Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου20 Ιανουαρίου
Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ
Τω αυτώ μηνί Κ’, μνήμη του Οσίου Πατρός ημών Ευθυμίου του Μεγάλου.
Τι κοινόν Ευθύμιε σοι και τω βίω;
Προς Αγγέλους άπαιρε τους ξένους βίου.
Λήξε βίου Ευθύμιος εικάδι ηϋγένειος.
Ούτος ο Όσιος Πατήρ ημών και Μέγας Ευθύμιος, ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Γρατιανού, εν έτει τοζ’ [377] (1), καταγόμενος από την Μελιτινήν, την εν τη Αρμενία ευρισκομένην, υιός γονέων ευσεβών και πιστών, Παύλου και Διονυσίας ονομαζομένων. Καθώς δε ο Πρόδρομος Ιωάννης εγεννήθη από στείραν μητέρα, έτζι και ο Όσιος ούτος Ευθύμιος εγεννήθη από στείραν, και έλαβε το όνομα Ευθύμιος από τον Θεόν, προ του να συλληφθή. Επειδή γαρ οι γονείς του παρεκάλουν τον Θεόν να τους δώση τέκνον, δια τούτο έγινεν εις αυτούς φωνή δι’ Αγγέλου, ήτις έλεγεν, ότι να ευθυμούν και να χαίρουν. Ή μάλλον να ευθυμούν και να χαίρουν όλοι, και όχι μόνον οι γονείς του. Καθότι μαζί με την γέννησιν του παιδίου, έχει να καταλυθή κάθε αίρεσις, και κάθε ειρήνη έχει να χαρισθή εις την Εκκλησίαν του Θεού. Όθεν δια την αιτίαν ταύτην ωνομάσθη ο Όσιος ούτος Ευθύμιος. Αφ’ ου δε απέθανεν ο πατήρ του Αγίου, επροσφέρθη ο Όσιος από την μητέρα του εις τον Ευτρώϊον τον Επίσκοπον της Μελιτινής, από τον οποίον εσυναριθμήθη εις το τάγμα των κληρικών: ήτοι έγινεν Αναγνώστης. Επειδή δε εστάθη επιτήδειος εις την των ιερών μαθημάτων παιδείαν, και υπερέβαλεν όλους τους εναρέτους κατά την αύξησιν της ασκήσεως και αρετής, τούτου χάριν ηναγκάσθη να χειροτονηθή Πρεσβύτερος, και να δεχθή την προστασίαν και επιμέλειαν των ιερών ασκητηρίων και Μοναστηρίων. Όταν δε έφθασεν εις τους εικοσιεννέα χρόνους της ηλικίας του, επήγεν εις τα Ιεροσόλυμα. Και εσυγκατοίκησε μαζί με τον Όσιον Θεόκτιστον εις ένα σπήλαιον, το οποίον ευρίσκετο εις το βουνόν. Εκεί δε κατοικών ο Όσιος, πολλούς ανθρώπους ηλευθέρωσεν από δεινά πάθη και ασθενείας.
Λέγεται δε, ότι και ο Όσιος ούτος, από πολλά ολίγα ψωμία έθρεψε τετρακοσίους ανθρώπους, οι οποίοι ήλθον εις το Μοναστήριον. Όχι μόνον δε αυτός έλυσε την στείρωσιν της μητρός του και εγεννήθη, αλλά και άλλας στείρας και ατέκνους γυναίκας, απέδειξε γονίμους και πολυτέκνους δια προσευχής του. Αυτός άνοιξε τας πύλας του ουρανού, καθώς και ο Μέγας Ηλίας, και έφερε βροχήν, και με αυτήν ιάτρευσε την γην, η οποία έπασχεν από ακαρπίαν. Εφανέρωσε δε την εσωτερικήν λαμπρότητα της ψυχής του θείου Ευθυμίου, ο στύλος του πυρός, τον οποίον είδον οι παρεστώτες, ότι εκατέβη από τους ουρανούς, εις τον καιρόν οπού ελειτούργει ο Άγιος την αναίμακτον θυσίαν, και έλαμπε τον Όσιον, έως οπού ετελείωσεν ο καιρός της ιερουργίας. Σημείον δε και απόδειξις της τελείας καθαρότητος και αγνείας του Οσίου τούτου εστάθη, το να βλέπη νοερώς με το διορατικόν όμμα της ψυχής, τας διαθέσεις και καταστάσεις των ψυχών εκείνων, οπού επλησίαζον δια να μεταλάβουν τα άχραντα Μυστήρια: ήγουν, ποίος μεν, μεταλαμβάνει με καθαράν συνείδησιν, ποίος δε, με μεμολυσμένην. Φθάσας δε εις τον εννενηκοστόν έβδομον χρόνον της ζωής του, προς Κύριον εξεδήμησεν. Ήτον δε, κατά μεν το είδος του προσώπου, χαρίεις. Κατά δε τον τρόπον της ψυχής ήτον ευκολοπλησίαστος και απλούς. Κατά το χρώμα, ήτον άσπρος. Και κατά την ηλικίαν και το ανάστημα του σώματος, ήτον ευπρεπής και σεμνός. Είχε τας τρίχας άσπρας, και το γένειον μακρόν έως εις τα μηρία του.
Λέγουσι δε δια τον Άγιον τούτον, ότι όταν ένας Μοναχός έμελλε να αποθάνη, ο οποίος, ενομίζετο μεν, κατά τα έξω και τα φαινόμενα κοντά εις τους πολλούς, ότι ήτο σώφρων και εγκρατής και άγιος· κατά δε τα έσω και την καρδίαν, ήτον ακόλαστος και ακρατής, επειδή εσυγκατατίθετο και εγλυκαίνετο εις τους αισχρούς λογισμούς. Όταν, λέγω, ο Μοναχός ούτος έμελλε να αποθάνη, έβλεπεν ο μακάριος Ευθύμιος ένα Άγγελον, όστις εβάσταζεν ένα κοντάρι με τρία οδόντια, και με αυτό ανάσπα και εύγανε βιαίως την ψυχήν του αθλίου μοναχού εκείνου, και ευθύς ήκουσε και φωνήν, η οποία εφανέρονε τα κρυπτά και αισχρά του αποθανόντος διανοήματα (2). Τελείται δε η του Οσίου Σύναξις εν τη αγιωτάτη Μεγάλη Εκκλησία. (Τον κατά πλάτος Βίον του Οσίου τούτου όρα εις το Εκλόγιον (3).
(1) Εν δε τω Ωρολογίω γράφεται ότι ήτον ο Όσιος Ευθύμιος κατά τους χρόνους Αρκαδίου και Ονωρίου εν έτει υ’ [400], και ότι ετελεύτησεν εν έτει υξε’ [465] επί της βασιλείας Λέοντος του Μεγάλου. Ούτος ο Όσιος εδιώρθωσεν Ευδοκίαν την βασίλισσαν, πεσούσαν εις την αίρεσιν των Μονοφυσιτών, και όρα εις την δεκάτην τρίτην του Αυγούστου. Ομοίως εδιώρθωσε και τον Όσιον Γεράσιμον, τον Ιορδανίτην, τον κατά απάτην πεσόντα εις την αυτήν αίρεσιν, και όρα εις την τετάρτην Μαρτίου.
(2) Η θεία φωνή, οπού ήκουσεν ο Άγιος, έλεγε ταύτα, ως εν τω κατά πλάτος Βίω τούτου οράται· «Καθώς η ψυχή αύτη δεν με ανάπαυσεν ούτε μίαν ημέραν, έτζι και συ μη παύσης σπαράττων αυτήν, και δεινώς τιμωρούμενος». Σημείωσαι, ότι εις τον Μέγαν τούτον Ευθύμιον οκτωήχους Κανόνας εφιλοπόνησεν ο οσιολογιώτατος διδάσκαλος κύριος Χριστοφόρος ο Προδρομίτης, και ο βουλόμενος ζητησάτω τούτους.
(3) Τον ελληνικόν τούτου Βίον συνέγραψεν ο Μεταφραστής, ου η αρχή· «Και παντός μεν άλλου πράγματος». (Σώζεται εν τη Μεγίστη Λαύρα, εν τη ιερά Μονή των Ιβήρων και εν άλλαις.)
*
Τη αυτή ημέρα ο Άγιος Μάρτυς Βάσσος, τας χείρας τμηθείς, τελειούται.
Χείρας Βάσσου τέμνουσι χείρες δημίων,
Χείρες βέβηλοι, χείρας ηγιασμένας.
*
Ο Άγιος Μάρτυς Ευσέβιος, πέλυξι τμηθείς, τελειούται.
Τμηθείς πέλυξιν Ευσέβιος παν μέλος,
Την Ορθόδοξον πίστιν άτμητος μένει.
*
Ο Άγιος Μάρτυς Ευτύχιος, εις τρία διαιρεθείς, τελειούται.
Ευτύχιον εις μέρη διείλον τρία,
Θείως Θεού πρόσωπα τιμώντα τρία.
*
Ο Άγιος Μάρτυς Βασιλίδης, την γαστέρα ραγείς, τελειούται.
Απορραγήναι μη θέλων Βασιλίδης,
Μοίρας αθλητών, ερράγη την γαστέρα.
Ούτοι οι ανωτέρω τέσσαρες Μάρτυρες ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Διοκλητιανού, εν έτει σϞη’ [298], πλούτον έχοντες πολύν, και μετέχοντες από την σύγκλητον του βασιλέως βουλήν. Προσήλθον δε εις την πίστιν του Χριστού, και το άγιον έλαβον Βάπτισμα, επειδή και είδον τον Επίσκοπον Θεόπεμπτον, πως ανδρείως υπέμενε τας παρά των απίστων βασάνους, και έκαμνε θαύματα με την δύναμιν του Χριστού. Όθεν διαβαλθέντες εις τον βασιλέα και παρασταθέντες έμπροσθεν αυτού, πρώτον μεν, υστερούνται τας ζώνας οπού εφόρουν, ως σημείον της αξίας των, έπειτα λαμβάνει ο καθένας διάφορα τέλη της ζωής. Ο μεν γαρ Άγιος Βάσσος, βαλθείς μέσα εις ένα λάκκον έως εις τα μηρία, και κοπείς τας χείρας και όλον το σώμα, ετελειώθη. Ο δε Άγιος Ευσέβιος κρεμασθείς κατακέφαλα, και κοπείς μερικώς με τους παλτάδας, ετελειώθη. Ο δε Άγιος Ευτύχιος τεντωθείς βιαίως εις τέσσαρας πάλους, και εις τρία μέρη μοιρασθείς, έλαβε το μακάριον τέλος. Ο δε Άγιος Βασιλίδης σχισθείς την κοιλίαν με μάχαιραν, ετελείωσε την ζωήν. Και έτζι έλαβον και οι τέσσαρες τους στεφάνους του μαρτυρίου (4).
(4) Σημείωσαι, ότι περιττώς γράφεται εδώ παρά τοις Μηναίοις η μνήμη και το Συναξάριον των Αγίων Μαρτύρων Ευγενίου, Κανδίδου, Ουαλλεριανού και Ακύλα. Ταύτα γαρ γράφονται κατά την εικοστήν πρώτην του παρόντος.
*
Μνήμη των Αγίων Μαρτύρων Ιννά, Πιννά, και Ριμμά.
Θάλψις δεχέσθω τους αθλητάς Κυρίου,
Ιννάν Πιννάν Ριμμάν τε τους κρυσταλλίνους.
Ούτοι οι Άγιοι τρεις Μάρτυρες, ήτον από μίαν χώραν, κειμένην κατά το βόρειον μέρος. Πιασθέντες δε από τους ειδωλολάτρας βαρβάρους, επαραστάθησαν εις τον άρχοντα της χώρας. Ο οποίος βλέπωντας τους Μάρτυρας ομολογούντας τον Χριστόν, εκαταδίκασεν αυτούς να τελειώσουν την ζωήν τους με κρύον. Και λοιπόν δένονται πρώτον οι Άγιοι από ξύλα όρθια, τα οποία εμπήχθησαν εις το μέσον του ποταμού εν τω καιρώ του χειμώνος. Όταν και αυτό το φύσει ευκίνητον και ολισθηρόν νερόν, δεν εδιάφερεν από τα ακίνητα και βαρέα σώματα, με το να ήτον όλον παγωμένον από την ψύχραν. Όθεν με την τοιαύτην βάσανον, παρέδωκαν οι μακάριοι τας ψυχάς των εις χείρας Θεού, και έλαβον τους στεφάνους του μαρτυρίου.
*
Μνήμη του μακαρίου Πέτρου του τελώνου.
Καλεί σε Πέτρε Χριστός εκ τελωνίου,
Προς αρετήν πριν, νυν δε προς τρυφήν πόλου.
Ούτος ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Ιουστινιανού, εν έτει φλ’ [530], πατρίκιος ων κατά την αξίαν, και της Αφρικής όλης την διοίκησιν έχων. Επειδή δε ήτον πολλά άσπλαγχνος και ανελεήμων, δια τούτο έλαβεν επωνυμίαν και ωνομάζετο παρά πάντων φειδωλός, ήτοι ακριβός. Μίαν φοράν δε ένας πτωχός επήγεν εις αυτόν, χάριν δοκιμής, και εζήτει φορτικώς ελεημοσύνην. Ο δε Πέτρος θυμωθείς, άρπασεν ένα ψωμί από τα ζεστά ψωμία οπού τότε έτυχε να φέρνη ο δούλος του από τον φούρνον, και έρριψεν αυτό ωσάν πέτραν κατ’ επάνω του πτωχού. Ο δε πτωχός αρπάσας το ψωμίον, έφυγε. Δεν επέρασαν δύω ημέραι, και ο Πέτρος πίπτει εις μίαν βαρείαν ασθένειαν, και εν τη ασθενεία βλέπει τον εαυτόν του οπού εζητείτο να δώση απολογίαν δια τα όσα έπραξεν. Έπειτα του εφαίνετο, ότι εκεί ήτον και μία ζυγαρία, της οποίας, εις μεν το αριστερόν μέρος έβλεπεν, ότι εσυνάγοντο μαύροι τινές, και έβαλον τας κακάς του πράξεις. Εις δε το δεξιόν μέρος της ζυγαρίας, έβλεπεν άνδρας τινάς ασπροφόρους και θαυμαστούς κατά το πρόσωπον, οι οποίοι δεν εύρισκον άλλο τι καλόν να βάλουν, δια να γένη ισοβαρές με το ζερβόν μέρος, πάρεξ εκείνο μόνον το ψωμί, οπού κατά του πένητος έρριψε. Ταύτα ιδών ο Πέτρος, ήλθεν εις τον εαυτόν του. Και ευθύς οπού εσηκώθη από την ασθένειαν, εμοίρασεν εις τους πτωχούς, όχι μόνον όλα του τα υπάρχοντα, αλλά και αυτά τα ίδια ρούχα οπού εφόρει έδωκεν εις ένα πτωχόν. Επειδή δε είδεν εις το όνειρόν του τον Χριστόν, οπού εφόρει τα ρούχα εκείνα, δια τούτο ο αοίδιμος επώλησε και τον ίδιον εαυτόν του, και την τιμήν έδωκεν εις τους πένητας.
Επώλησε δε τον εαυτόν του εις ένα αυθέντην, χρυσοχόον κατά την τέχνην. Επειδή δε ύστερον έβλεπεν ο μακάριος, πως έμελλε να γνωρισθή ποίος είναι, δια τούτο θέλωντας να φύγη από το οσπήτιον του αυθέντου του, είπεν εις τον πορτάρην κωφόν όντα και βουβόν. Εν ονόματι Χριστού άκουσόν μου, και άνοιξον την πόρταν. Και ω του θαύματος! ευθύς ο πριν κωφός και βουβός ελάλει και ήκουεν. Όθεν ευγαίνωντας έξω έφυγε, και επήγεν εις τα Ιεροσόλυμα. Από εκεί δε αναχωρήσας, επήγεν εις την Κωνσταντινούπολιν, όπου και ανεπαύθη εν Κυρίω, και ενταφιάσθη εις την τοποθεσίαν την καλουμένην του Βοός, εν τω ιδίω οίκω.
*
Μνήμη των Αγίων Μαρτύρων Θύρσου και Αγνής, ων η Σύναξις τελείται πλησίον Ελενιανών.
Θύρσος συν Αγνή Χριστόν ηγαπηκότες,
Θάνατον ηγάπησαν ασμένως πάνυ.
*
Μνήμη του ευσεβεστάτου βασιλέως Λέοντος του Μεγάλου, του καλουμένου Μακέλλη και Θρακός, του βασιλεύσαντος εν έτει υνζ’ [457] (5).
Άνακτα πιστόν τον Λέοντα τον μέγαν,
Έστεψε Χριστός ουρανοκράτωρ Άναξ.
(5) Ο βασιλεύς ούτος Λέων έγινε μετά τον ευσεβέστατον βασιλέα Μαρκιανόν. Εφύλαττε δε ο Λέων ούτος πολλά την Ορθόδοξον πίστιν. Εβεβαίωσε γαρ άπαντα τα κηρυχθέντα από τους προ αυτού βασιλείς κατά των αιρετικών διατάγματα. Και προ πάντων τα της εν Χαλκηδόνι Τετάρτης Συνόδου θεσπίσματα. Όθεν και η Εκκλησία εις τον καιρόν του ήτον εις καλήν κατάστασιν. Ζήσας δε χρόνους δεκαοκτώ εις την βασιλείαν, εξεδήμησε προς Κύριον με μίαν υπερβολικήν δυσεντερίαν, από την οποίαν έγινε το λείψανόν του ωσάν φανός. (Όρα σελ. 39 του β’ τόμου του Μελετίου.)
*
Μνήμη της Αγίας Μάρτυρος Άννης.
Άννα ποθούσα τον νοητόν νυμφίον,
Αυτώ προσήλθε δια του μαρτυρίου.
*
Ο Άγιος Νεομάρτυς Ζαχαρίας, ο μαρτυρήσας εν ταις παλαιαίς Πάτραις της Πελοποννήσου κατά το ͵αψπβ’ [1782] έτος, τα σκέλη σχισθείς, τελειούται.
Σκελών πλατυσμώ εν πλάτει οικείς πόλου,
Ω Ζαχαρία, και βραβείον λαμβάνεις (6).
(6) Το Μαρτύριον αυτού όρα εις το Νέον Μαρτυρολόγιον.
Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.
Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *
Τῷ αὐτῷ μηνὶ Κ΄, μνήμη τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Εὐθυμίου τοῦ Μεγάλου.
Τί κοινὸν Εὐθύμιε σοὶ καὶ τῷ βίῳ;
Πρὸς Ἀγγέλους ἄπαιρε τοὺς ξένους βίου.
Λῆξε βίου Εὐθύμιος εἰκάδι ἠϋγένειος.
Οὗτος ὁ Ὅσιος Πατὴρ ἡμῶν καὶ Μέγας Εὐθύμιος, ἦτον κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Γρατιανοῦ, ἐν ἔτει τοζ΄ [377] (1), καταγόμενος ἀπὸ τὴν Μελιτινήν, τὴν ἐν τῇ Ἁρμενίᾳ εὑρισκομένην, υἱὸς γονέων εὐσεβῶν καὶ πιστῶν, Παύλου καὶ Διονυσίας ὀνομαζομένων. Καθὼς δὲ ὁ Πρόδρομος Ἰωάννης ἐγεννήθη ἀπὸ στεῖραν μητέρα, ἔτζι καὶ ὁ Ὅσιος οὗτος Εὐθύμιος ἐγεννήθη ἀπὸ στεῖραν, καὶ ἔλαβε τὸ ὄνομα Εὐθύμιος ἀπὸ τὸν Θεόν, πρὸ τοῦ νὰ συλληφθῇ. Ἐπειδὴ γὰρ οἱ γονεῖς του παρεκάλουν τὸν Θεὸν νὰ τοὺς δώσῃ τέκνον, διὰ τοῦτο ἔγινεν εἰς αὐτοὺς φωνὴ δι’ Ἀγγέλου, ἥτις ἔλεγεν, ὅτι νὰ εὐθυμοῦν καὶ νὰ χαίρουν. Ἢ μᾶλλον νὰ εὐθυμοῦν καὶ νὰ χαίρουν ὅλοι, καὶ ὄχι μόνον οἱ γονεῖς του. Καθότι μαζὶ μὲ τὴν γέννησιν τοῦ παιδίου, ἔχει νὰ καταλυθῇ κάθε αἵρεσις, καὶ κάθε εἰρήνη ἔχει νὰ χαρισθῇ εἰς τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ. Ὅθεν διὰ τὴν αἰτίαν ταύτην ὠνομάσθη ὁ Ὅσιος οὗτος Εὐθύμιος. Ἀφ’ οὗ δὲ ἀπέθανεν ὁ πατὴρ τοῦ Ἁγίου, ἐπροσφέρθη ὁ Ὅσιος ἀπὸ τὴν μητέρα του εἰς τὸν Εὐτρώϊον τὸν Ἐπίσκοπον τῆς Μελιτινῆς, ἀπὸ τὸν ὁποῖον ἐσυναριθμήθη εἰς τὸ τάγμα τῶν κληρικῶν: ἤτοι ἔγινεν Ἀναγνώστης. Ἐπειδὴ δὲ ἐστάθη ἐπιτήδειος εἰς τὴν τῶν ἱερῶν μαθημάτων παιδείαν, καὶ ὑπερέβαλεν ὅλους τοὺς ἐναρέτους κατὰ τὴν αὔξησιν τῆς ἀσκήσεως καὶ ἀρετῆς, τούτου χάριν ἠναγκάσθη νὰ χειροτονηθῇ Πρεσβύτερος, καὶ νὰ δεχθῇ τὴν προστασίαν καὶ ἐπιμέλειαν τῶν ἱερῶν ἀσκητηρίων καὶ Μοναστηρίων. Ὅταν δὲ ἔφθασεν εἰς τοὺς εἰκοσιεννέα χρόνους τῆς ἡλικίας του, ἐπῆγεν εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα. Καὶ ἐσυγκατοίκησε μαζὶ μὲ τὸν Ὅσιον Θεόκτιστον εἰς ἕνα σπήλαιον, τὸ ὁποῖον εὑρίσκετο εἰς τὸ βουνόν. Ἐκεῖ δὲ κατοικῶν ὁ Ὅσιος, πολλοὺς ἀνθρώπους ἠλευθέρωσεν ἀπὸ δεινὰ πάθη καὶ ἀσθενείας.
Λέγεται δέ, ὅτι καὶ ὁ Ὅσιος οὗτος, ἀπὸ πολλὰ ὀλίγα ψωμία ἔθρεψε τετρακοσίους ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι ἦλθον εἰς τὸ Μοναστήριον. Ὄχι μόνον δὲ αὐτὸς ἔλυσε τὴν στείρωσιν τῆς μητρός του καὶ ἐγεννήθη, ἀλλὰ καὶ ἄλλας στείρας καὶ ἀτέκνους γυναῖκας, ἀπέδειξε γονίμους καὶ πολυτέκνους διὰ προσευχῆς του. Αὐτὸς ἄνοιξε τὰς πύλας τοῦ οὐρανοῦ, καθὼς καὶ ὁ Μέγας Ἠλίας, καὶ ἔφερε βροχήν, καὶ μὲ αὐτὴν ἰάτρευσε τὴν γῆν, ἡ ὁποία ἔπασχεν ἀπὸ ἀκαρπίαν. Ἐφανέρωσε δὲ τὴν ἐσωτερικὴν λαμπρότητα τῆς ψυχῆς τοῦ θείου Εὐθυμίου, ὁ στύλος τοῦ πυρός, τὸν ὁποῖον εἶδον οἱ παρεστῶτες, ὅτι ἐκατέβη ἀπὸ τοὺς οὐρανούς, εἰς τὸν καιρὸν ὁποῦ ἐλειτούργει ὁ Ἅγιος τὴν ἀναίμακτον θυσίαν, καὶ ἔλαμπε τὸν Ὅσιον, ἕως ὁποῦ ἐτελείωσεν ὁ καιρὸς τῆς ἱερουργίας. Σημεῖον δὲ καὶ ἀπόδειξις τῆς τελείας καθαρότητος καὶ ἁγνείας τοῦ Ὁσίου τούτου ἐστάθη, τὸ νὰ βλέπῃ νοερῶς μὲ τὸ διορατικὸν ὄμμα τῆς ψυχῆς, τὰς διαθέσεις καὶ καταστάσεις τῶν ψυχῶν ἐκείνων, ὁποῦ ἐπλησίαζον διὰ νὰ μεταλάβουν τὰ ἄχραντα Μυστήρια: ἤγουν, ποῖος μέν, μεταλαμβάνει μὲ καθαρὰν συνείδησιν, ποῖος δέ, μὲ μεμολυσμένην. Φθάσας δὲ εἰς τὸν ἐννενηκοστὸν ἕβδομον χρόνον τῆς ζωῆς του, πρὸς Κύριον ἐξεδήμησεν. Ἦτον δέ, κατὰ μὲν τὸ εἶδος τοῦ προσώπου, χαρίεις. Κατὰ δὲ τὸν τρόπον τῆς ψυχῆς ἦτον εὐκολοπλησίαστος καὶ ἁπλοῦς. Κατὰ τὸ χρῶμα, ἦτον ἄσπρος. Καὶ κατὰ τὴν ἡλικίαν καὶ τὸ ἀνάστημα τοῦ σώματος, ἦτον εὐπρεπὴς καὶ σεμνός. Εἶχε τὰς τρίχας ἄσπρας, καὶ τὸ γένειον μακρὸν ἕως εἰς τὰ μηρία του.
Λέγουσι δὲ διὰ τὸν Ἅγιον τοῦτον, ὅτι ὅταν ἕνας Μοναχὸς ἔμελλε νὰ ἀποθάνῃ, ὁ ὁποῖος, ἐνομίζετο μέν, κατὰ τὰ ἔξω καὶ τὰ φαινόμενα κοντὰ εἰς τοὺς πολλούς, ὅτι ἦτο σώφρων καὶ ἐγκρατὴς καὶ ἅγιος· κατὰ δὲ τὰ ἔσω καὶ τὴν καρδίαν, ἦτον ἀκόλαστος καὶ ἀκρατής, ἐπειδὴ ἐσυγκατατίθετο καὶ ἐγλυκαίνετο εἰς τοὺς αἰσχροὺς λογισμούς. Ὅταν, λέγω, ὁ Μοναχὸς οὗτος ἔμελλε νὰ ἀποθάνῃ, ἔβλεπεν ὁ μακάριος Εὐθύμιος ἕνα Ἄγγελον, ὅστις ἐβάσταζεν ἕνα κοντάρι μὲ τρία ὀδόντια, καὶ μὲ αὐτὸ ἀνάσπα καὶ εὔγανε βιαίως τὴν ψυχὴν τοῦ ἀθλίου μοναχοῦ ἐκείνου, καὶ εὐθὺς ἤκουσε καὶ φωνήν, ἡ ὁποία ἐφανέρονε τὰ κρυπτὰ καὶ αἰσχρὰ τοῦ ἀποθανόντος διανοήματα (2). Τελεῖται δὲ ἡ τοῦ Ὁσίου Σύναξις ἐν τῇ ἁγιωτάτῃ Μεγάλῃ Ἐκκλησίᾳ. (Τὸν κατὰ πλάτος Βίον τοῦ Ὁσίου τούτου ὅρα εἰς τὸ Ἐκλόγιον (3).)
(1) Ἐν δὲ τῷ Ὡρολογίῳ γράφεται ὅτι ἦτον ὁ Ὅσιος Εὐθύμιος κατὰ τοὺς χρόνους Ἀρκαδίου καὶ Ὀνωρίου ἐν ἔτει υ΄ [400], καὶ ὅτι ἐτελεύτησεν ἐν ἔτει υξε΄ [465] ἐπὶ τῆς βασιλείας Λέοντος τοῦ Μεγάλου. Οὗτος ὁ Ὅσιος ἐδιώρθωσεν Εὐδοκίαν τὴν βασίλισσαν, πεσοῦσαν εἰς τὴν αἵρεσιν τῶν Μονοφυσιτῶν, καὶ ὅρα εἰς τὴν δεκάτην τρίτην τοῦ Αὐγούστου. Ὁμοίως ἐδιώρθωσε καὶ τὸν Ὅσιον Γεράσιμον, τὸν Ἰορδανίτην, τὸν κατὰ ἀπάτην πεσόντα εἰς τὴν αὐτὴν αἵρεσιν, καὶ ὅρα εἰς τὴν τετάρτην Μαρτίου.
(2) Ἡ θεία φωνή, ὁποῦ ἤκουσεν ὁ Ἅγιος, ἔλεγε ταῦτα, ὡς ἐν τῷ κατὰ πλάτος Βίῳ τούτου ὁρᾶται· «Καθὼς ἡ ψυχὴ αὕτη δέν με ἀνάπαυσεν οὔτε μίαν ἡμέραν, ἔτζι καὶ σὺ μὴ παύσῃς σπαράττων αὐτήν, καὶ δεινῶς τιμωρούμενος». Σημείωσαι, ὅτι εἰς τὸν Μέγαν τοῦτον Εὐθύμιον ὀκτωήχους Κανόνας ἐφιλοπόνησεν ὁ ὁσιολογιώτατος διδάσκαλος κύριος Χριστοφόρος ὁ Προδρομίτης, καὶ ὁ βουλόμενος ζητησάτω τούτους.
(3) Τὸν ἑλληνικὸν τούτου Βίον συνέγραψεν ὁ Μεταφραστής, οὗ ἡ ἀρχή· «Καὶ παντὸς μὲν ἄλλου πράγματος». (Σῴζεται ἐν τῇ Μεγίστῃ Λαύρᾳ, ἐν τῇ ἱερᾷ Μονῇ τῶν Ἰβήρων καὶ ἐν ἄλλαις.)
*
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ ὁ Ἅγιος Μάρτυς Βάσσος, τὰς χεῖρας τμηθείς, τελειοῦται.
Χεῖρας Βάσσου τέμνουσι χεῖρες δημίων,
Χεῖρες βέβηλοι, χεῖρας ἡγιασμένας.
*
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Εὐσέβιος, πέλυξι τμηθείς, τελειοῦται.
Τμηθεὶς πέλυξιν Εὐσέβιος πᾶν μέλος,
Τὴν Ὀρθόδοξον πίστιν ἄτμητος μένει.
*
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Εὐτύχιος, εἰς τρία διαιρεθείς, τελειοῦται.
Εὐτύχιον εἰς μέρη διεῖλον τρία,
Θείως Θεοῦ πρόσωπα τιμῶντα τρία.
*
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Βασιλίδης, τὴν γαστέρα ῥαγείς, τελειοῦται.
Ἀπορραγῆναι μὴ θέλων Βασιλίδης,
Μοίρας ἀθλητῶν, ἐρράγη τὴν γαστέρα.
Οὗτοι οἱ ἀνωτέρω τέσσαρες Μάρτυρες ἦτον κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Διοκλητιανοῦ, ἐν ἔτει σϞη΄ [298], πλοῦτον ἔχοντες πολύν, καὶ μετέχοντες ἀπὸ τὴν σύγκλητον τοῦ βασιλέως βουλήν. Προσῆλθον δὲ εἰς τὴν πίστιν τοῦ Χριστοῦ, καὶ τὸ ἅγιον ἔλαβον Βάπτισμα, ἐπειδὴ καὶ εἶδον τὸν Ἐπίσκοπον Θεόπεμπτον, πῶς ἀνδρείως ὑπέμενε τὰς παρὰ τῶν ἀπίστων βασάνους, καὶ ἔκαμνε θαύματα μὲ τὴν δύναμιν τοῦ Χριστοῦ. Ὅθεν διαβαλθέντες εἰς τὸν βασιλέα καὶ παρασταθέντες ἔμπροσθεν αὐτοῦ, πρῶτον μέν, ὑστεροῦνται τὰς ζώνας ὁποῦ ἐφόρουν, ὡς σημεῖον τῆς ἀξίας των, ἔπειτα λαμβάνει ὁ καθένας διάφορα τέλη τῆς ζωῆς. Ὁ μὲν γὰρ Ἅγιος Βάσσος, βαλθεὶς μέσα εἰς ἕνα λάκκον ἕως εἰς τὰ μηρία, καὶ κοπεὶς τὰς χεῖρας καὶ ὅλον τὸ σῶμα, ἐτελειώθη. Ὁ δὲ Ἅγιος Εὐσέβιος κρεμασθεὶς κατακέφαλα, καὶ κοπεὶς μερικῶς μὲ τοὺς παλτάδας, ἐτελειώθη. Ὁ δὲ Ἅγιος Εὐτύχιος τεντωθεὶς βιαίως εἰς τέσσαρας πάλους, καὶ εἰς τρία μέρη μοιρασθείς, ἔλαβε τὸ μακάριον τέλος. Ὁ δὲ Ἅγιος Βασιλίδης σχισθεὶς τὴν κοιλίαν μὲ μάχαιραν, ἐτελείωσε τὴν ζωήν. Καὶ ἔτζι ἔλαβον καὶ οἱ τέσσαρες τοὺς στεφάνους τοῦ μαρτυρίου (4).
(4) Σημείωσαι, ὅτι περιττῶς γράφεται ἐδῶ παρὰ τοῖς Μηναίοις ἡ μνήμη καὶ τὸ Συναξάριον τῶν Ἁγίων Μαρτύρων Εὐγενίου, Κανδίδου, Οὐαλλεριανοῦ καὶ Ἀκύλα. Ταῦτα γὰρ γράφονται κατὰ τὴν εἰκοστὴν πρώτην τοῦ παρόντος.
*
Μνήμη τῶν Ἁγίων Μαρτύρων Ἰννᾶ, Πιννᾶ, καὶ Ῥιμμᾶ.
Θάλψις δεχέσθω τοὺς ἀθλητὰς Κυρίου,
Ἰννᾶν Πιννᾶν Ῥιμμᾶν τε τοὺς κρυσταλλίνους.
Οὗτοι οἱ Ἅγιοι τρεῖς Μάρτυρες, ἦτον ἀπὸ μίαν χώραν, κειμένην κατὰ τὸ βόρειον μέρος. Πιασθέντες δὲ ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρας βαρβάρους, ἐπαραστάθησαν εἰς τὸν ἄρχοντα τῆς χώρας. Ὁ ὁποῖος βλέπωντας τοὺς Μάρτυρας ὁμολογοῦντας τὸν Χριστόν, ἐκαταδίκασεν αὐτοὺς νὰ τελειώσουν τὴν ζωήν τους μὲ κρύον. Καὶ λοιπὸν δένονται πρῶτον οἱ Ἅγιοι ἀπὸ ξύλα ὄρθια, τὰ ὁποῖα ἐμπήχθησαν εἰς τὸ μέσον τοῦ ποταμοῦ ἐν τῷ καιρῷ τοῦ χειμῶνος. Ὅταν καὶ αὐτὸ τὸ φύσει εὐκίνητον καὶ ὀλισθηρὸν νερόν, δὲν ἐδιάφερεν ἀπὸ τὰ ἀκίνητα καὶ βαρέα σώματα, μὲ τὸ νὰ ἦτον ὅλον παγωμένον ἀπὸ τὴν ψύχραν. Ὅθεν μὲ τὴν τοιαύτην βάσανον, παρέδωκαν οἱ μακάριοι τὰς ψυχάς των εἰς χεῖρας Θεοῦ, καὶ ἔλαβον τοὺς στεφάνους τοῦ μαρτυρίου.
*
Μνήμη τοῦ μακαρίου Πέτρου τοῦ τελώνου.
Καλεῖ σε Πέτρε Χριστὸς ἐκ τελωνίου,
Πρὸς ἀρετὴν πρίν, νῦν δὲ πρὸς τρυφὴν πόλου.
Οὗτος ἦτον κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Ἰουστινιανοῦ, ἐν ἔτει φλ΄ [530], πατρίκιος ὢν κατὰ τὴν ἀξίαν, καὶ τῆς Ἀφρικῆς ὅλης τὴν διοίκησιν ἔχων. Ἐπειδὴ δὲ ἦτον πολλὰ ἄσπλαγχνος καὶ ἀνελεήμων, διὰ τοῦτο ἔλαβεν ἐπωνυμίαν καὶ ὠνομάζετο παρὰ πάντων φειδωλός, ἤτοι ἀκριβός. Μίαν φορὰν δὲ ἕνας πτωχὸς ἐπῆγεν εἰς αὐτόν, χάριν δοκιμῆς, καὶ ἐζήτει φορτικῶς ἐλεημοσύνην. Ὁ δὲ Πέτρος θυμωθείς, ἅρπασεν ἕνα ψωμὶ ἀπὸ τὰ ζεστὰ ψωμία ὁποῦ τότε ἔτυχε νὰ φέρνῃ ὁ δοῦλός του ἀπὸ τὸν φοῦρνον, καὶ ἔρριψεν αὐτὸ ὡσὰν πέτραν κατ’ ἐπάνω τοῦ πτωχοῦ. Ὁ δὲ πτωχὸς ἁρπάσας τὸ ψωμίον, ἔφυγε. Δὲν ἐπέρασαν δύω ἡμέραι, καὶ ὁ Πέτρος πίπτει εἰς μίαν βαρεῖαν ἀσθένειαν, καὶ ἐν τῇ ἀσθενείᾳ βλέπει τὸν ἑαυτόν του ὁποῦ ἐζητεῖτο νὰ δώσῃ ἀπολογίαν διὰ τὰ ὅσα ἔπραξεν. Ἔπειτα τοῦ ἐφαίνετο, ὅτι ἐκεῖ ἦτον καὶ μία ζυγαρία, τῆς ὁποίας, εἰς μὲν τὸ ἀριστερὸν μέρος ἔβλεπεν, ὅτι ἐσυνάγοντο μαῦροί τινες, καὶ ἔβαλον τὰς κακάς του πράξεις. Εἰς δὲ τὸ δεξιὸν μέρος τῆς ζυγαρίας, ἔβλεπεν ἄνδρας τινας ἀσπροφόρους καὶ θαυμαστοὺς κατὰ τὸ πρόσωπον, οἱ ὁποῖοι δὲν εὕρισκον ἄλλο τι καλὸν νὰ βάλουν, διὰ νὰ γένῃ ἰσοβαρὲς μὲ τὸ ζερβὸν μέρος, πάρεξ ἐκεῖνο μόνον τὸ ψωμί, ὁποῦ κατὰ τοῦ πένητος ἔρριψε. Ταῦτα ἰδὼν ὁ Πέτρος, ἦλθεν εἰς τὸν ἑαυτόν του. Καὶ εὐθὺς ὁποῦ ἐσηκώθη ἀπὸ τὴν ἀσθένειαν, ἐμοίρασεν εἰς τοὺς πτωχούς, ὄχι μόνον ὅλα του τὰ ὑπάρχοντα, ἀλλὰ καὶ αὐτὰ τὰ ἴδια ῥοῦχα ὁποῦ ἐφόρει ἔδωκεν εἰς ἕνα πτωχόν. Ἐπειδὴ δὲ εἶδεν εἰς τὸ ὄνειρόν του τὸν Χριστόν, ὁποῦ ἐφόρει τὰ ῥοῦχα ἐκεῖνα, διὰ τοῦτο ὁ ἀοίδιμος ἐπώλησε καὶ τὸν ἴδιον ἑαυτόν του, καὶ τὴν τιμὴν ἔδωκεν εἰς τοὺς πένητας.
Ἐπώλησε δὲ τὸν ἑαυτόν του εἰς ἕνα αὐθέντην, χρυσοχόον κατὰ τὴν τέχνην. Ἐπειδὴ δὲ ὕστερον ἔβλεπεν ὁ μακάριος, πῶς ἔμελλε νὰ γνωρισθῇ ποῖος εἶναι, διὰ τοῦτο θέλωντας νὰ φύγῃ ἀπὸ τὸ ὁσπήτιον τοῦ αὐθέντου του, εἶπεν εἰς τὸν πορτάρην κωφὸν ὄντα καὶ βουβόν. Ἐν ὀνόματι Χριστοῦ ἄκουσόν μου, καὶ ἄνοιξον τὴν πόρταν. Καὶ ὢ τοῦ θαύματος! εὐθὺς ὁ πρὶν κωφὸς καὶ βουβὸς ἐλάλει καὶ ἤκουεν. Ὅθεν εὐγαίνωντας ἔξω ἔφυγε, καὶ ἐπῆγεν εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα. Ἀπὸ ἐκεῖ δὲ ἀναχωρήσας, ἐπῆγεν εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν, ὅπου καὶ ἀνεπαύθη ἐν Κυρίῳ, καὶ ἐνταφιάσθη εἰς τὴν τοποθεσίαν τὴν καλουμένην τοῦ Βοός, ἐν τῷ ἰδίῳ οἴκῳ.
*
Μνήμη τῶν Ἁγίων Μαρτύρων Θύρσου καὶ Ἁγνῆς, ὧν ἡ Σύναξις τελεῖται πλησίον Ἑλενιανῶν.
Θύρσος σὺν Ἁγνῇ Χριστὸν ἠγαπηκότες,
Θάνατον ἠγάπησαν ἀσμένως πάνυ.
*
Μνήμη τοῦ εὐσεβεστάτου βασιλέως Λέοντος τοῦ Μεγάλου, τοῦ καλουμένου Μακέλλη καὶ Θρᾳκός, τοῦ βασιλεύσαντος ἐν ἔτει υνζ΄ [457] (5).
Ἄνακτα πιστὸν τὸν Λέοντα τὸν μέγαν,
Ἔστεψε Χριστὸς οὐρανοκράτωρ Ἄναξ.
(5) Ὁ βασιλεὺς οὗτος Λέων ἔγινε μετὰ τὸν εὐσεβέστατον βασιλέα Μαρκιανόν. Ἐφύλαττε δὲ ὁ Λέων οὗτος πολλὰ τὴν Ὀρθόδοξον πίστιν. Ἐβεβαίωσε γὰρ ἅπαντα τὰ κηρυχθέντα ἀπὸ τοὺς πρὸ αὐτοῦ βασιλεῖς κατὰ τῶν αἱρετικῶν διατάγματα. Καὶ πρὸ πάντων τὰ τῆς ἐν Χαλκηδόνι Τετάρτης Συνόδου θεσπίσματα. Ὅθεν καὶ ἡ Ἐκκλησία εἰς τὸν καιρόν του ἦτον εἰς καλὴν κατάστασιν. Ζήσας δὲ χρόνους δεκαοκτὼ εἰς τὴν βασιλείαν, ἐξεδήμησε πρὸς Κύριον μὲ μίαν ὑπερβολικὴν δυσεντερίαν, ἀπὸ τὴν ὁποίαν ἔγινε τὸ λείψανόν του ὡσὰν φανός. (Ὅρα σελ. 39 τοῦ β΄ τόμου τοῦ Μελετίου.)
*
Μνήμη τῆς Ἁγίας Μάρτυρος Ἄννης.
Ἄννα ποθοῦσα τὸν νοητὸν νυμφίον,
Αὐτῷ προσῆλθε διὰ τοῦ μαρτυρίου.
*
Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Ζαχαρίας, ὁ μαρτυρήσας ἐν ταῖς παλαιαῖς Πάτραις τῆς Πελοποννήσου κατὰ τὸ ͵αψπβ΄ [1782] ἔτος, τὰ σκέλη σχισθείς, τελειοῦται.
Σκελῶν πλατυσμῷ ἐν πλάτει οἰκεῖς πόλου,
Ὦ Ζαχαρία, καὶ βραβεῖον λαμβάνεις (6).
(6) Τὸ Μαρτύριον αὐτοῦ ὅρα εἰς τὸ Νέον Μαρτυρολόγιον.
Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.
Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Β’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *