Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου15 Φεβρουαρίου
Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ
Τω αυτώ μηνί ΙΕ’, μνήμη του Αγίου Αποστόλου Ονησίμου.
Ήπλωσεν Ονήσιμος εις θλάσιν σκέλη,
Παύλου σκελών δραμόντα γενναίους δρόμους.
Πέμπτη Ονησίμου σκέλεα θραύσαν δεκάτη τε.
Ούτος ο Άγιος Ονήσιμος ήτον δούλος του Αποστόλου Φιλήμονος, όστις, κατά τον Κύρου Θεοδώρητον, εκατάγετο από τας Κολασσάς (1), προς τον οποίον γράφει χωριστήν επιστολήν ο μακάριος Παύλος. Κλέψας δε ο Ονήσιμος ούτος άσπρα από τον οίκον του Φιλήμονος, ως τούτο δηλούται από την ρηθείσαν του Παύλου προς Φιλήμονα επιστολήν, έφυγε και επήγεν εις την Ρώμην, και εκεί ανταμώσας τον Απόστολον Παύλον εις τα δεσμά ευρισκόμενον, εκατηχήθη από αυτόν την εις Χριστόν πίστιν, και βαπτισθείς, έγινε και αυτός θαυμάσιος εις την αρετήν. Επειδή δε ο Παύλος δεν έκρινε δίκαιον να λυπήται ο Φιλήμων δια την κλεψίαν και φυγήν του δούλου του τούτου Ονησίμου, δια τούτο απέστειλεν αυτόν οπίσω εις τον αυθέντην του Φιλήμονα, ομού με την προς Φιλήμονα συστατικήν και παραθετικήν επιστολήν.
Ο δε Φιλήμων δεξάμενος τον Ονήσιμον συν τη επιστολή, εχάρη, και πάλιν απέστειλεν αυτόν οπίσω εις τον Παύλον, και υπηρέτει. Αφ’ ου δε ο Παύλος ετελείωσε δια του μαρτυρίου, επιάσθη ο θείος ούτος Ονήσιμος και εφέρθη εις τον Τέρτυλον τον της Ρώμης έπαρχον, ο δε έπαρχος έπεμψεν αυτόν εις Ποτιόλους ως κατάδικον. Εκεί δε πηγαίνωντας και ο Τέρτυλος, και βλέπωντας τον Απόστολον επιμένοντα εις την του Χριστού πίστιν, πρώτον μεν, επρόσταξε και τον έδειραν δυνατά με ραβδία, έπειτα δε, ετζάκισαν τα σκέλη του, και έτζι αφήκεν ο μακάριος την πρόσκαιρον ταύτην ζωήν, και απήλθεν εις την αιώνιον (2).
(1) Όρα και εις τας εικοσιδύω του Νοεμβρίου, ότε εορτάζεται ο Άγιος ούτος Ονήσιμος μετά του Αγίου Φιλήμονος.
(2) Ο δε ελληνικός και πλατύτερος αυτού Βίος ευρίσκεται εν τη Ιερά Μονή των Ιβήρων και εν άλλαις, ου η αρχή· «Χαίρει και γένος».
*
Τη αυτή ημέρα μνήμη του Οσίου Πατρός ημών Ευσεβίου.
Ανθρώπινον παρήλθεν ασμένως βίον,
Ευσέβιος το θαύμα και των Αγγέλων.
Ούτος ο Όσιος από ποίον τόπον εκατάγετο, και από ποίους γονείς εγεννήθη, δεν εφανέρωσεν η κατ’ αυτόν ιστορία. Εκείνο δε οπού ηξεύρομεν περί αυτού, εκείνο και λέγομεν, ότι δια μέσου των ασκητικών του πόνων απόκτησε πατρίδα τον Ουρανόν. Και πρώτον μεν, επήγεν εις ένα Μοναστήριον και έγινε Μοναχός, έπειτα δε, ανέβη εις μίαν ράχιν ενός βουνού, εις χωρίον Ασιχά καλούμενον, και εκεί έκτισεν ένα μικρόν περιτείχισμα από ξηρολίθους, μέσα εις το οποίον διεπέρασε ταλαιπωρημένος ο αοίδιμος, χωρίς στέγην και σκέπασμα. Και φόρεμα μεν είχε δερμάτινον, τροφήν δε είχε ρεβίθια και κουκιά βρεγμένα. Καμμίαν φοράν δε έτρωγε και ξηρά σύκα, δια να δυναμόνη την ασθένειαν του σώματος. Τόσον δε πολλά εκράτει αδιακόπως την άσκησιν από την αρχήν έως τέλους, ώστε οπού, και όταν έφθασεν εις γήρας βαθύ, και εύγαλε τα περισσότερα οδόντιά του, και τότε λέγω ακόμη δεν άλλαξεν ούτε το φαγητόν του, ούτε την κατοικίαν του. Αλλ’ υπέφερεν ο τρισόλβιος ανδρείως τας εναντίας του αέρος ποιότητας, καταζαρωμένον έχων το πρόσωπον, και κατεξηραμένα τα μέλη του σώματος, εις τρόπον ότι, ούτε αυτή η ζώνη εδύνετο να σταθή εις την μέσην του, αλλ’ έπιπτε κάτω, επειδή κατεφαγώθησαν αι σάρκες οπού ευρίσκονται παρακάτω από την μέσην. Ομοίως και τα κόκκαλα, οπού είναι από το ένα μέρος και από το άλλο της μέσης, επάνω εις τα οποία στέκονται τα μηρία (3).
Επειδή δε πολλοί ήρχοντο εις αυτόν, και ετάραττον την ησυχίαν του, δια τούτο μισώντας τας ταραχάς, επήγεν εις ένα ασκητήριον, το οποίον ήτον εκεί κοντά, και ποιήσας ένα περιτείχισμα εις την γωνίαν του τοίχου, εκεί ηγωνίζετο με τους συνειθισμένους αγώνας. Λέγουσι δε, ότι εις όλας τας επτά εβδομάδας της Μεγάλης Τεσσαρακοστής έτρωγε μόνον δεκαπέντε σύκα ξηρά με όλον οπού ήτον αποκαμωμένος από μίαν ασθένειαν ανεκδιήγητον. Με τοιούτους λοιπόν κόπους και ιδρώτας περιρρεόμενος ο γενναίος αγωνιστής, έζησε χρόνους εννενήκοντα και περισσοτέρους, και ούτω προς Κύριον εξεδήμησεν.
(3) Και τούτου του Οσίου το διήγημα γράφει ο Κύρου Θεοδώρητος εν αριθμώ δεκάτω ογδόω της Φιλοθέου Ιστορίας, αφ’ ου και το παρόν ερανίσθη Συναξάριον. Προσθέττει δε και ταύτα, ότι επειδή η ζώνη δεν εδύνατο να σταθή εις την μέσην του, έρραψεν αυτήν ο Όσιος μαζί με το φόρεμά του, και έτζι εστάθηκε. Και ότι αγκαλά και τους άλλους δεν εδέχετο εις ομιλίαν, τον Θεοδώρητον όμως εδέχετο, και αξίονεν αυτόν της γλυκείας εκείνης και Θεώ φίλης φωνής του. Και απιέναι βουλόμενον, επιπλείστον κατείχε περί των Ουρανίων πραγμάτων διαλεγόμενος.
*
Μνήμη του Αγίου Μάρτυρος Μαΐωρος.
Μάστιξι πλησθείς τας ψόας εμπαιγμάτων,
Δαβίδ το ρητόν φάσκε Μάρτυς Μαΐωρ.
Ούτος ήτον επί Διοκλητιανού και Μαξιμιανού των βασιλέων εν έτει σϞε’ [295], στρατιώτης ων υποκάτω εις το τάγμα το ονομαζόμενον των Μαύρων. Όταν δε ευρίσκετο εις την πόλιν της Γάζας, εδιαβάλθη εις τον εκεί άρχοντα, ότι ήτον Χριστιανός. Παρασταθείς λοιπόν επί του κριτηρίου, και Χριστιανόν ομολογήσας τον εαυτόν του, δέρνεται αδιακόπως εις επτά ημέρας, και με τόσην πολλήν σφοδρότητα, ώστε οπού τριανταέξι στρατιώται εμεταλλάχθησαν, δέρνοντες αυτόν. Το δε αίμα έτρεχε ποταμηδόν από το σώμα του, ώστε οπού εκοκκίνισεν όλην εκείνην την γην. Ανδρείως λοιπόν υπομείνας την τόσην μεγάλην τιμωρίαν ο του Χριστού γενναίος αγωνιστής, από την στρατιωτικήν δύναμιν, επορεύθη δαβιτικώς εις δύναμιν στρατιάς ουρανίου, παραδούς την ψυχήν του εις χείρας Θεού, και λαβών του μαρτυρίου τον στέφανον.
*
Η Σύναξις του Αγίου Αποστόλου και Ευαγγελιστού Ιωάννου του Θεολόγου, εν τοις Διακονίσσης.
Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.
Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *
Τῷ αὐτῷ μηνὶ ΙΕ΄, μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Ὀνησίμου.
Ἥπλωσεν Ὀνήσιμος εἰς θλάσιν σκέλη,
Παύλου σκελῶν δραμόντα γενναίους δρόμους.
Πέμπτῃ Ὀνησίμου σκέλεα θραῦσαν δεκάτῃ τε.
Οὗτος ὁ Ἅγιος Ὀνήσιμος ἦτον δοῦλος τοῦ Ἀποστόλου Φιλήμονος, ὅστις, κατὰ τὸν Κύρου Θεοδώρητον, ἐκατάγετο ἀπὸ τὰς Κολασσάς (1), πρὸς τὸν ὁποῖον γράφει χωριστὴν ἐπιστολὴν ὁ μακάριος Παῦλος. Κλέψας δὲ ὁ Ὀνήσιμος οὗτος ἄσπρα ἀπὸ τὸν οἶκον τοῦ Φιλήμονος, ὡς τοῦτο δηλοῦται ἀπὸ τὴν ῥηθεῖσαν τοῦ Παύλου πρὸς Φιλήμονα ἐπιστολήν, ἔφυγε καὶ ἐπῆγεν εἰς τὴν Ῥώμην, καὶ ἐκεῖ ἀνταμώσας τὸν Ἀπόστολον Παῦλον εἰς τὰ δεσμὰ εὑρισκόμενον, ἐκατηχήθη ἀπὸ αὐτὸν τὴν εἰς Χριστὸν πίστιν, καὶ βαπτισθείς, ἔγινε καὶ αὐτὸς θαυμάσιος εἰς τὴν ἀρετήν. Ἐπειδὴ δὲ ὁ Παῦλος δὲν ἔκρινε δίκαιον νὰ λυπῆται ὁ Φιλήμων διὰ τὴν κλεψίαν καὶ φυγὴν τοῦ δούλου του τούτου Ὀνησίμου, διὰ τοῦτο ἀπέστειλεν αὐτὸν ὀπίσω εἰς τὸν αὐθέντην του Φιλήμονα, ὁμοῦ μὲ τὴν πρὸς Φιλήμονα συστατικὴν καὶ παραθετικὴν ἐπιστολήν.
Ὁ δὲ Φιλήμων δεξάμενος τὸν Ὀνήσιμον σὺν τῇ ἐπιστολῇ, ἐχάρη, καὶ πάλιν ἀπέστειλεν αὐτὸν ὀπίσω εἰς τὸν Παῦλον, καὶ ὑπηρέτει. Ἀφ’ οὗ δὲ ὁ Παῦλος ἐτελείωσε διὰ τοῦ μαρτυρίου, ἐπιάσθη ὁ θεῖος οὗτος Ὀνήσιμος καὶ ἐφέρθη εἰς τὸν Τέρτυλον τὸν τῆς Ῥώμης ἔπαρχον, ὁ δὲ ἔπαρχος ἔπεμψεν αὐτὸν εἰς Ποτιόλους ὡς κατάδικον. Ἐκεῖ δὲ πηγαίνωντας καὶ ὁ Τέρτυλος, καὶ βλέπωντας τὸν Ἀπόστολον ἐπιμένοντα εἰς τὴν τοῦ Χριστοῦ πίστιν, πρῶτον μέν, ἐπρόσταξε καὶ τὸν ἔδειραν δυνατὰ μὲ ῥαβδία, ἔπειτα δέ, ἐτζάκισαν τὰ σκέλη του, καὶ ἔτζι ἀφῆκεν ὁ μακάριος τὴν πρόσκαιρον ταύτην ζωήν, καὶ ἀπῆλθεν εἰς τὴν αἰώνιον (2).
(1) Ὅρα καὶ εἰς τὰς εἰκοσιδύω τοῦ Νοεμβρίου, ὅτε ἑορτάζεται ὁ Ἅγιος οὗτος Ὀνήσιμος μετὰ τοῦ Ἁγίου Φιλήμονος.
(2) Ὁ δὲ ἑλληνικὸς καὶ πλατύτερος αὐτοῦ Βίος εὑρίσκεται ἐν τῇ Ἱερᾷ Μονῇ τῶν Ἰβήρων καὶ ἐν ἄλλαις, οὗ ἡ ἀρχή· «Χαίρει καὶ γένος».
*
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Εὐσεβίου.
Ἀνθρώπινον παρῆλθεν ἀσμένως βίον,
Εὐσέβιος τὸ θαῦμα καὶ τῶν Ἀγγέλων.
Οὗτος ὁ Ὅσιος ἀπὸ ποῖον τόπον ἐκατάγετο, καὶ ἀπὸ ποίους γονεῖς ἐγεννήθη, δὲν ἐφανέρωσεν ἡ κατ’ αὐτὸν ἱστορία. Ἐκεῖνο δὲ ὁποῦ ἠξεύρομεν περὶ αὐτοῦ, ἐκεῖνο καὶ λέγομεν, ὅτι διὰ μέσου τῶν ἀσκητικῶν του πόνων ἀπόκτησε πατρίδα τὸν Οὐρανόν. Καὶ πρῶτον μέν, ἐπῆγεν εἰς ἕνα Μοναστήριον καὶ ἔγινε Μοναχός, ἔπειτα δέ, ἀνέβη εἰς μίαν ῥάχιν ἑνὸς βουνοῦ, εἰς χωρίον Ἀσιχᾶ καλούμενον, καὶ ἐκεῖ ἔκτισεν ἕνα μικρὸν περιτείχισμα ἀπὸ ξηρολίθους, μέσα εἰς τὸ ὁποῖον διεπέρασε ταλαιπωρημένος ὁ ἀοίδιμος, χωρὶς στέγην καὶ σκέπασμα. Καὶ φόρεμα μὲν εἶχε δερμάτινον, τροφὴν δὲ εἶχε ῥεβίθια καὶ κουκιὰ βρεγμένα. Κᾀμμίαν φορὰν δὲ ἔτρωγε καὶ ξηρὰ σῦκα, διὰ νὰ δυναμόνῃ τὴν ἀσθένειαν τοῦ σώματος. Τόσον δὲ πολλὰ ἐκράτει ἀδιακόπως τὴν ἄσκησιν ἀπὸ τὴν ἀρχὴν ἕως τέλους, ὥστε ὁποῦ, καὶ ὅταν ἔφθασεν εἰς γῆρας βαθύ, καὶ εὔγαλε τὰ περισσότερα ὀδόντιά του, καὶ τότε λέγω ἀκόμη δὲν ἄλλαξεν οὔτε τὸ φαγητόν του, οὔτε τὴν κατοικίαν του. Ἀλλ’ ὑπέφερεν ὁ τρισόλβιος ἀνδρείως τὰς ἐναντίας τοῦ ἀέρος ποιότητας, καταζαρωμένον ἔχων τὸ πρόσωπον, καὶ κατεξηραμένα τὰ μέλη τοῦ σώματος, εἰς τρόπον ὅτι, οὔτε αὐτὴ ἡ ζώνη ἐδύνετο νὰ σταθῇ εἰς τὴν μέσην του, ἀλλ’ ἔπιπτε κάτω, ἐπειδὴ κατεφαγώθησαν αἱ σάρκες ὁποῦ εὑρίσκονται παρακάτω ἀπὸ τὴν μέσην. Ὁμοίως καὶ τὰ κόκκαλα, ὁποῦ εἶναι ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος καὶ ἀπὸ τὸ ἄλλο τῆς μέσης, ἐπάνω εἰς τὰ ὁποῖα στέκονται τὰ μηρία (3).
Ἐπειδὴ δὲ πολλοὶ ἤρχοντο εἰς αὐτόν, καὶ ἐτάραττον τὴν ἡσυχίαν του, διὰ τοῦτο μισῶντας τὰς ταραχάς, ἐπῆγεν εἰς ἕνα ἀσκητήριον, τὸ ὁποῖον ἦτον ἐκεῖ κοντά, καὶ ποιήσας ἕνα περιτείχισμα εἰς τὴν γωνίαν τοῦ τοίχου, ἐκεῖ ἠγωνίζετο μὲ τοὺς συνειθισμένους ἀγῶνας. Λέγουσι δέ, ὅτι εἰς ὅλας τὰς ἑπτὰ ἑβδομάδας τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς ἔτρωγε μόνον δεκαπέντε σῦκα ξηρὰ μὲ ὅλον ὁποῦ ἦτον ἀποκαμωμένος ἀπὸ μίαν ἀσθένειαν ἀνεκδιήγητον. Μὲ τοιούτους λοιπὸν κόπους καὶ ἱδρῶτας περιρρεόμενος ὁ γενναῖος ἀγωνιστής, ἔζησε χρόνους ἐννενήκοντα καὶ περισσοτέρους, καὶ οὕτω πρὸς Κύριον ἐξεδήμησεν.
(3) Καὶ τούτου τοῦ Ὁσίου τὸ διήγημα γράφει ὁ Κύρου Θεοδώρητος ἐν ἀριθμῷ δεκάτῳ ὀγδόῳ τῆς Φιλοθέου Ἱστορίας, ἀφ’ οὗ καὶ τὸ παρὸν ἐρανίσθη Συναξάριον. Προσθέττει δὲ καὶ ταῦτα, ὅτι ἐπειδὴ ἡ ζώνη δὲν ἐδύνατο νὰ σταθῇ εἰς τὴν μέσην του, ἔρραψεν αὐτὴν ὁ Ὅσιος μαζὶ μὲ τὸ φόρεμά του, καὶ ἔτζι ἐστάθηκε. Καὶ ὅτι ἀγκαλὰ καὶ τοὺς ἄλλους δὲν ἐδέχετο εἰς ὁμιλίαν, τὸν Θεοδώρητον ὅμως ἐδέχετο, καὶ ἀξίονεν αὐτὸν τῆς γλυκείας ἐκείνης καὶ Θεῷ φίλης φωνῆς του. Καὶ ἀπιέναι βουλόμενον, ἐπιπλεῖστον κατεῖχε περὶ τῶν Οὐρανίων πραγμάτων διαλεγόμενος.
*
Μνήμη τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Μαΐωρος.
Μάστιξι πλησθεὶς τὰς ψόας ἐμπαιγμάτων,
Δαβὶδ τὸ ῥητὸν φάσκε Μάρτυς Μαΐωρ.
Οὗτος ἦτον ἐπὶ Διοκλητιανοῦ καὶ Μαξιμιανοῦ τῶν βασιλέων ἐν ἔτει σϞε΄ [295], στρατιώτης ὢν ὑποκάτω εἰς τὸ τάγμα τὸ ὀνομαζόμενον τῶν Μαύρων. Ὅταν δὲ εὑρίσκετο εἰς τὴν πόλιν τῆς Γάζας, ἐδιαβάλθη εἰς τὸν ἐκεῖ ἄρχοντα, ὅτι ἦτον Χριστιανός. Παρασταθεὶς λοιπὸν ἐπὶ τοῦ κριτηρίου, καὶ Χριστιανὸν ὁμολογήσας τὸν ἑαυτόν του, δέρνεται ἀδιακόπως εἰς ἑπτὰ ἡμέρας, καὶ μὲ τόσην πολλὴν σφοδρότητα, ὥστε ὁποῦ τριανταέξι στρατιῶται ἐμεταλλάχθησαν, δέρνοντες αὐτόν. Τὸ δὲ αἷμα ἔτρεχε ποταμηδὸν ἀπὸ τὸ σῶμά του, ὥστε ὁποῦ ἐκοκκίνισεν ὅλην ἐκείνην τὴν γῆν. Ἀνδρείως λοιπὸν ὑπομείνας τὴν τόσην μεγάλην τιμωρίαν ὁ τοῦ Χριστοῦ γενναῖος ἀγωνιστής, ἀπὸ τὴν στρατιωτικὴν δύναμιν, ἐπορεύθη δαβιτικῶς εἰς δύναμιν στρατιᾶς οὐρανίου, παραδοὺς τὴν ψυχήν του εἰς χεῖρας Θεοῦ, καὶ λαβὼν τοῦ μαρτυρίου τὸν στέφανον.
*
Ἡ Σύναξις τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου καὶ Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, ἐν τοῖς Διακονίσσης.
Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.
Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Β’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *