Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου12 Φεβρουαρίου
Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ
Τω αυτώ μηνί ΙΒ’, μνήμη του εν Αγίοις Πατρός ημών Μελετίου, Αρχιεπισκόπου Αντιοχείας της μεγάλης.
Τας χείρας αίρων Μελέτιος Κυρίω,
Ταις χερσί σου τίθημι την ψυχήν λέγει.
Δωδεκάτη Μελέτιος, έδυ χθόνα πουλυβότειραν.
Ούτος ο Άγιος ήτον επί Κωνσταντίνου του Μεγάλου, εν έτει τλδ’ [334], και έζησεν έως της Β’ Συνόδου εν έτει τπβ’ [382], επί Θεοδοσίου του Μεγάλου. Δια την υπερβολικήν δε αρετήν του, και δια την εις Χριστόν καθαράν αγάπην του, έγινεν εις τους πολλούς τόσον ζηλωτός και επαινετός, ώστε οπού, όταν κατ’ αρχάς εμβήκεν εις την Αντιόχειαν, και ήτον η κυρία ημέρα της χειροτονίας του, κάθε Χριστιανός τραβιζόμενος από τον πόθον οπού είχε προς αυτόν, τον εκαλούσεν εις το οσπήτιόν του, νομίζωντας ότι μέλλει να αγιασθή από μόνην την είσοδον του Αγίου. Τριάντα δε μόνον ημέρας ποιήσας εις την Αντιόχειαν, και ουδέ αυτάς ολοκλήρους, εδιώχθη από τους εχθρούς της αληθείας Αρειανούς, με το να επείσθη εις την κακοδοξίαν τους ο τότε βασιλεύς Κωνστάντιος, ο υιός του Μεγάλου Κωνσταντίνου, συγχωρούντος ταύτα του Θεού, οις οίδε κρίμασιν (1).
Αφ’ ου δε εδιώχθη παρανόμως από την επαρχίαν του, εγύρισε πάλιν εις την Κωνσταντινούπολιν, και έμεινεν εις αυτήν περισσότερον από δύω χρόνους. Και πάλιν εκάλεσαν μεν αυτόν τα γράμματα του βασιλέως δια να υπάγη, όχι εκεί κοντά, αλλά εις την Θράκην. Ομοίως δε και άλλοι πολλοί Επίσκοποι από πολλά μέρη της οικουμένης εκεί εσυνάχθησαν, καλεσθέντες και αυτοί με βασιλικά γράμματα. Έμελλον γαρ τότε κοντά να ελευθερωθούν από τον πολυχρόνιον χειμώνα των αιρέσεων αι Εκκλησίαι του Θεού, και να λάβουν τελείαν γαλήνην.
Τότε λοιπόν εθαυμάσθη ο μέγας ούτος Πατήρ Μελέτιος από όλους τους εκεί συναχθέντας Επισκόπους, τόσον δια την αρετήν του, όσον και δια την σύνεσιν των λόγων του. Και εκεί ολίγον ασθενήσας, παρέδωκεν εν ειρήνη την ψυχήν του εις χείρας Θεού, αφήσας την πρόσκαιρον ταύτην ζωήν εις την ξενιτείαν. Τούτον τον Άγιον Μελέτιον αξίως ετίμησαν με επιτάφια και θρηνητικά εγκώμια, τόσον ο θείος Χρυσόστομος, ου η αρχή· «Πανταχού της ιεράς ταύτης αγέλης», όσον και ο θείος Νύσσης Γρηγόριος, ου η αρχή· «Ηύξησεν ημίν τον αριθμόν των Αποστόλων», τα οποία σώζονται εν τοις εκδεδομένοις (2).
(1) Περί του Αγίου Μελετίου τούτου γράφει ο Θεοδώρητος εις το τριακοστόν πρώτον κεφάλαιον του δευτέρου βιβλίου της Εκκλησιαστικής Ιστορίας, ότι επειδή η Αντιόχεια δεν είχε ποιμένα, αφ’ ου εδιώχθη από τον θρόνον εκείνης ο Αρειανός Ευδόξιος, δια τούτο οι Αρειανοί νομίσαντες, ότι ο θείος Μελέτιος ήτον ομόφρων με αυτούς, εζήτησαν από τον Κωνστάντιον, να δώση εις αυτόν τον θρόνον της Αντιοχείας, ως ικανόν όντα εις το λέγειν και πείθειν. Ψηφισθείς λοιπόν ο Άγιος υπό πάντων των εν Αντιοχεία, έλαβε τον θρόνον αυτής, (πρότερον γαρ ήτον Επίσκοπος της εν Αρμενία Σεβαστείας, από δε την Σεβάστειαν μετήχθη εις Βέρροιαν της Συρίας, και από την Βέρροιαν εκλήθη εις Αντιόχειαν, κατά τον Μελέτιον Αθηνών). Όταν δε έγινεν Επίσκοπος, παρεκαλέσθη από το πλήθος δια να δώση εις αυτούς μίαν διδασκαλίαν σύντομον περί της Αγίας Τριάδος. Ο δε Άγιος έδειξε μεν πρώτον εις το πλήθος τους τρεις δακτύλους της χειρός του. Ύστερον δε συμμαζώξας τους δύω δακτύλους, άφησε μόνον τον ένα, και την αξιέπαινον ταύτην είπε φωνήν· «Τρία τα νοούμενα, ως ενί δε διαλεγόμεθα». Όθεν οι Αρειανοί οργισθέντες εις τούτο, εδιάβαλαν τον Άγιον εις τον βασιλέα Κωνστάντιον, πως φρονεί τα του Σαβελλίου, και έτζι έπεισαν αυτόν και τον εξώρισεν εις την πατρίδα του.
(2) Σημείωσαι, ότι του Αγίου τούτου την Ακολουθίαν ανεπλήρωσε και τελείαν εποίησεν ο οσιολογιώτατος διδάσκαλος κύριος Χριστοφόρος ο Προδρομίτης, και ο βουλόμενος εορτάζειν αυτόν, ζητησάτω ταύτην. Και τούτο δε σημείωσαι, ότι ο ρηθείς Νύσσης Γρηγόριος εν τω προς τον Άγιον Μελέτιον τούτον εγκωμίω λέγει· «Ηύξησεν ημίν τον αριθμόν των Αποστόλων ο νέος Απόστολος, ο συγκαταψηφισθείς μετά των Αποστόλων». Και εν τω επιταφίω εις Πλακιδίαν την βασίλισσαν λέγει περί αυτού· «Των αγαθών η αρμονία, ο της πίστεως ζήλος, ο της Εκκλησίας στύλος, ο των θυσιαστηρίων κόσμος».
*
Τη αυτή ημέρα μνήμη της Οσίας Μαρίας της μετονομασθείσης Μαρίνος.
Στολή Μαρίνον μαρτυρεί την Μαρίαν,
Ταφή Μαρίαν δεικνύει τον Μαρίνον.
Αύτη η Οσία αλλάξασα τα γυναικεία φορέματα, εφόρεσεν ανδρίκεια, και αντί Μαρίας μετωνομάσθη Μαρίνος. Εμβαίνουσα δε μέσα εις Μοναστήριον, ομού με τον κατά σάρκα πατέρα της, εκουρεύθη Μοναχός και υπηρέτει μετά των νεωτέρων Μοναχών, χωρίς να γνωρισθή τελείως ότι ήτον γυνή. Μίαν φοράν δε κονεύσασα εις ένα πανδοχείον, ήτοι ξενοδοχείον, ομού με άλλους αδελφούς, εδιαβάλθη ότι έφθειρε την θυγατέρα του πανδοχέως, και δέχεται ευχαρίστως την συκοφαντίαν αυτήν και το όνειδος, και ομολογεί πως έπραξε την αμαρτίαν εκείνην, οπού δεν έπραξεν. Όθεν εδιώχθη έξω από το Μοναστήριον, και εις τρεις ολοκλήρους χρόνους εταλαιπωρήθη η αοίδιμος τρέφουσα το παιδίον εκείνο, οπού δεν εγέννησεν. Επειδή δε μίαν φοράν εδέχθη μέσα εις το Μοναστήριον, είχε μαζί της και το εκ πορνείας παιδίον αρσενικόν. Εφανερώθησαν όμως τα κατά την Οσίαν, αφ’ ου ετελεύτησεν. Όταν γαρ ενταφιάζετο, εγνωρίσθη, ότι ήτον γυναίκα. Η δε θυγάτηρ του πανδοχέως η συκοφαντήσασα την Οσίαν, εκυριεύθη από πονηρόν δαιμόνιον. Όθεν ωμολόγησε φανερά και είπεν, ότι διεφθάρη από ένα στρατιώτην. Και λοιπόν ο Ηγούμενος και οι Μοναχοί, οπού πρότερον ωνόμαζον αθλίαν την Οσίαν, τότε ωνόμαζον αυτήν μακαρίαν, και πολλών τιμών ταύτην ηξίωσαν.
*
Μνήμη του εν Αγίοις Πατρός ημών Αντωνίου, Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως.
Ουδέν τι προσχών Αντώνιος τοις κάτω,
Καλών δικαίως ηξιώθη των άνω.
Ούτος ο Άγιος, κατά μεν τον πατέρα, εκατάγετο από την Ανατολήν, κατά δε την μητέρα, εκατάγετο από την Ευρώπην: ήτοι την Ρούμελιν, ως τρίτην δε πατρίδα είχε την Κωνσταντινούπολιν, η οποία ενηγκαλίσατο και έθρεψεν αυτόν, και εκδύσασα από τα μητρικά σπάργανα, τον έφερεν εις μέτρον ηλικίας. Μαθητεύσασα δε αυτόν και τα ιερά γράμματα, ύστερον απόκτησεν αυτόν και ποιμένα της. Επειδή δε πολλάκις εκείνα οπού μέλλουν να ακολουθήσουν ύστερον, η του Πνεύματος χάρις εις μερικούς ανθρώπους φθάνει και τα τυπόνοι πρότερον: δια τούτο και όταν ο Άγιος ούτος ήτον παιδίον πολλά μικρόν, οικονόμησε θαυμαστώς, να τελή την θείαν Λειτουργίαν, καθώς έβλεπε τους Ιερείς να την τελούσιν εν τη Εκκλησία, και να προσκομίζη άρτον, και να βαστάζη θυμιατήριον να θυμιάζη. Εφανέρονε δε η χάρις με αυτά προ πολλών χρόνων, την αγιότητα, οπού έμελλε να λάβη ύστερον ο μακάριος ούτος.
Όταν δε ο Άγιος έφθασεν εις ηλικίαν, έγινε Μοναχός, και εμεταχειρίζετο ανδρικώτατα την πρακτικήν αρετήν και εσωτερικήν φιλοσοφίαν. Έπειτα εχειροτονήθη Πρεσβύτερος χωρίς να θέλη, και έγινεν Ηγούμενος του εδικού του Μοναστηρίου, των Στουδιτών δηλαδή. Από τότε λοιπόν ηγαπήθησαν από αυτόν, η αγρυπνία, η νηστεία, το της προσευχής ακούραστον. Τότε δε και ο πατήρ αυτού ενεδύθη το μοναχικόν σχήμα. Όθεν καιρόν και αφορμήν λαβών ο θείος ούτος Αντώνιος, έκαμνε την ελεημοσύνην με τα δύω του χέρια, ως λέγει η κοινή παροιμία. Μίαν δε φοράν επέρνα ο Άγιος από ένα στενόν τόπον και εμοίραζεν ελεημοσύνην, και εκεί φαίνεται ένας, ο οποίος εβάστα εις τας χείρας ένα κόμπον μεγάλον γεμάτον φλωρία, και λέγει προς τον Αντώνιον, λάβε τούτο δια να εξοδεύης εις τους πτωχούς. Και το μεν χέρι του φανέντος εκείνου εβάσταζε τα φλωρία, εις δε τους οφθαλμούς δεν εφανερώθη ποίος ήτον. Με τοιαύτα καλά και αρετάς ήτον πεπλουτισμένος ο θαυμαστός ούτος Πατήρ.
Όθεν δια ταύτας, όταν ήλθε καιρός και εζητείτο Πατριάρχης άξιος, τότε με ψήφον της ιεράς Συνόδου και του βασιλέως, εχειροτονήθη Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Και λοιπόν έτρεχεν ο μακάριος, ενδυναμούμενος υπό της δυνάμεως του Αγίου Πνεύματος, εις όλας τας Εκκλησίας της πόλεως τόσον ογλίγωρα, ωσάν να είχε πτερά, (και μόλον οπού ήτον γέρωντας) και με λιτανείας εδυσώπει τον πανάγαθον Θεόν. Αυτός εβοήθει μεν τας Εκκλησίας εκείνας, οπού ήτον σεσαθρωμέναις από τον καιρόν. Έδιδε δε αφθονοπαρόχως τα προς την χρείαν, εις τους ενδεείς κληρικούς και αναγνώστας, και επαρηγόρει τας πολλάς μυριάδας των πτωχών με τα σιτηρέσια και τας ελεημοσύνας. Εις πολλούς λοιπόν πολλών καλών γενόμενος πρόξενος, και μεγαλώτατα θαύματα ποιήσας, εις γήρας βαθύ απήλθε προς Κύριον. Τελείται δε η αυτού Σύναξις εις το εδικόν του Μοναστήριον (3).
(3) Ούτος φαίνεται να ήναι ουχί Αντώνιος ο Καυλέας, ο Πατριάρχης χρηματίσας Κωνσταντινουπόλεως επί Λέοντος του Σοφού εν έτει 893, και αρχιερατεύσας χρόνους επτά. Αλλά Αντώνιος ο Στουδίτης, ο επί της βασιλείας Ιωάννου του Τζιμισκή εν έτει 969, όστις και έγινεν Ηγούμενος του Μοναστηρίου των Στουδίου, και όρα σελ. 367 του β’ τομ. του Μελετίου.
*
Μνήμη των Αγίων Μαρτύρων Πλωτίνου και Σατορνίνου.
Τα θνησιμαία ταύτα των τετμημένων,
Σατορνίνου πέφυκε και του Πλωτίνου.
*
Ο Άγιος Νεομάρτυς Χρήστος ο κηπουρός, ο εν Κωνσταντινουπόλει μαρτυρήσας εν έτει ͵αψμη’ [1748], ξίφει τελειούται.
Τμηθείς ο Χρήστος δι’ αγάπην Κυρίου,
Κηπουρός ώφθη της Εδέμ του χωρίου (4).
(4) Όρα το Μαρτύριον αυτού εις το Νέον Μαρτυρολόγιον.
Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.
Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *
Τῷ αὐτῷ μηνὶ ΙΒ΄, μνήμη τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρὸς ἡμῶν Μελετίου, Ἀρχιεπισκόπου Ἀντιοχείας τῆς μεγάλης.
Τὰς χεῖρας αἴρων Μελέτιος Κυρίῳ,
Ταῖς χερσί σου τίθημι τὴν ψυχὴν λέγει.
Δωδεκάτῃ Μελέτιος, ἔδυ χθόνα πουλυβότειραν.
Οὗτος ὁ Ἅγιος ἦτον ἐπὶ Κωνσταντίνου τοῦ Μεγάλου, ἐν ἔτει τλδ΄ [334], καὶ ἔζησεν ἕως τῆς Β΄ Συνόδου ἐν ἔτει τπβ΄ [382], ἐπὶ Θεοδοσίου τοῦ Μεγάλου. Διὰ τὴν ὑπερβολικὴν δὲ ἀρετήν του, καὶ διὰ τὴν εἰς Χριστὸν καθαρὰν ἀγάπην του, ἔγινεν εἰς τοὺς πολλοὺς τόσον ζηλωτὸς καὶ ἐπαινετός, ὥστε ὁποῦ, ὅταν κατ’ ἀρχὰς ἐμβῆκεν εἰς τὴν Ἀντιόχειαν, καὶ ἦτον ἡ κυρία ἡμέρα τῆς χειροτονίας του, κάθε Χριστιανὸς τραβιζόμενος ἀπὸ τὸν πόθον ὁποῦ εἶχε πρὸς αὐτόν, τὸν ἐκαλοῦσεν εἰς τὸ ὁσπήτιόν του, νομίζωντας ὅτι μέλλει νὰ ἁγιασθῇ ἀπὸ μόνην τὴν εἴσοδον τοῦ Ἁγίου. Τριάντα δὲ μόνον ἡμέρας ποιήσας εἰς τὴν Ἀντιόχειαν, καὶ οὐδὲ αὐτὰς ὁλοκλήρους, ἐδιώχθη ἀπὸ τοὺς ἐχθροὺς τῆς ἀληθείας Ἀρειανούς, μὲ τὸ νὰ ἐπείσθη εἰς τὴν κακοδοξίαν τους ὁ τότε βασιλεὺς Κωνστάντιος, ὁ υἱὸς τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου, συγχωροῦντος ταῦτα τοῦ Θεοῦ, οἷς οἶδε κρίμασιν (1).
Ἀφ’ οὗ δὲ ἐδιώχθη παρανόμως ἀπὸ τὴν ἐπαρχίαν του, ἐγύρισε πάλιν εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν, καὶ ἔμεινεν εἰς αὐτὴν περισσότερον ἀπὸ δύω χρόνους. Καὶ πάλιν ἐκάλεσαν μὲν αὐτὸν τὰ γράμματα τοῦ βασιλέως διὰ νὰ ὑπάγῃ, ὄχι ἐκεῖ κοντά, ἀλλὰ εἰς τὴν Θρᾴκην. Ὁμοίως δὲ καὶ ἄλλοι πολλοὶ Ἐπίσκοποι ἀπὸ πολλὰ μέρη τῆς οἰκουμένης ἐκεῖ ἐσυνάχθησαν, καλεσθέντες καὶ αὐτοὶ μὲ βασιλικὰ γράμματα. Ἔμελλον γὰρ τότε κοντὰ νὰ ἐλευθερωθοῦν ἀπὸ τὸν πολυχρόνιον χειμῶνα τῶν αἱρέσεων αἱ Ἐκκλησίαι τοῦ Θεοῦ, καὶ νὰ λάβουν τελείαν γαλήνην.
Τότε λοιπὸν ἐθαυμάσθη ὁ μέγας οὗτος Πατὴρ Μελέτιος ἀπὸ ὅλους τοὺς ἐκεῖ συναχθέντας Ἐπισκόπους, τόσον διὰ τὴν ἀρετήν του, ὅσον καὶ διὰ τὴν σύνεσιν τῶν λόγων του. Καὶ ἐκεῖ ὀλίγον ἀσθενήσας, παρέδωκεν ἐν εἰρήνῃ τὴν ψυχήν του εἰς χεῖρας Θεοῦ, ἀφήσας τὴν πρόσκαιρον ταύτην ζωὴν εἰς τὴν ξενιτείαν. Τοῦτον τὸν Ἅγιον Μελέτιον ἀξίως ἐτίμησαν μὲ ἐπιτάφια καὶ θρηνητικὰ ἐγκώμια, τόσον ὁ θεῖος Χρυσόστομος, οὗ ἡ ἀρχή· «Πανταχοῦ τῆς ἱερᾶς ταύτης ἀγέλης», ὅσον καὶ ὁ θεῖος Νύσσης Γρηγόριος, οὗ ἡ ἀρχή· «Ηὔξησεν ἡμῖν τὸν ἀριθμὸν τῶν Ἀποστόλων», τὰ ὁποῖα σῴζονται ἐν τοῖς ἐκδεδομένοις (2).
(1) Περὶ τοῦ Ἁγίου Μελετίου τούτου γράφει ὁ Θεοδώρητος εἰς τὸ τριακοστὸν πρῶτον κεφάλαιον τοῦ δευτέρου βιβλίου τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας, ὅτι ἐπειδὴ ἡ Ἀντιόχεια δὲν εἶχε ποιμένα, ἀφ’ οὗ ἐδιώχθη ἀπὸ τὸν θρόνον ἐκείνης ὁ Ἀρειανὸς Εὐδόξιος, διὰ τοῦτο οἱ Ἀρειανοὶ νομίσαντες, ὅτι ὁ θεῖος Μελέτιος ἦτον ὁμόφρων μὲ αὐτούς, ἐζήτησαν ἀπὸ τὸν Κωνστάντιον, νὰ δώσῃ εἰς αὐτὸν τὸν θρόνον τῆς Ἀντιοχείας, ὡς ἱκανὸν ὄντα εἰς τὸ λέγειν καὶ πείθειν. Ψηφισθεὶς λοιπὸν ὁ Ἅγιος ὑπὸ πάντων τῶν ἐν Ἀντιοχείᾳ, ἔλαβε τὸν θρόνον αὐτῆς, (πρότερον γὰρ ἦτον Ἐπίσκοπος τῆς ἐν Ἁρμενίᾳ Σεβαστείας, ἀπὸ δὲ τὴν Σεβάστειαν μετήχθη εἰς Βέρροιαν τῆς Συρίας, καὶ ἀπὸ τὴν Βέρροιαν ἐκλήθη εἰς Ἀντιόχειαν, κατὰ τὸν Μελέτιον Ἀθηνῶν). Ὅταν δὲ ἔγινεν Ἐπίσκοπος, παρεκαλέσθη ἀπὸ τὸ πλῆθος διὰ νὰ δώσῃ εἰς αὐτοὺς μίαν διδασκαλίαν σύντομον περὶ τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ὁ δὲ Ἅγιος ἔδειξε μὲν πρῶτον εἰς τὸ πλῆθος τοὺς τρεῖς δακτύλους τῆς χειρός του. Ὕστερον δὲ συμμαζώξας τοὺς δύω δακτύλους, ἄφησε μόνον τὸν ἕνα, καὶ τὴν ἀξιέπαινον ταύτην εἶπε φωνήν· «Τρία τὰ νοούμενα, ὡς ἑνὶ δὲ διαλεγόμεθα». Ὅθεν οἱ Ἀρειανοὶ ὀργισθέντες εἰς τοῦτο, ἐδιάβαλαν τὸν Ἅγιον εἰς τὸν βασιλέα Κωνστάντιον, πῶς φρονεῖ τὰ τοῦ Σαβελλίου, καὶ ἔτζι ἔπεισαν αὐτὸν καὶ τὸν ἐξώρισεν εἰς τὴν πατρίδα του.
(2) Σημείωσαι, ὅτι τοῦ Ἁγίου τούτου τὴν Ἀκολουθίαν ἀνεπλήρωσε καὶ τελείαν ἐποίησεν ὁ ὁσιολογιώτατος διδάσκαλος κύριος Χριστοφόρος ὁ Προδρομίτης, καὶ ὁ βουλόμενος ἑορτάζειν αὐτόν, ζητησάτω ταύτην. Καὶ τοῦτο δὲ σημείωσαι, ὅτι ὁ ῥηθεὶς Νύσσης Γρηγόριος ἐν τῷ πρὸς τὸν Ἅγιον Μελέτιον τοῦτον ἐγκωμίῳ λέγει· «Ηὔξησεν ἡμῖν τὸν ἀριθμὸν τῶν Ἀποστόλων ὁ νέος Ἀπόστολος, ὁ συγκαταψηφισθεὶς μετὰ τῶν Ἀποστόλων». Καὶ ἐν τῷ ἐπιταφίῳ εἰς Πλακιδίαν τὴν βασίλισσαν λέγει περὶ αὐτοῦ· «Τῶν ἀγαθῶν ἡ ἁρμονία, ὁ τῆς πίστεως ζῆλος, ὁ τῆς Ἐκκλησίας στύλος, ὁ τῶν θυσιαστηρίων κόσμος».
*
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τῆς Ὁσίας Μαρίας τῆς μετονομασθείσης Μαρῖνος.
Στολὴ Μαρῖνον μαρτυρεῖ τὴν Μαρίαν,
Ταφὴ Μαρίαν δεικνύει τὸν Μαρῖνον.
Αὕτη ἡ Ὁσία ἀλλάξασα τὰ γυναικεῖα φορέματα, ἐφόρεσεν ἀνδρίκεια, καὶ ἀντὶ Μαρίας μετωνομάσθη Μαρῖνος. Ἐμβαίνουσα δὲ μέσα εἰς Μοναστήριον, ὁμοῦ μὲ τὸν κατὰ σάρκα πατέρα της, ἐκουρεύθη Μοναχὸς καὶ ὑπηρέτει μετὰ τῶν νεωτέρων Μοναχῶν, χωρὶς νὰ γνωρισθῇ τελείως ὅτι ἦτον γυνή. Μίαν φορὰν δὲ κονεύσασα εἰς ἕνα πανδοχεῖον, ἤτοι ξενοδοχεῖον, ὁμοῦ μὲ ἄλλους ἀδελφούς, ἐδιαβάλθη ὅτι ἔφθειρε τὴν θυγατέρα τοῦ πανδοχέως, καὶ δέχεται εὐχαρίστως τὴν συκοφαντίαν αὐτὴν καὶ τὸ ὄνειδος, καὶ ὁμολογεῖ πῶς ἔπραξε τὴν ἁμαρτίαν ἐκείνην, ὁποῦ δὲν ἔπραξεν. Ὅθεν ἐδιώχθη ἔξω ἀπὸ τὸ Μοναστήριον, καὶ εἰς τρεῖς ὁλοκλήρους χρόνους ἐταλαιπωρήθη ἡ ἀοίδιμος τρέφουσα τὸ παιδίον ἐκεῖνο, ὁποῦ δὲν ἐγέννησεν. Ἐπειδὴ δὲ μίαν φορὰν ἐδέχθη μέσα εἰς τὸ Μοναστήριον, εἶχε μαζί της καὶ τὸ ἐκ πορνείας παιδίον ἀρσενικόν. Ἐφανερώθησαν ὅμως τὰ κατὰ τὴν Ὁσίαν, ἀφ’ οὗ ἐτελεύτησεν. Ὅταν γὰρ ἐνταφιάζετο, ἐγνωρίσθη, ὅτι ἦτον γυναῖκα. Ἡ δὲ θυγάτηρ τοῦ πανδοχέως ἡ συκοφαντήσασα τὴν Ὁσίαν, ἐκυριεύθη ἀπὸ πονηρὸν δαιμόνιον. Ὅθεν ὡμολόγησε φανερὰ καὶ εἶπεν, ὅτι διεφθάρη ἀπὸ ἕνα στρατιώτην. Καὶ λοιπὸν ὁ Ἡγούμενος καὶ οἱ Μοναχοί, ὁποῦ πρότερον ὠνόμαζον ἀθλίαν τὴν Ὁσίαν, τότε ὠνόμαζον αὐτὴν μακαρίαν, καὶ πολλῶν τιμῶν ταύτην ἠξίωσαν.
*
Μνήμη τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρὸς ἡμῶν Ἀντωνίου, Ἀρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως.
Οὐδέν τι προσχὼν Ἀντώνιος τοῖς κάτω,
Καλῶν δικαίως ἠξιώθη τῶν ἄνω.
Οὗτος ὁ Ἅγιος, κατὰ μὲν τὸν πατέρα, ἐκατάγετο ἀπὸ τὴν Ἀνατολήν, κατὰ δὲ τὴν μητέρα, ἐκατάγετο ἀπὸ τὴν Εὐρώπην: ἤτοι τὴν Ῥούμελιν, ὡς τρίτην δὲ πατρίδα εἶχε τὴν Κωνσταντινούπολιν, ἡ ὁποία ἐνηγκαλίσατο καὶ ἔθρεψεν αὐτόν, καὶ ἐκδύσασα ἀπὸ τὰ μητρικὰ σπάργανα, τὸν ἔφερεν εἰς μέτρον ἡλικίας. Μαθητεύσασα δὲ αὐτὸν καὶ τὰ ἱερὰ γράμματα, ὕστερον ἀπόκτησεν αὐτὸν καὶ ποιμένα της. Ἐπειδὴ δὲ πολλάκις ἐκεῖνα ὁποῦ μέλλουν νὰ ἀκολουθήσουν ὕστερον, ἡ τοῦ Πνεύματος χάρις εἰς μερικοὺς ἀνθρώπους φθάνει καὶ τὰ τυπόνοι πρότερον: διὰ τοῦτο καὶ ὅταν ὁ Ἅγιος οὗτος ἦτον παιδίον πολλὰ μικρόν, οἰκονόμησε θαυμαστῶς, νὰ τελῇ τὴν θείαν Λειτουργίαν, καθὼς ἔβλεπε τοὺς Ἱερεῖς νὰ τὴν τελοῦσιν ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ, καὶ νὰ προσκομίζῃ ἄρτον, καὶ νὰ βαστάζῃ θυμιατήριον νὰ θυμιάζῃ. Ἐφανέρονε δὲ ἡ χάρις μὲ αὐτὰ πρὸ πολλῶν χρόνων, τὴν ἁγιότητα, ὁποῦ ἔμελλε νὰ λάβῃ ὕστερον ὁ μακάριος οὗτος.
Ὅταν δὲ ὁ Ἅγιος ἔφθασεν εἰς ἡλικίαν, ἔγινε Μοναχός, καὶ ἐμεταχειρίζετο ἀνδρικώτατα τὴν πρακτικὴν ἀρετὴν καὶ ἐσωτερικὴν φιλοσοφίαν. Ἔπειτα ἐχειροτονήθη Πρεσβύτερος χωρὶς νὰ θέλῃ, καὶ ἔγινεν Ἡγούμενος τοῦ ἐδικοῦ του Μοναστηρίου, τῶν Στουδιτῶν δηλαδή. Ἀπὸ τότε λοιπὸν ἠγαπήθησαν ἀπὸ αὐτόν, ἡ ἀγρυπνία, ἡ νηστεία, τὸ τῆς προσευχῆς ἀκούραστον. Τότε δὲ καὶ ὁ πατὴρ αὐτοῦ ἐνεδύθη τὸ μοναχικὸν σχῆμα. Ὅθεν καιρὸν καὶ ἀφορμὴν λαβὼν ὁ θεῖος οὗτος Ἀντώνιος, ἔκαμνε τὴν ἐλεημοσύνην μὲ τὰ δύω του χέρια, ὡς λέγει ἡ κοινὴ παροιμία. Μίαν δὲ φορὰν ἐπέρνα ὁ Ἅγιος ἀπὸ ἕνα στενὸν τόπον καὶ ἐμοίραζεν ἐλεημοσύνην, καὶ ἐκεῖ φαίνεται ἕνας, ὁ ὁποῖος ἐβάστα εἰς τὰς χεῖρας ἕνα κόμπον μεγάλον γεμάτον φλωρία, καὶ λέγει πρὸς τὸν Ἀντώνιον, λάβε τοῦτο διὰ νὰ ἐξοδεύῃς εἰς τοὺς πτωχούς. Καὶ τὸ μὲν χέρι τοῦ φανέντος ἐκείνου ἐβάσταζε τὰ φλωρία, εἰς δὲ τοὺς ὀφθαλμοὺς δὲν ἐφανερώθη ποῖος ἦτον. Μὲ τοιαῦτα καλὰ καὶ ἀρετὰς ἦτον πεπλουτισμένος ὁ θαυμαστὸς οὗτος Πατήρ.
Ὅθεν διὰ ταύτας, ὅταν ἦλθε καιρὸς καὶ ἐζητεῖτο Πατριάρχης ἄξιος, τότε μὲ ψῆφον τῆς ἱερᾶς Συνόδου καὶ τοῦ βασιλέως, ἐχειροτονήθη Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Καὶ λοιπὸν ἔτρεχεν ὁ μακάριος, ἐνδυναμούμενος ὑπὸ τῆς δυνάμεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, εἰς ὅλας τὰς Ἐκκλησίας τῆς πόλεως τόσον ὀγλίγωρα, ὡσὰν νὰ εἶχε πτερά, (καὶ μὅλον ὁποῦ ἦτον γέρωντας) καὶ μὲ λιτανείας ἐδυσώπει τὸν πανάγαθον Θεόν. Αὐτὸς ἐβοήθει μὲν τὰς Ἐκκλησίας ἐκείνας, ὁποῦ ἦτον σεσαθρωμέναις ἀπὸ τὸν καιρόν. Ἔδιδε δὲ ἀφθονοπαρόχως τὰ πρὸς τὴν χρείαν, εἰς τοὺς ἐνδεεῖς κληρικοὺς καὶ ἀναγνώστας, καὶ ἐπαρηγόρει τὰς πολλὰς μυριάδας τῶν πτωχῶν μὲ τὰ σιτηρέσια καὶ τὰς ἐλεημοσύνας. Εἰς πολλοὺς λοιπὸν πολλῶν καλῶν γενόμενος πρόξενος, καὶ μεγαλώτατα θαύματα ποιήσας, εἰς γῆρας βαθὺ ἀπῆλθε πρὸς Κύριον. Τελεῖται δὲ ἡ αὐτοῦ Σύναξις εἰς τὸ ἐδικόν του Μοναστήριον (3).
(3) Οὗτος φαίνεται νὰ ᾖναι οὐχὶ Ἀντώνιος ὁ Καυλέας, ὁ Πατριάρχης χρηματίσας Κωνσταντινουπόλεως ἐπὶ Λέοντος τοῦ Σοφοῦ ἐν ἔτει 893, καὶ ἀρχιερατεύσας χρόνους ἑπτά. Ἀλλὰ Ἀντώνιος ὁ Στουδίτης, ὁ ἐπὶ τῆς βασιλείας Ἰωάννου τοῦ Τζιμισκῆ ἐν ἔτει 969, ὅστις καὶ ἔγινεν Ἡγούμενος τοῦ Μοναστηρίου τῶν Στουδίου, καὶ ὅρα σελ. 367 τοῦ β΄ τόμ. τοῦ Μελετίου.
*
Μνήμη τῶν Ἁγίων Μαρτύρων Πλωτίνου καὶ Σατορνίνου.
Τὰ θνησιμαῖα ταῦτα τῶν τετμημένων,
Σατορνίνου πέφυκε καὶ τοῦ Πλωτίνου.
*
Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Χρῆστος ὁ κηπουρός, ὁ ἐν Κωνσταντινουπόλει μαρτυρήσας ἐν ἔτει ͵αψμη΄ [1748], ξίφει τελειοῦται.
Τμηθεὶς ὁ Χρῆστος δι’ ἀγάπην Κυρίου,
Κηπουρὸς ὤφθη τῆς Ἐδὲμ τοῦ χωρίου (4).
(4) Ὅρα τὸ Μαρτύριον αὐτοῦ εἰς τὸ Νέον Μαρτυρολόγιον.
Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.
Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Β’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *