Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου22 Ιανουαρίου
Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ
Τω αυτώ μηνί ΚΒ’, μνήμη του Αγίου Αποστόλου Τιμοθέου.
Έρωτι θείων Τιμόθεος στεμμάτων,
Τυφθείς βάκλοις (1) έβαψε γην εξ αιμάτων.
Εικάδι δευτερίη πνεύμ’ ήρθη Τιμοθέοιο.
Ούτος ήτον από την πόλιν Λύστραν την εν Λυκαονία, ή Ισαυρία ευρισκομένην, και υποκειμένην εις τον Ικονίου. Υιός, πατρός μεν, Έλληνος, μητρός δε, Ευνίκης. Μαθητευθείς δε από τον Απόστολον Παύλον, έγινε μαζί με αυτόν συνεργός και κήρυξ του θείου Ευαγγελίου. Είτα και με τον Θεολόγον Ιωάννην τον ηγαπημένον μαθητήν του Κυρίου ανταμόνεται, και λαμβάνει από αυτόν πλουσίαν την χάριν του Πνεύματος. Ύστερον δε έγινεν υπό του Αποστόλου Παύλου Επίσκοπος Εφέσου. Όταν δε ο Θεολόγος Ιωάννης εξωρίσθη εις την Πάτμον από τον Δομετιανόν, τότε ο μακάριος ούτος Τιμόθεος επεσκόπευεν εις την Έφεσον. Μίαν φοράν δε, βλέπωντας τους Έλληνας, οπού εις μίαν πάτριον εορτήν, Καταγώγιον ονομαζομένην, έκαμνον αταξίας, είδωλα βαστάζοντες εις τας χείρας, προσωπίδας βάλλοντες εις τα πρόσωπα, τραγωδούντες, ορμούντες ληστρικώς επάνω εις άνδρας και γυναίκας, και φονεύοντες ένας τον άλλον. Ταύτα, λέγω, βλέπων ο θείος Τιμόθεος, εθερμάνθη από το πυρ του θεϊκού ζήλου, και δεν υπέφερε τα τοιαύτα άτοπα. Αλλ’ εδίδασκεν αυτούς και επαρακίνει να παύσουν από τας αταξίας ταύτας. Οι δε απάνθρωποι εκείνοι και θηριώδεις, κινηθέντες από μανίαν και θυμόν μεγάλον, εφόνευσαν τον του Κυρίου Απόστολον με τα ξύλα οπού είχον εις τας χείρας των. Και έτζι ο μακάριος τελειωθείς, ενταφιάσθη από τους Χριστιανούς. Το δε Άγιον αυτού λείψανον ανεκομίσθη ύστερον και εφέρθη εις την Κωνσταντινούπολιν, και απεθησαυρίσθη μαζί με τα λείψανα Λουκά και Ανδρέου εις τον Ναόν των Αγίων Αποστόλων, όπου και η Σύναξις και εορτή αυτού τελείται (2).
(1) Βάκλα είναι τα ξύλα, με τα οποία κτυπούσι τα τύμπανα.
(2) Σημείωσαι, ότι τα ελλείποντα τροπάρια τη ακολουθία του Αγίου Τιμοθέου, ανεπλήρωσεν η εμή αδυναμία. Άπερ ετυπώσαμεν εν τω τέλει του Ιαννουαρίου μηνός και ει τις φιλοτιμόθεος, ψαλλέτω ταύτα. [Σ.τ.ε.: Παρατίθενται εις το τέλος του τρίτου τόμου της παρούσης εκδόσεως.] Έπλεξε δε εγκώμιον εις την αποστολικήν αυτού κεφαλήν Νικήτας ο ρήτωρ, ου η αρχή· «Τι δε, ο Τιμόθεος;» (Σώζεται εν τη Μεγίστη Λαύρα, και εν τη του Διονυσίου και εν τω πρώτω πανηγυρικώ της Ιεράς Μονής του Βατοπαιδίου, και εν τη των Ιβήρων.) Τον δε ελληνικόν Βίον αυτού συνέγραψεν ο Μεταφραστής, ου η αρχή· «Τιμόθεον τον μέγαν». (Σώζεται εν τη Μεγίστη Λαύρα, εν τη Ιερά Μονή των Ιβήρων, και εν άλλαις.)
*
Τη αυτή ημέρα μνήμη του Αγίου Οσιομάρτυρος Αναστασίου του Πέρσου.
Αναστάσιος εν τραχήλω τον βρόχον,
Ως λαμπρόν όρμον ωραΐζεται φέρων.
Ο ένδοξος ούτος Μάρτυς του Χριστού Αναστάσιος, ήτον από την Περσίαν, κατά τους χρόνους του βασιλέως μεν της Περσίας Χοσρόου, του βασιλέως δε των Ρωμαίων Ηρακλείου, εν έτει χιθ’ [619], από πατρίδα Ραζήχ καλουμένην, χώραν δε Νουνή. Ωνομάζετο δε πρότερον Μαγουνδάτ, υιός μάγου τινός (3) ονομαζομένου Βαβ, από τον οποίον έμαθε την μαγικήν τέχνην, όστις προ ολίγου είχε συναριθμηθή εις το στρατιωτικόν τάγμα των καλουμένων Τηρώνων. Τω τότε δε καιρώ ώρμησαν οι Πέρσαι εναντίον της αγίας πόλεως Ιερουσαλήμ, και επήραν πολλούς σκλάβους. Εσκλάβωσαν δε μαζί και το τίμιον ξύλον του Σταυρού, επάνω εις το οποίον ο Κύριος ημών το δι’ ημάς πάθος υπέμεινε, και το επήγαν εις την Περσίαν. Δια δε τα θαύματα οπού ετέλει εκεί, εφημίζετο, ότι ο Θεός των Χριστιανών ήλθεν εδώ (4).
Ο δε Μαγουνδάτ κινούμενος από την του Θεού χάριν, εζήτει θερμότερον από τους άλλους να μάθη περί του Χριστού. Όθεν μαθών από ένα Χριστιανόν όλην την κατά τον Σταυρόν οικονομίαν, επίστευσεν εις τον Χριστόν. Έπειτα ελθών ομού με το περσικόν στράτευμα εις την Χαλκηδόνα, και μαθών την καταστροφήν και νίκην, οπού έκαμεν ο Ηράκλειος κατά των Περσών, επήγεν εις την Ιεράπολιν. Εκεί δε ευρίσκει ένα χρυσοχόον, και δουλεύει μαζί με εκείνον την χρυσοχοϊκήν τέχνην. Από εκεί δε αναχωρήσας, πηγαίνει εις τα Ιεροσόλυμα, και εκεί λαμβάνει το άγιον Βάπτισμα από τον Πατριάρχην Ιεροσολύμων Μόδεστον (5), και Αναστάσιος ονομάζεται. Είτα πηγαίνωντας εις το Μοναστήριον του Αγίου Αναστασίου (6), γίνεται Μοναχός.
Εκεί λοιπόν ενασκούμενος ο τρισόλβιος, έμαθε κάθε στράταν, οπού φέρει τον άνθρωπον εις την αρετήν. Και αποστηθίσας το Ψαλτήριον, άναψεν εις την καρδίαν του περισσότερον τον πόθον του Κυρίου, και επεθύμει και ηύχετο να τελειώση την ζωήν του δια μαρτυρίου και αίματος. Βλέπωντας γαρ εις τους τοίχους της Εκκλησίας ιστορισμένα τα μαρτύρια των Μαρτύρων, και εις τα βιβλία και συγγράμματα των Αγίων αναφερομένους τους Μάρτυρας, ωσάν να ήτον ζωντανοί, και να εμαρτύρουν αυτήν την ώραν, τούτου χάριν, εκαίετο δυνατά κατά την καρδίαν εις το να τους μιμηθή και αυτός. Δια τούτο και βλέπει εις το όνειρόν του, ότι έλαβεν ένα χρυσόν ποτήριον γεμάτον κρασί δια να το πίη. Τούτο δε νομίσας, ότι είναι σημείον της εγκαρδίου επιθυμίας οπού είχε δια το μαρτύριον, εμετάλαβε τα θεία Μυστήρια, και έπειτα ανεχώρησεν από το Μοναστήριον.
Όθεν επήγεν εις την Καισάρειαν της Παλαιστίνης, και εκεί βλέπωντας μάγους τινάς Πέρσας, επεριγέλασε τα υπ’ αυτών πραττόμενα, και Χριστιανόν ονομάσας τον εαυτόν του, επιάσθη από αυτούς και εφέρθη προς Μαρζαβανάν τον άρχοντα αυτών, ο οποίος επρόσταξε τον Άγιον να φέρνη πέτρας. Έπειτα έβαλαν αλυσίδας εις τον λαιμόν του, και έδεσαν με ένα σίδηρον τον πόδα του Αγίου, ομού και τον πόδα ενός καταδίκου. Τότε λοιπόν ερχόμενοι εκεί πολλοί Πέρσαι συγγενείς και ομογενείς του Αγίου, δεν άφιναν καμμίαν ύβριν και ατιμίαν, οπού να μη την προσφέρουν εις αυτόν, πηδώντες κατ’ επάνω του, δέρνοντες ωμώς, τραβώντες αυτόν από τα γένεια, και σχίζοντες τα ρούχα του. Ενόμιζον γαρ οι άφρονες ύβριν εδικήν τους, την εις Χριστόν πίστιν, οπού είχεν ο συγγενής αυτών Άγιος. Εφέρθη δε και εις τον βασιλέα των Περσών Χοσρόην, και επειδή ωμολόγησε τον Χριστόν έμπροσθέν του, και δεν εδέχθη την θρησκείαν των Περσών, δια τούτο έδειραν αυτόν άσπλαγχνα με ραβδία. Έπειτα στενοχωρούσι και σφίγγουσιν τας άντζας του με δύω μεγάλα ξύλα, έως οπού το σφίγξιμον έφθασεν εις αυτά τα κόκκαλα. Εστέκοντο γαρ επάνω εις τα άκρα των ξύλων δύω ανδρείοι άνθρωποι, δια να σφίγγουσι τον Άγιον περισσότερον. Έπειτα εκρέμασαν αυτόν από το ένα χέρι, από δε το άλλο εκρέμασαν μίαν βαρείαν πέτραν, δια να βαρύνη κάτω και να πονή το σώμα του περισσότερον. Τέλος πάντων, αφ’ ου έπαθε πολλά βάσανα, ο γενναίος της αληθείας αγωνιστής, επνίχθη με σχοινίον, ομού με άλλους πολλούς σκλάβους Χριστιανούς. Εις καιρόν δε οπού ακόμη ο Μάρτυς ανέπνεεν, απέκοψαν την αγίαν του κεφαλήν, την οποίαν επρόσφεραν εις τον βασιλέα, εις απόδειξιν του θανάτου του. Τελείται δε η αυτού Σύναξις εις τον μαρτυρικόν αυτού Ναόν, ο οποίος ήτον μέσα εις τον Άγιον Φιλήμονα, εν τόπω καλουμένω Στρατηγίω. (Τον κατά πλάτος Βίον τούτου όρα εις το Εκλόγιον (7).)
(3) Ο Θεοδώρητος λέγει ότι οι Πέρσαι ωνόμαζον μάγους, τους τα στοιχεία θεοποιούντας (βιβλ. ε’, κεφ. λη’ της Εκκλησιαστικής Ιστορίας).
(4) Όρα την περί του Σταυρού υποσημείωσιν, κατά την λα’ του Ιουλίου.
(5) Περί του Μοδέστου τούτου όρα κατά την δεκάτην ογδόην του Δεκεμβρίου εν τη υποσημειώσει του Συναξαρίου του Αγίου Μοδέστου του πρώτου.
(6) Ουκ ορθώς δε γράφεται εν τοις Μηναίοις και εν τω τετυπωμένω Συναξαριστή, ότι επήγεν εις την Μονήν του Αγίου Σάββα.
(7) Η δε ανακομιδή των λειψάνων του Οσίου Μάρτυρος τούτου, εορτάζεται κατά την εικοστήν τετάρτην του παρόντος μηνός. Σημείωσαι, ότι ο Βίος του Αγίου Αναστασίου τούτου συνεγράφη ελληνιστί από τον Συμεών τον Μεταφραστήν, ου η αρχή· «Της αγίας πόλεως Ιεροσολύμων». (Σώζεται εν τη Μεγίστη Λαύρα, εν τη των Ιβήρων, και εν άλλαις.) Περιττώς δε γράφεται εδώ παρά τοις Μηναίοις και τω τετυπωμένω Συναξαριστή, η μνήμη και το Συναξάριον του Αγίου Ιερομάρτυρος Βικεντίου του Διακόνου. Ταύτα γαρ γράφονται κατά την ενδεκάτην του Νοεμβρίου. Εις γαρ είναι ο Βικέντιος εκείνος και ούτος οπού αναφέρεται εδώ παρά τοις Μηναίοις.
*
Ο Άγιος Ιερομάρτυς Μανουήλ, ξίφει τελειούται.
Ξίφει Μανουήλ εις μέρη τέμνη δύω,
Τιμών ατμήτους ουσίας Χριστού δύω.
*
Οι Άγιοι Μάρτυρες Γεώργιος και Πέτρος, ξίφει τελειούνται.
Γεώργιον και Πέτρον, οις κοινόν σέβας,
Τέμνουσι κοινή Δεσπότου κοινού χάριν.
*
Ο Άγιος Ιερομάρτυς Λέων, ξίφει την γαστέρα διαρραγείς, τελειούται.
Άρρηκτον είχε την προθυμίαν Λέων,
Ρήσσοντος αυτού του ξίφους την γαστέρα.
*
Οι Άγιοι Μάρτυρες Γαβριήλ και Σιώνιος, ξίφει τελειούνται.
Δέος, ξίφους ταθέντος εγγύς αυχένων,
Μακράν Γαβριήλ και μακράν Σιωνίου.
*
Οι Άγιοι Μάρτυρες Ιωάννης και Λέων, ξίφει τελειούνται.
Όντως στρατηγοί μη πτοούμενοι ξίφους,
Ιωάννης τε και Λέων οι γεννάδαι.
*
Ο Άγιος Ιερομάρτυς Πάροδος, λίθοις βληθείς, τελειούται.
Βληθείς Πάροδος χειροπληθών εκ λίθων,
Οδόν παρήλθεν ηδέως την του βίου.
*
Οι συν τοις ανωτέρω Μάρτυσιν αναιρεθέντες τριακόσιοι εβδομήκοντα επτά, τελειούνται.
Τρεις πενταρίθμους εικάδας κτείναν ξίφος,
Συνήψεν αυταίς ενδεκαπλήν επτάδα (8).
Ούτοι όλοι οι ανωτέρω Άγιοι, εκατάγοντο μεν από διαφόρους επαρχίας και τόπους, εκατοίκουν δε εις την Αδριανούπολιν. Οι δε αχάριστοι και αγνώμονες Βούλγαροι, ήλθον τότε δια να πολεμήσουν τους Ρωμαίους. Όθεν σκλαβώσαντες τους εν Θράκη και Μακεδονία Χριστιανούς, ηθέλησαν να πολεμήσουν και την βασιλεύουσαν των πόλεων Κωνσταντινούπολιν. Όθεν ήλθον έως εις την Αδριανούπολιν, και προσμείναντες τρεις ημέρας εσκλάβωσαν αυτήν. Ταύτα δε εγίνοντο, όταν εβασίλευεν Λέων Αρμένιος ο εικονομάχος, και όταν ο Κρούμος εξουσίαζε το έθνος των Βουλγάρων, δηλαδή εν έτει ωιε’ [815]. Εμβαίνωντας λοιπόν ο Κρούμος μέσα εις την Αδριανούπολιν, και κυριεύωντας αυτήν, εύγαλεν έξω τεσσαράκοντα χιλιάδας Χριστιανούς, ομού και τον αγιώτατον Επίσκοπον της Αδριανουπόλεως. Τον οποίον επί γης ρίψας, επάτησεν επάνω εις τον λαιμόν. Αφ’ ου δε ο Κρούμος απέθανεν, έγινε διάδοχος της εξουσίας των Βουλγάρων ο Δούκουμος. Αφ’ ου δε και ο Δούκουμος ετελεύτησεν, έγινεν άρχων των Βουλγάρων ο Δίτζεγγος, άνθρωπος ωμός και θηριώδης και απάνθρωπος, ο οποίος και τον Αρχιερέα της Αδριανουπόλεως, Μανουήλ ονόματι, έσχισεν εις το μέσον, και κόψας τα χέρια του ομού με τους ώμους του, τα έρριψεν εις τα θηρία δια να τα φάγουν. Όθεν δια την θηριωδίαν του, πληγωθείς θεόθεν με αορασίαν και τύφλωσιν των οφθαλμών, εθανατώθη από τους εδικούς του.
Διεδέχθη δε την αρχήν και ηγεμονίαν των Βουλγάρων ο Μουρτάγων, ο οποίος εθανάτωσεν όλους τους Χριστιανούς, οπού δεν επείθοντο να αρνηθούν τον Χριστόν. Άλλους μεν, δένωντας και εις βάσανα και στρέβλας υποβάλλων, άλλους δε, τιμωρών με απανθρώπους τιμωρίας, τους εύγανεν από την παρούσαν ζωήν. Αυτός και τον εν αγίοις Αρχιερέα Δελβέλτου Γεώργιον, και Πέτρον τον Επίσκοπον, κατεξέσχισε πρώτον απανθρώπως με ραβδία, και έπειτα απέκοψε τας αγίας αυτών κεφαλάς. Ομοίως και άλλους τριακοσίους εβδομηνταεπτά με ξίφος εθανάτωσεν. Αυτός και τον Λέοντα και Ιωάννην τους στρατηγούς των Χριστιανών, απεκεφάλισε. Λέοντος δε του αγίου Επισκόπου Νικαίας, τη θέσει φαινομένου ευνούχου, έσχισε την κοιλίαν με το ξίφος. Και τον Γαβριήλ και Σιώνιον, απεκεφάλισε. Πάροδον δε τον ιερώτατον Πρεσβύτερον, κατεδίκασε να λιθοβοληθή. Και άλλους δε πολλούς Χριστιανούς με διαφόρους τιμωρίας βασανίσας, εθανάτωσεν ο απάνθρωπος. Όχι μόνον δε ο δυσσεβής ούτος Μουρτάγων ταύτα εποίησεν, αλλά και οι άλλοι άρχοντες των Βουλγάρων, οι κατά διαδοχήν την αρχήν εκείνων δεξάμενοι· και αυτοί, λέγω, όλοι οι αλιτήριοι, πολλούς Χριστιανούς εθανάτωσαν με διάφορα βάσανα.
(8) Τρεις πεντάριθμοι εικάδες, συμποσούνται τριακόσιοι. Πέντε γαρ οι είκοσι γίνονται εκατόν. Τρις δε τα εκατόν, γίνονται τριακόσια. Ενδεκαπλή δε επτάς είναι εβδομηκονταεπτά.
Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.
Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *
Τῷ αὐτῷ μηνὶ ΚΒ΄, μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Τιμοθέου.
Ἔρωτι θείων Τιμόθεος στεμμάτων,
Τυφθεὶς βάκλοις (1) ἔβαψε γῆν ἐξ αἱμάτων.
Εἰκάδι δευτερίῃ πνεῦμ’ ἤρθη Τιμοθέοιο.
Οὗτος ἦτον ἀπὸ τὴν πόλιν Λύστραν τὴν ἐν Λυκαονίᾳ, ἢ Ἰσαυρίᾳ εὑρισκομένην, καὶ ὑποκειμένην εἰς τὸν Ἰκονίου. Υἱός, πατρὸς μέν, Ἕλληνος, μητρὸς δέ, Εὐνίκης. Μαθητευθεὶς δὲ ἀπὸ τὸν Ἀπόστολον Παῦλον, ἔγινε μαζὶ μὲ αὐτὸν συνεργὸς καὶ κήρυξ τοῦ θείου Εὐαγγελίου. Εἶτα καὶ μὲ τὸν Θεολόγον Ἰωάννην τὸν ἠγαπημένον μαθητὴν τοῦ Κυρίου ἀνταμόνεται, καὶ λαμβάνει ἀπὸ αὐτὸν πλουσίαν τὴν χάριν τοῦ Πνεύματος. Ὕστερον δὲ ἔγινεν ὑπὸ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου Ἐπίσκοπος Ἐφέσου. Ὅταν δὲ ὁ Θεολόγος Ἰωάννης ἐξωρίσθη εἰς τὴν Πάτμον ἀπὸ τὸν Δομετιανόν, τότε ὁ μακάριος οὗτος Τιμόθεος ἐπεσκόπευεν εἰς τὴν Ἔφεσον. Μίαν φορὰν δέ, βλέπωντας τοὺς Ἕλληνας, ὁποῦ εἰς μίαν πάτριον ἑορτήν, Καταγώγιον ὀνομαζομένην, ἔκαμνον ἀταξίας, εἴδωλα βαστάζοντες εἰς τὰς χεῖρας, προσωπίδας βάλλοντες εἰς τὰ πρόσωπα, τραγῳδοῦντες, ὁρμοῦντες λῃστρικῶς ἐπάνω εἰς ἄνδρας καὶ γυναῖκας, καὶ φονεύοντες ἕνας τὸν ἄλλον. Ταῦτα, λέγω, βλέπων ὁ θεῖος Τιμόθεος, ἐθερμάνθη ἀπὸ τὸ πῦρ τοῦ θεϊκοῦ ζήλου, καὶ δὲν ὑπέφερε τὰ τοιαῦτα ἄτοπα. Ἀλλ’ ἐδίδασκεν αὐτοὺς καὶ ἐπαρακίνει νὰ παύσουν ἀπὸ τὰς ἀταξίας ταύτας. Οἱ δὲ ἀπάνθρωποι ἐκεῖνοι καὶ θηριώδεις, κινηθέντες ἀπὸ μανίαν καὶ θυμὸν μεγάλον, ἐφόνευσαν τὸν τοῦ Κυρίου Ἀπόστολον μὲ τὰ ξύλα ὁποῦ εἶχον εἰς τὰς χεῖράς των. Καὶ ἔτζι ὁ μακάριος τελειωθείς, ἐνταφιάσθη ἀπὸ τοὺς Χριστιανούς. Τὸ δὲ Ἅγιον αὐτοῦ λείψανον ἀνεκομίσθη ὕστερον καὶ ἐφέρθη εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν, καὶ ἀπεθησαυρίσθη μαζὶ μὲ τὰ λείψανα Λουκᾶ καὶ Ἀνδρέου εἰς τὸν Ναὸν τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, ὅπου καὶ ἡ Σύναξις καὶ ἑορτὴ αὐτοῦ τελεῖται (2).
(1) Βάκλα εἶναι τὰ ξύλα, μὲ τὰ ὁποῖα κτυποῦσι τὰ τύμπανα.
(2) Σημείωσαι, ὅτι τὰ ἐλλείποντα τροπάρια τῇ ἀκολουθίᾳ τοῦ Ἁγίου Τιμοθέου, ἀνεπλήρωσεν ἡ ἐμὴ ἀδυναμία. Ἅπερ ἐτυπώσαμεν ἐν τῷ τέλει τοῦ Ἰαννουαρίου μηνὸς καὶ εἴ τις φιλοτιμόθεος, ψαλλέτω ταῦτα. [Σ.τ.ἐ.: Παρατίθενται εἰς τὸ τέλος τοῦ τρίτου τόμου τῆς παρούσης ἐκδόσεως.] Ἔπλεξε δὲ ἐγκώμιον εἰς τὴν ἀποστολικὴν αὐτοῦ κεφαλὴν Νικήτας ὁ ῥήτωρ, οὗ ἡ ἀρχή· «Τί δέ, ὁ Τιμόθεος;» (Σῴζεται ἐν τῇ Μεγίστῃ Λαύρᾳ, καὶ ἐν τῇ τοῦ Διονυσίου καὶ ἐν τῷ πρώτῳ πανηγυρικῷ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τοῦ Βατοπαιδίου, καὶ ἐν τῇ τῶν Ἰβήρων.) Τὸν δὲ ἑλληνικὸν Βίον αὐτοῦ συνέγραψεν ὁ Μεταφραστής, οὗ ἡ ἀρχή· «Τιμόθεον τὸν μέγαν». (Σῴζεται ἐν τῇ Μεγίστῃ Λαύρᾳ, ἐν τῇ Ἱερᾷ Μονῇ τῶν Ἰβήρων, καὶ ἐν ἄλλαις.)
*
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ Ἁγίου Ὁσιομάρτυρος Ἀναστασίου τοῦ Πέρσου.
Ἀναστάσιος ἐν τραχήλῳ τὸν βρόχον,
Ὡς λαμπρὸν ὅρμον ὡραΐζεται φέρων.
Ὁ ἔνδοξος οὗτος Μάρτυς τοῦ Χριστοῦ Ἀναστάσιος, ἦτον ἀπὸ τὴν Περσίαν, κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως μὲν τῆς Περσίας Χοσρόου, τοῦ βασιλέως δὲ τῶν Ῥωμαίων Ἡρακλείου, ἐν ἔτει χιθ΄ [619], ἀπὸ πατρίδα Ῥαζὴχ καλουμένην, χώραν δὲ Νουνῆ. Ὠνομάζετο δὲ πρότερον Μαγουνδάτ, υἱὸς μάγου τινὸς (3) ὀνομαζομένου Βάβ, ἀπὸ τὸν ὁποῖον ἔμαθε τὴν μαγικὴν τέχνην, ὅστις πρὸ ὀλίγου εἶχε συναριθμηθῇ εἰς τὸ στρατιωτικὸν τάγμα τῶν καλουμένων Τηρώνων. Τῷ τότε δὲ καιρῷ ὥρμησαν οἱ Πέρσαι ἐναντίον τῆς ἁγίας πόλεως Ἱερουσαλήμ, καὶ ἐπῆραν πολλοὺς σκλάβους. Ἐσκλάβωσαν δὲ μαζὶ καὶ τὸ τίμιον ξύλον τοῦ Σταυροῦ, ἐπάνω εἰς τὸ ὁποῖον ὁ Κύριος ἡμῶν τὸ δι’ ἡμᾶς πάθος ὑπέμεινε, καὶ τὸ ἐπῆγαν εἰς τὴν Περσίαν. Διὰ δὲ τὰ θαύματα ὁποῦ ἐτέλει ἐκεῖ, ἐφημίζετο, ὅτι ὁ Θεὸς τῶν Χριστιανῶν ἦλθεν ἐδῶ (4).
Ὁ δὲ Μαγουνδὰτ κινούμενος ἀπὸ τὴν τοῦ Θεοῦ χάριν, ἐζήτει θερμότερον ἀπὸ τοὺς ἄλλους νὰ μάθῃ περὶ τοῦ Χριστοῦ. Ὅθεν μαθὼν ἀπὸ ἕνα Χριστιανὸν ὅλην τὴν κατὰ τὸν Σταυρὸν οἰκονομίαν, ἐπίστευσεν εἰς τὸν Χριστόν. Ἔπειτα ἐλθὼν ὁμοῦ μὲ τὸ περσικὸν στράτευμα εἰς τὴν Χαλκηδόνα, καὶ μαθὼν τὴν καταστροφὴν καὶ νίκην, ὁποῦ ἔκαμεν ὁ Ἡράκλειος κατὰ τῶν Περσῶν, ἐπῆγεν εἰς τὴν Ἱεράπολιν. Ἐκεῖ δὲ εὑρίσκει ἕνα χρυσοχόον, καὶ δουλεύει μαζὶ μὲ ἐκεῖνον τὴν χρυσοχοϊκὴν τέχνην. Ἀπὸ ἐκεῖ δὲ ἀναχωρήσας, πηγαίνει εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα, καὶ ἐκεῖ λαμβάνει τὸ ἅγιον Βάπτισμα ἀπὸ τὸν Πατριάρχην Ἱεροσολύμων Μόδεστον (5), καὶ Ἀναστάσιος ὀνομάζεται. Εἶτα πηγαίνωντας εἰς τὸ Μοναστήριον τοῦ Ἁγίου Ἀναστασίου (6), γίνεται Μοναχός.
Ἐκεῖ λοιπὸν ἐνασκούμενος ὁ τρισόλβιος, ἔμαθε κάθε στράταν, ὁποῦ φέρει τὸν ἄνθρωπον εἰς τὴν ἀρετήν. Καὶ ἀποστηθίσας τὸ Ψαλτήριον, ἄναψεν εἰς τὴν καρδίαν του περισσότερον τὸν πόθον τοῦ Κυρίου, καὶ ἐπεθύμει καὶ ηὔχετο νὰ τελειώσῃ τὴν ζωήν του διὰ μαρτυρίου καὶ αἵματος. Βλέπωντας γὰρ εἰς τοὺς τοίχους τῆς Ἐκκλησίας ἱστορισμένα τὰ μαρτύρια τῶν Μαρτύρων, καὶ εἰς τὰ βιβλία καὶ συγγράμματα τῶν Ἁγίων ἀναφερομένους τοὺς Μάρτυρας, ὡσὰν νὰ ἦτον ζωντανοί, καὶ νὰ ἐμαρτύρουν αὐτὴν τὴν ὥραν, τούτου χάριν, ἐκαίετο δυνατὰ κατὰ τὴν καρδίαν εἰς τὸ νὰ τοὺς μιμηθῇ καὶ αὐτός. Διὰ τοῦτο καὶ βλέπει εἰς τὸ ὄνειρόν του, ὅτι ἔλαβεν ἕνα χρυσὸν ποτήριον γεμάτον κρασὶ διὰ νὰ τὸ πίῃ. Τοῦτο δὲ νομίσας, ὅτι εἶναι σημεῖον τῆς ἐγκαρδίου ἐπιθυμίας ὁποῦ εἶχε διὰ τὸ μαρτύριον, ἐμετάλαβε τὰ θεῖα Μυστήρια, καὶ ἔπειτα ἀνεχώρησεν ἀπὸ τὸ Μοναστήριον.
Ὅθεν ἐπῆγεν εἰς τὴν Καισάρειαν τῆς Παλαιστίνης, καὶ ἐκεῖ βλέπωντας μάγους τινὰς Πέρσας, ἐπεριγέλασε τὰ ὑπ’ αὐτῶν πραττόμενα, καὶ Χριστιανὸν ὀνομάσας τὸν ἑαυτόν του, ἐπιάσθη ἀπὸ αὐτοὺς καὶ ἐφέρθη πρὸς Μαρζαβανᾶν τὸν ἄρχοντα αὐτῶν, ὁ ὁποῖος ἐπρόσταξε τὸν Ἅγιον νὰ φέρνῃ πέτρας. Ἔπειτα ἔβαλαν ἁλυσίδας εἰς τὸν λαιμόν του, καὶ ἔδεσαν μὲ ἕνα σίδηρον τὸν πόδα τοῦ Ἁγίου, ὁμοῦ καὶ τὸν πόδα ἑνὸς καταδίκου. Τότε λοιπὸν ἐρχόμενοι ἐκεῖ πολλοὶ Πέρσαι συγγενεῖς καὶ ὁμογενεῖς τοῦ Ἁγίου, δὲν ἄφιναν κᾀμμίαν ὕβριν καὶ ἀτιμίαν, ὁποῦ νὰ μὴ τὴν προσφέρουν εἰς αὐτόν, πηδῶντες κατ’ ἐπάνω του, δέρνοντες ὠμῶς, τραβῶντες αὐτὸν ἀπὸ τὰ γένεια, καὶ σχίζοντες τὰ ῥοῦχά του. Ἐνόμιζον γὰρ οἱ ἄφρονες ὕβριν ἐδικήν τους, τὴν εἰς Χριστὸν πίστιν, ὁποῦ εἶχεν ὁ συγγενὴς αὐτῶν Ἅγιος. Ἐφέρθη δὲ καὶ εἰς τὸν βασιλέα τῶν Περσῶν Χοσρόην, καὶ ἐπειδὴ ὡμολόγησε τὸν Χριστὸν ἔμπροσθέν του, καὶ δὲν ἐδέχθη τὴν θρῃσκείαν τῶν Περσῶν, διὰ τοῦτο ἔδειραν αὐτὸν ἄσπλαγχνα μὲ ῥαβδία. Ἔπειτα στενοχωροῦσι καὶ σφίγγουσιν τὰς ἄντζας του μὲ δύω μεγάλα ξύλα, ἕως ὁποῦ τὸ σφίγξιμον ἔφθασεν εἰς αὐτὰ τὰ κόκκαλα. Ἐστέκοντο γὰρ ἐπάνω εἰς τὰ ἄκρα τῶν ξύλων δύω ἀνδρεῖοι ἄνθρωποι, διὰ νὰ σφίγγουσι τὸν Ἅγιον περισσότερον. Ἔπειτα ἐκρέμασαν αὐτὸν ἀπὸ τὸ ἕνα χέρι, ἀπὸ δὲ τὸ ἄλλο ἐκρέμασαν μίαν βαρεῖαν πέτραν, διὰ νὰ βαρύνῃ κάτω καὶ νὰ πονῇ τὸ σῶμά του περισσότερον. Τέλος πάντων, ἀφ’ οὗ ἔπαθε πολλὰ βάσανα, ὁ γενναῖος τῆς ἀληθείας ἀγωνιστής, ἐπνίχθη μὲ σχοινίον, ὁμοῦ μὲ ἄλλους πολλοὺς σκλάβους Χριστιανούς. Εἰς καιρὸν δὲ ὁποῦ ἀκόμη ὁ Μάρτυς ἀνέπνεεν, ἀπέκοψαν τὴν ἁγίαν του κεφαλήν, τὴν ὁποίαν ἐπρόσφεραν εἰς τὸν βασιλέα, εἰς ἀπόδειξιν τοῦ θανάτου του. Τελεῖται δὲ ἡ αὐτοῦ Σύναξις εἰς τὸν μαρτυρικὸν αὐτοῦ Ναόν, ὁ ὁποῖος ἦτον μέσα εἰς τὸν Ἅγιον Φιλήμονα, ἐν τόπῳ καλουμένῳ Στρατηγίῳ. (Τὸν κατὰ πλάτος Βίον τούτου ὅρα εἰς τὸ Ἐκλόγιον (7).)
(3) Ὁ Θεοδώρητος λέγει ὅτι οἱ Πέρσαι ὠνόμαζον μάγους, τοὺς τὰ στοιχεῖα θεοποιοῦντας (βιβλ. ε΄, κεφ. λη΄ τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας).
(4) Ὅρα τὴν περὶ τοῦ Σταυροῦ ὑποσημείωσιν, κατὰ τὴν λα΄ τοῦ Ἰουλίου.
(5) Περὶ τοῦ Μοδέστου τούτου ὅρα κατὰ τὴν δεκάτην ὀγδόην τοῦ Δεκεμβρίου ἐν τῇ ὑποσημειώσει τοῦ Συναξαρίου τοῦ Ἁγίου Μοδέστου τοῦ πρώτου
(6) Οὐκ ὀρθῶς δὲ γράφεται ἐν τοῖς Μηναίοις καὶ ἐν τῷ τετυπωμένῳ Συναξαριστῇ, ὅτι ἐπῆγεν εἰς τὴν Μονὴν τοῦ Ἁγίου Σάββα.
(7) Ἡ δὲ ἀνακομιδὴ τῶν λειψάνων τοῦ Ὁσίου Μάρτυρος τούτου, ἑορτάζεται κατὰ τὴν εἰκοστὴν τετάρτην τοῦ παρόντος μηνός. Σημείωσαι, ὅτι ὁ Βίος τοῦ Ἁγίου Ἀναστασίου τούτου συνεγράφη ἑλληνιστὶ ἀπὸ τὸν Συμεὼν τὸν Μεταφραστήν, οὗ ἡ ἀρχή· «Τῆς ἁγίας πόλεως Ἱεροσολύμων». (Σῴζεται ἐν τῇ Μεγίστῃ Λαύρᾳ, ἐν τῇ τῶν Ἰβήρων, καὶ ἐν ἄλλαις.) Περιττῶς δὲ γράφεται ἐδῶ παρὰ τοῖς Μηναίοις καὶ τῷ τετυπωμένῳ Συναξαριστῇ, ἡ μνήμη καὶ τὸ Συναξάριον τοῦ Ἁγίου Ἱερομάρτυρος Βικεντίου τοῦ Διακόνου. Ταῦτα γὰρ γράφονται κατὰ τὴν ἑνδεκάτην τοῦ Νοεμβρίου. Εἷς γὰρ εἶναι ὁ Βικέντιος ἐκεῖνος καὶ οὗτος ὁποῦ ἀναφέρεται ἐδῶ παρὰ τοῖς Μηναίοις.
*
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Μανουήλ, ξίφει τελειοῦται.
Ξίφει Μανουὴλ εἰς μέρη τέμνῃ δύω,
Τιμῶν ἀτμήτους οὐσίας Χριστοῦ δύω.
*
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Γεώργιος καὶ Πέτρος, ξίφει τελειοῦνται.
Γεώργιον καὶ Πέτρον, οἷς κοινὸν σέβας,
Τέμνουσι κοινῇ Δεσπότου κοινοῦ χάριν.
*
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Λέων, ξίφει τὴν γαστέρα διαρραγείς, τελειοῦται.
Ἄρρηκτον εἶχε τὴν προθυμίαν Λέων,
Ῥήσσοντος αὐτοῦ τοῦ ξίφους τὴν γαστέρα.
*
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Γαβριὴλ καὶ Σιώνιος, ξίφει τελειοῦνται.
Δέος, ξίφους ταθέντος ἐγγὺς αὐχένων,
Μακρὰν Γαβριὴλ καὶ μακρὰν Σιωνίου.
*
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Ἰωάννης καὶ Λέων, ξίφει τελειοῦνται.
Ὄντως στρατηγοὶ μὴ πτοούμενοι ξίφους,
Ἰωάννης τε καὶ Λέων οἱ γεννάδαι.
*
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Πάροδος, λίθοις βληθείς, τελειοῦται.
Βληθεὶς Πάροδος χειροπληθῶν ἐκ λίθων,
Ὁδὸν παρῆλθεν ἡδέως τὴν τοῦ βίου.
*
Οἱ σὺν τοῖς ἀνωτέρω Μάρτυσιν ἀναιρεθέντες τριακόσιοι ἑβδομήκοντα ἑπτά, τελειοῦνται.
Τρεῖς πενταρίθμους εἰκάδας κτεῖναν ξίφος,
Συνῆψεν αὐταῖς ἑνδεκαπλῆν ἑπτάδα (8).
Οὗτοι ὅλοι οἱ ἀνωτέρω Ἅγιοι, ἐκατάγοντο μὲν ἀπὸ διαφόρους ἐπαρχίας καὶ τόπους, ἐκατοίκουν δὲ εἰς τὴν Ἀδριανούπολιν. Οἱ δὲ ἀχάριστοι καὶ ἀγνώμονες Βούλγαροι, ἦλθον τότε διὰ νὰ πολεμήσουν τοὺς Ῥωμαίους. Ὅθεν σκλαβώσαντες τοὺς ἐν Θρᾴκῃ καὶ Μακεδονίᾳ Χριστιανούς, ἠθέλησαν νὰ πολεμήσουν καὶ τὴν βασιλεύουσαν τῶν πόλεων Κωνσταντινούπολιν. Ὅθεν ἦλθον ἕως εἰς τὴν Ἀδριανούπολιν, καὶ προσμείναντες τρεῖς ἡμέρας ἐσκλάβωσαν αὐτήν. Ταῦτα δὲ ἐγίνοντο, ὅταν ἐβασίλευεν Λέων Ἁρμένιος ὁ εἰκονομάχος, καὶ ὅταν ὁ Κροῦμος ἐξουσίαζε τὸ ἔθνος τῶν Βουλγάρων, δηλαδὴ ἐν ἔτει ωιε΄ [815]. Ἐμβαίνωντας λοιπὸν ὁ Κροῦμος μέσα εἰς τὴν Ἀδριανούπολιν, καὶ κυριεύωντας αὐτήν, εὔγαλεν ἔξω τεσσαράκοντα χιλιάδας Χριστιανούς, ὁμοῦ καὶ τὸν ἁγιώτατον Ἐπίσκοπον τῆς Ἀδριανουπόλεως. Τὸν ὁποῖον ἐπὶ γῆς ῥίψας, ἐπάτησεν ἐπάνω εἰς τὸν λαιμόν. Ἀφ’ οὗ δὲ ὁ Κροῦμος ἀπέθανεν, ἔγινε διάδοχος τῆς ἐξουσίας τῶν Βουλγάρων ὁ Δούκουμος. Ἀφ’ οὗ δὲ καὶ ὁ Δούκουμος ἐτελεύτησεν, ἔγινεν ἄρχων τῶν Βουλγάρων ὁ Δίτζεγγος, ἄνθρωπος ὠμὸς καὶ θηριώδης καὶ ἀπάνθρωπος, ὁ ὁποῖος καὶ τὸν Ἀρχιερέα τῆς Ἀδριανουπόλεως, Μανουὴλ ὀνόματι, ἔσχισεν εἰς τὸ μέσον, καὶ κόψας τὰ χέριά του ὁμοῦ μὲ τοὺς ὤμους του, τὰ ἔρριψεν εἰς τὰ θηρία διὰ νὰ τὰ φάγουν. Ὅθεν διὰ τὴν θηριωδίαν του, πληγωθεὶς θεόθεν μὲ ἀορασίαν καὶ τύφλωσιν τῶν ὀφθαλμῶν, ἐθανατώθη ἀπὸ τοὺς ἐδικούς του.
Διεδέχθη δὲ τὴν ἀρχὴν καὶ ἡγεμονίαν τῶν Βουλγάρων ὁ Μουρτάγων, ὁ ὁποῖος ἐθανάτωσεν ὅλους τοὺς Χριστιανούς, ὁποῦ δὲν ἐπείθοντο νὰ ἀρνηθοῦν τὸν Χριστόν. Ἄλλους μέν, δένωντας καὶ εἰς βάσανα καὶ στρέβλας ὑποβάλλων, ἄλλους δέ, τιμωρῶν μὲ ἀπανθρώπους τιμωρίας, τοὺς εὔγανεν ἀπὸ τὴν παροῦσαν ζωήν. Αὐτὸς καὶ τὸν ἐν ἁγίοις Ἀρχιερέα Δελβέλτου Γεώργιον, καὶ Πέτρον τὸν Ἐπίσκοπον, κατεξέσχισε πρῶτον ἀπανθρώπως μὲ ῥαβδία, καὶ ἔπειτα ἀπέκοψε τὰς ἁγίας αὐτῶν κεφαλάς. Ὁμοίως καὶ ἄλλους τριακοσίους ἑβδομηνταεπτὰ μὲ ξίφος ἐθανάτωσεν. Αὐτὸς καὶ τὸν Λέοντα καὶ Ἰωάννην τοὺς στρατηγοὺς τῶν Χριστιανῶν, ἀπεκεφάλισε. Λέοντος δὲ τοῦ ἁγίου Ἐπισκόπου Νικαίας, τῇ θέσει φαινομένου εὐνούχου, ἔσχισε τὴν κοιλίαν μὲ τὸ ξίφος. Καὶ τὸν Γαβριὴλ καὶ Σιώνιον, ἀπεκεφάλισε. Πάροδον δὲ τὸν ἱερώτατον Πρεσβύτερον, κατεδίκασε νὰ λιθοβοληθῇ. Καὶ ἄλλους δὲ πολλοὺς Χριστιανοὺς μὲ διαφόρους τιμωρίας βασανίσας, ἐθανάτωσεν ὁ ἀπάνθρωπος. Ὄχι μόνον δὲ ὁ δυσσεβὴς οὗτος Μουρτάγων ταῦτα ἐποίησεν, ἀλλὰ καὶ οἱ ἄλλοι ἄρχοντες τῶν Βουλγάρων, οἱ κατὰ διαδοχὴν τὴν ἀρχὴν ἐκείνων δεξάμενοι· καὶ αὐτοί, λέγω, ὅλοι οἱ ἀλιτήριοι, πολλοὺς Χριστιανοὺς ἐθανάτωσαν μὲ διάφορα βάσανα.
(8) Τρεῖς πεντάριθμοι εἰκάδες, συμποσοῦνται τριακόσιοι. Πέντε γὰρ οἱ εἴκοσι γίνονται ἑκατόν. Τρὶς δὲ τὰ ἑκατόν, γίνονται τριακόσια. Ἑνδεκαπλῆ δὲ ἑπτὰς εἶναι ἑβδομηκονταεπτά.
Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.
Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Β’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *