μὲ μαχαίρια τὴν κοιλίαν καὶ τὰς ἄντζας καὶ τὰ μηρία του, ὕστερον ἐκτύπησαν τοῦτον μὲ πέτρας. Καὶ τελευταῖον ἀπεκεφάλισαν αὐτόν, καὶ ἔτζι ἔλαβεν ὁ μακάριος τοῦ μαρτυρίου τὸν στέφανον.

(4) Τοῦτο φαίνεται νὰ ἦτον κύριον ὄνομα τοῦ ἡγεμόνος.

*

Μνήμη τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Θεσπεσίου.

Τῳόντι Θεσπέσιος ἐκ τῶν πραγμάτων,
Μάρτυς δέδειξαι Θεσπέσιε τῷ ξίφει.

Οὗτος ἦτον κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Ἀλεξάνδρου Σεβήρου, ἐν ἔτει σκβ΄ [222]. Ἐκατάγετο δὲ ἀπὸ τὴν Καππαδοκίαν. Διὰ δὲ τὴν εἰς Χριστὸν ὁμολογίαν πιασθεὶς ἀπὸ τὸν Συμπλίκιον, τὸν ἄρχοντα τῆς Καππαδοκίας, ἐφέρθη εἰς τὸν ναὸν τῶν εἰδώλων διὰ νὰ θυσιάσῃ εἰς αὐτά, καὶ ἐπειδὴ δὲν ἐπείσθη, ἀλλὰ μᾶλλον ἐπεριγέλασε τὰ εἴδωλα, διὰ τοῦτο ἐκρέμασαν αὐτόν, καὶ ἔξεσαν τὰς σάρκας του. Ἔπειτα ἔβαλον αὐτὸν μέσα εἰς ἕνα πυρωμένον φοῦρνον, ἀπὸ τὸν ὁποῖον ἐφυλάχθη ἀβλαβὴς μὲ τὴν χάριν τοῦ Χριστοῦ. Ὕστερον ἐφέρθη πάλιν εἰς τὸν ναὸν τῶν εἰδώλων, ὅπου ἐπρόσφεραν οἱ Ἕλληνες θυσίας, καὶ πλησιάσας κοντὰ εἰς τὸν βωμόν, ἐκρήμνισεν αὐτόν. Ὅθεν παρευθὺς ἔβαλον αὐτὸν μέσα εἰς τηγάνι πυρωμένον, τὸ ὁποῖον ἦτον γεμάτον ἀπὸ λάδι καὶ πίσσαν καὶ ὀξύγγι. Καὶ ἀφ’ οὗ ἔμεινε μέσα εἰς αὐτὸ δύω ἡμέρας, εὐγῆκεν ἀβλαβής, χωρὶς νὰ ἔχῃ καύσιμον εἰς κᾀνένα μέρος τοῦ σώματός του. Ὅθεν διὰ τοῦ θαύματος τούτου, πολλοὺς Ἕλληνας ἐτράβιξεν εἰς τὴν πίστιν τοῦ Χριστοῦ. Τελευταῖον δέ, εὔγαλαν αὐτὸν ἔξω τῆς πόλεως καὶ τὸν ἀπεκεφάλισαν, καὶ οὕτως ἀνέβη ἡ μακαρία του ψυχὴ στεφανηφόρος εἰς τὰ Οὐράνια (5).

(5) Περιττῶς γράφεται ἐδῶ παρὰ τοῖς τετυπωμένοις Μηναίοις, ἡ μνήμη Ἑρμύλου καὶ Στρατονίκου. Αὕτη γὰρ προεγράφη κατὰ τὴν δεκάτην τρίτην τοῦ Ἰαννουαρίου, ὅπου γράφεται καὶ τὸ Συναξάριον αὐτῶν. Ὁμοίως περιττῶς γράφεται καὶ ἡ μνήμη Ὑπατίου Ἐπισκόπου Γαγγρῶν. Αὕτη γὰρ γράφεται κατὰ τὴν δεκάτην πέμπτην τοῦ Νοεμβρίου.

Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.

Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Γ’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.

 * * *

 

 

 

 

Των Αγίων Ιουστίνου του Φιλοσόφου, Ιούστου, Χαρίτωνος, Χαριτούς, Ευελπίστου, Ιέρακος, Παίωνος κ.ά.

Ορθόδοξη πίστη και ζωή στο email σας. Λάβετε πρώτοι όλες τις τελευταίες αναρτήσεις της Κοινωνίας Ορθοδοξίας:
Έχετε εγγραφεί επιτυχώς στο newsletter! Θα λάβετε email επιβεβαίωσης σε λίγα λεπτά. Παρακαλούμε, ακολουθήστε τον σύνδεσμο μέσα του για να επιβεβαιώσετε την εγγραφή. Εάν το email δεν εμφανιστεί στο γραμματοκιβώτιό σας, παρακαλούμε ελέγξτε τον φάκελο του spam.
Έχετε εγγραφεί επιτυχώς στο newsletter!
Λυπούμαστε, υπήρξε ένα σφάλμα. Παρακαλούμε, ελέγξτε το email σας.