Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου19 Ιανουαρίου
Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ
Τω αυτώ μηνί ΙΘ’, μνήμη των Οσίων Πατέρων ημών και συνωνύμων Μακαρίων, του τε αναχωρητού και Αιγυπτίου, και του πολιτικού και Αλεξανδρέως.
Θανούσα θείων η δυάς Μακαρίων,
Ζωής μετέσχε της μακαριωτάτης.
Γην μακάρων λάχον εννεακαιδεκάτη Μακάριοι.
Από τους δύω τούτους Οσίους Μακαρίους, ο μεν ένας, ήτον από την Αίγυπτον, ήτοι από το Μισήρι, όθεν και Αιγύπτιος επονομάζεται. Ο δε άλλος, ήτον από την Αλεξάνδρειαν, όθεν και Αλεξανδρεύς επικαλείται. Και ο μεν Αιγύπτιος Μακάριος, όστις έζη κατά τους χρόνους Θεοδοσίου του Μεγάλου εν έτει τογ’ [373], Μέγας επωνομάζετο. Καθό ήτον πρώτος και μεγαλίτερος κατά την ηλικίαν και τους χρόνους. Αυτός λοιπόν, επειδή και ηγάπησε την αρετήν εκ νεαράς του ηλικίας, δια τούτο και εφάνη άμεμπτος και ακατηγόρητος εις την ζωήν, έως εις τους τριάκοντα χρόνους της ηλικίας του. Μετά δε τους τριάκοντα χρόνους, ανεχώρησεν εις την έρημον. Τόσην δε υπομονήν έδειξεν εις τους κόπους της ασκήσεως ο αοίδιμος, ώστε οπού, εις ολίγους χρόνους, ηξιώθη να λάβη το χάρισμα της διακρίσεως, και την κατά δαιμόνων εξουσίαν και δύναμιν, και το να προλέγη τα μέλλοντα, και το να ποιή θαύματα. Με πολλήν δε παρακάλεσιν του Αρχιερέως έλαβε και το της ιερωσύνης αξίωμα. Επειδή δεν υπέφερε να κρύπτεται ο λύχνος υποκάτω εις τον μόδιον. Ούτος προείπεν εις ένα μαθητήν του, οπού έκλεπτε τα εις τους πένητας διδόμενα αργύρια, ότι θέλει λάβη παρά Κυρίου οργήν και παιδείαν, ανίσως δεν παύση και δεν διορθωθή. Εξέβη δε εις έργον η πρόρρησίς του. Διατί ο αδελφός εκείνος, επειδή δεν εδιωρθώθη, ελεπρίασεν. Εκ των χαρισμάτων δε τούτων του Αγίου πολλοί παρακινούμενοι, έτρεχον εις αυτόν, και ενώχλουν την ησυχίαν του. Ο δε Όσιος εκατασκεύασεν ένα λάκκον υποκάτω εις την γην με γυρίσματα, ωσάν κοχλίαν εις το είδος, μακράν από το κελλίον του έως μισόν στάδιον. Και εις το άκρον του λάκκου, έσκαψε με τα χέρια του ένα σπήλαιον. Και όταν ήρχοντο πολλοί άνθρωποι και τον ενώχλουν, τότε επερνούσε κρυφίως από τον λάκκον και εκρύπτετο μέσα εις το σπήλαιον, όθεν τινάς δεν τον εύρισκε. Περιττόν δε είναι να ειπούμεν δια το ολίγον φαγητόν και πιοτόν, οπού έτρωγε και έπινεν ο αοίδιμος, διατί και αυτή μόνη η θεωρία του σώματός του, εμαρτύρει την άκραν εγκράτειαν, οπού εμεταχειρίζετο.
Ήλθε μίαν φοράν ένας αιρετικός εις τον Άγιον, ο οποίος εφιλονείκει, ότι δεν είναι ανάστασις νεκρών. Όθεν ο Μέγας Μακάριος ανέστησεν ένα νεκρόν (1), δια να πείση και να πληροφορήση αυτόν. Έλεγε δε ο Όσιος, ότι είναι δύω τάγματα των δαιμόνων. Και το μεν ένα τάγμα, πολεμεί τους ανθρώπους εις διάφορα πάθη, θυμού, και επιθυμίας. Το δε άλλο τάγμα, το οποίον ονομάζεται αρχικόν, πολεμεί τους ανθρώπους και τους ρίπτει εις διαφόρους αιρέσεις και βλασφημίας και πλάνας. Τούτο δε το αρχικόν τάγμα των δαιμόνων, αποστέλλει ο αρχηγός αυτών Σατανάς, εις τους μάγους, και εις τους αιρεσιάρχας. Ούτος ο Όσιος έκαμε τον άνθρωπον εκείνον, οπού έτρωγε τριών μοδίων ψωμία, κατά ενέργειαν του Διαβόλου, και οπού έπινεν ένα μέτρον κρασί: τούτον, λέγω, τον έκαμε να τρώγη τρεις λίτρας μόνον ψωμί, ήτοι διακόσια ογδοηνταοκτώ δράμια (2). Μίαν φοράν είδεν ο Άγιος ούτος τον Διάβολον, οπού είχε τας μηχανάς και εργαλεία του μέσα εις μίαν λήκυθον, ήτοι εις ένα αγγείον του ελαίου. Όθεν και ερωτήσας αυτόν, έμαθε και εδιώρθωσε τον μοναχόν Θεόπεμπτον, τον απατώμενον από τας μηχανάς του Διαβόλου. Ούτος περιπατών εις την έρημον, ευρήκεν ένα κρανίον, το οποίον ήτον ενός ιερέως των ειδώλων. Ερωτήσας δε αυτό, ήκουσε να του ειπή ότι, όταν προσφέρη εις τον Θεόν τας προσευχάς του, τότε ελαφρόνονται ολίγον από την βάσανον, οι εν τη κολάσει ευρισκόμενοι (3). Ούτος ανέστησε και άλλον νεκρόν, δια να ειπή πού έκρυψε την παρακαταθήκην εκείνων οπού την εζήτουν, και πάλιν επρόσταξεν αυτόν και εκοιμήθη. Προείπε δε, και ότι έχει να ερημωθή η Σκήτη. Διηγείται ο Όσιος Παλλάδιος δια τον Αιγύπτιον τούτον Μακάριον, ότι ένας ακόλαστος, ζητώντας να ελκύση εις σατανικόν έρωτα μίαν σώφρονα γυναίκα, και μη δυνηθείς, έκαμεν αυτήν με διαβολικάς μαγείας να φαίνεται εις τους ανθρώπους ωσάν φοράδα. Όθεν ο Όσιος ούτος επικαλούμενος τον Θεόν, απεκατέστησεν αυτήν να φαίνεται πάλιν εις τους ανθρώπους γυνή, καθώς ήτον εκ φύσεως (4).
Λέγεται δε περί του ουρανίου τούτου ανδρός, ότι τον περισσότερον χρόνον της ζωής του, εσχόλαζε μάλλον εις την μετά Θεού νοεράν ένωσιν, πάρεξ εις όλα τα υπό τον ουρανόν πράγματα του κόσμου. Με τοιαύτα λοιπόν θεάρεστα έργα και θαύματα υπερφυσικά διαλάμψας ο φερωνύμως Μακάριος ο Μέγας, και χρόνων εννενήντα γενόμενος, απήλθε προς Κύριον. (Τον κατά πλάτος Βίον αυτού όρα εις το Εκλόγιον.)
Ο δε Άγιος Μακάριος ο Αλεξανδρεύς, ο και πολιτικός ονομαζόμενος (διατί περισσότερον από τον Αιγύπτιον εδιάτριβεν εις τας πόλεις, και με τους ανθρώπους συνανεστρέφετο, δια την των πολλών διόρθωσιν), αυτός λέγω, εχρημάτισεν Ιερεύς των λεγομένων Κελλίων, μεταχειριζόμενος άκραν εγκράτειαν και υπομονήν. Όθεν και έλαβε την χάριν των θαυμάτων παρά Θεού. Τούτου τας αρετάς θαυμάσας ο Μέγας Αντώνιος, είπε προς αυτόν· «ιδού επανεπαύθη το Πνεύμα το Άγιον εις εσένα, και θέλεις γένης κληρονόμος των αρετών μου». Ούτος ο Όσιος, όταν ήκουε κανένα Μοναχόν, πως έκαμνεν έργον και κατόρθωμα ασκητικόν, ελάμβανε ζήλον αγαθόν εις την ψυχήν του, και κατά μίμησιν εκείνου, έκαμνε και αυτός το ίδιον κατόρθωμα. Όθεν ακούσας, ότι οι Μοναχοί, οπού ευρίσκοντο εις τα Τάβεννα, και δια τούτο Ταβεννησιώται ονομαζόμενοι, όλην την μεγάλην Τεσσαρακοστήν δεν έτρωγαν φαγητόν, οπού να περάση από φωτίαν, τούτο λέγω ακούσας, τους εμιμήθη και αυτός. Και επτά χρόνους δεν έφαγε φαγητόν, οπού εμαγειρεύθη εις την φωτίαν, έξω από λάχανα ωμά, και όσπρια βρεκτά. Άλλην φοράν ήκουσεν, ότι ένας άλλος Όσιος έτρωγε μόνον μίαν λίτραν ψωμί: ήτοι εννενηνταέξι δράμια. Όθεν εβίασε και αυτός τον εαυτόν του και έτρωγεν εις τρεις χρόνους τέσσαρας, ή πέντε ουγγίας ψωμί, ήτοι τριανταδύω, ή τεσσαράκοντα δράμια. Ομοίως έπινε και τόσον ολίγον νερόν, όσον ήτον ανάλογον και αρκετόν εις τόσον ολίγον ψωμί, οπού έτρωγε.
Πηγαίνωντας δε μίαν φοράν εις το Μοναστήριον των Ταβεννησιωτών δια να μάθη του κάθε ενός την πολιτείαν, και ελθούσης της μεγάλης Τεσσαρακοστής, είδεν οπού, άλλοι μεν από αυτούς, έτρωγαν το βράδυ της κάθε ημέρας, άλλοι δε, εις δύω ημέρας, άλλοι, εις τρεις, και άλλοι, εις πέντε, άλλοι δε, όλην την νύκτα στέκοντες εις την προσευχήν, εδούλευον την ημέραν. Ταύτα, λέγω, βλέπωντας ο Όσιος, εστάθη όρθιος ο μεγαλόψυχος εις μίαν γωνίαν μιας κέλλας, και βρέξας φοινίκια, εδούλευεν, έως ου ετελειώθη όλη η Τεσσαρακοστή και έφθασε το Πάσχα. Εις τας ημέρας δε ταύτας δεν έκλινε γόνυ, δεν εκάθισε, δεν επλαγίασεν εις κλίνην, δεν έφαγε τελείως ψωμί, ούτε έπιε νερόν. Έξω μόνον από φύλλα κραμβολαχάνου οπού έτρωγεν. Αλλά και αυτά τα έτρωγεν, εις μόνην την Κυριακήν, όσον μόνον δια να φανή εις τους άλλους, ότι τρώγει.
Άλλην φοράν δεν εμβήκεν ο Όσιος υποκάτω εις στέγην κελλίου είκοσιν ολόκληρα ημερονύκτια, μόνον δια να νικήση τον ύπνον. Όθεν εις αυτά δεν εκοιμήθη τελείως. Αλλά, την ημέραν μεν, εκαίετο από το καύμα του ηλίου, την νύκτα δε, έπηζεν από την ψυχρότητα. Ούτος εφιλονείκησε και ηγωνίσθη μίαν φοράν να μη χωρίση τον νουν του από τον Θεόν εις πέντε ημέρας. Και τοσούτον εθύμωσε τον Διάβολον, ώστε οπού εκείνος έβαλε φωτίαν και έκαυσε το ψαθί, επάνω εις το οποίον εστέκετο ο Όσιος. Ομοίως έκαυσε και όσα άλλα είχεν εις το κελλίον του. Μίαν φοράν ενώχλησεν ο λογισμός τον Όσιον δια να υπάγη εις την Ρώμην, ίνα ωφεληθή εκ των εκεί ευρισκομένων Οσίων. Αυτός δε πεσών κατά γης, εξάπλωσε τα πόδιά του, και έλεγε. Τραβάτέ με εσείς δαίμονες, διατί εγώ θεληματικώς με τα ποδάριά μου εις άλλο μέρος δεν πηγαίνω. Επειδή δε πάλιν ενωχλείτο από τον λογισμόν, εφορτόνετο εις την πλάτην του ένα ζιμπίλι γεμάτον από άμμον, και επήγαινεν εις ένα και άλλο μέρος. Και έτζι με τοιούτους τρόπους, ενίκησε τον ενοχλούντα λογισμόν, χάριτι του Χριστού.
Μίαν φοράν ενωχλήθη ο Όσιος από τον δαίμονα της πορνείας. Όθεν επήγεν εις την πανέρημον, και εμβήκε μέσα εις ένα βαλτώδη τόπον, και εκεί έμεινε μήνας έξι. Και τόσον πολλά κατεπλήγωσαν το σώμα του οι εκεί ευρισκόμενοι μεγαλώτατοι κώνωπες, ωσάν σφήκες, ώστε οπού εγέμωσαν από πρίσματα και ζιμπούνους όλα τα μέλη του σώματός του. Όθεν μετά εξ μήνας εγύρισεν εις το κελλίον του, και από άλλο τι δεν εγνωρίζετο πως είναι ο Μακάριος, πάρεξ από μοναχήν την φωνήν. Ηλλοιώθη γαρ όλον του το πρόσωπον και το σώμα, και επαρωμοίαζε με τους λεπρωμένους. Ούτος έσκαπτε μίαν φοράν ένα πηγάδι, και εκεί έτυχε να ευρεθή μία ασπίδα, η οποία εδάγκασε τον Όσιον εις τας χείρας. Θανατηφόρον δε είναι το δάγκαμα της ασπίδος. Ο δε Όσιος πιάσας αυτήν με τα δύω του χέρια από τα χείλη και σιαγόνια, έσχισεν αυτήν, λέγων. Επειδή ο Θεός δεν σε έστειλε, πώς εσύ ετόλμησες να με δαγκάσης; Μία φοράν εκάθητο ο Όσιος εις την αυλήν, και ελάλει εις τους παρεστώτας αδελφούς τα προς ωφέλειαν. Τότε έρχεται εκεί μία αγριογουρούνα, η οποία πέρνουσα μαζί το γουρουνόπουλόν της, οπού ήτον τυφλόν, το έρριψεν έμπροσθεν εις τους πόδας αυτού. Ο δε Όσιος πτύσας εις τους τυφλούς οφθαλμούς του ζώου, έκαμεν αυτό να αναβλέψη. Η δε γουρούνα πέρνουσα το γέννημά της, ανεχώρησε, και το πρωί εσπούδασε και έφερεν εις τον Όσιον ένα δέρμα μεγάλον ενός προβάτου. Ο δε Άγιος είπε προς αυτήν. Εγώ τα εξ αδικίας πράγματα δεν δέχομαι. Η δε γουρούνα κλίνασα την κεφαλήν, ευγήκεν έξω από την αυλήν.
Κοντά δε εις τα άλλα θαύματα, εποίησε και ταύτα ο Όσιος. Ιάτρευσεν ένα ανάξιον Ιερέα, του οποίου η κεφαλή εφαγώθη όλη έως εις το κόκκαλον, αφ’ ου πρότερον υπεσχέθη, να μην ιερουργή εις το εξής αναξίως. Το οποίον ήτον αίτιον του τοιούτου πάθους και ασθενείας του, καθώς και ο Άγιος τούτο προείπεν εις αυτόν. Αλλά και μίαν ευγενή παρθένον και παράλυτον, ήτις ήλθεν εις αυτόν από Θεσσαλονίκην, υγιή εποίησεν ο Άγιος. Και ένα παιδίον, το οποίον ήτον πρισμένον, και εύγανε νερόν από όλας του τας αισθήσεις, εθεράπευσεν ο Όσιος, και έδωκεν αυτό εις τον πατέρα του υγιές. Τόσον δε πλήθος δαιμονισμένων ιάτρευσεν ο Όσιος ούτος, ώστε οπού σχεδόν δεν έχει αριθμόν. Και ούτος δε ο Αλεξανδρεύς Μακάριος, είδε τον Διάβολον (καθώς τον είδε δηλαδή και ο προρρηθείς Αιγύπτιος) και εβάσταζε τα είδη και εργαλεία, με τα οποία επλανούσε τους Μοναχούς. Εφανέρονε δε ταύτα ο μιαρός αινιγματωδώς με ένα τρυπημένον φόρεμα οπού εφόρει, και με κάποια κολοκύνθια, οπού εσήκονεν. Ούτος ο Όσιος περιπατήσας ένα καιρόν μίαν μακρινήν στράταν, εμβήκεν εις το κηποταφείον του Ιαννή και Ιαμβρή, των επί του Φαραώ μάγων. Και πάλιν εγύρισε, χωρίς να πάθη κανένα κακόν από τους δαίμονας. Είχε δε ο Άγιος ούτος σώμα μικρόν και κολοβόν. Είχεν ολίγας τρίχας εις τα χείλη και εις το άκρον του πώγωνος. Επειδή δια την υπερβολήν των ασκητικών κόπων, ουδέ τρίχας εύγαλε. Με τοιαύτην λοιπόν πολιτείαν και θαύματα διαλάμψας και ούτος ο θείος Μακάριος, ανεπαύθη εν ειρήνη.
Με τούτους τους δύω Μακαρίους συνταξειδεύοντες μαζί μερικοί τριβούνοι του βασιλέως ενδοξότατοι, εθαύμαζον την ευτέλειαν και πτωχείαν οπού είχον. Όθεν ένας από αυτούς είπε. Μακάριοι είσθε εσείς, οπού περιπαίζετε τον κόσμον. Ο δε Αλεξανδρεύς Μακάριος, απεκρίθη προς αυτόν. Ημείς μεν, επεριπαίξαμεν τον κόσμον, ο δε κόσμος, περιπαίζει εσάς. Πλην ήξευρε καλά, ότι και ημείς Μακάριοι ονομαζόμεθα καθώς εσύ και χωρίς να θέλης μας ωνόμασες. Ταύτα δε ειπόντος του Αγίου, εκατανύχθη ο τριβούνος, και καταφρονήσας τα λαμπρά του βίου πράγματα, απετάξατο τοις εαυτού υπάρχουσι, και έγινε Μοναχός. (Περί του Αλεξανδρέως Μακαρίου όρα και εις το Λαυσαϊκόν.)
(1) Ούτος ο νεκρός ήτον Έλλην. Αναστηθείς δε, επίστευσεν εις τον Χριστόν και εβαπτίσθη. Είτα εγένετο και Μοναχός, Μίλης ονομασθείς. Περί τούτου αναφέρει ο εις το Σάββατον της Τυρινής ασματικός Κανών, ο τα ονόματα των Οσίων Πατέρων δηλών κατά αλφάβητον, Μίλην νεκρέγερτον αυτόν ονομάζων.
(2) Η γαρ λίτρα περιέχει ουγγίας δώδεκα. Η δε ουγγία περιέχει δράμια οκτώ.
(3) Βάσανος και κόλασις εννοείται εδώ, όχι η καθολική. Αύτη γαρ ακόμη δεν εδόθη εις τους αμαρτωλούς. Αλλά η μερική, ήτις είναι λύπη και θλίψις και σκότος. Τα οποία λαμβάνουν οι εν τη φυλακή του Άδου ευρισκόμενοι αμαρτωλοί, έως της δευτέρας του Χριστού παρουσίας.
(4) Προσθέττει δε και τούτο ο Παλλάδιος, ότι αφ’ ου ο Άγιος ιάτρευσε την ανωτέρω γυναίκα, έδωκεν εις αυτήν τοιαύτην συμβουλήν λέγων· «Γύναι, μη λίπης από την κοινωνίαν των Μυστηρίων του Χριστού. Αλλά να μεταλαμβάνης συχνά. Διότι αύτη η διαβολική ενέργεια σοι ηκολούθησεν, επειδή δεν εμετάλαβες πέντε εβδομάδας. Και από τούτο ευρήκε χώραν ο Διάβολος και σε επείραξε». Μέγας δε τη αληθεία λόγος γράφεται περί του Μεγάλου τούτου Μακαρίου παρά τω Ευεργετινώ, σελ. 592, δηλαδή, ότι αυτός έγινε Θεός επίγειος, καθώς εστι γεγραμμένον. Ώσπερ γαρ εστιν ο Θεός, σκέπων τον κόσμον, ούτω και ο Αββάς Μακάριος σκέπων ην τα ελαττώματα α έβλεπεν, ως μη βλέπων, και α ήκουεν, ως μη ακούων.
*
Τη αυτή ημέρα μνήμη της Αγίας Μάρτυρος Ευφρασίας.
Ψεύδει σοφώ φυγούσα σαρκός την ύβριν,
Αθλείς αληθώς εκ ξίφους Ευφρασία.
Η Αγία αύτη ήτον από την πόλιν της Νικομηδείας κατά τους χρόνους του βασιλέως Μαξιμιανού, εν έτει σϞ’ [290], καταγομένη από γένος ονομαστόν, και έχουσα γνώμην σώφρονα και ευσεβή. Αύτη λοιπόν διαβαλθείσα ως Χριστιανή, και μη πεισθείσα να προσφέρη θυσίαν εις τους δαίμονας, δέρνεται δυνατά. Και επειδή επέμενεν εις την ομολογίαν της του Χριστού πίστεως, τούτου χάριν παρεδόθη εις ένα βάρβαρον άνθρωπον δια να την ατιμάση. Εγελάσθη όμως αυτός από την Αγίαν, με τοιούτον σοφόν τρόπον. Υπεσχέθη η Αγία εις τον βάρβαρον εκείνον, ότι ανίσως αυτός δεν την πειράξη, έχει να του δώση ένα ιατρικόν, δια μέσου του οποίου θέλει διαφυλάττεται ανώτερος από κάθε σπαθί, και από κάθε κοντάρι των εχθρών του. Ταύτα δε λέγουσα, επρόσθεσε και τούτο. Ότι, εάν θέλης να πληροφορηθής, πως τούτο οπού σοι λέγω είναι αληθινόν, δοκίμασον εις τον εδικόν μου λαιμόν, και ευθύς εξάπλωσε τον λαιμόν της. Ο δε βάρβαρος νομίσας ότι του λέγει λόγια αληθινά, εκτύπησε δυνατώτερα εις τον λαιμόν της με το σπαθί, και απέκοψε την αγίαν αυτής κεφαλήν. Και ούτω μείνασα αμόλυντος, έλαβεν η μακαρία τον του μαρτυρίου άφθαρτον στέφανον.
*
Τη αυτή ημέρα γέγονεν η εις τον Ναόν των Αγίων Αποστόλων ανακομιδή των λειψάνων του εν Αγίοις Πατρός ημών Γρηγορίου του Θεολόγου.
Έχει νεκρόν σον η καλή μετοικία,
Καλώ γαρ ως συ, τους Αποστόλους πάτερ (5).
(5) Ούτω γαρ ο Θεολόγος Γρηγόριος εν τω Συντακτηρίω λόγω τω εις τους εκατόν πεντήκοντα Επισκόπους της αγίας και Οικουμενικής Δευτέρας Συνόδου λέγει περί του εν Κωνσταντινουπόλει Ναού των Αγίων Αποστόλων· «Χαίρετε Απόστολοι, η καλή μετοικία». Σημείωσαι ότι λόγος ευρίσκεται εν τη Ιερά Μονή των Ιβήρων διαλαμβάνων περί της επανόδου των λειψάνων του θείου τούτου Γρηγορίου, ου η αρχή· «Πανήγυριν ιεράν και υπέρλαμπρον».
*
Τη αυτή ημέρα τελείται η ανάμνησις του εν Νικαία γενομένου μεγίστου θαύματος, ότε ο Μέγας Βασίλειος, δια προσευχής ανέωξε τας πύλας της καθολικής Εκκλησίας, και παρέθετο αυτήν τοις Ορθοδοξοις (6).
Πώς ουκ αν ήρε Βασίλειε τας πύλας,
Μέγας Ναός σοι τω ναώ τω εμψύχω.
(6) Σημείωσαι, ότι περιττώς γράφεται εδώ παρά τοις Μηναίοις η μνήμη Λουκιλλιανού, Παύλης, και των συν αυτοίς νηπίων Κλαυδίου, Υπατίου, Παύλου και Διονυσίου. Αύτη γαρ γράφεται μετά του Συναξαρίου αυτών κατά την τρίτην του Ιουνίου.
*
Μνήμη του Οσίου Πατρός ημών Μελετίου του Γαλλησιώτου και Ομολογητού, όστις εχρημάτισεν εν έτει ͵ασν’ [1250].
Κτείνει Δαβίδ μεν, αλλόφυλον σφενδόνη,
Κτείνει δε Μελέτιος Αυσόνων πλάνην (7).
(7) Τον Βίον του Οσίου τούτου μετέφρασεν η εμή αναξιότης, και όρα τούτον εις το Νέον Εκλόγιον. Συνέγραψα δε και Ακολουθίαν εις αυτόν.
*
Μνήμη του εν Αγίοις Πατρός ημών Μάρκου Εφέσου του Ευγενικού, του της Ορθοδοξίας των Ανατολικών Γραικών μονομάχου και υπερμάχου και φύλακος.
Κρατεί μεν Άτλας μυθικώς ώμοις πόλον,
Κρατεί δ’ αληθώς Μάρκος Ορθοδοξίαν (8).
(8) Εις τον Άγιον Μάρκον της Εφέσου, Ακολουθίαν γλαφυράν συνέγραψεν η εμή αδυναμία, δια προτροπής του ιερολογιωτάτου διδασκάλου κυρού Αθανασίου του Παρίου, του σχολαρχούντος εν τη νήσω Χίω. Και είθε να εκδοθή και εις το φως της τυπογραφίας δια της συνεργίας τινός φιλομάρκου. Τον δε κατά πλάτος Βίον αυτού όρα εις το βιβλίον το καλούμενον Αντίπαπαν, τον παρά του αυτού κυρού Αθανασίου συγγραφέντα ρητορικώς.
*
Μνήμη του εν Αγίοις Πατρός ημών Αρσενίου Αρχιεπισκόπου Κερκύρας.
Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς
Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *
Τῷ αὐτῷ μηνὶ ΙΘ΄, μνήμη τῶν Ὁσίων Πατέρων ἡμῶν καὶ συνωνύμων Μακαρίων, τοῦ τε ἀναχωρητοῦ καὶ Αἰγυπτίου, καὶ τοῦ πολιτικοῦ καὶ Ἀλεξανδρέως.
Θανοῦσα θείων ἡ δυὰς Μακαρίων,
Ζωῆς μετέσχε τῆς μακαριωτάτης.
Γῆν μακάρων λάχον ἐννεακαιδεκάτῃ Μακάριοι.
Ἀπὸ τοὺς δύω τούτους Ὁσίους Μακαρίους, ὁ μὲν ἕνας, ἦτον ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον, ἤτοι ἀπὸ τὸ Μισῆρι, ὅθεν καὶ Αἰγύπτιος ἐπονομάζεται. Ὁ δὲ ἄλλος, ἦτον ἀπὸ τὴν Ἀλεξάνδρειαν, ὅθεν καὶ Ἀλεξανδρεὺς ἐπικαλεῖται. Καὶ ὁ μὲν Αἰγύπτιος Μακάριος, ὅστις ἔζη κατὰ τοὺς χρόνους Θεοδοσίου τοῦ Μεγάλου ἐν ἔτει τογ΄ [373], Μέγας ἐπωνομάζετο. Καθὸ ἦτον πρῶτος καὶ μεγαλίτερος κατὰ τὴν ἡλικίαν καὶ τοὺς χρόνους. Αὐτὸς λοιπόν, ἐπειδὴ καὶ ἠγάπησε τὴν ἀρετὴν ἐκ νεαρᾶς του ἡλικίας, διὰ τοῦτο καὶ ἐφάνη ἄμεμπτος καὶ ἀκατηγόρητος εἰς τὴν ζωήν, ἕως εἰς τοὺς τριάκοντα χρόνους τῆς ἡλικίας του. Μετὰ δὲ τοὺς τριάκοντα χρόνους, ἀνεχώρησεν εἰς τὴν ἔρημον. Τόσην δὲ ὑπομονὴν ἔδειξεν εἰς τοὺς κόπους τῆς ἀσκήσεως ὁ ἀοίδιμος, ὥστε ὁποῦ, εἰς ὀλίγους χρόνους, ἠξιώθη νὰ λάβῃ τὸ χάρισμα τῆς διακρίσεως, καὶ τὴν κατὰ δαιμόνων ἐξουσίαν καὶ δύναμιν, καὶ τὸ νὰ προλέγῃ τὰ μέλλοντα, καὶ τὸ νὰ ποιῇ θαύματα. Μὲ πολλὴν δὲ παρακάλεσιν τοῦ Ἀρχιερέως ἔλαβε καὶ τὸ τῆς ἱερωσύνης ἀξίωμα. Ἐπειδὴ δὲν ὑπέφερε νὰ κρύπτεται ὁ λύχνος ὑποκάτω εἰς τὸν μόδιον. Οὗτος προεῖπεν εἰς ἕνα μαθητήν του, ὁποῦ ἔκλεπτε τὰ εἰς τοὺς πένητας διδόμενα ἀργύρια, ὅτι θέλει λάβῃ παρὰ Κυρίου ὀργὴν καὶ παιδείαν, ἀνίσως δὲν παύσῃ καὶ δὲν διορθωθῇ. Ἐξέβη δὲ εἰς ἔργον ἡ πρόρρησίς του. Διατὶ ὁ ἀδελφὸς ἐκεῖνος, ἐπειδὴ δὲν ἐδιωρθώθη, ἐλεπρίασεν. Ἐκ τῶν χαρισμάτων δὲ τούτων τοῦ Ἁγίου πολλοὶ παρακινούμενοι, ἔτρεχον εἰς αὐτόν, καὶ ἐνώχλουν τὴν ἡσυχίαν του. Ὁ δὲ Ὅσιος ἐκατασκεύασεν ἕνα λάκκον ὑποκάτω εἰς τὴν γῆν μὲ γυρίσματα, ὡσὰν κοχλίαν εἰς τὸ εἶδος, μακρὰν ἀπὸ τὸ κελλίον του ἕως μισὸν στάδιον. Καὶ εἰς τὸ ἄκρον τοῦ λάκκου, ἔσκαψε μὲ τὰ χέριά του ἕνα σπήλαιον. Καὶ ὅταν ἤρχοντο πολλοὶ ἄνθρωποι καὶ τὸν ἐνώχλουν, τότε ἐπερνοῦσε κρυφίως ἀπὸ τὸν λάκκον καὶ ἐκρύπτετο μέσα εἰς τὸ σπήλαιον, ὅθεν τινὰς δὲν τὸν εὕρισκε. Περιττὸν δὲ εἶναι νὰ εἰποῦμεν διὰ τὸ ὀλίγον φαγητὸν καὶ πιοτόν, ὁποῦ ἔτρωγε καὶ ἔπινεν ὁ ἀοίδιμος, διατὶ καὶ αὐτὴ μόνη ἡ θεωρία τοῦ σώματός του, ἐμαρτύρει τὴν ἄκραν ἐγκράτειαν, ὁποῦ ἐμεταχειρίζετο.
Ἦλθε μίαν φορὰν ἕνας αἱρετικὸς εἰς τὸν Ἅγιον, ὁ ὁποῖος ἐφιλονείκει, ὅτι δὲν εἶναι ἀνάστασις νεκρῶν. Ὅθεν ὁ Μέγας Μακάριος ἀνέστησεν ἕνα νεκρόν (1), διὰ νὰ πείσῃ καὶ νὰ πληροφορήσῃ αὐτόν. Ἔλεγε δὲ ὁ Ὅσιος, ὅτι εἶναι δύω τάγματα τῶν δαιμόνων. Καὶ τὸ μὲν ἕνα τάγμα, πολεμεῖ τοὺς ἀνθρώπους εἰς διάφορα πάθη, θυμοῦ, καὶ ἐπιθυμίας. Τὸ δὲ ἄλλο τάγμα, τὸ ὁποῖον ὀνομάζεται ἀρχικόν, πολεμεῖ τοὺς ἀνθρώπους καὶ τοὺς ῥίπτει εἰς διαφόρους αἱρέσεις καὶ βλασφημίας καὶ πλάνας. Τοῦτο δὲ τὸ ἀρχικὸν τάγμα τῶν δαιμόνων, ἀποστέλλει ὁ ἀρχηγὸς αὐτῶν Σατανᾶς, εἰς τοὺς μάγους, καὶ εἰς τοὺς αἱρεσιάρχας. Οὗτος ὁ Ὅσιος ἔκαμε τὸν ἄνθρωπον ἐκεῖνον, ὁποῦ ἔτρωγε τριῶν μοδίων ψωμία, κατὰ ἐνέργειαν τοῦ Διαβόλου, καὶ ὁποῦ ἔπινεν ἕνα μέτρον κρασί: τοῦτον, λέγω, τὸν ἔκαμε νὰ τρώγῃ τρεῖς λίτρας μόνον ψωμί, ἤτοι διακόσια ὀγδοηνταοκτὼ δράμια (2). Μίαν φορὰν εἶδεν ὁ Ἅγιος οὗτος τὸν Διάβολον, ὁποῦ εἶχε τὰς μηχανὰς καὶ ἐργαλεῖά του μέσα εἰς μίαν λήκυθον, ἤτοι εἰς ἕνα ἀγγεῖον τοῦ ἐλαίου. Ὅθεν καὶ ἐρωτήσας αὐτόν, ἔμαθε καὶ ἐδιώρθωσε τὸν μοναχὸν Θεόπεμπτον, τὸν ἀπατώμενον ἀπὸ τὰς μηχανὰς τοῦ Διαβόλου. Οὗτος περιπατῶν εἰς τὴν ἔρημον, εὑρῆκεν ἕνα κρανίον, τὸ ὁποῖον ἦτον ἑνὸς ἱερέως τῶν εἰδώλων. Ἐρωτήσας δὲ αὐτό, ἤκουσε νὰ τοῦ εἰπῇ ὅτι, ὅταν προσφέρῃ εἰς τὸν Θεὸν τὰς προσευχάς του, τότε ἐλαφρόνονται ὀλίγον ἀπὸ τὴν βάσανον, οἱ ἐν τῇ κολάσει εὑρισκόμενοι (3). Οὗτος ἀνέστησε καὶ ἄλλον νεκρόν, διὰ νὰ εἰπῇ ποῦ ἔκρυψε τὴν παρακαταθήκην ἐκείνων ὁποῦ τὴν ἐζήτουν, καὶ πάλιν ἐπρόσταξεν αὐτὸν καὶ ἐκοιμήθη. Προεῖπε δέ, καὶ ὅτι ἔχει νὰ ἐρημωθῇ ἡ Σκήτη. Διηγεῖται ὁ Ὅσιος Παλλάδιος διὰ τὸν Αἰγύπτιον τοῦτον Μακάριον, ὅτι ἕνας ἀκόλαστος, ζητῶντας νὰ ἑλκύσῃ εἰς σατανικὸν ἔρωτα μίαν σώφρονα γυναῖκα, καὶ μὴ δυνηθείς, ἔκαμεν αὐτὴν μὲ διαβολικὰς μαγείας νὰ φαίνεται εἰς τοὺς ἀνθρώπους ὡσὰν φοράδα. Ὅθεν ὁ Ὅσιος οὗτος ἐπικαλούμενος τὸν Θεόν, ἀπεκατέστησεν αὐτὴν νὰ φαίνεται πάλιν εἰς τοὺς ἀνθρώπους γυνή, καθὼς ἦτον ἐκ φύσεως (4).
Λέγεται δὲ περὶ τοῦ οὐρανίου τούτου ἀνδρός, ὅτι τὸν περισσότερον χρόνον τῆς ζωῆς του, ἐσχόλαζε μᾶλλον εἰς τὴν μετὰ Θεοῦ νοερὰν ἕνωσιν, πάρεξ εἰς ὅλα τὰ ὑπὸ τὸν οὐρανὸν πράγματα τοῦ κόσμου. Μὲ τοιαῦτα λοιπὸν θεάρεστα ἔργα καὶ θαύματα ὑπερφυσικὰ διαλάμψας ὁ φερωνύμως Μακάριος ὁ Μέγας, καὶ χρόνων ἐννενῆντα γενόμενος, ἀπῆλθε πρὸς Κύριον. (Τὸν κατὰ πλάτος Βίον αὐτοῦ ὅρα εἰς τὸ Ἐκλόγιον.)
Ὁ δὲ Ἅγιος Μακάριος ὁ Ἀλεξανδρεύς, ὁ καὶ πολιτικὸς ὀνομαζόμενος (διατὶ περισσότερον ἀπὸ τὸν Αἰγύπτιον ἐδιάτριβεν εἰς τὰς πόλεις, καὶ μὲ τοὺς ἀνθρώπους συνανεστρέφετο, διὰ τὴν τῶν πολλῶν διόρθωσιν), αὐτὸς λέγω, ἐχρημάτισεν Ἱερεὺς τῶν λεγομένων Κελλίων, μεταχειριζόμενος ἄκραν ἐγκράτειαν καὶ ὑπομονήν. Ὅθεν καὶ ἔλαβε τὴν χάριν τῶν θαυμάτων παρὰ Θεοῦ. Τούτου τὰς ἀρετὰς θαυμάσας ὁ Μέγας Ἀντώνιος, εἶπε πρὸς αὐτόν· «ἰδοὺ ἐπανεπαύθη τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον εἰς ἐσένα, καὶ θέλεις γένῃς κληρονόμος τῶν ἀρετῶν μου». Οὗτος ὁ Ὅσιος, ὅταν ἤκουε κανένα Μοναχόν, πῶς ἔκαμνεν ἔργον καὶ κατόρθωμα ἀσκητικόν, ἐλάμβανε ζῆλον ἀγαθὸν εἰς τὴν ψυχήν του, καὶ κατὰ μίμησιν ἐκείνου, ἔκαμνε καὶ αὐτὸς τὸ ἴδιον κατόρθωμα. Ὅθεν ἀκούσας, ὅτι οἱ Μοναχοί, ὁποῦ εὑρίσκοντο εἰς τὰ Τάβεννα, καὶ διὰ τοῦτο Ταβεννησιῶται ὀνομαζόμενοι, ὅλην τὴν μεγάλην Τεσσαρακοστὴν δὲν ἔτρωγαν φαγητόν, ὁποῦ νὰ περάσῃ ἀπὸ φωτίαν, τοῦτο λέγω ἀκούσας, τοὺς ἐμιμήθη καὶ αὐτός. Καὶ ἑπτὰ χρόνους δὲν ἔφαγε φαγητόν, ὁποῦ ἐμαγειρεύθη εἰς τὴν φωτίαν, ἔξω ἀπὸ λάχανα ὠμά, καὶ ὄσπρια βρεκτά. Ἄλλην φορὰν ἤκουσεν, ὅτι ἕνας ἄλλος Ὅσιος ἔτρωγε μόνον μίαν λίτραν ψωμί: ἤτοι ἐννενηνταέξι δράμια. Ὅθεν ἐβίασε καὶ αὐτὸς τὸν ἑαυτόν του καὶ ἔτρωγεν εἰς τρεῖς χρόνους τέσσαρας, ἢ πέντε οὐγγίας ψωμί, ἤτοι τριανταδύω, ἢ τεσσαράκοντα δράμια. Ὁμοίως ἔπινε καὶ τόσον ὀλίγον νερόν, ὅσον ἦτον ἀνάλογον καὶ ἀρκετὸν εἰς τόσον ὀλίγον ψωμί, ὁποῦ ἔτρωγε.
Πηγαίνωντας δὲ μίαν φορὰν εἰς τὸ Μοναστήριον τῶν Ταβεννησιωτῶν διὰ νὰ μάθῃ τοῦ κάθε ἑνὸς τὴν πολιτείαν, καὶ ἐλθούσης τῆς μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, εἶδεν ὁποῦ, ἄλλοι μὲν ἀπὸ αὐτούς, ἔτρωγαν τὸ βράδυ τῆς κάθε ἡμέρας, ἄλλοι δέ, εἰς δύω ἡμέρας, ἄλλοι, εἰς τρεῖς, καὶ ἄλλοι, εἰς πέντε, ἄλλοι δέ, ὅλην τὴν νύκτα στέκοντες εἰς τὴν προσευχήν, ἐδούλευον τὴν ἡμέραν. Ταῦτα, λέγω, βλέπωντας ὁ Ὅσιος, ἐστάθη ὄρθιος ὁ μεγαλόψυχος εἰς μίαν γωνίαν μιᾶς κέλλας, καὶ βρέξας φοινίκια, ἐδούλευεν, ἕως οὗ ἐτελειώθη ὅλη ἡ Τεσσαρακοστὴ καὶ ἔφθασε τὸ Πάσχα. Εἰς τὰς ἡμέρας δὲ ταύτας δὲν ἔκλινε γόνυ, δὲν ἐκάθισε, δὲν ἐπλαγίασεν εἰς κλίνην, δὲν ἔφαγε τελείως ψωμί, οὔτε ἔπιε νερόν. Ἔξω μόνον ἀπὸ φύλλα κραμβολαχάνου ὁποῦ ἔτρωγεν. Ἀλλὰ καὶ αὐτὰ τὰ ἔτρωγεν, εἰς μόνην τὴν Κυριακήν, ὅσον μόνον διὰ νὰ φανῇ εἰς τοὺς ἄλλους, ὅτι τρώγει.
Ἄλλην φορὰν δὲν ἐμβῆκεν ὁ Ὅσιος ὑποκάτω εἰς στέγην κελλίου εἴκοσιν ὁλόκληρα ἡμερονύκτια, μόνον διὰ νὰ νικήσῃ τὸν ὕπνον. Ὅθεν εἰς αὐτὰ δὲν ἐκοιμήθη τελείως. Ἀλλά, τὴν ἡμέραν μέν, ἐκαίετο ἀπὸ τὸ καῦμα τοῦ ἡλίου, τὴν νύκτα δέ, ἔπηζεν ἀπὸ τὴν ψυχρότητα. Οὗτος ἐφιλονείκησε καὶ ἠγωνίσθη μίαν φορὰν νὰ μὴ χωρίσῃ τὸν νοῦν του ἀπὸ τὸν Θεὸν εἰς πέντε ἡμέρας. Καὶ τοσοῦτον ἐθύμωσε τὸν Διάβολον, ὥστε ὁποῦ ἐκεῖνος ἔβαλε φωτίαν καὶ ἔκαυσε τὸ ψαθί, ἐπάνω εἰς τὸ ὁποῖον ἐστέκετο ὁ Ὅσιος. Ὁμοίως ἔκαυσε καὶ ὅσα ἄλλα εἶχεν εἰς τὸ κελλίον του. Μίαν φορὰν ἐνώχλησεν ὁ λογισμὸς τὸν Ὅσιον διὰ νὰ ὑπάγῃ εἰς τὴν Ῥώμην, ἵνα ὠφεληθῇ ἐκ τῶν ἐκεῖ εὑρισκομένων Ὁσίων. Αὐτὸς δὲ πεσὼν κατὰ γῆς, ἐξάπλωσε τὰ πόδιά του, καὶ ἔλεγε. Τραβᾶτέ με ἐσεῖς δαίμονες, διατὶ ἐγὼ θεληματικῶς μὲ τὰ ποδάριά μου εἰς ἄλλο μέρος δὲν πηγαίνω. Ἐπειδὴ δὲ πάλιν ἐνωχλεῖτο ἀπὸ τὸν λογισμόν, ἐφορτόνετο εἰς τὴν πλάτην του ἕνα ζιμπίλι γεμάτον ἀπὸ ἄμμον, καὶ ἐπήγαινεν εἰς ἕνα καὶ ἄλλο μέρος. Καὶ ἔτζι μὲ τοιούτους τρόπους, ἐνίκησε τὸν ἐνοχλοῦντα λογισμόν, χάριτι τοῦ Χριστοῦ.
Μίαν φορὰν ἐνωχλήθη ὁ Ὅσιος ἀπὸ τὸν δαίμονα τῆς πορνείας. Ὅθεν ἐπῆγεν εἰς τὴν πανέρημον, καὶ ἐμβῆκε μέσα εἰς ἕνα βαλτώδη τόπον, καὶ ἐκεῖ ἔμεινε μῆνας ἕξι. Καὶ τόσον πολλὰ κατεπλήγωσαν τὸ σῶμά του οἱ ἐκεῖ εὑρισκόμενοι μεγαλώτατοι κώνωπες, ὡσὰν σφῆκες, ὥστε ὁποῦ ἐγέμωσαν ἀπὸ πρίσματα καὶ ζιμπούνους ὅλα τὰ μέλη τοῦ σώματός του. Ὅθεν μετὰ ἓξ μῆνας ἐγύρισεν εἰς τὸ κελλίον του, καὶ ἀπὸ ἄλλο τι δὲν ἐγνωρίζετο πῶς εἶναι ὁ Μακάριος, πάρεξ ἀπὸ μοναχὴν τὴν φωνήν. Ἠλλοιώθη γὰρ ὅλον του τὸ πρόσωπον καὶ τὸ σῶμα, καὶ ἐπαρωμοίαζε μὲ τοὺς λεπρωμένους. Οὗτος ἔσκαπτε μίαν φορὰν ἕνα πηγάδι, καὶ ἐκεῖ ἔτυχε νὰ εὑρεθῇ μία ἀσπίδα, ἡ ὁποία ἐδάγκασε τὸν Ὅσιον εἰς τὰς χεῖρας. Θανατηφόρον δὲ εἶναι τὸ δάγκαμα τῆς ἀσπίδος. Ὁ δὲ Ὅσιος πιάσας αὐτὴν μὲ τὰ δύω του χέρια ἀπὸ τὰ χείλη καὶ σιαγόνια, ἔσχισεν αὐτήν, λέγων. Ἐπειδὴ ὁ Θεὸς δέν σε ἔστειλε, πῶς ἐσὺ ἐτόλμησες νὰ μὲ δαγκάσῃς; Μία φορὰν ἐκάθητο ὁ Ὅσιος εἰς τὴν αὐλήν, καὶ ἐλάλει εἰς τοὺς παρεστῶτας ἀδελφοὺς τὰ πρὸς ὠφέλειαν. Τότε ἔρχεται ἐκεῖ μία ἀγριογουροῦνα, ἡ ὁποία πέρνουσα μαζὶ τὸ γουρουνόπουλόν της, ὁποῦ ἦτον τυφλόν, τὸ ἔρριψεν ἔμπροσθεν εἰς τοὺς πόδας αὐτοῦ. Ὁ δὲ Ὅσιος πτύσας εἰς τοὺς τυφλοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ ζώου, ἔκαμεν αὐτὸ νὰ ἀναβλέψῃ. Ἡ δὲ γουροῦνα πέρνουσα τὸ γέννημά της, ἀνεχώρησε, καὶ τὸ πρωῒ ἐσπούδασε καὶ ἔφερεν εἰς τὸν Ὅσιον ἕνα δέρμα μεγάλον ἑνὸς προβάτου. Ὁ δὲ Ἅγιος εἶπε πρὸς αὐτήν. Ἐγὼ τὰ ἐξ ἀδικίας πράγματα δὲν δέχομαι. Ἡ δὲ γουροῦνα κλίνασα τὴν κεφαλήν, εὐγῆκεν ἔξω ἀπὸ τὴν αὐλήν.
Κοντὰ δὲ εἰς τὰ ἄλλα θαύματα, ἐποίησε καὶ ταῦτα ὁ Ὅσιος. Ἰάτρευσεν ἕνα ἀνάξιον Ἱερέα, τοῦ ὁποίου ἡ κεφαλὴ ἐφαγώθη ὅλη ἕως εἰς τὸ κόκκαλον, ἀφ’ οὗ πρότερον ὑπεσχέθη, νὰ μὴν ἱερουργῇ εἰς τὸ ἑξῆς ἀναξίως. Τὸ ὁποῖον ἦτον αἴτιον τοῦ τοιούτου πάθους καὶ ἀσθενείας του, καθὼς καὶ ὁ Ἅγιος τοῦτο προεῖπεν εἰς αὐτόν. Ἀλλὰ καὶ μίαν εὐγενῆ παρθένον καὶ παράλυτον, ἥτις ἦλθεν εἰς αὐτὸν ἀπὸ Θεσσαλονίκην, ὑγιῆ ἐποίησεν ὁ Ἅγιος. Καὶ ἕνα παιδίον, τὸ ὁποῖον ἦτον πρισμένον, καὶ εὔγανε νερὸν ἀπὸ ὅλας του τὰς αἰσθήσεις, ἐθεράπευσεν ὁ Ὅσιος, καὶ ἔδωκεν αὐτὸ εἰς τὸν πατέρα του ὑγιές. Τόσον δὲ πλῆθος δαιμονισμένων ἰάτρευσεν ὁ Ὅσιος οὗτος, ὥστε ὁποῦ σχεδὸν δὲν ἔχει ἀριθμόν. Καὶ οὗτος δὲ ὁ Ἀλεξανδρεὺς Μακάριος, εἶδε τὸν Διάβολον (καθὼς τὸν εἶδε δηλαδὴ καὶ ὁ προρρηθεὶς Αἰγύπτιος) καὶ ἐβάσταζε τὰ εἴδη καὶ ἐργαλεῖα, μὲ τὰ ὁποῖα ἐπλανοῦσε τοὺς Μοναχούς. Ἐφανέρονε δὲ ταῦτα ὁ μιαρὸς αἰνιγματωδῶς μὲ ἕνα τρυπημένον φόρεμα ὁποῦ ἐφόρει, καὶ μὲ κᾄποια κολοκύνθια, ὁποῦ ἐσήκονεν. Οὗτος ὁ Ὅσιος περιπατήσας ἕνα καιρὸν μίαν μακρινὴν στράταν, ἐμβῆκεν εἰς τὸ κηποταφεῖον τοῦ Ἰαννῆ καὶ Ἰαμβρῆ, τῶν ἐπὶ τοῦ Φαραὼ μάγων. Καὶ πάλιν ἐγύρισε, χωρὶς νὰ πάθῃ κανένα κακὸν ἀπὸ τοὺς δαίμονας. Εἶχε δὲ ὁ Ἅγιος οὗτος σῶμα μικρὸν καὶ κολοβόν. Εἶχεν ὀλίγας τρίχας εἰς τὰ χείλη καὶ εἰς τὸ ἄκρον τοῦ πώγωνος. Ἐπειδὴ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῶν ἀσκητικῶν κόπων, οὐδὲ τρίχας εὔγαλε. Μὲ τοιαύτην λοιπὸν πολιτείαν καὶ θαύματα διαλάμψας καὶ οὗτος ὁ θεῖος Μακάριος, ἀνεπαύθη ἐν εἰρήνῃ.
Μὲ τούτους τοὺς δύω Μακαρίους συνταξειδεύοντες μαζὶ μερικοὶ τριβοῦνοι τοῦ βασιλέως ἐνδοξότατοι, ἐθαύμαζον τὴν εὐτέλειαν καὶ πτωχείαν ὁποῦ εἶχον. Ὅθεν ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς εἶπε. Μακάριοι εἶσθε ἐσεῖς, ὁποῦ περιπαίζετε τὸν κόσμον. Ὁ δὲ Ἀλεξανδρεὺς Μακάριος, ἀπεκρίθη πρὸς αὐτόν. Ἡμεῖς μέν, ἐπεριπαίξαμεν τὸν κόσμον, ὁ δὲ κόσμος, περιπαίζει ἐσᾶς. Πλὴν ἤξευρε καλά, ὅτι καὶ ἡμεῖς Μακάριοι ὀνομαζόμεθα καθὼς ἐσὺ καὶ χωρὶς νὰ θέλῃς μᾶς ὠνόμασες. Ταῦτα δὲ εἰπόντος τοῦ Ἁγίου, ἐκατανύχθη ὁ τριβοῦνος, καὶ καταφρονήσας τὰ λαμπρὰ τοῦ βίου πράγματα, ἀπετάξατο τοῖς ἑαυτοῦ ὑπάρχουσι, καὶ ἔγινε Μοναχός. (Περὶ τοῦ Ἀλεξανδρέως Μακαρίου ὅρα καὶ εἰς τὸ Λαυσαϊκόν.)
(1) Οὗτος ὁ νεκρὸς ἦτον Ἕλλην. Ἀναστηθεὶς δέ, ἐπίστευσεν εἰς τὸν Χριστὸν καὶ ἐβαπτίσθη. Εἶτα ἐγένετο καὶ Μοναχός, Μίλης ὀνομασθείς. Περὶ τούτου ἀναφέρει ὁ εἰς τὸ Σάββατον τῆς Τυρινῆς ᾀσματικὸς Κανών, ὁ τὰ ὀνόματα τῶν Ὁσίων Πατέρων δηλῶν κατὰ ἀλφάβητον, Μίλην νεκρέγερτον αὐτὸν ὀνομάζων.
(2) Ἡ γὰρ λίτρα περιέχει οὐγγίας δώδεκα. Ἡ δὲ οὐγγία περιέχει δράμια ὀκτώ.
(3) Βάσανος καὶ κόλασις ἐννοεῖται ἐδῶ, ὄχι ἡ καθολική. Αὕτη γὰρ ἀκόμη δὲν ἐδόθη εἰς τοὺς ἁμαρτωλούς. Ἀλλὰ ἡ μερική, ἥτις εἶναι λύπη καὶ θλῖψις καὶ σκότος. Τὰ ὁποῖα λαμβάνουν οἱ ἐν τῇ φυλακῇ τοῦ ᾍδου εὑρισκόμενοι ἁμαρτωλοί, ἕως τῆς δευτέρας τοῦ Χριστοῦ παρουσίας.
(4) Προσθέττει δὲ καὶ τοῦτο ὁ Παλλάδιος, ὅτι ἀφ’ οὗ ὁ Ἅγιος ἰάτρευσε τὴν ἀνωτέρω γυναῖκα, ἔδωκεν εἰς αὐτὴν τοιαύτην συμβουλὴν λέγων· «Γύναι, μὴ λίπῃς ἀπὸ τὴν κοινωνίαν τῶν Μυστηρίων τοῦ Χριστοῦ. Ἀλλὰ νὰ μεταλαμβάνῃς συχνά. Διότι αὕτη ἡ διαβολικὴ ἐνέργεια σοὶ ἠκολούθησεν, ἐπειδὴ δὲν ἐμετάλαβες πέντε ἑβδομάδας. Καὶ ἀπὸ τοῦτο εὑρῆκε χώραν ὁ Διάβολος καὶ σὲ ἐπείραξε». Μέγας δὲ τῇ ἀληθείᾳ λόγος γράφεται περὶ τοῦ Μεγάλου τούτου Μακαρίου παρὰ τῷ Εὐεργετινῷ, σελ. 592, δηλαδή, ὅτι αὐτὸς ἔγινε Θεὸς ἐπίγειος, καθώς ἐστι γεγραμμένον. Ὥσπερ γάρ ἐστιν ὁ Θεός, σκέπων τὸν κόσμον, οὕτω καὶ ὁ Ἀββᾶς Μακάριος σκέπων ἦν τὰ ἐλαττώματα ἃ ἔβλεπεν, ὡς μὴ βλέπων, καὶ ἃ ἤκουεν, ὡς μὴ ἀκούων.
*
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τῆς Ἁγίας Μάρτυρος Εὐφρασίας.
Ψεύδει σοφῷ φυγοῦσα σαρκὸς τὴν ὕβριν,
Ἀθλεῖς ἀληθῶς ἐκ ξίφους Εὐφρασία.
Ἡ Ἁγία αὕτη ἦτον ἀπὸ τὴν πόλιν τῆς Νικομηδείας κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Μαξιμιανοῦ, ἐν ἔτει σϞ΄ [290], καταγομένη ἀπὸ γένος ὀνομαστόν, καὶ ἔχουσα γνώμην σώφρονα καὶ εὐσεβῆ. Αὕτη λοιπὸν διαβαλθεῖσα ὡς Χριστιανή, καὶ μὴ πεισθεῖσα νὰ προσφέρῃ θυσίαν εἰς τοὺς δαίμονας, δέρνεται δυνατά. Καὶ ἐπειδὴ ἐπέμενεν εἰς τὴν ὁμολογίαν τῆς τοῦ Χριστοῦ πίστεως, τούτου χάριν παρεδόθη εἰς ἕνα βάρβαρον ἄνθρωπον διὰ νὰ τὴν ἀτιμάσῃ. Ἐγελάσθη ὅμως αὐτὸς ἀπὸ τὴν Ἁγίαν, μὲ τοιοῦτον σοφὸν τρόπον. Ὑπεσχέθη ἡ Ἁγία εἰς τὸν βάρβαρον ἐκεῖνον, ὅτι ἀνίσως αὐτὸς δὲν τὴν πειράξῃ, ἔχει νὰ τοῦ δώσῃ ἕνα ἰατρικόν, διὰ μέσου τοῦ ὁποίου θέλει διαφυλάττεται ἀνώτερος ἀπὸ κάθε σπαθί, καὶ ἀπὸ κάθε κοντάρι τῶν ἐχθρῶν του. Ταῦτα δὲ λέγουσα, ἐπρόσθεσε καὶ τοῦτο. Ὅτι, ἐὰν θέλῃς νὰ πληροφορηθῇς, πῶς τοῦτο ὁποῦ σοι λέγω εἶναι ἀληθινόν, δοκίμασον εἰς τὸν ἐδικόν μου λαιμόν, καὶ εὐθὺς ἐξάπλωσε τὸν λαιμόν της. Ὁ δὲ βάρβαρος νομίσας ὅτι τοῦ λέγει λόγια ἀληθινά, ἐκτύπησε δυνατώτερα εἰς τὸν λαιμόν της μὲ τὸ σπαθί, καὶ ἀπέκοψε τὴν ἁγίαν αὐτῆς κεφαλήν. Καὶ οὕτω μείνασα ἀμόλυντος, ἔλαβεν ἡ μακαρία τὸν τοῦ μαρτυρίου ἄφθαρτον στέφανον.
*
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ γέγονεν ἡ εἰς τὸν Ναὸν τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων ἀνακομιδὴ τῶν λειψάνων τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρὸς ἡμῶν Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου.
Ἔχει νεκρὸν σὸν ἡ καλὴ μετοικία,
Καλῶ γὰρ ὡς σύ, τοὺς Ἀποστόλους πάτερ (5).
(5) Οὕτω γὰρ ὁ Θεολόγος Γρηγόριος ἐν τῷ Συντακτηρίῳ λόγῳ τῷ εἰς τοὺς ἑκατὸν πεντήκοντα Ἐπισκόπους τῆς ἁγίας καὶ Οἰκουμενικῆς Δευτέρας Συνόδου λέγει περὶ τοῦ ἐν Κωνσταντινουπόλει Ναοῦ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων· «Χαίρετε Ἀπόστολοι, ἡ καλὴ μετοικία». Σημείωσαι ὅτι λόγος εὑρίσκεται ἐν τῇ Ἱερᾷ Μονῇ τῶν Ἰβήρων διαλαμβάνων περὶ τῆς ἐπανόδου τῶν λειψάνων τοῦ θείου τούτου Γρηγορίου, οὗ ἡ ἀρχή· «Πανήγυριν ἱερὰν καὶ ὑπέρλαμπρον».
*
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ τελεῖται ἡ ἀνάμνησις τοῦ ἐν Νικαίᾳ γενομένου μεγίστου θαύματος, ὅτε ὁ Μέγας Βασίλειος, διὰ προσευχῆς ἀνέωξε τὰς πύλας τῆς καθολικῆς Ἐκκλησίας, καὶ παρέθετο αὐτὴν τοῖς Ὀρθοδοξοις (6).
Πῶς οὐκ ἂν ἦρε Βασίλειε τὰς πύλας,
Μέγας Ναός σοι τῷ ναῷ τῷ ἐμψύχῳ.
(6) Σημείωσαι, ὅτι περιττῶς γράφεται ἐδῶ παρὰ τοῖς Μηναίοις ἡ μνήμη Λουκιλλιανοῦ, Παύλης, καὶ τῶν σὺν αὐτοῖς νηπίων Κλαυδίου, Ὑπατίου, Παύλου καὶ Διονυσίου. Αὕτη γὰρ γράφεται μετὰ τοῦ Συναξαρίου αὐτῶν κατὰ τὴν τρίτην τοῦ Ἰουνίου.
*
Μνήμη τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Μελετίου τοῦ Γαλλησιώτου καὶ Ὁμολογητοῦ, ὅστις ἐχρημάτισεν ἐν ἔτει ͵ασν΄ [1250].
Κτείνει Δαβὶδ μέν, ἀλλόφυλον σφενδόνῃ,
Κτείνει δὲ Μελέτιος Αὐσόνων πλάνην (7).
(7) Τὸν Βίον τοῦ Ὁσίου τούτου μετέφρασεν ἡ ἐμὴ ἀναξιότης, καὶ ὅρα τοῦτον εἰς τὸ Νέον Ἐκλόγιον. Συνέγραψα δὲ καὶ Ἀκολουθίαν εἰς αὐτόν.
*
Μνήμη τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρὸς ἡμῶν Μάρκου Ἐφέσου τοῦ Εὐγενικοῦ, τοῦ τῆς Ὀρθοδοξίας τῶν Ἀνατολικῶν Γραικῶν μονομάχου καὶ ὑπερμάχου καὶ φύλακος.
Κρατεῖ μὲν Ἄτλας μυθικῶς ὤμοις πόλον,
Κρατεῖ δ’ ἀληθῶς Μάρκος Ὀρθοδοξίαν (8).
(8) Εἰς τὸν Ἅγιον Μάρκον τῆς Ἐφέσου, Ἀκολουθίαν γλαφυρὰν συνέγραψεν ἡ ἐμὴ ἀδυναμία, διὰ προτροπῆς τοῦ ἱερολογιωτάτου διδασκάλου κυροῦ Ἀθανασίου τοῦ Παρίου, τοῦ σχολαρχοῦντος ἐν τῇ νήσῳ Χίῳ. Καὶ εἴθε νὰ ἐκδοθῇ καὶ εἰς τὸ φῶς τῆς τυπογραφίας διὰ τῆς συνεργίας τινὸς φιλομάρκου. Τὸν δὲ κατὰ πλάτος Βίον αὐτοῦ ὅρα εἰς τὸ βιβλίον τὸ καλούμενον Ἀντίπαπαν, τὸν παρὰ τοῦ αὐτοῦ κυροῦ Ἀθανασίου συγγραφέντα ῥητορικῶς.
*
Μνήμη τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρὸς ἡμῶν Ἀρσενίου Ἀρχιεπισκόπου Κερκύρας.
Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.
Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Β’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *