Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου28 Ιανουαρίου
Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ
Τω αυτώ μηνί ΚΗ’, μνήμη του Οσίου Πατρός ημών Εφραίμ του Σύρου.
Ήκουσε γλώτταν ψαλμικώς, ην ουκ έγνω,
Εφραίμ άνω καλούσαν ο γλώτταν Σύρος.
Εικάδι ογδοάτη νόες Εφραίμ θυμόν απηύρον (ήτοι επήραν την ψυχήν).
Ούτος εκατάγετο εξ Ανατολής από το γένος των Σύρων, διδαχθείς την ευσέβειαν παρά των προγόνων του, κατά τους χρόνους Θεοδοσίου του Μεγάλου εν έτει τογ’ [373]. Εκ νεαράς του δε ηλικίας ηγάπησεν ο μακάριος την μοναχικήν ζωήν. Εις τούτον τον Άγιον λέγεται, ότι εξεχύθη χάρις από τον Θεόν, δια μέσου της οποίας, εσύνθεσε πάμπολλα συγγράμματα, γεμάτα από κάθε κατάνυξιν και ωφέλειαν, και με αυτά πολλούς ωδήγησεν εις την αρετήν. Ούτος έγινεν εις τους μετά ταύτα Οσίους, τύπος και παράδειγμα της ασκητικής πολιτείας. Τελείται δε η αυτού Σύναξις εις τον μαρτυρικόν Ναόν της Αγίας Ακυλίνης, εν τη Φιλοξένω κοντά εις τον Φόρον. (Τον κατά πλάτος Βίον αυτού όρα εις τον Νέον Παράδεισον (1).)
(1) Τούτου του Αγίου τα συγγράμματα είναι εκδεδομένα εις έξι τόμους, τρεις μεν, ελληνιστί και λατινιστί, τρεις δε, συριστί και λατινιστί. Όθεν ας λάβουν πρόνοιαν να εξηγήσουν και τους άλλους τρεις τόμους εις το ελληνικόν, ή εις το απλούν, όσοι από τους Γραικούς έχουν είδησιν της λατινίδος φωνής. Και ας μη αμελούν και αφίνουν να υστερούνται οι ομογενείς των Γραικοί, τοιαύτα αξιόλογα συγγράμματα του Οσίου, τα οποία είναι εξηγητικά της Πεντατεύχου, του Ιησού, των Κριτών, των τεσσάρων Βασιλειών, του Ιώβ, Ησαΐου, Ιερεμίου, Θρήνων, Ιεζεκιήλ, Δανιήλ, Ωσηέ, Ιωήλ, Αμώς, Αβδιού, Μιχαίου, Ζαχαρίου, και Μαλαχίου. Εν τούτοις δε περιέχονται και ένδεκα λόγοι εξηγητικοί εις τους εκλεκτούς τόπους της Γραφής. Και δεκατρείς λόγοι εις την Γέννησιν του Κυρίου. Και λόγοι δώδεκα περί του εν Εδέμ Παραδείσου, και άλλα αξιόλογα και ωφέλιμα. Εάν γαρ αμελήσουν, έχουν να κατακριθούν ως ο πονηρός δούλος, ο κρύψας το τάλαντον του κυρίου αυτού εν τη γη. Λέγουσι δέ τινες, ότι ο Άγιος Εφραίμ συνέγραψε συριακά τρία μιλλιώνια στίχους. Και ο Ιερώνυμος μαρτυρεί εν τω καταλόγω των εκκλησιαστικών συγγραφέων, ότι τα βιβλία του έφθασαν εις τόσην δόξαν και προτίμησιν, ώστε οπού, εις πολλάς Εκκλησίας μετά τας Αγίας Γραφάς ανεγινώσκοντο. (Όρα τον Μελέτιον, τομ. α’, της Εκκλησιαστικής Ιστορίας, σελ. 398.) Δια να μάθης δε πόσην κατάνυξιν προξενούσι τα βιβλία του Πατρός τούτου Εφραίμ, όρα εις το Συναξάριον του Οσίου Ευαρέστου, κατά την εικοστήν έκτην του Δεκεμβρίου. Σημείωσαι, ότι Γρηγόριος ο Νύσσης εν τω εις τον Άγιον Εφραίμ εγκωμίω του λέγει περί αυτού· «Ο μέγας Πατήρ ημών και της οικουμένης Διδάσκαλος Εφραίμ». Τούτου τον Βίον ελληνιστί συνέγραψεν ο Μεταφραστής, ου η αρχή· «Εφραίμ ο θαυμάσιος». (Σώζεται εν τω τέλει της βίβλου του Αγίου Εφραίμ, και εν τη των Ιβήρων και εν άλλαις.)
*
Τη αυτή ημέρα μνήμη του Οσίου Πατρός ημών Παλλαδίου.
Κρείττων υπάρξας σαρκικών σκιρτημάτων,
Σκιρτά παρ’ αυτώ Παλλάδιος τω πόλω.
Ούτος ο μακάριος Παλλάδιος έκτισεν ένα μικρόν κελλάκι εις ένα βουνόν, το οποίον επλησίαζε κοντά εις ένα χωρίον ονομαζόμενον Ίμμαι, (καθώς λέγει ο Θεοδώρητος, ο τον Βίον του Οσίου τούτου συγγράψας εν αριθμώ εβδόμω της Φιλοθέου Ιστορίας, από τον οποίον ερανίσθη και το Συναξάριον τούτο). Εις τούτο λοιπόν το κελλάκι έκλεισε τον εαυτόν του ο Όσιος, και αφ’ ου απόκτησεν αγρυπνίαν, νηστείαν, και παντοτινήν προσευχήν, ηξιώθη να λάβη από τον Θεόν των θαυμάτων την χάριν. Ένας γαρ πραγματευτής έχων μαζί του άσπρα πολλά, επεριπατούσε την νύκτα εις τον δρόμον. Άλλος δε μιαρός άνθρωπος στοχασθείς, ότι εβάσταζεν άσπρα, επαραμόνευσε και τον εφόνευσεν. Έπειτα πέρνωντας αυτόν, τον έρριψεν εις την πόρταν της κέλλης του Οσίου. Όταν δε έγινεν ημέρα, και εφανερώθη ο φονευθείς, τότε όλοι τρέξαντες ετζάκισαν την θύραν του κελλίου του, και εκαταδίκαζον ως φονέα τον Όσιον. Όθεν εις καιρόν οπού όλοι επεριτριγύρισαν αυτόν, επροσευχήθη ο Όσιος, και ανέστησε τον νεκρόν. Ο δε νεκρός αναστηθείς, εφανέρωσε ποίος τον εφόνευσε, και ότι ο Όσιος είναι του φόνου αμέτοχος (2). Ου μόνον δε τούτο το θαύμα ο Όσιος εποίησεν, αλλά και άλλα πολλότατα. Περισσότερον όμως εθαυμαστώθη, από τα έργα της αρετής του. Ούτω λοιπόν διαπεράσας την ζωήν του, και αξιομνημόνευτα συγγράμματα αφήσας εις την Εκκλησίαν του Θεού προς ωφέλειαν των αναγινωσκόντων, εν ειρήνη προς Κύριον μεταβέβηκεν (3).
(2) Προσθέττει δε ο Θεοδώρητος, ότι αφ’ ου ο αναστηθείς έδειξε με το δάκτυλόν του, ποίος τον εφόνευσεν, επίασαν αυτόν. Και εκδύσαντες τα φορέματα, ευρήκαν την μάχαιραν επάνω του, η οποία ήτον ακόμη αιματωμένη. Ομοίως ευρήκαν και τα άσπρα του φονευθέντος, τα οποία έγιναν αιτία και τον εφόνευσεν.
(3) Σημείωσαι, ότι ο Όσιος ούτος Παλλάδιος έγινεν Επίσκοπος Ελενουπόλεως, και ήκμασεν επί της βασιλείας του Μεγάλου Θεοδοσίου εν έτει τπ’ [380]. Λέγουσι δέ τινες, ότι ο Παλλάδιος ούτος, αυτός λέγεται και Ηρακλείδης Επίσκοπος Καππαδοκίας, και συνέγραψε τους Βίους των Οσίων οπού ευρίσκονται εις το βιβλίον το καλούμενον Λαυσαϊκόν. Συμπεραίνουσι δε τούτο, διατί και ο Παλλάδιος έγραψε προς Λαύσον τον Πραιπόσιτον, προς ον έγραψε και ο Ηρακλείδης. Κατά άλλους όμως, άλλος είναι ο Παλλάδιος από τον Ηρακλείδην. Και τούτο δε ακόμη προσημειούμεν, ότι Παλλάδιος ο Ελενουπόλεως, άλλος είναι από τον Παλλάδιον τούτον. Καθότι ο συγγράψας τον Βίον αυτού Θεοδώρητος, δεν γράφει ότι έγινεν Επίσκοπος. Φέρεται δε και ένας Παλλάδιος Όσιος εν τω Παραδείσω των Πατέρων, έχων διάφορα αποφθέγματα.
*
Ο Όσιος Πατήρ ημών Ιάκωβος ο ασκητής, εν ειρήνη τελειούται.
Απήλθε σαρκός ώσπερ έκ τινος πάγης,
Ο σαρκός Ιάκωβος, ουχ’ αλούς πάγαις.
Ούτος ο Όσιος αφήσας όλα του κόσμου τα πράγματα, εκατοίκησεν εις ένα σπήλαιον δεκαπέντε χρόνους, κοντά εις μίαν κωμόπολιν, ονομαζομένην Πορφυριώνη, και εκεί εμεταχειρίζετο κάθε άσκησιν. Εις τούτον τον Όσιον ήλθε ποτέ μία γυνή πόρνη παρακινηθείσα από μερικούς ακολάστους, η οποία πηδήσασα επάνω εις αυτόν αδιάντροπα, τον επαρακίνει εις ασέλγειαν. Ο δε Όσιος ενθύμησεν αυτήν την μέλλουσαν κόλασιν του αιωνίου πυρός. Όθεν έκαμεν αυτήν να μετανοήση, και να προσέλθη εις τον Χριστόν. Επειδή όμως κανένας άνθρωπος ψιλός, δεν ημπορεί να αποφύγη τας μηχανάς και παγίδας του πονηρού Διαβόλου, δια τούτο ηκολούθησε να πέση και ούτος ως άνθρωπος, εις πτώματα και αμαρτίας μεγάλας, ίνα εκ του παραδείγματος τούτου, προσέχουν εις τον εαυτόν τους οι ενάρετοι εκείνοι, οι οποίοι νομίζουν ότι στέκονται, και να πέσουν δεν ημπορούν. Και προς τούτοις, ίνα εκ του εναντίου, αφ’ ου πέσουν ούτοι εις αμαρτίας μεγάλας, πάλιν σηκωθούν δια της μετανοίας, και μη απελπισθώσιν. Ένας γαρ άρχων ένδοξος, έχωντας θυγατέρα δαιμονιζομένην, επρόσφερεν αυτήν εις τον Όσιον τούτον δια να την ιατρεύση. Ο δε Άγιος προσευχηθείς, παρευθύς ηλευθέρωσεν αυτήν από το δαιμόνιον. Ο δε πατήρ της κόρης, φοβηθείς μήπως πάλιν ο δαίμων ενοχλήση αυτήν, αφήκε την κόρην μαζί με τον νέον αδελφόν της εις το σπήλαιον του Οσίου.
Ο δε Όσιος νικηθείς από την επιθυμίαν, φευ του πτώματος! διαφθείρει την κόρην. Έπειτα τι γίνεται; Φοβηθείς δια να μη φανερωθή η σιγχαμερά αύτη πράξις του, φονεύει μεν την γυναίκα, φονεύει δε ομού και τον αδελφόν της. Τα δε νεκρά σώματα τούτων, ρίπτει αυτά εις τον ποταμόν, οπού εκεί κοντά έτρεχεν. Εκ τούτου δε απελπισθείς τελείως από την σωτηρίαν του, ώρμησε δια να υπάγη εις τον κόσμον. Εις καιρόν δε οπού επήγαινεν, απαντά αυτόν ένας ευλαβής Μοναχός, εις του οποίου τας παραινέσεις και συμβουλάς υπακούσας ο Όσιος, εσφάλισε τον εαυτόν του μέσα εις ένα τάφον, και εκεί υπέμεινε κάθε σκληραγωγίαν και κακοπάθειαν (4). Μετά ταύτα, ηκολούθησε να γένη μίαν φοράν ξηρασία και αβροχία εις την χώραν εκείνην. Όθεν προστάζει ο Θεός τον Επίσκοπον της πόλεως, ότι αν ο Ιάκωβος, οπού είναι κλεισμένος μέσα εις τον τάφον, δεν προσευχηθή, δεν θέλει λυθή η αβροχία. Τότε λοιπόν επήγεν εις τον Όσιον ο Επίσκοπος με όλον τον λαόν και πολλά παρακαλέσας αυτόν, τον έπεισε δια να προσευχηθή. Όθεν ευθύς οπού επροσευχήθη, έγινε βροχή πολλή. Εκ τούτου λοιπόν λαβών ο Όσιος καλάς ελπίδας περί της σωτηρίας του επρόσθεσε σκληραγωγίαν επάνω εις την σκληραγωγίαν, και δάκρυα επάνω εις τα δάκρυα, και έτζι με πολιτείαν θεάρεστον τελειώσας την ζωήν του, παρέδωκε την ψυχήν του εις χείρας Θεού.
(4) Σημείωσαι, ότι η προσευχή οπού έλεγε γονατιστός δέκα χρόνους ο Όσιος ούτος Ιάκωβος εν τω τάφω ευρισκόμενος, ήτον αύτη· «Πώς ατενίσω προς σε ο Θεός; ποίαν δε αρχήν της εξομολογήσεως εύροιμι; ποία καρδία ή ποίω θαρρήσας συνειδότι, γλώσσαν ασεβή, και χείλη μολυσμού γέμοντα, κινήσαι πειράσωμαι; ποίας δε αμαρτίας πρώτον άφεσιν αιτήσαι κατατολμήσω; φείσαι φιλάνθρωπε Κύριε! ίλεως γενού τω αναξίω, Δέσποτα αγαθέ, και μη συναπολέσης με ταις αισχραίς μου πράξεσιν. Ου γαρ μικρά μου τα δυσσεβήματα. Πορνείαν ετέλεσα. Φόνον ειργασάμην. Αίμα αθώον εξέχεα. Και προς τούτοις, τοις ύδασι, και θηρίοις, και πετεινοίς δέδωκα εις βοράν. Και νυν Κύριε, ειδότι σοι τα πάντα εξομολογούμαι, αγαθέ, την τούτων εξαιτούμενος άφεσιν. Μη παρίδης με Δέσποτα. Αλλά κατά την σοι πρέπουσαν ευσπλαγχνίαν, οικτείρησόν με τον ασεβή. Και κατάπεμψον εις εμέ το παρά σου πλούσιον έλεος, ελθόντα επί τα της αμαρτίας βάραθρα. Κατεπόντισέ με γαρ, η του λυμεώνος εχθρού καταιγίς. Μη δη καταπίη με ο δράκων ο βύθιος». Και τα λοιπά.
*
Αι Άγιαι δύω Μάρτυρες, Μήτηρ και Θυγάτηρ, ξίφει τελειούνται.
Τη παιδί συγκλίνασα Μήτηρ την κάραν,
Ξίφει συνεξέπνευσε τω Θυγατρίω.
*
Η Αγία Μάρτυς Χάρις, τους πόδας εκκοπείσα, τελειούται.
Πόδας Χάρις τμηθείσα προς Θεόν τρέχει.
Τους ψυχικούς γαρ ου συνετμήθη πόδας.
Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.
Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *
Τῷ αὐτῷ μηνὶ ΚΗ΄, μνήμη τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Ἐφραὶμ τοῦ Σύρου.
Ἤκουσε γλῶτταν ψαλμικῶς, ἦν οὐκ ἔγνω,
Ἐφραὶμ ἄνω καλοῦσαν ὁ γλῶτταν Σύρος.
Εἰκάδι ὀγδοάτῃ νόες Ἐφραὶμ θυμὸν ἀπηῦρον (ἤτοι ἐπῆραν τὴν ψυχήν).
Οὗτος ἐκατάγετο ἐξ Ἀνατολῆς ἀπὸ τὸ γένος τῶν Σύρων, διδαχθεὶς τὴν εὐσέβειαν παρὰ τῶν προγόνων του, κατὰ τοὺς χρόνους Θεοδοσίου τοῦ Μεγάλου ἐν ἔτει τογ΄ [373]. Ἐκ νεαρᾶς του δὲ ἡλικίας ἠγάπησεν ὁ μακάριος τὴν μοναχικὴν ζωήν. Εἰς τοῦτον τὸν Ἅγιον λέγεται, ὅτι ἐξεχύθη χάρις ἀπὸ τὸν Θεόν, διὰ μέσου τῆς ὁποίας, ἐσύνθεσε πάμπολλα συγγράμματα, γεμάτα ἀπὸ κάθε κατάνυξιν καὶ ὠφέλειαν, καὶ μὲ αὐτὰ πολλοὺς ὡδήγησεν εἰς τὴν ἀρετήν. Οὗτος ἔγινεν εἰς τοὺς μετὰ ταῦτα Ὁσίους, τύπος καὶ παράδειγμα τῆς ἀσκητικῆς πολιτείας. Τελεῖται δὲ ἡ αὐτοῦ Σύναξις εἰς τὸν μαρτυρικὸν Ναὸν τῆς Ἁγίας Ἀκυλίνης, ἐν τῇ Φιλοξένῳ κοντὰ εἰς τὸν Φόρον. (Τὸν κατὰ πλάτος Βίον αὐτοῦ ὅρα εἰς τὸν Νέον Παράδεισον (1).)
(1) Τούτου τοῦ Ἁγίου τὰ συγγράμματα εἶναι ἐκδεδομένα εἰς ἕξι τόμους, τρεῖς μέν, ἑλληνιστὶ καὶ λατινιστί, τρεῖς δέ, συριστὶ καὶ λατινιστί. Ὅθεν ἂς λάβουν πρόνοιαν νὰ ἐξηγήσουν καὶ τοὺς ἄλλους τρεῖς τόμους εἰς τὸ ἑλληνικόν, ἢ εἰς τὸ ἁπλοῦν, ὅσοι ἀπὸ τοὺς Γραικοὺς ἔχουν εἴδησιν τῆς λατινίδος φωνῆς. Καὶ ἂς μὴ ἀμελοῦν καὶ ἀφίνουν νὰ ὑστεροῦνται οἱ ὁμογενεῖς των Γραικοί, τοιαῦτα ἀξιόλογα συγγράμματα τοῦ Ὁσίου, τὰ ὁποῖα εἶναι ἐξηγητικὰ τῆς Πεντατεύχου, τοῦ Ἰησοῦ, τῶν Κριτῶν, τῶν τεσσάρων Βασιλειῶν, τοῦ Ἰώβ, Ἡσαΐου, Ἱερεμίου, Θρήνων, Ἰεζεκιήλ, Δανιήλ, Ὠσηέ, Ἰωήλ, Ἀμώς, Ἀβδιού, Μιχαίου, Ζαχαρίου, καὶ Μαλαχίου. Ἐν τούτοις δὲ περιέχονται καὶ ἕνδεκα λόγοι ἐξηγητικοὶ εἰς τοὺς ἐκλεκτοὺς τόπους τῆς Γραφῆς. Καὶ δεκατρεῖς λόγοι εἰς τὴν Γέννησιν τοῦ Κυρίου. Καὶ λόγοι δώδεκα περὶ τοῦ ἐν Ἐδὲμ Παραδείσου, καὶ ἄλλα ἀξιόλογα καὶ ὠφέλιμα. Ἐὰν γὰρ ἀμελήσουν, ἔχουν νὰ κατακριθοῦν ὡς ὁ πονηρὸς δοῦλος, ὁ κρύψας τὸ τάλαντον τοῦ κυρίου αὑτοῦ ἐν τῇ γῇ. Λέγουσι δέ τινες, ὅτι ὁ Ἅγιος Ἐφραὶμ συνέγραψε συριακὰ τρία μιλλιώνια στίχους. Καὶ ὁ Ἱερώνυμος μαρτυρεῖ ἐν τῷ καταλόγῳ τῶν ἐκκλησιαστικῶν συγγραφέων, ὅτι τὰ βιβλία του ἔφθασαν εἰς τόσην δόξαν καὶ προτίμησιν, ὥστε ὁποῦ, εἰς πολλὰς Ἐκκλησίας μετὰ τὰς Ἁγίας Γραφὰς ἀνεγινώσκοντο. (Ὅρα τὸν Μελέτιον, τόμ. α΄, τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας, σελ. 398.) Διὰ νὰ μάθῃς δὲ πόσην κατάνυξιν προξενοῦσι τὰ βιβλία τοῦ Πατρὸς τούτου Ἐφραίμ, ὅρα εἰς τὸ Συναξάριον τοῦ Ὁσίου Εὐαρέστου, κατὰ τὴν εἰκοστὴν ἕκτην τοῦ Δεκεμβρίου. Σημείωσαι, ὅτι Γρηγόριος ὁ Νύσσης ἐν τῷ εἰς τὸν Ἅγιον Ἐφραὶμ ἐγκωμίῳ του λέγει περὶ αὐτοῦ· «Ὁ μέγας Πατὴρ ἡμῶν καὶ τῆς οἰκουμένης Διδάσκαλος Ἐφραίμ». Τούτου τὸν Βίον ἑλληνιστὶ συνέγραψεν ὁ Μεταφραστής, οὗ ἡ ἀρχή· «Ἐφραὶμ ὁ θαυμάσιος». (Σῴζεται ἐν τῷ τέλει τῆς βίβλου τοῦ Ἁγίου Ἐφραίμ, καὶ ἐν τῇ τῶν Ἰβήρων καὶ ἐν ἄλλαις.)
*
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Παλλαδίου.
Κρείττων ὑπάρξας σαρκικῶν σκιρτημάτων,
Σκιρτᾷ παρ’ αὐτῷ Παλλάδιος τῷ πόλῳ.
Οὗτος ὁ μακάριος Παλλάδιος ἔκτισεν ἕνα μικρὸν κελλάκι εἰς ἕνα βουνόν, τὸ ὁποῖον ἐπλησίαζε κοντὰ εἰς ἕνα χωρίον ὀνομαζόμενον Ἵμμαι, (καθὼς λέγει ὁ Θεοδώρητος, ὁ τὸν Βίον τοῦ Ὁσίου τούτου συγγράψας ἐν ἀριθμῷ ἑβδόμῳ τῆς Φιλοθέου Ἱστορίας, ἀπὸ τὸν ὁποῖον ἐρανίσθη καὶ τὸ Συναξάριον τοῦτο). Εἰς τοῦτο λοιπὸν τὸ κελλάκι ἔκλεισε τὸν ἑαυτόν του ὁ Ὅσιος, καὶ ἀφ’ οὗ ἀπόκτησεν ἀγρυπνίαν, νηστείαν, καὶ παντοτινὴν προσευχήν, ἠξιώθη νὰ λάβῃ ἀπὸ τὸν Θεὸν τῶν θαυμάτων τὴν χάριν. Ἕνας γὰρ πραγματευτὴς ἔχων μαζί του ἄσπρα πολλά, ἐπεριπατοῦσε τὴν νύκτα εἰς τὸν δρόμον. Ἄλλος δὲ μιαρὸς ἄνθρωπος στοχασθείς, ὅτι ἐβάσταζεν ἄσπρα, ἐπαραμόνευσε καὶ τὸν ἐφόνευσεν. Ἔπειτα πέρνωντας αὐτόν, τὸν ἔρριψεν εἰς τὴν πόρταν τῆς κέλλης τοῦ Ὁσίου. Ὅταν δὲ ἔγινεν ἡμέρα, καὶ ἐφανερώθη ὁ φονευθείς, τότε ὅλοι τρέξαντες ἐτζάκισαν τὴν θύραν τοῦ κελλίου του, καὶ ἐκαταδίκαζον ὡς φονέα τὸν Ὅσιον. Ὅθεν εἰς καιρὸν ὁποῦ ὅλοι ἐπεριτριγύρισαν αὐτόν, ἐπροσευχήθη ὁ Ὅσιος, καὶ ἀνέστησε τὸν νεκρόν. Ὁ δὲ νεκρὸς ἀναστηθείς, ἐφανέρωσε ποῖος τὸν ἐφόνευσε, καὶ ὅτι ὁ Ὅσιος εἶναι τοῦ φόνου ἀμέτοχος (2). Οὐ μόνον δὲ τοῦτο τὸ θαῦμα ὁ Ὅσιος ἐποίησεν, ἀλλὰ καὶ ἄλλα πολλότατα. Περισσότερον ὅμως ἐθαυμαστώθη, ἀπὸ τὰ ἔργα τῆς ἀρετῆς του. Οὕτω λοιπὸν διαπεράσας τὴν ζωήν του, καὶ ἀξιομνημόνευτα συγγράμματα ἀφήσας εἰς τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ πρὸς ὠφέλειαν τῶν ἀναγινωσκόντων, ἐν εἰρήνῃ πρὸς Κύριον μεταβέβηκεν (3).
(2) Προσθέττει δὲ ὁ Θεοδώρητος, ὅτι ἀφ’ οὗ ὁ ἀναστηθεὶς ἔδειξε μὲ τὸ δάκτυλόν του, ποῖος τὸν ἐφόνευσεν, ἐπίασαν αὐτόν. Καὶ ἐκδύσαντες τὰ φορέματα, εὑρῆκαν τὴν μάχαιραν ἐπάνω του, ἡ ὁποία ἦτον ἀκόμη αἱματωμένη. Ὁμοίως εὑρῆκαν καὶ τὰ ἄσπρα τοῦ φονευθέντος, τὰ ὁποῖα ἔγιναν αἰτία καὶ τὸν ἐφόνευσεν.
(3) Σημείωσαι, ὅτι ὁ Ὅσιος οὗτος Παλλάδιος ἔγινεν Ἐπίσκοπος Ἑλενουπόλεως, καὶ ἤκμασεν ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Μεγάλου Θεοδοσίου ἐν ἔτει τπ΄ [380]. Λέγουσι δέ τινες, ὅτι ὁ Παλλάδιος οὗτος, αὐτὸς λέγεται καὶ Ἡρακλείδης Ἐπίσκοπος Καππαδοκίας, καὶ συνέγραψε τοὺς Βίους τῶν Ὁσίων ὁποῦ εὑρίσκονται εἰς τὸ βιβλίον τὸ καλούμενον Λαυσαϊκόν. Συμπεραίνουσι δὲ τοῦτο, διατὶ καὶ ὁ Παλλάδιος ἔγραψε πρὸς Λαῦσον τὸν Πραιπόσιτον, πρὸς ὃν ἔγραψε καὶ ὁ Ἡρακλείδης. Κατὰ ἄλλους ὅμως, ἄλλος εἶναι ὁ Παλλάδιος ἀπὸ τὸν Ἡρακλείδην. Καὶ τοῦτο δὲ ἀκόμη προσημειοῦμεν, ὅτι Παλλάδιος ὁ Ἑλενουπόλεως, ἄλλος εἶναι ἀπὸ τὸν Παλλάδιον τοῦτον. Καθότι ὁ συγγράψας τὸν Βίον αὐτοῦ Θεοδώρητος, δὲν γράφει ὅτι ἔγινεν Ἐπίσκοπος. Φέρεται δὲ καὶ ἕνας Παλλάδιος Ὅσιος ἐν τῷ Παραδείσῳ τῶν Πατέρων, ἔχων διάφορα ἀποφθέγματα.
*
Ὁ Ὅσιος Πατὴρ ἡμῶν Ἰάκωβος ὁ ἀσκητής, ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται.
Ἀπῆλθε σαρκὸς ὥσπερ ἔκ τινος πάγης,
Ὁ σαρκὸς Ἰάκωβος, οὐχ’ ἁλοὺς πάγαις.
Οὗτος ὁ Ὅσιος ἀφήσας ὅλα τοῦ κόσμου τὰ πράγματα, ἐκατοίκησεν εἰς ἕνα σπήλαιον δεκαπέντε χρόνους, κοντὰ εἰς μίαν κωμόπολιν, ὀνομαζομένην Πορφυριώνη, καὶ ἐκεῖ ἐμεταχειρίζετο κάθε ἄσκησιν. Εἰς τοῦτον τὸν Ὅσιον ἦλθέ ποτε μία γυνὴ πόρνη παρακινηθεῖσα ἀπὸ μερικοὺς ἀκολάστους, ἡ ὁποία πηδήσασα ἐπάνω εἰς αὐτὸν ἀδιάντροπα, τὸν ἐπαρακίνει εἰς ἀσέλγειαν. Ὁ δὲ Ὅσιος ἐνθύμησεν αὐτὴν τὴν μέλλουσαν κόλασιν τοῦ αἰωνίου πυρός. Ὅθεν ἔκαμεν αὐτὴν νὰ μετανοήσῃ, καὶ νὰ προσέλθῃ εἰς τὸν Χριστόν. Ἐπειδὴ ὅμως κανένας ἄνθρωπος ψιλός, δὲν ἠμπορεῖ νὰ ἀποφύγῃ τὰς μηχανὰς καὶ παγίδας τοῦ πονηροῦ Διαβόλου, διὰ τοῦτο ἠκολούθησε νὰ πέσῃ καὶ οὗτος ὡς ἄνθρωπος, εἰς πτώματα καὶ ἁμαρτίας μεγάλας, ἵνα ἐκ τοῦ παραδείγματος τούτου, προσέχουν εἰς τὸν ἑαυτόν τους οἱ ἐνάρετοι ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι νομίζουν ὅτι στέκονται, καὶ νὰ πέσουν δὲν ἠμποροῦν. Καὶ πρὸς τούτοις, ἵνα ἐκ τοῦ ἐναντίου, ἀφ’ οὗ πέσουν οὗτοι εἰς ἁμαρτίας μεγάλας, πάλιν σηκωθοῦν διὰ τῆς μετανοίας, καὶ μὴ ἀπελπισθῶσιν. Ἕνας γὰρ ἄρχων ἔνδοξος, ἔχωντας θυγατέρα δαιμονιζομένην, ἐπρόσφερεν αὐτὴν εἰς τὸν Ὅσιον τοῦτον διὰ νὰ τὴν ἰατρεύσῃ. Ὁ δὲ Ἅγιος προσευχηθείς, παρευθὺς ἠλευθέρωσεν αὐτὴν ἀπὸ τὸ δαιμόνιον. Ὁ δὲ πατὴρ τῆς κόρης, φοβηθεὶς μήπως πάλιν ὁ δαίμων ἐνοχλήσῃ αὐτήν, ἀφῆκε τὴν κόρην μαζὶ μὲ τὸν νέον ἀδελφόν της εἰς τὸ σπήλαιον τοῦ Ὁσίου.
Ὁ δὲ Ὅσιος νικηθεὶς ἀπὸ τὴν ἐπιθυμίαν, φεῦ τοῦ πτώματος! διαφθείρει τὴν κόρην. Ἔπειτα τί γίνεται; Φοβηθεὶς διὰ νὰ μὴ φανερωθῇ ἡ σιγχαμερὰ αὕτη πρᾶξίς του, φονεύει μὲν τὴν γυναῖκα, φονεύει δὲ ὁμοῦ καὶ τὸν ἀδελφόν της. Τὰ δὲ νεκρὰ σώματα τούτων, ῥίπτει αὐτὰ εἰς τὸν ποταμόν, ὁποῦ ἐκεῖ κοντὰ ἔτρεχεν. Ἐκ τούτου δὲ ἀπελπισθεὶς τελείως ἀπὸ τὴν σωτηρίαν του, ὥρμησε διὰ νὰ ὑπάγῃ εἰς τὸν κόσμον. Εἰς καιρὸν δὲ ὁποῦ ἐπήγαινεν, ἀπαντᾷ αὐτὸν ἕνας εὐλαβὴς Μοναχός, εἰς τοῦ ὁποίου τὰς παραινέσεις καὶ συμβουλὰς ὑπακούσας ὁ Ὅσιος, ἐσφάλισε τὸν ἑαυτόν του μέσα εἰς ἕνα τάφον, καὶ ἐκεῖ ὑπέμεινε κάθε σκληραγωγίαν καὶ κακοπάθειαν (4). Μετὰ ταῦτα, ἠκολούθησε νὰ γένῃ μίαν φορὰν ξηρασία καὶ ἀβροχία εἰς τὴν χώραν ἐκείνην. Ὅθεν προστάζει ὁ Θεὸς τὸν Ἐπίσκοπον τῆς πόλεως, ὅτι ἂν ὁ Ἰάκωβος, ὁποῦ εἶναι κλεισμένος μέσα εἰς τὸν τάφον, δὲν προσευχηθῇ, δὲν θέλει λυθῇ ἡ ἀβροχία. Τότε λοιπὸν ἐπῆγεν εἰς τὸν Ὅσιον ὁ Ἐπίσκοπος μὲ ὅλον τὸν λαὸν καὶ πολλὰ παρακαλέσας αὐτόν, τὸν ἔπεισε διὰ νὰ προσευχηθῇ. Ὅθεν εὐθὺς ὁποῦ ἐπροσευχήθη, ἔγινε βροχὴ πολλή. Ἐκ τούτου λοιπὸν λαβὼν ὁ Ὅσιος καλὰς ἐλπίδας περὶ τῆς σωτηρίας του ἐπρόσθεσε σκληραγωγίαν ἐπάνω εἰς τὴν σκληραγωγίαν, καὶ δάκρυα ἐπάνω εἰς τὰ δάκρυα, καὶ ἔτζι μὲ πολιτείαν θεάρεστον τελειώσας τὴν ζωήν του, παρέδωκε τὴν ψυχήν του εἰς χεῖρας Θεοῦ.
(4) Σημείωσαι, ὅτι ἡ προσευχὴ ὁποῦ ἔλεγε γονατιστὸς δέκα χρόνους ὁ Ὅσιος οὗτος Ἰάκωβος ἐν τῷ τάφῳ εὑρισκόμενος, ἦτον αὕτη· «Πῶς ἀτενίσω πρός σε ὁ Θεός; ποίαν δὲ ἀρχὴν τῆς ἐξομολογήσεως εὕροιμι; ποίᾳ καρδίᾳ ἢ ποίῳ θαρρήσας συνειδότι, γλῶσσαν ἀσεβῆ, καὶ χείλη μολυσμοῦ γέμοντα, κινῆσαι πειράσωμαι; ποίας δὲ ἁμαρτίας πρῶτον ἄφεσιν αἰτῆσαι κατατολμήσω; φεῖσαι φιλάνθρωπε Κύριε! ἵλεως γενοῦ τῷ ἀναξίῳ, Δέσποτα ἀγαθέ, καὶ μὴ συναπολέσῃς με ταῖς αἰσχραῖς μου πράξεσιν. Οὐ γὰρ μικρά μου τὰ δυσσεβήματα. Πορνείαν ἐτέλεσα. Φόνον εἰργασάμην. Αἷμα ἀθῶον ἐξέχεα. Καὶ πρὸς τούτοις, τοῖς ὕδασι, καὶ θηρίοις, καὶ πετεινοῖς δέδωκα εἰς βοράν. Καὶ νῦν Κύριε, εἰδότι σοι τὰ πᾶντα ἐξομολογοῦμαι, ἀγαθέ, τὴν τούτων ἐξαιτούμενος ἄφεσιν. Μὴ παρίδῃς με Δέσποτα. Ἀλλὰ κατὰ τὴν σοὶ πρέπουσαν εὐσπλαγχνίαν, οἰκτείρησόν με τὸν ἀσεβῆ. Καὶ κατάπεμψον εἰς ἐμὲ τὸ παρὰ σοῦ πλούσιον ἔλεος, ἐλθόντα ἐπὶ τὰ τῆς ἁμαρτίας βάραθρα. Κατεπόντισέ με γάρ, ἡ τοῦ λυμεῶνος ἐχθροῦ καταιγίς. Μὴ δὴ καταπίῃ με ὁ δράκων ὁ βύθιος». Καὶ τὰ λοιπά.
*
Αἱ Ἅγιαι δύω Μάρτυρες, Μήτηρ καὶ Θυγάτηρ, ξίφει τελειοῦνται.
Τῇ παιδὶ συγκλίνασα Μήτηρ τὴν κάραν,
Ξίφει συνεξέπνευσε τῷ Θυγατρίῳ.
*
Ἡ Ἁγία Μάρτυς Χάρις, τοὺς πόδας ἐκκοπεῖσα, τελειοῦται.
Πόδας Χάρις τμηθεῖσα πρὸς Θεὸν τρέχει.
Τοὺς ψυχικοὺς γὰρ οὐ συνετμήθη πόδας.
Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.
Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Β’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *