Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου5 Φεβρουαρίου
Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ
Τω αυτώ μηνί Ε’, της Αγίας Μάρτυρος Αγάθης.
Χαίρω σκότει δοθείσα φρουράς Αγάθη,
Μισούσα και φως, ει πλάνων όψεις βλέπω.
Πέμπτη εν φυλακή Αγάθη θάνεν είδος αρίστη.
Αύτη ήτον από μίαν πόλιν της νήσου Σικελίας ονομαζομένην Πάνορμον, διαλάμπουσα μεν, με ωραιότητα και αφθορίαν σώματος, και με κάλλος ψυχής, γεμάτη δε ούσα, από πλούτον και σωματικά αγαθά, κατά τους χρόνους Δεκίου του βασιλέως εν έτει σνα’ [251]. Αύτη λοιπόν με το να ήτον Χριστιανή, επροσφέρθη εις τον ηγεμόνα Κυντιανόν, και πρώτον μεν παραδίδοται εις μίαν άλλην γυναίκα άπιστον, Αφροδισίαν ονόματι, με σκοπόν, ίνα εκείνη με τας παρακινήσεις της, μεταθέση την Αγίαν από την του Χριστού πίστιν. Επειδή δε η Αγία εκράτει δυνατώς την ευσέβειαν, και περισσότερον επεθύμει να αποθάνη με μαρτυρικόν θάνατον, δια τούτο δέρνουσιν αυτήν υπερβολικώς και κόπτουσι το βυζί της, το οποίον έκαμεν υγιές ο Απόστολος Πέτρος φανείς εις αυτήν εν τη φυλακή. Έπειτα σύρνουσιν αυτήν επάνω εις τούβλα, και με φωτίαν αυτήν κατακαίουσιν. Είτα βάλλουσιν αυτήν εις την φυλακήν. Εκεί δε ευρισκομένη, παρέδωκεν η μακαρία την ψυχήν της εις χείρας Θεού (1). (Τον κατά πλάτος Βίον αυτής όρα εις το Εκλόγιον. Τούτον δε ελληνιστί συνέγραψεν ο Μεταφραστής, ου η αρχή· «Βασιλεύοντος Δεκίου». Σώζεται εν τη των Ιβήρων και εν άλλαις.)
(1) Περί της Αγίας ταύτης Παρθένου Αγάθης λέγει ο ιερός Αυγουστίνος εν τω β’ βιβλίω του Κεκραγαρίου, ήτοι εν κεφαλαίω κβ’ των Μονολογίων, όπου αναφέρει, ότι η θεία γλυκύτης, άπασαν την παρούσαν του κόσμου πικρίαν ανταναιρεί. Τι δε λέγει περί αυτής; «Ταύτης σου της υπεραφράστου γλυκύτητος Κύριε, κακείνη απεγεύσατο η παρθένος (η Αγάθη αύτη δηλαδή) ην αναγινώσκομεν χαίρουσάν τε και μεγαλοφρονούσαν απελθείν εις το δεσμωτήριον, ως δη κεκλημένην προς εστίασιν». Σημείωσαι, ότι περιττώς γράφεται εδώ η μνήμη και το Συναξάριον της Αγίας Μάρτυρος Θεοδούλης. Τούτο γαρ προεγράφη εις την δεκάτην ογδόην του Ιαννουαρίου.
*
Τη αυτή ημέρα του Οσίου Πατρός ημών Θεοδοσίου του εν τω Σκοπέλω, ήτοι του εξ Αντιοχείας.
Στενήν οδεύσας Θεοδόσιος τρίβον,
Την ευρύχωρον της Εδέμ πατεί τρίβον.
Ούτος ο εν Αγίοις Πατήρ ημών Θεοδόσιος ο ασκητής, άλλος είναι από τον κοινοβιάρχην. Ούτος γαρ εκατάγετο από την πόλιν της Αντιοχείας, υιός ων γονέων ονομαστών. Μίαν φοράν δε ακούσας προσεκτικώς την δεσποτικήν φωνήν του Κυρίου, αφήκεν οικίαν και πλούτον και ευγένειαν και όλα τα άλλα του κόσμου χαροποιά, και ανεχώρησεν εις τόπους δασείς και δενδρώδεις, και προς την θάλασσαν αποκλίνοντας (2). Και εκεί κτίσας ένα κελλίον μικρότατον, εμεταχειρίζετο την ασκητικήν πολιτείαν, ενδεδυμένος μεν φορέματα τρίχινα: ήτοι υφασμένα από τρίχας γηδίσσας. Βαρέα δε σίδηρα φορών έσωθεν, ένα εις τον λαιμόν, και άλλο εις την μέσην, και δύω εις τα δύω του χέρια. Καταγινόμενος δε εις την προσευχήν και εις το εργόχειρον, εκοίμιζε με αυτά τα πάθη της σαρκός, επιθυμίαν δηλαδή και υπερηφανίαν και τα λοιπά. Εδούλευε δε, ποτέ μεν σπυρίδας, ποτέ δε ολίγα χωράφια εις το λαγκάδι, τα οποία σπέρνοντας, και την αναγκαίαν τροφήν από εκεί ποριζόμενος, ετρέφετο αυτός, και όσοι ξένοι ήρχοντο εις αυτόν.
Ούτος είχεν ακτένιστα και άλουστα τα μαλλία της κεφαλής του, τα οποία έφθαναν έως εις τους πόδας του. Επειδή δε όσον ο καιρός αύξανε, τόσον αύξανε πανταχού το όνομα και η φήμη του, και εκ τούτου επαρακινούντο πολλοί και επρόστρεχον εις αυτόν, αγαπώντες να μιμούνται την εδικήν του ζωήν: δια τούτο δεχόμενος αυτούς ο Όσιος, έκαμε την έρημον εκείνην άλλην σχεδόν πόλιν ουράνιον. Μίαν φοράν επήγαν εις εκείνα τα μέρη Αγαρηνοί (3), δεν επροξένησαν όμως κανένα κακόν, διατί ευλαβηθέντες τον μακάριον τούτον Θεοδόσιον, ανεχώρησαν με ειρήνην. Πλην δια τας αυτών επιδρομάς, αφήκε την έρημον ο Όσιος, και επήγεν εις την πατρίδα του Αντιόχειαν. Και εκεί κτίσας μικράν καλύβην, ομού με άλλους τινάς αδελφούς, ειργάζετο την πνευματικήν εργασίαν, έλεγε δε εις τους μετ’ αυτού όντας. Αγκαλά, αδελφοί, και μας ευλαβήθησαν οι Αγαρηνοί και δεν μας επείραξαν, όμως είναι γεγραμμένον υπό του Αποστόλου, ότι πρέπει να δίδωμεν τόπον εις την οργήν. Διότι και ο Κύριος φεύγωντας τον Ηρώδην, με τούτο μας εδίδαξε να φεύγωμεν και ημείς. Αλλά και εδιδάχθημεν να μη ρίπτωμεν τον εαυτόν μας εις πειρασμούς. Διότι, τι μας εμποδίζει η πατρίς από την πνευματικήν εργασίαν, εάν ημείς προσέχωμεν εις τον εαυτόν μας; Βέβαια ουδέν. Ούτω λοιπόν πολιτευόμενος ο μακάριος, και ολίγον καιρόν ζήσας εις την πατρίδα του, προς Κύριον εξεδήμησεν (4).
(2) Ήτοι εις τα βουνά της Ρώσου, ήτις είναι πόλις της Κιλικίας κατά τον Θεοδώρητον. Ούτος γαρ είναι οπού γράφει πλατύτερον τον Βίον του Οσίου τούτου εν αριθμώ δεκάτω της Φιλοθέου Ιστορίας του, αφ’ ου και το Συναξάριον τούτο ερανίσθη.
(3) Ο Θεοδώρητος δεν ονομάζει αυτούς Αγαρηνούς, αλλά λέγει ότι αυτοί, παλαιά μεν, ωνομάζοντο Σόλυμοι, τώρα δε, ονομάζονται Ίσαυροι.
(4) Προσθέττει δε και ταύτα ο Θεοδώρητος, ότι τα μαλλία της κεφαλής του Οσίου τούτου ήτον μακρύτερα και από τους πόδας του. Όθεν και έδενεν αυτά εις την μέσην του. Και ότι, όχι μόνον αυτός εδούλευεν, αλλά και τους μετ’ αυτού αδελφούς εδίδασκε, να σμίγουν μαζί με τους πόνους της ψυχής, και τους ιδρώτας του σώματος. Επειδή άτοπον πράγμα είναι, οι μεν κοσμικοί, να κοπιάζουν και να δουλεύουν δια να θρέψουν παιδία και γυναίκας, και να πληρόνουν δοσίματα, και να προσφέρουν εις τον Θεόν απαρχάς, και προς τούτοις να ελεούν τους πτωχούς. Οι δε Μοναχοί, να μη ευγάνουν τα χρειώδη της ζωής από τον κόπον τους, και μάλιστα οπού μεταχειρίζονται φαγητά και φορέματα ευτελή. Αλλά να κάθωνται αργοί, και να λαμβάνουν τας χρείας των από τα ξένα χέρια. Διηγείται δε προς τούτοις, ότι ο Όσιος ούτος εκτύπησε με την ράβδον του μίαν πέτραν σκληράν ήτις, ω του θαύματος! ευθύς ανέβλυσεν ύδωρ, το οποίον δια μέσου νεραγωγίου έφερεν εις το Μοναστήριόν του. Και ότι το λείψανον τούτου, εβάλθη μετά θάνατον εις μίαν θήκην, ομού με το λείψανον του Οσίου Αφραάτου, όστις εορτάζεται κατά την εικοστήν ενάτην του Ιαννουαρίου.
*
Ο εν Αγίοις Πατήρ ημών Πολύευκτος ο νέος, Επίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, εν ειρήνη τελειούται (5).
Ευκτού τέλους έτυχες ποιμήν Κυρίου,
Φερωνυμήσας πράγμασιν θεηγόρε.
(5) Ο Πολύευκτος ούτος φαίνεται να ήτον επί των βασιλέων Κωνσταντίνου του Πορφυρογεννήτου, του υιού Λέοντος του Σοφού, και του υιού αυτού Κωνσταντίνου Ρωμανού εν έτει 959, όστις ήτον ευνούχος, γέννημα και θρέμμα της Κωνσταντινουπόλεως, και διέπρεπε με λόγον και αρετήν. Μοναχός δε ων πρότερον, εχειροτονήθη ύστερον Κωνσταντινουπόλεως από τον Καισαρείας Βασίλειον. Επειδή και ο Ηρακλείας Νικηφόρος, αμαρτήσας κατά του βασιλέως, εμποδίσθη από αυτό το προνόμιον, το να χειροτονή δηλαδή τον Πατριάρχην. Όθεν και κατηγορία όχι ολίγη προσήφθη, ου μόνον εις εκείνον οπού επρόσταξε τούτο, εις τον βασιλέα δηλαδή, αλλά και εις τον Καισαρείας οπού τον εχειροτόνησεν. (Όρα περί τούτου σελ. 352, του β’ τόμου του Μελετίου.) Επειδή δε εν τω χειρογράφω Συναξαριστή προστίθεται, ότι ο Πολύευκτος ούτος είναι ο νέος, δια τούτο λέγομεν, ότι ίσως ούτος είναι Πολύευκτος ο επί του βασιλέως Ιωάννου του Τζιμισκή εν έτει 969, όστις μετά την ανάρρησιν του Τζιμισκή, έζησε μόνον τριανταπέντε ημέρας, και όρα σελ. 367, του β’ τόμου του Μελετίου.
*
Μνήμη του Αγίου Νεομάρτυρος Αντωνίου Αθηναίου, του εν Κωνσταντινουπόλει μαρτυρήσαντος δια ξίφους, κατά το έτος ͵αψοδ’ [1774].
Σφαγείς ο Αντώνιος ώσπερ η όϊς,
Χριστώ παρέστη ακολουθούντ’ ως όϊς (6).
(6) Το Μαρτύριον αυτού όρα εις το Νέον Μαρτυρολόγιον.
Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.
Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *
Τῷ αὐτῷ μηνὶ Ε΄, τῆς Ἁγίας Μάρτυρος Ἀγάθης.
Χαίρω σκότει δοθεῖσα φρουρᾶς Ἀγάθη,
Μισοῦσα καὶ φῶς, εἰ πλάνων ὄψεις βλέπω.
Πέμπτῃ ἐν φυλακῇ Ἀγάθη θάνεν εἶδος ἀρίστη.
Αὕτη ἦτον ἀπὸ μίαν πόλιν τῆς νήσου Σικελίας ὀνομαζομένην Πάνορμον, διαλάμπουσα μέν, μὲ ὡραιότητα καὶ ἀφθορίαν σώματος, καὶ μὲ κάλλος ψυχῆς, γεμάτη δὲ οὖσα, ἀπὸ πλοῦτον καὶ σωματικὰ ἀγαθά, κατὰ τοὺς χρόνους Δεκίου τοῦ βασιλέως ἐν ἔτει σνα΄ [251]. Αὕτη λοιπὸν μὲ τὸ νὰ ἦτον Χριστιανή, ἐπροσφέρθη εἰς τὸν ἡγεμόνα Κυντιανόν, καὶ πρῶτον μὲν παραδίδοται εἰς μίαν ἄλλην γυναῖκα ἄπιστον, Ἀφροδισίαν ὀνόματι, μὲ σκοπόν, ἵνα ἐκείνη μὲ τὰς παρακινήσεις της, μεταθέσῃ τὴν Ἁγίαν ἀπὸ τὴν τοῦ Χριστοῦ πίστιν. Ἐπειδὴ δὲ ἡ Ἁγία ἐκράτει δυνατῶς τὴν εὐσέβειαν, καὶ περισσότερον ἐπεθύμει νὰ ἀποθάνῃ μὲ μαρτυρικὸν θάνατον, διὰ τοῦτο δέρνουσιν αὐτὴν ὑπερβολικῶς καὶ κόπτουσι τὸ βυζί της, τὸ ὁποῖον ἔκαμεν ὑγιὲς ὁ Ἀπόστολος Πέτρος φανεὶς εἰς αὐτὴν ἐν τῇ φυλακῇ. Ἔπειτα σύρνουσιν αὐτὴν ἐπάνω εἰς τοῦβλα, καὶ μὲ φωτίαν αὐτὴν κατακαίουσιν. Εἶτα βάλλουσιν αὐτὴν εἰς τὴν φυλακήν. Ἐκεῖ δὲ εὑρισκομένη, παρέδωκεν ἡ μακαρία τὴν ψυχήν της εἰς χεῖρας Θεοῦ (1). (Τὸν κατὰ πλάτος Βίον αὐτῆς ὅρα εἰς τὸ Ἐκλόγιον. Τοῦτον δὲ ἑλληνιστὶ συνέγραψεν ὁ Μεταφραστής, οὗ ἡ ἀρχή· «Βασιλεύοντος Δεκίου». Σῴζεται ἐν τῇ τῶν Ἰβήρων καὶ ἐν ἄλλαις.)
(1) Περὶ τῆς Ἁγίας ταύτης Παρθένου Ἀγάθης λέγει ὁ ἱερὸς Αὐγουστῖνος ἐν τῷ β΄ βιβλίῳ τοῦ Κεκραγαρίου, ἤτοι ἐν κεφαλαίῳ κβ΄ τῶν Μονολογίων, ὅπου ἀναφέρει, ὅτι ἡ θεία γλυκύτης, ἅπασαν τὴν παροῦσαν τοῦ κόσμου πικρίαν ἀνταναιρεῖ. Τί δὲ λέγει περὶ αὐτῆς; «Ταύτης σου τῆς ὑπεραφράστου γλυκύτητος Κύριε, κᾀκείνη ἀπεγεύσατο ἡ παρθένος (ἡ Ἀγάθη αὕτη δηλαδή) ἣν ἀναγινώσκομεν χαίρουσάν τε καὶ μεγαλοφρονοῦσαν ἀπελθεῖν εἰς τὸ δεσμωτήριον, ὡς δὴ κεκλημένην πρὸς ἑστίασιν». Σημείωσαι, ὅτι περιττῶς γράφεται ἐδῶ ἡ μνήμη καὶ τὸ Συναξάριον τῆς Ἁγίας Μάρτυρος Θεοδούλης. Τοῦτο γὰρ προεγράφη εἰς τὴν δεκάτην ὀγδόην τοῦ Ἰαννουαρίου.
*
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Θεοδοσίου τοῦ ἐν τῷ Σκοπέλῳ, ἤτοι τοῦ ἐξ Ἀντιοχείας.
Στενὴν ὁδεύσας Θεοδόσιος τρίβον,
Τὴν εὐρύχωρον τῆς Ἐδὲμ πατεῖ τρίβον.
Οὗτος ὁ ἐν Ἁγίοις Πατὴρ ἡμῶν Θεοδόσιος ὁ ἀσκητής, ἄλλος εἶναι ἀπὸ τὸν κοινοβιάρχην. Οὗτος γὰρ ἐκατάγετο ἀπὸ τὴν πόλιν τῆς Ἀντιοχείας, υἱὸς ὢν γονέων ὀνομαστῶν. Μίαν φορὰν δὲ ἀκούσας προσεκτικῶς τὴν δεσποτικὴν φωνὴν τοῦ Κυρίου, ἀφῆκεν οἰκίαν καὶ πλοῦτον καὶ εὐγένειαν καὶ ὅλα τὰ ἄλλα τοῦ κόσμου χαροποιά, καὶ ἀνεχώρησεν εἰς τόπους δασεῖς καὶ δενδρώδεις, καὶ πρὸς τὴν θάλασσαν ἀποκλίνοντας (2). Καὶ ἐκεῖ κτίσας ἕνα κελλίον μικρότατον, ἐμεταχειρίζετο τὴν ἀσκητικὴν πολιτείαν, ἐνδεδυμένος μὲν φορέματα τρίχινα: ἤτοι ὑφασμένα ἀπὸ τρίχας γηδίσσας. Βαρέα δὲ σίδηρα φορῶν ἔσωθεν, ἕνα εἰς τὸν λαιμόν, καὶ ἄλλο εἰς τὴν μέσην, καὶ δύω εἰς τὰ δύω του χέρια. Καταγινόμενος δὲ εἰς τὴν προσευχὴν καὶ εἰς τὸ ἐργόχειρον, ἐκοίμιζε μὲ αὐτὰ τὰ πάθη τῆς σαρκός, ἐπιθυμίαν δηλαδὴ καὶ ὑπερηφανίαν καὶ τὰ λοιπά. Ἐδούλευε δέ, ποτὲ μὲν σπυρίδας, ποτὲ δὲ ὀλίγα χωράφια εἰς τὸ λαγκάδι, τὰ ὁποῖα σπέρνοντας, καὶ τὴν ἀναγκαίαν τροφὴν ἀπὸ ἐκεῖ ποριζόμενος, ἐτρέφετο αὐτός, καὶ ὅσοι ξένοι ἤρχοντο εἰς αὐτόν.
Οὗτος εἶχεν ἀκτένιστα καὶ ἄλουστα τὰ μαλλία τῆς κεφαλῆς του, τὰ ὁποῖα ἔφθαναν ἕως εἰς τοὺς πόδας του. Ἐπειδὴ δὲ ὅσον ὁ καιρὸς αὔξανε, τόσον αὔξανε πανταχοῦ τὸ ὄνομα καὶ ἡ φήμη του, καὶ ἐκ τούτου ἐπαρακινοῦντο πολλοὶ καὶ ἐπρόστρεχον εἰς αὐτόν, ἀγαπῶντες νὰ μιμοῦνται τὴν ἐδικήν του ζωήν: διὰ τοῦτο δεχόμενος αὐτοὺς ὁ Ὅσιος, ἔκαμε τὴν ἔρημον ἐκείνην ἄλλην σχεδὸν πόλιν οὐράνιον. Μίαν φορὰν ἐπῆγαν εἰς ἐκεῖνα τὰ μέρη Ἀγαρηνοί (3), δὲν ἐπροξένησαν ὅμως κᾀνένα κακόν, διατὶ εὐλαβηθέντες τὸν μακάριον τοῦτον Θεοδόσιον, ἀνεχώρησαν μὲ εἰρήνην. Πλὴν διὰ τὰς αὐτῶν ἐπιδρομάς, ἀφῆκε τὴν ἔρημον ὁ Ὅσιος, καὶ ἐπῆγεν εἰς τὴν πατρίδα του Ἀντιόχειαν. Καὶ ἐκεῖ κτίσας μικρὰν καλύβην, ὁμοῦ μὲ ἄλλους τινας ἀδελφούς, εἰργάζετο τὴν πνευματικὴν ἐργασίαν, ἔλεγε δὲ εἰς τοὺς μετ’ αὐτοῦ ὄντας. Ἀγκαλά, ἀδελφοί, καὶ μᾶς εὐλαβήθησαν οἱ Ἀγαρηνοὶ καὶ δὲν μᾶς ἐπείραξαν, ὅμως εἶναι γεγραμμένον ὑπὸ τοῦ Ἀποστόλου, ὅτι πρέπει νὰ δίδωμεν τόπον εἰς τὴν ὀργήν. Διότι καὶ ὁ Κύριος φεύγωντας τὸν Ἡρῴδην, μὲ τοῦτο μᾶς ἐδίδαξε νὰ φεύγωμεν καὶ ἡμεῖς. Ἀλλὰ καὶ ἐδιδάχθημεν νὰ μὴ ῥίπτωμεν τὸν ἑαυτόν μας εἰς πειρασμούς. Διότι, τί μᾶς ἐμποδίζει ἡ πατρὶς ἀπὸ τὴν πνευματικὴν ἐργασίαν, ἐὰν ἡμεῖς προσέχωμεν εἰς τὸν ἑαυτόν μας; Βέβαια οὐδέν. Οὕτω λοιπὸν πολιτευόμενος ὁ μακάριος, καὶ ὀλίγον καιρὸν ζήσας εἰς τὴν πατρίδα του, πρὸς Κύριον ἐξεδήμησεν (4).
(2) Ἤτοι εἰς τὰ βουνὰ τῆς Ῥώσου, ἥτις εἶναι πόλις τῆς Κιλικίας κατὰ τὸν Θεοδώρητον. Οὗτος γὰρ εἶναι ὁποῦ γράφει πλατύτερον τὸν Βίον τοῦ Ὁσίου τούτου ἐν ἀριθμῷ δεκάτῳ τῆς Φιλοθέου Ἱστορίας του, ἀφ’ οὗ καὶ τὸ Συναξάριον τοῦτο ἐρανίσθη.
(3) Ὁ Θεοδώρητος δὲν ὀνομάζει αὐτοὺς Ἀγαρηνούς, ἀλλὰ λέγει ὅτι αὐτοί, παλαιὰ μέν, ὠνομάζοντο Σόλυμοι, τώρα δέ, ὀνομάζονται Ἴσαυροι.
(4) Προσθέττει δὲ καὶ ταῦτα ὁ Θεοδώρητος, ὅτι τὰ μαλλία τῆς κεφαλῆς τοῦ Ὁσίου τούτου ἦτον μακρύτερα καὶ ἀπὸ τοὺς πόδας του. Ὅθεν καὶ ἔδενεν αὐτὰ εἰς τὴν μέσην του. Καὶ ὅτι, ὄχι μόνον αὐτὸς ἐδούλευεν, ἀλλὰ καὶ τοὺς μετ’ αὐτοῦ ἀδελφοὺς ἐδίδασκε, νὰ σμίγουν μαζὶ μὲ τοὺς πόνους τῆς ψυχῆς, καὶ τοὺς ἱδρῶτας τοῦ σώματος. Ἐπειδὴ ἄτοπον πρᾶγμα εἶναι, οἱ μὲν κοσμικοί, νὰ κοπιάζουν καὶ νὰ δουλεύουν διὰ νὰ θρέψουν παιδία καὶ γυναῖκας, καὶ νὰ πληρόνουν δοσίματα, καὶ νὰ προσφέρουν εἰς τὸν Θεὸν ἀπαρχάς, καὶ πρὸς τούτοις νὰ ἐλεοῦν τοὺς πτωχούς. Οἱ δὲ Μοναχοί, νὰ μὴ εὐγάνουν τὰ χρειώδη τῆς ζωῆς ἀπὸ τὸν κόπον τους, καὶ μάλιστα ὁποῦ μεταχειρίζονται φαγητὰ καὶ φορέματα εὐτελῆ. Ἀλλὰ νὰ κάθωνται ἀργοί, καὶ νὰ λαμβάνουν τὰς χρείας των ἀπὸ τὰ ξένα χέρια. Διηγεῖται δὲ πρὸς τούτοις, ὅτι ὁ Ὅσιος οὗτος ἐκτύπησε μὲ τὴν ῥάβδον του μίαν πέτραν σκληρὰν ἥτις, ὢ τοῦ θαύματος! εὐθὺς ἀνέβλυσεν ὕδωρ, τὸ ὁποῖον διὰ μέσου νεραγωγίου ἔφερεν εἰς τὸ Μοναστήριόν του. Καὶ ὅτι τὸ λείψανον τούτου, ἐβάλθη μετὰ θάνατον εἰς μίαν θήκην, ὁμοῦ μὲ τὸ λείψανον τοῦ Ὁσίου Ἀφραάτου, ὅστις ἑορτάζεται κατὰ τὴν εἰκοστὴν ἐνάτην τοῦ Ἰαννουαρίου.
*
Ὁ ἐν Ἁγίοις Πατὴρ ἡμῶν Πολύευκτος ὁ νέος, Ἐπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται (5).
Εὐκτοῦ τέλους ἔτυχες ποιμὴν Κυρίου,
Φερωνυμήσας πράγμασιν θεηγόρε.
(5) Ὁ Πολύευκτος οὗτος φαίνεται νὰ ἦτον ἐπὶ τῶν βασιλέων Κωνσταντίνου τοῦ Πορφυρογεννήτου, τοῦ υἱοῦ Λέοντος τοῦ Σοφοῦ, καὶ τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ Κωνσταντίνου Ῥωμανοῦ ἐν ἔτει 959, ὅστις ἦτον εὐνοῦχος, γέννημα καὶ θρέμμα τῆς Κωνσταντινουπόλεως, καὶ διέπρεπε μὲ λόγον καὶ ἀρετήν. Μοναχὸς δὲ ὢν πρότερον, ἐχειροτονήθη ὕστερον Κωνσταντινουπόλεως ἀπὸ τὸν Καισαρείας Βασίλειον. Ἐπειδὴ καὶ ὁ Ἡρακλείας Νικηφόρος, ἁμαρτήσας κατὰ τοῦ βασιλέως, ἐμποδίσθη ἀπὸ αὐτὸ τὸ προνόμιον, τὸ νὰ χειροτονῇ δηλαδὴ τὸν Πατριάρχην. Ὅθεν καὶ κατηγορία ὄχι ὀλίγη προσήφθη, οὐ μόνον εἰς ἐκεῖνον ὁποῦ ἐπρόσταξε τοῦτο, εἰς τὸν βασιλέα δηλαδή, ἀλλὰ καὶ εἰς τὸν Καισαρείας ὁποῦ τὸν ἐχειροτόνησεν. (Ὅρα περὶ τούτου σελ. 352, τοῦ β΄ τόμου τοῦ Μελετίου.) Ἐπειδὴ δὲ ἐν τῷ χειρογράφῳ Συναξαριστῇ προστίθεται, ὅτι ὁ Πολύευκτος οὗτος εἶναι ὁ νέος, διὰ τοῦτο λέγομεν, ὅτι ἴσως οὗτος εἶναι Πολύευκτος ὁ ἐπὶ τοῦ βασιλέως Ἰωάννου τοῦ Τζιμισκῆ ἐν ἔτει 969, ὅστις μετὰ τὴν ἀνάρρησιν τοῦ Τζιμισκῆ, ἔζησε μόνον τριανταπέντε ἡμέρας, καὶ ὅρα σελ. 367, τοῦ β΄ τόμου τοῦ Μελετίου.
*
Μνήμη τοῦ Ἁγίου Νεομάρτυρος Ἀντωνίου Ἀθηναίου, τοῦ ἐν Κωνσταντινουπόλει μαρτυρήσαντος διὰ ξίφους, κατὰ τὸ ἔτος ͵αψοδ΄ [1774].
Σφαγεὶς ὁ Ἀντώνιος ὥσπερ ἡ ὄϊς,
Χριστῷ παρέστη ἀκολουθοῦντ’ ὡς ὄϊς (6).
(6) Τὸ Μαρτύριον αὐτοῦ ὅρα εἰς τὸ Νέον Μαρτυρολόγιον.
Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.
Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Β’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *