Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου29 Ιανουαρίου

Η ανακομιδή των λειψάνων Αγίου Ιγνατίου του Θεοφόρου· Φιλοθέου, Υπερεχίου, Αβίβου, Ιουλιανού, Ρωμανού, Ιακώβου, Παρηγορίου κ.ά.

Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ

Ανακομιδή λειψάνων Αγίου Ιγνατίου του ΘεοφόρουΤω αυτώ μηνί ΚΘ’, η ανακομιδή των λειψάνων του Αγίου Ιερομάρτυρος Ιγνατίου του Θεοφόρου.

Χάρις λέουσιν Ιγνάτιε παμβόροις,
Σου σώματος λιπούσι και πιστοίς μέρος.

Τη δ’ ενάτη επάνουδος Ιγνατίω εικάδι τύχθη.

Ούτος ο Θεοφόρος Ιγνάτιος έγινε διάδοχος των Αποστόλων, δεύτερος Επίσκοπος χρηματίσας Αντιοχείας, μετά τον Εύοδον. Εμαθήτευσε δε μαζί με τον Σμύρνης Πολύκαρπον, κοντά εις τον Ευαγγελιστήν Ιωάννην τον Θεολόγον. Ούτος λοιπόν εν έτει ρι’ [110], εφέρθη έμπροσθεν του βασιλέως Τραϊανού, και αφ’ ου υπέμεινε κάθε δοκιμήν των βασάνων, και έμεινεν αβλαβής από αυτά τη χάριτι του Χριστού, εστάλθη παρά του βασιλέως εις την Ρώμην, δια να πολεμήση με τα θηρία. Γενομένου δε τούτου, εδιασπαράχθη ο Όσιος από τους λέοντας, καθώς επεθύμει και ηύχετο. Τα δε τίμια αυτού λείψανα συνάξαντες μερικοί Χριστιανοί, τα επήγαν εις την Αντιόχειαν, και δώρον ποθούμενον εις τους εκεί αδελφούς ταύτα χαρίζονται. Οι οποίοι μετά πάσης τιμής και ευλαβείας απεθησαύρισαν αυτά, υποκάτω εις την γην. Όθεν τούτου χάριν εορτήν χαρμόσυνον εορτάζει σήμερον η του Χριστού Εκκλησία, την σεπτήν ταύτην ανακομιδήν των λειψάνων του. (Τον κατά πλάτος Βίον τούτου, όρα εις το Εκλόγιον (1).)

(1) Όρα και εις την εικοστήν του Δεκεμβρίου, όσα είπομεν περί της καρδίας του Αγίου εν τη υποσημειώσει, ότι δεν έφαγον αυτήν τα λεοντάρια. Σημείωσαι ότι ο Χρυσόστομος λόγον ελληνικόν έχει εις την ανακομιδήν του Αγίου Ιγνατίου, ου η αρχή· «Οι πολυτελείς και φιλότιμοι». (Σώζεται εν τω ε’ τόμω της εν Ετόνη εκδόσεως.)

*

Τη αυτή ημέρα μνήμη των Αγίων επτά Μαρτύρων των εν Σαμοσάτοις τελειωθέντων, Φιλοθέου, Υπερεχίου, Αβίβου, Ιουλιανού, Ρωμανού, Ιακώβου, και Παρηγορίου.

Υπέρ προσηλωθέντος εν Σταυρώ Λόγου,
Επτά προσηλώθησαν αθλητών κάραι.

Ούτοι οι Άγιοι, στρατιώται γενόμενοι του επουρανίου Βασιλέως Χριστού, εστηλίτευσαν και ήλεγξαν την πλάνην των ειδωλολατρών. Όθεν επίασαν αυτούς οι ειδωλολάτραι, και ετζάκισαν με χονδρά ραβδία τα μπράτζα των χειρών και τα μηρία των. Έπειτα εξέσχισαν αυτούς ανελεήμονα, και δέσαντες εις τον λαιμόν τους βαρείας αλυσίδας, έρριψαν αυτούς εις την φυλακήν. Μετά ταύτα ευγάνουσιν αυτούς από την φυλακήν, και τους εξέσχισαν δεύτερον. Είτα κρεμούσιν αυτούς, και καρφώσαντες τας κεφαλάς των με καρφία, τους έκαμαν να παραδώσουν τας ψυχάς των εις χείρας Θεού, και ούτως έλαβον οι αοίδιμοι τους αμαράντους στεφάνους της αθλήσεως.

*

Οι Άγιοι Μάρτυρες, Σιλουανός (2) Επίσκοπος, Λουκάς Διάκονος, και Μώκιος ο Αναγνώστης, θηριομαχήσαντες, τελειούνται.

Σιλουανός Λουκάς τε συν τω Μωκίω,
Ήμβλυναν ορμάς και λεόντων αγρίων.

Όταν ο Νουμεριανός εβασίλευεν εν έτει σπδ’ [284], διωγμός εκινήθη κατά των Χριστιανών. Τότε ο Άγιος ούτος Σιλουανός ήτον Επίσκοπος της Εμεσηνών πόλεως, ήτις τουρκιστί Εμς ονομάζεται, υποκειμένη εις τον Αντιοχείας Πατριάρχην, και εν τη Κοίλη Συρία ευρισκομένη. Διαβαλθείς λοιπόν ούτος εις τον εκεί άρχοντα, ευθύς επιάσθη, ομού και ο Διάκονος Λουκάς, και ο Αναγνώστης Μώκιος, και παρεστάθησαν και οι τρεις έμπροσθέν του δεδεμένοι. Εξετάσας δε αυτούς ο άρχων επιμελώς, επειδή είδεν ότι ωμολόγησαν μεν τον Χριστόν Θεόν αληθινόν, ανεθεμάτισαν δε εκείνους, οπού προσκυνούσι τα είδωλα, δια τούτο εκινήθη εις μεγάλον θυμόν. Όθεν μη δυνηθείς να καταπείση αυτούς με κολακείας δια να αρνηθούν τον Χριστόν, τους έδειρε δυνατά, και βαλών αυτούς εις την φυλακήν, τους αφήκε να αποθάνουν από την πείναν.

Έπειτα μετά ημέρας ικανάς, τους εξέτασε πάλιν, και δείρας αυτούς, έκλεισε δεύτερον εις την φυλακήν, και αφ’ ου τους κατεξήρανεν από την πείναν και δίψαν, απεφάσισε να δώση αυτούς εις τα θηρία, δια να πολεμήσουν με εκείνα. Εστάθησαν λοιπόν οι Άγιοι εις το στάδιον, και εις καιρόν οπού αφέθησαν διάφορα θηρία κατ’ επάνω των, επροσευχήθησαν οι του Χριστού Μάρτυρες να τελειωθούν με τον τοιούτον αγώνα. Όθεν ο Θεός ο εισακούων των εδικών του δούλων, παρέλαβε τας ψυχάς των, καθώς εζήτησαν. Τότε τα άγρια θηρία ευλαβήθησαν τα λείψανα των Αγίων, και χωρίς να εγγίσουν τελείως εις αυτά, απεχώρησαν. Όταν δε ενύκτωσεν, επήγαν μερικοί Χριστιανοί και έκλεψαν αυτά, τα οποία ενταφιάσαντες εντίμως, εδόξασαν και ευχαρίστησαν τον Θεόν.

(2) Εν δε τοις Μηναίοις και τω τετυπωμένω Συναξαριστή, Σιλβανός γράφεται.

*

Μνήμη των Αγίων Μαρτύρων Σαρβήλου και Βεβαίας της αδελφής αυτού, των εν Εδέσση μαρτυρησάντων.

Λιπών Σάρβηλος τας μυσαράς θυσίας,
Χριστώ προσήχθη συν αδελφή θυσία.

Ούτοι οι Άγιοι ήτον κατά τους χρόνους του Τραϊανού βασιλέως εν έτει ρι’ [110], καταγόμενοι από την πόλιν Έδεσσαν. Ο δε Άγιος Σάρβηλος ήτον ιερεύς των ειδώλων, και υπηρέτης των μυσαρών θυσιών των δαιμόνων. Ήτον δε ο Σάρβηλος ούτος, πολλά ωραίος και ένδοξος, ο οποίος εφόρει πολυτελή και λαμπρά φορέματα, είχε δε και κίδαριν, ήτοι μίτραν χρυσήν εις την κεφαλήν του, και ενομίζετο κοντά εις τους εκεί Έλληνας, ωσάν άλλος μικρός βασιλεύς, και ετιμάτο ως άλλος θεός, διότι αυτός ήτον οπού επρόσταζε να προσκυνούν και να θυσιάζουν εις τα είδωλα. Ούτος λοιπόν πολλάκις ελέγχθη και εκατηχήθη από τον Άγιον Βαρσίμαιον τον Επίσκοπον της Εδέσσης, αλλά δεν επίστρεψεν από την πλάνην. Μίαν φοράν δε, όταν εγίνετο εορτή εις τους δαίμονας, και ο Σάρβηλος ήτον επιστάτης επάνω εις τας δαιμονικάς θυσίας, τότε βλέπων αυτόν ο Άγιος Βαρσίμαιος, ήλεγξε πάλιν αυτόν και εκατηγόρησε, πως γίνεται εις πολλούς αίτιος απωλείας. Ακούσας δε ο Σάρβηλος, εκατανύχθη από την του Χριστού χάριν, και πεισθείς εις τα λόγια του Επισκόπου, επίστευσεν εις τον Χριστόν ομού με την αδελφήν του Βεβαίαν. Όθεν εβαπτίσθησαν και οι δύω από τον ίδιον Επίσκοπον, από τον οποίον εκατηχήθη και δεύτερον ο Σάρβηλος. Όθεν πωλήσας όλα τα υπάρχοντά του, εμοίρασεν αυτά εις τους πτωχούς, και πτωχός γενόμενος, επήγε και εκάθητο κοντά εις τον Άγιον Βαρσίμαιον.

Τούτο δε μαθών Λυσίας ο ηγεμών, φέρνει έμπροσθέν του τον Σάρβηλον, και εξετάσας αυτόν και ευρών ομολογούντα τον Χριστόν, προστάζει και τον δέρνουν με ραβδία. Επειδή δε ο Μάρτυς πολλά εκατηγόρει αυτόν και τα είδωλά του, ομού και τον βασιλέα οπού έκαμεν αυτόν άρχοντα, δια τούτο κυριευθείς ο άρχων από θυμόν υπερβολικόν, επρόσταξε και έδειραν τον Άγιον με νεύρα βοών, όχι μίαν φοράν, αλλά επτά φοραίς, και με χειράγρας σιδηράς τον εξέσχισαν, και με λαμπάδας αναμμένας τον έκαυσαν. Ο δε Μάρτυς ταύτα πάσχων, απέβλεπεν εις μόνον τον Θεόν και επροσηύχετο, διο και ο Θεός ελάφρυνε τους πόνους του. Βλέπωντας δε ο Λυσίας την γενναιότητα και υπομονήν του Αγίου, επρόσταξε και έμπηξαν καρφία εις την κεφαλήν του, και έπειτα έβαλον αυτόν εις ένα μηχανικόν όργανον, και τον επριόνισαν. Επειδή δε εφυλάχθη ο Άγιος αβλαβής τη του Χριστού χάριτι, δια τούτο εξέπληξεν άπαντας.

Ταύτα βλέπουσα η αδελφή του Αγίου, Βεβαία ονόματι, μόνη από λόγου της επήγε και επαρρησιάσθη εις τον ηγεμόνα, ονομάζουσα τον εαυτόν της Χριστιανήν. Ο δε ηγεμών, αφ’ ου έδειρεν αυτήν αρκετά, την έβαλεν εις φυλακήν. Τον δε αδελφόν της Σάρβηλον επρόσταξε και τον έδειραν με ξυλίνας σπάθας, είτα εξέσχισαν το πρόσωπόν του. Μετά ταύτα έδεσαν οπίσω τας χείρας του, και τον έδειραν εις την κοιλίαν. Έπειτα εκρέμασαν αυτόν από το ένα χέρι, και με φωτίαν έκαυσαν διάφορα μέρη του σώματός του, ύστερον έγδαραν το δέρμα του. Βλέπωντας δε ο ηγεμών, ότι ακόμη αναπνέει, επρόσταξε και έκοψαν και των δύω αδελφών τας κεφαλάς, και έτζι έλαβον και οι δύω του μαρτυρίου τους στεφάνους. Τα δε τίμια αυτών λείψανα επήραν κρυφίως μερικοί Χριστιανοί, και ενταφίασαν αυτά εντίμως, δοξάζοντες και ευλογούντες τον Θεόν.

*

Ο εν Αγίοις Πατήρ ημών Βαρσιμαίος, Επίσκοπος Εδέσσης ο Ομολογητής, εν ειρήνη τελειούται.

Δους την βαρείαν σάρκα γη Βαρσιμαίος,
Σύνεστι βαστάσασιν ημέρας βάρος.

Ούτος ο Άγιος, ως είπομεν ανωτέρω, έγινεν αίτιος της ψυχικής σωτηρίας του Αγίου Σαρβήλου, επιστρέψας και βαπτίσας αυτόν, και την αδελφήν του Βεβαίαν. Όθεν ένεκεν τούτου εδιαβάλθη εις τον ηγεμόνα της Εδέσσης Λυσίαν, και ομολογήσας τον Χριστόν, εδάρθη και εβάλθη εις φυλακήν. Έπειτα ήλθον γράμματα βασιλικά, διορίζοντα να παύση ο κατά των Χριστιανών διωγμός. Δια τούτο και ο Άγιος ούτος Βαρσιμαίος, ελυτρώθη από την φυλακήν, και πηγαίνωντας εις την μητρόπολίν του, διεπέρασεν ευαρέστως την ζωήν του, και έτζι προς Κύριον εξεδήμησεν.

*

Ο Όσιος Πατήρ ημών Αφραάτης, εν ειρήνη τελειούται.

Ο σάρκα και ζων νεκρός ων Αφραάτης,
Αιωνίως ζη και νεκρός φανείς άπνους.

Ούτος ο Όσιος ήτον κατά τους χρόνους του Ουάλεντος, εν έτει το’ [370], εγεννήθη δε εις την Περσίαν και ανετράφη, και τα των Περσών νόμιμα εδιδάχθη. Επειδή δε εσιγχάθη και εμίσησε την εκείνων ασέβειαν, δια τούτο ανεχώρησεν από την Περσίαν, και επήγεν εις την πόλιν Έδεσσαν, και εκεί βαπτισθείς και γενόμενος Χριστιανός, έκλεισε τον εαυτόν του μέσα εις ένα κελλάκι, έξω από το τείχος της πόλεως. Έπειτα πηγαίνει εις την Αντιόχειαν, και μείνας εις ένα Μοναστήριον, το οποίον ευρίσκετο έμπροσθεν της Αντιοχείας, εκεί επιμελείτο μόνος την σωτηρίαν της ψυχής του. Συγκάτοικον δε άλλον αδελφόν δεν ηθέλησε να πάρη, αλλ’ ούτε ψωμί ηθέλησε να δεχθή τελείως, ούτε προσφάγιον, ούτε φόρεμα από κανένα άλλον, έξω από ένα μόνον γνώριμον οπού είχε.

Μίαν φοράν δε ο ύπατος Ανθέμιος, απεστάλθη πρέσβις εις την Περσίαν από τον βασιλέα. Γυρίζωντας δε από την Αντιόχειαν, έφερεν εις τον Όσιον ένα φόρεμα περσικόν. Ο δε Όσιος τούτο δεν εδέχθη, τύψας και ελέγξας αυτόν με τα λόγιά του. Αλλά και με τον βασιλέα Ουάλεντα συνομιλήσας, όστις ετάραττε την Εκκλησίαν του Χριστού, και ανάγκαζε τους Ορθοδόξους να φρονούν του Αρείου την κακοδοξίαν, με τούτον, λέγω, τον δυσσεβή συνομιλήσας ο Όσιος, τον έκαμε να εκπλαγή με τους σοφωτάτους λόγους του, και με τα προσφυά παραδείγματά του (3). Όθεν ένας ευνούχος του βασιλέως, εφοβέρισε να τον θανατώση. Αλλ’ όμως μετά ολίγον έλαβε παρά Θεού την εκδίκησιν της κατά του Οσίου θρασύτητος. Ευρισκόμενος γαρ αυτός εις ένα λουτρόν, έπεσε μέσα εις την λεκάνην οπού είχε το θερμόν νερόν, και εκεί κακώς την ψυχήν του απέρριψε. Τούτο δε μαθών ο βασιλεύς, εφοβήθη. Όθεν ούτε εξώρισεν, ούτε όλως επαίδευσε τον Όσιον. Ούτος ο Όσιος, ιάτρευσεν ένα άλογον του Ουάλεντος οπού ησθένησε, το οποίον ηγάπα πολλά ο βασιλεύς. Ούτος έκαμε και μίαν γυναίκα να τραβίξη εις τον εαυτόν της την αγάπην του ανδρός της, οπού την εμίσει, με το να έδωκεν εις αυτήν ολίγον έλαιον παρ’ αυτού ευλογηθέν. Και μόνος δε ο ραντισμός του νερού εκείνου, οπού ευλογείτο παρά του Οσίου, εφύλαξε τα χωράφια ενός γεωργού αβλαβή από την φθοράν των ακρίδων. Με τοιαύτην λοιπόν άσκησιν, και με τοιαύτα υπερφυσικά έργα διαλάμψας ο αοίδιμος Αφραάτης, παρέδωκε την ψυχήν του εις χείρας Θεού.

(3) Αναφέρει γαρ ο Κύρου Θεοδώρητος, όστις και τον Βίον του Οσίου τούτου συνέγραψεν εν αριθμώ ογδόω της Φιλοθέου Ιστορίας, ότι επειδή ο Όσιος Αφραάτης, βλέπωντας, πως εξωρίσθησαν οι Αρχιερείς και ποιμένες των Εκκλησιών από τον Αρειανόν βασιλέα Ουάλεντα, και έμειναν τα ποίμνια του Χριστού έρημα από κάθε προστασίαν πνευματικήν: δια τούτο εσπλαγχνίσθη την τούτων ερημίαν, και αφήσας την ησυχίαν του, εκατέβη εις την Αντιόχειαν διδάσκων τους Χριστιανούς, και στηρίζων αυτούς εις την Ορθοδοξίαν. Τότε λοιπόν ευρών αυτόν ο βασιλεύς, οπού επεριπάτει εις το παζάρι, τον ερώτησε. Διατί αφήκε την ησυχίαν, και περιπατεί εις την πόλιν; Ο δε Όσιος απεκρίθη. Ειπέ μοι, ω βασιλεύ, αν εγώ ήμουν παρθένος κεκρυμμένη μέσα εις καμμίαν κάμαραν, έπειτα έβλεπόν τινα να βάλη φωτίαν εις το οσπήτιον του πατρός μου, τι ήθελες με συμβουλεύσης να κάμω; Βέβαια ήθελες με συμβουλεύσης να τρέξω και να σβύσω την φλόγα. Τούτο λοιπόν συμβούλευσόν με και τώρα, διατί βλέπω πως καίεται ο οίκος του Πατρός μου Θεού, και δια τούτο τρέχω και αγωνίζομαι, πώς να σβύσω την φλόγα. Ει δε κατηγορείς εμένα, πως άφησα την ησυχίαν μου, κατηγόρει περισσότερον τον εαυτόν σου, όστις έβαλες την φωτίαν εις τον του Θεού οίκον. Και μη κατηγόρει εμένα, οπού αγωνίζομαι να την σβύσω.

*

Μνήμη του Οσίου Πατρός ημών Ακεψιμά.

Ακεψιμάς την σάρκα χαίρων εξέδυ,
Η νεκρικώς σταλείσα την γην εισέδυ.

*

Μνήμη του Αγίου Νεομάρτυρος Δημητρίου του Χίου, αθλήσαντος εν έτει 1802 (4).

(4) Το Μαρτύριον αυτού όρα εις το Νέον Λειμωνάριον.

Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.

Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.

* * *

 

 

Ανακομιδή λειψάνων Αγίου Ιγνατίου του ΘεοφόρουΤ ατ μην ΚΘ΄, νακομιδ τν λειψάνων το γίου ερομάρτυρος γνατίου το Θεοφόρου.

Χάρις λέουσιν γνάτιε παμβόροις,
Σο σώματος λιποσι κα πιστος μέρος.

Τ δ’ νάτ πάνουδος γνατί εκάδι τύχθη.

Οτος Θεοφόρος γνάτιος γινε διάδοχος τν ποστόλων, δεύτερος πίσκοπος χρηματίσας ντιοχείας, μετ τν Εοδον. μαθήτευσε δ μαζ μ τν Σμύρνης Πολύκαρπον, κοντ ες τν Εαγγελιστν ωάννην τν Θεολόγον. Οτος λοιπν ν τει ρι΄ [110], φέρθη μπροσθεν το βασιλέως Τραϊανο, κα φ’ ο πέμεινε κάθε δοκιμν τν βασάνων, κα μεινεν βλαβς π ατ τ χάριτι το Χριστο, στάλθη παρ το βασιλέως ες τν ώμην, δι ν πολεμήσ μ τ θηρία. Γενομένου δ τούτου, διασπαράχθη σιος π τος λέοντας, καθς πεθύμει κα ηχετο. Τ δ τίμια ατο λείψανα συνάξαντες μερικο Χριστιανοί, τ πγαν ες τν ντιόχειαν, κα δρον ποθούμενον ες τος κε δελφος τατα χαρίζονται. Ο ποοι μετ πάσης τιμς κα ελαβείας πεθησαύρισαν ατά, ποκάτω ες τν γν. θεν τούτου χάριν ορτν χαρμόσυνον ορτάζει σήμερον το Χριστο κκλησία, τν σεπτν ταύτην νακομιδν τν λειψάνων του. (Τν κατ πλάτος Βίον τούτου, ρα ες τ κλόγιον (1).)

(1) ρα κα ες τν εκοστν το Δεκεμβρίου, σα επομεν περ τς καρδίας το γίου ν τ ποσημειώσει, τι δν φαγον ατν τ λεοντάρια. Σημείωσαι τι Χρυσόστομος λόγον λληνικν χει ες τν νακομιδν το γίου γνατίου, ο ρχή· «Ο πολυτελες κα φιλότιμοι». (Σζεται ν τ ε΄ τόμ τς ν τόν κδόσεως.)

*

Τ ατ μέρ μνήμη τν γίων πτ Μαρτύρων τν ν Σαμοσάτοις τελειωθέντων, Φιλοθέου, περεχίου, βίβου, ουλιανο, ωμανο, ακώβου, κα Παρηγορίου.

πρ προσηλωθέντος ν Σταυρ Λόγου,
πτ προσηλώθησαν θλητν κάραι.

Οτοι ο γιοι, στρατιται γενόμενοι το πουρανίου Βασιλέως Χριστο, στηλίτευσαν κα λεγξαν τν πλάνην τν εδωλολατρν. θεν πίασαν ατος ο εδωλολάτραι, κα τζάκισαν μ χονδρ αβδία τ μπράτζα τν χειρν κα τ μηρία των. πειτα ξέσχισαν ατος νελεήμονα, κα δέσαντες ες τν λαιμόν τους βαρείας λυσίδας, ρριψαν ατος ες τν φυλακήν. Μετ τατα εγάνουσιν ατος π τν φυλακήν, κα τος ξέσχισαν δεύτερον. Ετα κρεμοσιν ατούς, κα καρφώσαντες τς κεφαλάς των μ καρφία, τος καμαν ν παραδώσουν τς ψυχάς των ες χερας Θεο, κα οτως λαβον ο οίδιμοι τος μαράντους στεφάνους τς θλήσεως.

*

Ο γιοι Μάρτυρες, Σιλουανς (2) πίσκοπος, Λουκς Διάκονος, κα Μώκιος ναγνώστης, θηριομαχήσαντες, τελειονται.

Σιλουανς Λουκς τε σν τ Μωκί,
μβλυναν ρμς κα λεόντων γρίων.

ταν Νουμεριανς βασίλευεν ν τει σπδ΄ [284], διωγμς κινήθη κατ τν Χριστιανν. Τότε γιος οτος Σιλουανς τον πίσκοπος τς μεσηνν πόλεως, τις τουρκιστ μς νομάζεται, ποκειμένη ες τν ντιοχείας Πατριάρχην, κα ν τ Κοίλ Συρί ερισκομένη. Διαβαλθες λοιπν οτος ες τν κε ρχοντα, εθς πιάσθη, μο κα Διάκονος Λουκς, κα ναγνώστης Μώκιος, κα παρεστάθησαν κα ο τρες μπροσθέν του δεδεμένοι. ξετάσας δ ατος ρχων πιμελς, πειδ εδεν τι μολόγησαν μν τν Χριστν Θεν ληθινόν, νεθεμάτισαν δ κείνους, πο προσκυνοσι τ εδωλα, δι τοτο κινήθη ες μεγάλον θυμόν. θεν μ δυνηθες ν καταπείσ ατος μ κολακείας δι ν ρνηθον τν Χριστόν, τος δειρε δυνατά, κα βαλν ατος ες τν φυλακήν, τος φκε ν ποθάνουν π τν πεναν.

πειτα μετ μέρας κανάς, τος ξέτασε πάλιν, κα δείρας ατούς, κλεισε δεύτερον ες τν φυλακήν, κα φ’ ο τος κατεξήρανεν π τν πεναν κα δίψαν, πεφάσισε ν δώσ ατος ες τ θηρία, δι ν πολεμήσουν μ κενα. στάθησαν λοιπν ο γιοι ες τ στάδιον, κα ες καιρν πο φέθησαν διάφορα θηρία κατ’ πάνω των, προσευχήθησαν ο το Χριστο Μάρτυρες ν τελειωθον μ τν τοιοτον γνα. θεν Θες εσακούων τν δικν του δούλων, παρέλαβε τς ψυχάς των, καθς ζήτησαν. Τότε τ γρια θηρία ελαβήθησαν τ λείψανα τν γίων, κα χωρς ν γγίσουν τελείως ες ατά, πεχώρησαν. ταν δ νύκτωσεν, πγαν μερικο Χριστιανο κα κλεψαν ατά, τ ποα νταφιάσαντες ντίμως, δόξασαν κα εχαρίστησαν τν Θεόν.

(2) ν δ τος Μηναίοις κα τ τετυπωμέν Συναξαριστ, Σιλβανς γράφεται.

*

Μνήμη τν γίων Μαρτύρων Σαρβήλου κα Βεβαίας τς δελφς ατο, τν ν δέσσ μαρτυρησάντων.

Λιπν Σάρβηλος τς μυσαρς θυσίας,
Χριστ προσήχθη σν δελφ θυσία.

Οτοι ο γιοι τον κατ τος χρόνους το Τραϊανο βασιλέως ν τει ρι΄ [110], καταγόμενοι π τν πόλιν δεσσαν. δ γιος Σάρβηλος τον ερες τν εδώλων, κα πηρέτης τν μυσαρν θυσιν τν δαιμόνων. τον δ Σάρβηλος οτος, πολλ ραος κα νδοξος, ποος φόρει πολυτελ κα λαμπρ φορέματα, εχε δ κα κίδαριν, τοι μίτραν χρυσν ες τν κεφαλήν του, κα νομίζετο κοντ ες τος κε λληνας, σν λλος μικρς βασιλεύς, κα τιμτο ς λλος θεός, διότι ατς τον πο πρόσταζε ν προσκυνον κα ν θυσιάζουν ες τ εδωλα. Οτος λοιπν πολλάκις λέγχθη κα κατηχήθη π τν γιον Βαρσίμαιον τν πίσκοπον τς δέσσης, λλ δν πίστρεψεν π τν πλάνην. Μίαν φορν δέ, ταν γίνετο ορτ ες τος δαίμονας, κα Σάρβηλος τον πιστάτης πάνω ες τς δαιμονικς θυσίας, τότε βλέπων ατν γιος Βαρσίμαιος, λεγξε πάλιν ατν κα κατηγόρησε, πς γίνεται ες πολλος ατιος πωλείας. κούσας δ Σάρβηλος, κατανύχθη π τν το Χριστο χάριν, κα πεισθες ες τ λόγια το πισκόπου, πίστευσεν ες τν Χριστν μο μ τν δελφήν του Βεβαίαν. θεν βαπτίσθησαν κα ο δύω π τν διον πίσκοπον, π τν ποον κατηχήθη κα δεύτερον Σάρβηλος. θεν πωλήσας λα τ πάρχοντά του, μοίρασεν ατ ες τος πτωχούς, κα πτωχς γενόμενος, πγε κα κάθητο κοντ ες τν γιον Βαρσίμαιον.

Τοτο δ μαθν Λυσίας γεμών, φέρνει μπροσθέν του τν Σάρβηλον, κα ξετάσας ατν κα ερν μολογοντα τν Χριστόν, προστάζει κα τν δέρνουν μ αβδία. πειδ δ Μάρτυς πολλ κατηγόρει ατν κα τ εδωλά του, μο κα τν βασιλέα πο καμεν ατν ρχοντα, δι τοτο κυριευθες ρχων π θυμν περβολικόν, πρόσταξε κα δειραν τν γιον μ νερα βον, χι μίαν φοράν, λλ πτ φορας, κα μ χειράγρας σιδηρς τν ξέσχισαν, κα μ λαμπάδας ναμμένας τν καυσαν. δ Μάρτυς τατα πάσχων, πέβλεπεν ες μόνον τν Θεν κα προσηύχετο, δι κα Θες λάφρυνε τος πόνους του. Βλέπωντας δ Λυσίας τν γενναιότητα κα πομονν το γίου, πρόσταξε κα μπηξαν καρφία ες τν κεφαλήν του, κα πειτα βαλον ατν ες να μηχανικν ργανον, κα τν πριόνισαν. πειδ δ φυλάχθη γιος βλαβς τ το Χριστο χάριτι, δι τοτο ξέπληξεν παντας.

Τατα βλέπουσα δελφ το γίου, Βεβαία νόματι, μόνη π λόγου της πγε κα παρρησιάσθη ες τν γεμόνα, νομάζουσα τν αυτόν της Χριστιανήν. δ γεμών, φ’ ο δειρεν ατν ρκετά, τν βαλεν ες φυλακήν. Τν δ δελφόν της Σάρβηλον πρόσταξε κα τν δειραν μ ξυλίνας σπάθας, ετα ξέσχισαν τ πρόσωπόν του. Μετ τατα δεσαν πίσω τς χεράς του, κα τν δειραν ες τν κοιλίαν. πειτα κρέμασαν ατν π τ να χέρι, κα μ φωτίαν καυσαν διάφορα μέρη το σώματός του, στερον γδαραν τ δέρμα του. Βλέπωντας δ γεμών, τι κόμη ναπνέει, πρόσταξε κα κοψαν κα τν δύω δελφν τς κεφαλάς, κα τζι λαβον κα ο δύω το μαρτυρίου τος στεφάνους. Τ δ τίμια ατν λείψανα πραν κρυφίως μερικο Χριστιανοί, κα νταφίασαν ατ ντίμως, δοξάζοντες κα ελογοντες τν Θεόν.

*

ν γίοις Πατρ μν Βαρσιμαος, πίσκοπος δέσσης μολογητής, ν ερήν τελειοται.

Δος τν βαρεαν σάρκα γ Βαρσιμαος,
Σύνεστι βαστάσασιν μέρας βάρος.

Οτος γιος, ς επομεν νωτέρω, γινεν ατιος τς ψυχικς σωτηρίας το γίου Σαρβήλου, πιστρέψας κα βαπτίσας ατόν, κα τν δελφήν του Βεβαίαν. θεν νεκεν τούτου διαβάλθη ες τν γεμόνα τς δέσσης Λυσίαν, κα μολογήσας τν Χριστόν, δάρθη κα βάλθη ες φυλακήν. πειτα λθον γράμματα βασιλικά, διορίζοντα ν παύσ κατ τν Χριστιανν διωγμός. Δι τοτο κα γιος οτος Βαρσιμαος, λυτρώθη π τν φυλακήν, κα πηγαίνωντας ες τν μητρόπολίν του, διεπέρασεν εαρέστως τν ζωήν του, κα τζι πρς Κύριον ξεδήμησεν.

*

σιος Πατρ μν φραάτης, ν ερήν τελειοται.

σάρκα κα ζν νεκρς ν φραάτης,
Αωνίως ζ κα νεκρς φανες πνους.

Οτος σιος τον κατ τος χρόνους το Οάλεντος, ν τει το΄ [370], γεννήθη δ ες τν Περσίαν κα νετράφη, κα τ τν Περσν νόμιμα διδάχθη. πειδ δ σιγχάθη κα μίσησε τν κείνων σέβειαν, δι τοτο νεχώρησεν π τν Περσίαν, κα πγεν ες τν πόλιν δεσσαν, κα κε βαπτισθες κα γενόμενος Χριστιανός, κλεισε τν αυτόν του μέσα ες να κελλάκι, ξω π τ τεχος τς πόλεως. πειτα πηγαίνει ες τν ντιόχειαν, κα μείνας ες να Μοναστήριον, τ ποον ερίσκετο μπροσθεν τς ντιοχείας, κε πιμελετο μόνος τν σωτηρίαν τς ψυχς του. Συγκάτοικον δ λλον δελφν δν θέλησε ν πάρ, λλ’ οτε ψωμ θέλησε ν δεχθ τελείως, οτε προσφάγιον, οτε φόρεμα π κνένα λλον, ξω π να μόνον γνώριμον πο εχε.

Μίαν φορν δ πατος νθέμιος, πεστάλθη πρέσβις ες τν Περσίαν π τν βασιλέα. Γυρίζωντας δ π τν ντιόχειαν, φερεν ες τν σιον να φόρεμα περσικόν. δ σιος τοτο δν δέχθη, τύψας κα λέγξας ατν μ τ λόγιά του. λλ κα μ τν βασιλέα Οάλεντα συνομιλήσας, στις τάραττε τν κκλησίαν το Χριστο, κα νάγκαζε τος ρθοδόξους ν φρονον το ρείου τν κακοδοξίαν, μ τοτον, λέγω, τν δυσσεβ συνομιλήσας σιος, τν καμε ν κπλαγ μ τος σοφωτάτους λόγους του, κα μ τ προσφυ παραδείγματά του (3). θεν νας ενοχος το βασιλέως, φοβέρισε ν τν θανατώσ. λλ’ μως μετ λίγον λαβε παρ Θεο τν κδίκησιν τς κατ το σίου θρασύτητος. Ερισκόμενος γρ ατς ες να λουτρόν, πεσε μέσα ες τν λεκάνην πο εχε τ θερμν νερόν, κα κε κακς τν ψυχήν του πέρριψε. Τοτο δ μαθν βασιλεύς, φοβήθη. θεν οτε ξώρισεν, οτε λως παίδευσε τν σιον. Οτος σιος, άτρευσεν να λογον το Οάλεντος πο σθένησε, τ ποον γάπα πολλ βασιλεύς. Οτος καμε κα μίαν γυνακα ν τραβίξ ες τν αυτόν της τν γάπην το νδρός της, πο τν μίσει, μ τ ν δωκεν ες ατν λίγον λαιον παρ’ ατο ελογηθέν. Κα μόνος δ αντισμς το νερο κείνου, πο ελογετο παρ το σίου, φύλαξε τ χωράφια νς γεωργο βλαβ π τν φθορν τν κρίδων. Μ τοιαύτην λοιπν σκησιν, κα μ τοιατα περφυσικ ργα διαλάμψας οίδιμος φραάτης, παρέδωκε τν ψυχήν του ες χερας Θεο.

(3) ναφέρει γρ Κύρου Θεοδώρητος, στις κα τν Βίον το σίου τούτου συνέγραψεν ν ριθμ γδό τς Φιλοθέου στορίας, τι πειδ σιος φραάτης, βλέπωντας, πς ξωρίσθησαν ο ρχιερες κα ποιμένες τν κκλησιν π τν ρειανν βασιλέα Οάλεντα, κα μειναν τ ποίμνια το Χριστο ρημα π κάθε προστασίαν πνευματικήν: δι τοτο σπλαγχνίσθη τν τούτων ρημίαν, κα φήσας τν συχίαν του, κατέβη ες τν ντιόχειαν διδάσκων τος Χριστιανούς, κα στηρίζων ατος ες τν ρθοδοξίαν. Τότε λοιπν ερν ατν βασιλεύς, πο περιπάτει ες τ παζάρι, τν ρώτησε. Διατί φκε τν συχίαν, κα περιπατε ες τν πόλιν; δ σιος πεκρίθη. Επέ μοι, βασιλε, ν γ μουν παρθένος κεκρυμμένη μέσα ες κμμίαν κάμαραν, πειτα βλεπόν τινα ν βάλ φωτίαν ες τ σπήτιον το πατρός μου, τί θελες μ συμβουλεύσς ν κάμω; Βέβαια θελες μ συμβουλεύσς ν τρέξω κα ν σβύσω τν φλόγα. Τοτο λοιπν συμβούλευσόν με κα τώρα, διατ βλέπω πς καίεται οκος το Πατρός μου Θεο, κα δι τοτο τρέχω κα γωνίζομαι, πς ν σβύσω τν φλόγα. Ε δ κατηγορες μένα, πς φησα τν συχίαν μου, κατηγόρει περισσότερον τν αυτόν σου, στις βαλες τν φωτίαν ες τν το Θεο οκον. Κα μ κατηγόρει μένα, πο γωνίζομαι ν τν σβύσω.

*

Μνήμη το σίου Πατρς μν κεψιμ.

κεψιμς τν σάρκα χαίρων ξέδυ,
νεκρικς σταλεσα τν γν εσέδυ.

*

Μνήμη το γίου Νεομάρτυρος Δημητρίου το Χίου, θλήσαντος ν τει 1802 (4).

(4) Τ Μαρτύριον ατο ρα ες τ Νέον Λειμωνάριον

Τας τν σν γίων πρεσβείαις Χριστ Θες λέησον μς.

Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Β’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.

* * *

 

 

Η ανακομιδή των λειψάνων Αγίου Ιγνατίου του Θεοφόρου· Φιλοθέου, Υπερεχίου, Αβίβου, Ιουλιανού, Ρωμανού, Ιακώβου, Παρηγορίου κ.ά.

Ορθόδοξη πίστη και ζωή στο email σας. Λάβετε πρώτοι όλες τις τελευταίες αναρτήσεις της Κοινωνίας Ορθοδοξίας:
Έχετε εγγραφεί επιτυχώς στο newsletter! Θα λάβετε email επιβεβαίωσης σε λίγα λεπτά. Παρακαλούμε, ακολουθήστε τον σύνδεσμο μέσα του για να επιβεβαιώσετε την εγγραφή. Εάν το email δεν εμφανιστεί στο γραμματοκιβώτιό σας, παρακαλούμε ελέγξτε τον φάκελο του spam.
Έχετε εγγραφεί επιτυχώς στο newsletter!
Λυπούμαστε, υπήρξε ένα σφάλμα. Παρακαλούμε, ελέγξτε το email σας.