Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου28 Φεβρουαρίου

Των Αγίων Βασιλείου του Ομολογητού, Προτερίου Αρχιεπισκόπου Αλεξανδρείας, Βάρσου Επισκόπου Δαμασκού, Κυράννης Νεομάρτυρος κ.ά.

Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ

Τω αυτώ μηνί ΚΗ’, μνήμη του Οσίου Πατρός ημών και Ομολογητού Βασιλείου, συναθλητού του Αγίου Προκοπίου του Δεκαπολίτου.

Ο Βασίλειος Χριστόν εν ψυχή φέρων,
Ψυχήν σκιας (ήτοι εικόνος) τίθησι της αυτού χάριν.

Κρύψαν υπό χθόνα εικάδι ογδοάτη Βασίλειον.

Ούτος ο Άγιος ήτον κατά τους χρόνους Λέοντος Ισαύρου του εικονομάχου, εν έτει ψμ’ [740], νέος δε ώντας, έγινε Μοναχός, και εμεταχειρίζετο άκραν άσκησιν. Πρώτον λοιπόν καλώς αγωνισάμενος, ύστερον αντιστάθη ανδρείως εις τους εικονομάχους δια την τιμήν και προσκύνησιν των αγίων εικόνων. Δια τούτο επιάσθη από αυτούς, και πολλά ετιμωρήθη ο αοίδιμος. Δεν εσυγκατέβη όμως από την καλήν ταύτην αντίστασιν, αλλά εκήρυττε την αλήθειαν της Ορθοδοξίας μέχρι θανάτου, συναγωνιστήν έχων και τον θείον Προκόπιον τον Δεκαπολίτην, τον εορταζόμενον κατά την εικοστήν εβδόμην του παρόντος. Τούτου χάριν και ξεσμούς έλαβεν εις όλον το σώμα και εις τον τράχηλον παρά των εικονομάχων, και εις φυλακήν εβάλθη. Αφ’ ου δε ο Ίσαυρος απέθανεν, ελευθερώθη ο Άγιος από την φυλακήν, και πάλιν ηκολούθει την προτέραν ασκητικήν πολιτείαν, πολλούς μεν αμαρτωλούς παρακινών εις την αρετήν δια του λόγου και παραδείγματός του, πολλούς δε κακοδόξους επιστρέφων εις την ορθόδοξον πίστιν. Με τοιούτον λοιπόν τρόπον πολιτευσάμενος ο μακάριος, χαίρων και ευχαριστών, απήλθε προς Κύριον, ον εκ βρέφους ηγάπησεν.

*

Τη αυτή ημέρα μνήμη του Αγίου Ιερομάρτυρος Προτερίου, Αρχιεπισκόπου Αλεξανδρείας, καλάμοις οξέσι σφαγέντος.

Ο Προτέριος σφάττεται τοις καλάμοις,
Οξυγράφου κάλαμος ων κατά πλάνης.

Ούτος ο αοίδιμος ήτον Πρεσβύτερος της εν τη Αλεξανδρεία Εκκλησίας, εν έτει υν’ [450], κατά τους χρόνους των βασιλέων Μαρκιανού και Πουλχερίας. Όταν δε συνεκροτήθη η αγία και Οικουμενική Τετάρτη Σύνοδος εν έτει υνα’ [451], ανέβη και αυτός εις την Κωνσταντινούπολιν μαζί με τους άλλους Αλεξανδρινούς Επισκόπους του και Πρεσβυτέρους, και πολλά ηγωνίσθη ο αοίδιμος εναντίον της αιρέσεως των Μονοφυσιτών. Αφ’ ου δε απέθανεν ο Αλεξανδρείας Απολινάριος (όστις έγινε μετά τον Μονοφυσίτην Διόσκορον τον εν τη Τετάρτη Οικουμενική Συνόδω καθαιρεθέντα), εδέχθη τον θρόνον της Αλεξανδρείας ο θείος ούτος Προτέριος, προβληθείς υπό της Συνόδου πάσης. Επειδή δε οι Μονοφυσίται και ακόλουθοι του Ευτυχούς έκαμνον ταραχάς εις την Αλεξάνδρειαν, και εφοβέριζον, ότι να εμποδίσουν το σιτάρι, οπού εκατέβαινεν από το Μισήρι εις την Αλεξάνδρειαν, δια τούτο ο ευσεβής βασιλεύς Μαρκιανός επρόσταξεν, ότι το σιτάρι να το πηγαίνουν εις το Πηλούσιον όρος δια μέσου του ποταμού Νείλου, και όχι εις την Αλεξάνδρειαν.

Όθεν οι εν τη Αλεξανδρεία κατοικούντες, επειδή και εστενοχωρήθησαν από την πείναν, τούτου χάριν έβαλον μεσίτην εις τον βασιλέα τον θείον τούτον Προτέριον. Ο δε βασιλεύς πεισθείς εις την μεσιτείαν και παρακάλεσιν του Αγίου, επρόσταξε να καταβαίνη πάλιν το σιτάρι εις την Αλεξάνδρειαν. Αφ’ ου δε απέθανεν ο βασιλεύς Μαρκιανός, Τιμόθεος ο επονομαζόμενος Αίλουρος, παρατηρήσας μίαν νύκτα σκοτεινήν και χωρίς φεγγάρι, επήγε παράωρα εις τα κελλία των Μοναχών, φορών σχήμα μαύρον, και έλεγεν αυτοίς, ότι είναι Άγγελος του Θεού, και τους παραγγέλλει να χωρισθούν από την κοινωνίαν και ένωσιν του Προτερίου. Οι δε Μοναχοί απλοϊκοί όντες, ηπατήθησαν. Όθεν εσήκωσαν επανάστασιν κατά του Αρχιερέως των, ο δε Προτέριος φοβηθείς, έφυγε. Φεύγωντας δε, βλέπει τον Προφήτην Ησαΐαν λέγοντα εις αυτόν, γύρισον οπίσω, και εγώ προσμένω να σε δεχθώ. Ούτος δε ο λόγος εφανέρονε τον θάνατον του Προτερίου.

Γυρίσας λοιπόν οπίσω ο θείος Πατήρ, εμβήκεν (ίσως δια να κρυφθή) μέσα εις την μεγάλην κολυμβήθραν, την ευρισκομένην εν Αλεξανδρεία. Όθεν μαθόντες τούτο οι ανωτέρω πλανηθέντες Μοναχοί και οι λοιποί Μονοφυσίται, έτρεξαν, και εκεί μέσα κατέσφαξαν με κοπτερά καλάμια τον του Θεού Αρχιερέα. Έπειτα αντί αυτού, εχειροτόνησαν Αρχιερέα τον απατήσαντα αυτούς κακόφρονα Τιμόθεον, και εις τον θρόνον της Αλεξανδρείας τούτον ανεβίβασαν. Τούτο δε μαθών ο μετά τον Μαρκιανόν βασιλεύσας, Λέων ο Μέγας, ο και Μακέλλης επονομαζόμενος, τον μεν Τιμόθεον, έβαλεν υποκάτω εις την εξουσίαν των Αρχιερέων, δια να κριθή κανονικώς από αυτούς, οίτινες καθαιρέσαντες αυτόν από την αρχιερωσύνην, εξώρισαν εις την Γάγγραν. Τους δε λαϊκούς, οπού εσυγκοινώνησαν εις τον φόνον του Αγίου Προτερίου, επαίδευσεν ο βασιλεύς με δαρμούς και με αρπαγήν των υπαρχόντων τους. Επρόσταξε δε και εχειροτονήθη άλλος Αρχιερεύς Ορθόδοξος εις την Αλεξάνδρειαν, Τιμόθεος Σαλοφακιόλιος ονομαζόμενος, και έτζι έλαβε τέλος και κατεστάθη η ταραχή αύτη και επανάστασις (1).

(1) Σημείωσαι, ότι ο βασιλεύς Ιουστινιανός εν τη προς την Πέμπτην Σύνοδον επιστολή λέγει περί του Αγίου τούτου Προτερίου· «Ο μέγας Ιερεύς». Αλλά και ο Δοσίθεος, σελ. 400 της Δωδεκαβίβλου, λέγει, ότι εις τον πρώτον χρόνον του βασιλέως Λέοντος του Μακέλλη κατέφυγεν εις την κολυμβήθραν του Βαπτίσματος ο θείος Προτέριος, ίνα διασωθή εκεί, ο δε Αίλουρος κατεσκεύασε και έσφαξαν αυτόν οι Μονοφυσίται. Οίτινες σπρώξαντες το ξίφος εις τα σπλάγχνα του Αγίου, έφαγον ακόμη και αυτά τα σπλάγχνα του ωσάν θηρία, μαζί δε με τον Άγιον Προτέριον έσφαξαν εκεί και άλλους εξ. Έπειτα σύραντες αυτούς με σχοινία εις όλην την πόλιν της Αλεξανδρείας, το μεν ένα μέρος του σώματος του Προτερίου, έρριψαν εις τους σκύλους, το δε άλλο κατακαύσαντες κατά την μεγάλην εβδομάδα, έρριψαν την σκόνιν αυτού εις τον αέρα. Γράφει δε ο Θεοφάνης ότι ο Αίλουρος εχειροτόνει χωρίς να ήναι Επίσκοπος, και εβάπτιζε χωρίς να ήναι Πρεσβύτερος, όθεν και πρόδρομον αυτόν του Αντιχρίστου καλεί.

*

Ο Όσιος Βάρσος Επίσκοπος Δαμασκού εν ειρήνη τελειούται.

Πανήγυριν ρέοντος εκλιπών βίου,
Σύνεστι Βάρσος Αγγέλων πανηγύρει.

*

Ο Άγιος Μάρτυς Αβρίκιος (2), ξίφει τελειούται.

Χριστού λατρευτής αυχένα τμηθείς ξίφει,
Θεών λατρευτάς Αβρίκιος αισχύνει.

(2) Εν δε τω τετυπωμένω Συναξαριστή γράφεται Αβίρκιος.

*

Ο Άγιος Μάρτυς Νέστωρ σταυρωθείς τελειούται.

Ουκ είχεν είδος ουδέ κάλλος εν ξύλω,
Νέστωρ απλωθείς, το προφητικόν φάναι.

Ούτος ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Δεκίου, και ηγεμόνος Πουπλίου, εν έτει σν’ [250], καταγόμενος από την Πέργην της Παμφυλίας. Επειδή δε εσέβετο τον Χριστόν, δια τούτο επιάσθη από τον άρχοντα Ειρήναρχον, και εφέρθη εις τον ηγεμόνα. Ομολογήσας λοιπόν ενώπιον αυτού την εις Χριστόν πίστιν, εσταυρώθη. Όθεν ευχαριστών τω Θεώ με πολλάς ευχαριστίας, και τους Χριστιανούς στηρίζων εις την πίστιν, παρέδωκε το πνεύμα, και έλαβεν ο αοίδιμος του μαρτυρίου τον στέφανον.

*

Αγία ΚύραΜνήμη των Οσίων γυναικών Μαράνας τε και Κύρας.

Καταξιούνται Μαράνα τε και Κύρα,
Σαρκός μαρασμώ κυριεύειν του πόλου.

Αύται αι Άγιαι γυναίκες εκατάγοντο από την Βέρροιαν την ευρισκομένην εν τη Αντιοχεία, γένος δε είχον λαμπρόν και επίσημον, ακολούθως δε και η ανατροφή τούτων ήτον παρομοία κατά το γένος, ήτοι λαμπρά και ευγενική. Αλλ’ όμως αι αοίδιμαι αύται, καταφρονήσασαι την λαμπρότητα του γένους, και όλα τα τερπνά και χαροποιά της ζωής ταύτης, έκτισαν έξω από την πόλιν ένα μικρόν περιτείχισμα, και εμβαίνουσαι μέσα εις αυτό, έφραξαν την πόρταν με πέτρας και πηλόν. Βλέπουσαι δε αυτάς αι τούτων δύω δουλεύτραι, ηθέλησαν και αυταί να ζήσουν μίαν παρομοίαν ζωήν, όθεν επρόσταξαν αυτάς αι τούτων δέσποιναι, να κτίσουν έξω από το εδικόν τους περιτείχισμα, ένα μικρόν κελλάκι, και εκεί να αγωνίζωνται. Έβλεπον δε από ένα μικρόν παραθύρι τα υπό των δουλεύτρων τους γινόμενα, και συχνότερα τας επαρακίνουν να προσεύχωνται, και εις τον έρωτα του Θεού περισσότερον τας εθέρμαινον. Αύται αι μακάριαι, η Μαράνα λέγω, και η Κύρα, δεν είχον οίκον, ούτε καλύβην, αλλά ήτον χωρίς στέγην και σκέπασμα, και δεχόμεναι τας βροχάς και τα χιόνια κατά τον χειμώνα, και το καύμα του ηλίου κατά το θέρος, ενόμιζον, ότι απολαμβάνουν πολλήν ευφροσύνην. Την τροφήν δε ελάμβανον από μίαν μικράν θυρίδα, από εκεί δε εσυνωμίλουν και με τας γυναίκας οπού ήρχοντο εις αυτάς κατά μόνον τον καιρόν της Πεντηκοστής. Τον δε άλλον καιρόν, ησύχαζον και δεν ωμίλουν. Μοναχή δε η Μαράνα ωμίλει, της δε Κύρας δεν άκουσε τινάς ποτέ να ωμιλήση. Εφόρουν δε και σίδηρα πολλά και βαρέα εις το σώμα των, ώστε οπού η Κύρα, με το να είχε σώμα ασθενέστερον, από το πολύ βάρος των σιδήρων έσκυπτεν εις την γην, και δεν εδύνατο να ορθώση το σώμα της. Τα δε φορέματά των τα είχον μεγαλώτατα, ώστε οπού εσκέπαζον καλά όχι μόνον όλον το σώμα, αλλά και τους πόδας των (3).

Με τοιαύτην ζωήν πολιτευόμεναι αι μακάριαι, διεπέρασαν χρόνους σαρανταδύω, και τρεις φοραίς εις την ζωήν των ενήστευσαν ημέρας τεσσαράκοντα, κατά τον Μωσήν και τον Ηλίαν. Ομοίως και τρεις φοραίς ενήστευσαν τρεις εβδομάδας ημερών, καθώς ενήστευσεν ο Προφήτης Δανιήλ. Επειδή δε μίαν φοράν ηγάπησαν να ιδούν τους ιερούς τόπους των σωτηρίων παθημάτων και της αναστάσεως του Κυρίου, δια τούτο επήγαν εις τα Ιεροσόλυμα, και εις τον δρόμον δεν έφαγον καμμίαν τροφήν. Αφ’ ου δε επροσκύνησαν τους Αγίους Τόπους, έφαγον τροφήν, και πάλιν εγύρισαν, χωρίς να φάγουν τελείως εις τον δρόμον. Το δε διάστημα του δρόμου από την Βέρροιαν της Αντιοχείας έως εις τα Ιεροσόλυμα, είναι όχι ολιγώτερον από είκοσιν ημέρας. Επειδή δε επεθύμησαν να ιδούν και τον Ναόν της Αγίας Πρωτομάρτυρος Θέκλης τον εν Ισαυρία ευρισκόμενον, ίνα με την θεωρίαν εκείνου ανάψουν εις τας καρδίας αυτών το πυρ της του Θεού αγάπης: δια τούτο επήγαν και εκεί, και πάλιν εγύρισαν, χωρίς να γευθούν τίποτε φαγητόν. Τόσον πολλά κατέφλεξε τας μακαρίας ο έρως του νοητού Νυμφίου Χριστού! Με τοιαύτην λοιπόν ενάρετον πολιτείαν στολίσασαι αι τρισόλβιαι το γένος των γυναικών, και γενόμεναι εις τας άλλας γυναίκας παραδείγματα αρετής και ασκήσεως, προς ον ηγάπησαν Νυμφίον Χριστόν εξεδήμησαν.

(3) Σημείωσαι, ότι και το Συναξάριον των δύω τούτων γυναικών συνέγραψεν ο Κύρου Θεοδώρητος εν αριθμώ εικοστώ ενάτω της Φιλοθέου Ιστορίας. Όστις προσθέττει, ότι βλέπων ο ίδιος Θεοδώρητος το τόσον πολύ βάρος των σιδήρων, οπού είχον εις τον λαιμόν και εις την ζώνην και εις χείρας και πόδας, τας επαρακάλεσε να ευγάλουν τα σίδηρα, αίτινες πεισθείσαι τα εύγαλαν. Αφ’ ου δε ανεχώρησεν ο Θεοδώρητος, πάλιν τα εφόρεσαν. Όθεν ακολούθως λέγει αυτός τα αξιομνημόνευτα ταύτα. «Τοσούτον αγωνισάμεναι χρόνον, ως άρτι των αγώνων αψάμεναι, των ιδρώτων ερώσι. Το γαρ του Νυμφίου φανταζόμεναι κάλλος, ευπετώς μάλα και ραδίως φέρουσι του δρόμου τον πόνον, και καταλαβείν επείγονται των αγώνων το τέλος, εν εκείνω τον ερώμενον εστώτα βλέπουσαι, και της νίκης υποδεικνύντα τον στέφανον… Τοσούτον αυτάς το θείον εξεβάκχευσε φίλτρον, ούτως αυτάς ο θείος έρως περί τον Νυμφίον εξέμηνεν».

*

Οι Άγιοι εξ Μάρτυρες οι εξ Αιγύπτου, ξίφει τελειούνται.

Ξίφει θανείν έγραψαν εξ Αιγυπτίους,
Οι τους χρόνου γράψαντες άθλους και βίους.

*

Οι Άγιοι Απόστολοι Νυμφάς και Εύβουλος εν ειρήνη τελειούνται.

Χριστού φυτεία Χρισταπόστολοι δύω (4),
Χριστώ σύνεισιν Εύβουλος Νυμφάς άμα.

(4) Περί των δύω τούτων Αποστόλων αναφέρει ο Παύλος εις τας Επιστολάς του. Περί μεν του Νυμφά, ταύτα· «Ασπάσασθε Νυμφάν και την κατ’ οίκον αυτού Εκκλησίαν» (Κολ. δ’, 15). Περί δε του Ευβούλου ταύτα γράφει προς τον Τιμόθεον· «Ασπάζεταί σε Εύβουλος» (β’ Τιμ. δ’, 21.)

*

Αγία ΚυράνναΗ Αγία Νεομάρτυς Κυράννα η σωφρονεστάτη, κατά την Θεσσαλονίκην εν ταις βασάνοις τελειούται, εν έτει ͵αψνα’ [1751].

Κυράννα παθών, και βασάνων κυρία,
Φανείσ’ απήλθε προς Κύριον Κυρίων (5).

(5) Το Μαρτύριον αυτής όρα εις το Νέον Μαρτυρολόγιον, την δε ασματικήν Ακολουθίαν συνέθετο ο σοφολογιώτατος διδάσκαλος κυρ Χριστοφόρος ο Προδρομίτης.

Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.

Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.

* * *

 

 

 

 

 

 

Τῷ αὐτῷ μηνὶ ΚΗ΄, μνήμη τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν καὶ Ὁμολογητοῦ Βασιλείου, συναθλητοῦ τοῦ Ἁγίου Προκοπίου τοῦ Δεκαπολίτου.

Ὁ Βασίλειος Χριστὸν ἐν ψυχῇ φέρων,
Ψυχὴν σκιᾶς (ἤτοι εἰκόνος) τίθησι τῆς αὐτοῦ χάριν.

Κρύψαν ὑπὸ χθόνα εἰκάδι ὀγδοάτῃ Βασίλειον.

Οὗτος ὁ Ἅγιος ἦτον κατὰ τοὺς χρόνους Λέοντος Ἰσαύρου τοῦ εἰκονομάχου, ἐν ἔτει ψμ΄ [740], νέος δὲ ὤντας, ἔγινε Μοναχός, καὶ ἐμεταχειρίζετο ἄκραν ἄσκησιν. Πρῶτον λοιπὸν καλῶς ἀγωνισάμενος, ὕστερον ἀντιστάθη ἀνδρείως εἰς τοὺς εἰκονομάχους διὰ τὴν τιμὴν καὶ προσκύνησιν τῶν ἁγίων εἰκόνων. Διὰ τοῦτο ἐπιάσθη ἀπὸ αὐτούς, καὶ πολλὰ ἐτιμωρήθη ὁ ἀοίδιμος. Δὲν ἐσυγκατέβη ὅμως ἀπὸ τὴν καλὴν ταύτην ἀντίστασιν, ἀλλὰ ἐκήρυττε τὴν ἀλήθειαν τῆς Ὀρθοδοξίας μέχρι θανάτου, συναγωνιστὴν ἔχων καὶ τὸν θεῖον Προκόπιον τὸν Δεκαπολίτην, τὸν ἑορταζόμενον κατὰ τὴν εἰκοστὴν ἑβδόμην τοῦ παρόντος. Τούτου χάριν καὶ ξεσμοὺς ἔλαβεν εἰς ὅλον τὸ σῶμα καὶ εἰς τὸν τράχηλον παρὰ τῶν εἰκονομάχων, καὶ εἰς φυλακὴν ἐβάλθη. Ἀφ’ οὗ δὲ ὁ Ἴσαυρος ἀπέθανεν, ἐλευθερώθη ὁ Ἅγιος ἀπὸ τὴν φυλακήν, καὶ πάλιν ἠκολούθει τὴν προτέραν ἀσκητικὴν πολιτείαν, πολλοὺς μὲν ἁμαρτωλοὺς παρακινῶν εἰς τὴν ἀρετὴν διὰ τοῦ λόγου καὶ παραδείγματός του, πολλοὺς δὲ κακοδόξους ἐπιστρέφων εἰς τὴν ὀρθόδοξον πίστιν. Μὲ τοιοῦτον λοιπὸν τρόπον πολιτευσάμενος ὁ μακάριος, χαίρων καὶ εὐχαριστῶν, ἀπῆλθε πρὸς Κύριον, ὃν ἐκ βρέφους ἠγάπησεν.

*

Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἱερομάρτυρος Προτερίου, Ἀρχιεπισκόπου Ἀλεξανδρείας, καλάμοις ὀξέσι σφαγέντος.

Ὁ Προτέριος σφάττεται τοῖς καλάμοις,
Ὀξυγράφου κάλαμος ὢν κατὰ πλάνης.

Οὗτος ὁ ἀοίδιμος ἦτον Πρεσβύτερος τῆς ἐν τῇ Ἀλεξανδρείᾳ Ἐκκλησίας, ἐν ἔτει υν΄ [450], κατὰ τοὺς χρόνους τῶν βασιλέων Μαρκιανοῦ καὶ Πουλχερίας. Ὅταν δὲ συνεκροτήθη ἡ ἁγία καὶ Οἰκουμενικὴ Τετάρτη Σύνοδος ἐν ἔτει υνα΄ [451], ἀνέβη καὶ αὐτὸς εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους Ἀλεξανδρινοὺς Ἐπισκόπους του καὶ Πρεσβυτέρους, καὶ πολλὰ ἠγωνίσθη ὁ ἀοίδιμος ἐναντίον τῆς αἱρέσεως τῶν Μονοφυσιτῶν. Ἀφ’ οὗ δὲ ἀπέθανεν ὁ Ἀλεξανδρείας Ἀπολινάριος (ὅστις ἔγινε μετὰ τὸν Μονοφυσίτην Διόσκορον τὸν ἐν τῇ Τετάρτῃ Οἰκουμενικῇ Συνόδῳ καθαιρεθέντα), ἐδέχθη τὸν θρόνον τῆς Ἀλεξανδρείας ὁ θεῖος οὗτος Προτέριος, προβληθεὶς ὑπὸ τῆς Συνόδου πάσης. Ἐπειδὴ δὲ οἱ Μονοφυσῖται καὶ ἀκόλουθοι τοῦ Εὐτυχοῦς ἔκαμνον ταραχὰς εἰς τὴν Ἀλεξάνδρειαν, καὶ ἐφοβέριζον, ὅτι νὰ ἐμποδίσουν τὸ σιτάρι, ὁποῦ ἐκατέβαινεν ἀπὸ τὸ Μισῆρι εἰς τὴν Ἀλεξάνδρειαν, διὰ τοῦτο ὁ εὐσεβὴς βασιλεὺς Μαρκιανὸς ἐπρόσταξεν, ὅτι τὸ σιτάρι νὰ τὸ πηγαίνουν εἰς τὸ Πηλούσιον ὄρος διὰ μέσου τοῦ ποταμοῦ Νείλου, καὶ ὄχι εἰς τὴν Ἀλεξάνδρειαν.

Ὅθεν οἱ ἐν τῇ Ἀλεξανδρείᾳ κατοικοῦντες, ἐπειδὴ καὶ ἐστενοχωρήθησαν ἀπὸ τὴν πεῖναν, τούτου χάριν ἔβαλον μεσίτην εἰς τὸν βασιλέα τὸν θεῖον τοῦτον Προτέριον. Ὁ δὲ βασιλεὺς πεισθεὶς εἰς τὴν μεσιτείαν καὶ παρακάλεσιν τοῦ Ἁγίου, ἐπρόσταξε νὰ καταβαίνῃ πάλιν τὸ σιτάρι εἰς τὴν Ἀλεξάνδρειαν. Ἀφ’ οὗ δὲ ἀπέθανεν ὁ βασιλεὺς Μαρκιανός, Τιμόθεος ὁ ἐπονομαζόμενος Αἴλουρος, παρατηρήσας μίαν νύκτα σκοτεινὴν καὶ χωρὶς φεγγάρι, ἐπῆγε παράωρα εἰς τὰ κελλία τῶν Μοναχῶν, φορῶν σχῆμα μαῦρον, καὶ ἔλεγεν αὐτοῖς, ὅτι εἶναι Ἄγγελος τοῦ Θεοῦ, καὶ τοὺς παραγγέλλει νὰ χωρισθοῦν ἀπὸ τὴν κοινωνίαν καὶ ἕνωσιν τοῦ Προτερίου. Οἱ δὲ Μοναχοὶ ἁπλοϊκοὶ ὄντες, ἠπατήθησαν. Ὅθεν ἐσήκωσαν ἐπανάστασιν κατὰ τοῦ Ἀρχιερέως των, ὁ δὲ Προτέριος φοβηθείς, ἔφυγε. Φεύγωντας δέ, βλέπει τὸν Προφήτην Ἡσαΐαν λέγοντα εἰς αὐτόν, γύρισον ὀπίσω, καὶ ἐγὼ προσμένω νὰ σὲ δεχθῶ. Οὗτος δὲ ὁ λόγος ἐφανέρονε τὸν θάνατον τοῦ Προτερίου.

Γυρίσας λοιπὸν ὀπίσω ὁ θεῖος Πατήρ, ἐμβῆκεν (ἴσως διὰ νὰ κρυφθῇ) μέσα εἰς τὴν μεγάλην κολυμβήθραν, τὴν εὑρισκομένην ἐν Ἀλεξανδρείᾳ. Ὅθεν μαθόντες τοῦτο οἱ ἀνωτέρω πλανηθέντες Μοναχοὶ καὶ οἱ λοιποὶ Μονοφυσῖται, ἔτρεξαν, καὶ ἐκεῖ μέσα κατέσφαξαν μὲ κοπτερὰ καλάμια τὸν τοῦ Θεοῦ Ἀρχιερέα. Ἔπειτα ἀντὶ αὐτοῦ, ἐχειροτόνησαν Ἀρχιερέα τὸν ἀπατήσαντα αὐτοὺς κακόφρονα Τιμόθεον, καὶ εἰς τὸν θρόνον τῆς Ἀλεξανδρείας τοῦτον ἀνεβίβασαν. Τοῦτο δὲ μαθὼν ὁ μετὰ τὸν Μαρκιανὸν βασιλεύσας, Λέων ὁ Μέγας, ὁ καὶ Μακέλλης ἐπονομαζόμενος, τὸν μὲν Τιμόθεον, ἔβαλεν ὑποκάτω εἰς τὴν ἐξουσίαν τῶν Ἀρχιερέων, διὰ νὰ κριθῇ κανονικῶς ἀπὸ αὐτούς, οἵτινες καθαιρέσαντες αὐτὸν ἀπὸ τὴν ἀρχιερωσύνην, ἐξώρισαν εἰς τὴν Γάγγραν. Τοὺς δὲ λαϊκούς, ὁποῦ ἐσυγκοινώνησαν εἰς τὸν φόνον τοῦ Ἁγίου Προτερίου, ἐπαίδευσεν ὁ βασιλεὺς μὲ δαρμοὺς καὶ μὲ ἁρπαγὴν τῶν ὑπαρχόντων τους. Ἐπρόσταξε δὲ καὶ ἐχειροτονήθη ἄλλος Ἀρχιερεὺς Ὀρθόδοξος εἰς τὴν Ἀλεξάνδρειαν, Τιμόθεος Σαλοφακιόλιος ὀνομαζόμενος, καὶ ἔτζι ἔλαβε τέλος καὶ κατεστάθη ἡ ταραχὴ αὕτη καὶ ἐπανάστασις (1).

(1) Σημείωσαι, ὅτι ὁ βασιλεὺς Ἰουστινιανὸς ἐν τῇ πρὸς τὴν Πέμπτην Σύνοδον ἐπιστολῇ λέγει περὶ τοῦ Ἁγίου τούτου Προτερίου· «Ὁ μέγας Ἱερεύς». Ἀλλὰ καὶ ὁ Δοσίθεος, σελ. 400 τῆς Δωδεκαβίβλου, λέγει, ὅτι εἰς τὸν πρῶτον χρόνον τοῦ βασιλέως Λέοντος τοῦ Μακέλλη κατέφυγεν εἰς τὴν κολυμβήθραν τοῦ Βαπτίσματος ὁ θεῖος Προτέριος, ἵνα διασωθῇ ἐκεῖ, ὁ δὲ Αἴλουρος κατεσκεύασε καὶ ἔσφαξαν αὐτὸν οἱ Μονοφυσῖται. Οἵτινες σπρώξαντες τὸ ξίφος εἰς τὰ σπλάγχνα τοῦ Ἁγίου, ἔφαγον ἀκόμη καὶ αὐτὰ τὰ σπλάγχνα του ὡσὰν θηρία, μαζὶ δὲ μὲ τὸν Ἅγιον Προτέριον ἔσφαξαν ἐκεῖ καὶ ἄλλους ἕξ. Ἔπειτα σύραντες αὐτοὺς μὲ σχοινία εἰς ὅλην τὴν πόλιν τῆς Ἀλεξανδρείας, τὸ μὲν ἕνα μέρος τοῦ σώματος τοῦ Προτερίου, ἔρριψαν εἰς τοὺς σκύλους, τὸ δὲ ἄλλο κατακαύσαντες κατὰ τὴν μεγάλην ἑβδομάδα, ἔρριψαν τὴν σκόνιν αὐτοῦ εἰς τὸν ἀέρα. Γράφει δὲ ὁ Θεοφάνης ὅτι ὁ Αἴλουρος ἐχειροτόνει χωρὶς νὰ ᾖναι Ἐπίσκοπος, καὶ ἐβάπτιζε χωρὶς νὰ ᾖναι Πρεσβύτερος, ὅθεν καὶ πρόδρομον αὐτὸν τοῦ Ἀντιχρίστου καλεῖ.

*

Ὁ Ὅσιος Βάρσος Ἐπίσκοπος Δαμασκοῦ ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται.

Πανήγυριν ῥέοντος ἐκλιπὼν βίου,
Σύνεστι Βάρσος Ἀγγέλων πανηγύρει.

*

Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ἁβρίκιος (2), ξίφει τελειοῦται.

Χριστοῦ λατρευτὴς αὐχένα τμηθεὶς ξίφει,
Θεῶν λατρευτὰς Ἁβρίκιος αἰσχύνει.

(2) Ἐν δὲ τῷ τετυπωμένῳ Συναξαριστῇ γράφεται Ἀβίρκιος.

*

Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Νέστωρ σταυρωθεὶς τελειοῦται.

Οὐκ εἶχεν εἶδος οὐδὲ κάλλος ἐν ξύλῳ,
Νέστωρ ἁπλωθείς, τὸ προφητικὸν φᾶναι.

Οὗτος ἦτον κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Δεκίου, καὶ ἡγεμόνος Πουπλίου, ἐν ἔτει σν΄ [250], καταγόμενος ἀπὸ τὴν Πέργην τῆς Παμφυλίας. Ἐπειδὴ δὲ ἐσέβετο τὸν Χριστόν, διὰ τοῦτο ἐπιάσθη ἀπὸ τὸν ἄρχοντα Εἰρήναρχον, καὶ ἐφέρθη εἰς τὸν ἡγεμόνα. Ὁμολογήσας λοιπὸν ἐνώπιον αὐτοῦ τὴν εἰς Χριστὸν πίστιν, ἐσταυρώθη. Ὅθεν εὐχαριστῶν τῷ Θεῷ μὲ πολλὰς εὐχαριστίας, καὶ τοὺς Χριστιανοὺς στηρίζων εἰς τὴν πίστιν, παρέδωκε τὸ πνεῦμα, καὶ ἔλαβεν ὁ ἀοίδιμος τοῦ μαρτυρίου τὸν στέφανον.

*

Αγία ΚύραΜνήμη τῶν Ὁσίων γυναικῶν Μαράνας τε καὶ Κύρας.

Καταξιοῦνται Μαράνα τε καὶ Κύρα,
Σαρκὸς μαρασμῷ κυριεύειν τοῦ πόλου.

Αὗται αἱ Ἅγιαι γυναῖκες ἐκατάγοντο ἀπὸ τὴν Βέρροιαν τὴν εὑρισκομένην ἐν τῇ Ἀντιοχείᾳ, γένος δὲ εἶχον λαμπρὸν καὶ ἐπίσημον, ἀκολούθως δὲ καὶ ἡ ἀνατροφὴ τούτων ἦτον παρομοία κατὰ τὸ γένος, ἤτοι λαμπρὰ καὶ εὐγενική. Ἀλλ’ ὅμως αἱ ἀοίδιμαι αὗται, καταφρονήσασαι τὴν λαμπρότητα τοῦ γένους, καὶ ὅλα τὰ τερπνὰ καὶ χαροποιὰ τῆς ζωῆς ταύτης, ἔκτισαν ἔξω ἀπὸ τὴν πόλιν ἕνα μικρὸν περιτείχισμα, καὶ ἐμβαίνουσαι μέσα εἰς αὐτό, ἔφραξαν τὴν πόρταν μὲ πέτρας καὶ πηλόν. Βλέπουσαι δὲ αὐτὰς αἱ τούτων δύω δουλεῦτραι, ἠθέλησαν καὶ αὐταὶ νὰ ζήσουν μίαν παρομοίαν ζωήν, ὅθεν ἐπρόσταξαν αὐτὰς αἱ τούτων δέσποιναι, νὰ κτίσουν ἔξω ἀπὸ τὸ ἐδικόν τους περιτείχισμα, ἕνα μικρὸν κελλάκι, καὶ ἐκεῖ νὰ ἀγωνίζωνται. Ἔβλεπον δὲ ἀπὸ ἕνα μικρὸν παραθύρι τὰ ὑπὸ τῶν δουλεύτρων τους γινόμενα, καὶ συχνότερα τὰς ἐπαρακίνουν νὰ προσεύχωνται, καὶ εἰς τὸν ἔρωτα τοῦ Θεοῦ περισσότερον τὰς ἐθέρμαινον. Αὗται αἱ μακάριαι, ἡ Μαράνα λέγω, καὶ ἡ Κύρα, δὲν εἶχον οἶκον, οὔτε καλύβην, ἀλλὰ ἦτον χωρὶς στέγην καὶ σκέπασμα, καὶ δεχόμεναι τὰς βροχὰς καὶ τὰ χιόνια κατὰ τὸν χειμῶνα, καὶ τὸ καῦμα τοῦ ἡλίου κατὰ τὸ θέρος, ἐνόμιζον, ὅτι ἀπολαμβάνουν πολλὴν εὐφροσύνην. Τὴν τροφὴν δὲ ἐλάμβανον ἀπὸ μίαν μικρὰν θυρίδα, ἀπὸ ἐκεῖ δὲ ἐσυνωμίλουν καὶ μὲ τὰς γυναῖκας ὁποῦ ἤρχοντο εἰς αὐτὰς κατὰ μόνον τὸν καιρὸν τῆς Πεντηκοστῆς. Τὸν δὲ ἄλλον καιρόν, ἡσύχαζον καὶ δὲν ὡμίλουν. Μοναχὴ δὲ ἡ Μαράνα ὡμίλει, τῆς δὲ Κύρας δὲν ἄκουσε τινὰς ποτὲ νὰ ὡμιλήσῃ. Ἐφόρουν δὲ καὶ σίδηρα πολλὰ καὶ βαρέα εἰς τὸ σῶμά των, ὥστε ὁποῦ ἡ Κύρα, μὲ τὸ νὰ εἶχε σῶμα ἀσθενέστερον, ἀπὸ τὸ πολὺ βάρος τῶν σιδήρων ἔσκυπτεν εἰς τὴν γῆν, καὶ δὲν ἐδύνατο νὰ ὀρθώσῃ τὸ σῶμά της. Τὰ δὲ φορέματά των τὰ εἶχον μεγαλώτατα, ὥστε ὁποῦ ἐσκέπαζον καλὰ ὄχι μόνον ὅλον τὸ σῶμα, ἀλλὰ καὶ τοὺς πόδας των (3).

Μὲ τοιαύτην ζωὴν πολιτευόμεναι αἱ μακάριαι, διεπέρασαν χρόνους σαρανταδύω, καὶ τρεῖς φοραῖς εἰς τὴν ζωήν των ἐνήστευσαν ἡμέρας τεσσαράκοντα, κατὰ τὸν Μωσῆν καὶ τὸν Ἠλίαν. Ὁμοίως καὶ τρεῖς φοραῖς ἐνήστευσαν τρεῖς ἑβδομάδας ἡμερῶν, καθὼς ἐνήστευσεν ὁ Προφήτης Δανιήλ. Ἐπειδὴ δὲ μίαν φορὰν ἠγάπησαν νὰ ἰδοῦν τοὺς ἱεροὺς τόπους τῶν σωτηρίων παθημάτων καὶ τῆς ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου, διὰ τοῦτο ἐπῆγαν εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα, καὶ εἰς τὸν δρόμον δὲν ἔφαγον κᾀμμίαν τροφήν. Ἀφ’ οὗ δὲ ἐπροσκύνησαν τοὺς Ἁγίους Τόπους, ἔφαγον τροφήν, καὶ πάλιν ἐγύρισαν, χωρὶς νὰ φάγουν τελείως εἰς τὸν δρόμον. Τὸ δὲ διάστημα τοῦ δρόμου ἀπὸ τὴν Βέρροιαν τῆς Ἀντιοχείας ἕως εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα, εἶναι ὄχι ὀλιγώτερον ἀπὸ εἴκοσιν ἡμέρας. Ἐπειδὴ δὲ ἐπεθύμησαν νὰ ἰδοῦν καὶ τὸν Ναὸν τῆς Ἁγίας Πρωτομάρτυρος Θέκλης τὸν ἐν Ἰσαυρίᾳ εὑρισκόμενον, ἵνα μὲ τὴν θεωρίαν ἐκείνου ἀνάψουν εἰς τὰς καρδίας αὑτῶν τὸ πῦρ τῆς τοῦ Θεοῦ ἀγάπης: διὰ τοῦτο ἐπῆγαν καὶ ἐκεῖ, καὶ πάλιν ἐγύρισαν, χωρὶς νὰ γευθοῦν τίποτε φαγητόν. Τόσον πολλὰ κατέφλεξε τὰς μακαρίας ὁ ἔρως τοῦ νοητοῦ Νυμφίου Χριστοῦ! Μὲ τοιαύτην λοιπὸν ἐνάρετον πολιτείαν στολίσασαι αἱ τρισόλβιαι τὸ γένος τῶν γυναικῶν, καὶ γενόμεναι εἰς τὰς ἄλλας γυναῖκας παραδείγματα ἀρετῆς καὶ ἀσκήσεως, πρὸς ὃν ἠγάπησαν Νυμφίον Χριστὸν ἐξεδήμησαν.

(3) Σημείωσαι, ὅτι καὶ τὸ Συναξάριον τῶν δύω τούτων γυναικῶν συνέγραψεν ὁ Κύρου Θεοδώρητος ἐν ἀριθμῷ εἰκοστῷ ἐνάτῳ τῆς Φιλοθέου Ἱστορίας. Ὅστις προσθέττει, ὅτι βλέπων ὁ ἴδιος Θεοδώρητος τὸ τόσον πολὺ βάρος τῶν σιδήρων, ὁποῦ εἶχον εἰς τὸν λαιμὸν καὶ εἰς τὴν ζώνην καὶ εἰς χεῖρας καὶ πόδας, τὰς ἐπαρακάλεσε νὰ εὐγάλουν τὰ σίδηρα, αἵτινες πεισθεῖσαι τὰ εὔγαλαν. Ἀφ’ οὗ δὲ ἀνεχώρησεν ὁ Θεοδώρητος, πάλιν τὰ ἐφόρεσαν. Ὅθεν ἀκολούθως λέγει αὐτὸς τὰ ἀξιομνημόνευτα ταῦτα. «Τοσοῦτον ἀγωνισάμεναι χρόνον, ὡς ἄρτι τῶν ἀγώνων ἁψάμεναι, τῶν ἱδρώτων ἐρῶσι. Τὸ γὰρ τοῦ Νυμφίου φανταζόμεναι κάλλος, εὐπετῶς μάλα καὶ ῥᾳδίως φέρουσι τοῦ δρόμου τὸν πόνον, καὶ καταλαβεῖν ἐπείγονται τῶν ἀγώνων τὸ τέλος, ἐν ἐκείνῳ τὸν ἐρώμενον ἑστῶτα βλέπουσαι, καὶ τῆς νίκης ὑποδεικνύντα τὸν στέφανον… Τοσοῦτον αὐτὰς τὸ θεῖον ἐξεβάκχευσε φίλτρον, οὕτως αὐτὰς ὁ θεῖος ἔρως περὶ τὸν Νυμφίον ἐξέμηνεν».

*

Οἱ Ἅγιοι ἓξ Μάρτυρες οἱ ἐξ Αἰγύπτου, ξίφει τελειοῦνται.

Ξίφει θανεῖν ἔγραψαν ἓξ Αἰγυπτίους,
Οἱ τοὺς χρόνου γράψαντες ἄθλους καὶ βίους.

*

Οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι Νυμφᾶς καὶ Εὔβουλος ἐν εἰρήνῃ τελειοῦνται.

Χριστοῦ φυτεία Χρισταπόστολοι δύω (4),
Χριστῷ σύνεισιν Εὔβουλος Νυμφᾶς ἅμα.

(4) Περὶ τῶν δύω τούτων Ἀποστόλων ἀναφέρει ὁ Παῦλος εἰς τὰς Ἐπιστολάς του. Περὶ μὲν τοῦ Νυμφᾶ, ταῦτα· «Ἀσπάσασθε Νυμφᾶν καὶ τὴν κατ’ οἶκον αὐτοῦ Ἐκκλησίαν» (Κολ. δ΄, 15). Περὶ δὲ τοῦ Εὐβούλου ταῦτα γράφει πρὸς τὸν Τιμόθεον· «Ἀσπάζεταί σε Εὔβουλος» (β΄ Τιμ. δ΄, 21.)

*

Αγία ΚυράνναἩ Ἁγία Νεομάρτυς Κυράννα ἡ σωφρονεστάτη, κατὰ τὴν Θεσσαλονίκην ἐν ταῖς βασάνοις τελειοῦται, ἐν ἔτει ͵αψνα΄ [1751].

Κυράννα παθῶν, καὶ βασάνων κυρία,
Φανεῖσ’ ἀπῆλθε πρὸς Κύριον Κυρίων (5).

(5) Τὸ Μαρτύριον αὐτῆς ὅρα εἰς τὸ Νέον Μαρτυρολόγιον, τὴν δὲ ᾀσματικὴν Ἀκολουθίαν συνέθετο ὁ σοφολογιώτατος διδάσκαλος κὺρ Χριστοφόρος ὁ Προδρομίτης.

Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.

Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Β’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.

* * *

 

 

 

 

Των Αγίων Βασιλείου του Ομολογητού, Προτερίου Αρχιεπισκόπου Αλεξανδρείας, Βάρσου Επισκόπου Δαμασκού, Κυράννης Νεομάρτυρος κ.ά.

 

Ορθόδοξη πίστη και ζωή στο email σας. Λάβετε πρώτοι όλες τις τελευταίες αναρτήσεις της Κοινωνίας Ορθοδοξίας:
Έχετε εγγραφεί επιτυχώς στο newsletter! Θα λάβετε email επιβεβαίωσης σε λίγα λεπτά. Παρακαλούμε, ακολουθήστε τον σύνδεσμο μέσα του για να επιβεβαιώσετε την εγγραφή. Εάν το email δεν εμφανιστεί στο γραμματοκιβώτιό σας, παρακαλούμε ελέγξτε τον φάκελο του spam.
Έχετε εγγραφεί επιτυχώς στο newsletter!
Λυπούμαστε, υπήρξε ένα σφάλμα. Παρακαλούμε, ελέγξτε το email σας.