Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου12 Μαρτίου
Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ
Τω αυτώ μηνί ΙΒ’, μνήμη του Οσίου Πατρός ημών και Ομολογητού Θεοφάνους της Σιγριανής, του κειμένου εν τω μεγάλω αγρώ.
Θεόφανες φάνηθι πιστός προστάτης,
Τιμώσι πιστώς σον μετ’ ειρήνης τέλος.
Δωδεκάτη φθινύθοντος απήρε βίου Θεοφάνης.
Ούτος ο Όσιος Πατήρ ημών Θεοφάνης ήτον κατά τους χρόνους Λέοντος Ισαύρου του εικονομάχου εν έτει ψλε’ [735], υιός Ισαάκ και Θεοδότης. Όταν δε απέθανεν ο πατήρ του, έλαβε γυναίκα δια γάμου χωρίς να θέλη, αναγκασθείς από την μητέρα του, συνέζησε δε με την γυναίκα του χρόνους οκτώ. Επειδή δε ηγάπα την μοναχικήν πολιτείαν, όχι μόνον αυτός επέρνα την ζωήν του με παρθενίαν, αλλά και την σύζυγόν του έπεισε να παρθενεύη και εκείνη, και μόλον οπού ο πενθερός του τον ηνάγκαζε να πράττη τα του γάμου ίδια. Αλλά και Λέων ο δυσσεβής και εικονομάχος βασιλεύς, συμφωνήσας με τον πενθερόν του, εμπόδιζεν αυτόν από τον σκοπόν της παρθενίας. Όθεν έστειλεν αυτόν έξω εις ένα κάστρον της Κυζίκου, το οποίον τότε εκτίζετο, δια να συμβοηθήση και αυτός, και πηγαίνωντας εκεί, ετελείωσε την προσταγήν του βασιλέως με εδικά του έξοδα. Όταν δε έφθασεν ο Άγιος εις τον εικοστόν πρώτον χρόνον της ηλικίας του, τότε και ο θηριώνυμος βασιλεύς, ομού και ο πενθερός του απέθανον, και λοιπόν έμεινεν ο νέος ελεύθερος. Αλλά και η οικουμένη έγινεν ελευθέρα, με το να εβασίλευσεν η βασιλίς Ειρήνη μετά Κωνσταντίνου του υιού της εν έτει ψπ’ [780]. Όθεν επειδή τα πράγματα ηκολούθησαν, καθώς ο Όσιος ήθελε, δια τούτο εμοίρασεν εις πτωχούς και πένητας τα υπάρχοντά του, και τους δούλους του ελευθέρωσεν. Εις δε την τιμίαν αυτού σύζυγον δους άσπρα πολλά, εκούρευσεν αυτήν καλογραίαν εις ένα Μοναστήριον της νήσου του Πρίγκιπος, μετονομάσας αυτήν Ειρήνην αντί Μεγαλούς.
Και λοιπόν επειδή έγινεν έξω από κάθε φροντίδα και ταραχήν, δια τούτο αφιέρωσεν όλως διόλου τον εαυτόν του εις τον Κύριον, και πηγαίνωντας εις το βουνόν της Σιγριανής (1) εκεί έγινε Μοναχός εις ένα Μοναστήριον Πολίχινον (ή Πολυχρόνιον) ονομαζόμενον, και κλείσας τον εαυτόν του μέσα εις κελλίον, κατεγίνετο εις το εργόχειρον της καλλιγραφίας, και με τον κόπον των ιδίων χειρών του, όχι μόνον αυτός επορίζετο τα προς το ζην αναγκαία, αλλά και εις άλλους μετέδιδε τα προς την χρείαν. Μετά δε εξ χρόνους αναχωρήσας από το Μοναστήριον εκείνο, επήγεν εις το νησί το ονομαζόμενον Καλώνυμος, το οποίον κοινώς λέγεται Καλόλιμνος, και υπόκειται εις τον Νικομηδείας. Εις ταύτην δε κτίσας μεγάλον Μοναστήριον, πάλιν εγύρισεν εις το βουνόν της Σιγριανής. Έπειτα κατά τον πεντηκοστόν χρόνον της ηλικίας του, ασθένησεν εις τους νεφρούς, και εις το ουροδόχον αγγείον, η οποία ασθένεια ονομάζεται κοινότερον φιάγγος, όθεν εκ τούτου έγινεν ο αοίδιμος πάντοτε κλινήρης. Μετά ταύτα εβασίλευσε Λέων ο Αρμένιος ο εικονομάχος, εν έτει ωιγ’ [813], ο οποίος εσπούδαζε να γυρίση τον Άγιον τούτον εις την πλάνην της εικονομαχίας. Τότε λοιπόν ούτος δεν εφάνη μικρόψυχος και δειλός, και μόλον οπού ήτον υπό της σωματικής ασθενείας ακίνητος, αλλά εδυναμώθη από την προθυμίαν της ψυχής, και από τον ζήλον της Ορθοδοξίας. Όταν δε ο τύραννος επρόσταξε τον Άγιον δια να υπάγη εις αυτόν, ελθέ, λέγων, ίνα ευχηθής δια λόγου μου, επειδή και έχω να υπάγω εις πόλεμον κατά των Βουλγάρων.
Τότε ο Άγιος, με το να ήτον ακίνητος, ως είπομεν, μετέβη από το αμάξι εις το καΐκι, και ούτως επήγε μεν εις την Βασιλεύουσαν, το δε άσχημον πρόσωπον του βασιλέως δεν είδεν. Ο δε βασιλεύς εμήνυσεν εις αυτόν, λέγων. Ανίσως συγκατανεύσης εις την παρακάλεσίν μου, και πεισθής εις τα λόγιά μου, ήξευρε, ότι θέλω προξενήσω πολλά αγαθά και εις εσένα και εις το Μοναστήριόν σου. Ειδέ μη, γίνωσκε ότι έχω να σε κρεμάσω εις ξύλον, και με το εδικόν σου παράδειγμα θέλω φέρω εις φόβον και τους λοιπούς, οπού δεν μοι πείθονται. Τότε ο Άγιος ζήλου πλησθείς, τας δωρεάς σου, του εμήνυσε, και τους θησαυρούς σου, μη δώσης εις εμένα. Το δε ξύλον, εις το οποίον έχεις να με κρεμάσης, ή και το πυρ, ετοίμασον σήμερον, ταύτα γαρ επιθυμώ δια την του Χριστού μου αγάπην. Ταύτα ακούσας ο δυσσεβής βασιλεύς, παρέδωκε τον Άγιον εις τον Πατριάρχην Ιωάννην τον μάντιν, όστις εκαυχάτο εις τους λόγους και την σοφίαν, και ήτον γεμάτος από την πλάνην των εικονομάχων. Ενόμισε γαρ ο ανόητος τύραννος, ότι εκείνος έχει να διαστρέψη τον Άγιον με τους λόγους του. Φερθείς λοιπόν ο Άγιος εις το Μοναστήριον Σεργίου και Βάκχου, το οποίον ήτον κοντά εις το βασιλικόν παλάτιον, και ελθών εις φιλονεικίαν με τον μαντιάρχην Ιωάννην περί των αγίων εικόνων, ενίκησεν αυτόν και κατεβρόντησε, με την δύναμιν της σοφίας του. Δείξας δε, και ότι είναι αμετάθετος από το ορθόν της πίστεως φρόνημα, απέστειλεν εντροπιασμένον εις τον τύραννον, τον ψευδοπατριάρχην, ο οποίος αντί να αποκτήση δόξαν και υπόληψιν ρήτορος και σοφού, απόκτησε μάλλον υπόληψιν βαρβάρου και αγραμμάτου, και προς τον βασιλέα είπεν. Ευκολώτερον, βασιλεύ, ημπορεί τινας να απαλύνη τον σίδηρον, πάρεξ να μεταβάλη τον άνδρα τούτον.
Ταύτα ακούσας ο τύραννος, φέρει τον Άγιον εις τα βασιλικά οσπήτια, τα ονομαζόμενα του Ελευθερίου, και κλείει αυτόν μέσα εις ένα οσπήτιον σκοτεινότατον. Έπειτα εκατάστησε φύλακας, δια να μη αφήσουν τινά να τον υπηρετήση. Εις τον τοιούτον λοιπόν εγκλεισμόν διαπεράσας ο Άγιος δύω χρόνους, και υπομείνας γενναίως κάθε θλίψιν και στενοχωρίαν, εντροπίασε και εις τούτο τον τύραννον. Επειδή δε καθ’ εκάστην ημέραν, ηναγκάζετο μεν ο Άγιος να πεισθή εις την κακοδοξίαν του τυράννου, δεν επείθετο δε: δια τούτο εξορίζεται εις το νησίον της Σαμοθράκης, το οποίον πλησιάζει εις την νήσον Θάσον. Η εξορία δε αύτη γλιγωρότερον επροξένησε τον θάνατον εις τον Άγιον. Διότι εικοσιτρείς μόνον ημέρας μετά την εξορίαν, εποίησεν ο Άγιος εις την νήσον ταύτην, και ούτω παραδούς την ψυχήν του οσίως και ειρηνικώς εις χείρας Θεού, έλαβε τον της ομολογίας στέφανον. Αφίνω δε να λέγω από πόσας ευλογίας εγέμωσε την Σαμοθράκην ο Άγιος μετά θάνατον, και πόσας έλαβον οι εν τη Σαμοθράκη ασθενείς από το λείψανον του Αγίου. Τελείται δε η αυτού Σύναξις εν τη αγιωτάτη μεγάλη Εκκλησία, και εν τω Μοναστηρίω τω υπ’ αυτού συσταθέντι κατά την Σιγριανήν (2).
(1) Σιγριανή, άλλοι μεν λέγουσιν, ότι είναι η εν τη Μηδεία ευρισκομένη. Άλλοι δε πιθανώτερον και ομοιαληθέστερον λέγουσιν, ότι είναι η εν τη Μιτυλήνη ευρισκομένη. Εν τη Μιτυλήνη γαρ ευρίσκεται κάβος και ακρωτήριον, Σίγρι ονομαζόμενον (όπερ και Σιγειάς ονομάζεται), εν τω ακρωτηρίω δε τούτω ευρίσκεται όρος. Εν δε τω όρει ευρίσκεται Μοναστήριον Ιωάννου του Θεολόγου, εις το οποίον έγινε Μοναχός ο Άγιος ούτος Θεοφάνης. Πιθανωτέρα δε είναι η τοιαύτη γνώμη, καθότι εν τω Βίω του Οσίου και μεγάλου Ιωαννικίου του εν τω Ολύμπω, γράφεται, ότι αυτός επήγεν από τον Όλυμπον εις την Σιγριανήν, και επροσκύνησε το λείψανον του Αγίου τούτου Θεοφάνους, το οποίον φαίνεται ότι μετεκομίσθη από την Σαμοθράκην, όπου ετελεύτησεν, εις το εν τη Σιγριανή Μοναστήριον. Και ότι επιστρέφων εις τον Όλυμπον, επέρασεν από την νήσον Θάσον, και δια προσευχής του εδίωξε τα εν αυτή κατοικούντα οφίδια. Όθεν πιθανώτερον είναι ότι η Σιγριανή ευρίσκετο εις την Μιτυλήνην παρά εις την Μηδείαν. Άλλος δε είναι ο Θεοφάνης ούτος από τον Θεοφάνην τον Γραπτόν, τον κατά την δεκάτην πρώτην του Οκτωβρίου εορταζόμενον. Ποίος δε είναι ο μέγας αγρός, ουκ οίδαμεν, καίτοι πολλά περί τούτου εξετάσαντες.
(2) Σημείωσαι, ότι τον ελληνικόν Βίον του Αγίου τούτου Θεοφάνους συνέγραψε Μιχαήλ ο Πατριάρχης, ου η αρχή· «Έμπρακτον κάλλος». (Σώζεται εν τη Ιερά Μονή των Ιβήρων.) Εν αυτή δε σώζεται και έτερος λόγος εις τον αυτόν, ου η αρχή· «Ώσπερ λειμών ευανθής».
*
Τη αυτή ημέρα μνήμη του Οσίου Πατρός ημών Γρηγορίου Πάπα Ρώμης του Διαλόγου.
Ο Γρηγόριος εκ μέσου μεν του βίου,
Εν τω μέσω δε του χορού των Αγγέλων.
Ούτος ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Ιουστινιανού του μεγάλου, εν έτει φλε’ [535]. Η μήτηρ αυτού ωνομάζετο Σιλβία, και ευρίσκετο πλησίον της πόρτας του Αγίου ενδόξου Αποστόλου Παύλου, εις τόπον ονομαζόμενον Κέλλα Νόβα. Γενόμενος δε πρώτον Μοναχός και Ηγούμενος του Μοναστηρίου του Αγίου Αποστόλου Ανδρέου, το οποίον επωνομάζετο Κλειοσκάβρη, ανέβη έπειτα εις τον αρχιερατικόν θρόνον της Ρώμης, όχι κατά τύχην τινά άλογον, αλλά κατά θείαν ψήφον την αρχιερωσύνην λαβών, καθώς ο λόγος θέλει να φανερώση έμπροσθεν. Εις καιρόν γαρ οπού ο Άγιος ευρίσκετο εις το ανωτέρω Μοναστήριον, και ησύχαζεν εις το κελλίον του, καλλιγράφων ιερά βιβλία, τότε επήγεν εις αυτόν ένας πτωχός, όστις γλυτώσας από το της θαλάσσης ναυάγιον, και διηγούμενος την συμφοράν του, επαρακάλει τον Άγιον να τον ελεήση. Ήτον δε ο κατά το φαινόμενον πτωχός, όχι άνθρωπος απλώς, αλλά Άγγελος Θεού, εις σχήμα πτωχού και δεομένου φαινόμενος, δια να φανερώση εις όλους την σπλαγχνικήν και συμπαθητικήν γνώμην, οπού είχεν ο Άγιος. Ο φαινόμενος λοιπόν πτωχός έλαβε πρώτον ελεημοσύνην από τον Άγιον έξι νομίσματα. Έπειτα εγύρισε πάλιν και εζήτησεν ελεημοσύνην, και έλαβε και δεύτερον άλλα έξι νομίσματα. Εγύρισε και τρίτον, και δεν επέμφθη άδειος. Διότι με το να μη είχεν ο Άγιος να τω δώση άλλα νομίσματα, τούτου χάριν έδωκεν εις αυτόν προθύμως το ασημένιον σκουτέλιον του Μοναστηρίου. Τόσον ήτον ο τρισμακάριος συμπαθής προς τους πτωχούς και ανεξίκακος, εις καιρόν γαρ οπού έπρεπε να κατηγορήση τον πτωχόν εκείνον, και να τον στείλη με άδεια χέρια, ένα μεν, διατί επήρε πρώτον ελεημοσύνην δύω φοραίς, και έπειτα εφαίνετο φορτικός, και άλλο δε, διατί δεν είχε τι να του δώση. Αλλ’ όμως τούτο δεν έκαμεν, αλλά επροτίμησε καλλίτερα να δώση και αυτό το πράγμα της Μονής, της οποίας τα πράγματα είναι αναφαίρετα κατά τους κανόνας και νόμους, πάρεξ να παραβλέψη τον άνθρωπον, και να στείλη αυτόν κενόν. Τούτο εποίησεν ο Άγιος προ της αρχιερωσύνης.
Αφ’ ου δε έγινεν Αρχιερεύς και Πάπας της Ρώμης, πάλιν εμεταχειρίζετο συνήθως την προς τους πτωχούς ελεημοσύνην. Όθεν μίαν φοράν επρόσταξε τον Σακελλάριον να καλέση δώδεκα πτωχούς, δια να συμφάγουν με τον Άγιον εις την τράπεζαν. Καθημένων δε αυτών, εφαίνετο εις μόνον τον Άγιον ένας άνθρωπος παράνω, δέκατος τρίτος, ο οποίος από την μορφήν του προσώπου του, και από τα εσωτερικά κινήματα της ψυχής του, εφαίνετο ότι ήτον διαφορετικός και αλλοιότικος από τους άλλους δώδεκα (3). Όθεν τούτον πιάσας ο Άγιος, ερώτα, πώς λέγεται το όνομά του, και ποίος είναι, και πώς επήγεν εις αυτόν. Ο δε φαινόμενος, το μεν όνομά μου, απεκρίθη, δεν είναι δυνατόν να ακούση τινάς, επειδή και είναι θαυμαστόν. Ότι δε είμαι Άγγελος Θεού, τούτο φανερόνω σοι, και ότι εγώ είμαι, οπού και προτίτερα επέμφθηκα παρά Θεού εις εσένα δια να ζητήσω ελεημοσύνην, και επροστάχθηκα από τότε να είμαι πάντοτε μαζί με του λόγου σου δια να σε φυλάττω.
Εστάθη δε ο Άγιος ούτος Γρηγόριος γεμάτος από κάθε σοφίαν των Αγίων Γραφών. Όθεν και πολλά συγγράμματα αφήκεν εις την Εκκλησίαν του Θεού, γεγραμμένα εις γλώσσαν λατινικήν. Εκ των οποίων μετεγλωττίσθησαν ελληνικά τα τέσσερα βιβλία, τα οποία περιέχουν τους Βίους των εν Ιταλία διαπρεψάντων Οσίων Πατέρων, μερικά δε εξ αυτών μετεγλώττισε και ο Αρχιδιάκονος αυτού Πέτρος, όστις έλεγεν, ότι τα συγγράμματα του Αγίου τούτου δεν ήτον μόνον συνθεμένα με ανθρωπίνους συλλογισμούς, και με λόγους σοφίας, αλλά και με την χάριν του Αγίου Πνεύματος. Εβεβαίονε γαρ ούτος, ότι όταν ο Άγιος έγραφεν, έβλεπε μίαν άσπρην περιστεράν, η οποία επλησίαζεν εις το στόμα του, και τρόπον τινά εξηγούσε και ωδήγει αυτόν εις τα γραφόμενα. Περιπατών δε ο Άγιος ούτος εις τους εν τη Δύσει τόπους, εδίδασκε και επίστρεφεν εις την πίστιν του Χριστού το γένος των Σάξων. Ούτω λοιπόν θεοφιλώς διαπεράσας την ζωήν του ο τρισμακάριστος, προς Κύριον εξεδήμησε. Το δε τίμιον αυτού λείψανον ήτον τεθησαυρισμένον εις την παλαιάν Ρώμην, εις την οποίαν ερχόμενοι κατ’ έτος οι Σάξοι, ετίμουν τον Άγιον με τιμάς και ιερούς ύμνους. Λέγουσι δε, ότι ούτος είναι οπού ενομοθέτησε το να επιτελήται η προηγιασμένη Λειτουργία εν ταις νηστίμοις ημέραις της μεγάλης Τεσσαρακοστής κοντά εις τους Ρωμαίους, η οποία επιτελείται και μέχρι της σήμερον (4).
(3) Σημείωσαι, ότι παρά τω Καισαρίω Δαπόντε, τω μεταφράσαντι εις το απλούν τα τέσσαρα βιβλία του Αγίου τούτου Γρηγορίου, τα περιέχοντα τους Βίους των εν Ιταλία Οσίων, και ταύτα προστίθενται: δηλαδή, ότι ο Άγιος βλέπων τον δέκατον τρίτον εκείνον, εκάλεσε τον Σακελλάριον και του λέγει. Δεν σοι είπα να προσκαλέσης δώδεκα; και πώς εσύ παρά γνώμην μου επροσκάλεσας δεκατρείς; Ο δε Σακελλάριος, επειδή δεν έβλεπε τον δέκατον τρίτον, πίστευσον, έλεγε, σεβάσμιε Δέσποτα, πίστευσον, ότι δώδεκα μόνον είναι. Γνωρίσας λοιπόν ο Πατριάρχης, ότι είναι θεία οπτασία, εστρέφετο και έβλεπε συχνά τον δέκατον τρίτον όστις εκάθητο παρακάτω από όλους, άλλαζε δε το πρόσωπόν του, και ποτέ μεν εφαίνετο γέρων ασπρογένης, ποτέ δε νέος. Αφ’ ου δε από την τράπεζαν εσηκώθηκαν, εις μεν τους άλλους δώδεκα, είπεν ο Πατριάρχης και ανεχώρησαν. Τον δε δέκατον τρίτον κρατήσας από το χέρι, τον έφερε μέσα εις το κελλίον του και λέγει αυτώ. Εξορκίζω σε κατά της μεγάλης δυνάμεως του Θεού, να μοι φανερώσης ποίος είσαι, και πώς λέγεται το όνομά σου. Ο δε, απεκρίθη. Διατί ερωτάς το όνομά μου; και αυτό είναι θαυμαστόν. Εγώ είμαι ο πτωχός εκείνος, οπού ήλθον όταν ησύχαζες εις το κελλίον σου, και μοι έδωκες τα δώδεκα νομίσματα και το αργυρούν σκουτέλιον, το οποίον σοι έστειλε Σιλβία η μήτηρ σου με τα βρεκτά όσπρια. Ήξευρε λοιπόν, ότι από εκείνην την ημέραν, οπού ταύτα έλαβον από λόγου σου με μακροθυμίαν και απλότητα της καρδίας σου, ώρισεν ο Κύριος να γένης Αρχιερεύς της Αγίας του Εκκλησίας, και να ήσαι διάδοχος του κορυφαίου Πέτρου, του οποίου και την αρετήν εμιμήθης. Και εκείνος γαρ εμοίραζεν εν απλότητι καρδίας τα πράγματα εκείνα, οπού του επρόσφεραν, ο,τι αν εχρειάζετο ο καθένας. Λέγει προς αυτόν ο Γρηγόριος, και πόθεν ηξεύρεις, ότι ώρισεν ο Κύριος να γένω Πατριάρχης; Ο δε απεκρίθη. Εγώ είμαι Άγγελος Κυρίου Παντοκράτορος, και δια τούτο ηξεύρω. Και τότε γαρ ο Κύριος με απέστειλε να δοκιμάσω την γνώμην σου, ανίσως φιλανθρώπως και ιλαρώς, και όχι επιδεικτικώς κάμνης την ελεημοσύνην. Τούτο δε ακούσας ο Άγιος, εφοβήθη, επειδή ακόμη δεν είχεν ιδή Άγγελον. Είπε δε προς αυτόν ο Άγγελος, μη φοβηθής. Ιδού γαρ ο Κύριος απέσταλκέ με να είμαι μαζί σου έως ου ζης, και ο,τι θέλεις να ζητήσης παρά Θεού, στείλαι με το μέσον μου το ζήτημά σου εις τον Θεόν. Τότε ο μακάριος έπεσεν επί πρόσωπον και επροσκύνησε τον Κύριον και είπε. Εάν δια την ολίγην εκείνην δόσιν, τόσον πλήθος ελέους έδειξεν ο Κύριος εις εμένα, πόσης άράγε δόξης θέλουν αξιωθούν οι ποιούντες τας εντολάς αυτού, και εργαζόμενοι δικαιοσύνην πάσας τας ημέρας της ζωής αυτών; Λέγεται δε Διάλογος ο Άγιος ούτος, διατί τους περισσοτέρους λόγους οπού συνέγραψε, τους έχει εν σχήματι διαλόγου κατ’ ερώτησιν και απόκρισιν.
(4) Περί δε της προηγιασμένης Λειτουργίας όρα εις το ημέτερον Πηδάλιον εν τη ερμηνεία του νβ’ Κανόνος της ς’, όπου ευρήσεις ότι αύτη και προ του Διαλόγου ήτον, και ότι εκαλλωπίσθη μόνον παρ’ αυτού και ουχί συνετέθη. Καθότι εις τα συγγράμματα αυτού ουχ’ ευρίσκεται, και καθότι ο Άγιος ελληνικήν γλώσσαν δεν ήξευρε κατά την κθ’ επιστολήν του ς’ Βιβλίου αυτού. Όρα και τον Δοσίθεον εν τη Δωδεκαβίβλω, σελ. 526. Προσθέττει δε ο Μελέτιος, σελ. 141, του β’ τόμου, ότι ο θείος ούτος Γρηγόριος επωνομάσθη Μέγας, δια το μεγαλείον της αρετής του, και ότι μετά τον Πελάγιον έγινε Πάπας Ρώμης εν έτει φϞ’ [590] και εδιοίκησε την Ρώμην χρόνους δεκατέσσαρας. Έγραψε δε κατά τον Βελλαρμίνον, Βιβλία ηθικά, εις τον Ιώβ τριανταοκτώ. Περί Ποιμαντικής φροντίδος μέρη τρία βιβλίον εν. Διαλόγων συν τω Πέτρω βιβλία τέσσαρα. Εις το Άσμα βιβλία δύω. Εις τον Ιεζεκιήλ ομιλίας εικοσιδύω. Εις τα Ευαγγέλια ομιλίας τεσσαράκοντα. Έκθεσιν εις τους Ψαλμούς. Εις την πρώτην των Βασιλειών βιβλία εξ. Επιστολών βιβλία δώδεκα και άλλα. Τα τέσσαρα δε βιβλία τα περιέχοντα τους Βίους των εν Ιταλία Οσίων, μετέφρασεν εκ του λατινικού εις το ελληνικόν ο Πάπας Ζαχαρίας, μετά εκατόν εξήκοντα χρόνους της του Αγίου κοιμήσεως, επί της βασιλείας του νέου Κωνσταντίνου, και όρα σελ. 527 της Δωδεκαβίβλου. Λέγει δε ο Πλάτινας εις τον Βίον τούτου, ότι επέρασε την ζωήν του εις την αγιότητα και αρετήν και διδασκαλίαν, ώστε οπού, ουδείς των διαδόχων του έγινεν όμοιος με αυτόν. Τόσην δε ταπείνωσιν είχεν ο αοίδιμος, ώστε οπού πρώτος αυτός έγραψε τον εαυτόν του «Δούλος των δούλων του Θεού», εναντιούμενος εις τον τίτλον Ιωάννου του Νηστευτού, του επιγράψαντος εαυτόν οικουμενικόν Πατριάρχην. Περί ου όρα εις την υποσημείωσιν του εικοστού ογδόου Κανόνος της Δ’ Οικουμενικής Συνόδου εν τω ημετέρω Πηδαλίω.
*
Οι Άγιοι εννέα Μάρτυρες πυρί τελειούνται.
Προς την κάμινον θαρσύνει τους εννέα,
Θείου πόθου κάμινος εκκεκαυμένη.
*
Ο Δίκαιος Φινεές εν ειρήνη τελειούται.
Έστη Φινεές, αλλά του Θεού πέλας,
Ημίν ιλασμώ ψυχικήν θραύσιν λύων.
*
Ο Όσιος και Θεοφόρος Πατήρ ημών Συμεών ο νέος Θεολόγος εν ειρήνη τελειούται (5).
Πρώην μεν είχες γλώτταν αντί της Βίβλου,
Γλώττης δε αντί, σην έχεις ήδη Βίβλον.
(5) Τούτου η μνήμη μετετέθη εις την δωδεκάτην του Οκτωβρίου, δια το συμπίπτειν αυτήν τη νηστεία της μεγάλης Τεσσαρακοστής. Εις τούτον τον Άγιον Συμεών εφιλοπόνησεν η εμή αδυναμία Ακολουθίαν τελείαν ομού και εγκώμιον, και ο βουλόμενος εορτάζειν την αυτού θειότητα, ζητησάτω ταύτα. Τον δε Βίον αυτού όρα εις την αρχήν της νεοτυπώτου και ιεράς αυτού Βίβλου.
Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.
Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *
Τῷ αὐτῷ μηνὶ ΙΒ΄, μνήμη τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν καὶ Ὁμολογητοῦ Θεοφάνους τῆς Σιγριανῆς, τοῦ κειμένου ἐν τῷ μεγάλῳ ἀγρῷ.
Θεόφανες φάνηθι πιστὸς προστάτης,
Τιμῶσι πιστῶς σὸν μετ’ εἰρήνης τέλος.
Δωδεκάτῃ φθινύθοντος ἀπῆρε βίου Θεοφάνης.
Οὗτος ὁ Ὅσιος Πατὴρ ἡμῶν Θεοφάνης ἦτον κατὰ τοὺς χρόνους Λέοντος Ἰσαύρου τοῦ εἰκονομάχου ἐν ἔτει ψλε΄ [735], υἱὸς Ἰσαὰκ καὶ Θεοδότης. Ὅταν δὲ ἀπέθανεν ὁ πατήρ του, ἔλαβε γυναῖκα διὰ γάμου χωρὶς νὰ θέλῃ, ἀναγκασθεὶς ἀπὸ τὴν μητέρα του, συνέζησε δὲ μὲ τὴν γυναῖκά του χρόνους ὀκτώ. Ἐπειδὴ δὲ ἠγάπα τὴν μοναχικὴν πολιτείαν, ὄχι μόνον αὐτὸς ἐπέρνα τὴν ζωήν του μὲ παρθενίαν, ἀλλὰ καὶ τὴν σύζυγόν του ἔπεισε νὰ παρθενεύῃ καὶ ἐκείνη, καὶ μὅλον ὁποῦ ὁ πενθερός του τὸν ἠνάγκαζε νὰ πράττῃ τὰ τοῦ γάμου ἴδια. Ἀλλὰ καὶ Λέων ὁ δυσσεβὴς καὶ εἰκονομάχος βασιλεύς, συμφωνήσας μὲ τὸν πενθερόν του, ἐμπόδιζεν αὐτὸν ἀπὸ τὸν σκοπὸν τῆς παρθενίας. Ὅθεν ἔστειλεν αὐτὸν ἔξω εἰς ἕνα κάστρον τῆς Κυζίκου, τὸ ὁποῖον τότε ἐκτίζετο, διὰ νὰ συμβοηθήσῃ καὶ αὐτός, καὶ πηγαίνωντας ἐκεῖ, ἐτελείωσε τὴν προσταγὴν τοῦ βασιλέως μὲ ἐδικά του ἔξοδα. Ὅταν δὲ ἔφθασεν ὁ Ἅγιος εἰς τὸν εἰκοστὸν πρῶτον χρόνον τῆς ἡλικίας του, τότε καὶ ὁ θηριώνυμος βασιλεύς, ὁμοῦ καὶ ὁ πενθερός του ἀπέθανον, καὶ λοιπὸν ἔμεινεν ὁ νέος ἐλεύθερος. Ἀλλὰ καὶ ἡ οἰκουμένη ἔγινεν ἐλευθέρα, μὲ τὸ νὰ ἐβασίλευσεν ἡ βασιλὶς Εἰρήνη μετὰ Κωνσταντίνου τοῦ υἱοῦ της ἐν ἔτει ψπ΄ [780]. Ὅθεν ἐπειδὴ τὰ πράγματα ἠκολούθησαν, καθὼς ὁ Ὅσιος ἤθελε, διὰ τοῦτο ἐμοίρασεν εἰς πτωχοὺς καὶ πένητας τὰ ὑπάρχοντά του, καὶ τοὺς δούλους του ἐλευθέρωσεν. Εἰς δὲ τὴν τιμίαν αὐτοῦ σύζυγον δοὺς ἄσπρα πολλά, ἐκούρευσεν αὐτὴν καλογραίαν εἰς ἕνα Μοναστήριον τῆς νήσου τοῦ Πρίγκιπος, μετονομάσας αὐτὴν Εἰρήνην ἀντὶ Μεγαλοῦς.
Καὶ λοιπὸν ἐπειδὴ ἔγινεν ἔξω ἀπὸ κάθε φροντίδα καὶ ταραχήν, διὰ τοῦτο ἀφιέρωσεν ὅλως διόλου τὸν ἑαυτόν του εἰς τὸν Κύριον, καὶ πηγαίνωντας εἰς τὸ βουνὸν τῆς Σιγριανῆς (1) ἐκεῖ ἔγινε Μοναχὸς εἰς ἕνα Μοναστήριον Πολίχινον (ἢ Πολυχρόνιον) ὀνομαζόμενον, καὶ κλείσας τὸν ἑαυτόν του μέσα εἰς κελλίον, κατεγίνετο εἰς τὸ ἐργόχειρον τῆς καλλιγραφίας, καὶ μὲ τὸν κόπον τῶν ἰδίων χειρῶν του, ὄχι μόνον αὐτὸς ἐπορίζετο τὰ πρὸς τὸ ζῆν ἀναγκαῖα, ἀλλὰ καὶ εἰς ἄλλους μετέδιδε τὰ πρὸς τὴν χρείαν. Μετὰ δὲ ἓξ χρόνους ἀναχωρήσας ἀπὸ τὸ Μοναστήριον ἐκεῖνο, ἐπῆγεν εἰς τὸ νησὶ τὸ ὀνομαζόμενον Καλώνυμος, τὸ ὁποῖον κοινῶς λέγεται Καλόλιμνος, καὶ ὑπόκειται εἰς τὸν Νικομηδείας. Εἰς ταύτην δὲ κτίσας μεγάλον Μοναστήριον, πάλιν ἐγύρισεν εἰς τὸ βουνὸν τῆς Σιγριανῆς. Ἔπειτα κατὰ τὸν πεντηκοστὸν χρόνον τῆς ἡλικίας του, ἀσθένησεν εἰς τοὺς νεφρούς, καὶ εἰς τὸ οὐροδόχον ἀγγεῖον, ἡ ὁποία ἀσθένεια ὀνομάζεται κοινότερον φιάγγος, ὅθεν ἐκ τούτου ἔγινεν ὁ ἀοίδιμος πάντοτε κλινήρης. Μετὰ ταῦτα ἐβασίλευσε Λέων ὁ Ἁρμένιος ὁ εἰκονομάχος, ἐν ἔτει ωιγ΄ [813], ὁ ὁποῖος ἐσπούδαζε νὰ γυρίσῃ τὸν Ἅγιον τοῦτον εἰς τὴν πλάνην τῆς εἰκονομαχίας. Τότε λοιπὸν οὗτος δὲν ἐφάνη μικρόψυχος καὶ δειλός, καὶ μὅλον ὁποῦ ἦτον ὑπὸ τῆς σωματικῆς ἀσθενείας ἀκίνητος, ἀλλὰ ἐδυναμώθη ἀπὸ τὴν προθυμίαν τῆς ψυχῆς, καὶ ἀπὸ τὸν ζῆλον τῆς Ὀρθοδοξίας. Ὅταν δὲ ὁ τύραννος ἐπρόσταξε τὸν Ἅγιον διὰ νὰ ὑπάγῃ εἰς αὐτόν, ἐλθέ, λέγων, ἵνα εὐχηθῇς διὰ λόγου μου, ἐπειδὴ καὶ ἔχω νὰ ὑπάγω εἰς πόλεμον κατὰ τῶν Βουλγάρων.
Τότε ὁ Ἅγιος, μὲ τὸ νὰ ἦτον ἀκίνητος, ὡς εἴπομεν, μετέβη ἀπὸ τὸ ἁμάξι εἰς τὸ καΐκι, καὶ οὕτως ἐπῆγε μὲν εἰς τὴν Βασιλεύουσαν, τὸ δὲ ἄσχημον πρόσωπον τοῦ βασιλέως δὲν εἶδεν. Ὁ δὲ βασιλεὺς ἐμήνυσεν εἰς αὐτόν, λέγων. Ἀνίσως συγκατανεύσῃς εἰς τὴν παρακάλεσίν μου, καὶ πεισθῇς εἰς τὰ λόγιά μου, ἤξευρε, ὅτι θέλω προξενήσω πολλὰ ἀγαθὰ καὶ εἰς ἐσένα καὶ εἰς τὸ Μοναστήριόν σου. Εἰδὲ μή, γίνωσκε ὅτι ἔχω νὰ σὲ κρεμάσω εἰς ξύλον, καὶ μὲ τὸ ἐδικόν σου παράδειγμα θέλω φέρω εἰς φόβον καὶ τοὺς λοιπούς, ὁποῦ δέν μοι πείθονται. Τότε ὁ Ἅγιος ζήλου πλησθείς, τὰς δωρεάς σου, τοῦ ἐμήνυσε, καὶ τοὺς θησαυρούς σου, μὴ δώσῃς εἰς ἐμένα. Τὸ δὲ ξύλον, εἰς τὸ ὁποῖον ἔχεις νὰ μὲ κρεμάσῃς, ἢ καὶ τὸ πῦρ, ἑτοίμασον σήμερον, ταῦτα γὰρ ἐπιθυμῶ διὰ τὴν τοῦ Χριστοῦ μου ἀγάπην. Ταῦτα ἀκούσας ὁ δυσσεβὴς βασιλεύς, παρέδωκε τὸν Ἅγιον εἰς τὸν Πατριάρχην Ἰωάννην τὸν μάντιν, ὅστις ἐκαυχᾶτο εἰς τοὺς λόγους καὶ τὴν σοφίαν, καὶ ἦτον γεμάτος ἀπὸ τὴν πλάνην τῶν εἰκονομάχων. Ἐνόμισε γὰρ ὁ ἀνόητος τύραννος, ὅτι ἐκεῖνος ἔχει νὰ διαστρέψῃ τὸν Ἅγιον μὲ τοὺς λόγους του. Φερθεὶς λοιπὸν ὁ Ἅγιος εἰς τὸ Μοναστήριον Σεργίου καὶ Βάκχου, τὸ ὁποῖον ἦτον κοντὰ εἰς τὸ βασιλικὸν παλάτιον, καὶ ἐλθὼν εἰς φιλονεικίαν μὲ τὸν μαντιάρχην Ἰωάννην περὶ τῶν ἁγίων εἰκόνων, ἐνίκησεν αὐτὸν καὶ κατεβρόντησε, μὲ τὴν δύναμιν τῆς σοφίας του. Δείξας δέ, καὶ ὅτι εἶναι ἀμετάθετος ἀπὸ τὸ ὀρθὸν τῆς πίστεως φρόνημα, ἀπέστειλεν ἐντροπιασμένον εἰς τὸν τύραννον, τὸν ψευδοπατριάρχην, ὁ ὁποῖος ἀντὶ νὰ ἀποκτήσῃ δόξαν καὶ ὑπόληψιν ῥήτορος καὶ σοφοῦ, ἀπόκτησε μᾶλλον ὑπόληψιν βαρβάρου καὶ ἀγραμμάτου, καὶ πρὸς τὸν βασιλέα εἶπεν. Εὐκολώτερον, βασιλεῦ, ἠμπορεῖ τινας νὰ ἁπαλύνῃ τὸν σίδηρον, πάρεξ νὰ μεταβάλῃ τὸν ἄνδρα τοῦτον.
Ταῦτα ἀκούσας ὁ τύραννος, φέρει τὸν Ἅγιον εἰς τὰ βασιλικὰ ὁσπήτια, τὰ ὀνομαζόμενα τοῦ Ἐλευθερίου, καὶ κλείει αὐτὸν μέσα εἰς ἕνα ὁσπήτιον σκοτεινότατον. Ἔπειτα ἐκατάστησε φύλακας, διὰ νὰ μὴ ἀφήσουν τινα νὰ τὸν ὑπηρετήσῃ. Εἰς τὸν τοιοῦτον λοιπὸν ἐγκλεισμὸν διαπεράσας ὁ Ἅγιος δύω χρόνους, καὶ ὑπομείνας γενναίως κάθε θλίψιν καὶ στενοχωρίαν, ἐντροπίασε καὶ εἰς τοῦτο τὸν τύραννον. Ἐπειδὴ δὲ καθ’ ἑκάστην ἡμέραν, ἠναγκάζετο μὲν ὁ Ἅγιος νὰ πεισθῇ εἰς τὴν κακοδοξίαν τοῦ τυράννου, δὲν ἐπείθετο δέ: διὰ τοῦτο ἐξορίζεται εἰς τὸ νησίον τῆς Σαμοθρᾴκης, τὸ ὁποῖον πλησιάζει εἰς τὴν νῆσον Θάσον. Ἡ ἐξορία δὲ αὕτη γλιγωρότερον ἐπροξένησε τὸν θάνατον εἰς τὸν Ἅγιον. Διότι εἰκοσιτρεῖς μόνον ἡμέρας μετὰ τὴν ἐξορίαν, ἐποίησεν ὁ Ἅγιος εἰς τὴν νῆσον ταύτην, καὶ οὕτω παραδοὺς τὴν ψυχήν του ὁσίως καὶ εἰρηνικῶς εἰς χεῖρας Θεοῦ, ἔλαβε τὸν τῆς ὁμολογίας στέφανον. Ἀφίνω δὲ νὰ λέγω ἀπὸ πόσας εὐλογίας ἐγέμωσε τὴν Σαμοθρᾴκην ὁ Ἅγιος μετὰ θάνατον, καὶ πόσας ἔλαβον οἱ ἐν τῇ Σαμοθρᾴκῃ ἀσθενεῖς ἀπὸ τὸ λείψανον τοῦ Ἁγίου. Τελεῖται δὲ ἡ αὐτοῦ Σύναξις ἐν τῇ ἁγιωτάτῃ μεγάλῃ Ἐκκλησίᾳ, καὶ ἐν τῷ Μοναστηρίῳ τῷ ὑπ’ αὐτοῦ συσταθέντι κατὰ τὴν Σιγριανήν (2).
(1) Σιγριανή, ἄλλοι μὲν λέγουσιν, ὅτι εἶναι ἡ ἐν τῇ Μηδείᾳ εὑρισκομένη. Ἄλλοι δὲ πιθανώτερον καὶ ὁμοιαληθέστερον λέγουσιν, ὅτι εἶναι ἡ ἐν τῇ Μιτυλήνῃ εὑρισκομένη. Ἐν τῇ Μιτυλήνῃ γὰρ εὑρίσκεται κάβος καὶ ἀκρωτήριον, Σίγρι ὀνομαζόμενον (ὅπερ καὶ Σιγειὰς ὀνομάζεται), ἐν τῷ ἀκρωτηρίῳ δὲ τούτῳ εὑρίσκεται ὄρος. Ἐν δὲ τῷ ὄρει εὑρίσκεται Μοναστήριον Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, εἰς τὸ ὁποῖον ἔγινε Μοναχὸς ὁ Ἅγιος οὗτος Θεοφάνης. Πιθανωτέρα δὲ εἶναι ἡ τοιαύτη γνώμη, καθότι ἐν τῷ Βίῳ τοῦ Ὁσίου καὶ μεγάλου Ἰωαννικίου τοῦ ἐν τῷ Ὀλύμπῳ, γράφεται, ὅτι αὐτὸς ἐπῆγεν ἀπὸ τὸν Ὄλυμπον εἰς τὴν Σιγριανήν, καὶ ἐπροσκύνησε τὸ λείψανον τοῦ Ἁγίου τούτου Θεοφάνους, τὸ ὁποῖον φαίνεται ὅτι μετεκομίσθη ἀπὸ τὴν Σαμοθρᾴκην, ὅπου ἐτελεύτησεν, εἰς τὸ ἐν τῇ Σιγριανῇ Μοναστήριον. Καὶ ὅτι ἐπιστρέφων εἰς τὸν Ὄλυμπον, ἐπέρασεν ἀπὸ τὴν νῆσον Θάσον, καὶ διὰ προσευχῆς του ἐδίωξε τὰ ἐν αὐτῇ κατοικοῦντα ὀφίδια. Ὅθεν πιθανώτερον εἶναι ὅτι ἡ Σιγριανὴ εὑρίσκετο εἰς τὴν Μιτυλήνην παρὰ εἰς τὴν Μηδείαν. Ἄλλος δὲ εἶναι ὁ Θεοφάνης οὗτος ἀπὸ τὸν Θεοφάνην τὸν Γραπτόν, τὸν κατὰ τὴν δεκάτην πρώτην τοῦ Ὀκτωβρίου ἑορταζόμενον. Ποῖος δὲ εἶναι ὁ μέγας ἀγρός, οὐκ οἴδαμεν, καίτοι πολλὰ περὶ τούτου ἐξετάσαντες.
(2) Σημείωσαι, ὅτι τὸν ἑλληνικὸν Βίον τοῦ Ἁγίου τούτου Θεοφάνους συνέγραψε Μιχαὴλ ὁ Πατριάρχης, οὗ ἡ ἀρχή· «Ἔμπρακτον κάλλος». (Σῴζεται ἐν τῇ Ἱερᾷ Μονῇ τῶν Ἰβήρων.) Ἐν αὐτῇ δὲ σῴζεται καὶ ἕτερος λόγος εἰς τὸν αὐτόν, οὗ ἡ ἀρχή· «Ὥσπερ λειμὼν εὐανθής».
*
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Γρηγορίου Πάπα Ῥώμης τοῦ Διαλόγου.
Ὁ Γρηγόριος ἐκ μέσου μὲν τοῦ βίου,
Ἐν τῷ μέσῳ δὲ τοῦ χοροῦ τῶν Ἀγγέλων.
Οὗτος ἦτον κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Ἰουστινιανοῦ τοῦ μεγάλου, ἐν ἔτει φλε΄ [535]. Ἡ μήτηρ αὐτοῦ ὠνομάζετο Σιλβία, καὶ εὑρίσκετο πλησίον τῆς πόρτας τοῦ Ἁγίου ἐνδόξου Ἀποστόλου Παύλου, εἰς τόπον ὀνομαζόμενον Κέλλα Νόβα. Γενόμενος δὲ πρῶτον Μοναχὸς καὶ Ἡγούμενος τοῦ Μοναστηρίου τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Ἀνδρέου, τὸ ὁποῖον ἐπωνομάζετο Κλειοσκάβρη, ἀνέβη ἔπειτα εἰς τὸν ἀρχιερατικὸν θρόνον τῆς Ῥώμης, ὄχι κατὰ τύχην τινα ἄλογον, ἀλλὰ κατὰ θείαν ψῆφον τὴν ἀρχιερωσύνην λαβών, καθὼς ὁ λόγος θέλει νὰ φανερώσῃ ἔμπροσθεν. Εἰς καιρὸν γὰρ ὁποῦ ὁ Ἅγιος εὑρίσκετο εἰς τὸ ἀνωτέρω Μοναστήριον, καὶ ἡσύχαζεν εἰς τὸ κελλίον του, καλλιγράφων ἱερὰ βιβλία, τότε ἐπῆγεν εἰς αὐτὸν ἕνας πτωχός, ὅστις γλυτώσας ἀπὸ τὸ τῆς θαλάσσης ναυάγιον, καὶ διηγούμενος τὴν συμφοράν του, ἐπαρακάλει τὸν Ἅγιον νὰ τὸν ἐλεήσῃ. Ἦτον δὲ ὁ κατὰ τὸ φαινόμενον πτωχός, ὄχι ἄνθρωπος ἁπλῶς, ἀλλὰ Ἄγγελος Θεοῦ, εἰς σχῆμα πτωχοῦ καὶ δεομένου φαινόμενος, διὰ νὰ φανερώσῃ εἰς ὅλους τὴν σπλαγχνικὴν καὶ συμπαθητικὴν γνώμην, ὁποῦ εἶχεν ὁ Ἅγιος. Ὁ φαινόμενος λοιπὸν πτωχὸς ἔλαβε πρῶτον ἐλεημοσύνην ἀπὸ τὸν Ἅγιον ἕξι νομίσματα. Ἔπειτα ἐγύρισε πάλιν καὶ ἐζήτησεν ἐλεημοσύνην, καὶ ἔλαβε καὶ δεύτερον ἄλλα ἕξι νομίσματα. Ἐγύρισε καὶ τρίτον, καὶ δὲν ἐπέμφθη ἄδειος. Διότι μὲ τὸ νὰ μὴ εἶχεν ὁ Ἅγιος νὰ τῷ δώσῃ ἄλλα νομίσματα, τούτου χάριν ἔδωκεν εἰς αὐτὸν προθύμως τὸ ἀσημένιον σκουτέλιον τοῦ Μοναστηρίου. Τόσον ἦτον ὁ τρισμακάριος συμπαθὴς πρὸς τοὺς πτωχοὺς καὶ ἀνεξίκακος, εἰς καιρὸν γὰρ ὁποῦ ἔπρεπε νὰ κατηγορήσῃ τὸν πτωχὸν ἐκεῖνον, καὶ νὰ τὸν στείλῃ μὲ ἄδεια χέρια, ἕνα μέν, διατὶ ἐπῆρε πρῶτον ἐλεημοσύνην δύω φοραῖς, καὶ ἔπειτα ἐφαίνετο φορτικός, καὶ ἄλλο δέ, διατὶ δὲν εἶχε τί νὰ τοῦ δώσῃ. Ἀλλ’ ὅμως τοῦτο δὲν ἔκαμεν, ἀλλὰ ἐπροτίμησε καλλίτερα νὰ δώσῃ καὶ αὐτὸ τὸ πρᾶγμα τῆς Μονῆς, τῆς ὁποίας τὰ πράγματα εἶναι ἀναφαίρετα κατὰ τοὺς κανόνας καὶ νόμους, πάρεξ νὰ παραβλέψῃ τὸν ἄνθρωπον, καὶ νὰ στείλῃ αὐτὸν κενόν. Τοῦτο ἐποίησεν ὁ Ἅγιος πρὸ τῆς ἀρχιερωσύνης.
Ἀφ’ οὗ δὲ ἔγινεν Ἀρχιερεὺς καὶ Πάπας τῆς Ῥώμης, πάλιν ἐμεταχειρίζετο συνήθως τὴν πρὸς τοὺς πτωχοὺς ἐλεημοσύνην. Ὅθεν μίαν φορὰν ἐπρόσταξε τὸν Σακελλάριον νὰ καλέσῃ δώδεκα πτωχούς, διὰ νὰ συμφάγουν μὲ τὸν Ἅγιον εἰς τὴν τράπεζαν. Καθημένων δὲ αὐτῶν, ἐφαίνετο εἰς μόνον τὸν Ἅγιον ἕνας ἄνθρωπος παράνω, δέκατος τρίτος, ὁ ὁποῖος ἀπὸ τὴν μορφὴν τοῦ προσώπου του, καὶ ἀπὸ τὰ ἐσωτερικὰ κινήματα τῆς ψυχῆς του, ἐφαίνετο ὅτι ἦτον διαφορετικὸς καὶ ἀλλοιότικος ἀπὸ τοὺς ἄλλους δώδεκα (3). Ὅθεν τοῦτον πιάσας ὁ Ἅγιος, ἐρώτα, πῶς λέγεται τὸ ὄνομά του, καὶ ποῖος εἶναι, καὶ πῶς ἐπῆγεν εἰς αὐτόν. Ὁ δὲ φαινόμενος, τὸ μὲν ὄνομά μου, ἀπεκρίθη, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἀκούσῃ τινας, ἐπειδὴ καὶ εἶναι θαυμαστόν. Ὅτι δὲ εἶμαι Ἄγγελος Θεοῦ, τοῦτο φανερόνω σοι, καὶ ὅτι ἐγὼ εἶμαι, ὁποῦ καὶ προτίτερα ἐπέμφθηκα παρὰ Θεοῦ εἰς ἐσένα διὰ νὰ ζητήσω ἐλεημοσύνην, καὶ ἐπροστάχθηκα ἀπὸ τότε νὰ εἶμαι πάντοτε μαζὶ μὲ τοῦ λόγου σου διὰ νὰ σὲ φυλάττω.
Ἐστάθη δὲ ὁ Ἅγιος οὗτος Γρηγόριος γεμάτος ἀπὸ κάθε σοφίαν τῶν Ἁγίων Γραφῶν. Ὅθεν καὶ πολλὰ συγγράμματα ἀφῆκεν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ, γεγραμμένα εἰς γλῶσσαν λατινικήν. Ἐκ τῶν ὁποίων μετεγλωττίσθησαν ἑλληνικὰ τὰ τέσσερα βιβλία, τὰ ὁποῖα περιέχουν τοὺς Βίους τῶν ἐν Ἰταλίᾳ διαπρεψάντων Ὁσίων Πατέρων, μερικὰ δὲ ἐξ αὐτῶν μετεγλώττισε καὶ ὁ Ἀρχιδιάκονος αὐτοῦ Πέτρος, ὅστις ἔλεγεν, ὅτι τὰ συγγράμματα τοῦ Ἁγίου τούτου δὲν ἦτον μόνον συνθεμένα μὲ ἀνθρωπίνους συλλογισμούς, καὶ μὲ λόγους σοφίας, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἐβεβαίονε γὰρ οὗτος, ὅτι ὅταν ὁ Ἅγιος ἔγραφεν, ἔβλεπε μίαν ἄσπρην περιστεράν, ἡ ὁποία ἐπλησίαζεν εἰς τὸ στόμα του, καὶ τρόπον τινα ἐξηγοῦσε καὶ ὡδήγει αὐτὸν εἰς τὰ γραφόμενα. Περιπατῶν δὲ ὁ Ἅγιος οὗτος εἰς τοὺς ἐν τῇ Δύσει τόπους, ἐδίδασκε καὶ ἐπίστρεφεν εἰς τὴν πίστιν τοῦ Χριστοῦ τὸ γένος τῶν Σάξων. Οὕτω λοιπὸν θεοφιλῶς διαπεράσας τὴν ζωήν του ὁ τρισμακάριστος, πρὸς Κύριον ἐξεδήμησε. Τὸ δὲ τίμιον αὐτοῦ λείψανον ἦτον τεθησαυρισμένον εἰς τὴν παλαιὰν Ῥώμην, εἰς τὴν ὁποίαν ἐρχόμενοι κατ’ ἔτος οἱ Σάξοι, ἐτίμουν τὸν Ἅγιον μὲ τιμὰς καὶ ἱεροὺς ὕμνους. Λέγουσι δέ, ὅτι οὗτος εἶναι ὁποῦ ἐνομοθέτησε τὸ νὰ ἐπιτελῆται ἡ προηγιασμένη Λειτουργία ἐν ταῖς νηστίμοις ἡμέραις τῆς μεγάλης Τεσσαρακοστῆς κοντὰ εἰς τοὺς Ῥωμαίους, ἡ ὁποία ἐπιτελεῖται καὶ μέχρι τῆς σήμερον (4).
(3) Σημείωσαι, ὅτι παρὰ τῷ Καισαρίῳ Δαπόντε, τῷ μεταφράσαντι εἰς τὸ ἁπλοῦν τὰ τέσσαρα βιβλία τοῦ Ἁγίου τούτου Γρηγορίου, τὰ περιέχοντα τοὺς Βίους τῶν ἐν Ἰταλίᾳ Ὁσίων, καὶ ταῦτα προστίθενται: δηλαδή, ὅτι ὁ Ἅγιος βλέπων τὸν δέκατον τρίτον ἐκεῖνον, ἐκάλεσε τὸν Σακελλάριον καὶ τοῦ λέγει. Δέν σοι εἶπα νὰ προσκαλέσῃς δώδεκα; καὶ πῶς ἐσὺ παρὰ γνώμην μου ἐπροσκάλεσας δεκατρεῖς; Ὁ δὲ Σακελλάριος, ἐπειδὴ δὲν ἔβλεπε τὸν δέκατον τρίτον, πίστευσον, ἔλεγε, σεβάσμιε Δέσποτα, πίστευσον, ὅτι δώδεκα μόνον εἶναι. Γνωρίσας λοιπὸν ὁ Πατριάρχης, ὅτι εἶναι θεία ὀπτασία, ἐστρέφετο καὶ ἔβλεπε συχνὰ τὸν δέκατον τρίτον ὅστις ἐκάθητο παρακάτω ἀπὸ ὅλους, ἄλλαζε δὲ τὸ πρόσωπόν του, καὶ ποτὲ μὲν ἐφαίνετο γέρων ἀσπρογένης, ποτὲ δὲ νέος. Ἀφ’ οὗ δὲ ἀπὸ τὴν τράπεζαν ἐσηκώθηκαν, εἰς μὲν τοὺς ἄλλους δώδεκα, εἶπεν ὁ Πατριάρχης καὶ ἀνεχώρησαν. Τὸν δὲ δέκατον τρίτον κρατήσας ἀπὸ τὸ χέρι, τὸν ἔφερε μέσα εἰς τὸ κελλίον του καὶ λέγει αὐτῷ. Ἐξορκίζω σε κατὰ τῆς μεγάλης δυνάμεως τοῦ Θεοῦ, νά μοι φανερώσῃς ποῖος εἶσαι, καὶ πῶς λέγεται τὸ ὄνομά σου. Ὁ δέ, ἀπεκρίθη. Διατί ἐρωτᾷς τὸ ὄνομά μου; καὶ αὐτὸ εἶναι θαυμαστόν. Ἐγὼ εἶμαι ὁ πτωχὸς ἐκεῖνος, ὁποῦ ἦλθον ὅταν ἡσύχαζες εἰς τὸ κελλίον σου, καί μοι ἔδωκες τὰ δώδεκα νομίσματα καὶ τὸ ἀργυροῦν σκουτέλιον, τὸ ὁποῖόν σοι ἔστειλε Σιλβία ἡ μήτηρ σου μὲ τὰ βρεκτὰ ὄσπρια. Ἤξευρε λοιπόν, ὅτι ἀπὸ ἐκείνην τὴν ἡμέραν, ὁποῦ ταῦτα ἔλαβον ἀπὸ λόγου σου μὲ μακροθυμίαν καὶ ἁπλότητα τῆς καρδίας σου, ὥρισεν ὁ Κύριος νὰ γένῃς Ἀρχιερεὺς τῆς Ἁγίας του Ἐκκλησίας, καὶ νὰ ᾖσαι διάδοχος τοῦ κορυφαίου Πέτρου, τοῦ ὁποίου καὶ τὴν ἀρετὴν ἐμιμήθης. Καὶ ἐκεῖνος γὰρ ἐμοίραζεν ἐν ἁπλότητι καρδίας τὰ πράγματα ἐκεῖνα, ὁποῦ τοῦ ἐπρόσφεραν, ὅ,τι ἂν ἐχρειάζετο ὁ καθένας. Λέγει πρὸς αὐτὸν ὁ Γρηγόριος, καὶ πόθεν ἠξεύρεις, ὅτι ὥρισεν ὁ Κύριος νὰ γένω Πατριάρχης; Ὁ δὲ ἀπεκρίθη. Ἐγὼ εἶμαι Ἄγγελος Κυρίου Παντοκράτορος, καὶ διὰ τοῦτο ἠξεύρω. Καὶ τότε γὰρ ὁ Κύριος μὲ ἀπέστειλε νὰ δοκιμάσω τὴν γνώμην σου, ἀνίσως φιλανθρώπως καὶ ἱλαρῶς, καὶ ὄχι ἐπιδεικτικῶς κάμνῃς τὴν ἐλεημοσύνην. Τοῦτο δὲ ἀκούσας ὁ Ἅγιος, ἐφοβήθη, ἐπειδὴ ἀκόμη δὲν εἶχεν ἰδῇ Ἄγγελον. Εἶπε δὲ πρὸς αὐτὸν ὁ Ἄγγελος, μὴ φοβηθῇς. Ἰδοὺ γὰρ ὁ Κύριος ἀπέσταλκέ με νὰ εἶμαι μαζί σου ἕως οὗ ζῇς, καὶ ὅ,τι θέλεις νὰ ζητήσῃς παρὰ Θεοῦ, στεῖλαι μὲ τὸ μέσον μου τὸ ζήτημά σου εἰς τὸν Θεόν. Τότε ὁ μακάριος ἔπεσεν ἐπὶ πρόσωπον καὶ ἐπροσκύνησε τὸν Κύριον καὶ εἶπε. Ἐὰν διὰ τὴν ὀλίγην ἐκείνην δόσιν, τόσον πλῆθος ἐλέους ἔδειξεν ὁ Κύριος εἰς ἐμένα, πόσης ἆράγε δόξης θέλουν ἀξιωθοῦν οἱ ποιοῦντες τὰς ἐντολὰς αὐτοῦ, καὶ ἐργαζόμενοι δικαιοσύνην πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς αὐτῶν; Λέγεται δὲ Διάλογος ὁ Ἅγιος οὗτος, διατὶ τοὺς περισσοτέρους λόγους ὁποῦ συνέγραψε, τοὺς ἔχει ἐν σχήματι διαλόγου κατ’ ἐρώτησιν καὶ ἀπόκρισιν.
(4) Περὶ δὲ τῆς προηγιασμένης Λειτουργίας ὅρα εἰς τὸ ἡμέτερον Πηδάλιον ἐν τῇ ἑρμηνείᾳ τοῦ νβ΄ Κανόνος τῆς ς΄, ὅπου εὑρήσεις ὅτι αὕτη καὶ πρὸ τοῦ Διαλόγου ἦτον, καὶ ὅτι ἐκαλλωπίσθη μόνον παρ’ αὐτοῦ καὶ οὐχὶ συνετέθη. Καθότι εἰς τὰ συγγράμματα αὐτοῦ οὐχ’ εὑρίσκεται, καὶ καθότι ὁ Ἅγιος ἑλληνικὴν γλῶσσαν δὲν ἤξευρε κατὰ τὴν κθ΄ ἐπιστολὴν τοῦ ς΄ Βιβλίου αὐτοῦ. Ὅρα καὶ τὸν Δοσίθεον ἐν τῇ Δωδεκαβίβλῳ, σελ. 526. Προσθέττει δὲ ὁ Μελέτιος, σελ. 141, τοῦ β΄ τόμου, ὅτι ὁ θεῖος οὗτος Γρηγόριος ἐπωνομάσθη Μέγας, διὰ τὸ μεγαλεῖον τῆς ἀρετῆς του, καὶ ὅτι μετὰ τὸν Πελάγιον ἔγινε Πάπας Ῥώμης ἐν ἔτει φϞ΄ [590] καὶ ἐδιοίκησε τὴν Ῥώμην χρόνους δεκατέσσαρας. Ἔγραψε δὲ κατὰ τὸν Βελλαρμῖνον, Βιβλία ἠθικά, εἰς τὸν Ἰὼβ τριανταοκτώ. Περὶ Ποιμαντικῆς φροντίδος μέρη τρία βιβλίον ἕν. Διαλόγων σὺν τῷ Πέτρῳ βιβλία τέσσαρα. Εἰς τὸ ᾎσμα βιβλία δύω. Εἰς τὸν Ἰεζεκιὴλ ὁμιλίας εἰκοσιδύω. Εἰς τὰ Εὐαγγέλια ὁμιλίας τεσσαράκοντα. Ἔκθεσιν εἰς τοὺς Ψαλμούς. Εἰς τὴν πρώτην τῶν Βασιλειῶν βιβλία ἕξ. Ἐπιστολῶν βιβλία δώδεκα καὶ ἄλλα. Τὰ τέσσαρα δὲ βιβλία τὰ περιέχοντα τοὺς Βίους τῶν ἐν Ἰταλίᾳ Ὁσίων, μετέφρασεν ἐκ τοῦ λατινικοῦ εἰς τὸ ἑλληνικὸν ὁ Πάπας Ζαχαρίας, μετὰ ἑκατὸν ἑξήκοντα χρόνους τῆς τοῦ Ἁγίου κοιμήσεως, ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ νέου Κωνσταντίνου, καὶ ὅρα σελ. 527 τῆς Δωδεκαβίβλου. Λέγει δὲ ὁ Πλάτινας εἰς τὸν Βίον τούτου, ὅτι ἐπέρασε τὴν ζωήν του εἰς τὴν ἁγιότητα καὶ ἀρετὴν καὶ διδασκαλίαν, ὥστε ὁποῦ, οὐδεὶς τῶν διαδόχων του ἔγινεν ὅμοιος μὲ αὐτόν. Τόσην δὲ ταπείνωσιν εἶχεν ὁ ἀοίδιμος, ὥστε ὁποῦ πρῶτος αὐτὸς ἔγραψε τὸν ἑαυτόν του «Δοῦλος τῶν δούλων τοῦ Θεοῦ», ἐναντιούμενος εἰς τὸν τίτλον Ἰωάννου τοῦ Νηστευτοῦ, τοῦ ἐπιγράψαντος ἑαυτὸν οἰκουμενικὸν Πατριάρχην. Περὶ οὗ ὅρα εἰς τὴν ὑποσημείωσιν τοῦ εἰκοστοῦ ὀγδόου Κανόνος τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἐν τῷ ἡμετέρῳ Πηδαλίῳ.
*
Οἱ Ἅγιοι ἐννέα Μάρτυρες πυρὶ τελειοῦνται.
Πρὸς τὴν κάμινον θαρσύνει τοὺς ἐννέα,
Θείου πόθου κάμινος ἐκκεκαυμένη.
*
Ὁ Δίκαιος Φινεὲς ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται.
Ἔστη Φινεές, ἀλλὰ τοῦ Θεοῦ πέλας,
Ἡμῖν ἱλασμῷ ψυχικὴν θραῦσιν λύων.
*
Ὁ Ὅσιος καὶ Θεοφόρος Πατὴρ ἡμῶν Συμεὼν ὁ νέος Θεολόγος ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται (5).
Πρώην μὲν εἶχες γλῶτταν ἀντὶ τῆς Βίβλου,
Γλώττης δὲ ἀντί, σὴν ἔχεις ἤδη Βίβλον.
(5) Τούτου ἡ μνήμη μετετέθη εἰς τὴν δωδεκάτην τοῦ Ὀκτωβρίου, διὰ τὸ συμπίπτειν αὐτὴν τῇ νηστείᾳ τῆς μεγάλης Τεσσαρακοστῆς. Εἰς τοῦτον τὸν Ἅγιον Συμεὼν ἐφιλοπόνησεν ἡ ἐμὴ ἀδυναμία Ἀκολουθίαν τελείαν ὁμοῦ καὶ ἐγκώμιον, καὶ ὁ βουλόμενος ἑορτάζειν τὴν αὐτοῦ θειότητα, ζητησάτω ταῦτα. Τὸν δὲ Βίον αὐτοῦ ὅρα εἰς τὴν ἀρχὴν τῆς νεοτυπώτου καὶ ἱερᾶς αὐτοῦ Βίβλου.
Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.
Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Β’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *
Των Αγίων Θεοφάνους της Σιγριανής, Γρηγορίου Πάπα Ρώμης του Διαλόγου, Συμεών του νέου Θεολόγου κ.ά.