Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου18 Απριλίου
Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ
Τω αυτώ μηνί ΙΗ’, μνήμη του Οσίου Πατρός ημών Ιωάννου, μαθητού του Αγίου Γρηγορίου του Δεκαπολίτου.
Ιωάννη σκίρτησον ως Ιωάννης,
Ου γαστρός εντός, αλλά της Εδέμ μέσον.
Οκτωκαιδεκάτη Ιωάννης νέκυς ώφθη.
Ούτος ο εν Αγίοις Πατήρ ημών Ιωάννης εκ νεαράς του ηλικίας μισήσας τον κόσμον, ηγάπησε τον Χριστόν, και επήγε προς τον μέγαν Γρηγόριον τον Δεκαπολίτην. Γενόμενος δε από εκείνον Μοναχός, εις το εξής ευρίσκετο μαζί του, αγωνιζόμενος εις όλα, και τον Θεόν δουλεύων. Τόσον δε περιβόητος έγινεν ο αοίδιμος εις την υπακοήν και υποταγήν, και τόσον εστάθη ευπειθής και υπηρέτης προθυμότατος, ώστε οπού ο θείος Γρηγόριος ο πνευματικός του πατήρ, έχαιρε δι’ αυτόν και εδόξαζε τον Θεόν. Αφ’ ου δε εκοιμήθη ο Άγιος Γρηγόριος, επήγεν ο θείος ούτος Ιωάννης εις άλλην χώραν ξένην και αγνώριστον, δια την αγάπην του ξενιτεύσαντος και εις ξενιτείαν γεννηθέντος Χριστού, και εκεί ηγωνίζετο ο τρισόλβιος. Έπειτα επήγεν εις τα Ιεροσόλυμα και επροσκύνησε τους Αγίους Τόπους. Μετά ταύτα δε επήγεν εις την Λαύραν του Οσίου Χαρίτωνος. Εκεί λοιπόν δους τον εαυτόν του εις περισσοτέρους αγώνας αρετής, εκοιμήθη εν ειρήνη.
*
Τη αυτή ημέρα του Αγίου Μάρτυρος Σάββα του Στρατηλάτου και Γότθου.
Ύπελθε Σάββα φθαρτόν ηδέως ύδωρ,
Ως αν πίνης άφθαρτον ηδονής ύδωρ.
Ούτος ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Ουαλεντινιανού του μεγάλου και Ουάλεντος εν έτει τξς’ [366]. Διέτριβε δε εις την Γοτθίαν, την ευρισκομένην κατά το Κρίμι πλησίον του Κάφα. Ώντας δε ακόμη παιδίον μικρόν, επροτίμησε την πίστιν του Χριστού, και επεριγέλα τους λατρευτάς των ειδώλων, και όχι μόνον δεν εδέχετο να φάγη τας θυσίας, οπού επρόσφερον εις τα είδωλα, αλλά προς τούτοις εμπόδιζε και τους Έλληνας εκείνους, οπού ήθελον να τας τρώγουν, διδάσκωντας αυτούς την εις Χριστόν πίστιν, όθεν και έγινεν εις πολλούς πρόξενος σωτηρίας. Δια τούτο εσηκώθησαν κατ’ επάνω του οι των ειδώλων λατρευταί Έλληνες, και εδίωξαν αυτόν έξω από την πόλιν τους. Αφ’ ου δε επέρασε μερικός καιρός, ερευνούσαν οι ειδωλολάτραι δια να εύρουν Χριστιανούς. Τότε ο Άγιος ούτος Σάββας επήγεν αυτοκάλεστος εις αυτούς, και εφανέρωσε τον εαυτόν του, ότι είναι Χριστιανός. Οι δε ειδωλολάτραι περιπαίξαντες πρώτον αυτόν, τον αφήκαν απείρακτον. Ύστερον δε, όταν ήλθεν εις την χώραν τους ο αρχηγός των Γότθων Αθανάριχος, τότε επίασαν τον Άγιον, και αφ’ ου έδειραν αυτόν με φραγγέλιον, ήτοι με σχοινίον πλεκτόν, τον εξάπλωσαν επάνω εις ένα αξόνι. Έπειτα εκρέμασαν αυτόν από τα δοκάρια του οσπητίου, και τον ανάγκασαν να γευθή από τας θυσίας των ειδώλων. Ο δε Άγιος δεν ηθέλησε, δια τούτο έφερον αυτόν εις τον ποταμόν Μουσαίον, και εκεί βαλόντες επάνω εις τον λαιμόν του ένα βαρύ ξύλον, έπνιξαν αυτόν, όντα κατά την ηλικίαν τριανταοκτώ χρόνων, και ούτως έλαβεν ο αοίδιμος του μαρτυρίου τον στέφανον.
*
Μνήμη του εν Αγίοις Πατρός ημών και Ομολογητού Κοσμά Επισκόπου Χαλκηδόνος.
Θραύσας βέλη σα και μεταστάς σου βίε,
Έξω βελών υπήρξε Κοσμάς, ως λόγος.
Ούτος ο Άγιος ανατραφείς με το γάλα της ασκήσεως, και καθαρίσας τον εαυτόν του με τους πνευματικούς αγώνας της αρετής, έγινε κατοικητήριον του Αγίου Πνεύματος. Όθεν και ετιμήθη με το αξίωμα της Ιερωσύνης, ύστερον δε κατεστάθη και ποιμήν θεοπρόβλητος της εν Καρχηδόνι αγίας Εκκλησίας. Και λοιπόν αρματωθείς με τα άρματα της πίστεως, κατέβαλε μεν την υπερηφάνειαν και δύναμιν εκείνων, οπού αθέτουν και δεν επροσκύνουν την σεπτήν εικόνα του Χριστού. Εδίδαξε δε αυτούς να τιμούν αυτήν και να προσκυνούν, αυτός πρώτος ταύτην τιμών και προσκυνών, δια την οποίαν και τον στέφανον της ομολογίας έλαβεν. Ούτος εφύλαξεν έως τέλους την ευλάβειαν, οπού είχεν εις τα θεία παιδιόθεν, χωρίς να κρατηθή από ύπνον αμελείας. Επιμελώς γαρ διαπεράσας την ζωήν του, έφθασεν ο αοίδιμος εις τους λιμένας της απαθείας μαζί με τον σοφόν Αυξέντιον, με τον οποίον ομού, ετέλεσε τους αγώνας της ασκήσεως, και εσαββάτισε καλώς, ήτοι εκατάπαυσεν εις την Ουράνιον κατάπαυσιν, παραδούς το πνεύμα του εις χείρας Θεού. Το δε τίμιον αυτού λείψανον κατετέθη εις τον Ναόν των Αγίων Αποστόλων.
*
Η Οσία Μήτηρ ημών Αθανασία η Θαυματουργός εν ειρήνη τελειούται.
Αθανασίας τη κορυφή προσφέρω,
Στέφανον αθάνατον δια των λόγων.
Αύτη η Αγία Αθανασία η της αθανασίας ούσα επώνυμος, εγεννήθη εις την νήσον την καλουμένην Αίγιναν από γονείς ευσεβείς τε και ευγενείς. Μαθούσα δε το ψαλτήριον και την εκκλησιαστικήν Ακολουθίαν, εσπούδαζεν η αοίδιμος να αφιερώση τον εαυτόν της εις τον Θεόν. Οι δε γονείς της εσύναψαν αυτήν δια γάμου με άνδρα και χωρίς να θέλη. Ύστερον δε από δεκαέξ ημέρας του γάμου, επήγαν βάρβαροι εις την Αίγιναν, και επειδή ο άνδρας της ευγήκεν έξω δια υπηρεσίαν του, εσφάγη υπό των βαρβάρων. Τότε λοιπόν ανεκαίνισεν η Οσία τον πρώτον σκοπόν και λογισμόν οπού είχε, δια να γένη καλογραία. Εφοβείτο όμως και εσυλλογίζετο, πώς να ημπορέση να φύγη από τους γονείς της, χωρίς να την καταλάβουν. Εις τούτον λοιπόν τον λογισμόν ευρισκομένη, ιδού έφθασε βασιλική προσταγή, η οποία εδιώριζεν, ότι όλαι αι παρθένοι και χήραι, οπού ευρίσκοντο εις την Αίγιναν, να πάρουν άνδρας εθνικούς. Όθεν πάλιν και χωρίς να θέλη, έλαβεν η Οσία δεύτερον άνδρα. Επειδή δε πάντοτε εφρόντιζε και εμελέτα δια την σωτηρίαν της, δια τούτο εκαταγίνετο εις προσευχάς και δεήσεις, και εμοίραζε τον πλούτον της αφθονοπαρόχως εις πτωχούς και δεομένους. Αφ’ ου δε επέρασε καιρός, έπεισε και τον σύζυγόν της και έγινε Μοναχός, αγκαλά και ήτον βάρβαρος, ο οποίος προκόψας οσίως εις τας αρετάς, μετά ολίγον καιρόν απήλθε προς Κύριον. Από τότε δε και ύστερον, ελευθερίαν λαβούσα η μακαρία Αθανασία, διεμοίρασεν εις τους πτωχούς όλον τον πλούτον της, και πέρνουσα μαζί της και άλλας γυναίκας, επήγεν εις ασκητήριον και παρθενώνα, και εκεί γενομένη Μοναχή, αγωνίζετο πολλά μαζί με αυτάς.
Δια τυρί ή ψάρι, ποτέ δεν έτρωγεν, έξω μόνον εις το Άγιον Πάσχα, και εις τας ημέρας του δωδεκαημέρου. Αλλά και εις ταύτας τας ημέρας, εγεύετο μόνον από το τυρί και οψάρι, ουχί δε και εχόρταινεν από αυτά. Εις δε τας άλλας ημέρας, ψωμί μόνον έτρωγε, και νερόν μόνον έπινε μετά την ενάτην ώραν της ημέρας, και ταύτα με εγκράτειαν, και όχι με χορτασμόν. Εις δε τας αγίας τεσσαρακοστάς του χρόνου, ούτε ψωμί έτρωγεν, ούτε νερόν έπινεν, αλλά μόνον έτρωγε λεπτά λάχανα, και αυτά τα έτρωγεν εις κάθε δύω ημέρας. Αφ’ ου δε επέρασαν τέσσαρες χρόνοι, έγινεν Ηγουμένη του ασκητηρίου εκείνου, και από τότε και ύστερον απεφάσισε να μεταχειρίζεται την πλέον ευτελεστέραν και ταπεινοτέραν ζωήν από όλας τας Μοναχάς, ώστε οπού, εκ της ταπεινώσεώς της ταύτης, δεν εγνωρίζετο πως είναι Ηγουμένη και προεστώσα. Όταν δε εκοιμάτο η Οσία, δεν είχε προσκεφάλαιον, αλλά επάνω εις μίαν πέτραν έκλινε την κεφαλήν της, η οποία πέτρα, ήτον επίτηδες ευτρεπισμένη δια τούτο και μόνον, και ούτως ελάμβανεν ολίγον ύπνον. Αφ’ ου δε επέρασαν χρόνοι τέσσαρες, ετρώθη η αοίδιμος από τον έρωτα της ησυχίας, ομού με τας γυναίκας εκείνας, τας οποίας επήρεν από τον κόσμον, και επήγεν εις το ασκητήριον. Όθεν εις τούτο μεταχειρισθείσα συνεργόν ένα ιεροπρεπή άνδρα, Ματθαίον καλούμενον, επήγεν εις ένα τόπον ησυχαστικόν, ομού με τας λοιπάς αδελφάς. Εκεί λοιπόν ετρύγησεν αρκετώς τους καρπούς της ησυχίας. Ο δε προρρηθείς Ματθαίος έφερεν εις τας Οσίας τας χρείας του σώματος, δια μέσου του εργοχείρου, οπού εδούλευον.
Μετά ταύτα, επειδή και ηκολούθησεν ανάγκη και βία, επήγεν η Οσία εις το Βυζάντιον, ήτοι εις την Κωνσταντινούπολιν, έχουσα συνεργόν της ένα Πρεσβύτερον ευνούχον εκ φύσεως, Ιγνάτιον ονομαζόμενον, ο οποίος ήτον εστολισμένος με κάθε αρετήν. Καθότι ο προρρηθείς Μοναχός Ματθαίος, προς Κυριον εξεδήμησεν, αφ’ ου πρότερον διέλαμψε με σημεία και θαύματα, εις τόπον ήσυχον και παράμερον. Πηγαίνουσα δε η Οσία εις την Κωνσταντινούπολιν, έμεινεν εις ένα ασκητήριον χρόνους επτά, θλιβομένη πάντοτε και φροντίζουσα δια το εδικόν της ασκητήριον, οπού άφησεν. Επειδή δε έγινεν εις αυτήν μία θεϊκή οπτασία, φανερόνουσα, ότι πρέπει να υπάγη εις το ασκητήριόν της, ευθύς ανεχώρησε και επήγεν εκεί, και χαιρετίσασα όλας τας αδελφάς μαζί με τον ρηθέντα Πρεσβύτερον Ιγνάτιον, συνέχαιρε με αυτάς, νουθετούσα και διδάσκουσα, πώς να αποκτήσουν τας θεουργούς αρετάς, και πώς να τελειώσουν όλας τας εντολάς του Θεού. Προγνωρίσασα δε η Αγία την προς Θεόν αυτής εκδημίαν, προ δώδεκα ημερών της κοιμήσεώς της, ανέφερε τούτο και εις τας αδελφάς. Όθεν ευχαρίστησε μεν εις τον Κύριον, συνάξασα δε όλας τας Μοναχάς, επροχείρησεν εκείνην, οπού έμελλεν να ηγουμενεύη εις αυτάς. Εις δε την υστερινήν ημέραν, κατά την οποίαν έμελλε να απέλθη προς Κύριον, επρόσεχεν η μακαρία εις την ψαλμωδίαν του ψαλτηρίου, ομού με τας αδελφάς. Επειδή όμως δεν εδυνήθη να τελειώση όλον το ψαλτήριον, αφήκε να ψάλλουσιν αι αδελφαί το απολειφθέν μέρος αυτού, αυτή δε προσευχηθείσα, προς Κύριον εξεδήμησε. Κατά δε τον καιρόν του ενταφιασμού της, πολλοί δαιμονισμένοι και ασθενείς ιατρεύθησαν, αλλά και μετά τον ενταφιασμόν της, πολλοί τυφλοί έλαβον το φως των ομμάτων τους. Προείπε δε η Αγία εις τας αδελφάς, ότι εκείνην την κληρονομίαν και δόξαν, οπού έχω να λάβω παρά Θεού εις τους Ουρανούς, αυτήν θέλω την λάβω ύστερον από τεσσαράκοντα ημέρας της αποβιώσεώς μου. Όθεν μετά τας ημέρας ταύτας, δύω καλογραίαι είδον ένα φοβερόν και εξαίσιον θέαμα, ήτοι είδον δύω άνδρας αστραποβόλους, οι οποίοι εστέκοντο από το ένα μέρος και από το άλλο της Αγίας, έξω από τας αγίας πόρτας του ιερού Βήματος. Εκράτουν δε εκείνοι εις τας χείρας των ένα φόρεμα πορφυρούν και βασιλικόν, υφασμένον από χρυσάφι και μαργαριτάρια και λίθους τιμίους, και με αυτό εφόραιναν την Αγίαν. Όθεν τούτο βλέπουσαι, ενθυμήθηκαν την πρόρρησιν, οπού είπεν εις αυτάς η Αγία, και την ταύτης έκβασιν. Διο και ευχαρίστησαν τον Θεόν, ο οποίος δοξάζει εκείνους, οπού αγαπώσιν αυτόν και δοξάζουσιν.
*
Ο Άγιος Νεομάρτυς Ιωάννης ο εξ Ιωαννίνων, ο εν Κωνσταντινουπόλει μαρτυρήσας εν έτει ͵αφκς’ [1526], πυρί και ξίφει τελειούται.
Βληθείς καμίνου εν μέσω Ιωάννη,
Χριστώ προσήδες ύμνον ευχαριστίας (1).
(1) Το Μαρτύριον αυτού όρα εις το Νέον Μαρτυρολόγιον.
*
Ο Άγιος Νεομάρτυς Ιωάννης ο Κουλικάς, ο μαρτυρήσας εν έτει ͵αφξδ’ [1564], ογγίνοις (ήτοι τζεγγελίοις) τελειούται.
Τον Κουλικάν δε πώς σιωπή παρίδω,
Ος ογγίνοις τέθνηκεν υπέρ Κυρίου; (2)
(2) Το Μαρτύριον αυτού όρα εις το Νέον Μαρτυρολόγιον.
Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.
Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *
Τῷ αὐτῷ μηνὶ ΙΗ΄, μνήμη τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Ἰωάννου, μαθητοῦ τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Δεκαπολίτου.
Ἰωάννη σκίρτησον ὡς Ἰωάννης,
Οὐ γαστρὸς ἐντός, ἀλλὰ τῆς Ἐδὲμ μέσον.
Ὀκτωκαιδεκάτῃ Ἰωάννης νέκυς ὤφθη.
Οὗτος ὁ ἐν Ἁγίοις Πατὴρ ἡμῶν Ἰωάννης ἐκ νεαρᾶς του ἡλικίας μισήσας τὸν κόσμον, ἠγάπησε τὸν Χριστόν, καὶ ἐπῆγε πρὸς τὸν μέγαν Γρηγόριον τὸν Δεκαπολίτην. Γενόμενος δὲ ἀπὸ ἐκεῖνον Μοναχός, εἰς τὸ ἑξῆς εὑρίσκετο μαζί του, ἀγωνιζόμενος εἰς ὅλα, καὶ τὸν Θεὸν δουλεύων. Τόσον δὲ περιβόητος ἔγινεν ὁ ἀοίδιμος εἰς τὴν ὑπακοὴν καὶ ὑποταγήν, καὶ τόσον ἐστάθη εὐπειθὴς καὶ ὑπηρέτης προθυμότατος, ὥστε ὁποῦ ὁ θεῖος Γρηγόριος ὁ πνευματικός του πατήρ, ἔχαιρε δι’ αὐτὸν καὶ ἐδόξαζε τὸν Θεόν. Ἀφ’ οὗ δὲ ἐκοιμήθη ὁ Ἅγιος Γρηγόριος, ἐπῆγεν ὁ θεῖος οὗτος Ἰωάννης εἰς ἄλλην χώραν ξένην καὶ ἀγνώριστον, διὰ τὴν ἀγάπην τοῦ ξενιτεύσαντος καὶ εἰς ξενιτείαν γεννηθέντος Χριστοῦ, καὶ ἐκεῖ ἠγωνίζετο ὁ τρισόλβιος. Ἔπειτα ἐπῆγεν εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα καὶ ἐπροσκύνησε τοὺς Ἁγίους Τόπους. Μετὰ ταῦτα δὲ ἐπῆγεν εἰς τὴν Λαύραν τοῦ Ὁσίου Χαρίτωνος. Ἐκεῖ λοιπὸν δοὺς τὸν ἑαυτόν του εἰς περισσοτέρους ἀγῶνας ἀρετῆς, ἐκοιμήθη ἐν εἰρήνῃ.
*
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Σάββα τοῦ Στρατηλάτου καὶ Γότθου.
Ὕπελθε Σάββα φθαρτὸν ἡδέως ὕδωρ,
Ὡς ἂν πίνῃς ἄφθαρτον ἡδονῆς ὕδωρ.
Οὗτος ἦτον κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Οὐαλεντινιανοῦ τοῦ μεγάλου καὶ Οὐάλεντος ἐν ἔτει τξς΄ [366]. Διέτριβε δὲ εἰς τὴν Γοτθίαν, τὴν εὑρισκομένην κατὰ τὸ Κρίμι πλησίον τοῦ Κάφα. Ὤντας δὲ ἀκόμη παιδίον μικρόν, ἐπροτίμησε τὴν πίστιν τοῦ Χριστοῦ, καὶ ἐπεριγέλα τοὺς λατρευτὰς τῶν εἰδώλων, καὶ ὄχι μόνον δὲν ἐδέχετο νὰ φάγῃ τὰς θυσίας, ὁποῦ ἐπρόσφερον εἰς τὰ εἴδωλα, ἀλλὰ πρὸς τούτοις ἐμπόδιζε καὶ τοὺς Ἕλληνας ἐκείνους, ὁποῦ ἤθελον νὰ τὰς τρώγουν, διδάσκωντας αὐτοὺς τὴν εἰς Χριστὸν πίστιν, ὅθεν καὶ ἔγινεν εἰς πολλοὺς πρόξενος σωτηρίας. Διὰ τοῦτο ἐσηκώθησαν κατ’ ἐπάνω του οἱ τῶν εἰδώλων λατρευταὶ Ἕλληνες, καὶ ἐδίωξαν αὐτὸν ἔξω ἀπὸ τὴν πόλιν τους. Ἀφ’ οὗ δὲ ἐπέρασε μερικὸς καιρός, ἐρευνοῦσαν οἱ εἰδωλολάτραι διὰ νὰ εὕρουν Χριστιανούς. Τότε ὁ Ἅγιος οὗτος Σάββας ἐπῆγεν αὐτοκάλεστος εἰς αὐτούς, καὶ ἐφανέρωσε τὸν ἑαυτόν του, ὅτι εἶναι Χριστιανός. Οἱ δὲ εἰδωλολάτραι περιπαίξαντες πρῶτον αὐτόν, τὸν ἀφῆκαν ἀπείρακτον. Ὕστερον δέ, ὅταν ἦλθεν εἰς τὴν χώραν τους ὁ ἀρχηγὸς τῶν Γότθων Ἀθανάριχος, τότε ἐπίασαν τὸν Ἅγιον, καὶ ἀφ’ οὗ ἔδειραν αὐτὸν μὲ φραγγέλιον, ἤτοι μὲ σχοινίον πλεκτόν, τὸν ἐξάπλωσαν ἐπάνω εἰς ἕνα ἀξόνι. Ἔπειτα ἐκρέμασαν αὐτὸν ἀπὸ τὰ δοκάρια τοῦ ὁσπητίου, καὶ τὸν ἀνάγκασαν νὰ γευθῇ ἀπὸ τὰς θυσίας τῶν εἰδώλων. Ὁ δὲ Ἅγιος δὲν ἠθέλησε, διὰ τοῦτο ἔφερον αὐτὸν εἰς τὸν ποταμὸν Μουσαῖον, καὶ ἐκεῖ βαλόντες ἐπάνω εἰς τὸν λαιμόν του ἕνα βαρὺ ξύλον, ἔπνιξαν αὐτόν, ὄντα κατὰ τὴν ἡλικίαν τριανταοκτὼ χρόνων, καὶ οὕτως ἔλαβεν ὁ ἀοίδιμος τοῦ μαρτυρίου τὸν στέφανον.
*
Μνήμη τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρὸς ἡμῶν καὶ Ὁμολογητοῦ Κοσμᾶ Ἐπισκόπου Χαλκηδόνος.
Θραύσας βέλη σὰ καὶ μεταστάς σου βίε,
Ἔξω βελῶν ὑπῆρξε Κοσμᾶς, ὡς λόγος.
Οὗτος ὁ Ἅγιος ἀνατραφεὶς μὲ τὸ γάλα τῆς ἀσκήσεως, καὶ καθαρίσας τὸν ἑαυτόν του μὲ τοὺς πνευματικοὺς ἀγῶνας τῆς ἀρετῆς, ἔγινε κατοικητήριον τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὅθεν καὶ ἐτιμήθη μὲ τὸ ἀξίωμα τῆς Ἱερωσύνης, ὕστερον δὲ κατεστάθη καὶ ποιμὴν θεοπρόβλητος τῆς ἐν Καρχηδόνι ἁγίας Ἐκκλησίας. Καὶ λοιπὸν ἁρματωθεὶς μὲ τὰ ἅρματα τῆς πίστεως, κατέβαλε μὲν τὴν ὑπερηφάνειαν καὶ δύναμιν ἐκείνων, ὁποῦ ἀθέτουν καὶ δὲν ἐπροσκύνουν τὴν σεπτὴν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ. Ἐδίδαξε δὲ αὐτοὺς νὰ τιμοῦν αὐτὴν καὶ νὰ προσκυνοῦν, αὐτὸς πρῶτος ταύτην τιμῶν καὶ προσκυνῶν, διὰ τὴν ὁποίαν καὶ τὸν στέφανον τῆς ὁμολογίας ἔλαβεν. Οὗτος ἐφύλαξεν ἕως τέλους τὴν εὐλάβειαν, ὁποῦ εἶχεν εἰς τὰ θεῖα παιδιόθεν, χωρὶς νὰ κρατηθῇ ἀπὸ ὕπνον ἀμελείας. Ἐπιμελῶς γὰρ διαπεράσας τὴν ζωήν του, ἔφθασεν ὁ ἀοίδιμος εἰς τοὺς λιμένας τῆς ἀπαθείας μαζὶ μὲ τὸν σοφὸν Αὐξέντιον, μὲ τὸν ὁποῖον ὁμοῦ, ἐτέλεσε τοὺς ἀγῶνας τῆς ἀσκήσεως, καὶ ἐσαββάτισε καλῶς, ἤτοι ἐκατάπαυσεν εἰς τὴν Οὐράνιον κατάπαυσιν, παραδοὺς τὸ πνεῦμά του εἰς χεῖρας Θεοῦ. Τὸ δὲ τίμιον αὐτοῦ λείψανον κατετέθη εἰς τὸν Ναὸν τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων.
*
Ἡ Ὁσία Μήτηρ ἡμῶν Ἀθανασία ἡ Θαυματουργὸς ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται.
Ἀθανασίας τῇ κορυφῇ προσφέρω,
Στέφανον ἀθάνατον διὰ τῶν λόγων.
Αὕτη ἡ Ἁγία Ἀθανασία ἡ τῆς ἀθανασίας οὖσα ἐπώνυμος, ἐγεννήθη εἰς τὴν νῆσον τὴν καλουμένην Αἴγιναν ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς τε καὶ εὐγενεῖς. Μαθοῦσα δὲ τὸ ψαλτήριον καὶ τὴν ἐκκλησιαστικὴν Ἀκολουθίαν, ἐσπούδαζεν ἡ ἀοίδιμος νὰ ἀφιερώσῃ τὸν ἑαυτόν της εἰς τὸν Θεόν. Οἱ δὲ γονεῖς της ἐσύναψαν αὐτὴν διὰ γάμου μὲ ἄνδρα καὶ χωρὶς νὰ θέλῃ. Ὕστερον δὲ ἀπὸ δεκαὲξ ἡμέρας τοῦ γάμου, ἐπῆγαν βάρβαροι εἰς τὴν Αἴγιναν, καὶ ἐπειδὴ ὁ ἄνδρας της εὐγῆκεν ἔξω διὰ ὑπηρεσίαν του, ἐσφάγη ὑπὸ τῶν βαρβάρων. Τότε λοιπὸν ἀνεκαίνισεν ἡ Ὁσία τὸν πρῶτον σκοπὸν καὶ λογισμὸν ὁποῦ εἶχε, διὰ νὰ γένῃ καλογραία. Ἐφοβεῖτο ὅμως καὶ ἐσυλλογίζετο, πῶς νὰ ἠμπορέσῃ νὰ φύγῃ ἀπὸ τοὺς γονεῖς της, χωρὶς νὰ τὴν καταλάβουν. Εἰς τοῦτον λοιπὸν τὸν λογισμὸν εὑρισκομένη, ἰδοὺ ἔφθασε βασιλικὴ προσταγή, ἡ ὁποία ἐδιώριζεν, ὅτι ὅλαι αἱ παρθένοι καὶ χῆραι, ὁποῦ εὑρίσκοντο εἰς τὴν Αἴγιναν, νὰ πάρουν ἄνδρας ἐθνικούς. Ὅθεν πάλιν καὶ χωρὶς νὰ θέλῃ, ἔλαβεν ἡ Ὁσία δεύτερον ἄνδρα. Ἐπειδὴ δὲ πάντοτε ἐφρόντιζε καὶ ἐμελέτα διὰ τὴν σωτηρίαν της, διὰ τοῦτο ἐκαταγίνετο εἰς προσευχὰς καὶ δεήσεις, καὶ ἐμοίραζε τὸν πλοῦτόν της ἀφθονοπαρόχως εἰς πτωχοὺς καὶ δεομένους. Ἀφ’ οὗ δὲ ἐπέρασε καιρός, ἔπεισε καὶ τὸν σύζυγόν της καὶ ἔγινε Μοναχός, ἀγκαλὰ καὶ ἦτον βάρβαρος, ὁ ὁποῖος προκόψας ὁσίως εἰς τὰς ἀρετάς, μετὰ ὀλίγον καιρὸν ἀπῆλθε πρὸς Κύριον. Ἀπὸ τότε δὲ καὶ ὕστερον, ἐλευθερίαν λαβοῦσα ἡ μακαρία Ἀθανασία, διεμοίρασεν εἰς τοὺς πτωχοὺς ὅλον τὸν πλοῦτόν της, καὶ πέρνουσα μαζί της καὶ ἄλλας γυναῖκας, ἐπῆγεν εἰς ἀσκητήριον καὶ παρθενῶνα, καὶ ἐκεῖ γενομένη Μοναχή, ἀγωνίζετο πολλὰ μαζὶ μὲ αὐτάς.
Διὰ τυρὶ ἢ ψάρι, ποτὲ δὲν ἔτρωγεν, ἔξω μόνον εἰς τὸ Ἅγιον Πάσχα, καὶ εἰς τὰς ἡμέρας τοῦ δωδεκαημέρου. Ἀλλὰ καὶ εἰς ταύτας τὰς ἡμέρας, ἐγεύετο μόνον ἀπὸ τὸ τυρὶ καὶ ὀψάρι, οὐχὶ δὲ καὶ ἐχόρταινεν ἀπὸ αὐτά. Εἰς δὲ τὰς ἄλλας ἡμέρας, ψωμὶ μόνον ἔτρωγε, καὶ νερὸν μόνον ἔπινε μετὰ τὴν ἐνάτην ὥραν τῆς ἡμέρας, καὶ ταῦτα μὲ ἐγκράτειαν, καὶ ὄχι μὲ χορτασμόν. Εἰς δὲ τὰς ἁγίας τεσσαρακοστὰς τοῦ χρόνου, οὔτε ψωμὶ ἔτρωγεν, οὔτε νερὸν ἔπινεν, ἀλλὰ μόνον ἔτρωγε λεπτὰ λάχανα, καὶ αὐτὰ τὰ ἔτρωγεν εἰς κάθε δύω ἡμέρας. Ἀφ’ οὗ δὲ ἐπέρασαν τέσσαρες χρόνοι, ἔγινεν Ἡγουμένη τοῦ ἀσκητηρίου ἐκείνου, καὶ ἀπὸ τότε καὶ ὕστερον ἀπεφάσισε νὰ μεταχειρίζεται τὴν πλέον εὐτελεστέραν καὶ ταπεινοτέραν ζωὴν ἀπὸ ὅλας τὰς Μοναχάς, ὥστε ὁποῦ, ἐκ τῆς ταπεινώσεώς της ταύτης, δὲν ἐγνωρίζετο πῶς εἶναι Ἡγουμένη καὶ προεστῶσα. Ὅταν δὲ ἐκοιμᾶτο ἡ Ὁσία, δὲν εἶχε προσκεφάλαιον, ἀλλὰ ἐπάνω εἰς μίαν πέτραν ἔκλινε τὴν κεφαλήν της, ἡ ὁποία πέτρα, ἦτον ἐπίτηδες εὐτρεπισμένη διὰ τοῦτο καὶ μόνον, καὶ οὕτως ἐλάμβανεν ὀλίγον ὕπνον. Ἀφ’ οὗ δὲ ἐπέρασαν χρόνοι τέσσαρες, ἐτρώθη ἡ ἀοίδιμος ἀπὸ τὸν ἔρωτα τῆς ἡσυχίας, ὁμοῦ μὲ τὰς γυναῖκας ἐκείνας, τὰς ὁποίας ἐπῆρεν ἀπὸ τὸν κόσμον, καὶ ἐπῆγεν εἰς τὸ ἀσκητήριον. Ὅθεν εἰς τοῦτο μεταχειρισθεῖσα συνεργὸν ἕνα ἱεροπρεπῆ ἄνδρα, Ματθαῖον καλούμενον, ἐπῆγεν εἰς ἕνα τόπον ἡσυχαστικόν, ὁμοῦ μὲ τὰς λοιπὰς ἀδελφάς. Ἐκεῖ λοιπὸν ἐτρύγησεν ἀρκετῶς τοὺς καρποὺς τῆς ἡσυχίας. Ὁ δὲ προρρηθεὶς Ματθαῖος ἔφερεν εἰς τὰς Ὁσίας τὰς χρείας τοῦ σώματος, διὰ μέσου τοῦ ἐργοχείρου, ὁποῦ ἐδούλευον.
Μετὰ ταῦτα, ἐπειδὴ καὶ ἠκολούθησεν ἀνάγκη καὶ βία, ἐπῆγεν ἡ Ὁσία εἰς τὸ Βυζάντιον, ἤτοι εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν, ἔχουσα συνεργόν της ἕνα Πρεσβύτερον εὐνοῦχον ἐκ φύσεως, Ἰγνάτιον ὀνομαζόμενον, ὁ ὁποῖος ἦτον ἐστολισμένος μὲ κάθε ἀρετήν. Καθότι ὁ προρρηθεὶς Μοναχὸς Ματθαῖος, πρὸς Κυριον ἐξεδήμησεν, ἀφ’ οὗ πρότερον διέλαμψε μὲ σημεῖα καὶ θαύματα, εἰς τόπον ἥσυχον καὶ παράμερον. Πηγαίνουσα δὲ ἡ Ὁσία εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν, ἔμεινεν εἰς ἕνα ἀσκητήριον χρόνους ἑπτά, θλιβομένη πάντοτε καὶ φροντίζουσα διὰ τὸ ἐδικόν της ἀσκητήριον, ὁποῦ ἄφησεν. Ἐπειδὴ δὲ ἔγινεν εἰς αὐτὴν μία θεϊκὴ ὀπτασία, φανερόνουσα, ὅτι πρέπει νὰ ὑπάγῃ εἰς τὸ ἀσκητήριόν της, εὐθὺς ἀνεχώρησε καὶ ἐπῆγεν ἐκεῖ, καὶ χαιρετίσασα ὅλας τὰς ἀδελφὰς μαζὶ μὲ τὸν ῥηθέντα Πρεσβύτερον Ἰγνάτιον, συνέχαιρε μὲ αὐτάς, νουθετοῦσα καὶ διδάσκουσα, πῶς νὰ ἀποκτήσουν τὰς θεουργοὺς ἀρετάς, καὶ πῶς νὰ τελειώσουν ὅλας τὰς ἐντολὰς τοῦ Θεοῦ. Προγνωρίσασα δὲ ἡ Ἁγία τὴν πρὸς Θεὸν αὐτῆς ἐκδημίαν, πρὸ δώδεκα ἡμερῶν τῆς κοιμήσεώς της, ἀνέφερε τοῦτο καὶ εἰς τὰς ἀδελφάς. Ὅθεν εὐχαρίστησε μὲν εἰς τὸν Κύριον, συνάξασα δὲ ὅλας τὰς Μοναχάς, ἐπροχείρησεν ἐκείνην, ὁποῦ ἔμελλεν νὰ ἡγουμενεύῃ εἰς αὐτάς. Εἰς δὲ τὴν ὑστερινὴν ἡμέραν, κατὰ τὴν ὁποίαν ἔμελλε νὰ ἀπέλθῃ πρὸς Κύριον, ἐπρόσεχεν ἡ μακαρία εἰς τὴν ψαλμῳδίαν τοῦ ψαλτηρίου, ὁμοῦ μὲ τὰς ἀδελφάς. Ἐπειδὴ ὅμως δὲν ἐδυνήθη νὰ τελειώσῃ ὅλον τὸ ψαλτήριον, ἀφῆκε νὰ ψάλλουσιν αἱ ἀδελφαὶ τὸ ἀπολειφθὲν μέρος αὐτοῦ, αὐτὴ δὲ προσευχηθεῖσα, πρὸς Κύριον ἐξεδήμησε. Κατὰ δὲ τὸν καιρὸν τοῦ ἐνταφιασμοῦ της, πολλοὶ δαιμονισμένοι καὶ ἀσθενεῖς ἰατρεύθησαν, ἀλλὰ καὶ μετὰ τὸν ἐνταφιασμόν της, πολλοὶ τυφλοὶ ἔλαβον τὸ φῶς τῶν ὀμμάτων τους. Προεῖπε δὲ ἡ Ἁγία εἰς τὰς ἀδελφάς, ὅτι ἐκείνην τὴν κληρονομίαν καὶ δόξαν, ὁποῦ ἔχω νὰ λάβω παρὰ Θεοῦ εἰς τοὺς Οὐρανούς, αὐτὴν θέλω τὴν λάβω ὕστερον ἀπὸ τεσσαράκοντα ἡμέρας τῆς ἀποβιώσεώς μου. Ὅθεν μετὰ τὰς ἡμέρας ταύτας, δύω καλογραῖαι εἶδον ἕνα φοβερὸν καὶ ἐξαίσιον θέαμα, ἤτοι εἶδον δύω ἄνδρας ἀστραποβόλους, οἱ ὁποῖοι ἐστέκοντο ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος καὶ ἀπὸ τὸ ἄλλο τῆς Ἁγίας, ἔξω ἀπὸ τὰς ἁγίας πόρτας τοῦ ἱεροῦ Βήματος. Ἐκράτουν δὲ ἐκεῖνοι εἰς τὰς χεῖράς των ἕνα φόρεμα πορφυροῦν καὶ βασιλικόν, ὑφασμένον ἀπὸ χρυσάφι καὶ μαργαριτάρια καὶ λίθους τιμίους, καὶ μὲ αὐτὸ ἐφόραιναν τὴν Ἁγίαν. Ὅθεν τοῦτο βλέπουσαι, ἐνθυμήθηκαν τὴν πρόρρησιν, ὁποῦ εἶπεν εἰς αὐτὰς ἡ Ἁγία, καὶ τὴν ταύτης ἔκβασιν. Διὸ καὶ εὐχαρίστησαν τὸν Θεόν, ὁ ὁποῖος δοξάζει ἐκείνους, ὁποῦ ἀγαπῶσιν αὐτὸν καὶ δοξάζουσιν.
*
Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Ἰωάννης ὁ ἐξ Ἰωαννίνων, ὁ ἐν Κωνσταντινουπόλει μαρτυρήσας ἐν ἔτει ͵αφκς΄ [1526], πυρὶ καὶ ξίφει τελειοῦται.
Βληθεὶς καμίνου ἐν μέσῳ Ἰωάννη,
Χριστῷ προσῇδες ὕμνον εὐχαριστίας (1).
(1) Τὸ Μαρτύριον αὐτοῦ ὅρα εἰς τὸ Νέον Μαρτυρολόγιον.
*
Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Ἰωάννης ὁ Κουλικᾶς, ὁ μαρτυρήσας ἐν ἔτει ͵αφξδ΄ [1564], ὀγγίνοις (ἤτοι τζεγγελίοις) τελειοῦται.
Τὸν Κουλικᾶν δὲ πῶς σιωπῇ παρίδω,
Ὃς ὀγγίνοις τέθνηκεν ὑπὲρ Κυρίου (2);
(2) Τὸ Μαρτύριον αὐτοῦ ὅρα εἰς τὸ Νέον Μαρτυρολόγιον.
Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.
Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Β’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *
Των Αγίων Ιωάννου, Σάββα του Στρατηλάτου και Γότθου, Κοσμά Επισκόπου Χαλκηδόνος, Αθανασίας κ.ά.