Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου17 Απριλίου
Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ
Τω αυτώ μηνί ΙΖ’, μνήμη του Αγίου Ιερομάρτυρος Συμεών Επισκόπου Περσίας και των συν αυτώ, Αυδελλά Πρεσβυτέρου, Γοθαζάτ, Φουσίκ, και ετέρων χιλίων εκατόν πεντήκοντα.
Εις τον Συμεών.
Επίσκοπόν σε Συμεών εγώ μέγαν,
Εκ δε ξίφους μέγιστον αθλητήν έγνων.
Εις τον Αυδελλάν.
Άρκτου το δεινόν Αυδελλάς έδυ στόμα,
Βδέλλης απλήστου του Σατάν φυγών στόμα.
Εις τον Γοθαζάτ.
Επιτραπέντος του θύειν, ή τεθνάναι,
Θανείν Γοθαζάτ είλετο τμηθείς ξίφει.
Εις τον Φουσίκ.
Το δέρμα Φουσίκ εκδεδάρθω μοι λέγει,
Χιτών υφανθείς του Σατανά τη κρόκη (1).
(1) Χιτώνα ίσως ονομάζει εδώ ο στιχουργός, το ανθρώπινον δέρμα, το οποίον υφάνθη από την κρόκην του Σατανά, τουτέστιν από την φθοράν, την προξενηθείσαν εκ της προπατορικής αμαρτίας, φθόνω και συμβουλή του Διαβόλου.
Εις τους εκατόν πεντήκοντα.
Τέμνουσιν ανδρών τριπλοπεντηκοντάδα,
Την τριπρόσωπον προσκυνούσαν ουσίαν.
Εις τους χιλίους.
Πίπτουσι Περσών αμφί χιλίους ξίφει,
Ιδών έφης αν Παύλε. Μαρτύρων νέφος.
Εβδομάτη Συμεών δεκάτη από αυχένα κάρθη.
Κατά τους χρόνους του Σαβωρίου βασιλέως Περσών, Κωνσταντίνου δε του Μεγάλου βασιλεύοντος των Ρωμαίων, εν έτει τλ’ [330], ηγεμόνων δε όντων εις τας πόλεις της Περσίας Κτησιφώντος και Σαλήκ, κατ’ εκείνον λέγω τον καιρόν, έγραψάν τινες Πέρσαι εις τον βασιλέα, ότι ο Αρχιερεύς των Χριστιανών Συμεών και άλλοι πολλοί, δεν καταδέχονται να ήναι υποκείμενοι εις αυτόν. Αλλά προτιμούν καλλίτερα να αποθάνουν με δόξαν δια τον Χριστόν, παρά να δουλεύουν εις παράνομον βασιλέα και ηγεμόνας, ατίμως και χωρίς δόξαν. Ταύτα δε ακούσας ο βασιλεύς, εθυμώθη, και επρόσταξε να φέρουν έμπροσθέν του τον Άγιον Συμεών δεμένον με δύω αλυσίδας. Έπειτα προστάζει να ρίψουν τον Άγιον εις την φυλακήν, εις την οποίαν ευρισκόμενος, επίστρεψε με την διδασκαλίαν του εις την πίστιν του Χριστού, τον πραιπόσιτον Γοθαζάτ, όστις πρότερον μεν ήτον Χριστιανός, δια δε την παρακάλεσιν και αξίωσιν του βασιλέως, και δια τον φόβον των βασάνων, επροσκύνησε τον ήλιον, κατά την θρησκείαν των Περσών. Ούτος λοιπόν ο αρνησίχριστος Γοθαζάτ πιασθείς, απεκεφαλίσθη, και έλαβε τοιούτον μισθόν από τον αχάριστον βασιλέα, αντί δια τον κόπον, οπού έλαβεν εις το να αναθρέψη αυτόν, αφ’ ου απεγαλακτίσθη· αυτός γαρ ο αοίδιμος ανέθρεψε τον βασιλέα.
Ταύτην δε μόνην την χάριν εζήτησεν ο Άγιος να του κάμη ο βασιλεύς, ότι να φανερώση εις όλους, πως εθανάτωσεν αυτόν, όχι δια αυθάδειαν και ακρασίαν της γλώσσης του, όχι δια άλλην άτοπον πράξιν του, αλλά δια μόνην την εις Χριστόν πίστιν, από την οποίαν πρότερον εξέπεσε δια δειλίαν και μικροψυχίαν του. Ταύτην την χάριν υπεσχέθη ο βασιλεύς να κάμη εις αυτόν. Τούτο δε και ο Άγιος Συμεών ακούσας εις την φυλακήν, επήνεσε και εχάρη, όθεν και επροσευχήθη μαζί με τους συν αυτώ ευρισκομένους εν τη φυλακή, να λάβουν το συντομώτερον το ίδιον τέλος και αυτοί, ήγουν το να αποκεφαλισθούν δια τον Χριστόν, το οποίον και έγινε. Διότι αφ’ ου εύγαλαν έξω τους φυλακωμένους, και απεκεφάλισαν αυτούς, οι οποίοι ήτον εις τον αριθμόν χίλιοι εκατόν πεντήκοντα, πρώτος δε από όλους ήτον ο Άγιος Συμεών ο Επίσκοπος, όστις επαρακίνησε και τους άλλους να μαρτυρήσουν. Λέγουσι δε, ότι ένας από αυτούς εφοβήθη τον θάνατον, ο δε κουροπαλάτης του βασιλέως, Φουσίκ ονομαζόμενος, εσυμβούλευσεν αυτόν να μη φοβηθή τελείως, αλλά να κλείση τα ομμάτια, και έτζι έχωντας αυτά κλεισμένα, να δεχθή το κόψιμον του σπαθίου, το οποίον περνά ογλίγωρα. Όπερ και εποίησεν. Όθεν διαβαλθείς εις τον βασιλέα ο ρηθείς Άγιος Φουσίκ, πως έκαμε τούτο, ωμολόγησε παρρησία τον Χριστόν. Λοιπόν τούτου ένεκεν, έκοψαν την γλώσσαν του, και εύγαλαν το δέρμα του σώματός του. Όθεν επάνω εις την βάσανον ταύτην, παρέδωκε την ψυχήν του εις χείρας Θεού ο μακάριος, και έλαβε μετά των άλλων απάντων τον στέφανον της αθλήσεως.
*
Τη αυτή ημέρα μνήμη του Αγίου Μάρτυρος Αδριανού του νέου.
Ει ουκ έγνως τις εστιν ο φλογός μέσον,
Γνώση λαλούντος. Αδριανέ καρτέρει.
Ούτος ο Άγιος Μάρτυς Αδριανός, ήτον ένας από τους Χριστιανούς εκείνους, οι οποίοι επιάσθησαν από τους Έλληνας και εβάλθησαν εις φυλακάς. Όθεν εις καιρόν οπού οι Έλληνες επρόσφερον θυσίας εις τους ψευδωνύμους θεούς των, εύγαλαν και τούτον τον Άγιον από την φυλακήν, και τον ηνάγκαζον να πλησιάση και αυτός κοντά εις τον βωμόν, και να προσφέρη λιβανωτόν, ήτοι να προσφέρη εις τους δαίμονας θυμίαμα. Ο δε γενναίος Μάρτυς του Χριστού, όχι μόνον τούτο δεν έκαμεν, αλλά και έτρεξε και εκρήμνισε τον βωμόν, και τας θυσίας οπού ήτον επάνω εις αυτόν έχυσε, και την φωτίαν διεσκόρπισεν. Όθεν εκίνησε τον άρχοντα εις οργήν, και τας καρδίας των παρευρεθέντων ειδωλολατρών άναψεν εις θυμόν, οι οποίοι πιάσαντες αυτόν, έδειραν ανελεήμονα. Και άλλος μεν, εκτύπα αυτόν με ραβδία. Άλλος δε, με πέτρας εσύντριβε το στόμα του, και άλλος, έκρουεν αυτόν εις την κεφαλήν. Τελευταίον δε, ανάψαντες ένα καμίνι μεγάλον, έβαλον τον Άγιον εις αυτό, και έτζι ετελείωσεν ο μακάριος τον δρόμον του μαρτυρίου του, και απήλθε στεφανηφόρος εις τα Ουράνια.
*
Ο εν Αγίοις Πατήρ ημών Αγαπητός ο Πάπας Ρώμης εν ειρήνη τελειούται.
Θνήσκων τι κράζεις; Σώτερ ηγάπησά σε.
Αλλ’ ηγαπήθης Αγαπητέ και πλέον.
Ούτος ο εν Αγίοις Πατήρ ημών Αγαπητός, ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Ιουστινιανού του μεγάλου, εν έτει φμ’ [540]. Ανατραφείς δε με κάθε αρετήν και άσκησιν, ανεβιβάσθη εις το της αρχιερωσύνης αξίωμα, και έγινε Πάπας Ρώμης. Έπειτα ανέβη εις Κωνσταντινούπολιν δια να ανταμώση τον βασιλέα Ιουστινιανόν, εις τον δρόμον δε ευρισκόμενος, έδωκε μίαν απόδειξιν της εδικής του αρετής και της παρρησίας, οπού είχε προς τον Θεόν. Ερχόμενος γαρ εις την Ελλάδα, ευρήκεν εκεί ένα άνθρωπον, όστις έπασχεν από δύω πάθη ανιάτρευτα, διατί ούτε να λαλήση εδύνετο, ούτε να περιπατήση, αλλά από γεννήσεώς του ήτον και άλαλος, και μόλις και μετά βίας εσύρετο εις την γην ωσάν ένα ερπετόν. Όθεν πιάσας αυτόν από το χέρι ο Άγιος, εποίησεν αυτόν άρτιον και υγιή εις τους πόδας, βαλών δε και εις το στόμα του μίαν μερίδα του Δεσποτικού σώματος του Κυρίου, εύλαλον αυτόν απέδειξεν.
Αλλά και όταν επήγεν εις την Κωνσταντινούπολιν ο Άγιος, άλλο θαύμα εποίησε. Πηγαίνωντας γαρ εις την πόρταν της πόλεως, την ονομαζομένην Χρυσήν, ευρήκεν ένα τυφλόν, και βαλών την χείρα του εις τους οφθαλμούς του, εχάρισεν εις αυτόν την οπτικήν δύναμιν και ενέργειαν. Όθεν αξίως δια τας αρετάς του ταύτας και τα χαρίσματα, εδέχθη με πολλήν τιμήν, τόσον από τους άρχοντας και από τον βασιλέα, όσον και από όλον τον λαόν. Εκεί δε ευρισκόμενος, εξωστράκισεν Άνθιμον τον Επίσκοπον της Τραπεζούντος, όστις κακώς ανέβη εις τον θρόνον της Κωνσταντινουπόλεως. Εφρόνει γαρ ο κακόδοξος την του Ευτυχούς και Σεβήρου των Μονοφυσιτών αίρεσιν, και τούτον παρέδωκεν εις το ανάθεμα. Αντί δε του Ανθίμου, εχειροτόνησε Πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως τον αγιώτατον Μηνάν, και εις τον θρόνον αυτόν εκάθισαν, όστις ήτον Πρεσβύτερος. Ζήσας δε ύστερον μερικόν καιρόν, προς Κύριον εξεδήμησε. Τελείται δε η αυτού Σύναξις εν τω Ναώ των Αγίων Αποστόλων των Μεγάλων.
Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.
Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *
Τῷ αὐτῷ μηνὶ ΙΖ΄, μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἱερομάρτυρος Συμεὼν Ἐπισκόπου Περσίας καὶ τῶν σὺν αὐτῷ, Αὐδελλᾶ Πρεσβυτέρου, Γοθαζάτ, Φουσίκ, καὶ ἑτέρων χιλίων ἑκατὸν πεντήκοντα.
Εἰς τὸν Συμεών.
Ἐπίσκοπόν σε Συμεὼν ἐγὼ μέγαν,
Ἐκ δὲ ξίφους μέγιστον ἀθλητὴν ἔγνων.
Εἰς τὸν Αὐδελλᾶν.
Ἄρκτου τὸ δεινὸν Αὐδελλᾶς ἔδυ στόμα,
Βδέλλης ἀπλήστου τοῦ Σατᾶν φυγὼν στόμα.
Εἰς τὸν Γοθαζάτ.
Ἐπιτραπέντος τοῦ θύειν, ἢ τεθνάναι,
Θανεῖν Γοθαζὰτ εἵλετο τμηθεὶς ξίφει.
Εἰς τὸν Φουσίκ.
Τὸ δέρμα Φουσὶκ ἐκδεδάρθω μοι λέγει,
Χιτὼν ὑφανθεὶς τοῦ Σατανᾶ τῇ κρόκῃ (1).
(1) Χιτῶνα ἴσως ὀνομάζει ἐδῶ ὁ στιχουργός, τὸ ἀνθρώπινον δέρμα, τὸ ὁποῖον ὑφάνθη ἀπὸ τὴν κρόκην τοῦ Σατανᾶ, τουτέστιν ἀπὸ τὴν φθοράν, τὴν προξενηθεῖσαν ἐκ τῆς προπατορικῆς ἁμαρτίας, φθόνῳ καὶ συμβουλῇ τοῦ Διαβόλου.
Εἰς τοὺς ἑκατὸν πεντήκοντα.
Τέμνουσιν ἀνδρῶν τριπλοπεντηκοντάδα,
Τὴν τριπρόσωπον προσκυνοῦσαν οὐσίαν.
Εἰς τοὺς χιλίους.
Πίπτουσι Περσῶν ἀμφὶ χιλίους ξίφει,
Ἰδὼν ἔφης ἂν Παῦλε. Μαρτύρων νέφος.
Ἑβδομάτῃ Συμεὼν δεκάτῃ ἀπὸ αὐχένα κάρθη.
Κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ Σαβωρίου βασιλέως Περσῶν, Κωνσταντίνου δὲ τοῦ Μεγάλου βασιλεύοντος τῶν Ῥωμαίων, ἐν ἔτει τλ΄ [330], ἡγεμόνων δὲ ὄντων εἰς τὰς πόλεις τῆς Περσίας Κτησιφῶντος καὶ Σαλήκ, κατ’ ἐκεῖνον λέγω τὸν καιρόν, ἔγραψάν τινες Πέρσαι εἰς τὸν βασιλέα, ὅτι ὁ Ἀρχιερεὺς τῶν Χριστιανῶν Συμεὼν καὶ ἄλλοι πολλοί, δὲν καταδέχονται νὰ ᾖναι ὑποκείμενοι εἰς αὐτόν. Ἀλλὰ προτιμοῦν καλλίτερα νὰ ἀποθάνουν μὲ δόξαν διὰ τὸν Χριστόν, παρὰ νὰ δουλεύουν εἰς παράνομον βασιλέα καὶ ἡγεμόνας, ἀτίμως καὶ χωρὶς δόξαν. Ταῦτα δὲ ἀκούσας ὁ βασιλεύς, ἐθυμώθη, καὶ ἐπρόσταξε νὰ φέρουν ἔμπροσθέν του τὸν Ἅγιον Συμεὼν δεμένον μὲ δύω ἁλυσίδας. Ἔπειτα προστάζει νὰ ῥίψουν τὸν Ἅγιον εἰς τὴν φυλακήν, εἰς τὴν ὁποίαν εὑρισκόμενος, ἐπίστρεψε μὲ τὴν διδασκαλίαν του εἰς τὴν πίστιν τοῦ Χριστοῦ, τὸν πραιπόσιτον Γοθαζάτ, ὅστις πρότερον μὲν ἦτον Χριστιανός, διὰ δὲ τὴν παρακάλεσιν καὶ ἀξίωσιν τοῦ βασιλέως, καὶ διὰ τὸν φόβον τῶν βασάνων, ἐπροσκύνησε τὸν ἥλιον, κατὰ τὴν θρῃσκείαν τῶν Περσῶν. Οὗτος λοιπὸν ὁ ἀρνησίχριστος Γοθαζὰτ πιασθείς, ἀπεκεφαλίσθη, καὶ ἔλαβε τοιοῦτον μισθὸν ἀπὸ τὸν ἀχάριστον βασιλέα, ἀντὶ διὰ τὸν κόπον, ὁποῦ ἔλαβεν εἰς τὸ νὰ ἀναθρέψῃ αὐτόν, ἀφ’ οὗ ἀπεγαλακτίσθη· αὐτὸς γὰρ ὁ ἀοίδιμος ἀνέθρεψε τὸν βασιλέα.
Ταύτην δὲ μόνην τὴν χάριν ἐζήτησεν ὁ Ἅγιος νὰ τοῦ κάμῃ ὁ βασιλεύς, ὅτι νὰ φανερώσῃ εἰς ὅλους, πῶς ἐθανάτωσεν αὐτόν, ὄχι διὰ αὐθάδειαν καὶ ἀκρασίαν τῆς γλώσσης του, ὄχι διὰ ἄλλην ἄτοπον πρᾶξίν του, ἀλλὰ διὰ μόνην τὴν εἰς Χριστὸν πίστιν, ἀπὸ τὴν ὁποίαν πρότερον ἐξέπεσε διὰ δειλίαν καὶ μικροψυχίαν του. Ταύτην τὴν χάριν ὑπεσχέθη ὁ βασιλεὺς νὰ κάμῃ εἰς αὐτόν. Τοῦτο δὲ καὶ ὁ Ἅγιος Συμεὼν ἀκούσας εἰς τὴν φυλακήν, ἐπῄνεσε καὶ ἐχάρη, ὅθεν καὶ ἐπροσευχήθη μαζὶ μὲ τοὺς σὺν αὐτῷ εὑρισκομένους ἐν τῇ φυλακῇ, νὰ λάβουν τὸ συντομώτερον τὸ ἴδιον τέλος καὶ αὐτοί, ἤγουν τὸ νὰ ἀποκεφαλισθοῦν διὰ τὸν Χριστόν, τὸ ὁποῖον καὶ ἔγινε. Διότι ἀφ’ οὗ εὔγαλαν ἔξω τοὺς φυλακωμένους, καὶ ἀπεκεφάλισαν αὐτούς, οἱ ὁποῖοι ἦτον εἰς τὸν ἀριθμὸν χίλιοι ἑκατὸν πεντήκοντα, πρῶτος δὲ ἀπὸ ὅλους ἦτον ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Ἐπίσκοπος, ὅστις ἐπαρακίνησε καὶ τοὺς ἄλλους νὰ μαρτυρήσουν. Λέγουσι δέ, ὅτι ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς ἐφοβήθη τὸν θάνατον, ὁ δὲ κουροπαλάτης τοῦ βασιλέως, Φουσὶκ ὀνομαζόμενος, ἐσυμβούλευσεν αὐτὸν νὰ μὴ φοβηθῇ τελείως, ἀλλὰ νὰ κλείσῃ τὰ ὀμμάτια, καὶ ἔτζι ἔχωντας αὐτὰ κλεισμένα, νὰ δεχθῇ τὸ κόψιμον τοῦ σπαθίου, τὸ ὁποῖον περνᾷ ὀγλίγωρα. Ὅπερ καὶ ἐποίησεν. Ὅθεν διαβαλθεὶς εἰς τὸν βασιλέα ὁ ῥηθεὶς Ἅγιος Φουσίκ, πῶς ἔκαμε τοῦτο, ὡμολόγησε παρρησίᾳ τὸν Χριστόν. Λοιπὸν τούτου ἕνεκεν, ἔκοψαν τὴν γλῶσσάν του, καὶ εὔγαλαν τὸ δέρμα τοῦ σώματός του. Ὅθεν ἐπάνω εἰς τὴν βάσανον ταύτην, παρέδωκε τὴν ψυχήν του εἰς χεῖρας Θεοῦ ὁ μακάριος, καὶ ἔλαβε μετὰ τῶν ἄλλων ἁπάντων τὸν στέφανον τῆς ἀθλήσεως.
*
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Ἀδριανοῦ τοῦ νέου.
Εἰ οὐκ ἔγνως τίς ἐστιν ὁ φλογὸς μέσον,
Γνώσῃ λαλοῦντος. Ἀδριανὲ καρτέρει.
Οὗτος ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ἀδριανός, ἦτον ἕνας ἀπὸ τοὺς Χριστιανοὺς ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι ἐπιάσθησαν ἀπὸ τοὺς Ἕλληνας καὶ ἐβάλθησαν εἰς φυλακάς. Ὅθεν εἰς καιρὸν ὁποῦ οἱ Ἕλληνες ἐπρόσφερον θυσίας εἰς τοὺς ψευδωνύμους θεούς των, εὔγαλαν καὶ τοῦτον τὸν Ἅγιον ἀπὸ τὴν φυλακήν, καὶ τὸν ἠνάγκαζον νὰ πλησιάσῃ καὶ αὐτὸς κοντὰ εἰς τὸν βωμόν, καὶ νὰ προσφέρῃ λιβανωτόν, ἤτοι νὰ προσφέρῃ εἰς τοὺς δαίμονας θυμίαμα. Ὁ δὲ γενναῖος Μάρτυς τοῦ Χριστοῦ, ὄχι μόνον τοῦτο δὲν ἔκαμεν, ἀλλὰ καὶ ἔτρεξε καὶ ἐκρήμνισε τὸν βωμόν, καὶ τὰς θυσίας ὁποῦ ἦτον ἐπάνω εἰς αὐτὸν ἔχυσε, καὶ τὴν φωτίαν διεσκόρπισεν. Ὅθεν ἐκίνησε τὸν ἄρχοντα εἰς ὀργήν, καὶ τὰς καρδίας τῶν παρευρεθέντων εἰδωλολατρῶν ἄναψεν εἰς θυμόν, οἱ ὁποῖοι πιάσαντες αὐτόν, ἔδειραν ἀνελεήμονα. Καὶ ἄλλος μέν, ἐκτύπα αὐτὸν μὲ ῥαβδία. Ἄλλος δέ, μὲ πέτρας ἐσύντριβε τὸ στόμα του, καὶ ἄλλος, ἔκρουεν αὐτὸν εἰς τὴν κεφαλήν. Τελευταῖον δέ, ἀνάψαντες ἕνα καμίνι μεγάλον, ἔβαλον τὸν Ἅγιον εἰς αὐτό, καὶ ἔτζι ἐτελείωσεν ὁ μακάριος τὸν δρόμον τοῦ μαρτυρίου του, καὶ ἀπῆλθε στεφανηφόρος εἰς τὰ Οὐράνια.
*
Ὁ ἐν Ἁγίοις Πατὴρ ἡμῶν Ἀγαπητὸς ὁ Πάπας Ῥώμης ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται.
Θνήσκων τί κράζεις; Σῶτερ ἠγάπησά σε.
Ἀλλ’ ἠγαπήθης Ἀγαπητὲ καὶ πλέον.
Οὗτος ὁ ἐν Ἁγίοις Πατὴρ ἡμῶν Ἀγαπητός, ἦτον κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Ἰουστινιανοῦ τοῦ μεγάλου, ἐν ἔτει φμ΄ [540]. Ἀνατραφεὶς δὲ μὲ κάθε ἀρετὴν καὶ ἄσκησιν, ἀνεβιβάσθη εἰς τὸ τῆς ἀρχιερωσύνης ἀξίωμα, καὶ ἔγινε Πάπας Ῥώμης. Ἔπειτα ἀνέβη εἰς Κωνσταντινούπολιν διὰ νὰ ἀνταμώσῃ τὸν βασιλέα Ἰουστινιανόν, εἰς τὸν δρόμον δὲ εὑρισκόμενος, ἔδωκε μίαν ἀπόδειξιν τῆς ἐδικῆς του ἀρετῆς καὶ τῆς παρρησίας, ὁποῦ εἶχε πρὸς τὸν Θεόν. Ἐρχόμενος γὰρ εἰς τὴν Ἑλλάδα, εὑρῆκεν ἐκεῖ ἕνα ἄνθρωπον, ὅστις ἔπασχεν ἀπὸ δύω πάθη ἀνιάτρευτα, διατὶ οὔτε νὰ λαλήσῃ ἐδύνετο, οὔτε νὰ περιπατήσῃ, ἀλλὰ ἀπὸ γεννήσεώς του ἦτον καὶ ἄλαλος, καὶ μόλις καὶ μετὰ βίας ἐσύρετο εἰς τὴν γῆν ὡσὰν ἕνα ἑρπετόν. Ὅθεν πιάσας αὐτὸν ἀπὸ τὸ χέρι ὁ Ἅγιος, ἐποίησεν αὐτὸν ἄρτιον καὶ ὑγιῆ εἰς τοὺς πόδας, βαλὼν δὲ καὶ εἰς τὸ στόμα του μίαν μερίδα τοῦ Δεσποτικοῦ σώματος τοῦ Κυρίου, εὔλαλον αὐτὸν ἀπέδειξεν.
Ἀλλὰ καὶ ὅταν ἐπῆγεν εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν ὁ Ἅγιος, ἄλλο θαῦμα ἐποίησε. Πηγαίνωντας γὰρ εἰς τὴν πόρταν τῆς πόλεως, τὴν ὀνομαζομένην Χρυσῆν, εὑρῆκεν ἕνα τυφλόν, καὶ βαλὼν τὴν χεῖρά του εἰς τοὺς ὀφθαλμούς του, ἐχάρισεν εἰς αὐτὸν τὴν ὀπτικὴν δύναμιν καὶ ἐνέργειαν. Ὅθεν ἀξίως διὰ τὰς ἀρετάς του ταύτας καὶ τὰ χαρίσματα, ἐδέχθη μὲ πολλὴν τιμήν, τόσον ἀπὸ τοὺς ἄρχοντας καὶ ἀπὸ τὸν βασιλέα, ὅσον καὶ ἀπὸ ὅλον τὸν λαόν. Ἐκεῖ δὲ εὑρισκόμενος, ἐξωστράκισεν Ἄνθιμον τὸν Ἐπίσκοπον τῆς Τραπεζοῦντος, ὅστις κακῶς ἀνέβη εἰς τὸν θρόνον τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Ἐφρόνει γὰρ ὁ κακόδοξος τὴν τοῦ Εὐτυχοῦς καὶ Σεβήρου τῶν Μονοφυσιτῶν αἵρεσιν, καὶ τοῦτον παρέδωκεν εἰς τὸ ἀνάθεμα. Ἀντὶ δὲ τοῦ Ἀνθίμου, ἐχειροτόνησε Πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως τὸν ἁγιώτατον Μηνᾶν, καὶ εἰς τὸν θρόνον αὐτὸν ἐκάθισαν, ὅστις ἦτον Πρεσβύτερος. Ζήσας δὲ ὕστερον μερικὸν καιρόν, πρὸς Κύριον ἐξεδήμησε. Τελεῖται δὲ ἡ αὐτοῦ Σύναξις ἐν τῷ Ναῷ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων τῶν Μεγάλων.
Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.
Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Β’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *