Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου22 Φεβρουαρίου
Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ
Τω αυτώ μηνί ΚΒ’, μνήμη των εν τοις Ευγενίου ευρεθέντων Αγίων Μαρτύρων και Αποστόλων επί της βασιλείας Αρκαδίου.
Φανέντες εκ γης Μάρτυρες κεκρυμμένοι,
Αίρουσι πάσαν εκ προσώπου γης βλάβην.
Εικάδα δευτερίην ανά σεπτά φάνη χθονός οστέα.
Όταν ο αγιώτατος Πατριάρχης Θωμάς ήτον εις τον θρόνον της Κωνσταντινουπόλεως, εν έτει τϞε’ [395] (1), τότε ευρέθησαν τα τίμια λείψανα τινών Αγίων Μαρτύρων, κεκρυμμένα υποκάτω εις την γην, τα οποία παρευθύς ανεκομίσθησαν από αυτόν ευλαβώς τε και σεβασμίως, με συνδρομήν πολλήν του λαού. Τότε δε και διάφοροι ασθένειαι εθεραπεύθησαν. Αφ’ ου δε επέρασαν πολλοί χρόνοι, απεκαλύφθη εκ Θεού εις ένα άνθρωπον κληρικόν και καλλιγράφον, ότι εις τον ίδιον τόπον εκείνον τον καλούμενον Ευγενίου, ευρίσκονται κεκρυμμένα και τα άγια λείψανα Ανδρονίκου και Ιουνίας, τους οποίους αναφέρει ο θείος Απόστολος εν τη προς Ρωμαίους επιστολή λέγων· «Ασπάσασθε Ανδρόνικον και Ιουνίαν τους συγγενείς μου και συναιχμαλώτους μου, οίτινες εισίν επίσημοι εν τοις Αποστόλοις, οι και προ εμού γεγόνασιν εν Χριστώ» (Ρωμ. ις’, 7) (2).
(1) Επί της βασιλείας Αρκαδίου, ούτω χρονολογεί την εύρεσιν των λειψάνων τούτων ο προσθέσας τας χρονολογίας εν τω Ωρολογίω. Ο δε Μελέτιος εκτείνει τους χρόνους. Αναφέρων γαρ τον Κωνσταντινουπόλεως Θωμάν τον πρώτον, λέγει, ότι ήτον Πατριάρχης εν έτει 607, αναφέρων δε και τον δεύτερον Θωμάν τον Κωνσταντινουπόλεως, λέγει, ότι ήτον εν έτει 656.
(2) Ο Ανδρόνικος και Ιουνία εορτάζονται εις τας δεκαεπτά του Μαΐου. Ο δε Ανδρόνικος εορτάζεται και εις την τριακοστήν του Ιουλίου μετά άλλων Αποστόλων.
*
Μνήμη του Οσίου Πατρός ημών και Ομολογητού Αθανασίου εν τω Παυλοπετρίω.
Αθανάσιος θρέμμα Παυλοπετρίου,
Αποστόλοις σύνεστι Παύλω και Πέτρω.
Ούτος ο Όσιος εγεννήθη εν Κωνσταντινουπόλει από ευλαβείς γονείς και πολλά πλουσίους. Επειδή δε εκ νεαράς ηλικίας έγινεν ευλαβής, δια τούτο ηγάπησε να ενδυθή το μοναχικόν σχήμα. Όθεν επήγεν εις τα μέρη του περάσματος της Νικομηδείας, και εκεί έγινε Μοναχός εις ένα Μοναστήριον. Τόσον δε υψώθη ο αοίδιμος με τας αρετάς, και τόσον διεδόθη η φήμη του, ώστε οπού έγινε και εις τους βασιλείς γνώριμος. Κατά δε τους χρόνους Λέοντος του εικονομάχου (3), διαβαλθείς ότι σέβεται τας αχράντους εικόνας, έλαβε διάφορα βάσανα, και εδοκίμασε πικροτάτας εξορίας και θλίψεις. Όθεν μένωντας στερεός, και έως τέλους διατηρών την Ορθοδοξίαν, απήλθε χαίρων προς Κύριον.
(3) Ίσως ούτος είναι Λέων ο Αρμένιος ο βασιλεύσας εν έτει 813.
*
Η Αγία Μάρτυς Ανθούσα και οι δώδεκα αυτής οικέται ξίφει τελειούνται.
Εύνους εφεύρες Ανθούσα τους οικέτας,
Ξίφει θανούση συνθανόντας σοι ξίφει.
*
Ο Άγιος Μάρτυς Συνετός ξίφει τελειούται.
Ψάλλει Συνετός και καταθνήσκει ξίφει,
Βλέπων ασυνετούντας εξετηκόμην.
*
Μνήμη των Οσίων Πατέρων ημών Θαλασσίου και Λιμναίου.
Λιμήν Λιμναίον και Θαλάσσιον φέρει,
Ώσπερ θάλασσαν εκφυγόντας τον βίον.
Από τους δύω τούτους Οσίους, ο μεν Θαλάσσιος, έκτισεν ένα ασκητήριον επάνω εις ένα μικρόν βουνόν ενός χωρίου της Κύρου, Τιλλίμας ονομαζομένου, και υπερέβαλεν όλους τους τότε Οσίους, κατά την απλότητα του ήθους, και κατά το ταπεινόν φρόνημα. Ο δε Λιμναίος, και αυτός υπεραγαπών την ασκητικήν ζωήν, επήγεν εις τον ανωτέρω μέγαν Θαλάσσιον, όταν ήτον πολλά νέος κατά την ηλικίαν. Διδαχθείς δε από αυτόν τα της ασκητικής πολιτείας μαθήματα, επήγεν ύστερον προς τον αοίδιμον Όσιον Μάρωνα, ο οποίος εορτάζεται κατά την δεκάτην τετάρτην του παρόντος Φευρουαρίου. Τούτου λοιπόν του Μάρωνος μιμηθείς την ζωήν ο θείος Λιμναίος, ηγάπησε να περάση την ζωήν του χωρίς στέγην και σκέπασμα. Όθεν αναβάς επάνω εις μίαν κορυφήν ενός βουνού, ευρισκομένην επάνω εις ένα χωρίον ονομαζόμενον Τάργαλα, εκεί έζη ασκητικώς, χωρίς να κτίση καλύβην. Αλλά μόνον επερίφραζε τον εαυτόν του με ένα περιτείχισμα από ξηρολίθους, το οποίον είχε στέγην τον ουρανόν.
Εκ των τοιούτων λοιπόν αγώνων έλαβε χάριν παρά Θεού ο μακάριος, να διώκη δαιμόνια και να ιατρεύη ασθενείας. Περιπατών δε μίαν φοράν, εδαγκάσθη από ένα οφίδι, αλλ’ όμως δια μόνης της προσευχής του, έμεινεν αβλαβής, και ελυτρώθη από τον θάνατον (4). Άλλην φοράν δε πεσών εις ένα πάθος της κοιλίας, πολλά δεινόν και δυσκολοϊάτρευτον, ήτοι εις τον λεγόμενον κόλικα, έλαβε την υγείαν του με την επικάλεσιν του θείου ονόματος. Ούτος ο Όσιος εσυνάθροισεν όλους τους τυφλούς οπού ηναγκάζοντο να ζητούν ελεημοσύνην, και κτίσας τόσα κελλία, όσοι ήτον και οι τυφλοί, έβαλεν αυτούς να κάθωνται μέσα εις τα κελλία. Αυτός δε έδιδεν εις αυτούς την αναγκαίαν τροφήν, την οποίαν οικονόμει από τους Χριστιανούς, οπού ήρχοντο εις αυτόν χάριν ευλογίας. Εις διάστημα λοιπόν τριανταοκτώ χρόνων, ασκεπής διαπεράσας ο αοίδιμος, εν ειρήνη παρέδωκε την ψυχήν του εις χείρας Θεού.
(4) Τούτων των δύω Οσίων τους Βίους συνέγραψεν ο Κύρου Θεοδώρητος, εν αριθμώ εικοστώ δευτέρω της Φιλοθέου Ιστορίας, από τους οποίους συνερανίσθη και το Συναξάριον τούτο. Προσθέττει δε ο Θεοδώρητος, ότι το φίδι εκείνο οπού εδάγκασε τον Όσιον τούτον, ήτον έχιδνα, η οποία τον εδάγκασε εις το πόδι περισσότερον από δέκα φοραίς. Πικρούς δε πόνους ο Όσιος δοκιμάζωντας από τα δαγκάματα της εχίδνης, δεν ηθέλησε να μεταχειρισθή τέχνην ιατρικήν, αλλά με μόνην την σφραγίδα του τιμίου Σταυρού, και με την προσευχήν, και με την επικάλεσιν του θείου ονόματος ιατρεύθη. Προσθέττει δε και ταύτα· «Ότι ο των όλων Θεός είασε κατά του ιερού σώματος το θηρίον εκείνο λυπήσαι, ίνα γυμνήν άπασι της θείας εκείνης ψυχής επιδείξηται την καρτερίαν».
*
Μνήμη του Οσίου Πατρός ημών Βαραδάτου.
Εν γη νεκρώσας ως λέγει Παύλος μέλη,
Ζωής μετέσχεν εν πόλω Βαραδάτος.
Ούτος ήτον από την πόλιν Αντιοχείας, επειδή δε ηγάπησε την ερημικήν και φιλόσοφον ζωήν, πρώτον μεν έκλεισε τον εαυτόν του μέσα εις ένα μικρόν κελλάκι, από εκεί δε, επήγεν εις μίαν ράχιν υψηλοτέραν, και κατασκευάσας από ξύλα ένα σεντούκι τόσον μικρόν, όσον οπού δεν εχώρει ουδέ αυτό το σώμα του, εκ τούτου ηναγκάζετο ο αοίδιμος να σκύπτη πάντοτε. Επειδή το σεντούκι δεν είχεν ύψος σύμμετρον με το μέγεθος του σώματός του, ουδέ ήτον συναρμοσμένον καλά με σανίδια, αλλά ήτον και χαμηλόν, και παρόμοιον με τα ανοικτά κάγκελα. Όθεν ούτε από την βλάβην της βροχής έμενεν ελεύθερος, ούτε από την φλόγα του ηλίου, αλλά και από τα δύω παρομοίως εβλάπτετο. Αφ’ ου δε επέρασε τοιαύτην τεταλαιπωρημένην ζωήν εις πολλούς χρόνους, ευγήκεν από το σεντούκι, πεισθείς εις τας συμβουλάς του τότε μακαριωτάτου Πατριάρχου Αντιοχείας κυρίου Θεοδότου. Πλην αγκαλά και ευγήκεν από εκεί, όμως πάλιν εστέκετο αδιακόπως, εξαπλόνωντας τας χείρας του εις τον Ουρανόν, και δοξολογών μεν τον των όλων Θεόν, σκεπασμένον δε έχων όλον το σώμα του με χιτώνα δερμάτινον, εις μόνην δε την μύτην και εις το στόμα, άφησε μικράν τρύπαν, δια να αναπνέη από εκεί τον κοινόν τούτον αέρα. Ταύτας δε όλας τας κακουχίας υπέμεινεν ο αοίδιμος, και μόλον οπού δεν είχε σώμα υγιεινόν, αλλά ασθενές και άρρωστον. Από γαρ τον θείον έρωτα, και από μίαν προθυμίαν ζέουσαν πυρπολούμενος, εβίαζε το σώμα του να κοπιάζη εις εκείνα, οπού δεν εδύνετο να κοπιάζη. Αγκαλά δε και ευρίσκετο εις αυτό το ύψος της αρετής, είχεν όμως φρόνημα ταπεινόν. Ήξευρε γαρ ως φρόνιμος, πόσην βλάβην προξενεί εις τον άνθρωπον το υπερήφανον φρόνημα. Με τοιούτον λοιπόν τρόπον διαπεράσας την ζωήν του ο τρισμακάριστος, εν ειρήνη προς Κύριον εξεδήμησεν (5).
(5) Και τούτου του Οσίου τον Βίον συνέγραψεν ο Κύρου Θεοδώρητος εν αριθμώ εικοστώ εβδόμω της Φιλοθέου Ιστορίας, από τον οποίον συνερανίσθη και το Συναξάριον τούτο. Προσθέττει δε ο Θεοδώρητος και ταύτα, ότι ο Όσιος ούτος συνέσει κεκοσμημένος, άριστα και τας ερωτήσεις και τας αποκρίσεις εποιείτο, και εσυλλογίζετο ενίοτε των τους Αριστοτελικούς λαβυρίνθους ανεγνωκότων, άμεινόν τε και δυνατώτερον.
*
Μνήμη του Αγίου Μάρτυρος Τελεσφόρου (6).
Ήνεγκε καρπόν τη τομή Τελεσφόρος,
Τελεσφορήσας ευγενής οία σπόρος.
(6) Εν δε τω τετυπωμένω Συναξαριστή γράφεται, ότι ο Τελεσφόρος ούτος ήτον Πάπας Ρώμης. Αλλά και ο Μελέτιος τούτο το ίδιον λέγει (σελ. 199, του α’ τομ. της Εκκλησιαστικής Ιστορίας). Επεστάτησε δε ούτος ο Τελεσφόρος χρόνους ένδεκα εν τη Ρωμαίων Εκκλησία, και έλαβε το μακάριον τέλος του μαρτυρίου, ως λέγει ο Ειρηναίος, εν τω πρώτω έτει της αυτοκρατορίας του Αντωνίνου του Πίου, τουτέστι του Ευσεβούς, ήτοι εν έτει 139.
*
Ο εν Αγίοις Πατήρ ημών Βλάσιος Πάπας Ρώμης εν ειρήνη τελειούται.
Αρχιερεύς Βλάσιος ωράθη μέγας,
Κόσμος πεφηνώς μάλλον αυτός τω θρόνω.
Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.
Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *
Τῷ αὐτῷ μηνὶ ΚΒ΄, μνήμη τῶν ἐν τοῖς Εὐγενίου εὑρεθέντων Ἁγίων Μαρτύρων καὶ Ἀποστόλων ἐπὶ τῆς βασιλείας Ἀρκαδίου.
Φανέντες ἐκ γῆς Μάρτυρες κεκρυμμένοι,
Αἴρουσι πᾶσαν ἐκ προσώπου γῆς βλάβην.
Εἰκάδα δευτερίην ἀνὰ σεπτὰ φάνη χθονὸς ὀστέα.
Ὅταν ὁ ἁγιώτατος Πατριάρχης Θωμᾶς ἦτον εἰς τὸν θρόνον τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἐν ἔτει τϞε΄ [395] (1), τότε εὑρέθησαν τὰ τίμια λείψανα τινῶν Ἁγίων Μαρτύρων, κεκρυμμένα ὑποκάτω εἰς τὴν γῆν, τὰ ὁποῖα παρευθὺς ἀνεκομίσθησαν ἀπὸ αὐτὸν εὐλαβῶς τε καὶ σεβασμίως, μὲ συνδρομὴν πολλὴν τοῦ λαοῦ. Τότε δὲ καὶ διάφοροι ἀσθένειαι ἐθεραπεύθησαν. Ἀφ’ οὗ δὲ ἐπέρασαν πολλοὶ χρόνοι, ἀπεκαλύφθη ἐκ Θεοῦ εἰς ἕνα ἄνθρωπον κληρικὸν καὶ καλλιγράφον, ὅτι εἰς τὸν ἴδιον τόπον ἐκεῖνον τὸν καλούμενον Εὐγενίου, εὑρίσκονται κεκρυμμένα καὶ τὰ ἅγια λείψανα Ἀνδρονίκου καὶ Ἰουνίας, τοὺς ὁποίους ἀναφέρει ὁ θεῖος Ἀπόστολος ἐν τῇ πρὸς Ῥωμαίους ἐπιστολῇ λέγων· «Ἀσπάσασθε Ἀνδρόνικον καὶ Ἰουνίαν τοὺς συγγενεῖς μου καὶ συναιχμαλώτους μου, οἵτινες εἰσὶν ἐπίσημοι ἐν τοῖς Ἀποστόλοις, οἳ καὶ πρὸ ἐμοῦ γεγόνασιν ἐν Χριστῷ» (Ῥωμ. ις΄, 7) (2).
(1) Ἐπὶ τῆς βασιλείας Ἀρκαδίου, οὕτω χρονολογεῖ τὴν εὕρεσιν τῶν λειψάνων τούτων ὁ προσθέσας τὰς χρονολογίας ἐν τῷ Ὡρολογίῳ. Ὁ δὲ Μελέτιος ἐκτείνει τοὺς χρόνους. Ἀναφέρων γὰρ τὸν Κωνσταντινουπόλεως Θωμᾶν τὸν πρῶτον, λέγει, ὅτι ἦτον Πατριάρχης ἐν ἔτει 607, ἀναφέρων δὲ καὶ τὸν δεύτερον Θωμᾶν τὸν Κωνσταντινουπόλεως, λέγει, ὅτι ἦτον ἐν ἔτει 656.
(2) Ὁ Ἀνδρόνικος καὶ Ἰουνία ἑορτάζονται εἰς τὰς δεκαεπτὰ τοῦ Μαΐου. Ὁ δὲ Ἀνδρόνικος ἑορτάζεται καὶ εἰς τὴν τριακοστὴν τοῦ Ἰουλίου μετὰ ἄλλων Ἀποστόλων.
*
Μνήμη τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν καὶ Ὁμολογητοῦ Ἀθανασίου ἐν τῷ Παυλοπετρίῳ.
Ἀθανάσιος θρέμμα Παυλοπετρίου,
Ἀποστόλοις σύνεστι Παύλῳ καὶ Πέτρῳ.
Οὗτος ὁ Ὅσιος ἐγεννήθη ἐν Κωνσταντινουπόλει ἀπὸ εὐλαβεῖς γονεῖς καὶ πολλὰ πλουσίους. Ἐπειδὴ δὲ ἐκ νεαρᾶς ἡλικίας ἔγινεν εὐλαβής, διὰ τοῦτο ἠγάπησε νὰ ἐνδυθῇ τὸ μοναχικὸν σχῆμα. Ὅθεν ἐπῆγεν εἰς τὰ μέρη τοῦ περάσματος τῆς Νικομηδείας, καὶ ἐκεῖ ἔγινε Μοναχὸς εἰς ἕνα Μοναστήριον. Τόσον δὲ ὑψώθη ὁ ἀοίδιμος μὲ τὰς ἀρετάς, καὶ τόσον διεδόθη ἡ φήμη του, ὥστε ὁποῦ ἔγινε καὶ εἰς τοὺς βασιλεῖς γνώριμος. Κατὰ δὲ τοὺς χρόνους Λέοντος τοῦ εἰκονομάχου (3), διαβαλθεὶς ὅτι σέβεται τὰς ἀχράντους εἰκόνας, ἔλαβε διάφορα βάσανα, καὶ ἐδοκίμασε πικροτάτας ἐξορίας καὶ θλίψεις. Ὅθεν μένωντας στερεός, καὶ ἕως τέλους διατηρῶν τὴν Ὀρθοδοξίαν, ἀπῆλθε χαίρων πρὸς Κύριον.
(3) Ἴσως οὗτος εἶναι Λέων ὁ Ἁρμένιος ὁ βασιλεύσας ἐν ἔτει 813
*
Ἡ Ἁγία Μάρτυς Ἀνθοῦσα καὶ οἱ δώδεκα αὐτῆς οἰκέται ξίφει τελειοῦνται.
Εὔνους ἐφεῦρες Ἀνθοῦσα τοὺς οἰκέτας,
Ξίφει θανούσῃ συνθανόντας σοι ξίφει.
*
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Συνετὸς ξίφει τελειοῦται.
Ψάλλει Συνετὸς καὶ καταθνήσκει ξίφει,
Βλέπων ἀσυνετοῦντας ἐξετηκόμην.
*
Μνήμη τῶν Ὁσίων Πατέρων ἡμῶν Θαλασσίου καὶ Λιμναίου.
Λιμὴν Λιμναῖον καὶ Θαλάσσιον φέρει,
Ὥσπερ θάλασσαν ἐκφυγόντας τὸν βίον.
Ἀπὸ τοὺς δύω τούτους Ὁσίους, ὁ μὲν Θαλάσσιος, ἔκτισεν ἕνα ἀσκητήριον ἐπάνω εἰς ἕνα μικρὸν βουνὸν ἑνὸς χωρίου τῆς Κύρου, Τιλλίμας ὀνομαζομένου, καὶ ὑπερέβαλεν ὅλους τοὺς τότε Ὁσίους, κατὰ τὴν ἁπλότητα τοῦ ἤθους, καὶ κατὰ τὸ ταπεινὸν φρόνημα. Ὁ δὲ Λιμναῖος, καὶ αὐτὸς ὑπεραγαπῶν τὴν ἀσκητικὴν ζωήν, ἐπῆγεν εἰς τὸν ἀνωτέρω μέγαν Θαλάσσιον, ὅταν ἦτον πολλὰ νέος κατὰ τὴν ἡλικίαν. Διδαχθεὶς δὲ ἀπὸ αὐτὸν τὰ τῆς ἀσκητικῆς πολιτείας μαθήματα, ἐπῆγεν ὕστερον πρὸς τὸν ἀοίδιμον Ὅσιον Μάρωνα, ὁ ὁποῖος ἑορτάζεται κατὰ τὴν δεκάτην τετάρτην τοῦ παρόντος Φευρουαρίου. Τούτου λοιπὸν τοῦ Μάρωνος μιμηθεὶς τὴν ζωὴν ὁ θεῖος Λιμναῖος, ἠγάπησε νὰ περάσῃ τὴν ζωήν του χωρὶς στέγην καὶ σκέπασμα. Ὅθεν ἀναβὰς ἐπάνω εἰς μίαν κορυφὴν ἑνὸς βουνοῦ, εὑρισκομένην ἐπάνω εἰς ἕνα χωρίον ὀνομαζόμενον Τάργαλα, ἐκεῖ ἔζη ἀσκητικῶς, χωρὶς νὰ κτίσῃ καλύβην. Ἀλλὰ μόνον ἐπερίφραζε τὸν ἑαυτόν του μὲ ἕνα περιτείχισμα ἀπὸ ξηρολίθους, τὸ ὁποῖον εἶχε στέγην τὸν οὐρανόν.
Ἐκ τῶν τοιούτων λοιπὸν ἀγώνων ἔλαβε χάριν παρὰ Θεοῦ ὁ μακάριος, νὰ διώκῃ δαιμόνια καὶ νὰ ἰατρεύῃ ἀσθενείας. Περιπατῶν δὲ μίαν φοράν, ἐδαγκάσθη ἀπὸ ἕνα ὀφίδι, ἀλλ’ ὅμως διὰ μόνης τῆς προσευχῆς του, ἔμεινεν ἀβλαβής, καὶ ἐλυτρώθη ἀπὸ τὸν θάνατον (4). Ἄλλην φορὰν δὲ πεσὼν εἰς ἕνα πάθος τῆς κοιλίας, πολλὰ δεινὸν καὶ δυσκολοϊάτρευτον, ἤτοι εἰς τὸν λεγόμενον κόλικα, ἔλαβε τὴν ὑγείαν του μὲ τὴν ἐπικάλεσιν τοῦ θείου ὀνόματος. Οὗτος ὁ Ὅσιος ἐσυνάθροισεν ὅλους τοὺς τυφλοὺς ὁποῦ ἠναγκάζοντο νὰ ζητοῦν ἐλεημοσύνην, καὶ κτίσας τόσα κελλία, ὅσοι ἦτον καὶ οἱ τυφλοί, ἔβαλεν αὐτοὺς νὰ κάθωνται μέσα εἰς τὰ κελλία. Αὐτὸς δὲ ἔδιδεν εἰς αὐτοὺς τὴν ἀναγκαίαν τροφήν, τὴν ὁποίαν οἰκονόμει ἀπὸ τοὺς Χριστιανούς, ὁποῦ ἤρχοντο εἰς αὐτὸν χάριν εὐλογίας. Εἰς διάστημα λοιπὸν τριανταοκτὼ χρόνων, ἀσκεπὴς διαπεράσας ὁ ἀοίδιμος, ἐν εἰρήνῃ παρέδωκε τὴν ψυχήν του εἰς χεῖρας Θεοῦ.
(4) Τούτων τῶν δύω Ὁσίων τοὺς Βίους συνέγραψεν ὁ Κύρου Θεοδώρητος, ἐν ἀριθμῷ εἰκοστῷ δευτέρῳ τῆς Φιλοθέου Ἱστορίας, ἀπὸ τοὺς ὁποίους συνερανίσθη καὶ τὸ Συναξάριον τοῦτο. Προσθέττει δὲ ὁ Θεοδώρητος, ὅτι τὸ φίδι ἐκεῖνο ὁποῦ ἐδάγκασε τὸν Ὅσιον τοῦτον, ἦτον ἔχιδνα, ἡ ὁποία τὸν ἐδάγκασε εἰς τὸ πόδι περισσότερον ἀπὸ δέκα φοραῖς. Πικροὺς δὲ πόνους ὁ Ὅσιος δοκιμάζωντας ἀπὸ τὰ δαγκάματα τῆς ἐχίδνης, δὲν ἠθέλησε νὰ μεταχειρισθῇ τέχνην ἰατρικήν, ἀλλὰ μὲ μόνην τὴν σφραγίδα τοῦ τιμίου Σταυροῦ, καὶ μὲ τὴν προσευχήν, καὶ μὲ τὴν ἐπικάλεσιν τοῦ θείου ὀνόματος ἰατρεύθη. Προσθέττει δὲ καὶ ταῦτα· «Ὅτι ὁ τῶν ὅλων Θεὸς εἴασε κατὰ τοῦ ἱεροῦ σώματος τὸ θηρίον ἐκεῖνο λυπῆσαι, ἵνα γυμνὴν ἅπασι τῆς θείας ἐκείνης ψυχῆς ἐπιδείξηται τὴν καρτερίαν».
*
Μνήμη τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Βαραδάτου.
Ἐν γῇ νεκρώσας ὡς λέγει Παῦλος μέλη,
Ζωῆς μετέσχεν ἐν πόλῳ Βαραδάτος.
Οὗτος ἦτον ἀπὸ τὴν πόλιν Ἀντιοχείας, ἐπειδὴ δὲ ἠγάπησε τὴν ἐρημικὴν καὶ φιλόσοφον ζωήν, πρῶτον μὲν ἔκλεισε τὸν ἑαυτόν του μέσα εἰς ἕνα μικρὸν κελλάκι, ἀπὸ ἐκεῖ δέ, ἐπῆγεν εἰς μίαν ῥάχιν ὑψηλοτέραν, καὶ κατασκευάσας ἀπὸ ξύλα ἕνα σεντοῦκι τόσον μικρόν, ὅσον ὁποῦ δὲν ἐχώρει οὐδὲ αὐτὸ τὸ σῶμά του, ἐκ τούτου ἠναγκάζετο ὁ ἀοίδιμος νὰ σκύπτῃ πάντοτε. Ἐπειδὴ τὸ σεντοῦκι δὲν εἶχεν ὕψος σύμμετρον μὲ τὸ μέγεθος τοῦ σώματός του, οὐδὲ ἦτον συναρμοσμένον καλὰ μὲ σανίδια, ἀλλὰ ἦτον καὶ χαμηλόν, καὶ παρόμοιον μὲ τὰ ἀνοικτὰ κάγκελα. Ὅθεν οὔτε ἀπὸ τὴν βλάβην τῆς βροχῆς ἔμενεν ἐλεύθερος, οὔτε ἀπὸ τὴν φλόγα τοῦ ἡλίου, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὰ δύω παρομοίως ἐβλάπτετο. Ἀφ’ οὗ δὲ ἐπέρασε τοιαύτην τεταλαιπωρημένην ζωὴν εἰς πολλοὺς χρόνους, εὐγῆκεν ἀπὸ τὸ σεντοῦκι, πεισθεὶς εἰς τὰς συμβουλὰς τοῦ τότε μακαριωτάτου Πατριάρχου Ἀντιοχείας κυρίου Θεοδότου. Πλὴν ἀγκαλὰ καὶ εὐγῆκεν ἀπὸ ἐκεῖ, ὅμως πάλιν ἐστέκετο ἀδιακόπως, ἐξαπλόνωντας τὰς χεῖράς του εἰς τὸν Οὐρανόν, καὶ δοξολογῶν μὲν τὸν τῶν ὅλων Θεόν, σκεπασμένον δὲ ἔχων ὅλον τὸ σῶμά του μὲ χιτῶνα δερμάτινον, εἰς μόνην δὲ τὴν μύτην καὶ εἰς τὸ στόμα, ἄφησε μικρὰν τρύπαν, διὰ νὰ ἀναπνέῃ ἀπὸ ἐκεῖ τὸν κοινὸν τοῦτον ἀέρα. Ταύτας δὲ ὅλας τὰς κακουχίας ὑπέμεινεν ὁ ἀοίδιμος, καὶ μὅλον ὁποῦ δὲν εἶχε σῶμα ὑγιεινόν, ἀλλὰ ἀσθενὲς καὶ ἄρρωστον. Ἀπὸ γὰρ τὸν θεῖον ἔρωτα, καὶ ἀπὸ μίαν προθυμίαν ζέουσαν πυρπολούμενος, ἐβίαζε τὸ σῶμά του νὰ κοπιάζῃ εἰς ἐκεῖνα, ὁποῦ δὲν ἐδύνετο νὰ κοπιάζῃ. Ἀγκαλὰ δὲ καὶ εὑρίσκετο εἰς αὐτὸ τὸ ὕψος τῆς ἀρετῆς, εἶχεν ὅμως φρόνημα ταπεινόν. Ἤξευρε γὰρ ὡς φρόνιμος, πόσην βλάβην προξενεῖ εἰς τὸν ἄνθρωπον τὸ ὑπερήφανον φρόνημα. Μὲ τοιοῦτον λοιπὸν τρόπον διαπεράσας τὴν ζωήν του ὁ τρισμακάριστος, ἐν εἰρήνῃ πρὸς Κύριον ἐξεδήμησεν (5).
(5) Καὶ τούτου τοῦ Ὁσίου τὸν Βίον συνέγραψεν ὁ Κύρου Θεοδώρητος ἐν ἀριθμῷ εἰκοστῷ ἑβδόμῳ τῆς Φιλοθέου Ἱστορίας, ἀπὸ τὸν ὁποῖον συνερανίσθη καὶ τὸ Συναξάριον τοῦτο. Προσθέττει δὲ ὁ Θεοδώρητος καὶ ταῦτα, ὅτι ὁ Ὅσιος οὗτος συνέσει κεκοσμημένος, ἄριστα καὶ τὰς ἐρωτήσεις καὶ τὰς ἀποκρίσεις ἐποιεῖτο, καὶ ἐσυλλογίζετο ἐνίοτε τῶν τοὺς Ἀριστοτελικοὺς λαβυρίνθους ἀνεγνωκότων, ἄμεινόν τε καὶ δυνατώτερον.
*
Μνήμη τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Τελεσφόρου (6).
Ἤνεγκε καρπὸν τῇ τομῇ Τελεσφόρος,
Τελεσφορήσας εὐγενὴς οἷα σπόρος.
(6) Ἐν δὲ τῷ τετυπωμένῳ Συναξαριστῇ γράφεται, ὅτι ὁ Τελεσφόρος οὗτος ἦτον Πάπας Ῥώμης. Ἀλλὰ καὶ ὁ Μελέτιος τοῦτο τὸ ἴδιον λέγει (σελ. 199, τοῦ α΄ τόμ. τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας). Ἐπεστάτησε δὲ οὗτος ὁ Τελεσφόρος χρόνους ἕνδεκα ἐν τῇ Ῥωμαίων Ἐκκλησίᾳ, καὶ ἔλαβε τὸ μακάριον τέλος τοῦ μαρτυρίου, ὡς λέγει ὁ Εἰρηναῖος, ἐν τῷ πρώτῳ ἔτει τῆς αὐτοκρατορίας τοῦ Ἀντωνίνου τοῦ Πίου, τουτέστι τοῦ Εὐσεβοῦς, ἤτοι ἐν ἔτει 139.
*
Ὁ ἐν Ἁγίοις Πατὴρ ἡμῶν Βλάσιος Πάπας Ῥώμης ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται.
Ἀρχιερεὺς Βλάσιος ὡράθη μέγας,
Κόσμος πεφηνὼς μᾶλλον αὐτὸς τῷ θρόνῳ.
Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.
Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Β’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *