Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου19 Φεβρουαρίου
Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ
Τω αυτώ μηνί ΙΘ’, μνήμη του Αγίου Αποστόλου Αρχίππου.
Ποθών τον ακρόγωνον Άρχιππος λίθον,
Κατηλοήθη (ήτοι αλέσθη) τω πόθω τούτου λίθοις.
Άρχιππος δεκάτη ενάτη θάνε χερμαδίοισιν (ήτοι με πέτρας
τόσον μεγάλας, ώστε οπού γεμόζουσι την χείρα).
Ούτος εχρημάτισε μαθητής του Αποστόλου Παύλου, από τον οποίον επαινείται, και συστρατιώτης αυτού ονομάζεται εν τη προς Φιλήμονα επιστολή, και εν τη προς Κολασσαείς επιστολή γράφει περί αυτού· «Είπατε Αρχίππω, βλέπε την διακονίαν, ην παρέλαβες εν Κυρίω ίνα αυτήν πληρής» (Κολ. δ’, 17). Ούτος λοιπόν ευρισκόμενος εις τας Κολασσάς, αι οποίαι είναι πόλις της Φρυγίας, εκήρυττε τον λόγον του Ευαγγελίου ομού με τον Άγιον Φιλήμονα. Όθεν οι εκείσε ειδωλολάτραι ώρμησαν εναντίον τους, και πιάσαντες τον Απόστολον τούτον, έφερον αυτόν εις τον ηγεμόνα Αδροκλήν. Μη πεισθείς λοιπόν να θυσιάση εις το είδωλον το καλούμενον Μηνάν, εβάλθη μέσα εις ένα λάκκον και εχώσθη έως εις την μέσην. Έπειτα εκεντήθη με βελόνας από παιδία, και τελευταίον λιθοβοληθείς, ετελειώθη, και έλαβε παρά Κυρίου τον του μαρτυρίου αμαράντινον στέφανον (1).
(1) Όρα και εις την εικοστήν δευτέραν του Νοεμβρίου, όπου εορτάζεται ο Απόστολος ούτος Άρχιππος μετά του Φιλήμονος και Ονησίμου.
*
Τη αυτή ημέρα μνήμη των Αγίων Μαρτύρων Μαξίμου, Θεοδότου, και Ησυχίου.
Ανδρών τριας σύναθλος ευσθενεστάτη,
Ανδρίζεταί σοι και τομής Τριας μέχρι.
*
Μνήμη της Αγίας Μάρτυρος Ασκληπιοδότης.
Έστεψε Χριστός την Ασκληπιοδότην,
Ης εξέκοψε την κεφαλήν το ξίφος.
Ούτοι οι ανωτέρω Άγιοι παρασταθέντες εις τον ηγεμόνα, και μη πεισθέντες να αρνηθούν τον Χριστόν, πολλάς τιμωρίας έπαθον. Και πρώτον μεν κρεμασθέντες επάνω εις ξύλον, εξέσθησαν με ονύχια σιδηρά, έπειτα μεταφέρονται και τραβίζονται από μίαν πόλιν εις άλλην, μετά ταύτα δίδονται εις τα θηρία δια να τους φάγουν, αλλ’ όμως υπό της θείας χάριτος εφυλάχθησαν αβλαβείς. Ομοίως και η Αγία Ασκληπιοδότη ριφθείσα κατά γης ετανύσθη επάνω εις ξύλον, έπειτα εδέθη εις ένα ταύρον. Μετά ταύτα όλοι ομού λιθοβολούνται, και σύρονται εις τόπους αλσώδεις και δυσβάτους, και τελευταίον αποκεφαλίζονται, και ούτως οι μακάριοι λαμβάνουν τους στεφάνους της αθλήσεως.
*
Ο Όσιος Πατήρ ημών Ραβουλάς εν ειρήνη τελειούται.
Βουλάς Ραβουλάς θεις απράκτους δαιμόνων,
Απήρε βουλής του Θεού των ενθάδε.
Ούτος ο εν Αγίοις Πατήρ ημών Ραβουλάς ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Ζήνωνος εν έτει υος’ [476], εγεννήθη δε εις την πόλιν την λεγομένην Σαμόσατα, η οποία τώρα κοινώς ονομάζεται Σεμψάτ, ευρισκομένη εν τη Συρία, και τιμημένη με θρόνον Επισκόπου υπό τον Εδέσσης Μητροπολίτην. Παιδευθείς δε από ένα άνδρα ενδοξότατον, Βαρυψαβάν ονομαζόμενον, έμαθε την συριακήν γλώσσαν. Επειδή δε εκ νεαράς του ηλικίας εμεταχειρίζετο κάθε αρετήν, δια τούτο έγινε Μοναχός. Όθεν μακρύνας από τους ανθρώπους, εκατοίκει εις τα όρη και σπήλαια μόνος, καθώς εκατοίκει μόνος και ο μέγας Ηλίας, και Ιωάννης ο Βαπτιστής. Ύστερον δε από χρόνους ολίγους, επήγεν εις την Φοινίκην ομού με άλλους τινάς. Και επειδή εκεί έλαμψε περισσότερον με τας αρετάς, δια τούτο έγινε φανερός εις όλους και μη θέλωντας.
Όθεν με την συνεργίαν του βασιλέως Ζήνωνος, και Ιωάννου του Επισκόπου της Βηρυτού, ήτοι του Βερουτίου, εποίησε Μοναστήριον εις το μέσον του βουνού. Τότε λοιπόν ο θείος ούτος Ραβουλάς και οι συν αυτώ, ήτον ανάμεσα εις τους ειδωλολάτρας, καθώς ήτον ανάμεσα εις τους Ιουδαίους ο Παύλος και ο Βαρνάβας, ή και ο Πέτρος και Ιωάννης. Όθεν ποτέ μεν, ήλεγχον εκείνους, ποτέ δε, τους ενουθέτουν. Δια τούτο όλους σχεδόν τους εκεί ευρισκομένους Έλληνας μετέβαλον εις θεογνωσίαν. Τούτο εστάθη το πρώτον και εξαίρετον έργον οπού εκατώρθωσεν ο μακάριος Ραβουλάς. Αφ’ ου δε απέθανεν ο Ζήνων, έγινε διάδοχος της βασιλείας ο Δίκορος Αναστάσιος, εν έτει υϞα’ [491], με του οποίου την συνεργίαν έκτισεν άλλο Μοναστήριον ο Όσιος Ραβουλάς εις την Κωνσταντινούπολιν, το οποίον ονομάζεται εκ του ονόματός του Ραβουλά. Ομοίως εσύστησε και άλλα πολλά Μοναστήρια εις διαφόρους τόπους. Ήτον δε ο Όσιος ούτος εις όλα προσεκτικός και νηφάλιος, διδακτικός, αόργητος, συμπαθής, φιλάδελφος, και εις όλους εύσπλαγχνος. Όταν δε με κανένα πάθος ενωχλούσε τούτον ο πονηρός Διάβολος, τότε αυτός αντέλεγεν εις το πάθος εκείνο με ένα ρητόν της Αγίας Γραφής, και έτζι το εδίωκεν από λόγου του, επειδή και ήτον γεμάτος από ρητά της Παλαιάς και Νέας Γραφής. Έζησε δε ο Όσιος ούτος έως εις τους χρόνους του μεγάλου Ιουστινιανού, του οικοδομήσαντος τον Ναόν της Αγίας Σοφίας, και εν έτει φκζ’ [527] βασιλεύσαντος. Όταν δε έγινεν ογδοήκοντα χρόνων γέρωντας και ολίγον περισσότερον, τότε ήκουσε μίαν φωνήν άνωθεν, η οποία έλεγε· «Δεύτε προς με πάντες οι κοπιώντες και πεφορτισμένοι, καγώ αναπαύσω υμάς». Όθεν ύστερον ασθενήσας ολίγον, απήλθε προς Κύριον.
*
Οι Όσιοι Πατέρες ημών και Ομολογηταί Ευγένιος, και Μακάριος, εν ειρήνη τελειούνται.
Προ του θανείν πάσχουσι δεινά μυρία,
Ευγένιός τε και Μακάριος άμα.
Όταν ο Παραβάτης Ιουλιανός εβασίλευσε κατά συγχώρησιν Θεού εν έτει τξα’ [361], τότε οι Χριστιανοί όλοι έφευγον και εκρύπτοντο, δια να μη βλέπουν τας μιαράς θυσίας, οπού επρόσφερεν ο αλιτήριος εις τα είδωλα. Οι δε ομόφρονές του Έλληνες, όχι μόνον αυτοί έκαμναν ασελγείας μαζί με αυτόν, και με αυτάς εκατάσταινον τον εαυτόν τους ύλην και προσάναμμα του αιωνίου πυρός της κολάσεως, αλλά ακόμη και τους Χριστιανούς ηνάγκαζον να κάμνουσι τας αυτάς ασελγείας, και χωρίς να θέλουν. Τότε λοιπόν ο Μακάριος ούτος και ο Ευγένιος, οι δούλοι και θεράποντες του Χριστού, επιάσθησαν, και τον μεν Χριστόν, ωμολόγησαν ενώπιον του Παραβάτου, Θεόν αληθινόν και κριτήν ζώντων και νεκρών. Αυτόν δε τον δυσσεβή και αλάστορα τύραννον ήλεγξαν, διατί επαρέβη την εις Χριστόν πίστιν, και έγινεν ειδωλολάτρης. Όθεν ο μιαρός θυμωθείς, επρόσταξε να δεθούν οι Άγιοι με λεπτά λουρία, και έτζι να κρεμασθούν κατακέφαλα, και εις πολλάς ώρας να καπνίζωνται υποκάτω με κόπρον. Έπειτα επρόσταξε να πυρωθή μία σκάρα, και επάνω εις αυτήν να απλωθούν γυμνοί οι Άγιοι Μάρτυρες, οι οποίοι έχοντες τα ομμάτιά των εις τον Ουρανόν, και υπό της θείας χάριτος δυναμούμενοι, ήλεγχον την πονηρίαν και ασέβειαν του Παραβάτου. Δια τούτο επρόσταξεν ο θηριώδης και έβαλαν σίδηρα εις όλα τα μέλη του σώματός των, και έτζι τους εξώρισεν εις την Μαυριτανίαν, η οποία ευρίσκεται εις την Αφρικήν κατά το βασίλειον του Αλιτζερίου. Οι δε Άγιοι Μάρτυρες έχαιρον διατί εξωρίζοντο υπέρ του Χριστού. Όθεν και αγαλλώμενοι έψαλλον· «Μακάριοι οι άμωμοι εν οδώ, οι πορευόμενοι εν νόμω Κυρίου». Όταν δε έφθασαν εις την Μαυριτανίαν, ανέβηκαν επάνω εις ένα τόπον υψηλόν και εκεί απερνούσαν μόνοι.
Οι δε εγχώριοι έλεγον εις αυτούς, ευγήτε, αδελφοί, από τον τόπον τούτον, διατί εις αυτόν κατοικεί ένας φοβερός δράκων, ο οποίος είναι φθοροποιός εκείνων οπού πλησιάζουσιν εις αυτόν. Οι δε Άγιοι, δείξατε, είπον, εις ημάς το σπήλαιον, εις το οποίον ο δράκων ευρίσκεται. Εκείνοι δε έδειξαν εις αυτούς από μακρόθεν το σπήλαιον. Οι δε αοίδιμοι Μάρτυρες κλίναντες τα γόνατα εις την γην, επροσευχήθησαν, και ω του θαύματος! παρευθύς ήλθεν αστραποπελέκυ από τον ουρανόν, και κατέκαυσε τον δράκοντα, ο οποίος επήδησε δια να φύγη, αλλά δεν εδυνήθη. Κατεκαύθη λοιπόν και αυτό το χώμα της γης ομού με τον δράκοντα, και ο αέρας όλος εγέμωσεν από φαρμάκι. Τούτο δε το θαύμα βλέποντες οι εγχώριοι Έλληνες, επίστευσαν εις τον Χριστόν.
Τότε εμβαίνοντες οι Άγιοι μέσα εις το σπήλαιον του δράκοντος, επροσηύχοντο εις ημέρας ολοκλήρους τριάκοντα, χωρίς να έχουν τι να φάγουν, ή τι να πίουν. Αλλ’ όμως μετά ταύτα ήλθε φωνή εις αυτούς λέγουσα, δούλοι του αληθινού Θεού και Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, πηγαίνετε εις την πέτραν, οπού είναι κοντά σας. Οι δε Άγιοι προσέξαντες, είδον φως εις μίαν πέτραν, και ω του θαύματος! ευθύς εσχίσθη η πέτρα εις δύω μέρη, και ευγήκε νερόν πολύ, από το οποίον πέρνοντες οι Άγιοι έπιον και εχόρτασαν. Όθεν με την δύναμιν εκείνου ελαφρώθησαν από την πείναν και δίψαν, οπού είχον το πρότερον. Κατά δε την τριακοστήν ογδόην ημέραν παρεκάλεσαν τον Θεόν, να εύγουν από την παρούσαν ζωήν, και να υπάγουν εις την άλλην. Ο δε Κύριος επακούσας της δεήσεώς των, παρέλαβε τας ψυχάς και των δύω, δοξαζόντων και ευλογούντων αυτόν.
*
Μνήμη του Οσίου Πατρός ημών Κόνωνος.
Κόνων Όσιε ει πάλην οίδας φέρειν,
Και μισθόν είχες παρά Κυρίου μέγαν.
Ούτος ο Όσιος εκατάγετο από την Κιλικίαν, έγινε δε Μοναχός όταν ήτον πολλά νέος, εις το Μοναστήριον το καλούμενον του Πενθουκλά, το οποίον ήτον κοντά εις τον Ιορδάνην. Έγινε δε και Πρεσβύτερος, και έφθασεν εις το άκρον της ασκήσεως. Επειδή δε ο τότε Αρχιεπίσκοπος Ιεροσολύμων, Πέτρος ονόματι, έμαθε την θαυμαστήν άσκησιν του Οσίου, δια τούτο εδιώρισεν αυτόν να βαπτίζη όλους εκείνους, οπού επήγαιναν εις τον Ιορδάνην. Όθεν έχριεν αυτούς με το άγιον έλαιον και εβάπτιζεν. Όταν δε έμελλε να χρίση καμμίαν γυναίκα, εσκανδαλίζετο ως άνθρωπος, και δια τούτο εβούλετο να αναχωρήση από το Κοινόβιον. Όσαις δε φοραίς του ήρχετο λογισμός να αναχωρήση, εφαίνετο εις αυτόν ο μακάριος Ιωάννης ο Βαπτιστής και Πρόδρομος του Κυρίου, λέγων. Υπόμεινον γέρων, και εγώ σε ελαφρόνω από τον πόλεμον.
Μίαν δε ημέραν ήλθε μία κόρη από την Περσίαν δια να βαπτισθή, ήτον δε τόσον πολλά ωραία, ώστε οπού δεν εδυνήθη ο Άγιος να την χρίση γυμνήν. Όθεν έκαμε δύω ημέρας εκεί η κόρη άχριστος και αβάπτιστος. Ακούσας δε ο Αρχιεπίσκοπος τούτο, εξεπλάγη δια το σκάνδαλον του γέροντος, και ηθέλησε να διορίση γυναίκα επίτηδες δια να χρίη και να βαπτίζη τας γυναίκας. Αλλ’ όμως δεν ήτον τούτο δυνατόν, διατί ο τόπος έρημος ων, ή και δι’ άλλας περιστάσεις, δεν εσυγχώρει να γένη ένα τοιούτον. Ο δε γέρων λαβών το μηλωτάριόν του, ήτοι τον εκ δέρματος κατεσκευασμένον τορβάν του, όστις κοινώς λέγεται ταργατζίκα, ανεχώρησεν, ειπών, εις το εξής δεν μένω εις τον τόπον τούτον. Τότε υπήντησεν αυτόν ο τίμιος Πρόδρομος έξωθεν του Κοινοβίου, και λέγει εις αυτόν με πραείαν φωνήν. Γύρισαι εις το Μοναστήριόν σου, και εγώ σε ελαφρόνω από τον πόλεμον. Ο δε Αββάς Κόνων λέγει αυτώ με θυμόν. Πίστευσον ότι δεν γυρίζω, επειδή πολλαίς φοραίς υπεσχέθης να με ελαφρώσης, και τίποτε δεν έκαμες.
Τότε επίασεν αυτόν ο θείος Πρόδρομος, και γυρίσας τα φορέματά του, εσφράγισε με το σημείον του τιμίου Σταυρού τα υπό κάτω μέρη του ομφαλού του, και είπε. Πίστευσόν μοι Αββά Κόνων, εγώ ήθελον να έχης μισθόν δια τον πόλεμον αυτόν (2), πλην τώρα γύρισον εις το Μοναστήριόν σου και πλέον μη αμφιβάλης περί τούτου. Όθεν ο γέρων εγύρισεν εις το Κοινόβιον, και την αυρινήν ημέραν έχρισε και εβάπτισε την Πέρσισσαν κόρην, χωρίς να στοχασθή όλως ότι ήτον γυνή. Έζησε δε μετά ταύτα ο Όσιος άλλους είκοσι χρόνους, και φθάσας εις το άκρον της απαθείας, ώστε οπού ενομίζετο ότι έγινεν υπέρ άνθρωπον, εν ειρήνη εκοιμήθη.
(2) Δια τούτο αναγινώσκομεν εις το Γεροντικόν, ότι είπε γέρων, πως όποιος υποφέρει τον πόλεμον της σαρκός, και δεν συγκατατίθεται εις τους πορνικούς λογισμούς, αυτός στέφανον μαρτυρίου έχει να λάβη παρά Θεού.
*
Μνήμη της Οσίας μητρός ημών Φιλοθέας της εξ Αθηνών (3).
(3) Όρα αυτής τον Βίον εις το Νέον Λειμωνάριον.
Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.
Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *
Τῷ αὐτῷ μηνὶ ΙΘ΄, μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Ἀρχίππου.
Ποθῶν τὸν ἀκρόγωνον Ἄρχιππος λίθον,
Κατηλοήθη (ἤτοι ἀλέσθη) τῷ πόθῳ τούτου λίθοις.
Ἄρχιππος δεκάτῃ ἐνάτῃ θάνε χερμαδίοισιν (ἤτοι μὲ πέτρας
τόσον μεγάλας, ὥστε ὁποῦ γεμόζουσι τὴν χεῖρα).
Οὗτος ἐχρημάτισε μαθητὴς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, ἀπὸ τὸν ὁποῖον ἐπαινεῖται, καὶ συστρατιώτης αὐτοῦ ὀνομάζεται ἐν τῇ πρὸς Φιλήμονα ἐπιστολῇ, καὶ ἐν τῇ πρὸς Κολασσαεῖς ἐπιστολῇ γράφει περὶ αὐτοῦ· «Εἴπατε Ἀρχίππῳ, βλέπε τὴν διακονίαν, ἣν παρέλαβες ἐν Κυρίῳ ἵνα αὐτὴν πληρῇς» (Κολ. δ΄, 17). Οὗτος λοιπὸν εὑρισκόμενος εἰς τὰς Κολασσάς, αἱ ὁποῖαι εἶναι πόλις τῆς Φρυγίας, ἐκήρυττε τὸν λόγον τοῦ Εὐαγγελίου ὁμοῦ μὲ τὸν Ἅγιον Φιλήμονα. Ὅθεν οἱ ἐκεῖσε εἰδωλολάτραι ὥρμησαν ἐναντίον τους, καὶ πιάσαντες τὸν Ἀπόστολον τοῦτον, ἔφερον αὐτὸν εἰς τὸν ἡγεμόνα Ἀδροκλῆν. Μὴ πεισθεὶς λοιπὸν νὰ θυσιάσῃ εἰς τὸ εἴδωλον τὸ καλούμενον Μηνᾶν, ἐβάλθη μέσα εἰς ἕνα λάκκον καὶ ἐχώσθη ἕως εἰς τὴν μέσην. Ἔπειτα ἐκεντήθη μὲ βελόνας ἀπὸ παιδία, καὶ τελευταῖον λιθοβοληθείς, ἐτελειώθη, καὶ ἔλαβε παρὰ Κυρίου τὸν τοῦ μαρτυρίου ἀμαράντινον στέφανον (1).
(1) Ὅρα καὶ εἰς τὴν εἰκοστὴν δευτέραν τοῦ Νοεμβρίου, ὅπου ἑορτάζεται ὁ Ἀπόστολος οὗτος Ἄρχιππος μετὰ τοῦ Φιλήμονος καὶ Ὀνησίμου.
*
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τῶν Ἁγίων Μαρτύρων Μαξίμου, Θεοδότου, καὶ Ἡσυχίου.
Ἀνδρῶν τριὰς σύναθλος εὐσθενεστάτη,
Ἀνδρίζεταί σοι καὶ τομῆς Τριὰς μέχρι.
*
Μνήμη τῆς Ἁγίας Μάρτυρος Ἀσκληπιοδότης.
Ἔστεψε Χριστὸς τὴν Ἀσκληπιοδότην,
Ἧς ἐξέκοψε τὴν κεφαλὴν τὸ ξίφος.
Οὗτοι οἱ ἀνωτέρω Ἅγιοι παρασταθέντες εἰς τὸν ἡγεμόνα, καὶ μὴ πεισθέντες νὰ ἀρνηθοῦν τὸν Χριστόν, πολλὰς τιμωρίας ἔπαθον. Καὶ πρῶτον μὲν κρεμασθέντες ἐπάνω εἰς ξύλον, ἐξέσθησαν μὲ ὀνύχια σιδηρᾶ, ἔπειτα μεταφέρονται καὶ τραβίζονται ἀπὸ μίαν πόλιν εἰς ἄλλην, μετὰ ταῦτα δίδονται εἰς τὰ θηρία διὰ νὰ τοὺς φάγουν, ἀλλ’ ὅμως ὑπὸ τῆς θείας χάριτος ἐφυλάχθησαν ἀβλαβεῖς. Ὁμοίως καὶ ἡ Ἁγία Ἀσκληπιοδότη ῥιφθεῖσα κατὰ γῆς ἐτανύσθη ἐπάνω εἰς ξύλον, ἔπειτα ἐδέθη εἰς ἕνα ταῦρον. Μετὰ ταῦτα ὅλοι ὁμοῦ λιθοβολοῦνται, καὶ σύρονται εἰς τόπους ἀλσώδεις καὶ δυσβάτους, καὶ τελευταῖον ἀποκεφαλίζονται, καὶ οὕτως οἱ μακάριοι λαμβάνουν τοὺς στεφάνους τῆς ἀθλήσεως.
*
Ὁ Ὅσιος Πατὴρ ἡμῶν Ῥαβουλᾶς ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται.
Βουλὰς Ῥαβουλᾶς θεὶς ἀπράκτους δαιμόνων,
Ἀπῆρε βουλῆς τοῦ Θεοῦ τῶν ἐνθάδε.
Οὗτος ὁ ἐν Ἁγίοις Πατὴρ ἡμῶν Ῥαβουλᾶς ἦτον κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Ζήνωνος ἐν ἔτει υος΄ [476], ἐγεννήθη δὲ εἰς τὴν πόλιν τὴν λεγομένην Σαμόσατα, ἡ ὁποία τώρα κοινῶς ὀνομάζεται Σεμψάτ, εὑρισκομένη ἐν τῇ Συρίᾳ, καὶ τιμημένη μὲ θρόνον Ἐπισκόπου ὑπὸ τὸν Ἐδέσσης Μητροπολίτην. Παιδευθεὶς δὲ ἀπὸ ἕνα ἄνδρα ἐνδοξότατον, Βαρυψαβᾶν ὀνομαζόμενον, ἔμαθε τὴν συριακὴν γλῶσσαν. Ἐπειδὴ δὲ ἐκ νεαρᾶς του ἡλικίας ἐμεταχειρίζετο κάθε ἀρετήν, διὰ τοῦτο ἔγινε Μοναχός. Ὅθεν μακρύνας ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, ἐκατοίκει εἰς τὰ ὄρη καὶ σπήλαια μόνος, καθὼς ἐκατοίκει μόνος καὶ ὁ μέγας Ἠλίας, καὶ Ἰωάννης ὁ Βαπτιστής. Ὕστερον δὲ ἀπὸ χρόνους ὀλίγους, ἐπῆγεν εἰς τὴν Φοινίκην ὁμοῦ μὲ ἄλλους τινάς. Καὶ ἐπειδὴ ἐκεῖ ἔλαμψε περισσότερον μὲ τὰς ἀρετάς, διὰ τοῦτο ἔγινε φανερὸς εἰς ὅλους καὶ μὴ θέλωντας.
Ὅθεν μὲ τὴν συνεργίαν τοῦ βασιλέως Ζήνωνος, καὶ Ἰωάννου τοῦ Ἐπισκόπου τῆς Βηρυτοῦ, ἤτοι τοῦ Βερουτίου, ἐποίησε Μοναστήριον εἰς τὸ μέσον τοῦ βουνοῦ. Τότε λοιπὸν ὁ θεῖος οὗτος Ῥαβουλᾶς καὶ οἱ σὺν αὐτῷ, ἦτον ἀνάμεσα εἰς τοὺς εἰδωλολάτρας, καθὼς ἦτον ἀνάμεσα εἰς τοὺς Ἰουδαίους ὁ Παῦλος καὶ ὁ Βαρνάβας, ἢ καὶ ὁ Πέτρος καὶ Ἰωάννης. Ὅθεν ποτὲ μέν, ἤλεγχον ἐκείνους, ποτὲ δέ, τοὺς ἐνουθέτουν. Διὰ τοῦτο ὅλους σχεδὸν τοὺς ἐκεῖ εὑρισκομένους Ἕλληνας μετέβαλον εἰς θεογνωσίαν. Τοῦτο ἐστάθη τὸ πρῶτον καὶ ἐξαίρετον ἔργον ὁποῦ ἐκατώρθωσεν ὁ μακάριος Ῥαβουλᾶς. Ἀφ’ οὗ δὲ ἀπέθανεν ὁ Ζήνων, ἔγινε διάδοχος τῆς βασιλείας ὁ Δίκορος Ἀναστάσιος, ἐν ἔτει υϞα΄ [491], μὲ τοῦ ὁποίου τὴν συνεργίαν ἔκτισεν ἄλλο Μοναστήριον ὁ Ὅσιος Ῥαβουλᾶς εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν, τὸ ὁποῖον ὀνομάζεται ἐκ τοῦ ὀνόματός του Ῥαβουλᾶ. Ὁμοίως ἐσύστησε καὶ ἄλλα πολλὰ Μοναστήρια εἰς διαφόρους τόπους. Ἦτον δὲ ὁ Ὅσιος οὗτος εἰς ὅλα προσεκτικὸς καὶ νηφάλιος, διδακτικός, ἀόργητος, συμπαθής, φιλάδελφος, καὶ εἰς ὅλους εὔσπλαγχνος. Ὅταν δὲ μὲ κᾀνένα πάθος ἐνωχλοῦσε τοῦτον ὁ πονηρὸς Διάβολος, τότε αὐτὸς ἀντέλεγεν εἰς τὸ πάθος ἐκεῖνο μὲ ἕνα ῥητὸν τῆς Ἁγίας Γραφῆς, καὶ ἔτζι τὸ ἐδίωκεν ἀπὸ λόγου του, ἐπειδὴ καὶ ἦτον γεμάτος ἀπὸ ῥητὰ τῆς Παλαιᾶς καὶ Νέας Γραφῆς. Ἔζησε δὲ ὁ Ὅσιος οὗτος ἕως εἰς τοὺς χρόνους τοῦ μεγάλου Ἰουστινιανοῦ, τοῦ οἰκοδομήσαντος τὸν Ναὸν τῆς Ἁγίας Σοφίας, καὶ ἐν ἔτει φκζ΄ [527] βασιλεύσαντος. Ὅταν δὲ ἔγινεν ὀγδοήκοντα χρόνων γέρωντας καὶ ὀλίγον περισσότερον, τότε ἤκουσε μίαν φωνὴν ἄνωθεν, ἡ ὁποία ἔλεγε· «Δεῦτε πρός με πᾶντες οἱ κοπιῶντες καὶ πεφορτισμένοι, κᾀγὼ ἀναπαύσω ὑμᾶς». Ὅθεν ὕστερον ἀσθενήσας ὀλίγον, ἀπῆλθε πρὸς Κύριον.
*
Οἱ Ὅσιοι Πατέρες ἡμῶν καὶ Ὁμολογηταὶ Εὐγένιος, καὶ Μακάριος, ἐν εἰρήνῃ τελειοῦνται.
Πρὸ τοῦ θανεῖν πάσχουσι δεινὰ μυρία,
Εὐγένιός τε καὶ Μακάριος ἅμα.
Ὅταν ὁ Παραβάτης Ἰουλιανὸς ἐβασίλευσε κατὰ συγχώρησιν Θεοῦ ἐν ἔτει τξα΄ [361], τότε οἱ Χριστιανοὶ ὅλοι ἔφευγον καὶ ἐκρύπτοντο, διὰ νὰ μὴ βλέπουν τὰς μιαρὰς θυσίας, ὁποῦ ἐπρόσφερεν ὁ ἀλιτήριος εἰς τὰ εἴδωλα. Οἱ δὲ ὁμόφρονές του Ἕλληνες, ὄχι μόνον αὐτοὶ ἔκαμναν ἀσελγείας μαζὶ μὲ αὐτόν, καὶ μὲ αὐτὰς ἐκατάσταινον τὸν ἑαυτόν τους ὕλην καὶ προσάναμμα τοῦ αἰωνίου πυρὸς τῆς κολάσεως, ἀλλὰ ἀκόμη καὶ τοὺς Χριστιανοὺς ἠνάγκαζον νὰ κάμνουσι τὰς αὐτὰς ἀσελγείας, καὶ χωρὶς νὰ θέλουν. Τότε λοιπὸν ὁ Μακάριος οὗτος καὶ ὁ Εὐγένιος, οἱ δοῦλοι καὶ θεράποντες τοῦ Χριστοῦ, ἐπιάσθησαν, καὶ τὸν μὲν Χριστόν, ὡμολόγησαν ἐνώπιον τοῦ Παραβάτου, Θεὸν ἀληθινὸν καὶ κριτὴν ζώντων καὶ νεκρῶν. Αὐτὸν δὲ τὸν δυσσεβῆ καὶ ἀλάστορα τύραννον ἤλεγξαν, διατὶ ἐπαρέβη τὴν εἰς Χριστὸν πίστιν, καὶ ἔγινεν εἰδωλολάτρης. Ὅθεν ὁ μιαρὸς θυμωθείς, ἐπρόσταξε νὰ δεθοῦν οἱ Ἅγιοι μὲ λεπτὰ λουρία, καὶ ἔτζι νὰ κρεμασθοῦν κατακέφαλα, καὶ εἰς πολλὰς ὥρας νὰ καπνίζωνται ὑποκάτω μὲ κόπρον. Ἔπειτα ἐπρόσταξε νὰ πυρωθῇ μία σκάρα, καὶ ἐπάνω εἰς αὐτὴν νὰ ἁπλωθοῦν γυμνοὶ οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες, οἱ ὁποῖοι ἔχοντες τὰ ὀμμάτιά των εἰς τὸν Οὐρανόν, καὶ ὑπὸ τῆς θείας χάριτος δυναμούμενοι, ἤλεγχον τὴν πονηρίαν καὶ ἀσέβειαν τοῦ Παραβάτου. Διὰ τοῦτο ἐπρόσταξεν ὁ θηριώδης καὶ ἔβαλαν σίδηρα εἰς ὅλα τὰ μέλη τοῦ σώματός των, καὶ ἔτζι τοὺς ἐξώρισεν εἰς τὴν Μαυριτανίαν, ἡ ὁποία εὑρίσκεται εἰς τὴν Ἀφρικὴν κατὰ τὸ βασίλειον τοῦ Ἀλιτζερίου. Οἱ δὲ Ἅγιοι Μάρτυρες ἔχαιρον διατὶ ἐξωρίζοντο ὑπὲρ τοῦ Χριστοῦ. Ὅθεν καὶ ἀγαλλώμενοι ἔψαλλον· «Μακάριοι οἱ ἄμωμοι ἐν ὁδῷ, οἱ πορευόμενοι ἐν νόμῳ Κυρίου». Ὅταν δὲ ἔφθασαν εἰς τὴν Μαυριτανίαν, ἀνέβηκαν ἐπάνω εἰς ἕνα τόπον ὑψηλὸν καὶ ἐκεῖ ἀπερνοῦσαν μόνοι.
Οἱ δὲ ἐγχώριοι ἔλεγον εἰς αὐτούς, εὐγῆτε, ἀδελφοί, ἀπὸ τὸν τόπον τοῦτον, διατὶ εἰς αὐτὸν κατοικεῖ ἕνας φοβερὸς δράκων, ὁ ὁποῖος εἶναι φθοροποιὸς ἐκείνων ὁποῦ πλησιάζουσιν εἰς αὐτόν. Οἱ δὲ Ἅγιοι, δείξατε, εἶπον, εἰς ἡμᾶς τὸ σπήλαιον, εἰς τὸ ὁποῖον ὁ δράκων εὑρίσκεται. Ἐκεῖνοι δὲ ἔδειξαν εἰς αὐτοὺς ἀπὸ μακρόθεν τὸ σπήλαιον. Οἱ δὲ ἀοίδιμοι Μάρτυρες κλίναντες τὰ γόνατα εἰς τὴν γῆν, ἐπροσευχήθησαν, καὶ ὢ τοῦ θαύματος! παρευθὺς ἦλθεν ἀστραποπελέκυ ἀπὸ τὸν οὐρανόν, καὶ κατέκαυσε τὸν δράκοντα, ὁ ὁποῖος ἐπήδησε διὰ νὰ φύγῃ, ἀλλὰ δὲν ἐδυνήθη. Κατεκαύθη λοιπὸν καὶ αὐτὸ τὸ χῶμα τῆς γῆς ὁμοῦ μὲ τὸν δράκοντα, καὶ ὁ ἀέρας ὅλος ἐγέμωσεν ἀπὸ φαρμάκι. Τοῦτο δὲ τὸ θαῦμα βλέποντες οἱ ἐγχώριοι Ἕλληνες, ἐπίστευσαν εἰς τὸν Χριστόν.
Τότε ἐμβαίνοντες οἱ Ἅγιοι μέσα εἰς τὸ σπήλαιον τοῦ δράκοντος, ἐπροσηύχοντο εἰς ἡμέρας ὁλοκλήρους τριάκοντα, χωρὶς νὰ ἔχουν τί νὰ φάγουν, ἢ τί νὰ πίουν. Ἀλλ’ ὅμως μετὰ ταῦτα ἦλθε φωνὴ εἰς αὐτοὺς λέγουσα, δοῦλοι τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ καὶ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, πηγαίνετε εἰς τὴν πέτραν, ὁποῦ εἶναι κοντά σας. Οἱ δὲ Ἅγιοι προσέξαντες, εἶδον φῶς εἰς μίαν πέτραν, καὶ ὢ τοῦ θαύματος! εὐθὺς ἐσχίσθη ἡ πέτρα εἰς δύω μέρη, καὶ εὐγῆκε νερὸν πολύ, ἀπὸ τὸ ὁποῖον πέρνοντες οἱ Ἅγιοι ἔπιον καὶ ἐχόρτασαν. Ὅθεν μὲ τὴν δύναμιν ἐκείνου ἐλαφρώθησαν ἀπὸ τὴν πεῖναν καὶ δίψαν, ὁποῦ εἶχον τὸ πρότερον. Κατὰ δὲ τὴν τριακοστὴν ὀγδόην ἡμέραν παρεκάλεσαν τὸν Θεόν, νὰ εὔγουν ἀπὸ τὴν παροῦσαν ζωήν, καὶ νὰ ὑπάγουν εἰς τὴν ἄλλην. Ὁ δὲ Κύριος ἐπακούσας τῆς δεήσεώς των, παρέλαβε τὰς ψυχὰς καὶ τῶν δύω, δοξαζόντων καὶ εὐλογούντων αὐτόν.
*
Μνήμη τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Κόνωνος.
Κόνων Ὅσιε εἰ πάλην οἶδας φέρειν,
Καὶ μισθὸν εἶχες παρὰ Κυρίου μέγαν.
Οὗτος ὁ Ὅσιος ἐκατάγετο ἀπὸ τὴν Κιλικίαν, ἔγινε δὲ Μοναχὸς ὅταν ἦτον πολλὰ νέος, εἰς τὸ Μοναστήριον τὸ καλούμενον τοῦ Πενθουκλᾶ, τὸ ὁποῖον ἦτον κοντὰ εἰς τὸν Ἰορδάνην. Ἔγινε δὲ καὶ Πρεσβύτερος, καὶ ἔφθασεν εἰς τὸ ἄκρον τῆς ἀσκήσεως. Ἐπειδὴ δὲ ὁ τότε Ἀρχιεπίσκοπος Ἱεροσολύμων, Πέτρος ὀνόματι, ἔμαθε τὴν θαυμαστὴν ἄσκησιν τοῦ Ὁσίου, διὰ τοῦτο ἐδιώρισεν αὐτὸν νὰ βαπτίζῃ ὅλους ἐκείνους, ὁποῦ ἐπήγαιναν εἰς τὸν Ἰορδάνην. Ὅθεν ἔχριεν αὐτοὺς μὲ τὸ ἅγιον ἔλαιον καὶ ἐβάπτιζεν. Ὅταν δὲ ἔμελλε νὰ χρίσῃ κᾀμμίαν γυναῖκα, ἐσκανδαλίζετο ὡς ἄνθρωπος, καὶ διὰ τοῦτο ἐβούλετο νὰ ἀναχωρήσῃ ἀπὸ τὸ Κοινόβιον. Ὅσαις δὲ φοραῖς τοῦ ἤρχετο λογισμὸς νὰ ἀναχωρήσῃ, ἐφαίνετο εἰς αὐτὸν ὁ μακάριος Ἰωάννης ὁ Βαπτιστὴς καὶ Πρόδρομος τοῦ Κυρίου, λέγων. Ὑπόμεινον γέρων, καὶ ἐγὼ σὲ ἐλαφρόνω ἀπὸ τὸν πόλεμον.
Μίαν δὲ ἡμέραν ἦλθε μία κόρη ἀπὸ τὴν Περσίαν διὰ νὰ βαπτισθῇ, ἦτον δὲ τόσον πολλὰ ὡραία, ὥστε ὁποῦ δὲν ἐδυνήθη ὁ Ἅγιος νὰ τὴν χρίσῃ γυμνήν. Ὅθεν ἔκαμε δύω ἡμέρας ἐκεῖ ἡ κόρη ἄχριστος καὶ ἀβάπτιστος. Ἀκούσας δὲ ὁ Ἀρχιεπίσκοπος τοῦτο, ἐξεπλάγη διὰ τὸ σκάνδαλον τοῦ γέροντος, καὶ ἠθέλησε νὰ διορίσῃ γυναῖκα ἐπίτηδες διὰ νὰ χρίῃ καὶ νὰ βαπτίζῃ τὰς γυναῖκας. Ἀλλ’ ὅμως δὲν ἦτον τοῦτο δυνατόν, διατὶ ὁ τόπος ἔρημος ὤν, ἢ καὶ δι’ ἄλλας περιστάσεις, δὲν ἐσυγχώρει νὰ γένῃ ἕνα τοιοῦτον. Ὁ δὲ γέρων λαβὼν τὸ μηλωτάριόν του, ἤτοι τὸν ἐκ δέρματος κατεσκευασμένον τορβάν του, ὅστις κοινῶς λέγεται ταργατζίκα, ἀνεχώρησεν, εἰπών, εἰς τὸ ἑξῆς δὲν μένω εἰς τὸν τόπον τοῦτον. Τότε ὑπήντησεν αὐτὸν ὁ τίμιος Πρόδρομος ἔξωθεν τοῦ Κοινοβίου, καὶ λέγει εἰς αὐτὸν μὲ πραεῖαν φωνήν. Γύρισαι εἰς τὸ Μοναστήριόν σου, καὶ ἐγὼ σὲ ἐλαφρόνω ἀπὸ τὸν πόλεμον. Ὁ δὲ Ἀββᾶς Κόνων λέγει αὐτῷ μὲ θυμόν. Πίστευσον ὅτι δὲν γυρίζω, ἐπειδὴ πολλαῖς φοραῖς ὑπεσχέθης νὰ μὲ ἐλαφρώσῃς, καὶ τίποτε δὲν ἔκαμες.
Τότε ἐπίασεν αὐτὸν ὁ θεῖος Πρόδρομος, καὶ γυρίσας τὰ φορέματά του, ἐσφράγισε μὲ τὸ σημεῖον τοῦ τιμίου Σταυροῦ τὰ ὑπὸ κάτω μέρη τοῦ ὀμφαλοῦ του, καὶ εἶπε. Πίστευσόν μοι Ἀββᾶ Κόνων, ἐγὼ ἤθελον νὰ ἔχῃς μισθὸν διὰ τὸν πόλεμον αὐτόν (2), πλὴν τώρα γύρισον εἰς τὸ Μοναστήριόν σου καὶ πλέον μὴ ἀμφιβάλῃς περὶ τούτου. Ὅθεν ὁ γέρων ἐγύρισεν εἰς τὸ Κοινόβιον, καὶ τὴν αὐρινὴν ἡμέραν ἔχρισε καὶ ἐβάπτισε τὴν Πέρσισσαν κόρην, χωρὶς νὰ στοχασθῇ ὅλως ὅτι ἦτον γυνή. Ἔζησε δὲ μετὰ ταῦτα ὁ Ὅσιος ἄλλους εἴκοσι χρόνους, καὶ φθάσας εἰς τὸ ἄκρον τῆς ἀπαθείας, ὥστε ὁποῦ ἐνομίζετο ὅτι ἔγινεν ὑπὲρ ἄνθρωπον, ἐν εἰρήνῃ ἐκοιμήθη.
(2) Διὰ τοῦτο ἀναγινώσκομεν εἰς τὸ Γεροντικόν, ὅτι εἶπε γέρων, πῶς ὅποιος ὑποφέρει τὸν πόλεμον τῆς σαρκός, καὶ δὲν συγκατατίθεται εἰς τοὺς πορνικοὺς λογισμούς, αὐτὸς στέφανον μαρτυρίου ἔχει νὰ λάβῃ παρὰ Θεοῦ.
*
Μνήμη τῆς Ὁσίας μητρὸς ἡμῶν Φιλοθέας τῆς ἐξ Ἀθηνῶν (3).
(3) Ὅρα αὐτῆς τὸν Βίον εἰς τὸ Νέον Λειμωνάριον.
Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.
Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Β’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *