Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου20 Ιανουαρίου

Των Αγίων Ευθυμίου του Μεγάλου, Βάσσου, Ευσεβίου, Ευτυχίου, Βασιλίδου κ.ά.

Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ

Μέγας ΕυθύμιοςΤω αυτώ μηνί Κ’, μνήμη του Οσίου Πατρός ημών Ευθυμίου του Μεγάλου.

Τι κοινόν Ευθύμιε σοι και τω βίω;
Προς Αγγέλους άπαιρε τους ξένους βίου.

Λήξε βίου Ευθύμιος εικάδι ηϋγένειος.

Ούτος ο Όσιος Πατήρ ημών και Μέγας Ευθύμιος, ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Γρατιανού, εν έτει τοζ’ [377] (1), καταγόμενος από την Μελιτινήν, την εν τη Αρμενία ευρισκομένην, υιός γονέων ευσεβών και πιστών, Παύλου και Διονυσίας ονομαζομένων. Καθώς δε ο Πρόδρομος Ιωάννης εγεννήθη από στείραν μητέρα, έτζι και ο Όσιος ούτος Ευθύμιος εγεννήθη από στείραν, και έλαβε το όνομα Ευθύμιος από τον Θεόν, προ του να συλληφθή. Επειδή γαρ οι γονείς του παρεκάλουν τον Θεόν να τους δώση τέκνον, δια τούτο έγινεν εις αυτούς φωνή δι’ Αγγέλου, ήτις έλεγεν, ότι να ευθυμούν και να χαίρουν. Ή μάλλον να ευθυμούν και να χαίρουν όλοι, και όχι μόνον οι γονείς του. Καθότι μαζί με την γέννησιν του παιδίου, έχει να καταλυθή κάθε αίρεσις, και κάθε ειρήνη έχει να χαρισθή εις την Εκκλησίαν του Θεού. Όθεν δια την αιτίαν ταύτην ωνομάσθη ο Όσιος ούτος Ευθύμιος. Αφ’ ου δε απέθανεν ο πατήρ του Αγίου, επροσφέρθη ο Όσιος από την μητέρα του εις τον Ευτρώϊον τον Επίσκοπον της Μελιτινής, από τον οποίον εσυναριθμήθη εις το τάγμα των κληρικών: ήτοι έγινεν Αναγνώστης. Επειδή δε εστάθη επιτήδειος εις την των ιερών μαθημάτων παιδείαν, και υπερέβαλεν όλους τους εναρέτους κατά την αύξησιν της ασκήσεως και αρετής, τούτου χάριν ηναγκάσθη να χειροτονηθή Πρεσβύτερος, και να δεχθή την προστασίαν και επιμέλειαν των ιερών ασκητηρίων και Μοναστηρίων. Όταν δε έφθασεν εις τους εικοσιεννέα χρόνους της ηλικίας του, επήγεν εις τα Ιεροσόλυμα. Και εσυγκατοίκησε μαζί με τον Όσιον Θεόκτιστον εις ένα σπήλαιον, το οποίον ευρίσκετο εις το βουνόν. Εκεί δε κατοικών ο Όσιος, πολλούς ανθρώπους ηλευθέρωσεν από δεινά πάθη και ασθενείας.

Λέγεται δε, ότι και ο Όσιος ούτος, από πολλά ολίγα ψωμία έθρεψε τετρακοσίους ανθρώπους, οι οποίοι ήλθον εις το Μοναστήριον. Όχι μόνον δε αυτός έλυσε την στείρωσιν της μητρός του και εγεννήθη, αλλά και άλλας στείρας και ατέκνους γυναίκας, απέδειξε γονίμους και πολυτέκνους δια προσευχής του. Αυτός άνοιξε τας πύλας του ουρανού, καθώς και ο Μέγας Ηλίας, και έφερε βροχήν, και με αυτήν ιάτρευσε την γην, η οποία έπασχεν από ακαρπίαν. Εφανέρωσε δε την εσωτερικήν λαμπρότητα της ψυχής του θείου Ευθυμίου, ο στύλος του πυρός, τον οποίον είδον οι παρεστώτες, ότι εκατέβη από τους ουρανούς, εις τον καιρόν οπού ελειτούργει ο Άγιος την αναίμακτον θυσίαν, και έλαμπε τον Όσιον, έως οπού ετελείωσεν ο καιρός της ιερουργίας. Σημείον δε και απόδειξις της τελείας καθαρότητος και αγνείας του Οσίου τούτου εστάθη, το να βλέπη νοερώς με το διορατικόν όμμα της ψυχής, τας διαθέσεις και καταστάσεις των ψυχών εκείνων, οπού επλησίαζον δια να μεταλάβουν τα άχραντα Μυστήρια: ήγουν, ποίος μεν, μεταλαμβάνει με καθαράν συνείδησιν, ποίος δε, με μεμολυσμένην. Φθάσας δε εις τον εννενηκοστόν έβδομον χρόνον της ζωής του, προς Κύριον εξεδήμησεν. Ήτον δε, κατά μεν το είδος του προσώπου, χαρίεις. Κατά δε τον τρόπον της ψυχής ήτον ευκολοπλησίαστος και απλούς. Κατά το χρώμα, ήτον άσπρος. Και κατά την ηλικίαν και το ανάστημα του σώματος, ήτον ευπρεπής και σεμνός. Είχε τας τρίχας άσπρας, και το γένειον μακρόν έως εις τα μηρία του.

Λέγουσι δε δια τον Άγιον τούτον, ότι όταν ένας Μοναχός έμελλε να αποθάνη, ο οποίος, ενομίζετο μεν, κατά τα έξω και τα φαινόμενα κοντά εις τους πολλούς, ότι ήτο σώφρων και εγκρατής και άγιος· κατά δε τα έσω και την καρδίαν, ήτον ακόλαστος και ακρατής, επειδή εσυγκατατίθετο και εγλυκαίνετο εις τους αισχρούς λογισμούς. Όταν, λέγω, ο Μοναχός ούτος έμελλε να αποθάνη, έβλεπεν ο μακάριος Ευθύμιος ένα Άγγελον, όστις εβάσταζεν ένα κοντάρι με τρία οδόντια, και με αυτό ανάσπα και εύγανε βιαίως την ψυχήν του αθλίου μοναχού εκείνου, και ευθύς ήκουσε και φωνήν, η οποία εφανέρονε τα κρυπτά και αισχρά του αποθανόντος διανοήματα (2). Τελείται δε η του Οσίου Σύναξις εν τη αγιωτάτη Μεγάλη Εκκλησία. (Τον κατά πλάτος Βίον του Οσίου τούτου όρα εις το Εκλόγιον (3).

(1) Εν δε τω Ωρολογίω γράφεται ότι ήτον ο Όσιος Ευθύμιος κατά τους χρόνους Αρκαδίου και Ονωρίου εν έτει υ’ [400], και ότι ετελεύτησεν εν έτει υξε’ [465] επί της βασιλείας Λέοντος του Μεγάλου. Ούτος ο Όσιος εδιώρθωσεν Ευδοκίαν την βασίλισσαν, πεσούσαν εις την αίρεσιν των Μονοφυσιτών, και όρα εις την δεκάτην τρίτην του Αυγούστου. Ομοίως εδιώρθωσε και τον Όσιον Γεράσιμον, τον Ιορδανίτην, τον κατά απάτην πεσόντα εις την αυτήν αίρεσιν, και όρα εις την τετάρτην Μαρτίου.

(2) Η θεία φωνή, οπού ήκουσεν ο Άγιος, έλεγε ταύτα, ως εν τω κατά πλάτος Βίω τούτου οράται· «Καθώς η ψυχή αύτη δεν με ανάπαυσεν ούτε μίαν ημέραν, έτζι και συ μη παύσης σπαράττων αυτήν, και δεινώς τιμωρούμενος». Σημείωσαι, ότι εις τον Μέγαν τούτον Ευθύμιον οκτωήχους Κανόνας εφιλοπόνησεν ο οσιολογιώτατος διδάσκαλος κύριος Χριστοφόρος ο Προδρομίτης, και ο βουλόμενος ζητησάτω τούτους.

(3) Τον ελληνικόν τούτου Βίον συνέγραψεν ο Μεταφραστής, ου η αρχή· «Και παντός μεν άλλου πράγματος». (Σώζεται εν τη Μεγίστη Λαύρα, εν τη ιερά Μονή των Ιβήρων και εν άλλαις.)

*

Τη αυτή ημέρα ο Άγιος Μάρτυς Βάσσος, τας χείρας τμηθείς, τελειούται.

Χείρας Βάσσου τέμνουσι χείρες δημίων,
Χείρες βέβηλοι, χείρας ηγιασμένας.

*

Ο Άγιος Μάρτυς Ευσέβιος, πέλυξι τμηθείς, τελειούται.

Τμηθείς πέλυξιν Ευσέβιος παν μέλος,
Την Ορθόδοξον πίστιν άτμητος μένει.

*

Ο Άγιος Μάρτυς Ευτύχιος, εις τρία διαιρεθείς, τελειούται.

Ευτύχιον εις μέρη διείλον τρία,
Θείως Θεού πρόσωπα τιμώντα τρία.

*

Ο Άγιος Μάρτυς Βασιλίδης, την γαστέρα ραγείς, τελειούται.

Απορραγήναι μη θέλων Βασιλίδης,
Μοίρας αθλητών, ερράγη την γαστέρα.

Ούτοι οι ανωτέρω τέσσαρες Μάρτυρες ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Διοκλητιανού, εν έτει σϞη’ [298], πλούτον έχοντες πολύν, και μετέχοντες από την σύγκλητον του βασιλέως βουλήν. Προσήλθον δε εις την πίστιν του Χριστού, και το άγιον έλαβον Βάπτισμα, επειδή και είδον τον Επίσκοπον Θεόπεμπτον, πως ανδρείως υπέμενε τας παρά των απίστων βασάνους, και έκαμνε θαύματα με την δύναμιν του Χριστού. Όθεν διαβαλθέντες εις τον βασιλέα και παρασταθέντες έμπροσθεν αυτού, πρώτον μεν, υστερούνται τας ζώνας οπού εφόρουν, ως σημείον της αξίας των, έπειτα λαμβάνει ο καθένας διάφορα τέλη της ζωής. Ο μεν γαρ Άγιος Βάσσος, βαλθείς μέσα εις ένα λάκκον έως εις τα μηρία, και κοπείς τας χείρας και όλον το σώμα, ετελειώθη. Ο δε Άγιος Ευσέβιος κρεμασθείς κατακέφαλα, και κοπείς μερικώς με τους παλτάδας, ετελειώθη. Ο δε Άγιος Ευτύχιος τεντωθείς βιαίως εις τέσσαρας πάλους, και εις τρία μέρη μοιρασθείς, έλαβε το μακάριον τέλος. Ο δε Άγιος Βασιλίδης σχισθείς την κοιλίαν με μάχαιραν, ετελείωσε την ζωήν. Και έτζι έλαβον και οι τέσσαρες τους στεφάνους του μαρτυρίου (4).

(4) Σημείωσαι, ότι περιττώς γράφεται εδώ παρά τοις Μηναίοις η μνήμη και το Συναξάριον των Αγίων Μαρτύρων Ευγενίου, Κανδίδου, Ουαλλεριανού και Ακύλα. Ταύτα γαρ γράφονται κατά την εικοστήν πρώτην του παρόντος.

*

Μνήμη των Αγίων Μαρτύρων Ιννά, Πιννά, και Ριμμά.

Θάλψις δεχέσθω τους αθλητάς Κυρίου,
Ιννάν Πιννάν Ριμμάν τε τους κρυσταλλίνους.

Ούτοι οι Άγιοι τρεις Μάρτυρες, ήτον από μίαν χώραν, κειμένην κατά το βόρειον μέρος. Πιασθέντες δε από τους ειδωλολάτρας βαρβάρους, επαραστάθησαν εις τον άρχοντα της χώρας. Ο οποίος βλέπωντας τους Μάρτυρας ομολογούντας τον Χριστόν, εκαταδίκασεν αυτούς να τελειώσουν την ζωήν τους με κρύον. Και λοιπόν δένονται πρώτον οι Άγιοι από ξύλα όρθια, τα οποία εμπήχθησαν εις το μέσον του ποταμού εν τω καιρώ του χειμώνος. Όταν και αυτό το φύσει ευκίνητον και ολισθηρόν νερόν, δεν εδιάφερεν από τα ακίνητα και βαρέα σώματα, με το να ήτον όλον παγωμένον από την ψύχραν. Όθεν με την τοιαύτην βάσανον, παρέδωκαν οι μακάριοι τας ψυχάς των εις χείρας Θεού, και έλαβον τους στεφάνους του μαρτυρίου.

*

Μνήμη του μακαρίου Πέτρου του τελώνου.

Καλεί σε Πέτρε Χριστός εκ τελωνίου,
Προς αρετήν πριν, νυν δε προς τρυφήν πόλου.

Ούτος ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Ιουστινιανού, εν έτει φλ’ [530], πατρίκιος ων κατά την αξίαν, και της Αφρικής όλης την διοίκησιν έχων. Επειδή δε ήτον πολλά άσπλαγχνος και ανελεήμων, δια τούτο έλαβεν επωνυμίαν και ωνομάζετο παρά πάντων φειδωλός, ήτοι ακριβός. Μίαν φοράν δε ένας πτωχός επήγεν εις αυτόν, χάριν δοκιμής, και εζήτει φορτικώς ελεημοσύνην. Ο δε Πέτρος θυμωθείς, άρπασεν ένα ψωμί από τα ζεστά ψωμία οπού τότε έτυχε να φέρνη ο δούλος του από τον φούρνον, και έρριψεν αυτό ωσάν πέτραν κατ’ επάνω του πτωχού. Ο δε πτωχός αρπάσας το ψωμίον, έφυγε. Δεν επέρασαν δύω ημέραι, και ο Πέτρος πίπτει εις μίαν βαρείαν ασθένειαν, και εν τη ασθενεία βλέπει τον εαυτόν του οπού εζητείτο να δώση απολογίαν δια τα όσα έπραξεν. Έπειτα του εφαίνετο, ότι εκεί ήτον και μία ζυγαρία, της οποίας, εις μεν το αριστερόν μέρος έβλεπεν, ότι εσυνάγοντο μαύροι τινές, και έβαλον τας κακάς του πράξεις. Εις δε το δεξιόν μέρος της ζυγαρίας, έβλεπεν άνδρας τινάς ασπροφόρους και θαυμαστούς κατά το πρόσωπον, οι οποίοι δεν εύρισκον άλλο τι καλόν να βάλουν, δια να γένη ισοβαρές με το ζερβόν μέρος, πάρεξ εκείνο μόνον το ψωμί, οπού κατά του πένητος έρριψε. Ταύτα ιδών ο Πέτρος, ήλθεν εις τον εαυτόν του. Και ευθύς οπού εσηκώθη από την ασθένειαν, εμοίρασεν εις τους πτωχούς, όχι μόνον όλα του τα υπάρχοντα, αλλά και αυτά τα ίδια ρούχα οπού εφόρει έδωκεν εις ένα πτωχόν. Επειδή δε είδεν εις το όνειρόν του τον Χριστόν, οπού εφόρει τα ρούχα εκείνα, δια τούτο ο αοίδιμος επώλησε και τον ίδιον εαυτόν του, και την τιμήν έδωκεν εις τους πένητας.

Επώλησε δε τον εαυτόν του εις ένα αυθέντην, χρυσοχόον κατά την τέχνην. Επειδή δε ύστερον έβλεπεν ο μακάριος, πως έμελλε να γνωρισθή ποίος είναι, δια τούτο θέλωντας να φύγη από το οσπήτιον του αυθέντου του, είπεν εις τον πορτάρην κωφόν όντα και βουβόν. Εν ονόματι Χριστού άκουσόν μου, και άνοιξον την πόρταν. Και ω του θαύματος! ευθύς ο πριν κωφός και βουβός ελάλει και ήκουεν. Όθεν ευγαίνωντας έξω έφυγε, και επήγεν εις τα Ιεροσόλυμα. Από εκεί δε αναχωρήσας, επήγεν εις την Κωνσταντινούπολιν, όπου και ανεπαύθη εν Κυρίω, και ενταφιάσθη εις την τοποθεσίαν την καλουμένην του Βοός, εν τω ιδίω οίκω.

*

Μνήμη των Αγίων Μαρτύρων Θύρσου και Αγνής, ων η Σύναξις τελείται πλησίον Ελενιανών.

Θύρσος συν Αγνή Χριστόν ηγαπηκότες,
Θάνατον ηγάπησαν ασμένως πάνυ.

*

Μνήμη του ευσεβεστάτου βασιλέως Λέοντος του Μεγάλου, του καλουμένου Μακέλλη και Θρακός, του βασιλεύσαντος εν έτει υνζ’ [457] (5).

Άνακτα πιστόν τον Λέοντα τον μέγαν,
Έστεψε Χριστός ουρανοκράτωρ Άναξ.

(5) Ο βασιλεύς ούτος Λέων έγινε μετά τον ευσεβέστατον βασιλέα Μαρκιανόν. Εφύλαττε δε ο Λέων ούτος πολλά την Ορθόδοξον πίστιν. Εβεβαίωσε γαρ άπαντα τα κηρυχθέντα από τους προ αυτού βασιλείς κατά των αιρετικών διατάγματα. Και προ πάντων τα της εν Χαλκηδόνι Τετάρτης Συνόδου θεσπίσματα. Όθεν και η Εκκλησία εις τον καιρόν του ήτον εις καλήν κατάστασιν. Ζήσας δε χρόνους δεκαοκτώ εις την βασιλείαν, εξεδήμησε προς Κύριον με μίαν υπερβολικήν δυσεντερίαν, από την οποίαν έγινε το λείψανόν του ωσάν φανός. (Όρα σελ. 39 του β’ τόμου του Μελετίου.)

*

Μνήμη της Αγίας Μάρτυρος Άννης.

Άννα ποθούσα τον νοητόν νυμφίον,
Αυτώ προσήλθε δια του μαρτυρίου.

*

Ο Άγιος Νεομάρτυς Ζαχαρίας, ο μαρτυρήσας εν ταις παλαιαίς Πάτραις της Πελοποννήσου κατά το ͵αψπβ’ [1782] έτος, τα σκέλη σχισθείς, τελειούται.

Σκελών πλατυσμώ εν πλάτει οικείς πόλου,
Ω Ζαχαρία, και βραβείον λαμβάνεις (6).

(6) Το Μαρτύριον αυτού όρα εις το Νέον Μαρτυρολόγιον.

Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.

 Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.

* * *

 

 

Μέγας ΕυθύμιοςΤ ατ μην Κ΄, μνήμη το σίου Πατρς μν Εθυμίου το Μεγάλου.

Τί κοινν Εθύμιε σο κα τ βί;
Πρς γγέλους παιρε τος ξένους βίου.

Λξε βίου Εθύμιος εκάδι ϋγένειος.

Οτος σιος Πατρ μν κα Μέγας Εθύμιος, τον κατ τος χρόνους το βασιλέως Γρατιανο, ν τει τοζ΄ [377] (1), καταγόμενος π τν Μελιτινήν, τν ν τ ρμενί ερισκομένην, υἱὸς γονέων εσεβν κα πιστν, Παύλου κα Διονυσίας νομαζομένων. Καθς δ Πρόδρομος ωάννης γεννήθη π στεραν μητέρα, τζι κα σιος οτος Εθύμιος γεννήθη π στεραν, κα λαβε τ νομα Εθύμιος π τν Θεόν, πρ το ν συλληφθ. πειδ γρ ο γονες του παρεκάλουν τν Θεν ν τος δώσ τέκνον, δι τοτο γινεν ες ατος φων δι’ γγέλου, τις λεγεν, τι ν εθυμον κα ν χαίρουν. μλλον ν εθυμον κα ν χαίρουν λοι, κα χι μόνον ο γονες του. Καθότι μαζ μ τν γέννησιν το παιδίου, χει ν καταλυθ κάθε αρεσις, κα κάθε ερήνη χει ν χαρισθ ες τν κκλησίαν το Θεο. θεν δι τν ατίαν ταύτην νομάσθη σιος οτος Εθύμιος. φ’ ο δ πέθανεν πατρ το γίου, προσφέρθη σιος π τν μητέρα του ες τν Ετρώϊον τν πίσκοπον τς Μελιτινς, π τν ποον συναριθμήθη ες τ τάγμα τν κληρικν: τοι γινεν ναγνώστης. πειδ δ στάθη πιτήδειος ες τν τν ερν μαθημάτων παιδείαν, κα περέβαλεν λους τος ναρέτους κατ τν αξησιν τς σκήσεως κα ρετς, τούτου χάριν ναγκάσθη ν χειροτονηθ Πρεσβύτερος, κα ν δεχθ τν προστασίαν κα πιμέλειαν τν ερν σκητηρίων κα Μοναστηρίων. ταν δ φθασεν ες τος εκοσιεννέα χρόνους τς λικίας του, πγεν ες τ εροσόλυμα. Κα συγκατοίκησε μαζ μ τν σιον Θεόκτιστον ες να σπήλαιον, τ ποον ερίσκετο ες τ βουνόν. κε δ κατοικν σιος, πολλος νθρώπους λευθέρωσεν π δειν πάθη κα σθενείας.

Λέγεται δέ, τι κα σιος οτος, π πολλ λίγα ψωμία θρεψε τετρακοσίους νθρώπους, ο ποοι λθον ες τ Μοναστήριον. χι μόνον δ ατς λυσε τν στείρωσιν τς μητρός του κα γεννήθη, λλ κα λλας στείρας κα τέκνους γυνακας, πέδειξε γονίμους κα πολυτέκνους δι προσευχς του. Ατς νοιξε τς πύλας το ορανο, καθς κα Μέγας λίας, κα φερε βροχήν, κα μ ατν άτρευσε τν γν, ποία πασχεν π καρπίαν. φανέρωσε δ τν σωτερικν λαμπρότητα τς ψυχς το θείου Εθυμίου, στύλος το πυρός, τν ποον εδον ο παρεσττες, τι κατέβη π τος ορανούς, ες τν καιρν πο λειτούργει γιος τν ναίμακτον θυσίαν, κα λαμπε τν σιον, ως πο τελείωσεν καιρς τς ερουργίας. Σημεον δ κα πόδειξις τς τελείας καθαρότητος κα γνείας το σίου τούτου στάθη, τ ν βλέπ νοερς μ τ διορατικν μμα τς ψυχς, τς διαθέσεις κα καταστάσεις τν ψυχν κείνων, πο πλησίαζον δι ν μεταλάβουν τ χραντα Μυστήρια: γουν, ποος μέν, μεταλαμβάνει μ καθαρν συνείδησιν, ποος δέ, μ μεμολυσμένην. Φθάσας δ ες τν ννενηκοστν βδομον χρόνον τς ζως του, πρς Κύριον ξεδήμησεν. τον δέ, κατ μν τ εδος το προσώπου, χαρίεις. Κατ δ τν τρόπον τς ψυχς τον εκολοπλησίαστος κα πλος. Κατ τ χρμα, τον σπρος. Κα κατ τν λικίαν κα τ νάστημα το σώματος, τον επρεπς κα σεμνός. Εχε τς τρίχας σπρας, κα τ γένειον μακρν ως ες τ μηρία του.

Λέγουσι δ δι τν γιον τοτον, τι ταν νας Μοναχς μελλε ν ποθάν, ποος, νομίζετο μέν, κατ τ ξω κα τ φαινόμενα κοντ ες τος πολλούς, τι το σώφρων κα γκρατς κα γιος· κατ δ τ σω κα τν καρδίαν, τον κόλαστος κα κρατής, πειδ συγκατατίθετο κα γλυκαίνετο ες τος ασχρος λογισμούς. ταν, λέγω, Μοναχς οτος μελλε ν ποθάν, βλεπεν μακάριος Εθύμιος να γγελον, στις βάσταζεν να κοντάρι μ τρία δόντια, κα μ ατ νάσπα κα εγανε βιαίως τν ψυχν το θλίου μοναχο κείνου, κα εθς κουσε κα φωνήν, ποία φανέρονε τ κρυπτ κα ασχρ το ποθανόντος διανοήματα (2). Τελεται δ το σίου Σύναξις ν τ γιωτάτ Μεγάλ κκλησί. (Τν κατ πλάτος Βίον το σίου τούτου ρα ες τ κλόγιον (3).)

(1) ν δ τ ρολογί γράφεται τι τον σιος Εθύμιος κατ τος χρόνους ρκαδίου κα νωρίου ν τει υ΄ [400], κα τι τελεύτησεν ν τει υξε΄ [465] π τς βασιλείας Λέοντος το Μεγάλου. Οτος σιος διώρθωσεν Εδοκίαν τν βασίλισσαν, πεσοσαν ες τν αρεσιν τν Μονοφυσιτν, κα ρα ες τν δεκάτην τρίτην το Αγούστου. μοίως διώρθωσε κα τν σιον Γεράσιμον, τν ορδανίτην, τν κατ πάτην πεσόντα ες τν ατν αρεσιν, κα ρα ες τν τετάρτην Μαρτίου.

(2) θεία φωνή, πο κουσεν γιος, λεγε τατα, ς ν τ κατ πλάτος Βί τούτου ρται· «Καθς ψυχ ατη δέν με νάπαυσεν οτε μίαν μέραν, τζι κα σ μ παύσς σπαράττων ατήν, κα δεινς τιμωρούμενος». Σημείωσαι, τι ες τν Μέγαν τοτον Εθύμιον κτωήχους Κανόνας φιλοπόνησεν σιολογιώτατος διδάσκαλος κύριος Χριστοφόρος Προδρομίτης, κα βουλόμενος ζητησάτω τούτους.

(3) Τν λληνικν τούτου Βίον συνέγραψεν Μεταφραστής, ο ρχή· «Κα παντς μν λλου πράγματος». (Σζεται ν τ Μεγίστ Λαύρ, ν τ ερ Μον τν βήρων κα ν λλαις.)

*

Τ ατ μέρ γιος Μάρτυς Βάσσος, τς χερας τμηθείς, τελειοται.

Χερας Βάσσου τέμνουσι χερες δημίων,
Χερες βέβηλοι, χερας γιασμένας.

*

γιος Μάρτυς Εσέβιος, πέλυξι τμηθείς, τελειοται.

Τμηθες πέλυξιν Εσέβιος πν μέλος,
Τν ρθόδοξον πίστιν τμητος μένει.

*

γιος Μάρτυς Ετύχιος, ες τρία διαιρεθείς, τελειοται.

Ετύχιον ες μέρη διελον τρία,
Θείως Θεο πρόσωπα τιμντα τρία.

*

γιος Μάρτυς Βασιλίδης, τν γαστέρα αγείς, τελειοται.

πορραγναι μ θέλων Βασιλίδης,
Μοίρας θλητν, ρράγη τν γαστέρα.

Οτοι ο νωτέρω τέσσαρες Μάρτυρες τον κατ τος χρόνους το βασιλέως Διοκλητιανο, ν τει σϞη΄ [298], πλοτον χοντες πολύν, κα μετέχοντες π τν σύγκλητον το βασιλέως βουλήν. Προσλθον δ ες τν πίστιν το Χριστο, κα τ γιον λαβον Βάπτισμα, πειδ κα εδον τν πίσκοπον Θεόπεμπτον, πς νδρείως πέμενε τς παρ τν πίστων βασάνους, κα καμνε θαύματα μ τν δύναμιν το Χριστο. θεν διαβαλθέντες ες τν βασιλέα κα παρασταθέντες μπροσθεν ατο, πρτον μέν, στερονται τς ζώνας πο φόρουν, ς σημεον τς ξίας των, πειτα λαμβάνει καθένας διάφορα τέλη τς ζως. μν γρ γιος Βάσσος, βαλθες μέσα ες να λάκκον ως ες τ μηρία, κα κοπες τς χερας κα λον τ σμα, τελειώθη. δ γιος Εσέβιος κρεμασθες κατακέφαλα, κα κοπες μερικς μ τος παλτάδας, τελειώθη. δ γιος Ετύχιος τεντωθες βιαίως ες τέσσαρας πάλους, κα ες τρία μέρη μοιρασθείς, λαβε τ μακάριον τέλος. δ γιος Βασιλίδης σχισθες τν κοιλίαν μ μάχαιραν, τελείωσε τν ζωήν. Κα τζι λαβον κα ο τέσσαρες τος στεφάνους το μαρτυρίου (4).

(4) Σημείωσαι, τι περιττς γράφεται δ παρ τος Μηναίοις μνήμη κα τ Συναξάριον τν γίων Μαρτύρων Εγενίου, Κανδίδου, Οαλλεριανο κα κύλα. Τατα γρ γράφονται κατ τν εκοστν πρώτην το παρόντος.

*

Μνήμη τν γίων Μαρτύρων νν, Πινν, κα ιμμ.

Θάλψις δεχέσθω τος θλητς Κυρίου,
ννν Πιννν ιμμν τε τος κρυσταλλίνους.

Οτοι ο γιοι τρες Μάρτυρες, τον π μίαν χώραν, κειμένην κατ τ βόρειον μέρος. Πιασθέντες δ π τος εδωλολάτρας βαρβάρους, παραστάθησαν ες τν ρχοντα τς χώρας. ποος βλέπωντας τος Μάρτυρας μολογοντας τν Χριστόν, καταδίκασεν ατος ν τελειώσουν τν ζωήν τους μ κρύον. Κα λοιπν δένονται πρτον ο γιοι π ξύλα ρθια, τ ποα μπήχθησαν ες τ μέσον το ποταμο ν τ καιρ το χειμνος. ταν κα ατ τ φύσει εκίνητον κα λισθηρν νερόν, δν διάφερεν π τ κίνητα κα βαρέα σώματα, μ τ ν τον λον παγωμένον π τν ψύχραν. θεν μ τν τοιαύτην βάσανον, παρέδωκαν ο μακάριοι τς ψυχάς των ες χερας Θεο, κα λαβον τος στεφάνους το μαρτυρίου.

*

Μνήμη το μακαρίου Πέτρου το τελώνου.

Καλε σε Πέτρε Χριστς κ τελωνίου,
Πρς ρετν πρίν, νν δ πρς τρυφν πόλου.

Οτος τον κατ τος χρόνους το βασιλέως ουστινιανο, ν τει φλ΄ [530], πατρίκιος ν κατ τν ξίαν, κα τς φρικς λης τν διοίκησιν χων. πειδ δ τον πολλ σπλαγχνος κα νελεήμων, δι τοτο λαβεν πωνυμίαν κα νομάζετο παρ πάντων φειδωλός, τοι κριβός. Μίαν φορν δ νας πτωχς πγεν ες ατόν, χάριν δοκιμς, κα ζήτει φορτικς λεημοσύνην. δ Πέτρος θυμωθείς, ρπασεν να ψωμ π τ ζεστ ψωμία πο τότε τυχε ν φέρν δολός του π τν φορνον, κα ρριψεν ατ σν πέτραν κατ’ πάνω το πτωχο. δ πτωχς ρπάσας τ ψωμίον, φυγε. Δν πέρασαν δύω μέραι, κα Πέτρος πίπτει ες μίαν βαρεαν σθένειαν, κα ν τ σθενεί βλέπει τν αυτόν του πο ζητετο ν δώσ πολογίαν δι τ σα πραξεν. πειτα το φαίνετο, τι κε τον κα μία ζυγαρία, τς ποίας, ες μν τ ριστερν μέρος βλεπεν, τι συνάγοντο μαροί τινες, κα βαλον τς κακάς του πράξεις. Ες δ τ δεξιν μέρος τς ζυγαρίας, βλεπεν νδρας τινας σπροφόρους κα θαυμαστος κατ τ πρόσωπον, ο ποοι δν ερισκον λλο τι καλν ν βάλουν, δι ν γέν σοβαρς μ τ ζερβν μέρος, πάρεξ κενο μόνον τ ψωμί, πο κατ το πένητος ρριψε. Τατα δν Πέτρος, λθεν ες τν αυτόν του. Κα εθς πο σηκώθη π τν σθένειαν, μοίρασεν ες τος πτωχούς, χι μόνον λα του τ πάρχοντα, λλ κα ατ τ δια οχα πο φόρει δωκεν ες να πτωχόν. πειδ δ εδεν ες τ νειρόν του τν Χριστόν, πο φόρει τ οχα κενα, δι τοτο οίδιμος πώλησε κα τν διον αυτόν του, κα τν τιμν δωκεν ες τος πένητας.

πώλησε δ τν αυτόν του ες να αθέντην, χρυσοχόον κατ τν τέχνην. πειδ δ στερον βλεπεν μακάριος, πς μελλε ν γνωρισθ ποος εναι, δι τοτο θέλωντας ν φύγ π τ σπήτιον το αθέντου του, επεν ες τν πορτάρην κωφν ντα κα βουβόν. ν νόματι Χριστο κουσόν μου, κα νοιξον τν πόρταν. Κα το θαύματος! εθς πρν κωφς κα βουβς λάλει κα κουεν. θεν εγαίνωντας ξω φυγε, κα πγεν ες τ εροσόλυμα. π κε δ ναχωρήσας, πγεν ες τν Κωνσταντινούπολιν, που κα νεπαύθη ν Κυρί, κα νταφιάσθη ες τν τοποθεσίαν τν καλουμένην το Βοός, ν τ δί οκ.

*

Μνήμη τν γίων Μαρτύρων Θύρσου κα γνς, ν Σύναξις τελεται πλησίον λενιανν.

Θύρσος σν γν Χριστν γαπηκότες,
Θάνατον γάπησαν σμένως πάνυ.

*

Μνήμη το εσεβεστάτου βασιλέως Λέοντος το Μεγάλου, το καλουμένου Μακέλλη κα Θρκός, το βασιλεύσαντος ν τει υνζ΄ [457] (5).

νακτα πιστν τν Λέοντα τν μέγαν,
στεψε Χριστς ορανοκράτωρ ναξ.

(5) βασιλες οτος Λέων γινε μετ τν εσεβέστατον βασιλέα Μαρκιανόν. φύλαττε δ Λέων οτος πολλ τν ρθόδοξον πίστιν. βεβαίωσε γρ παντα τ κηρυχθέντα π τος πρ ατο βασιλες κατ τν αρετικν διατάγματα. Κα πρ πάντων τ τς ν Χαλκηδόνι Τετάρτης Συνόδου θεσπίσματα. θεν κα κκλησία ες τν καιρόν του τον ες καλν κατάστασιν. Ζήσας δ χρόνους δεκαοκτ ες τν βασιλείαν, ξεδήμησε πρς Κύριον μ μίαν περβολικν δυσεντερίαν, π τν ποίαν γινε τ λείψανόν του σν φανός. (ρα σελ. 39 το β΄ τόμου το Μελετίου.)

*

Μνήμη τς γίας Μάρτυρος ννης.

ννα ποθοσα τν νοητν νυμφίον,
Ατ προσλθε δι το μαρτυρίου.

*

γιος Νεομάρτυς Ζαχαρίας, μαρτυρήσας ν τας παλαιας Πάτραις τς Πελοποννήσου κατ τ ͵αψπβ΄ [1782] τος, τ σκέλη σχισθείς, τελειοται.

Σκελν πλατυσμ ν πλάτει οκες πόλου,
Ζαχαρία, κα βραβεον λαμβάνεις (6).

(6) Τ Μαρτύριον ατο ρα ες τ Νέον Μαρτυρολόγιον.

Τας τν σν γίων πρεσβείαις Χριστ Θες λέησον μς.

Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Β’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.

* * *

 

 

Των Αγίων Ευθυμίου του Μεγάλου, Βάσσου, Ευσεβίου, Ευτυχίου, Βασιλίδου κ.ά.

Ορθόδοξη πίστη και ζωή στο email σας. Λάβετε πρώτοι όλες τις τελευταίες αναρτήσεις της Κοινωνίας Ορθοδοξίας:
Έχετε εγγραφεί επιτυχώς στο newsletter! Θα λάβετε email επιβεβαίωσης σε λίγα λεπτά. Παρακαλούμε, ακολουθήστε τον σύνδεσμο μέσα του για να επιβεβαιώσετε την εγγραφή. Εάν το email δεν εμφανιστεί στο γραμματοκιβώτιό σας, παρακαλούμε ελέγξτε τον φάκελο του spam.
Έχετε εγγραφεί επιτυχώς στο newsletter!
Λυπούμαστε, υπήρξε ένα σφάλμα. Παρακαλούμε, ελέγξτε το email σας.