Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου3 Απριλίου
Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ
Τω αυτώ μηνί Γ’, μνήμη του Οσίου Πατρός ημών και Ομολογητού Νικήτα Ηγουμένου Μονής του Μηδικίου (1).
Ρυσθείς βίου Νικήτας ως στρουθός πάγης,
Πτεροίς νοητοίς ίπταται προς τον πόλον.
Νικήταν καλέουσι τρίτη επί δώμα Θεοίο.
Ούτος ο Όσιος με το να ηγάπησεν εκ νεαράς του ηλικίας την εγκράτειαν, ανεχώρησεν από τον κόσμον, και επήγε και εκάθισεν εις τα όρη και εις την ησυχίαν, όπου εργάζετο κάθε αρετήν, όθεν εκ τούτων υψώθη και έγινε μέγας και περιβόητος. Και επειδή εκυβερνείτο με την του λόγου διάκρισιν, δια τούτο έγινε και οικονόμος ψυχών, και πιστός Ιερεύς του Θεού. Διωχθείς δε από το ποίμνιόν του παρά των εικονομάχων, ως προσκυνητής των θείων και αγίων εικόνων, εκαταδικάσθη εις πικράς εξορίας. Ευχαριστών δε εις όλας τας κακοπαθείας, οπού εδοκίμασε δια τας θείας εικόνας, εδείχθη δόκιμος αγωνιστής, και ήλεγξε μεν, την ψυχοβλαβή αίρεσιν των θεομάχων. Με τας διδασκαλίας δε και παρακινήσεις του, έκαμε πολλούς να μαρτυρήσουν δια την προσκύνησιν των αγίων εικόνων. Όθεν και διπλάς τας λαμπάδας ανάψας, της ομολογίας δηλαδή και της ασκήσεως, διπλούς και τους στεφάνους εκ χειρός Κυρίου εδέχθη, προς τον οποίον μεταστάς, ανεπαύθη.
(1) Σημείωσαι, ότι η Μονή του Μηδικίου ευρίσκεται κοντά εις τα Μουντανία, όπου ευρίσκεται και η Μονή του Χηνολάκκου, και η του Βαθέος Ρύακος, και η της Πελεκητής, καθώς ανήγγειλαν ημίν οι ταύτας ιστορήσαντες.
*
Τη αυτή ημέρα μνήμη του Οσίου Πατρός ημών Ιωσήφ του υμνογράφου.
Ζώντος Θεού συ θείος υμνητής Πάτερ,
Εγώ δε σου θανόντος υμνητής νέος.
Ούτος ο Όσιος Ιωσήφ ήκμαζε κατά τους χρόνους Θεοφίλου του εικονομάχου, εν έτει ωλβ’ [832], εκατάγετο δε από την νήσον της Σικελίας, υιός υπάρχων γονέων Πλωτίνου και Αγάθης ονομαζομένων. Ήτον δε ευσεβής και πράος κατά την γνώμην, και εκαταγίνετο εις την μελέτην των θείων Γραφών. Όταν δε εσκλαβώθη η Σικελία από τους Αγαρηνούς, επήγεν ο Όσιος εις τον Μορέαν, μαζί με την μητέρα και αδελφούς του, και από εκεί επήγεν εις την Θεσσαλονίκην, όπου και έγινε Μοναχός, και εμβήκεν εις τους πνευματικούς αγώνας της ασκήσεως. Και κλίνην μεν, είχε την γην εστρωμένην με ένα δέρμα, τα φορέματά του δε, ήτον ευτελή. Η τροφή του, ήτον ολίγον ψωμί, και το πιοτόν του, ήτον το απλούν νερόν. Εμεταχειρίζετο αγρυπνίαν και στάσιμον ολονύκτιον. Έκλινε συνεχώς τα γόνατά του εις προσευχήν. Είχεν εις το στόμα του ύμνους συχνούς εις Θεόν, εποίει εργόχειρον την καλλιγραφίαν, και έκαμνεν ανάγνωσιν εις τας θείας Γραφάς. Εκ τούτων δε και των τοιούτων κόπων, έγινεν ο αοίδιμος πράος, σεμνός, μέτριος, απλούς, άκακος, και είχεν όλας τας άλλας αρετάς, όσαι είναι εις τας άνω ειρημένας ακόλουθοι. Όθεν δια τας αρετάς του ταύτας, εχειροτονήθη Ιερεύς. Δεν επέρασε πολύς καιρός, και ευρίσκωντας τον Άγιον Γρηγόριον τον Δεκαπολίτην, άνδρα άγιον και ελλόγιμον, επήγε μαζί του εις την Κωνσταντινούπολιν, και ομού με εκείνον εκλείσθη εις τον Ναόν του Αγίου Ιερομάρτυρος Αντίπα, αγωνιζόμενος με σκληραγωγίας, και άλλας κακουχίας του σώματος. Επειδή δε εβλάστησεν η χριστομάχος αίρεσις των εικονομάχων, δια τούτο ανεχώρησεν εις την Ρώμην ο μακάριος ούτος, παρακινηθείς από μερικούς ευσεβείς. Εις τον δρόμον δε απάντησαν αυτόν καΐκια κουρσάρικα των Κρητικών, οίτινες πέρνοντες αυτόν σκλάβον εις την Κρήτην, τον έβαλαν εις την φυλακήν.
Εκεί δε ευρισκόμενος ο Άγιος εδίδασκε πάντοτε τους εις αυτόν ερχομένους, την στράταν της σωτηρίας και αρετής. Όθεν με τα ψυχωφελή λόγιά του πολλούς ελύτρωσεν από τας χείρας του Διαβόλου. Εκεί δε εφάνη εις αυτόν ένας ιεροπρεπής και σεβάσμιος, όστις ήτον ο μέγας Νικόλαος, και είπεν αυτώ. Εγώ είμαι από τα Μύρα της Λυκίας, και ήλθον προς εσένα, όθεν λάβε την κεφαλίδα, ήτοι το χαρτίον τούτο οπού σοι δίδω. Ο δε Άγιος λαβών αυτήν, εν τω άμα εδιάβαζε το χαρτίον, και έψαλλεν ενταυτώ λέγων· «Τάχυνον ο οικτίρμων, και σπεύσον ως ελεήμων εις την βοήθειαν ημών, ότι δύνασαι βουλόμενος». Το δε νόημα του άσματος τούτου, ω του θαύματος! ευθύς τω πρωί έργον εγένετο. Ο γαρ της εικονομαχίας αρχηγός Θεόφιλος αφ’ ου απέθανεν, έλαβε πάλιν η του Χριστού Εκκλησία τον στολισμόν και την ευπρέπειαν των σεπτών και αγίων εικόνων. Όθεν τότε και ο Όσιος ούτος Ιωσήφ ελευθερωθείς από την εν Κρήτη φυλακήν, ανέβη εις την Κωνσταντινούπολιν. Επειδή δε ο Άγιος, έλαβεν από ένα Χριστιανόν μέρος τι από το τίμιον λείψανον του μεγάλου Αποστόλου Βαρθολομαίου, και έκτισε Ναόν εις το όνομα του Αποστόλου, ομού με τον Άγιον Γρηγόριον τον Δεκαπολίτην, δια τούτο ευρίσκετο εις φροντίδα και έννοιαν περισσοτέραν, δια να τιμήση την πανήγυριν του Αποστόλου με ιερά άσματα και τροπάρια. Όθεν παρεκάλει με δάκρυα και αναστεναγμούς τον του Κυρίου Απόστολον να του χαρίση το χάρισμα της τούτων συνθέσεως, διο και του ποθουμένου επέτυχεν. Είδε γαρ κατ’ οπτασίαν ένα φοβερόν άνδρα με σχήμα αποστολικόν, ο οποίος επήρε το άγιον Ευαγγέλιον από την ιεράν Τράπεζαν, και έβαλε τούτο επάνω εις το στήθος του Οσίου, και έπειτα τον ευλόγησε. Τούτο δε ήτον αρχή του θείου χαρίσματος οπού επεθύμει. Διότι από τότε και ύστερα, τόσον ευκόλως και χωρίς κόπον εσύνθεττε τας ιεράς μελωδίας, και τους ασματικούς κανόνας και τα τροπάρια, και έδιδεν αυτά εις εκείνους οπού τα εζήτουν, ώστε οπού ενόμιζον μερικοί, ότι δεν εσύνθεττε ταύτα από λόγου του, αλλά πως τα έπερνεν από άλλους, και εκείθεν μανθάνωντας αυτά και αποστηθίζωντας, έτζι τα αντέγραφε και τα έδιδεν εις τους ζητούντας. Δεν είχεν όμως έτζι η υπόθεσις, καθώς εκείνοι ενόμιζον απατώμενοι. Αλλά τα άσματα ταύτα επρόφερεν ο Όσιος, εκ θείου χαρίσματος, δια τούτο και από τα στόματα όλων εφημίζετο, και εις όλους ήτον ποθεινός και επέραστος, όχι μόνον κοντά εις ιδιώτας και άρχοντας, αλλά ακόμη και κοντά εις τους τότε βασιλείς. Αγκαλά και εξωρίσθη από Βάρδαν τον Καίσαρα, τον θείον του βασιλέως Μιχαήλ εν έτει ωξζ’ [867], με το να ήλεγξεν αυτόν ο Άγιος (2), αλλ’ ευθύς πάλιν ανεκαλέσθη από την εξορίαν και έγινε σκευοφύλαξ των ιερών σκευών της Εκκλησίας, ήτοι επί της πατριαρχείας του θείου Ιγνατίου (3). Αφ’ ου δε ο Άγιος Ιγνάτιος απέθανεν, ηγάπα τον Όσιον τούτον και επαίνει ο σοφός Φώτιος, ο οποίος έγινε Πατριάρχης ύστερα από τον Ιγνάτιον (4). Επειδή δε ηγωνίζετο ο αοίδιμος δια την Ορθοδοξίαν, εξωρίσθη εις την Χερσώνα, την πλησιάζουσαν εις το Κρίμι. Μετά δε τον θάνατον του Βάρδα, τον οποίον εφόνευσεν ο ανεψιός του Μιχαήλ, ελευθερώθη ο Άγιος από την εξορίαν παρά της βασιλίσσης Θεοδώρας, η οποία εποίησε την Ορθοδοξίαν και αναστήλωσιν των αγίων εικόνων.
Όθεν ζήσας μετά ταύτα, και πολλούς Αγίους εγκωμιάσας με διαφόρους κανόνας και τροπάρια, απήλθε προς Κύριον, και ενταφιάσθη το τίμιον αυτού λείψανον εις το Μοναστήριον εκείνο, όπου και τώρα ευρίσκεται. Ο δε Θεός, θέλωντας να δείξη εις τους ανθρώπους την τιμήν, οπού ο Άγιος ούτος Ιωσήφ έλαβε μετά θάνατον, τοιούτον τι οικονόμησε. Κατά τον καιρόν οπού εκοιμήθη ο Άγιος, ένας άνθρωπος έχωντας δούλον χρήσιμον, έχασεν αυτόν. Όθεν επήγεν εις τον Ναόν Θεοδώρου του Τήρωνος του επονομαζομένου Φανερωτού, και παρεκάλει τον Μάρτυρα δια να του φανερώση, πού είναι ο δούλος του. Προσμείνας δε εις τον Ναόν τρία ημερονύκτια, και μηδέν μαθών δια τον δούλον του, ελυπείτο και εμελέτα να αναχωρήση. Εις καιρόν δε οπού εψάλλετο ο όρθρος, και ανεγινώσκετο εις την Εκκλησίαν ένας λόγος ψυχωφελής, εκοιμήθη ο άνθρωπος εκείνος, και ιδού βλέπει εις το όνειρόν του τον Μάρτυρα, ο οποίος του έλεγε. Διατί λυπήσαι ω άνθρωπε; ήξευρε, ότι ο ποιητής Ιωσήφ εκοιμήθη την νύκτα ταύτην, και έγινεν οψίκειον, ήτοι προϋπάντησις και προπομπή εις αυτόν, από όλους ημάς τους Αγίους, διατί ετίμησεν ημάς με κανόνας και τροπάρια εγκωμιαστικά η αγία εκείνου ψυχή. Όθεν δεν ήμουν εδώ, αλλά τώρα ήλθον, και λοιπόν πήγαινε εις τον δείνα τόπον, και θέλεις εύρης τον δούλον οπού ζητείς (5).
(2) Ίσως ήλεγξεν αυτόν ο Άγιος διατί ο Βάρδας άφησε την γυναίκα του, και συνεφθείρετο με την νύμφην του. Καθώς δια τούτο ήλεγχεν αυτόν και ο Πατριάρχης Ιγνάτιος. Όθεν και εκατέβασεν αυτόν από τον θρόνον.
(3) Ο θείος Ιγνάτιος εορτάζεται ως Άγιος κατά την εικοστήν τρίτην του Οκτωβρίου.
(4) Ομοίως και ο Φώτιος, ως Άγιος εορτάζεται, κατά την έκτην Φευρουαρίου.
(5) Άριστος και πολυγραφώτατος μελωδός της του Χριστού Εκκλησίας, εστάθη ο θείος ούτος Ιωσήφ ο υμνογράφος. Έξω γαρ από ολίγους τινάς ασματικούς Κανόνας, οπού εσύνθεσαν οι άλλοι ποιηταί, οίτινες εν τοις Μηναίοις περιέχονται, όλους τους άλλους εσύνθεσεν ο μελωδικός του Αγίου τούτου κάλαμος, οίτινες τετυπωμένοι εισίν εν τοις Μηναίοις, το εαυτού όνομα εν τη ενάτη ωδή επιφέροντες κατά την ακροστιχίδα. Δεν ηρκέσθη δε ο ιερός ούτος γραμματεύς μέχρι τούτου. Αλλά και οκτωήχους Κανόνας εσύνθεσεν εις την Θεοτόκον, εις τον μέγαν Νικόλαον, εις τον Θεολόγον Ιωάννην, εις τον Αρχάγγελον Μιχαήλ, εις τον Άγιον Στέφανον τον Πρωτομάρτυρα, εις τον Άγιον Γεώργιον, εις τον Άγιον Παντελεήμονα, και εις πολλούς άλλους Αγίους, οίτινες και σώζονται εν τω Αγίω Όρει χειρόγραφοι και ανέκδοτοι. Αλλά γαρ και η καθ’ εκάστην ημέραν εν τη Εκκλησία ψαλλομένη οκτώηχος κατανυκτική, ήτις κοινώς ονομάζεται Παρακλητική, ή διατί παρηγορεί τας ψυχάς των αναγινωσκόντων, ή διατί παρακινεί τους αμαρτωλούς εις μετάνοιαν, αύτη λέγω, τούτου του θείου ανδρός εστι πόνημα, πλην μόνον των κατά παν Σάββατον εν τοις αποστίχοις κειμένων τροπαρίων των περί κεκοιμημένων διαλαμβανόντων, τα οποία είναι πόνημα του Αγίου Θεοφάνους του Μελωδού και Γραπτού. Τούτου του Αγίου Ιωσήφ την Ακολουθίαν, τύποις ούσαν εκδεδομένην ελλιπώς, ανεπλήρωσεν η εμή αδυναμία. Σημείωσαι, ότι τον Βίον του Αγίου τούτου Ιωσήφ συνέγραψεν ο Διάκονος Ιωάννης, και όρα σελ. 274 του β’ τόμου του Μελετίου.
*
Ο Άγιος Μάρτυς Ελπιδηφόρος ξίφει τελειούται.
Ξίφους αληθής Μάρτυς Ελπιδηφόρος,
Θεόν φέρει άψευστον ευελπιστίαν.
*
Ο Άγιος Μάρτυς Δίος, κεράμω την κεφαλήν βληθείς, τελειούται.
Βαλών κεράμω δυσσεβής Δίου κάραν,
Ως σκεύος αυτήν συντρίβει κεραμέως.
*
Ο Άγιος Μάρτυς Βυθόνιος, εν θαλάσση ριφείς, τελειούται.
Ο Βυθόνιος εις βυθόν βεβλημένος,
Την κλήσιν εύρεν εις προφητείαν τέλους.
*
Ο Άγιος Μάρτυς Γάλυκος, υπό θηρίων δηχθείς, τελειούται.
Δηχθείς οδούσι Γάλυκος των θηρίων,
Θηρός νοητού τους οδόντας συντρίβει.
*
Ο Όσιος Πατήρ ημών Ιλλυριός, ο εν τω όρει του Μυρσινώνος, εν ειρήνη τελειούται.
Εκ Μυρσινώνος Ιλλυριέ προς πόλον,
Ουχ’ ως ο Χριστός εξ ελαιώνος φέρη.
*
Ο Άγιος Νεομάρτυς Παύλος Ρώσσος ο απελεύθερος, ο εν Κωνσταντινουπόλει μαρτυρήσας, εν έτει ͵αχπγ’ [1683], ξίφει τελειούται.
Προς Παύλον έσχε κοινά κλήσιν και ξίφος,
Παύλος νέαθλος ούτος, ος Ρώσσος πέλει (6).
(6) Το Μαρτύριον τούτου όρα εις το Νέον Μαρτυρολόγιον.
Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.
Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *
Τῷ αὐτῷ μηνὶ Γ΄, μνήμη τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν καὶ Ὁμολογητοῦ Νικήτα Ἡγουμένου Μονῆς τοῦ Μηδικίου (1).
Ῥυσθεὶς βίου Νικήτας ὡς στρουθὸς πάγης,
Πτεροῖς νοητοῖς ἵπταται πρὸς τὸν πόλον.
Νικήταν καλέουσι τρίτῃ ἐπὶ δῶμα Θεοῖο.
Οὗτος ὁ Ὅσιος μὲ τὸ νὰ ἠγάπησεν ἐκ νεαρᾶς του ἡλικίας τὴν ἐγκράτειαν, ἀνεχώρησεν ἀπὸ τὸν κόσμον, καὶ ἐπῆγε καὶ ἐκάθισεν εἰς τὰ ὄρη καὶ εἰς τὴν ἡσυχίαν, ὅπου ἐργάζετο κάθε ἀρετήν, ὅθεν ἐκ τούτων ὑψώθη καὶ ἔγινε μέγας καὶ περιβόητος. Καὶ ἐπειδὴ ἐκυβερνεῖτο μὲ τὴν τοῦ λόγου διάκρισιν, διὰ τοῦτο ἔγινε καὶ οἰκονόμος ψυχῶν, καὶ πιστὸς Ἱερεὺς τοῦ Θεοῦ. Διωχθεὶς δὲ ἀπὸ τὸ ποίμνιόν του παρὰ τῶν εἰκονομάχων, ὡς προσκυνητὴς τῶν θείων καὶ ἁγίων εἰκόνων, ἐκαταδικάσθη εἰς πικρὰς ἐξορίας. Εὐχαριστῶν δὲ εἰς ὅλας τὰς κακοπαθείας, ὁποῦ ἐδοκίμασε διὰ τὰς θείας εἰκόνας, ἐδείχθη δόκιμος ἀγωνιστής, καὶ ἤλεγξε μέν, τὴν ψυχοβλαβῆ αἵρεσιν τῶν θεομάχων. Μὲ τὰς διδασκαλίας δὲ καὶ παρακινήσεις του, ἔκαμε πολλοὺς νὰ μαρτυρήσουν διὰ τὴν προσκύνησιν τῶν ἁγίων εἰκόνων. Ὅθεν καὶ διπλᾶς τὰς λαμπάδας ἀνάψας, τῆς ὁμολογίας δηλαδὴ καὶ τῆς ἀσκήσεως, διπλοῦς καὶ τοὺς στεφάνους ἐκ χειρὸς Κυρίου ἐδέχθη, πρὸς τὸν ὁποῖον μεταστάς, ἀνεπαύθη.
(1) Σημείωσαι, ὅτι ἡ Μονὴ τοῦ Μηδικίου εὑρίσκεται κοντὰ εἰς τὰ Μουντανία, ὅπου εὑρίσκεται καὶ ἡ Μονὴ τοῦ Χηνολάκκου, καὶ ἡ τοῦ Βαθέος Ῥύακος, καὶ ἡ τῆς Πελεκητῆς, καθὼς ἀνήγγειλαν ἡμῖν οἱ ταύτας ἱστορήσαντες.
*
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Ἰωσὴφ τοῦ ὑμνογράφου.
Ζῶντος Θεοῦ σὺ θεῖος ὑμνητὴς Πάτερ,
Ἐγὼ δὲ σοῦ θανόντος ὑμνητὴς νέος.
Οὗτος ὁ Ὅσιος Ἰωσὴφ ἤκμαζε κατὰ τοὺς χρόνους Θεοφίλου τοῦ εἰκονομάχου, ἐν ἔτει ωλβ΄ [832], ἐκατάγετο δὲ ἀπὸ τὴν νῆσον τῆς Σικελίας, υἱὸς ὑπάρχων γονέων Πλωτίνου καὶ Ἀγάθης ὀνομαζομένων. Ἦτον δὲ εὐσεβὴς καὶ πρᾷος κατὰ τὴν γνώμην, καὶ ἐκαταγίνετο εἰς τὴν μελέτην τῶν θείων Γραφῶν. Ὅταν δὲ ἐσκλαβώθη ἡ Σικελία ἀπὸ τοὺς Ἀγαρηνούς, ἐπῆγεν ὁ Ὅσιος εἰς τὸν Μορέαν, μαζὶ μὲ τὴν μητέρα καὶ ἀδελφούς του, καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ἐπῆγεν εἰς τὴν Θεσσαλονίκην, ὅπου καὶ ἔγινε Μοναχός, καὶ ἐμβῆκεν εἰς τοὺς πνευματικοὺς ἀγῶνας τῆς ἀσκήσεως. Καὶ κλίνην μέν, εἶχε τὴν γῆν ἐστρωμένην μὲ ἕνα δέρμα, τὰ φορέματά του δέ, ἦτον εὐτελῆ. Ἡ τροφή του, ἦτον ὀλίγον ψωμί, καὶ τὸ πιοτόν του, ἦτον τὸ ἁπλοῦν νερόν. Ἐμεταχειρίζετο ἀγρυπνίαν καὶ στάσιμον ὁλονύκτιον. Ἔκλινε συνεχῶς τὰ γόνατά του εἰς προσευχήν. Εἶχεν εἰς τὸ στόμα του ὕμνους συχνοὺς εἰς Θεόν, ἐποίει ἐργόχειρον τὴν καλλιγραφίαν, καὶ ἔκαμνεν ἀνάγνωσιν εἰς τὰς θείας Γραφάς. Ἐκ τούτων δὲ καὶ τῶν τοιούτων κόπων, ἔγινεν ὁ ἀοίδιμος πρᾷος, σεμνός, μέτριος, ἁπλοῦς, ἄκακος, καὶ εἶχεν ὅλας τὰς ἄλλας ἀρετάς, ὅσαι εἶναι εἰς τὰς ἄνω εἰρημένας ἀκόλουθοι. Ὅθεν διὰ τὰς ἀρετάς του ταύτας, ἐχειροτονήθη Ἱερεύς. Δὲν ἐπέρασε πολὺς καιρός, καὶ εὑρίσκωντας τὸν Ἅγιον Γρηγόριον τὸν Δεκαπολίτην, ἄνδρα ἅγιον καὶ ἐλλόγιμον, ἐπῆγε μαζί του εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν, καὶ ὁμοῦ μὲ ἐκεῖνον ἐκλείσθη εἰς τὸν Ναὸν τοῦ Ἁγίου Ἱερομάρτυρος Ἀντίπα, ἀγωνιζόμενος μὲ σκληραγωγίας, καὶ ἄλλας κακουχίας τοῦ σώματος. Ἐπειδὴ δὲ ἐβλάστησεν ἡ χριστομάχος αἵρεσις τῶν εἰκονομάχων, διὰ τοῦτο ἀνεχώρησεν εἰς τὴν Ῥώμην ὁ μακάριος οὗτος, παρακινηθεὶς ἀπὸ μερικοὺς εὐσεβεῖς. Εἰς τὸν δρόμον δὲ ἀπάντησαν αὐτὸν καΐκια κουρσάρικα τῶν Κρητικῶν, οἵτινες πέρνοντες αὐτὸν σκλάβον εἰς τὴν Κρήτην, τὸν ἔβαλαν εἰς τὴν φυλακήν.
Ἐκεῖ δὲ εὑρισκόμενος ὁ Ἅγιος ἐδίδασκε πάντοτε τοὺς εἰς αὐτὸν ἐρχομένους, τὴν στράταν τῆς σωτηρίας καὶ ἀρετῆς. Ὅθεν μὲ τὰ ψυχωφελῆ λόγιά του πολλοὺς ἐλύτρωσεν ἀπὸ τὰς χεῖρας τοῦ Διαβόλου. Ἐκεῖ δὲ ἐφάνη εἰς αὐτὸν ἕνας ἱεροπρεπὴς καὶ σεβάσμιος, ὅστις ἦτον ὁ μέγας Νικόλαος, καὶ εἶπεν αὐτῷ. Ἐγὼ εἶμαι ἀπὸ τὰ Μύρα τῆς Λυκίας, καὶ ἦλθον πρὸς ἐσένα, ὅθεν λάβε τὴν κεφαλίδα, ἤτοι τὸ χαρτίον τοῦτο ὁποῦ σοι δίδω. Ὁ δὲ Ἅγιος λαβὼν αὐτήν, ἐν τῷ ἅμα ἐδιάβαζε τὸ χαρτίον, καὶ ἔψαλλεν ἐνταυτῷ λέγων· «Τάχυνον ὁ οἰκτίρμων, καὶ σπεῦσον ὡς ἐλεήμων εἰς τὴν βοήθειαν ἡμῶν, ὅτι δύνασαι βουλόμενος». Τὸ δὲ νόημα τοῦ ᾄσματος τούτου, ὢ τοῦ θαύματος! εὐθὺς τῷ πρωῒ ἔργον ἐγένετο. Ὁ γὰρ τῆς εἰκονομαχίας ἀρχηγὸς Θεόφιλος ἀφ’ οὗ ἀπέθανεν, ἔλαβε πάλιν ἡ τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία τὸν στολισμὸν καὶ τὴν εὐπρέπειαν τῶν σεπτῶν καὶ ἁγίων εἰκόνων. Ὅθεν τότε καὶ ὁ Ὅσιος οὗτος Ἰωσὴφ ἐλευθερωθεὶς ἀπὸ τὴν ἐν Κρήτῃ φυλακήν, ἀνέβη εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν. Ἐπειδὴ δὲ ὁ Ἅγιος, ἔλαβεν ἀπὸ ἕνα Χριστιανὸν μέρος τι ἀπὸ τὸ τίμιον λείψανον τοῦ μεγάλου Ἀποστόλου Βαρθολομαίου, καὶ ἔκτισε Ναὸν εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Ἀποστόλου, ὁμοῦ μὲ τὸν Ἅγιον Γρηγόριον τὸν Δεκαπολίτην, διὰ τοῦτο εὑρίσκετο εἰς φροντίδα καὶ ἔννοιαν περισσοτέραν, διὰ νὰ τιμήσῃ τὴν πανήγυριν τοῦ Ἀποστόλου μὲ ἱερὰ ᾄσματα καὶ τροπάρια. Ὅθεν παρεκάλει μὲ δάκρυα καὶ ἀναστεναγμοὺς τὸν τοῦ Κυρίου Ἀπόστολον νὰ τοῦ χαρίσῃ τὸ χάρισμα τῆς τούτων συνθέσεως, διὸ καὶ τοῦ ποθουμένου ἐπέτυχεν. Εἶδε γὰρ κατ’ ὀπτασίαν ἕνα φοβερὸν ἄνδρα μὲ σχῆμα ἀποστολικόν, ὁ ὁποῖος ἐπῆρε τὸ ἅγιον Εὐαγγέλιον ἀπὸ τὴν ἱερὰν Τράπεζαν, καὶ ἔβαλε τοῦτο ἐπάνω εἰς τὸ στῆθος τοῦ Ὁσίου, καὶ ἔπειτα τὸν εὐλόγησε. Τοῦτο δὲ ἦτον ἀρχὴ τοῦ θείου χαρίσματος ὁποῦ ἐπεθύμει. Διότι ἀπὸ τότε καὶ ὕστερα, τόσον εὐκόλως καὶ χωρὶς κόπον ἐσύνθεττε τὰς ἱερὰς μελῳδίας, καὶ τοὺς ᾀσματικοὺς κανόνας καὶ τὰ τροπάρια, καὶ ἔδιδεν αὐτὰ εἰς ἐκείνους ὁποῦ τὰ ἐζήτουν, ὥστε ὁποῦ ἐνόμιζον μερικοί, ὅτι δὲν ἐσύνθεττε ταῦτα ἀπὸ λόγου του, ἀλλὰ πῶς τὰ ἔπερνεν ἀπὸ ἄλλους, καὶ ἐκεῖθεν μανθάνωντας αὐτὰ καὶ ἀποστηθίζωντας, ἔτζι τὰ ἀντέγραφε καὶ τὰ ἔδιδεν εἰς τοὺς ζητοῦντας. Δὲν εἶχεν ὅμως ἔτζι ἡ ὑπόθεσις, καθὼς ἐκεῖνοι ἐνόμιζον ἀπατώμενοι. Ἀλλὰ τὰ ᾄσματα ταῦτα ἐπρόφερεν ὁ Ὅσιος, ἐκ θείου χαρίσματος, διὰ τοῦτο καὶ ἀπὸ τὰ στόματα ὅλων ἐφημίζετο, καὶ εἰς ὅλους ἦτον ποθεινὸς καὶ ἐπέραστος, ὄχι μόνον κοντὰ εἰς ἰδιώτας καὶ ἄρχοντας, ἀλλὰ ἀκόμη καὶ κοντὰ εἰς τοὺς τότε βασιλεῖς. Ἀγκαλὰ καὶ ἐξωρίσθη ἀπὸ Βάρδαν τὸν Καίσαρα, τὸν θεῖον τοῦ βασιλέως Μιχαὴλ ἐν ἔτει ωξζ΄ [867], μὲ τὸ νὰ ἤλεγξεν αὐτὸν ὁ Ἅγιος (2), ἀλλ’ εὐθὺς πάλιν ἀνεκαλέσθη ἀπὸ τὴν ἐξορίαν καὶ ἔγινε σκευοφύλαξ τῶν ἱερῶν σκευῶν τῆς Ἐκκλησίας, ἤτοι ἐπὶ τῆς πατριαρχείας τοῦ θείου Ἰγνατίου (3). Ἀφ’ οὗ δὲ ὁ Ἅγιος Ἰγνάτιος ἀπέθανεν, ἠγάπα τὸν Ὅσιον τοῦτον καὶ ἐπαίνει ὁ σοφὸς Φώτιος, ὁ ὁποῖος ἔγινε Πατριάρχης ὕστερα ἀπὸ τὸν Ἰγνάτιον (4). Ἐπειδὴ δὲ ἠγωνίζετο ὁ ἀοίδιμος διὰ τὴν Ὀρθοδοξίαν, ἐξωρίσθη εἰς τὴν Χερσῶνα, τὴν πλησιάζουσαν εἰς τὸ Κρίμι. Μετὰ δὲ τὸν θάνατον τοῦ Βάρδα, τὸν ὁποῖον ἐφόνευσεν ὁ ἀνεψιός του Μιχαήλ, ἐλευθερώθη ὁ Ἅγιος ἀπὸ τὴν ἐξορίαν παρὰ τῆς βασιλίσσης Θεοδώρας, ἡ ὁποία ἐποίησε τὴν Ὀρθοδοξίαν καὶ ἀναστήλωσιν τῶν ἁγίων εἰκόνων.
Ὅθεν ζήσας μετὰ ταῦτα, καὶ πολλοὺς Ἁγίους ἐγκωμιάσας μὲ διαφόρους κανόνας καὶ τροπάρια, ἀπῆλθε πρὸς Κύριον, καὶ ἐνταφιάσθη τὸ τίμιον αὐτοῦ λείψανον εἰς τὸ Μοναστήριον ἐκεῖνο, ὅπου καὶ τώρα εὑρίσκεται. Ὁ δὲ Θεός, θέλωντας νὰ δείξῃ εἰς τοὺς ἀνθρώπους τὴν τιμήν, ὁποῦ ὁ Ἅγιος οὗτος Ἰωσὴφ ἔλαβε μετὰ θάνατον, τοιοῦτόν τι οἰκονόμησε. Κατὰ τὸν καιρὸν ὁποῦ ἐκοιμήθη ὁ Ἅγιος, ἕνας ἄνθρωπος ἔχωντας δοῦλον χρήσιμον, ἔχασεν αὐτόν. Ὅθεν ἐπῆγεν εἰς τὸν Ναὸν Θεοδώρου τοῦ Τήρωνος τοῦ ἐπονομαζομένου Φανερωτοῦ, καὶ παρεκάλει τὸν Μάρτυρα διὰ νὰ τοῦ φανερώσῃ, ποῦ εἶναι ὁ δοῦλός του. Προσμείνας δὲ εἰς τὸν Ναὸν τρία ἡμερονύκτια, καὶ μηδὲν μαθὼν διὰ τὸν δοῦλόν του, ἐλυπεῖτο καὶ ἐμελέτα νὰ ἀναχωρήσῃ. Εἰς καιρὸν δὲ ὁποῦ ἐψάλλετο ὁ ὄρθρος, καὶ ἀνεγινώσκετο εἰς τὴν Ἐκκλησίαν ἕνας λόγος ψυχωφελής, ἐκοιμήθη ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος, καὶ ἰδοὺ βλέπει εἰς τὸ ὄνειρόν του τὸν Μάρτυρα, ὁ ὁποῖος τοῦ ἔλεγε. Διατί λυπῆσαι ὦ ἄνθρωπε; ἤξευρε, ὅτι ὁ ποιητὴς Ἰωσὴφ ἐκοιμήθη τὴν νύκτα ταύτην, καὶ ἔγινεν ὀψίκειον, ἤτοι προϋπάντησις καὶ προπομπὴ εἰς αὐτόν, ἀπὸ ὅλους ἡμᾶς τοὺς Ἁγίους, διατὶ ἐτίμησεν ἡμᾶς μὲ κανόνας καὶ τροπάρια ἐγκωμιαστικὰ ἡ ἁγία ἐκείνου ψυχή. Ὅθεν δὲν ἤμουν ἐδῶ, ἀλλὰ τώρα ἦλθον, καὶ λοιπὸν πήγαινε εἰς τὸν δεῖνα τόπον, καὶ θέλεις εὕρῃς τὸν δοῦλον ὁποῦ ζητεῖς (5).
(2) Ἴσως ἤλεγξεν αὐτὸν ὁ Ἅγιος διατὶ ὁ Βάρδας ἄφησε τὴν γυναῖκά του, καὶ συνεφθείρετο μὲ τὴν νύμφην του. Καθὼς διὰ τοῦτο ἤλεγχεν αὐτὸν καὶ ὁ Πατριάρχης Ἰγνάτιος. Ὅθεν καὶ ἐκατέβασεν αὐτὸν ἀπὸ τὸν θρόνον.
(3) Ὁ θεῖος Ἰγνάτιος ἑορτάζεται ὡς Ἅγιος κατὰ τὴν εἰκοστὴν τρίτην τοῦ Ὀκτωβρίου.
(4) Ὁμοίως καὶ ὁ Φώτιος, ὡς Ἅγιος ἑορτάζεται, κατὰ τὴν ἕκτην Φευρουαρίου.
(5) Ἄριστος καὶ πολυγραφώτατος μελῳδὸς τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας, ἐστάθη ὁ θεῖος οὗτος Ἰωσὴφ ὁ ὑμνογράφος. Ἔξω γὰρ ἀπὸ ὀλίγους τινὰς ᾀσματικοὺς Κανόνας, ὁποῦ ἐσύνθεσαν οἱ ἄλλοι ποιηταί, οἵτινες ἐν τοῖς Μηναίοις περιέχονται, ὅλους τοὺς ἄλλους ἐσύνθεσεν ὁ μελῳδικὸς τοῦ Ἁγίου τούτου κάλαμος, οἵτινες τετυπωμένοι εἰσὶν ἐν τοῖς Μηναίοις, τὸ ἑαυτοῦ ὄνομα ἐν τῇ ἐνάτῃ ᾠδῇ ἐπιφέροντες κατὰ τὴν ἀκροστιχίδα. Δὲν ἠρκέσθη δὲ ὁ ἱερὸς οὗτος γραμματεὺς μέχρι τούτου. Ἀλλὰ καὶ ὀκτωήχους Κανόνας ἐσύνθεσεν εἰς τὴν Θεοτόκον, εἰς τὸν μέγαν Νικόλαον, εἰς τὸν Θεολόγον Ἰωάννην, εἰς τὸν Ἀρχάγγελον Μιχαήλ, εἰς τὸν Ἅγιον Στέφανον τὸν Πρωτομάρτυρα, εἰς τὸν Ἅγιον Γεώργιον, εἰς τὸν Ἅγιον Παντελεήμονα, καὶ εἰς πολλοὺς ἄλλους Ἁγίους, οἵτινες καὶ σῴζονται ἐν τῷ Ἁγίῳ Ὄρει χειρόγραφοι καὶ ἀνέκδοτοι. Ἀλλὰ γὰρ καὶ ἡ καθ’ ἑκάστην ἡμέραν ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ ψαλλομένη ὀκτώηχος κατανυκτική, ἥτις κοινῶς ὀνομάζεται Παρακλητική, ἢ διατὶ παρηγορεῖ τὰς ψυχὰς τῶν ἀναγινωσκόντων, ἢ διατὶ παρακινεῖ τοὺς ἁμαρτωλοὺς εἰς μετάνοιαν, αὕτη λέγω, τούτου τοῦ θείου ἀνδρός ἐστι πόνημα, πλὴν μόνον τῶν κατὰ πᾶν Σάββατον ἐν τοῖς ἀποστίχοις κειμένων τροπαρίων τῶν περὶ κεκοιμημένων διαλαμβανόντων, τὰ ὁποῖα εἶναι πόνημα τοῦ Ἁγίου Θεοφάνους τοῦ Μελῳδοῦ καὶ Γραπτοῦ. Τούτου τοῦ Ἁγίου Ἰωσὴφ τὴν Ἀκολουθίαν, τύποις οὖσαν ἐκδεδομένην ἐλλιπῶς, ἀνεπλήρωσεν ἡ ἐμὴ ἀδυναμία. Σημείωσαι, ὅτι τὸν Βίον τοῦ Ἁγίου τούτου Ἰωσὴφ συνέγραψεν ὁ Διάκονος Ἰωάννης, καὶ ὅρα σελ. 274 τοῦ β΄ τόμου τοῦ Μελετίου.
*
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ἐλπιδηφόρος ξίφει τελειοῦται.
Ξίφους ἀληθὴς Μάρτυς Ἐλπιδηφόρος,
Θεὸν φέρει ἄψευστον εὐελπιστίαν.
*
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Δῖος, κεράμῳ τὴν κεφαλὴν βληθείς, τελειοῦται.
Βαλὼν κεράμῳ δυσσεβὴς Δίου κάραν,
Ὡς σκεῦος αὐτὴν συντρίβει κεραμέως.
*
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Βυθόνιος, ἐν θαλάσσῃ ῥιφείς, τελειοῦται.
Ὁ Βυθόνιος εἰς βυθὸν βεβλημένος,
Τὴν κλῆσιν εὗρεν εἰς προφητείαν τέλους.
*
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Γάλυκος, ὑπὸ θηρίων δηχθείς, τελειοῦται.
Δηχθεὶς ὀδοῦσι Γάλυκος τῶν θηρίων,
Θηρὸς νοητοῦ τοὺς ὀδόντας συντρίβει.
*
Ὁ Ὅσιος Πατὴρ ἡμῶν Ἰλλυριός, ὁ ἐν τῷ ὄρει τοῦ Μυρσινῶνος, ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται.
Ἐκ Μυρσινῶνος Ἰλλυριὲ πρὸς πόλον,
Οὐχ’ ὡς ὁ Χριστὸς ἐξ ἐλαιῶνος φέρῃ.
*
Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Παῦλος Ῥῶσσος ὁ ἀπελεύθερος, ὁ ἐν Κωνσταντινουπόλει μαρτυρήσας, ἐν ἔτει ͵αχπγ΄ [1683], ξίφει τελειοῦται.
Πρὸς Παῦλον ἔσχε κοινὰ κλῆσιν καὶ ξίφος,
Παῦλος νέαθλος οὗτος, ὃς Ῥῶσσος πέλει (6).
(6) Τὸ Μαρτύριον τούτου ὅρα εἰς τὸ Νέον Μαρτυρολόγιον.
Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.
Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Β’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *