Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου10 Απριλίου
Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ
Τω αυτώ μηνί Ι’, μνήμη των Αγίων Μαρτύρων Τερεντίου, Αφρικανού, Μαξίμου, Πομπηΐου και ετέρων τριανταέξ. Αλλά δη και των περί τον μακάριον Ζήνωνα και Αλέξανδρον και Θεόδωρον.
Εις τον Τερέντιον.
Έπαθλα ποία της τομής Τερεντίω;
Α μη συνέσχεν όψις ους ή καρδία.
Εις τους λοιπούς.
Ίδωμεν ους τέμνουσιν αθλητάς όσοι,
Δεκάς τετραπλή προς δε και άλλοι μάλα.
Ασφάραγον (ήτοι λαιμόν) δεκάτη γε Τερέντιος εξαπεκάρθη.
Ούτοι οι Μάρτυρες ήτον κατά τους χρόνους Δεκίου, και ηγεμόνος Φουρτουνιανού, εν έτει σνα’ [251]. Εκατάγοντο δε από την Αφρικήν. Επειδή δε ευγήκε προσταγή βασιλική, ότι οι Χριστιανοί να αρνούνται τον Χριστόν, όσοι δε κρατούσι την πίστιν τους, και δεν πείθονται εις τον βασιλέα, να τιμωρούνται με διάφορα βάσανα: τούτου χάριν βλέποντες ούτοι οι Άγιοι τεσσαράκοντα Μάρτυρες πολλούς Χριστιανούς, οπού εγελούντο και επήγαιναν αυτοκάλεστοι εις την πλάνην των ειδωλολατρών, εσυμφώνησαν ένας με τον άλλον να αντισταθούν εις τους Έλληνας, και να μεταχειρισθούν την ανδρίαν της ψυχής και του σώματός των, δια την πίστιν και αγάπην του Χριστού. Ενθύμιζον γαρ ένας τον άλλον τα λόγια, οπού είπεν ο Κύριος, τα οποία παρακινούσι τους Χριστιανούς εις το μαρτύριον. Ήγουν το «μη φοβηθήτε από των αποκτεννόντων το σώμα, την δε ψυχήν μη δυναμένων αποκτείναι» (Ματθ. ι’, 28). Εφέρθησαν λοιπόν εις τον ηγεμόνα Φουρτουνιανόν οι γενναίοι αγωνισταί, και εκήρυξαν μεν, την δύναμιν του Χριστού, εθεάτρισαν δε την ασθένειαν των ειδώλων. Ταύτα δε ακούσας ο ηγεμών, επρόσταξε να βάλλουσι τους Αγίους εις την φυλακήν, ύστερον δε έστειλε και έφερε τους συντρόφους του μακαρίου Ζήνωνος και Αλεξάνδρου και Θεοδοσίου, τους οποίους πρότερον έκρινε και επαίδευσεν. Όθεν εσυμβούλευεν αυτούς να αρνηθούν την πίστιν του Χριστού, και να προσέλθουν εις τα είδωλα. Επειδή δε και αυτοί αντιστάθησαν εις τούτο, και έδειξαν, πως είναι αμετάθετοι εις την πίστιν του Χριστού, τόσον από τα λόγια οπού είπον, όσον και από τα βάσανα οπού έπαθον: τούτου χάριν επρόσταξεν ο ασεβής να δείρουν τους Αγίους με ραβδία ακανθωτά και τραχέα, και με νεύρα βοών, αλλάχθησαν δε οι δέρνοντες αυτούς στρατιώται. Όθεν τόσον ηφανίσθησαν αι σάρκες των Αγίων από τον πολύν δαρμόν, ώστε οπού εφαίνοντο από έξω, τα εσωτερικά σπλάγχνα των.
Έπειτα εκάρφωσαν αυτούς εις την ράχιν με σουβλία πυρωμένα, και επάνω εις τας πληγάς, έβαλον ξύδι με αλάτι, και έτριβαν αυτάς με τρίχινα υφάσματα. Επειδή δε οι Άγιοι δια προσευχής των εκρήμνισαν τα είδωλα, δια τούτο ο ηγεμών λυπηθείς εις το άκρον, και απελπισθείς, ότι έχουν οι Άγιοι να μεταβληθούν, επρόσταξε να τους αποκεφαλίσουν, και ούτως έλαβον οι αοίδιμοι τους στεφάνους του μαρτυρίου. Ύστερον δε παρεστάθησαν εις τον ηγεμόνα και οι σύντροφοι του Αγίου Τερεντίου, οι οποίοι παρρησία ομολογήσαντες τον Χριστόν, πάλιν εβάλθησαν εις την φυλακήν, αφ’ ου πρώτον έβαλον εις τον λαιμόν τους δεσμά, και αφ’ ου υποκάτω αυτών έστρωσαν σιδηρά τριβόλια, και έδεσαν τας χείρας και πόδας των με αλυσίδας. Όθεν οι Άγιοι διεπέρασαν την δεινήν αυτήν τιμωρίαν εις πολλάς ημέρας, χωρίς να φάγουν, ή να πίουν. Εμπόδισε γαρ ο θηριώδης ηγεμών τους δεσμοφύλακας, να μη εμβάσουν εις την φυλακήν κανένα φαγητόν ή πιοτόν. Αλλ’ όμως ο Θεός ηξίωσε τους Μάρτυράς του της θεϊκής αυτού βοηθείας και αντιλήψεως. Άγγελοι γαρ άγιοι επιστάντες εις την φυλακήν, έλυσαν τους Αγίους από τα δεσμά, και έφερον εις αυτούς τροφήν ουράνιον, με την οποίαν δυναμωθέντες, πάλιν επαραστάθησαν εις τον ηγεμόνα. Όθεν εξέσχισαν αυτούς, και εις τα θηρία τους παρέδωκαν, από τα οποία κανένα δεν έγγιξεν εις αυτούς, δια τούτο τελευταίον απεκεφαλίσθησαν, και έλαβον οι μακάριοι της αθλήσεως τους στεφάνους.
*
Τη αυτή ημέρα η Αγία Προφήτις Ολδά εν ειρήνη τελειούται.
Αφήκεν Ολδά πνεύμα μέλλοντα βλέπον,
Η πνεύματος γέμουσα θείου Πυθία (1).
(1) Περί της Προφήτιδος ταύτης γράφει η θεία Γραφή, ότι ήτον εις τον καιρόν Ιωσίου του βασιλέως, όστις ευρών το Βιβλίον του νόμου (ιδιόγραφον ίσως ον υπό του Μωϋσέως) και ακούσας τους λόγους αυτού, έσχισε τα ρούχα του, και έπειτα απέστειλεν εις την Ολδάν ταύτην, η οποία απεκρίθη προς τους απεσταλμένους ταύτα· «Είπατε τω ανδρί τω αποστείλαντι υμάς προς με. Τάδε λέγει Κύριος, ιδού εγώ επάγω κακά επί τον τόπον τούτον και επί τους ενοικούντας αυτόν, πάντας τους λόγους του βιβλίου, ους ανέγνω ο βασιλεύς, ανθ’ ων εγκατέλιπόν με, και εθυμίων θεοίς ετέροις, όπως παροργίσωσί με εν τοις έργοις των χειρών αυτών, και εκκαυθήσεται ο θυμός μου εν τω τόπω τούτω και ου σβεσθήσεται», και τα λοιπά (Δ’ Βασιλειών κβ’, 15-17). Εκατοίκει δε η Ολδά αύτη εις την Ιερουσαλήμ εν τη Μασενά. Όλδα δε αύτη παροξυτόνως λέγεται παρά τη Αγία Γραφή.
*
Μνήμη των Αγίων Μαρτύρων Ιακώβου Πρεσβυτέρου και Αζά Διακόνου.
Εις τον Ιάκωβον.
Τον Ιάκωβον και τετμημένον γράφω,
Και της τομής φέροντα μισθόν το στέφος.
Εις τον Αζάν.
Τμηθείς ο Χριστού Λευΐτης Αζάς κάραν,
Χριστού τον εχθρόν Λευϊαθάν αισχύνει.
Ούτοι οι Άγιοι ήτον κατά τους χρόνους Σαβωρίου βασιλέως Περσών, και του Μεγάλου Κωνσταντίνου βασιλέως Ρωμαίων εν έτει τλβ’ [332]. Και ο μεν Πρεσβύτερος Ιάκωβος, ήτον από ένα χωρίον ονομαζόμενον Φαρναθά, ο δε Διάκονος Αζάς, ήτον από χωρίον καλούμενον Βιθνηορά. Ούτοι λοιπόν πιασθέντες επαραστάθησαν εις τον αρχιμάγον Αχοσχαργάν, και επειδή ωμολόγησαν παρρησία τον Χριστόν, δια τούτο έχυσαν εις την μύτην τους ξύδι με σινάπι ανακατωμένον. Είτα έδειραν αυτούς και εκρέμασαν γυμνούς εις τόπον ανοικτόν και αστέγαστον, όπου έπηξαν οι αοίδιμοι από την ψυχρότητα της νυκτός. Έπειτα εκατέβασαν αυτούς, και με το να μη επείσθησαν να θυσιάσουν εις τον ήλιον και εις την φωτίαν, δια τούτο κατά προσταγήν του άρχοντος απεκεφαλίσθησαν, και έτζι οι μακάριοι στεφανηφόροι ανήλθον εις τα Ουράνια.
*
Ο Άγιος Νεομάρτυς Δήμος, ο μαρτυρήσας εν Σμύρνη εν έτει ͵αψξγ’ [1763], ξίφει τελειούται.
Δήμοις αθλητών, μη φοβηθείς δημίους,
Δήμος συνηρίθμηται αθλητής νέος (2).
(2) Το Μαρτύριον αυτού όρα εις το Νέον Μαρτυρολόγιον.
Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.
Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *
Τῷ αὐτῷ μηνὶ Ι΄, μνήμη τῶν Ἁγίων Μαρτύρων Τερεντίου, Ἀφρικανοῦ, Μαξίμου, Πομπηΐου καὶ ἑτέρων τριανταέξ. Ἀλλὰ δὴ καὶ τῶν περὶ τὸν μακάριον Ζήνωνα καὶ Ἀλέξανδρον καὶ Θεόδωρον.
Εἰς τὸν Τερέντιον.
Ἔπαθλα ποῖα τῆς τομῆς Τερεντίῳ;
Ἃ μὴ συνέσχεν ὄψις οὖς ἢ καρδία.
Εἰς τοὺς λοιπούς.
Ἴδωμεν οὓς τέμνουσιν ἀθλητὰς ὅσοι,
Δεκὰς τετραπλῆ πρὸς δὲ καὶ ἄλλοι μάλα.
Ἀσφάραγον (ἤτοι λαιμόν) δεκάτῃ γε Τερέντιος ἐξαπεκάρθη.
Οὗτοι οἱ Μάρτυρες ἦτον κατὰ τοὺς χρόνους Δεκίου, καὶ ἡγεμόνος Φουρτουνιανοῦ, ἐν ἔτει σνα΄ [251]. Ἐκατάγοντο δὲ ἀπὸ τὴν Ἀφρικήν. Ἐπειδὴ δὲ εὐγῆκε προσταγὴ βασιλική, ὅτι οἱ Χριστιανοὶ νὰ ἀρνοῦνται τὸν Χριστόν, ὅσοι δὲ κρατοῦσι τὴν πίστιν τους, καὶ δὲν πείθονται εἰς τὸν βασιλέα, νὰ τιμωροῦνται μὲ διάφορα βάσανα: τούτου χάριν βλέποντες οὗτοι οἱ Ἅγιοι τεσσαράκοντα Μάρτυρες πολλοὺς Χριστιανούς, ὁποῦ ἐγελοῦντο καὶ ἐπήγαιναν αὐτοκάλεστοι εἰς τὴν πλάνην τῶν εἰδωλολατρῶν, ἐσυμφώνησαν ἕνας μὲ τὸν ἄλλον νὰ ἀντισταθοῦν εἰς τοὺς Ἕλληνας, καὶ νὰ μεταχειρισθοῦν τὴν ἀνδρίαν τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματός των, διὰ τὴν πίστιν καὶ ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ. Ἐνθύμιζον γὰρ ἕνας τὸν ἄλλον τὰ λόγια, ὁποῦ εἶπεν ὁ Κύριος, τὰ ὁποῖα παρακινοῦσι τοὺς Χριστιανοὺς εἰς τὸ μαρτύριον. Ἤγουν τὸ «μὴ φοβηθῆτε ἀπὸ τῶν ἀποκτεννόντων τὸ σῶμα, τὴν δὲ ψυχὴν μὴ δυναμένων ἀποκτεῖναι» (Ματθ. ι΄, 28). Ἐφέρθησαν λοιπὸν εἰς τὸν ἡγεμόνα Φουρτουνιανὸν οἱ γενναῖοι ἀγωνισταί, καὶ ἐκήρυξαν μέν, τὴν δύναμιν τοῦ Χριστοῦ, ἐθεάτρισαν δὲ τὴν ἀσθένειαν τῶν εἰδώλων. Ταῦτα δὲ ἀκούσας ὁ ἡγεμών, ἐπρόσταξε νὰ βάλλουσι τοὺς Ἁγίους εἰς τὴν φυλακήν, ὕστερον δὲ ἔστειλε καὶ ἔφερε τοὺς συντρόφους τοῦ μακαρίου Ζήνωνος καὶ Ἀλεξάνδρου καὶ Θεοδοσίου, τοὺς ὁποίους πρότερον ἔκρινε καὶ ἐπαίδευσεν. Ὅθεν ἐσυμβούλευεν αὐτοὺς νὰ ἀρνηθοῦν τὴν πίστιν τοῦ Χριστοῦ, καὶ νὰ προσέλθουν εἰς τὰ εἴδωλα. Ἐπειδὴ δὲ καὶ αὐτοὶ ἀντιστάθησαν εἰς τοῦτο, καὶ ἔδειξαν, πῶς εἶναι ἀμετάθετοι εἰς τὴν πίστιν τοῦ Χριστοῦ, τόσον ἀπὸ τὰ λόγια ὁποῦ εἶπον, ὅσον καὶ ἀπὸ τὰ βάσανα ὁποῦ ἔπαθον: τούτου χάριν ἐπρόσταξεν ὁ ἀσεβὴς νὰ δείρουν τοὺς Ἁγίους μὲ ῥαβδία ἀκανθωτὰ καὶ τραχέα, καὶ μὲ νεῦρα βοῶν, ἀλλάχθησαν δὲ οἱ δέρνοντες αὐτοὺς στρατιῶται. Ὅθεν τόσον ἠφανίσθησαν αἱ σάρκες τῶν Ἁγίων ἀπὸ τὸν πολὺν δαρμόν, ὥστε ὁποῦ ἐφαίνοντο ἀπὸ ἔξω, τὰ ἐσωτερικὰ σπλάγχνα των.
Ἔπειτα ἐκάρφωσαν αὐτοὺς εἰς τὴν ῥάχιν μὲ σουβλία πυρωμένα, καὶ ἐπάνω εἰς τὰς πληγάς, ἔβαλον ξύδι μὲ ἁλάτι, καὶ ἔτριβαν αὐτὰς μὲ τρίχινα ὑφάσματα. Ἐπειδὴ δὲ οἱ Ἅγιοι διὰ προσευχῆς των ἐκρήμνισαν τὰ εἴδωλα, διὰ τοῦτο ὁ ἡγεμὼν λυπηθεὶς εἰς τὸ ἄκρον, καὶ ἀπελπισθείς, ὅτι ἔχουν οἱ Ἅγιοι νὰ μεταβληθοῦν, ἐπρόσταξε νὰ τοὺς ἀποκεφαλίσουν, καὶ οὕτως ἔλαβον οἱ ἀοίδιμοι τοὺς στεφάνους τοῦ μαρτυρίου. Ὕστερον δὲ παρεστάθησαν εἰς τὸν ἡγεμόνα καὶ οἱ σύντροφοι τοῦ Ἁγίου Τερεντίου, οἱ ὁποῖοι παρρησίᾳ ὁμολογήσαντες τὸν Χριστόν, πάλιν ἐβάλθησαν εἰς τὴν φυλακήν, ἀφ’ οὗ πρῶτον ἔβαλον εἰς τὸν λαιμόν τους δεσμά, καὶ ἀφ’ οὗ ὑποκάτω αὐτῶν ἔστρωσαν σιδηρᾶ τριβόλια, καὶ ἔδεσαν τὰς χεῖρας καὶ πόδας των μὲ ἁλυσίδας. Ὅθεν οἱ Ἅγιοι διεπέρασαν τὴν δεινὴν αὐτὴν τιμωρίαν εἰς πολλὰς ἡμέρας, χωρὶς νὰ φάγουν, ἢ νὰ πίουν. Ἐμπόδισε γὰρ ὁ θηριώδης ἡγεμὼν τοὺς δεσμοφύλακας, νὰ μὴ ἐμβάσουν εἰς τὴν φυλακὴν κᾀνένα φαγητὸν ἢ πιοτόν. Ἀλλ’ ὅμως ὁ Θεὸς ἠξίωσε τοὺς Μάρτυράς του τῆς θεϊκῆς αὐτοῦ βοηθείας καὶ ἀντιλήψεως. Ἄγγελοι γὰρ ἅγιοι ἐπιστάντες εἰς τὴν φυλακήν, ἔλυσαν τοὺς Ἁγίους ἀπὸ τὰ δεσμά, καὶ ἔφερον εἰς αὐτοὺς τροφὴν οὐράνιον, μὲ τὴν ὁποίαν δυναμωθέντες, πάλιν ἐπαραστάθησαν εἰς τὸν ἡγεμόνα. Ὅθεν ἐξέσχισαν αὐτούς, καὶ εἰς τὰ θηρία τοὺς παρέδωκαν, ἀπὸ τὰ ὁποῖα κᾀνένα δὲν ἔγγιξεν εἰς αὐτούς, διὰ τοῦτο τελευταῖον ἀπεκεφαλίσθησαν, καὶ ἔλαβον οἱ μακάριοι τῆς ἀθλήσεως τοὺς στεφάνους.
*
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ ἡ Ἁγία Προφήτις Ὀλδὰ ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται.
Ἀφῆκεν Ὀλδὰ πνεῦμα μέλλοντα βλέπον,
Ἡ πνεύματος γέμουσα θείου Πυθία (1).
(1) Περὶ τῆς Προφήτιδος ταύτης γράφει ἡ θεία Γραφή, ὅτι ἦτον εἰς τὸν καιρὸν Ἰωσίου τοῦ βασιλέως, ὅστις εὑρὼν τὸ Βιβλίον τοῦ νόμου (ἰδιόγραφον ἴσως ὂν ὑπὸ τοῦ Μωϋσέως) καὶ ἀκούσας τοὺς λόγους αὐτοῦ, ἔσχισε τὰ ῥοῦχά του, καὶ ἔπειτα ἀπέστειλεν εἰς τὴν Ὀλδὰν ταύτην, ἡ ὁποία ἀπεκρίθη πρὸς τοὺς ἀπεσταλμένους ταῦτα· «Εἴπατε τῷ ἀνδρὶ τῷ ἀποστείλαντι ὑμᾶς πρός με. Τάδε λέγει Κύριος, ἰδοὺ ἐγὼ ἐπάγω κακὰ ἐπὶ τὸν τόπον τοῦτον καὶ ἐπὶ τοὺς ἐνοικοῦντας αὐτόν, πᾶντας τοὺς λόγους τοῦ βιβλίου, οὓς ἀνέγνω ὁ βασιλεύς, ἀνθ’ ὧν ἐγκατέλιπόν με, καὶ ἐθυμίων θεοῖς ἑτέροις, ὅπως παροργίσωσί με ἐν τοῖς ἔργοις τῶν χειρῶν αὐτῶν, καὶ ἐκκαυθήσεται ὁ θυμός μου ἐν τῷ τόπῳ τούτῳ καὶ οὐ σβεσθήσεται», καὶ τὰ λοιπά (Δ΄ Βασιλειῶν κβ΄, 15-17). Ἐκατοίκει δὲ ἡ Ὀλδὰ αὕτη εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ ἐν τῇ Μασενᾷ. Ὄλδα δὲ αὕτη παροξυτόνως λέγεται παρὰ τῇ Ἁγίᾳ Γραφῇ.
*
Μνήμη τῶν Ἁγίων Μαρτύρων Ἰακώβου Πρεσβυτέρου καὶ Ἀζᾶ Διακόνου.
Εἰς τὸν Ἰάκωβον.
Τὸν Ἰάκωβον καὶ τετμημένον γράφω,
Καὶ τῆς τομῆς φέροντα μισθὸν τὸ στέφος.
Εἰς τὸν Ἀζᾶν.
Τμηθεὶς ὁ Χριστοῦ Λευΐτης Ἀζᾶς κάραν,
Χριστοῦ τὸν ἐχθρὸν Λευϊαθὰν αἰσχύνει.
Οὗτοι οἱ Ἅγιοι ἦτον κατὰ τοὺς χρόνους Σαβωρίου βασιλέως Περσῶν, καὶ τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου βασιλέως Ῥωμαίων ἐν ἔτει τλβ΄ [332]. Καὶ ὁ μὲν Πρεσβύτερος Ἰάκωβος, ἦτον ἀπὸ ἕνα χωρίον ὀνομαζόμενον Φαρναθά, ὁ δὲ Διάκονος Ἀζᾶς, ἦτον ἀπὸ χωρίον καλούμενον Βιθνηορά. Οὗτοι λοιπὸν πιασθέντες ἐπαραστάθησαν εἰς τὸν ἀρχιμάγον Ἀχοσχαργάν, καὶ ἐπειδὴ ὡμολόγησαν παρρησίᾳ τὸν Χριστόν, διὰ τοῦτο ἔχυσαν εἰς τὴν μύτην τους ξύδι μὲ σινάπι ἀνακατωμένον. Εἶτα ἔδειραν αὐτοὺς καὶ ἐκρέμασαν γυμνοὺς εἰς τόπον ἀνοικτὸν καὶ ἀστέγαστον, ὅπου ἔπηξαν οἱ ἀοίδιμοι ἀπὸ τὴν ψυχρότητα τῆς νυκτός. Ἔπειτα ἐκατέβασαν αὐτούς, καὶ μὲ τὸ νὰ μὴ ἐπείσθησαν νὰ θυσιάσουν εἰς τὸν ἥλιον καὶ εἰς τὴν φωτίαν, διὰ τοῦτο κατὰ προσταγὴν τοῦ ἄρχοντος ἀπεκεφαλίσθησαν, καὶ ἔτζι οἱ μακάριοι στεφανηφόροι ἀνῆλθον εἰς τὰ Οὐράνια.
*
Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Δῆμος, ὁ μαρτυρήσας ἐν Σμύρνῃ ἐν ἔτει ͵αψξγ΄ [1763], ξίφει τελειοῦται.
Δήμοις ἀθλητῶν, μὴ φοβηθεὶς δημίους,
Δῆμος συνηρίθμηται ἀθλητὴς νέος (2).
(2) Τὸ Μαρτύριον αὐτοῦ ὅρα εἰς τὸ Νέον Μαρτυρολόγιον.
Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.
Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Β’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *