Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου18 Ιανουαρίου
Αν θέλετε πολυτονικό κείμενο, πατήστε εδώ
Τω αυτώ μηνί ΙΗ’, μνήμη των εν Αγίοις Πατέρων ημών Αθανασίου και Κυρίλλου, Αρχιεπισκόπων Αλεξανδρείας.
Εις τον Αθανάσιον.
Αθανάσιον και θανόντα ζην λέγω.
Οι γαρ δίκαιοι ζώσι και τεθνηκότες.
Εις την φυγήν Κυρίλλου.
Φυγής Κυρίλλου σήμερον μνήμην άγει,
Αλλ’ ου τελευτής της αειμνήστου κτίσις (1).
Τάρχυσαν (ήτοι ενταφίασαν μετά ταραχής και κλαυθμού)
ογδοάτη νέκυν Αθανασίου δεκάτη.
Από τους δύω τούτους Πατέρας ημών, ο μεν Άγιος Αθανάσιος, ήτον κατά τους χρόνους του Μεγάλου Κωνσταντίνου εν έτει τιη’ [318], και ευρέθη παρών εις την εν Νικαία γενομένην Πρώτην και Οικουμενικήν Σύνοδον εν έτει τκε’ [325], Διάκονος ων και τον τόπον επέχων του τότε Αλεξανδρείας Αλεξάνδρου. Όπου και κατεντροπίασε τον δυσσεβή Άρειον με λόγους σοφίας και με αποδείξεις των θείων Γραφών. Αφ’ ου δε εκοιμήθη ο μακάριος Αλέξανδρος, έγινε της Αλεξανδρείας Αρχιεπίσκοπος. Και επειδή ο Κωνστάντιος ο υιός του Μεγάλου Κωνσταντίνου ήτον Αρειανός, δια τούτο εις διαφόρους τόπους εξώρισε τον Μέγαν τούτον Αθανάσιον. Καρτερήσας δε ο μακάριος τους διωγμούς τεσσαράκοντα χρόνους, προς Κύριον εξεδήμησεν (2). Ο δε Άγιος Κύριλλος ήτον επί της βασιλείας Θεοδοσίου του μικρού εν έτει υιε’ [415], ανεψιός ων Θεοφίλου Αρχιεπισκόπου Αλεξανδρείας, και του θρόνου αυτού γενόμενος διάδοχος. Ούτος εστάθη έξαρχος και προστάτης της εν Εφέσω αγίας και Οικουμενικής Τρίτης Συνόδου, της εν έτει υλα’ [431] συγκροτηθείσης, και τον δυσσεβή καθείλε Νεστόριον, ο οποίος βλάσφημα πολλά κατά της Αγίας Δεσποίνης ημών Θεοτόκου, ο κακόδοξος εδογμάτισε. Με πολλά δε κατορθώματα και αρετάς ο Άγιος ούτος Κύριλλος διαλάμψας, προς Κύριον εξεδήμησε.
Ήτον δε κατά τον χαρακτήρα του σώματος, ο μεν Άγιος Αθανάσιος, μέτριος κατά το μέγεθος και την ηλικίαν, ολίγον πλατύς, σκυπτός, χαρίεις εις το πρόσωπον, εύμορφον χρώμα έχων, φαλακρός εις την κεφαλήν, την μύτην έχων γρυπήν, ήτοι κυρτήν ωσάν του γερακίου. Δεν είχε το πρόσωπον μακρουλόν, είχε πλατέα τα σιαγόνια, το γένειον μέτριον, και το στόμα μικρόν. Δεν ήτον πολλά άσπρος, αλλά ελαμπρύνετο με ένα χρώμα υπόξανθον. Ο δε Άγιος Κύριλλος, ολίγον τι είχε πλέον εύμορφον το χρώμα του προσώπου, είχε τα οφρύδια δασέα και μεγάλα και στρογγυλά με ευαρμοστίαν. Ήτον μακρομύτης, είχε τα μάγουλα μακρά, και τα χείλη παχέα, ήτον φαλακρός, είχε το μέτωπον μικρόν, και το γένειον δασύ και μακρόν, είχε τα μαλλία συνεστραμμένα και σκαντζουρά, ήτον ολίγον ξανθός, είχε τας τρίχας μεμιγμένας, ήτοι άσπρας με μαύρας. Τελείται δε η Σύναξις αυτών εν τη αγιωτάτη Μεγάλη Εκκλησία. (Όρα, τον Βίον μεν του Αγίου Αθανασίου, εις τον Νέον Θησαυρόν, και εγκώμιον αυτού εις την Σαγήνην. Τον Βίον δε του Αγίου Κυρίλλου εις το Νέον Εκλόγιον (3).
(1) Σημειούμεν εδώ, ότι η κυρία μνήμη της τελευτής του Αγίου Κυρίλλου, δεν είναι σήμερον, αλλά κατά την ενάτην του Ιουνίου μηνός. Σήμερον δε είναι μόνον η μνήμη της φυγής του Αγίου, ως δηλοί το δίστιχον τούτο, δηλαδή της από Αλεξανδρείας εις Έφεσον ίσως αναβάσεως αυτού. Αξία γαρ εορτής εκρίθη η τοιαύτη του Αγίου φυγή, διατί εστάθη αιτία πολλών αγαθών εις την Εκκλησίαν του Χριστού. Καθότι δι’ αυτής, η μεν αγία και Οικουμενική Τρίτη Σύνοδος συνεκροτήθη, η του Νεστορίου βλάσφημος αίρεσις εξωστρακίσθη, και η Ορθοδοξία της πίστεως εις την οικουμένην εκηρύχθη. Το δε σιγής οπού ευρίσκεται εν τοις τετυπωμένοις Μηναίοις αντί του φυγής, τυπογραφικόν σφάλμα εστίν.
(2) Σημείωσαι, ότι Γρηγόριος ο Θεολόγος εγκώμιον γλαφυρόν πλέκει εις τον Μέγαν τούτον Αθανάσιον, ου η αρχή· «Αθανάσιον επαινών, αρετήν επαινέσομαι». (Σώζεται εν τοις εκδεδομένοις.) Εν δε τη Μεγίστη Λαύρα δύω Βίοι σώζονται του Μεγάλου τούτου Αθανασίου. Ων ο εις μεν, άρχεται ούτως· «Άλλοι μεν άλλα». Ο δε έτερος, ούτω· «Πολλοί μεν των Αγίων».
(3) Περιττώς δε γράφεται εν τω τετυπωμένω Συναξαριστή το Συναξάριον του Οσίου Μαρκιανού. Τούτο γαρ προεγράφη εις την δευτέραν του Νοεμβρίου, καθ’ ην και εορτάζεται.
*
Τη αυτή ημέρα μνήμη της Αγίας Μάρτυρος Θεοδούλης.
Σύνδουλον ουκ έφριττε πυρ Θεοδούλη,
Θεώ τιθείσα δουλικώς τας ελπίδας.
Κατά τους χρόνους Διοκλητιανού και Μαξιμιανού εν έτει σϞη’ [298], εστάλθη εις την Ανάζαρβον πόλιν της Κιλικίας ένας ηγεμών, ονόματι Πελάγιος, δια να τιμωρήση τους εκεί ευρισκομένους Χριστιανούς. Τότε λοιπόν και η Αγία αύτη Θεοδούλη εκ της αυτής πόλεως Αναζάρβου καταγομένη, ήτις ύστερον ωνομάσθη Διοκαισάρεια, και Καισαραυγούστα, τώρα δε ονομάζεται υπό των Τούρκων Ακ Ισάρ, ή Ακ Σεράϊ, εκείθεν, λέγω, η Αγία αύτη καταγομένη, επιάσθη ως Χριστιανή, και παρεστάθη εις το κριτήριον του Πελαγίου. Όθεν ομολογήσασα τον Χριστόν Θεόν αληθινόν ενώπιον πάντων, εκρεμάσθη από τα μαλλία της κεφαλής επάνω εις ένα κυπαρίσσι. Έπειτα επλήγωσαν τα βυζία της με σούβλας πυρωμένας. Επειδή δε η Αγία είπε προς τον ηγεμόνα, πού είναι οι θεοί σου; δείξον αυτούς εις εμένα δια να τους τιμήσω καθόσον δύναμαι· δια τούτο ευθύς κατεβάζουσιν αυτήν, και την στέλλουσιν εις τον ναόν του ειδώλου Αδριανού, τον οποίον είχον εκεί περίφημον και περιβόητον.
Εμβαίνουσα λοιπόν η Αγία μέσα εις τον ναόν, επροσευχήθη εις τον αληθή Θεόν, και με μόνον το εμφύσημά της, έπεσεν ευθύς το άγαλμα του Αδριανού και εμοιράσθη εις τρία κομμάτια. Έπειτα ευγαίνουσα έξω, λέγει προς τον ηγεμόνα. Έμβα μέσα και βοήθησον εις τον θεόν σου Αδριανόν, διατί αυτός έπεσε κατά γης και ετζακίσθη. Ο δε ηγεμών τρέχωντας, εμβήκεν εις τον ναόν, και βλέπωντας κατά γης τον Αδριανόν μοιρασμένον εις τρία κομμάτια, εθρήνησεν ομού με θυμόν. Επειδή δε τούτο έφθασε και εις τα αυτία του βασιλέως, ευθύς εστάλθη ο πρώτος άρχων, οπού ήτον εν τω βασιλικώ παλατίω τω εις την πόλιν Ανάζαρβον ευρισκομένω, δια να εξετάση, ότι εάν ήναι αληθινόν τούτο το πράγμα, να ρίψουν τον Πελάγιον εις τα θηρία δια να τον φάγουν. Τούτο δε μανθάνωντας ο Πελάγιος, επρόσπεσεν εις την Αγίαν Θεοδούλην, παρακαλών αυτήν μετά δακρύων, να προσευχηθή εις τον Θεόν δια να γένη πάλιν τέλειον το τζακισθέν άγαλμα του θεού των, και να κατασταθή πάλιν εις τον τόπον, όπου εστέκετο πρώτον, υποσχόμενος, ότι αν τούτο γένη, να πιστεύση και αυτός εις τον Χριστόν, και να γένη Χριστιανός.
Τότε η Αγία επροσευχήθη, και ευθύς το τζακισθέν είδωλον έγινεν ολόκληρον, και απεκατεστάθη πάλιν εις τον πρότερον τόπον του, το οποίον ευρών σώον ο απεσταλμένος άρχων υπό του βασιλέως, εγύρισε και έδωκε την είδησιν ταύτην εις τον βασιλέα. Ο δε βασιλεύς προστάζει τον Πελάγιον δια γραμμάτων, ότι να τιμωρήση πρότερον την Αγίαν με διαφόρους τιμωρίας, και έπειτα να την παραδώση εις πικρόν θάνατον. Ο Πελάγιος λοιπόν επρόσταξε να καταξεσχίσουν τας σάρκας της Αγίας με σούβλας πυρωμένας. Και επειδή έβλεπε την Μάρτυρα, πως δεν φροντίζει δια τα βάσανα τελείως, ωργίζετο ο ταλαίπωρος και τρισάθλιος, και τι να κάμη δεν ήξευρε. Τότε Ελλάδιος ο κομενταρήσιος παραστέκωντας εκεί, λέγει προς τον Πελάγιον. Δος εις εμένα την εξουσίαν, και αν εγώ δεν καταπείσω αυτήν να θυσιάση εις το είδωλον του Αδριανού, αποκεφάλισόν με. Ευθύς λοιπόν έλαβε την εξουσίαν να κάμη εκείνα, οπού εστοχάζετο.
Όθεν ποιήσας πέντε καρφία, τα μεν δύω, έμπηξεν εις τα αυτία της Αγίας, το ένα δε, έμπηξεν εις το μέτωπόν της, και τα άλλα δύω, έμπηξεν εις τα βυζία της. Αφ’ ου δε τα εκάρφωσεν όλα, εσήκωσεν η Αγία τους οφθαλμούς της διανοίας της εις τον ουρανόν, και επροσευχήθη εις τον Θεόν, δια να δοθή υπομονή εις αυτήν να υποφέρη την ανυπόφορον εκείνην βάσανον. Όθεν μετά ολίγον, εδόθη εις την Αγίαν η υπομονή οπού εζήτησε. Βλέπων δε ο κομενταρήσιος την τόσην μεγάλην υπομονήν και γενναιοκαρδίαν της Αγίας, και πως την πικράν εκείνην βάσανον ενόμιζεν ως ουδέν, προς τούτοις δε στοχασθείς, και ότι, αν δεν πεισθή η Αγία να αρνηθή τον Χριστόν, έχει να κινδυνεύση η ζωή του, καθώς υπεσχέθη: τούτων λέγω χάριν, επροσκάλεσε την Αγίαν εις το οσπήτιόν του και παρεκάλει αυτήν να θυσιάση με αυτόν εις τα είδωλα. Η δε Αγία βλέπουσα τον φόβον οπού είχεν, έκαμε προσευχήν δι’ αυτόν εις τον Θεόν. Είτα διδάξασα αυτόν με τα θεία αυτής λόγια, τον εκατάπεισε να γένη Χριστιανός.
Όταν λοιπόν εξημέρωσεν, επαραστάθη εις τον Πελάγιον ο κομενταρήσιος ομού με την Αγίαν, και λέγει προς αυτόν. Δεν εδυνήθηκα να πείσω την δούλην του όντως αληθινού Θεού εις το να μεταβληθή από την ίσιαν και καλήν στράταν, οπού περιπατεί. Αυτή δε μάλλον εμετάβαλεν εμένα, και με ηλευθέρωσεν από το σκότος της αγνωσίας, εις το οποίον έως τώρα ευρισκόμην. Φωτίσασα γαρ τους νοερούς οφθαλμούς της ψυχής μου με τα θεία της λόγια, επρόσφερέ με εις τον Κύριόν μου Ιησούν Χριστόν, τον αληθινόν Θεόν. Ταύτα ακούσας ο Πελάγιος, άναψεν από τον θυμόν. Όθεν επρόσταξε να κοπή η κεφαλή του, και το σώμα του να ριφθή εις την θάλασσαν. Και έτζι ο μακάριος Ελλάδιος ετελείωσε το μαρτύριον, κατά την εικοστήν τετάρτην του Ιαννουαρίου μηνός. Την δε Αγίαν επρόσταξε να βάλουν μέσα εις κάμινον αναμμένην, από την οποίαν διαφυλαχθείσα αβλαβής, επροσηύχετο εν αυτή, και εδόξαζε τον Θεόν.
Όθεν απορών ο ηγεμών, εφώναζε μεγάλως: δεν ηξεύρω τι να κάμω με αυτήν την βιαιοθάνατον! Ένας δε από τους παρεστώτας, Βοηθός ονομαζόμενος, παράδος αυτήν εις εμένα, είπεν, ω ηγεμών. Διατί εγώ δεν είμαι άφρων και άγνωστος, καθώς ήτον ο κομενταρήσιος, ίνα πεισθώ εις αυτήν. Ο δε άρχων παρέδωκε την Αγίαν εις αυτόν. Πέρνωντας λοιπόν ο Βοηθός την Μάρτυρα εις το οσπήτι του, εδέχθη και αυτός τους λόγους και τας διδασκαλίας της, και ηλλοιώθη την θείαν αλλοίωσιν, ως και ο κομενταρήσιος. Και λοιπόν την ακόλουθον ημέραν, επαραστάθη και αυτός εις τον Πελάγιον ομού με την Αγίαν, και λέγει προς αυτόν. Τα κατ’ εμέ πράγματα, ω ηγεμών, έρχομαι δια να σοι φανερώσω. Ήξευρε ότι και εγώ ομολογώ τον Χριστόν Θεόν αληθινόν, και ότι αι ελπίδαις των υποσχέσεών μου εφάνηκαν μάταιαις και κεναίς. Κάλλιον γαρ είναι να φανώ ψεύστης και να γίνω συγκληρονόμος του Χριστού, πάρεξ να αληθεύσω και να κερδήσω την γέενναν του πυρός. Αλλά και εσύ ω ηγεμών, έπρεπε να ευχαριστήσης τον αληθινόν Θεόν, οπού σε ελύτρωσε από τον θάνατον, και να πιστεύσης εις αυτόν, καθώς υπεσχέθης. Εσύ δε, όχι μόνον τούτο δεν έκαμες, αλλά και εφάνης αχάριστος, και την ευεργέτιδά σου Θεοδούλην, παρέδωκας εις ανυπόφορα βάσανα. Ταύτα καθώς είπεν ο Βοηθός, επρόσταξεν ο Πελάγιος και απέκοψαν την τιμίαν του κεφαλήν. Την δε Αγίαν επρόσταξε να απλωθή επάνω εις πυρωμένην σκάραν, επάνωθεν δε της σκάρας να ραντίζεται πίσσα, λάδι και κηρί. Ίνα με αυτά ανάπτη η σκάρα περισσότερον. Και ο μεν Βοηθός, τελειώσας το μαρτύριόν του, απήλθε προς Κύριον, η δε Θεοδούλη προσευξαμένη, ανέβη επάνω εις την σκάραν. Και καθώς η σκάρα εδέχθη αυτήν, εσκορπίσθη, και εσφενδόνησεν όχι ολίγα κάρβουνα εις τους εκεί παρεστώτας, και κατέκαυσε τους περισσοτέρους από αυτούς. Όθεν έβαλαν την Αγίαν εις την φυλακήν. Την δε ερχομένην ημέραν, ανάφθη μεγάλη κάμινος, και εβάλθη εις αυτήν η Αγία, ομού με τον Ευάγριον και Μακάριον και άλλους πολλούς Αγίους. Και εκεί έλαβον όλοι ομού το μακάριον τέλος του μαρτυρίου, και τους αμαράντους στεφάνους παρά Κυρίου.
*
Οι δια της Αγίας Θεοδούλης πιστεύσαντες τω Χριστώ, ο τε Ελλάδιος ο Κομενταρήσιος, και ο Βοηθός, ξίφει τελειούνται.
Θείον Βοηθόν συν Κομενταρησίω,
Δόξης κατηξίωσε Χριστού, το ξίφος.
*
Ο Άγιος Ευάγριος και Μακάριος, οι δια της Αγίας Θεοδούλης πιστεύσαντες, πυρί τελειούνται.
Βληθέντες εις πυρ οσφράδια Κυρίω,
Ώφθητε Μακάριε Ευάγριέ τε.
*
Η Αγία Μάρτυς Ξένη πυρί τελειούται.
Ο Χριστός ήλθε πυρ βαλείν εις γην πάλαι.
Ξένη τρέχουσα καρτερεί τούτο ξένως.
*
Μνήμη του Οσίου Πατρός ημών Μαρκιανού του από Κύπρου.
Και Μαρκιανός άθλον ήθλησε ξένον,
Ουχί προς αίμα προς δε αρχάς του σκότους.
Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.
Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *
Τῷ αὐτῷ μηνὶ ΙΗ΄, μνήμη τῶν ἐν Ἁγίοις Πατέρων ἡμῶν Ἀθανασίου καὶ Κυρίλλου, Ἀρχιεπισκόπων Ἀλεξανδρείας.
Εἰς τὸν Ἀθανάσιον.
Ἀθανάσιον καὶ θανόντα ζῆν λέγω.
Οἱ γὰρ δίκαιοι ζῶσι καὶ τεθνηκότες.
Εἰς τὴν φυγὴν Κυρίλλου.
Φυγῆς Κυρίλλου σήμερον μνήμην ἄγει,
Ἀλλ’ οὐ τελευτῆς τῆς ᾀειμνήστου κτίσις (1).
Τάρχυσαν (ἤτοι ἐνταφίασαν μετὰ ταραχῆς καὶ κλαυθμοῦ)
ὀγδοάτῃ νέκυν Ἀθανασίου δεκάτῃ.
Ἀπὸ τοὺς δύω τούτους Πατέρας ἡμῶν, ὁ μὲν Ἅγιος Ἀθανάσιος, ἦτον κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου ἐν ἔτει τιη΄ [318], καὶ εὑρέθη παρὼν εἰς τὴν ἐν Νικαίᾳ γενομένην Πρώτην καὶ Οἰκουμενικὴν Σύνοδον ἐν ἔτει τκε΄ [325], Διάκονος ὢν καὶ τὸν τόπον ἐπέχων τοῦ τότε Ἀλεξανδρείας Ἀλεξάνδρου. Ὅπου καὶ κατεντροπίασε τὸν δυσσεβῆ Ἄρειον μὲ λόγους σοφίας καὶ μὲ ἀποδείξεις τῶν θείων Γραφῶν. Ἀφ’ οὗ δὲ ἐκοιμήθη ὁ μακάριος Ἀλέξανδρος, ἔγινε τῆς Ἀλεξανδρείας Ἀρχιεπίσκοπος. Καὶ ἐπειδὴ ὁ Κωνστάντιος ὁ υἱὸς τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου ἦτον Ἀρειανός, διὰ τοῦτο εἰς διαφόρους τόπους ἐξώρισε τὸν Μέγαν τοῦτον Ἀθανάσιον. Καρτερήσας δὲ ὁ μακάριος τοὺς διωγμοὺς τεσσαράκοντα χρόνους, πρὸς Κύριον ἐξεδήμησεν (2). Ὁ δὲ Ἅγιος Κύριλλος ἦτον ἐπὶ τῆς βασιλείας Θεοδοσίου τοῦ μικροῦ ἐν ἔτει υιε΄ [415], ἀνεψιὸς ὢν Θεοφίλου Ἀρχιεπισκόπου Ἀλεξανδρείας, καὶ τοῦ θρόνου αὐτοῦ γενόμενος διάδοχος. Οὗτος ἐστάθη ἔξαρχος καὶ προστάτης τῆς ἐν Ἐφέσῳ ἁγίας καὶ Οἰκουμενικῆς Τρίτης Συνόδου, τῆς ἐν ἔτει υλα΄ [431] συγκροτηθείσης, καὶ τὸν δυσσεβῆ καθεῖλε Νεστόριον, ὁ ὁποῖος βλάσφημα πολλὰ κατὰ τῆς Ἁγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου, ὁ κακόδοξος ἐδογμάτισε. Μὲ πολλὰ δὲ κατορθώματα καὶ ἀρετὰς ὁ Ἅγιος οὗτος Κύριλλος διαλάμψας, πρὸς Κύριον ἐξεδήμησε.
Ἦτον δὲ κατὰ τὸν χαρακτῆρα τοῦ σώματος, ὁ μὲν Ἅγιος Ἀθανάσιος, μέτριος κατὰ τὸ μέγεθος καὶ τὴν ἡλικίαν, ὀλίγον πλατύς, σκυπτός, χαρίεις εἰς τὸ πρόσωπον, εὔμορφον χρῶμα ἔχων, φαλακρὸς εἰς τὴν κεφαλήν, τὴν μύτην ἔχων γρυπήν, ἤτοι κυρτὴν ὡσὰν τοῦ γερακίου. Δὲν εἶχε τὸ πρόσωπον μακρουλόν, εἶχε πλατέα τὰ σιαγόνια, τὸ γένειον μέτριον, καὶ τὸ στόμα μικρόν. Δὲν ἦτον πολλὰ ἄσπρος, ἀλλὰ ἐλαμπρύνετο μὲ ἕνα χρῶμα ὑπόξανθον. Ὁ δὲ Ἅγιος Κύριλλος, ὀλίγον τι εἶχε πλέον εὔμορφον τὸ χρῶμα τοῦ προσώπου, εἶχε τὰ ὀφρύδια δασέα καὶ μεγάλα καὶ στρογγυλὰ μὲ εὐαρμοστίαν. Ἦτον μακρομύτης, εἶχε τὰ μάγουλα μακρά, καὶ τὰ χείλη παχέα, ἦτον φαλακρός, εἶχε τὸ μέτωπον μικρόν, καὶ τὸ γένειον δασὺ καὶ μακρόν, εἶχε τὰ μαλλία συνεστραμμένα καὶ σκαντζουρά, ἦτον ὀλίγον ξανθός, εἶχε τὰς τρίχας μεμιγμένας, ἤτοι ἄσπρας μὲ μαύρας. Τελεῖται δὲ ἡ Σύναξις αὐτῶν ἐν τῇ ἁγιωτάτῃ Μεγάλῃ Ἐκκλησίᾳ. (Ὅρα, τὸν Βίον μὲν τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου, εἰς τὸν Νέον Θησαυρόν, καὶ ἐγκώμιον αὐτοῦ εἰς τὴν Σαγήνην. Τὸν Βίον δὲ τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου εἰς τὸ Νέον Ἐκλόγιον (3).)
(1) Σημειοῦμεν ἐδῶ, ὅτι ἡ κυρία μνήμη τῆς τελευτῆς τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου, δὲν εἶναι σήμερον, ἀλλὰ κατὰ τὴν ἐνάτην τοῦ Ἰουνίου μηνός. Σήμερον δὲ εἶναι μόνον ἡ μνήμη τῆς φυγῆς τοῦ Ἁγίου, ὡς δηλοῖ τὸ δίστιχον τοῦτο, δηλαδὴ τῆς ἀπὸ Ἀλεξανδρείας εἰς Ἔφεσον ἴσως ἀναβάσεως αὐτοῦ. Ἀξία γὰρ ἑορτῆς ἐκρίθη ἡ τοιαύτη τοῦ Ἁγίου φυγή, διατὶ ἐστάθη αἰτία πολλῶν ἀγαθῶν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ. Καθότι δι’ αὐτῆς, ἡ μὲν ἁγία καὶ Οἰκουμενικὴ Τρίτη Σύνοδος συνεκροτήθη, ἡ τοῦ Νεστορίου βλάσφημος αἵρεσις ἐξωστρακίσθη, καὶ ἡ Ὀρθοδοξία τῆς πίστεως εἰς τὴν οἰκουμένην ἐκηρύχθη. Τὸ δὲ σιγῆς ὁποῦ εὑρίσκεται ἐν τοῖς τετυπωμένοις Μηναίοις ἀντὶ τοῦ φυγῆς, τυπογραφικὸν σφάλμα ἐστίν.
(2) Σημείωσαι, ὅτι Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ἐγκώμιον γλαφυρὸν πλέκει εἰς τὸν Μέγαν τοῦτον Ἀθανάσιον, οὗ ἡ ἀρχή· «Ἀθανάσιον ἐπαινῶν, ἀρετὴν ἐπαινέσομαι». (Σῴζεται ἐν τοῖς ἐκδεδομένοις.) Ἐν δὲ τῇ Μεγίστῃ Λαύρᾳ δύω Βίοι σῴζονται τοῦ Μεγάλου τούτου Ἀθανασίου. Ὧν ὁ εἷς μέν, ἄρχεται οὕτως· «Ἄλλοι μὲν ἄλλα». Ὁ δὲ ἕτερος, οὕτω· «Πολλοὶ μὲν τῶν Ἁγίων».
(3) Περιττῶς δὲ γράφεται ἐν τῷ τετυπωμένῳ Συναξαριστῇ τὸ Συναξάριον τοῦ Ὁσίου Μαρκιανοῦ. Τοῦτο γὰρ προεγράφη εἰς τὴν δευτέραν τοῦ Νοεμβρίου, καθ’ ἣν καὶ ἑορτάζεται.
*
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τῆς Ἁγίας Μάρτυρος Θεοδούλης.
Σύνδουλον οὐκ ἔφριττε πῦρ Θεοδούλη,
Θεῷ τιθεῖσα δουλικῶς τὰς ἐλπίδας.
Κατὰ τοὺς χρόνους Διοκλητιανοῦ καὶ Μαξιμιανοῦ ἐν ἔτει σϞη΄ [298], ἐστάλθη εἰς τὴν Ἀνάζαρβον πόλιν τῆς Κιλικίας ἕνας ἡγεμών, ὀνόματι Πελάγιος, διὰ νὰ τιμωρήσῃ τοὺς ἐκεῖ εὑρισκομένους Χριστιανούς. Τότε λοιπὸν καὶ ἡ Ἁγία αὕτη Θεοδούλη ἐκ τῆς αὐτῆς πόλεως Ἀναζάρβου καταγομένη, ἥτις ὕστερον ὠνομάσθη Διοκαισάρεια, καὶ Καισαραυγοῦστα, τώρα δὲ ὀνομάζεται ὑπὸ τῶν Τούρκων Ἂκ Ἰσάρ, ἤ, Ἂκ Σεράϊ, ἐκεῖθεν, λέγω, ἡ Ἁγία αὕτη καταγομένη, ἐπιάσθη ὡς Χριστιανή, καὶ παρεστάθη εἰς τὸ κριτήριον τοῦ Πελαγίου. Ὅθεν ὁμολογήσασα τὸν Χριστὸν Θεὸν ἀληθινὸν ἐνώπιον πάντων, ἐκρεμάσθη ἀπὸ τὰ μαλλία τῆς κεφαλῆς ἐπάνω εἰς ἕνα κυπαρίσσι. Ἔπειτα ἐπλήγωσαν τὰ βυζία της μὲ σούβλας πυρωμένας. Ἐπειδὴ δὲ ἡ Ἁγία εἶπε πρὸς τὸν ἡγεμόνα, ποῦ εἶναι οἱ θεοί σου; δεῖξον αὐτοὺς εἰς ἐμένα διὰ νὰ τοὺς τιμήσω καθόσον δύναμαι· διὰ τοῦτο εὐθὺς κατεβάζουσιν αὐτήν, καὶ τὴν στέλλουσιν εἰς τὸν ναὸν τοῦ εἰδώλου Ἀδριανοῦ, τὸν ὁποῖον εἶχον ἐκεῖ περίφημον καὶ περιβόητον.
Ἐμβαίνουσα λοιπὸν ἡ Ἁγία μέσα εἰς τὸν ναόν, ἐπροσευχήθη εἰς τὸν ἀληθῆ Θεόν, καὶ μὲ μόνον τὸ ἐμφύσημά της, ἔπεσεν εὐθὺς τὸ ἄγαλμα τοῦ Ἀδριανοῦ καὶ ἐμοιράσθη εἰς τρία κομμάτια. Ἔπειτα εὐγαίνουσα ἔξω, λέγει πρὸς τὸν ἡγεμόνα. Ἔμβα μέσα καὶ βοήθησον εἰς τὸν θεόν σου Ἀδριανόν, διατὶ αὐτὸς ἔπεσε κατὰ γῆς καὶ ἐτζακίσθη. Ὁ δὲ ἡγεμὼν τρέχωντας, ἐμβῆκεν εἰς τὸν ναόν, καὶ βλέπωντας κατὰ γῆς τὸν Ἀδριανὸν μοιρασμένον εἰς τρία κομμάτια, ἐθρήνησεν ὁμοῦ μὲ θυμόν. Ἐπειδὴ δὲ τοῦτο ἔφθασε καὶ εἰς τὰ αὐτία τοῦ βασιλέως, εὐθὺς ἐστάλθη ὁ πρῶτος ἄρχων, ὁποῦ ἦτον ἐν τῷ βασιλικῷ παλατίῳ τῷ εἰς τὴν πόλιν Ἀνάζαρβον εὑρισκομένῳ, διὰ νὰ ἐξετάσῃ, ὅτι ἐὰν ᾖναι ἀληθινὸν τοῦτο τὸ πρᾶγμα, νὰ ῥίψουν τὸν Πελάγιον εἰς τὰ θηρία διὰ νὰ τὸν φάγουν. Τοῦτο δὲ μανθάνωντας ὁ Πελάγιος, ἐπρόσπεσεν εἰς τὴν Ἁγίαν Θεοδούλην, παρακαλῶν αὐτὴν μετὰ δακρύων, νὰ προσευχηθῇ εἰς τὸν Θεὸν διὰ νὰ γένῃ πάλιν τέλειον τὸ τζακισθὲν ἄγαλμα τοῦ θεοῦ των, καὶ νὰ κατασταθῇ πάλιν εἰς τὸν τόπον, ὅπου ἐστέκετο πρῶτον, ὑποσχόμενος, ὅτι ἂν τοῦτο γένῃ, νὰ πιστεύσῃ καὶ αὐτὸς εἰς τὸν Χριστόν, καὶ νὰ γένῃ Χριστιανός.
Τότε ἡ Ἁγία ἐπροσευχήθη, καὶ εὐθὺς τὸ τζακισθὲν εἴδωλον ἔγινεν ὁλόκληρον, καὶ ἀπεκατεστάθη πάλιν εἰς τὸν πρότερον τόπον του, τὸ ὁποῖον εὑρὼν σῷον ὁ ἀπεσταλμένος ἄρχων ὑπὸ τοῦ βασιλέως, ἐγύρισε καὶ ἔδωκε τὴν εἴδησιν ταύτην εἰς τὸν βασιλέα. Ὁ δὲ βασιλεὺς προστάζει τὸν Πελάγιον διὰ γραμμάτων, ὅτι νὰ τιμωρήσῃ πρότερον τὴν Ἁγίαν μὲ διαφόρους τιμωρίας, καὶ ἔπειτα νὰ τὴν παραδώσῃ εἰς πικρὸν θάνατον. Ὁ Πελάγιος λοιπὸν ἐπρόσταξε νὰ καταξεσχίσουν τὰς σάρκας τῆς Ἁγίας μὲ σούβλας πυρωμένας. Καὶ ἐπειδὴ ἔβλεπε τὴν Μάρτυρα, πῶς δὲν φροντίζει διὰ τὰ βάσανα τελείως, ὠργίζετο ὁ ταλαίπωρος καὶ τρισάθλιος, καὶ τί νὰ κάμῃ δὲν ἤξευρε. Τότε Ἑλλάδιος ὁ κομενταρήσιος παραστέκωντας ἐκεῖ, λέγει πρὸς τὸν Πελάγιον. Δὸς εἰς ἐμένα τὴν ἐξουσίαν, καὶ ἂν ἐγὼ δὲν καταπείσω αὐτὴν νὰ θυσιάσῃ εἰς τὸ εἴδωλον τοῦ Ἀδριανοῦ, ἀποκεφάλισόν με. Εὐθὺς λοιπὸν ἔλαβε τὴν ἐξουσίαν νὰ κάμῃ ἐκεῖνα, ὁποῦ ἐστοχάζετο.
Ὅθεν ποιήσας πέντε καρφία, τὰ μὲν δύω, ἔμπηξεν εἰς τὰ αὐτία τῆς Ἁγίας, τὸ ἕνα δέ, ἔμπηξεν εἰς τὸ μέτωπόν της, καὶ τὰ ἄλλα δύω, ἔμπηξεν εἰς τὰ βυζία της. Ἀφ’ οὗ δὲ τὰ ἐκάρφωσεν ὅλα, ἐσήκωσεν ἡ Ἁγία τοὺς ὀφθαλμοὺς τῆς διανοίας της εἰς τὸν οὐρανόν, καὶ ἐπροσευχήθη εἰς τὸν Θεόν, διὰ νὰ δοθῇ ὑπομονὴ εἰς αὐτὴν νὰ ὑποφέρῃ τὴν ἀνυπόφορον ἐκείνην βάσανον. Ὅθεν μετὰ ὀλίγον, ἐδόθη εἰς τὴν Ἁγίαν ἡ ὑπομονὴ ὁποῦ ἐζήτησε. Βλέπων δὲ ὁ κομενταρήσιος τὴν τόσην μεγάλην ὑπομονὴν καὶ γενναιοκαρδίαν τῆς Ἁγίας, καὶ πῶς τὴν πικρὰν ἐκείνην βάσανον ἐνόμιζεν ὡς οὐδέν, πρὸς τούτοις δὲ στοχασθείς, καὶ ὅτι, ἂν δὲν πεισθῇ ἡ Ἁγία νὰ ἀρνηθῇ τὸν Χριστόν, ἔχει νὰ κινδυνεύσῃ ἡ ζωή του, καθὼς ὑπεσχέθη: τούτων λέγω χάριν, ἐπροσκάλεσε τὴν Ἁγίαν εἰς τὸ ὁσπήτιόν του καὶ παρεκάλει αὐτὴν νὰ θυσιάσῃ μὲ αὐτὸν εἰς τὰ εἴδωλα. Ἡ δὲ Ἁγία βλέπουσα τὸν φόβον ὁποῦ εἶχεν, ἔκαμε προσευχὴν δι’ αὐτὸν εἰς τὸν Θεόν. Εἶτα διδάξασα αὐτὸν μὲ τὰ θεῖα αὑτῆς λόγια, τὸν ἐκατάπεισε νὰ γένῃ Χριστιανός.
Ὅταν λοιπὸν ἐξημέρωσεν, ἐπαραστάθη εἰς τὸν Πελάγιον ὁ κομενταρήσιος ὁμοῦ μὲ τὴν Ἁγίαν, καὶ λέγει πρὸς αὐτόν. Δὲν ἐδυνήθηκα νὰ πείσω τὴν δούλην τοῦ ὄντως ἀληθινοῦ Θεοῦ εἰς τὸ νὰ μεταβληθῇ ἀπὸ τὴν ἴσιαν καὶ καλὴν στράταν, ὁποῦ περιπατεῖ. Αὐτὴ δὲ μᾶλλον ἐμετάβαλεν ἐμένα, καὶ μὲ ἠλευθέρωσεν ἀπὸ τὸ σκότος τῆς ἀγνωσίας, εἰς τὸ ὁποῖον ἕως τώρα εὑρισκόμην. Φωτίσασα γὰρ τοὺς νοεροὺς ὀφθαλμοὺς τῆς ψυχῆς μου μὲ τὰ θεῖά της λόγια, ἐπρόσφερέ με εἰς τὸν Κύριόν μου Ἰησοῦν Χριστόν, τὸν ἀληθινὸν Θεόν. Ταῦτα ἀκούσας ὁ Πελάγιος, ἄναψεν ἀπὸ τὸν θυμόν. Ὅθεν ἐπρόσταξε νὰ κοπῇ ἡ κεφαλή του, καὶ τὸ σῶμά του νὰ ῥιφθῇ εἰς τὴν θάλασσαν. Καὶ ἔτζι ὁ μακάριος Ἑλλάδιος ἐτελείωσε τὸ μαρτύριον, κατὰ τὴν εἰκοστὴν τετάρτην τοῦ Ἰαννουαρίου μηνός. Τὴν δὲ Ἁγίαν ἐπρόσταξε νὰ βάλουν μέσα εἰς κάμινον ἀναμμένην, ἀπὸ τὴν ὁποίαν διαφυλαχθεῖσα ἀβλαβής, ἐπροσηύχετο ἐν αὐτῇ, καὶ ἐδόξαζε τὸν Θεόν.
Ὅθεν ἀπορῶν ὁ ἡγεμών, ἐφώναζε μεγάλως: δὲν ἠξεύρω τί νὰ κάμω μὲ αὐτὴν τὴν βιαιοθάνατον! Ἕνας δὲ ἀπὸ τοὺς παρεστῶτας, Βοηθὸς ὀνομαζόμενος, παράδος αὐτὴν εἰς ἐμένα, εἶπεν, ὦ ἡγεμών. Διατὶ ἐγὼ δὲν εἶμαι ἄφρων καὶ ἄγνωστος, καθὼς ἦτον ὁ κομενταρήσιος, ἵνα πεισθῶ εἰς αὐτήν. Ὁ δὲ ἄρχων παρέδωκε τὴν Ἁγίαν εἰς αὐτόν. Πέρνωντας λοιπὸν ὁ Βοηθὸς τὴν Μάρτυρα εἰς τὸ ὁσπῆτί του, ἐδέχθη καὶ αὐτὸς τοὺς λόγους καὶ τὰς διδασκαλίας της, καὶ ἠλλοιώθη τὴν θείαν ἀλλοίωσιν, ὡς καὶ ὁ κομενταρήσιος. Καὶ λοιπὸν τὴν ἀκόλουθον ἡμέραν, ἐπαραστάθη καὶ αὐτὸς εἰς τὸν Πελάγιον ὁμοῦ μὲ τὴν Ἁγίαν, καὶ λέγει πρὸς αὐτόν. Τὰ κατ’ ἐμὲ πράγματα, ὦ ἡγεμών, ἔρχομαι διὰ νὰ σοὶ φανερώσω. Ἤξευρε ὅτι καὶ ἐγὼ ὁμολογῶ τὸν Χριστὸν Θεὸν ἀληθινόν, καὶ ὅτι αἱ ἐλπίδαις τῶν ὑποσχέσεών μου ἐφάνηκαν μάταιαις καὶ κεναῖς. Κάλλιον γὰρ εἶναι νὰ φανῶ ψεύστης καὶ νὰ γίνω συγκληρονόμος τοῦ Χριστοῦ, πάρεξ νὰ ἀληθεύσω καὶ νὰ κερδήσω τὴν γέενναν τοῦ πυρός. Ἀλλὰ καὶ ἐσὺ ὦ ἡγεμών, ἔπρεπε νὰ εὐχαριστήσῃς τὸν ἀληθινὸν Θεόν, ὁποῦ σὲ ἐλύτρωσε ἀπὸ τὸν θάνατον, καὶ νὰ πιστεύσῃς εἰς αὐτόν, καθὼς ὑπεσχέθης. Ἐσὺ δέ, ὄχι μόνον τοῦτο δὲν ἔκαμες, ἀλλὰ καὶ ἐφάνης ἀχάριστος, καὶ τὴν εὐεργέτιδά σου Θεοδούλην, παρέδωκας εἰς ἀνυπόφορα βάσανα. Ταῦτα καθὼς εἶπεν ὁ Βοηθός, ἐπρόσταξεν ὁ Πελάγιος καὶ ἀπέκοψαν τὴν τιμίαν του κεφαλήν. Τὴν δὲ Ἁγίαν ἐπρόσταξε νὰ ἁπλωθῇ ἐπάνω εἰς πυρωμένην σκάραν, ἐπάνωθεν δὲ τῆς σκάρας νὰ ῥαντίζεται πίσσα, λάδι καὶ κηρί. Ἵνα μὲ αὐτὰ ἀνάπτῃ ἡ σκάρα περισσότερον. Καὶ ὁ μὲν Βοηθός, τελειώσας τὸ μαρτύριόν του, ἀπῆλθε πρὸς Κύριον, ἡ δὲ Θεοδούλη προσευξαμένη, ἀνέβη ἐπάνω εἰς τὴν σκάραν. Καὶ καθὼς ἡ σκάρα ἐδέχθη αὐτήν, ἐσκορπίσθη, καὶ ἐσφενδόνησεν ὄχι ὀλίγα κάρβουνα εἰς τοὺς ἐκεῖ παρεστῶτας, καὶ κατέκαυσε τοὺς περισσοτέρους ἀπὸ αὐτούς. Ὅθεν ἔβαλαν τὴν Ἁγίαν εἰς τὴν φυλακήν. Τὴν δὲ ἐρχομένην ἡμέραν, ἀνάφθη μεγάλη κάμινος, καὶ ἐβάλθη εἰς αὐτὴν ἡ Ἁγία, ὁμοῦ μὲ τὸν Εὐάγριον καὶ Μακάριον καὶ ἄλλους πολλοὺς Ἁγίους. Καὶ ἐκεῖ ἔλαβον ὅλοι ὁμοῦ τὸ μακάριον τέλος τοῦ μαρτυρίου, καὶ τοὺς ἀμαράντους στεφάνους παρὰ Κυρίου.
*
Οἱ διὰ τῆς Ἁγίας Θεοδούλης πιστεύσαντες τῷ Χριστῷ, ὅ τε Ἑλλάδιος ὁ Κομενταρήσιος, καὶ ὁ Βοηθός, ξίφει τελειοῦνται.
Θεῖον Βοηθὸν σὺν Κομενταρησίῳ,
Δόξης κατηξίωσε Χριστοῦ, τὸ ξίφος.
*
Ὁ Ἅγιος Εὐάγριος καὶ Μακάριος, οἱ διὰ τῆς Ἁγίας Θεοδούλης πιστεύσαντες, πυρὶ τελειοῦνται.
Βληθέντες εἰς πῦρ ὀσφράδια Κυρίῳ,
Ὤφθητε Μακάριε Εὐάγριέ τε.
*
Ἡ Ἁγία Μάρτυς Ξένη πυρὶ τελειοῦται.
Ὁ Χριστὸς ἦλθε πῦρ βαλεῖν εἰς γῆν πάλαι.
Ξένη τρέχουσα καρτερεῖ τοῦτο ξένως.
*
Μνήμη τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Μαρκιανοῦ τοῦ ἀπὸ Κύπρου.
Καὶ Μαρκιανὸς ἆθλον ἤθλησε ξένον,
Οὐχὶ πρὸς αἷμα πρὸς δὲ ἀρχὰς τοῦ σκότους.
Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.
Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Β’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *