Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου3 Φεβρουαρίου
Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ
Τω αυτώ μηνί Γ’, μνήμη του δικαίου Συμεών του Θεοδόχου, και Άννης της Προφήτιδος. Η δε Σύναξις αυτών τελείται εν τω Αποστολείω του Αγίου Ιακώβου του αδελφοθέου, τω όντι εν τω σεβασμίω Ναώ της Υπεραγίας Θεοτόκου, πλησίον της αγιωτάτης μεγάλης Εκκλησίας.
Εις τον Συμεών.
Ήγγελλε νεκροίς πρέσβυς, ως Θεός Λόγος,
Άνθρωπος οφθείς, μέχρι και τούτων φθάσει.
Εις την Άνναν.
Ου γης απήρεν, η Φανουήλ θυγάτηρ,
Έως επ’ αυτής, τον Θεόν είδε βρέφος.
Τη τριτάτη δεσμοίο βίοιο λύθη Συμεώνης.
Ο μεν Άγιος Συμεών ο Θεοδόχος έλαβε μακράν και πολυχρόνιον ζωήν εις τον κόσμον τούτον. Επειδή και εχρηματίσθη, ήτοι απεκαλύφθη εις αυτόν από το Πνεύμα το Άγιον, ότι να μην ιδή θάνατον, προ του να θεωρήση με τους οφθαλμούς του τον Δεσπότην Χριστόν. Όθεν όταν ο Κύριος ημών επροσφέρθη εις τον Ναόν τεσσαράκοντα ημερών νήπιον, τότε εδέχθη αυτόν εις τας αγκάλας του. Και πληροφορηθείς από το Πνεύμα το Άγιον τα περί αυτού μέλλοντα, έλαβε το τέλος της ζωής του, κατά τον ανωτέρω χρηματισμόν και την αποκάλυψιν του Αγίου Πνεύματος (1). Η δε προφήτισσα Άννα, ήτον θυγάτηρ Φανουήλ, καταγομένη από την φυλήν του Ασήρ, ενός από τους δώδεκα Πατριάρχας τους υιούς Ιακώβ. Αφ’ ου δε εσυγκατοίκησε με άνδρα χρόνους επτά, και τούτον υστερήθη δια του θανάτου, από τότε επαράμενεν εις τον Ναόν και εκαταγίνετο εν όλη τη ζωή της εις προσευχάς και νηστείας. Όθεν επειδή αδιακόπως ευρίσκετο εις τοιαύτα θεάρεστα έργα, δια τούτο και ηξιώθη η μακαρία να ιδή τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, όταν επροσφέρθη τεσσαράκοντα ημερών νήπιον εις τον Ναόν, από την Παναγίαν Μητέρα του και από τον δίκαιον Ιωσήφ. Ανθωμολογείτο δε αύτη, ήτοι ευχαρίστει και εδοξολόγει τον Θεόν, και επροφήτευε φανερά τα περί του Χριστού εις όλους εκείνους οπού ευρέθησαν τότε εις τον Ναόν, λέγουσα τοιαύτα λόγια. Τούτο το Βρέφος, είναι εκείνος ο αυθέντης, οπού εστερέωσε τον ουρανόν και την γην. Τούτο το Βρέφος είναι ο Χριστός, περί του οποίου όλοι οι Προφήται επροκήρυξαν. Ημείς λοιπόν την μνήμην τούτων των δύω σήμερον εορτάζοντες, κηρύττομεν δια μέσου αυτών την φρικτήν και απόρρητον του Θεού προς ημάς συγκατάβασιν. (Όρα περί αυτών εις τον Θησαυρόν του Δαμασκηνού κατά την εορτήν της Υπαπαντής.)
(1) Σημείωσαι, ότι περί του Αγίου Συμεών του Θεοδόχου διάφοροι διαφόρως λέγουσιν. Ο μεν γαρ Άγιος Ιωσήφ ο υμνογράφος εν τω δευτέρω τροπαρίω του προς αυτόν ασματικού Κανόνος αυτού, θέλει ότι ήτον Ιερεύς, ούτω λέγων· «Εν νόμω γενόμενος, ιερουργός ιερώτατε». Ο δε κριτικός Φώτιος εν τοις Αμφιλοχίοις προς τον ερωτήσαντα αποκρίνεται, ότι δεν ήτον Ιερεύς, ήτον όμως του Ιερέως ανώτερος. Άλλοι λέγουσιν, πως ήτον ούτος εις των εβδομήκοντα ερμηνευτών της Παλαιάς Διαθήκης επί Πτολεμαίου του Φιλαδέλφου και ότι ερμηνεύωντας το «Ιδού η Παρθένος εν γαστρί έξει», και απιστήσας εις αυτό, έλαβε χρηματισμόν, ότι μέλλει να ζήση έως ου να λάβη εις τας αγκάλας του τον προφητευθέντα Παρθενικόν τόκον, ως λέγει Γεώργιος ο Κεδρηνός εν τη Συνόψει, και ο Αθηνών Μελέτιος (ομοίως και Ευθύμιος ο Ζυγαδηνός εν τη ερμηνεία του β’ κεφαλαίου του κατά Λουκάν Ευαγγελίου, τόμω τρίτω) και άλλοι. Όθεν αν τούτο ήναι αληθές, ο Συμεών όταν εδέχθη τον Χριστόν, ήτον χρόνων διακοσίων εβδομήκοντα και επέκεινα. Άλλοι γενεαλογούσι τον Συμεών τούτον, πως ήτον, υιός μεν του Πατριάρχου των Εβραίων Χιλέλ, πατήρ δε του περιφήμου Γαμαλιήλ του αναφερομένου εν ταις Πράξεσι. Και άλλοι λέγουσι, πως ήτον πρόεδρος του Συνεδρίου των Εβραίων. Οι δε ασφαλέστεροι και μόνη τη Ευαγγελική ιστορία επόμενοι, ως άνδρα απλώς πνευματοκίνητον τον Θεοδόχον γεραίρουσιν, (όρα την νεοτύπωτον Εκατονταετηρίδα). Το δε λείψανον του Αγίου τούτου Συμεών, ευρίσκεται εις τον εν Κωνσταντινουπόλει Ναόν του Αγίου Ιακώβου του αδελφοθέου, τον οποίον Ναόν ανήγειρεν ο βασιλεύς Ιουστίνος (σελ. 1152 της Δωδεκαβίβλου). Σημείωσαι, ότι εν τω δευτέρω Πανηγυρικώ της Ιεράς Μονής του Βατοπαιδίου, σώζεται εγκώμιον Συμεών ταπεινού Μοναχού, εις τον Άγιον τούτον Συμεών τον Θεοδόχον, ου η αρχή· «Την προς τους αγαθούς των ομοδούλων τιμήν».
*
Τη αυτή ημέρα μνήμη των Αγίων Μαρτύρων Αδριανού και Ευβούλου.
Εις τον Αδριανόν.
Αδριανόν χαίροντα, τμηθήναι ξίφει,
Χειρ η φόνοις χαίρουσα, τέμνει δημίου.
Εις τον Εύβουλον.
Ξίφει θανών Εύβουλε Κυρίου χάριν,
Βουλήν επέγνως ως αρεστήν Κυρίω.
Ούτοι εκατάγοντο από την χώραν Βανέαν. Επειδή δε είχον πόθον εις τους Ομολογητάς και Μάρτυρας του Χριστού, δια τούτο επήγαν εις την Καισάρειαν, οπού εμαρτύρουν πολλοί Μάρτυρες. Φανερωθέντες δε εκεί, ότι ήτον Χριστιανοί, εφέρθησαν εις τον άρχοντα Φιρμιλιανόν, και παρρησία ομολογήσαντες τον Χριστόν, δέρνονται παρευθύς εις την ράχιν και εις τα πλευρά. Ομοίως λαμβάνουν και άλλα μεγαλίτερα βάσανα. Επειδή δε εστέκοντο στερεοί και αμετάθετοι εις την ομολογίαν του Χριστού, τούτου χάριν εθυμώθη ο άρχων πολλά, και δίδει αυτούς εις τα θηρία δια να τους φάγουν. Και πρώτον μεν ο μακάριος Αδριανός, δοθείς εις ένα λεοντάρι, ηγωνίσθη με εκείνο ένα αγώνα ανδρικώτατον, και επειδή εφυλάχθη αβλαβής υπό της χάριτος του Θεού, δια τούτο απεκεφαλίσθη. Έπειτα ο Άγιος Εύβουλος κολακευθείς πρότερον από τον άρχοντα και πολλά παρακαλεσθείς δια να αρνηθή τον Χριστόν, εις ουδέν ενόμισε τας κολακείας και παρακινήσεις του. Όθεν ερρίφθη και αυτός εις το ίδιον λεοντάρι, και επειδή ενίκησεν αυτό και έμεινεν αβλαβής, δια τούτο και αυτός αποκεφαλίζεται, και έτζι λαμβάνουσι και οι δύω τους ακηράτους στεφάνους του μαρτυρίου.
*
Μνήμη του Αγίου Μάρτυρος Βλασίου του Βουκόλου.
Βοών επαύλεις, Βλάσιον είχον πάλαι,
Αυλαί δε νυν έχουσιν αυτόν Κυρίου.
Ούτος ο Άγιος Βλάσιος ήτον από την Καισάρειαν της Καππαδοκίας, υιός γονέων πλουσιωτάτων, αύξησε δε τον πλούτον τους το πλήθος των ζώων οπού είχον, από τον οποίον πλούτον έδιδαν αφθονοπαρόχως και εις τους πτωχούς ελεημοσύνην. Όταν δε έγινε διωγμός κατά των Χριστιανών από τους Έλληνας, τότε εζητείτο και ο μακάριος ούτος Βλάσιος και δεν ευρίσκετο. Τούτου χάριν ερημίαι και λαγκάδια ερευνώντο από τους Έλληνας. Όθεν τούτο μαθών ο του Χριστού ανδρείος αγωνιστής, μόνος του παραδίδει τον εαυτόν του εις τους διώκοντας, με τόσην χαράν, ωσάν να ήναι καλεσμένος εις δείπνον βασιλικόν, και ως ευεργέτας και καλοθελητάς του, ξενοδοχεί και φιλεύει τους διώκτας και φονευτάς του. Παρασταθείς λοιπόν εις το κριτήριον, και ερωτηθείς από τον ηγεμόνα, εφανέρωσε και το όνομά του και την πίστιν του και την τέχνην του. Όθεν παρευθύς εξαπλόνεται από τα τέσσαρα μέρη του σώματος, και δέρνεται με ωμά νεύρα. Ο δε Θεός ελαφρύνει τους πόνους του, και ιατρεύει τας πληγάς του. Βλέπων δε το θαύμα τούτο ο ηγεμών, ωνόμαζεν αυτό μαγείαν. Είτα βάλλει τον Άγιον μέσα εις ένα καζάνι γεμάτον από βρασμένον νερόν, προστάξας να μείνη εκεί μέσα ημέρας πέντε. Άγγελοι δε Θεού καταβάντες, επαρακίνουν τον Μάρτυρα να μη φοβήται, αλλά να έχη θάρρος, και ενταυτώ διεσκόρπιζον την φωτίαν, και την εξ αυτής βλάβην. Όθεν μετά τας πέντε ημέρας, ελθόντες οι στρατιώται δια να εκβάλουν τον Άγιον από το καζάνι, βλέπουν αυτόν οπού ήτον ζωντανός, και έψαλλε μαζί με τους Αγγέλους. Δια τούτο παρευθύς εκήρυξαν εαυτούς Χριστιανούς.
Τούτο δε μαθών ο ηγεμών, έστειλεν άλλους στρατιώτας δια να τον εκβάλουν. Πηγαίνοντες δε και εκείνοι, ωνόμασαν εαυτούς Χριστιανούς. Έπειτα επήγε και αυτός ο ίδιος ηγεμών, και βλέπωντας τον Άγιον μέσα εις το βράσιμον του καζανίου, ενόμισεν ότι εκρύωσε το νερόν, όθεν επρόσταξε να του φέρουν από εκείνο να νίψη το πρόσωπόν του. Τούτου δε γενομένου, ευθύς ετυφλώθη ο άθλιος, και ομού με την τύφλωσιν, απέρριψε και την μιαράν του ψυχήν. Ο δε του Χριστού Μάρτυς, με εκείνο το νερόν εβάπτισεν όλους τους πιστεύσαντας στρατιώτας εις το όνομα της Αγίας Τριάδος. Έπειτα πηγαίνωντας κοντά εις την μάνδραν των ζώων του, παρήγγειλεν εις την μητέρα και συγγενείς του, εκείνα οπού έπρεπε δια την σωτηρίαν τους, και έτζι παρέδωκε την ψυχήν του εις χείρας Θεού. Εκείνοι δε οπού έτυχον εις την μακαρίαν του τελείωσιν, είδον την αγίαν του ψυχήν οπού ευγήκεν από το σώμα, ωσάν μία άσπρη και φωτεινή περιστερά, και επέταξεν εις τον ουρανόν. Το δε ιερόν σώμα του ενταφιάσθη εις τον ίδιον εκείνον τόπον. Το δε ραβδί του εβλάστησε κοντά εις το εκεί θυσιαστήριον, το οποίον γενόμενον δένδρον μεγάλον, έκαμεν ίσκιον επάνω εις το αυτό θυσιαστήριον.
*
Ο Προφήτης Αζαρίας, ο υιός Αδδώ, εν ειρήνη τελειούται.
Χρησμούς διδόντος, πριν θανείν Αζαρίου,
Σιγά προφητεύουσα, λοξά Πυθία.
Ούτος ήτον υιός Αδδώ, καταγόμενος από την γην Συμβαθά, και εγύρισεν από τον Ισραήλ την αιχμαλωσίαν Ιούδα, αποθανών δε, ετάφη εις το χωράφι του (2).
(2) Περί του Προφήτου Αζαρίου τούτου, ταύτα γράφει το β’ των Παραλειπομένων εν κεφαλαίω ιε’, 1· «Και Αζαρίας υιός Ωδήδ, εγένετο επ’ αυτόν Πνεύμα Κυρίου, και εξήλθεν εις απάντησιν Ασά και παντί Ιούδα και Βενιαμίν, και είπεν. Ακούσατέ μου Ασά, και πας Ιούδα, και Βενιαμίν. Κύριος μεθ’ υμών εν τω είναι υμάς μετ’ αυτού. Και εάν εκζητήσητε αυτόν, ευρεθήσεται υμίν. Και εάν εγκαταλίπητε αυτόν, εγκαταλείψει υμάς». Και άλλα πολλά λέγει εκεί, με τα οποία, έγινε μεν εις τον βασιλέα Ασά και εις όλον τον λαόν του Ιούδα και Βενιαμίν, κήρυξ της ευσεβείας, στηλιτευτής δε της δυσσεβείας.
*
Οι Άγιοι Μάρτυρες Παύλος και Σίμων, ξίφει τελειούνται.
Και Παύλον ώδε, και Σίμωνα γραπτέον,
Μη και λάθωσιν, εκκοπέντες τας κάρας.
*
Ο Όσιος Κλαύδιος, εν ειρήνη τελειούται.
Έχαιρεν ευρών, Κλαύδιος βίου τέλος,
Ως ει τις εύροι, ψαλμικώς πολλά σκύλα.
Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.
Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *
Τῷ αὐτῷ μηνὶ Γ΄, μνήμη τοῦ δικαίου Συμεὼν τοῦ Θεοδόχου, καὶ Ἄννης τῆς Προφήτιδος. Ἡ δὲ Σύναξις αὐτῶν τελεῖται ἐν τῷ Ἀποστολείῳ τοῦ Ἁγίου Ἰακώβου τοῦ ἀδελφοθέου, τῷ ὄντι ἐν τῷ σεβασμίῳ Ναῷ τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, πλησίον τῆς ἁγιωτάτης μεγάλης Ἐκκλησίας.
Εἰς τὸν Συμεών.
Ἤγγελλε νεκροῖς πρέσβυς, ὡς Θεὸς Λόγος,
Ἄνθρωπος ὀφθείς, μέχρι καὶ τούτων φθάσει.
Εἰς τὴν Ἄνναν.
Οὐ γῆς ἀπῆρεν, ἡ Φανουὴλ θυγάτηρ,
Ἕως ἐπ’ αὐτῆς, τὸν Θεὸν εἶδε βρέφος.
Τῇ τριτάτῃ δεσμοῖο βίοιο λύθη Συμεώνης.
Ὁ μὲν Ἅγιος Συμεὼν ὁ Θεοδόχος ἔλαβε μακρὰν καὶ πολυχρόνιον ζωὴν εἰς τὸν κόσμον τοῦτον. Ἐπειδὴ καὶ ἐχρηματίσθη, ἤτοι ἀπεκαλύφθη εἰς αὐτὸν ἀπὸ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, ὅτι νὰ μὴν ἰδῇ θάνατον, πρὸ τοῦ νὰ θεωρήσῃ μὲ τοὺς ὀφθαλμούς του τὸν Δεσπότην Χριστόν. Ὅθεν ὅταν ὁ Κύριος ἡμῶν ἐπροσφέρθη εἰς τὸν Ναὸν τεσσαράκοντα ἡμερῶν νήπιον, τότε ἐδέχθη αὐτὸν εἰς τὰς ἀγκάλας του. Καὶ πληροφορηθεὶς ἀπὸ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον τὰ περὶ αὐτοῦ μέλλοντα, ἔλαβε τὸ τέλος τῆς ζωῆς του, κατὰ τὸν ἀνωτέρω χρηματισμὸν καὶ τὴν ἀποκάλυψιν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος (1). Ἡ δὲ προφήτισσα Ἄννα, ἦτον θυγάτηρ Φανουήλ, καταγομένη ἀπὸ τὴν φυλὴν τοῦ Ἀσήρ, ἑνὸς ἀπὸ τοὺς δώδεκα Πατριάρχας τοὺς υἱοὺς Ἰακώβ. Ἀφ’ οὗ δὲ ἐσυγκατοίκησε μὲ ἄνδρα χρόνους ἑπτά, καὶ τοῦτον ὑστερήθη διὰ τοῦ θανάτου, ἀπὸ τότε ἐπαράμενεν εἰς τὸν Ναὸν καὶ ἐκαταγίνετο ἐν ὅλῃ τῇ ζωῇ της εἰς προσευχὰς καὶ νηστείας. Ὅθεν ἐπειδὴ ἀδιακόπως εὑρίσκετο εἰς τοιαῦτα θεάρεστα ἔργα, διὰ τοῦτο καὶ ἠξιώθη ἡ μακαρία νὰ ἰδῇ τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, ὅταν ἐπροσφέρθη τεσσαράκοντα ἡμερῶν νήπιον εἰς τὸν Ναόν, ἀπὸ τὴν Παναγίαν Μητέρα του καὶ ἀπὸ τὸν δίκαιον Ἰωσήφ. Ἀνθωμολογεῖτο δὲ αὕτη, ἤτοι εὐχαρίστει καὶ ἐδοξολόγει τὸν Θεόν, καὶ ἐπροφήτευε φανερὰ τὰ περὶ τοῦ Χριστοῦ εἰς ὅλους ἐκείνους ὁποῦ εὑρέθησαν τότε εἰς τὸν Ναόν, λέγουσα τοιαῦτα λόγια. Τοῦτο τὸ Βρέφος, εἶναι ἐκεῖνος ὁ αὐθέντης, ὁποῦ ἐστερέωσε τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν. Τοῦτο τὸ Βρέφος εἶναι ὁ Χριστός, περὶ τοῦ ὁποίου ὅλοι οἱ Προφῆται ἐπροκήρυξαν. Ἡμεῖς λοιπὸν τὴν μνήμην τούτων τῶν δύω σήμερον ἑορτάζοντες, κηρύττομεν διὰ μέσου αὐτῶν τὴν φρικτὴν καὶ ἀπόρρητον τοῦ Θεοῦ πρὸς ἡμᾶς συγκατάβασιν. (Ὅρα περὶ αὐτῶν εἰς τὸν Θησαυρὸν τοῦ Δαμασκηνοῦ κατὰ τὴν ἑορτὴν τῆς Ὑπαπαντῆς.)
(1) Σημείωσαι, ὅτι περὶ τοῦ Ἁγίου Συμεὼν τοῦ Θεοδόχου διάφοροι διαφόρως λέγουσιν. Ὁ μὲν γὰρ Ἅγιος Ἰωσὴφ ὁ ὑμνογράφος ἐν τῷ δευτέρῳ τροπαρίῳ τοῦ πρὸς αὐτὸν ᾀσματικοῦ Κανόνος αὐτοῦ, θέλει ὅτι ἦτον Ἱερεύς, οὕτω λέγων· «Ἐν νόμῳ γενόμενος, ἱερουργὸς ἱερώτατε». Ὁ δὲ κριτικὸς Φώτιος ἐν τοῖς Ἀμφιλοχίοις πρὸς τὸν ἐρωτήσαντα ἀποκρίνεται, ὅτι δὲν ἦτον Ἱερεύς, ἦτον ὅμως τοῦ Ἱερέως ἀνώτερος. Ἄλλοι λέγουσιν, πῶς ἦτον οὗτος εἷς τῶν ἑβδομήκοντα ἑρμηνευτῶν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἐπὶ Πτολεμαίου τοῦ Φιλαδέλφου καὶ ὅτι ἑρμηνεύωντας τὸ «Ἰδοὺ ἡ Παρθένος ἐν γαστρὶ ἕξει», καὶ ἀπιστήσας εἰς αὐτό, ἔλαβε χρηματισμόν, ὅτι μέλλει νὰ ζήσῃ ἕως οὗ νὰ λάβῃ εἰς τὰς ἀγκάλας του τὸν προφητευθέντα Παρθενικὸν τόκον, ὡς λέγει Γεώργιος ὁ Κεδρηνὸς ἐν τῇ Συνόψει, καὶ ὁ Ἀθηνῶν Μελέτιος (ὁμοίως καὶ Εὐθύμιος ὁ Ζυγαδηνὸς ἐν τῇ ἑρμηνείᾳ τοῦ β΄ κεφαλαίου τοῦ κατὰ Λουκᾶν Εὐαγγελίου, τόμῳ τρίτῳ) καὶ ἄλλοι. Ὅθεν ἂν τοῦτο ᾖναι ἀληθές, ὁ Συμεὼν ὅταν ἐδέχθη τὸν Χριστόν, ἦτον χρόνων διακοσίων ἑβδομήκοντα καὶ ἐπέκεινα. Ἄλλοι γενεαλογοῦσι τὸν Συμεὼν τοῦτον, πῶς ἦτον, υἱὸς μὲν τοῦ Πατριάρχου τῶν Ἑβραίων Χιλέλ, πατὴρ δὲ τοῦ περιφήμου Γαμαλιὴλ τοῦ ἀναφερομένου ἐν ταῖς Πράξεσι. Καὶ ἄλλοι λέγουσι, πῶς ἦτον πρόεδρος τοῦ Συνεδρίου τῶν Ἑβραίων. Οἱ δὲ ἀσφαλέστεροι καὶ μόνῃ τῇ Εὐαγγελικῇ ἱστορίᾳ ἑπόμενοι, ὡς ἄνδρα ἁπλῶς πνευματοκίνητον τὸν Θεοδόχον γεραίρουσιν, (ὅρα τὴν νεοτύπωτον Ἑκατονταετηρίδα). Τὸ δὲ λείψανον τοῦ Ἁγίου τούτου Συμεών, εὑρίσκεται εἰς τὸν ἐν Κωνσταντινουπόλει Ναὸν τοῦ Ἁγίου Ἰακώβου τοῦ ἀδελφοθέου, τὸν ὁποῖον Ναὸν ἀνήγειρεν ὁ βασιλεὺς Ἰουστῖνος (σελ. 1152 τῆς Δωδεκαβίβλου). Σημείωσαι, ὅτι ἐν τῷ δευτέρῳ Πανηγυρικῷ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τοῦ Βατοπαιδίου, σῴζεται ἐγκώμιον Συμεὼν ταπεινοῦ Μοναχοῦ, εἰς τὸν Ἅγιον τοῦτον Συμεὼν τὸν Θεοδόχον, οὗ ἡ ἀρχή· «Τὴν πρὸς τοὺς ἀγαθοὺς τῶν ὁμοδούλων τιμήν».
*
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τῶν Ἁγίων Μαρτύρων Ἀδριανοῦ καὶ Εὐβούλου.
Εἰς τὸν Ἀδριανόν.
Ἀδριανὸν χαίροντα, τμηθῆναι ξίφει,
Χεὶρ ἡ φόνοις χαίρουσα, τέμνει δημίου.
Εἰς τὸν Εὔβουλον.
Ξίφει θανὼν Εὔβουλε Κυρίου χάριν,
Βουλὴν ἐπέγνως ὡς ἀρεστὴν Κυρίῳ.
Οὗτοι ἐκατάγοντο ἀπὸ τὴν χώραν Βανέαν. Ἐπειδὴ δὲ εἶχον πόθον εἰς τοὺς Ὁμολογητὰς καὶ Μάρτυρας τοῦ Χριστοῦ, διὰ τοῦτο ἐπῆγαν εἰς τὴν Καισάρειαν, ὁποῦ ἐμαρτύρουν πολλοὶ Μάρτυρες. Φανερωθέντες δὲ ἐκεῖ, ὅτι ἦτον Χριστιανοί, ἐφέρθησαν εἰς τὸν ἄρχοντα Φιρμιλιανόν, καὶ παρρησίᾳ ὁμολογήσαντες τὸν Χριστόν, δέρνονται παρευθὺς εἰς τὴν ῥάχιν καὶ εἰς τὰ πλευρά. Ὁμοίως λαμβάνουν καὶ ἄλλα μεγαλίτερα βάσανα. Ἐπειδὴ δὲ ἐστέκοντο στερεοὶ καὶ ἀμετάθετοι εἰς τὴν ὁμολογίαν τοῦ Χριστοῦ, τούτου χάριν ἐθυμώθη ὁ ἄρχων πολλά, καὶ δίδει αὐτοὺς εἰς τὰ θηρία διὰ νὰ τοὺς φάγουν. Καὶ πρῶτον μὲν ὁ μακάριος Ἀδριανός, δοθεὶς εἰς ἕνα λεοντάρι, ἠγωνίσθη μὲ ἐκεῖνο ἕνα ἀγῶνα ἀνδρικώτατον, καὶ ἐπειδὴ ἐφυλάχθη ἀβλαβὴς ὑπὸ τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, διὰ τοῦτο ἀπεκεφαλίσθη. Ἔπειτα ὁ Ἅγιος Εὔβουλος κολακευθεὶς πρότερον ἀπὸ τὸν ἄρχοντα καὶ πολλὰ παρακαλεσθεὶς διὰ νὰ ἀρνηθῇ τὸν Χριστόν, εἰς οὐδὲν ἐνόμισε τὰς κολακείας καὶ παρακινήσεις του. Ὅθεν ἐρρίφθη καὶ αὐτὸς εἰς τὸ ἴδιον λεοντάρι, καὶ ἐπειδὴ ἐνίκησεν αὐτὸ καὶ ἔμεινεν ἀβλαβής, διὰ τοῦτο καὶ αὐτὸς ἀποκεφαλίζεται, καὶ ἔτζι λαμβάνουσι καὶ οἱ δύω τοὺς ἀκηράτους στεφάνους τοῦ μαρτυρίου.
*
Μνήμη τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Βλασίου τοῦ Βουκόλου.
Βοῶν ἐπαύλεις, Βλάσιον εἶχον πάλαι,
Αὐλαὶ δὲ νῦν ἔχουσιν αὐτὸν Κυρίου.
Οὗτος ὁ Ἅγιος Βλάσιος ἦτον ἀπὸ τὴν Καισάρειαν τῆς Καππαδοκίας, υἱὸς γονέων πλουσιωτάτων, αὔξησε δὲ τὸν πλοῦτόν τους τὸ πλῆθος τῶν ζώων ὁποῦ εἶχον, ἀπὸ τὸν ὁποῖον πλοῦτον ἔδιδαν ἀφθονοπαρόχως καὶ εἰς τοὺς πτωχοὺς ἐλεημοσύνην. Ὅταν δὲ ἔγινε διωγμὸς κατὰ τῶν Χριστιανῶν ἀπὸ τοὺς Ἕλληνας, τότε ἐζητεῖτο καὶ ὁ μακάριος οὗτος Βλάσιος καὶ δὲν εὑρίσκετο. Τούτου χάριν ἐρημίαι καὶ λαγκάδια ἐρευνῶντο ἀπὸ τοὺς Ἕλληνας. Ὅθεν τοῦτο μαθὼν ὁ τοῦ Χριστοῦ ἀνδρεῖος ἀγωνιστής, μόνος του παραδίδει τὸν ἑαυτόν του εἰς τοὺς διώκοντας, μὲ τόσην χαράν, ὡσὰν νὰ ᾖναι καλεσμένος εἰς δεῖπνον βασιλικόν, καὶ ὡς εὐεργέτας καὶ καλοθελητάς του, ξενοδοχεῖ καὶ φιλεύει τοὺς διώκτας καὶ φονευτάς του. Παρασταθεὶς λοιπὸν εἰς τὸ κριτήριον, καὶ ἐρωτηθεὶς ἀπὸ τὸν ἡγεμόνα, ἐφανέρωσε καὶ τὸ ὄνομά του καὶ τὴν πίστιν του καὶ τὴν τέχνην του. Ὅθεν παρευθὺς ἐξαπλόνεται ἀπὸ τὰ τέσσαρα μέρη τοῦ σώματος, καὶ δέρνεται μὲ ὠμὰ νεῦρα. Ὁ δὲ Θεὸς ἐλαφρύνει τοὺς πόνους του, καὶ ἰατρεύει τὰς πληγάς του. Βλέπων δὲ τὸ θαῦμα τοῦτο ὁ ἡγεμών, ὠνόμαζεν αὐτὸ μαγείαν. Εἶτα βάλλει τὸν Ἅγιον μέσα εἰς ἕνα καζάνι γεμάτον ἀπὸ βρασμένον νερόν, προστάξας νὰ μείνῃ ἐκεῖ μέσα ἡμέρας πέντε. Ἄγγελοι δὲ Θεοῦ καταβάντες, ἐπαρακίνουν τὸν Μάρτυρα νὰ μὴ φοβῆται, ἀλλὰ νὰ ἔχῃ θάρρος, καὶ ἐνταυτῷ διεσκόρπιζον τὴν φωτίαν, καὶ τὴν ἐξ αὐτῆς βλάβην. Ὅθεν μετὰ τὰς πέντε ἡμέρας, ἐλθόντες οἱ στρατιῶται διὰ νὰ ἐκβάλουν τὸν Ἅγιον ἀπὸ τὸ καζάνι, βλέπουν αὐτὸν ὁποῦ ἦτον ζωντανός, καὶ ἔψαλλε μαζὶ μὲ τοὺς Ἀγγέλους. Διὰ τοῦτο παρευθὺς ἐκήρυξαν ἑαυτοὺς Χριστιανούς.
Τοῦτο δὲ μαθὼν ὁ ἡγεμών, ἔστειλεν ἄλλους στρατιώτας διὰ νὰ τὸν ἐκβάλουν. Πηγαίνοντες δὲ καὶ ἐκεῖνοι, ὠνόμασαν ἑαυτοὺς Χριστιανούς. Ἔπειτα ἐπῆγε καὶ αὐτὸς ὁ ἴδιος ἡγεμών, καὶ βλέπωντας τὸν Ἅγιον μέσα εἰς τὸ βράσιμον τοῦ καζανίου, ἐνόμισεν ὅτι ἐκρύωσε τὸ νερόν, ὅθεν ἐπρόσταξε νὰ τοῦ φέρουν ἀπὸ ἐκεῖνο νὰ νίψῃ τὸ πρόσωπόν του. Τούτου δὲ γενομένου, εὐθὺς ἐτυφλώθη ὁ ἄθλιος, καὶ ὁμοῦ μὲ τὴν τύφλωσιν, ἀπέρριψε καὶ τὴν μιαράν του ψυχήν. Ὁ δὲ τοῦ Χριστοῦ Μάρτυς, μὲ ἐκεῖνο τὸ νερὸν ἐβάπτισεν ὅλους τοὺς πιστεύσαντας στρατιώτας εἰς τὸ ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ἔπειτα πηγαίνωντας κοντὰ εἰς τὴν μάνδραν τῶν ζώων του, παρήγγειλεν εἰς τὴν μητέρα καὶ συγγενεῖς του, ἐκεῖνα ὁποῦ ἔπρεπε διὰ τὴν σωτηρίαν τους, καὶ ἔτζι παρέδωκε τὴν ψυχήν του εἰς χεῖρας Θεοῦ. Ἐκεῖνοι δὲ ὁποῦ ἔτυχον εἰς τὴν μακαρίαν του τελείωσιν, εἶδον τὴν ἁγίαν του ψυχὴν ὁποῦ εὐγῆκεν ἀπὸ τὸ σῶμα, ὡσὰν μία ἄσπρη καὶ φωτεινὴ περιστερά, καὶ ἐπέταξεν εἰς τὸν οὐρανόν. Τὸ δὲ ἱερὸν σῶμά του ἐνταφιάσθη εἰς τὸν ἴδιον ἐκεῖνον τόπον. Τὸ δὲ ῥαβδί του ἐβλάστησε κοντὰ εἰς τὸ ἐκεῖ θυσιαστήριον, τὸ ὁποῖον γενόμενον δένδρον μεγάλον, ἔκαμεν ἴσκιον ἐπάνω εἰς τὸ αὐτὸ θυσιαστήριον.
*
Ὁ Προφήτης Ἀζαρίας, ὁ υἱὸς Ἀδδώ, ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται.
Χρησμοὺς διδόντος, πρὶν θανεῖν Ἀζαρίου,
Σιγᾷ προφητεύουσα, λοξὰ Πυθία.
Οὗτος ἦτον υἱὸς Ἀδδώ, καταγόμενος ἀπὸ τὴν γῆν Συμβαθᾶ, καὶ ἐγύρισεν ἀπὸ τὸν Ἰσραὴλ τὴν αἰχμαλωσίαν Ἰούδα, ἀποθανὼν δέ, ἐτάφη εἰς τὸ χωράφι του (2).
(2) Περὶ τοῦ Προφήτου Ἀζαρίου τούτου, ταῦτα γράφει τὸ β΄ τῶν Παραλειπομένων ἐν κεφαλαίῳ ιε΄, 1· «Καὶ Ἀζαρίας υἱὸς Ὠδήδ, ἐγένετο ἐπ’ αὐτὸν Πνεῦμα Κυρίου, καὶ ἐξῆλθεν εἰς ἀπάντησιν Ἀσὰ καὶ παντὶ Ἰούδα καὶ Βενιαμίν, καὶ εἶπεν. Ἀκούσατέ μου Ἀσά, καὶ πᾶς Ἰούδα, καὶ Βενιαμίν. Κύριος μεθ’ ὑμῶν ἐν τῷ εἶναι ὑμᾶς μετ’ αὐτοῦ. Καὶ ἐὰν ἐκζητήσητε αὐτόν, εὑρεθήσεται ὑμῖν. Καὶ ἐὰν ἐγκαταλίπητε αὐτόν, ἐγκαταλείψει ὑμᾶς». Καὶ ἄλλα πολλὰ λέγει ἐκεῖ, μὲ τὰ ὁποῖα, ἔγινε μὲν εἰς τὸν βασιλέα Ἀσὰ καὶ εἰς ὅλον τὸν λαὸν τοῦ Ἰούδα καὶ Βενιαμίν, κήρυξ τῆς εὐσεβείας, στηλιτευτὴς δὲ τῆς δυσσεβείας.
*
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Παῦλος καὶ Σίμων, ξίφει τελειοῦνται.
Καὶ Παῦλον ὧδε, καὶ Σίμωνα γραπτέον,
Μὴ καὶ λάθωσιν, ἐκκοπέντες τὰς κάρας.
*
Ὁ Ὅσιος Κλαύδιος, ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται.
Ἔχαιρεν εὑρών, Κλαύδιος βίου τέλος,
Ὡς εἴ τις εὕροι, ψαλμικῶς πολλὰ σκῦλα.
Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.
Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Β’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *