Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου27 Απριλίου
Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ
Τω αυτώ μηνί ΚΖ’, μνήμη του Αγίου Ιερομάρτυρος Συμεών συγγενούς, ήτοι αδελφού του Κυρίου, Επισκόπου Ιεροσολύμων.
Αδελφά πάσχεις Συμεών τω Κυρίω,
Ξύλω κρεμασθείς ως αδελφός Κυρίου.
Εν ξύλω εβδομάτη Συμεών πάγη εικάδι μακρώ.
Ούτος ήτον υιός Ιωσήφ του Μνήστορος, ένας από τους τέσσαρας υιούς, οπού εγέννησε με την προτέραν αυτού γυναίκα, Ιάκωβον δηλαδή και Ιωσήν και Ιούδαν και Σίμωνα, τουτέστι τούτον τον Συμεών. Επειδή το Σίμων, είναι υποκοριστικόν όνομα του Συμεών. Ούτω γαρ και ο Απόστολος Πέτρος και Σίμων λέγεται και Συμεών εν τη αρχή της Καθολικής δευτέρας του Επιστολής. Τούτον λοιπόν τον Συμεών ή Σίμωνα, οικειοποιήθη ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός και Θεός, και εκαταδέχθη να ονομάζεται αδελφός αυτού κατά σάρκα, καθότι ο Ιωσήφ ενομίζετο μόνον πατήρ του. Αυτός έχρισε τούτον και Ιερέα δια να κηρύττη την επί γης αυτού παρουσίαν. Μετά γαρ τον αδελφόθεον Ιάκωβον, έγινεν ούτος δεύτερος Πατριάρχης των Ιεροσολύμων. Όθεν επάλαισεν ο αοίδιμος με πολλούς πόνους και ιδρώτας ως ποιμήν αληθινός, και εποίμανε τον θρόνον των Ιεροσολύμων ως γνήσιος μαθητής Χριστού και όχι ως μισθωτός. Αφ’ ου δε εκατασκεύασε τον εαυτόν του ναόν του Αγίου Πνεύματος, κατεκρήμνισε τους ναούς των ειδώλων, και τους πεπλανημένους Έλληνας και Ιουδαίους εις το φως της θεογνωσίας ωδήγησε. Και πολλά και διάφορα βάσανα υπομείνας δια την του Χριστού πίστιν, τελευταίον εσταυρώθη, ώντας χρόνων εκατόν είκοσι, και ούτως από τον σταυρόν, ανέβη προς τον υπ’ αυτού ποθούμενον Χριστόν, ίνα λάβη τον της δόξης αμάραντον στέφανον, επί της βασιλείας Τραϊανού εν έτει Ϟη’ [98] (1).
(1) Κατά δε την τριακοστήν του Ιουνίου γράφεται, ότι ο Συμεών ούτος ονομάζεται και Κλεόπας, και ότι επειδή ήτον συγγενής του Κυρίου, δια τούτο εκαταδικάσθη από τον βασιλέα Δομετιανόν εν έτει πβ’ [82], να πίη φαρμάκι, το οποίον εύγαλαν από σκορπίους, οφίδια, φαλάγγια, και άλλα φαρμακερά θηρία, δεν έπαθεν όμως κανένα κακόν. Άλλος δε είναι ούτος από τον Σίμωνα τον Απόστολον, τον καλούμενον Ζηλωτήν, όστις εορτάζεται κατά την δεκάτην Μαΐου. Ούτος μεν γαρ λέγεται υιός του Κλεόπα, και της Μαρίας της πρώτης εξαδέλφης της Παναγίας, κατά τον Δοσίθεον, και είναι Ναζαρινός, εκείνος δε είναι Καναναίος. Μετά την άλωσιν δε της Ιερουσαλήμ την υπό Τίτου γενομένην, πάλιν επανελθόντες οι πιστοί εις την Αγίαν Σιών, εκατάστησαν δεύτερον Επίσκοπον Ιεροσολύμων, τον Συμεώνα τούτον. Ανεχώρησε δε και ούτος μετά των Χριστιανών εις την Πέλλαν, επειδή όσοι έμειναν εις τα Ιεροσόλυμα, εφονεύθησαν από τον στρατηγόν Κέστιον Φλώρον. Λέγουσι δε, ότι όταν εσταυρώθη αυτός από τον υπατικόν Αττικόν επί Τραϊανού, ήτον εκατόν είκοσιν ετών. Όθεν πολλοί συμπεραίνουν, ότι ούτος ήτον γεγεννημένος προ του Χριστού χρόνους δέκα. (Όρα σελ. 5 της Δωδεκαβίβλου.) Επατριάρχευσε δε χρόνους εικοσιέξ, ή κατ’ άλλους εικοσιτρείς. Ο δε Νικηφόρος ο Κάλλιστος εις το τρίτον της Ιστορίας του λέγει, ότι ο Συμεών ούτος ήτον υιός του Κλωπά, ή Κλεόπα, και ανεψιός του Χριστού. Επειδή τον Κλωπάν αδελφόν του Ιωσήφ, ο Ηγήσιππος ιστορεί, κατά τινας γαρ η γενεαλογία αυτών ούτως έχει. Κλεόπας (όστις και Αλφαίος εκαλείτο) και Ιωσήφ ο Μνήστωρ, ήτον αδελφοί. Η Παρθένος Μαρία και η άλλη Μαρία η γυνή του ρηθέντος Κλεόπα ή Αλφαίου, ήτον αδελφαί, ή πρωτεξάδελφαι. Από τον Κλεόπαν λοιπόν και την σύζυγόν του Μαρίαν, εγεννήθη ο ελάσσων Ιάκωβος, ήτοι ο Αδελφόθεος, και ο Συμεών και Ιούδας, ο επικληθείς Θαδδαίος. Ώστε αυτοί ήτον ανεψιοί της Παρθένου και του Ιωσήφ, του δε Χριστού ήτον πρωτεξάδελφοι. Και όρα την Εκατονταετηρίδα, σελ. 233, και τον Δοσίθεον ανωτέρω. Άλλοι όμως γενεαλογούσιν αυτόν άλλως, ως είπεν ανωτέρω ο Συναξαριστής.
*
Τη αυτή ημέρα του Οσίου Πατρός ημών και Ομολογητού Ιωάννου, Ηγουμένου Μονής των Καθαρών.
Παθών καθαρθείς ω Ιωάννη μάκαρ,
Μονής προέστης των Καθαρών εικότως.
Ούτος ο μακάριος Ιωάννης ήτον από την Ειρηνούπολιν, η οποία ήτον μία από τας δέκα πόλεις της εν τη κοίλη Συρία ευρισκομένης Δεκαπόλεως, εξ ων ήτον και η Καισάρεια της Φιλίππου, και η Καπερναούμ, και η Τιβεριάς, αι εν τοις ιεροίς Ευαγγελίοις αναφερόμεναι. Εχρημάτισε δε υιός γονέων Χριστιανών και θεοφιλών, Θεοδώρου και Γρηγορίας ονομαζομένων, ακμάζων κατά τους χρόνους Κωνσταντίνου και Ειρήνης των βασιλέων, εν έτει ψπ’ [780]. Όταν δε έγινε χρόνων εννέα, άναψεν από τον προς Θεόν πόθον και επήγεν εις Κοινόβιον και εκουρεύθη Μοναχός. Και επειδή ήτον πρόθυμος εις τας διακονίας και ταπεινός και υπήκοος, δια τούτο ηγαπήθη από τον διδάσκαλον και γέροντά του, μαζί με τον οποίον επήγεν εις την αγίαν και Οικουμενικήν Εβδόμην Σύνοδον, την συγκροτηθείσαν το δεύτερον εν Νικαία, κατά το έτος ψπγ’ [783]. Και από την Νίκαιαν επήγεν εις Κωνσταντινούπολιν. Και ο μεν γέρωντάς του, έγινεν Ηγούμενος και Αρχιμανδρίτης του Μοναστηρίου του Δαλμάτου. Ο δε Όσιος ούτος Ιωάννης, έγινε μεγαλόσχημος και Ιερεύς, και απεστάλθη από τον βασιλέα Νικηφόρον τον Πατρίκιον τον μετά την Ειρήνην βασιλεύσαντα εν έτει ωβ’ [802], Ηγούμενος εις το Μοναστήριον το ονομαζόμενον των Καθαρών. Και επειδή εποίμανε την του Χριστού ποίμνην θεαρέστως και αποστολικώς χρόνους δέκα και ολίγον παράνω, δια τούτο ηγαπήθη από κάθε άνθρωπον.
Όταν δε έμελλε να ακολουθήση πειρασμός παγκόσμιος εις την Εκκλησίαν του Χριστού, δια την αίρεσιν των Εικονομάχων, τότε απεκαλύφθη παρά Θεού εις τον μακάριον τούτον ο ρηθείς πειρασμός. Όθεν συνάξας όλην την αδελφότητα του Μοναστηρίου, ενουθέτησε και εδίδαξεν αυτούς τα πρέποντα. Έπειτα λέγει προς αυτούς, γρηγορείτε και προσέχετε πατέρες και αδελφοί, δια να μη κλεφθήτε από τον Διάβολον, και αρνηθήτε το να προσκυνήτε τας σεπτάς και αγίας εικόνας, διότι εμένα δεν θέλετε με ιδήτε πλέον εις την παρούσαν ζωήν. Εις καιρόν δε οπού ταύτα έλεγεν, ήλθον μερικοί απεσταλμένοι από τον εικονομάχον Λέοντα τον Αρμένιον τον βασιλεύσαντα εν έτει ωιγ’ [813], οίτινες διεσκόρπισαν όλους τους Μοναχούς, και τα υπάρχοντα του Μοναστηρίου εμοίρασαν, πέρνοντες δε τον Άγιον σιδεροδέσμιον, τον έφερον εις το Βυζάντιον, αφήσαντες να διαρπαγούν τα επίλοιπα πράγματα του Μοναστηρίου από τον ένα και από τον άλλον. Παρασταθείς λοιπόν ο Άγιος εις τον βασιλέα, ωνόμασεν αυτόν χωρίς εντροπήν, αλιτήριον και άθεον και άλλα πολλά ονόματα δύσφημα, καθώς αυτώ έπρεπε, και καταβροντήσας εις το παλάτιον, άναψε τον θυμόν του τυράννου, όστις έδειρε δυνατά τον Άγιον με τα βούνευρα. Ο δε Άγιος έχαιρε, πως εδέρνετο δια τον Χριστόν. Έπειτα εφυλακώθη εις ένα μετόχιον του Μοναστηρίου του τρεις ολοκλήρους μήνας, και από εκεί εξωρίσθη εις ένα κάστρον, ονομαζόμενον Πενταδάκτυλον, ευρισκόμενον εις την χώραν της Λάμπης (2). Εκεί λοιπόν έδεσαν τους πόδας του με αλύσεις σιδηράς, και έβαλον αυτόν εις φυλακήν μήνας δεκαοκτώ. Είτα έφεραν αυτόν πάλιν εις Κωνσταντινούπολιν και επαράστησαν γυμνόν έμπροσθεν του τυράννου. Αφ’ ου δε ο Άγιος ελάλησε πολλά και εφιλονείκησε με τον τύραννον περί των αγίων εικόνων, παρεδόθη εις τον τότε αναξίως πατριαρχεύσαντα Ιωάννην τον μάντιν (3), ο οποίος έδειξε πολλά δεινά κατά του Αγίου τούτου, και εις πολύν καιρόν άφησεν αυτόν να αποθάνη από την πείναν και δίψαν. Έπειτα επαράστησεν αυτόν πάλιν εις τον βασιλέα, ο δε βασιλεύς απέστειλε τον Άγιον εις το κάστρον το ονομαζόμενον Κριόταυρον των Βουκελλαρίων, και εκεί τον εφυλάκωσαν μέσα εις μίαν στενήν και σκοτεινήν φυλακήν δύω ολοκλήρους χρόνους. Όθεν από την πολλήν κακοπάθειαν, κατεξηράνθη μεν ο αοίδιμος, όλα όμως τα υπέμεινεν ευχαρίστως. Αφ’ ου δε εσφάγη Λέων ο Αρμένιος, και εβασίλευσεν αντί αυτού Μιχαήλ ο Τραυλός ο και αυτός εικονομάχος ων, εν έτει ωκ’ [820], ο του βασιλέως Θεοφίλου πατήρ, τότε κατ’ αρχάς της βασιλείας του ανεκάλεσε τους ευρισκομένους εις την εξορίαν. Όθεν ελευθερώθη και ο Άγιος ούτος από την εξορίαν και ήλθεν έως εις την Χαλκηδόνα, μη συγχωρηθείς να έμβη μέσα εις την Κωνσταντινούπολιν. Όταν δε εβασίλευσε Θεόφιλος ο υιός του εν έτει ωκθ’ [829], ηθέλησε να καθίση ο Άγιος ούτος κοντά εις άλλους Πατέρας εν μια Εκκλησία. Όθεν πιασθείς από τον τότε Πατριάρχην Ιωάννην έβδομον, τον συναιρεσιώτην του Θεοφίλου, τον οποίον και Ιαννήν οι τότε ωνόμαζον, από τούτον, λέγω, πιασθείς ο Άγιος, και πολλά κακά παρ’ αυτού δοκιμάσας, τελευταίον εξωρίσθη εις την νήσον Αφουσίαν, ήτις είναι υποκειμένη εις τον Προικονήσου, και ευρίσκεται κοντά εις την Άλωνα, το τουρκιστί λεγόμενον Πασά λιμάνι, και περάσας εκεί χρόνους δύω ήμισυ, είδε μίαν οπτασίαν. Όθεν προειπών εις τους ευρισκομένους μαζί του, ότι έχει να τελευτήση, μετά τρεις ημέρας απήλθε προς Κύριον.
(2) Λάμπη ίσως είναι η Λαμπιδία η εν τη Πελοποννήσω ευρισκομένη.
(3) Ίσως σφάλμα εστίν εδώ, και αντί Ιωάννου, πρέπει να γράφεται Θεόδοτος ο Μελισσηνός ο και Κασσιτεράς ονομαζόμενος. Τούτον γαρ αντί του Αγίου Νικηφόρου ανεβίβασεν εις τον πατριαρχικόν θρόνον Λέων ο Αρμένιος, ως ομόφρονά του. Και όρα εις τον γ’ τομ. του Μελετίου, σελ. 259.
*
Ο Άγιος Μάρτυς Ποπλίων μαχαίρα τελειούται.
Σφαγείς Ποπλίων αίμα σον Χριστώ χέεις,
Ος ηγοράσθης αίματι Χριστού πάλαι.
*
Ο Άγιος Ευλόγιος ο ξενοδόχος εν ειρήνη τελειούται.
Τον Ευλόγιον τον ξενιστήν των ξένων,
Θεού ξενιστής Αβραάμ ξενιζέτω (4).
(4) Ούτος φαίνεται ότι είναι Ευλόγιος ο Λατόμος, ου ο Βίος ευρίσκεται εις το Εκλόγιον, κακείνος γαρ ξενοδόχος ήτον.
*
Ο Άγιος Μάρτυς Λολλίων ο νέος κατά γης συρόμενος τελειούται.
Κονίεται το σώμα Μάρτυς Λολλίων,
Κόνει φύρεσθαι την απ’ αυτής δους κόνιν (5).
(5) Ήτοι κονίεται κατά το σώμα ο Μάρτυς Λολλίων, όστις έδωκε να φύρεται εις τον κονιορτόν της γης, την κόνιν, ήτοι το σώμα του, το από της κόνεως της γης πλασμένον. Σημείωσαι, ότι περιττώς γράφεται εδώ παρά τοις Μηναίοις το Συναξάριον των Αποστόλων Αριστάρχου, Μάρκου, και Ζήνωνος. Τούτο γαρ προεγράφη κατά την εικοστήν εβδόμην του Σεπτεμβρίου.
Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.
Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *
Τῷ αὐτῷ μηνὶ ΚΖ΄, μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἱερομάρτυρος Συμεὼν συγγενοῦς, ἤτοι ἀδελφοῦ τοῦ Κυρίου, Ἐπισκόπου Ἱεροσολύμων.
Ἀδελφὰ πάσχεις Συμεὼν τῷ Κυρίῳ,
Ξύλῳ κρεμασθεὶς ὡς ἀδελφὸς Κυρίου.
Ἐν ξύλῳ ἑβδομάτῃ Συμεὼν πάγη εἰκάδι μακρῷ.
Οὗτος ἦτον υἱὸς Ἰωσὴφ τοῦ Μνήστορος, ἕνας ἀπὸ τοὺς τέσσαρας υἱούς, ὁποῦ ἐγέννησε μὲ τὴν προτέραν αὑτοῦ γυναῖκα, Ἰάκωβον δηλαδὴ καὶ Ἰωσῆν καὶ Ἰούδαν καὶ Σίμωνα, τουτέστι τοῦτον τὸν Συμεών. Ἐπειδὴ τὸ Σίμων, εἶναι ὑποκοριστικὸν ὄνομα τοῦ Συμεών. Οὕτω γὰρ καὶ ὁ Ἀπόστολος Πέτρος καὶ Σίμων λέγεται καὶ Συμεὼν ἐν τῇ ἀρχῇ τῆς Καθολικῆς δευτέρας του Ἐπιστολῆς. Τοῦτον λοιπὸν τὸν Συμεὼν ἢ Σίμωνα, οἰκειοποιήθη ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς καὶ Θεός, καὶ ἐκαταδέχθη νὰ ὀνομάζεται ἀδελφὸς αὐτοῦ κατὰ σάρκα, καθότι ὁ Ἰωσὴφ ἐνομίζετο μόνον πατήρ του. Αὐτὸς ἔχρισε τοῦτον καὶ Ἱερέα διὰ νὰ κηρύττῃ τὴν ἐπὶ γῆς αὐτοῦ παρουσίαν. Μετὰ γὰρ τὸν ἀδελφόθεον Ἰάκωβον, ἔγινεν οὗτος δεύτερος Πατριάρχης τῶν Ἱεροσολύμων. Ὅθεν ἐπάλαισεν ὁ ἀοίδιμος μὲ πολλοὺς πόνους καὶ ἱδρῶτας ὡς ποιμὴν ἀληθινός, καὶ ἐποίμανε τὸν θρόνον τῶν Ἱεροσολύμων ὡς γνήσιος μαθητὴς Χριστοῦ καὶ ὄχι ὡς μισθωτός. Ἀφ’ οὗ δὲ ἐκατασκεύασε τὸν ἑαυτόν του ναὸν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, κατεκρήμνισε τοὺς ναοὺς τῶν εἰδώλων, καὶ τοὺς πεπλανημένους Ἕλληνας καὶ Ἰουδαίους εἰς τὸ φῶς τῆς θεογνωσίας ὡδήγησε. Καὶ πολλὰ καὶ διάφορα βάσανα ὑπομείνας διὰ τὴν τοῦ Χριστοῦ πίστιν, τελευταῖον ἐσταυρώθη, ὤντας χρόνων ἑκατὸν εἴκοσι, καὶ οὕτως ἀπὸ τὸν σταυρόν, ἀνέβη πρὸς τὸν ὑπ’ αὐτοῦ ποθούμενον Χριστόν, ἵνα λάβῃ τὸν τῆς δόξης ἀμάραντον στέφανον, ἐπὶ τῆς βασιλείας Τραϊανοῦ ἐν ἔτει Ϟη΄ [98] (1).
(1) Κατὰ δὲ τὴν τριακοστὴν τοῦ Ἰουνίου γράφεται, ὅτι ὁ Συμεὼν οὗτος ὀνομάζεται καὶ Κλεόπας, καὶ ὅτι ἐπειδὴ ἦτον συγγενὴς τοῦ Κυρίου, διὰ τοῦτο ἐκαταδικάσθη ἀπὸ τὸν βασιλέα Δομετιανὸν ἐν ἔτει πβ΄ [82], νὰ πίῃ φαρμάκι, τὸ ὁποῖον εὔγαλαν ἀπὸ σκορπίους, ὀφίδια, φαλάγγια, καὶ ἄλλα φαρμακερὰ θηρία, δὲν ἔπαθεν ὅμως κᾀνένα κακόν. Ἄλλος δὲ εἶναι οὗτος ἀπὸ τὸν Σίμωνα τὸν Ἀπόστολον, τὸν καλούμενον Ζηλωτήν, ὅστις ἑορτάζεται κατὰ τὴν δεκάτην Μαΐου. Οὗτος μὲν γὰρ λέγεται υἱὸς τοῦ Κλεόπα, καὶ τῆς Μαρίας τῆς πρώτης ἐξαδέλφης τῆς Παναγίας, κατὰ τὸν Δοσίθεον, καὶ εἶναι Ναζαρινός, ἐκεῖνος δὲ εἶναι Καναναῖος. Μετὰ τὴν ἅλωσιν δὲ τῆς Ἱερουσαλὴμ τὴν ὑπὸ Τίτου γενομένην, πάλιν ἐπανελθόντες οἱ πιστοὶ εἰς τὴν Ἁγίαν Σιών, ἐκατάστησαν δεύτερον Ἐπίσκοπον Ἱεροσολύμων, τὸν Συμεῶνα τοῦτον. Ἀνεχώρησε δὲ καὶ οὗτος μετὰ τῶν Χριστιανῶν εἰς τὴν Πέλλαν, ἐπειδὴ ὅσοι ἔμειναν εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα, ἐφονεύθησαν ἀπὸ τὸν στρατηγὸν Κέστιον Φλῶρον. Λέγουσι δέ, ὅτι ὅταν ἐσταυρώθη αὐτὸς ἀπὸ τὸν ὑπατικὸν Ἀττικὸν ἐπὶ Τραϊανοῦ, ἦτον ἑκατὸν εἴκοσιν ἐτῶν. Ὅθεν πολλοὶ συμπεραίνουν, ὅτι οὗτος ἦτον γεγεννημένος πρὸ τοῦ Χριστοῦ χρόνους δέκα. (Ὅρα σελ. 5 τῆς Δωδεκαβίβλου.) Ἐπατριάρχευσε δὲ χρόνους εἰκοσιέξ, ἢ κατ’ ἄλλους εἰκοσιτρεῖς. Ὁ δὲ Νικηφόρος ὁ Κάλλιστος εἰς τὸ τρίτον τῆς Ἱστορίας του λέγει, ὅτι ὁ Συμεὼν οὗτος ἦτον υἱὸς τοῦ Κλωπᾶ, ἢ Κλεόπα, καὶ ἀνεψιὸς τοῦ Χριστοῦ. Ἐπειδὴ τὸν Κλωπᾶν ἀδελφὸν τοῦ Ἰωσήφ, ὁ Ἡγήσιππος ἱστορεῖ, κατά τινας γὰρ ἡ γενεαλογία αὐτῶν οὕτως ἔχει. Κλεόπας (ὅστις καὶ Ἀλφαῖος ἐκαλεῖτο) καὶ Ἰωσὴφ ὁ Μνήστωρ, ἦτον ἀδελφοί. Ἡ Παρθένος Μαρία καὶ ἡ ἄλλη Μαρία ἡ γυνὴ τοῦ ῥηθέντος Κλεόπα ἢ Ἀλφαίου, ἦτον ἀδελφαί, ἢ πρωτεξάδελφαι. Ἀπὸ τὸν Κλεόπαν λοιπὸν καὶ τὴν σύζυγόν του Μαρίαν, ἐγεννήθη ὁ ἐλάσσων Ἰάκωβος, ἤτοι ὁ Ἀδελφόθεος, καὶ ὁ Συμεὼν καὶ Ἰούδας, ὁ ἐπικληθεὶς Θαδδαῖος. Ὥστε αὐτοὶ ἦτον ἀνεψιοὶ τῆς Παρθένου καὶ τοῦ Ἰωσήφ, τοῦ δὲ Χριστοῦ ἦτον πρωτεξάδελφοι. Καὶ ὅρα τὴν Ἑκατονταετηρίδα, σελ. 233, καὶ τὸν Δοσίθεον ἀνωτέρω. Ἄλλοι ὅμως γενεαλογοῦσιν αὐτὸν ἄλλως, ὡς εἶπεν ἀνωτέρω ὁ Συναξαριστής.
*
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν καὶ Ὁμολογητοῦ Ἰωάννου, Ἡγουμένου Μονῆς τῶν Καθαρῶν.
Παθῶν καθαρθεὶς ὦ Ἰωάννη μάκαρ,
Μονῆς προέστης τῶν Καθαρῶν εἰκότως.
Οὗτος ὁ μακάριος Ἰωάννης ἦτον ἀπὸ τὴν Εἰρηνούπολιν, ἡ ὁποία ἦτον μία ἀπὸ τὰς δέκα πόλεις τῆς ἐν τῇ κοίλῃ Συρίᾳ εὑρισκομένης Δεκαπόλεως, ἐξ ὧν ἦτον καὶ ἡ Καισάρεια τῆς Φιλίππου, καὶ ἡ Καπερναούμ, καὶ ἡ Τιβεριάς, αἱ ἐν τοῖς ἱεροῖς Εὐαγγελίοις ἀναφερόμεναι. Ἐχρημάτισε δὲ υἱὸς γονέων Χριστιανῶν καὶ θεοφιλῶν, Θεοδώρου καὶ Γρηγορίας ὀνομαζομένων, ἀκμάζων κατὰ τοὺς χρόνους Κωνσταντίνου καὶ Εἰρήνης τῶν βασιλέων, ἐν ἔτει ψπ΄ [780]. Ὅταν δὲ ἔγινε χρόνων ἐννέα, ἄναψεν ἀπὸ τὸν πρὸς Θεὸν πόθον καὶ ἐπῆγεν εἰς Κοινόβιον καὶ ἐκουρεύθη Μοναχός. Καὶ ἐπειδὴ ἦτον πρόθυμος εἰς τὰς διακονίας καὶ ταπεινὸς καὶ ὑπήκοος, διὰ τοῦτο ἠγαπήθη ἀπὸ τὸν διδάσκαλον καὶ γέροντά του, μαζὶ μὲ τὸν ὁποῖον ἐπῆγεν εἰς τὴν ἁγίαν καὶ Οἰκουμενικὴν Ἑβδόμην Σύνοδον, τὴν συγκροτηθεῖσαν τὸ δεύτερον ἐν Νικαίᾳ, κατὰ τὸ ἔτος ψπγ΄ [783]. Καὶ ἀπὸ τὴν Νίκαιαν ἐπῆγεν εἰς Κωνσταντινούπολιν. Καὶ ὁ μὲν γέρωντάς του, ἔγινεν Ἡγούμενος καὶ Ἀρχιμανδρίτης τοῦ Μοναστηρίου τοῦ Δαλμάτου. Ὁ δὲ Ὅσιος οὗτος Ἰωάννης, ἔγινε μεγαλόσχημος καὶ Ἱερεύς, καὶ ἀπεστάλθη ἀπὸ τὸν βασιλέα Νικηφόρον τὸν Πατρίκιον τὸν μετὰ τὴν Εἰρήνην βασιλεύσαντα ἐν ἔτει ωβ΄ [802], Ἡγούμενος εἰς τὸ Μοναστήριον τὸ ὀνομαζόμενον τῶν Καθαρῶν. Καὶ ἐπειδὴ ἐποίμανε τὴν τοῦ Χριστοῦ ποίμνην θεαρέστως καὶ ἀποστολικῶς χρόνους δέκα καὶ ὀλίγον παράνω, διὰ τοῦτο ἠγαπήθη ἀπὸ κάθε ἄνθρωπον.
Ὅταν δὲ ἔμελλε νὰ ἀκολουθήσῃ πειρασμὸς παγκόσμιος εἰς τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ, διὰ τὴν αἵρεσιν τῶν Εἰκονομάχων, τότε ἀπεκαλύφθη παρὰ Θεοῦ εἰς τὸν μακάριον τοῦτον ὁ ῥηθεὶς πειρασμός. Ὅθεν συνάξας ὅλην τὴν ἀδελφότητα τοῦ Μοναστηρίου, ἐνουθέτησε καὶ ἐδίδαξεν αὐτοὺς τὰ πρέποντα. Ἔπειτα λέγει πρὸς αὐτούς, γρηγορεῖτε καὶ προσέχετε πατέρες καὶ ἀδελφοί, διὰ νὰ μὴ κλεφθῆτε ἀπὸ τὸν Διάβολον, καὶ ἀρνηθῆτε τὸ νὰ προσκυνῆτε τὰς σεπτὰς καὶ ἁγίας εἰκόνας, διότι ἐμένα δὲν θέλετε μὲ ἰδῆτε πλέον εἰς τὴν παροῦσαν ζωήν. Εἰς καιρὸν δὲ ὁποῦ ταῦτα ἔλεγεν, ἦλθον μερικοὶ ἀπεσταλμένοι ἀπὸ τὸν εἰκονομάχον Λέοντα τὸν Ἁρμένιον τὸν βασιλεύσαντα ἐν ἔτει ωιγ΄ [813], οἵτινες διεσκόρπισαν ὅλους τοὺς Μοναχούς, καὶ τὰ ὑπάρχοντα τοῦ Μοναστηρίου ἐμοίρασαν, πέρνοντες δὲ τὸν Ἅγιον σιδεροδέσμιον, τὸν ἔφερον εἰς τὸ Βυζάντιον, ἀφήσαντες νὰ διαρπαγοῦν τὰ ἐπίλοιπα πράγματα τοῦ Μοναστηρίου ἀπὸ τὸν ἕνα καὶ ἀπὸ τὸν ἄλλον. Παρασταθεὶς λοιπὸν ὁ Ἅγιος εἰς τὸν βασιλέα, ὠνόμασεν αὐτὸν χωρὶς ἐντροπήν, ἀλιτήριον καὶ ἄθεον καὶ ἄλλα πολλὰ ὀνόματα δύσφημα, καθὼς αὐτῷ ἔπρεπε, καὶ καταβροντήσας εἰς τὸ παλάτιον, ἄναψε τὸν θυμὸν τοῦ τυράννου, ὅστις ἔδειρε δυνατὰ τὸν Ἅγιον μὲ τὰ βούνευρα. Ὁ δὲ Ἅγιος ἔχαιρε, πῶς ἐδέρνετο διὰ τὸν Χριστόν. Ἔπειτα ἐφυλακώθη εἰς ἕνα μετόχιον τοῦ Μοναστηρίου του τρεῖς ὁλοκλήρους μῆνας, καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ἐξωρίσθη εἰς ἕνα κάστρον, ὀνομαζόμενον Πενταδάκτυλον, εὑρισκόμενον εἰς τὴν χώραν τῆς Λάμπης (2). Ἐκεῖ λοιπὸν ἔδεσαν τοὺς πόδας του μὲ ἁλύσεις σιδηρᾶς, καὶ ἔβαλον αὐτὸν εἰς φυλακὴν μῆνας δεκαοκτώ. Εἶτα ἔφεραν αὐτὸν πάλιν εἰς Κωνσταντινούπολιν καὶ ἐπαράστησαν γυμνὸν ἔμπροσθεν τοῦ τυράννου. Ἀφ’ οὗ δὲ ὁ Ἅγιος ἐλάλησε πολλὰ καὶ ἐφιλονείκησε μὲ τὸν τύραννον περὶ τῶν ἁγίων εἰκόνων, παρεδόθη εἰς τὸν τότε ἀναξίως πατριαρχεύσαντα Ἰωάννην τὸν μάντιν (3), ὁ ὁποῖος ἔδειξε πολλὰ δεινὰ κατὰ τοῦ Ἁγίου τούτου, καὶ εἰς πολὺν καιρὸν ἄφησεν αὐτὸν νὰ ἀποθάνῃ ἀπὸ τὴν πεῖναν καὶ δίψαν. Ἔπειτα ἐπαράστησεν αὐτὸν πάλιν εἰς τὸν βασιλέα, ὁ δὲ βασιλεὺς ἀπέστειλε τὸν Ἅγιον εἰς τὸ κάστρον τὸ ὀνομαζόμενον Κριόταυρον τῶν Βουκελλαρίων, καὶ ἐκεῖ τὸν ἐφυλάκωσαν μέσα εἰς μίαν στενὴν καὶ σκοτεινὴν φυλακὴν δύω ὁλοκλήρους χρόνους. Ὅθεν ἀπὸ τὴν πολλὴν κακοπάθειαν, κατεξηράνθη μὲν ὁ ἀοίδιμος, ὅλα ὅμως τὰ ὑπέμεινεν εὐχαρίστως. Ἀφ’ οὗ δὲ ἐσφάγη Λέων ὁ Ἁρμένιος, καὶ ἐβασίλευσεν ἀντὶ αὐτοῦ Μιχαὴλ ὁ Τραυλὸς ὁ καὶ αὐτὸς εἰκονομάχος ὤν, ἐν ἔτει ωκ΄ [820], ὁ τοῦ βασιλέως Θεοφίλου πατήρ, τότε κατ’ ἀρχὰς τῆς βασιλείας του ἀνεκάλεσε τοὺς εὑρισκομένους εἰς τὴν ἐξορίαν. Ὅθεν ἐλευθερώθη καὶ ὁ Ἅγιος οὗτος ἀπὸ τὴν ἐξορίαν καὶ ἦλθεν ἕως εἰς τὴν Χαλκηδόνα, μὴ συγχωρηθεὶς νὰ ἔμβῃ μέσα εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν. Ὅταν δὲ ἐβασίλευσε Θεόφιλος ὁ υἱός του ἐν ἔτει ωκθ΄ [829], ἠθέλησε νὰ καθίσῃ ὁ Ἅγιος οὗτος κοντὰ εἰς ἄλλους Πατέρας ἐν μιᾷ Ἐκκλησίᾳ. Ὅθεν πιασθεὶς ἀπὸ τὸν τότε Πατριάρχην Ἰωάννην ἕβδομον, τὸν συναιρεσιώτην τοῦ Θεοφίλου, τὸν ὁποῖον καὶ Ἰαννῆν οἱ τότε ὠνόμαζον, ἀπὸ τοῦτον, λέγω, πιασθεὶς ὁ Ἅγιος, καὶ πολλὰ κακὰ παρ’ αὐτοῦ δοκιμάσας, τελευταῖον ἐξωρίσθη εἰς τὴν νῆσον Ἀφουσίαν, ἥτις εἶναι ὑποκειμένη εἰς τὸν Προικονήσου, καὶ εὑρίσκεται κοντὰ εἰς τὴν Ἅλωνα, τὸ τουρκιστὶ λεγόμενον Πασᾶ λιμάνι, καὶ περάσας ἐκεῖ χρόνους δύω ἥμισυ, εἶδε μίαν ὀπτασίαν. Ὅθεν προειπὼν εἰς τοὺς εὑρισκομένους μαζί του, ὅτι ἔχει νὰ τελευτήσῃ, μετὰ τρεῖς ἡμέρας ἀπῆλθε πρὸς Κύριον.
(2) Λάμπη ἴσως εἶναι ἡ Λαμπιδία ἡ ἐν τῇ Πελοποννήσῳ εὑρισκομένη.
(3) Ἴσως σφάλμα ἐστὶν ἐδῶ, καὶ ἀντὶ Ἰωάννου, πρέπει νὰ γράφεται Θεόδοτος ὁ Μελισσηνὸς ὁ καὶ Κασσιτερᾶς ὀνομαζόμενος. Τοῦτον γὰρ ἀντὶ τοῦ Ἁγίου Νικηφόρου ἀνεβίβασεν εἰς τὸν πατριαρχικὸν θρόνον Λέων ὁ Ἁρμένιος, ὡς ὁμόφρονά του. Καὶ ὅρα εἰς τὸν γ΄ τόμ. τοῦ Μελετίου, σελ. 259.
*
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ποπλίων μαχαίρᾳ τελειοῦται.
Σφαγεὶς Ποπλίων αἷμα σὸν Χριστῷ χέεις,
Ὃς ἠγοράσθης αἵματι Χριστοῦ πάλαι.
*
Ὁ Ἅγιος Εὐλόγιος ὁ ξενοδόχος ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται.
Τὸν Εὐλόγιον τὸν ξενιστὴν τῶν ξένων,
Θεοῦ ξενιστὴς Ἁβραὰμ ξενιζέτω (4).
(4) Οὗτος φαίνεται ὅτι εἶναι Εὐλόγιος ὁ Λατόμος, οὗ ὁ Βίος εὑρίσκεται εἰς τὸ Ἐκλόγιον, κἀκεῖνος γὰρ ξενοδόχος ἦτον.
*
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Λολλίων ὁ νέος κατὰ γῆς συρόμενος τελειοῦται.
Κονίεται τὸ σῶμα Μάρτυς Λολλίων,
Κόνει φύρεσθαι τὴν ἀπ’ αὐτῆς δοὺς κόνιν (5).
(5) Ἤτοι κονίεται κατὰ τὸ σῶμα ὁ Μάρτυς Λολλίων, ὅστις ἔδωκε νὰ φύρεται εἰς τὸν κονιορτὸν τῆς γῆς, τὴν κόνιν, ἤτοι τὸ σῶμά του, τὸ ἀπὸ τῆς κόνεως τῆς γῆς πλασμένον. Σημείωσαι, ὅτι περιττῶς γράφεται ἐδῶ παρὰ τοῖς Μηναίοις τὸ Συναξάριον τῶν Ἀποστόλων Ἀριστάρχου, Μάρκου, καὶ Ζήνωνος. Τοῦτο γὰρ προεγράφη κατὰ τὴν εἰκοστὴν ἑβδόμην τοῦ Σεπτεμβρίου.
Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.
Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Β’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *